Στο ΣτΕ προσέφυγαν εκ νέου οι Φυσικοθεραπευτές για την ακύρωση του clawback

Στο ΣτΕ προσέφυγαν εκ νέου οι Φυσικοθεραπευτές για την ακύρωση του clawback

Παρασκευή, 24/05/2024 - 12:33

Στο ΣτΕ προσέφυγαν εκ νέου οι Φυσικοθεραπευτές για το clawback

 

Μόνο το έτος 2023, το ποσό που δεν τους καταβλήθηκε και αφαιρέθηκε από τα δεδουλευμένα τους, ήταν 26.000.000 ευρώ

 

Στο πλαίσιο της διαρκούς προσπάθειας για την προάσπιση των συμφερόντων των μελών του, ο Πανελλήνιος Σύλλογος Φυσικοθεραπευτών Π.Σ.Φ. - ΝΠΔΔ κατέθεσε σήμερα ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας αίτηση για την ακύρωση της υπ’αριθμ. ΕΑΛΕ/Γ.Π. 21886/19-04-2024 απόφασης των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας & Οικονομικών και Υγείας (Επιτρεπόμενα όρια δαπανών του Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.) έτους 2024, για παρεχόμενες υπηρεσίες υγείας και ιατροτεχνολογικά προϊόντα και συμπληρώματα ειδικής διατροφής, ΦΕΚ Β΄2365/19-04-2024), κατά το μέρος που αφορά τον προσδιορισμό επιτρεπομένων ορίων δαπανών για τις παρεχόμενες υπηρεσίες φυσικοθεραπείας.

              Με τον τρόπο αυτό ο ΠΣΦ συνεχίζει με επιμονή και συνέπεια τον διαρκή αγώνα για την τελική εξάλειψη του άδικου μέτρου του claw back, που απομειώνει το εισόδημα των φυσικοθεραπευτών και τους οδηγεί σε οικονομικό αδιέξοδο.

Ο Π.Σ.Φ., από την πρώτη στιγμή της επιβολής του μέτρου της αυτόματης επιστροφής (ρήτρα clawback) στους συμβεβλημένους με τον ΕΟΠΥΥ φυσικοθεραπευτές, είχε αντιδράσει έντονα, τονίζοντας τον εντελώς άδικο χαρακτήρα του συγκεκριμένου μέτρου, που περιορίζει δραστικά το ύψος των ήδη συμφωνημένων απολαβών τους.

Η τότε ηγεσία του υπουργείου Υγείας, του ΕΟΠΥΥ αλλά και της Κυβέρνησης, ως δικαιολογητική βάση για την επιβολή του εν λόγω μέτρου προέβαλαν την ανάγκη αντιμετώπισης της οξείας δημοσιονομικής κρίσης, που υπαγόρευε την συγκράτηση της δαπάνης του ΕΟΠΥΥ εντός των ορίων του λεγόμενου κλειστού προϋπολογισμού, ως απόρροια «μνημονιακής» υποχρέωσης της χώρας μας.

Σήμερα, ωστόσο, τα δεδομένα έχουν αλλάξει.

Σύμφωνα με τις κατά καιρούς δηλώσεις του ίδιου του πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη, αλλά και των λοιπών υπηρεσιακών παραγόντων, υπάρχει άρση της εποπτείας της χώρας, η χώρα παρουσιάζει πλεονάσματα και όμως ο τομέας της υγείας είναι υποχρηματοδοτούμενος.  

Δηλαδή οι Φυσικοθεραπευτές και τα άλλα επαγγέλματα υγείας τα οποία υφίστανται το ληστρικό μέτρο του clawback, βρίσκονται, για ανεξήγητους λόγους, στο στόχαστρο της κυβέρνησης, η οποία συνεχίζει να «σφυρίζει αδιάφορα» στις εκκλήσεις. για την κατάργηση του συγκεκριμένου μέτρου.

Το χειρότερο δε είναι ότι, το υπουργείο Υγείας και τα συναρμόδια υπουργεία, αρνούνται να κάνουν οποιοδήποτε βήμα προς την κατεύθυνση της  απάλειψης αυτής της αδικίας.

Ο Π.Σ.Φ. έχει καταθέσει σειρά προτάσεων, όπως π.χ. την αύξηση του κλειστού προϋπολογισμού του ΕΟΠΥΥ για φυσικοθεραπείες, έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στην πραγματική ετήσια ζήτηση, την παραγραφή των οφειλών clawback παλαιοτέρων ετών ή τον συμψηφισμό του clawback με δαπάνες R&D και επενδυτικών σχεδίων για τα εργαστήρια φυσικοθεραπείας, όπως συνέβη με άλλους κλάδους.

Εντούτοις, οι αρμόδιοι φορείς κωφεύουν.      

Κατόπιν όλων αυτών, ο Π.Σ.Φ., εξαντλώντας τα νόμιμα μέσα, αποφάσισε να προσφύγει στο ΣτΕ για την κατάργηση του ληστρικού μνημονιακού μέτρου του clawback, καθώς θεωρεί επιεικώς απαράδεκτη τη στάση του υπουργείου Υγείας και των συναρμόδιων υπουργείων, που συνεχίζουν την ισχύ ενός μνημονιακού μέτρου, που επιβλήθηκε σε άλλες εποχές, όπου προτεραιότητα ήταν η σωτηρία ενός έθνους από την οικονομική καταστροφή.

Πλέον εκλείπουν οι δικαιολογίες για τη διόρθωση αυτής της “ληστείας”.

Ο Πρόεδρος του Π.Σ.Φ Πέτρος Λυμπερίδης δήλωσε για το θέμα: «Δεν είναι δυνατόν να συνεχίζεται η αφαίμαξη των ήδη υποτιμολογημένων συμφωνημένων αμοιβών μας, για υπηρεσίες που αποδεδειγμένα παρέχουμε.

Μόνο το έτος 2023, το ποσό που δεν καταβλήθηκε στους φυσικοθεραπευτές και αφαιρέθηκε από τα δεδουλευμένα τους, λόγω των ληστρικών μέτρων ήταν 26.000.000 ευρώ, κάτι που σημαίνει ότι κάθε συμβεβλημένος με τον ΕΟΠΥΥ φυσικοθεραπευτής συνεισφέρει υποχρεωτικά από τη τσέπη του σχεδόν 10.000 ευρώ το χρόνο, υπέρ του συστήματος υγείας.

Πρέπει να καταλάβει η Κυβέρνηση ότι με 80.000.000 ευρώ δεν μπορούν να καλυφθούν οι ανάγκες 11.000.000 πολιτών για φυσικοθεραπεία, όταν το Βέλγιο με τον ίδιο πληθυσμό, δαπανά δεκαπενταπλάσια κονδύλια, δηλαδή 1.120.000.000 ευρώ.

Δεν αντιλαμβανόμαστε γιατί ενώ οι ασφαλιστικές εισφορές των ασφαλισμένων αυξάνουν κάθε χρόνο, ενώ τα λειτουργικά έξοδα των εργαστηρίων φυσικοθεραπείας αυξάνουν (ενοίκια, ηλεκτρική ενέργεια, μισθοί και ασφαλιστικές εισφορές προσωπικού κ.λπ.), γιατί οι τιμές αποζημίωσης των παροχών του ΕΟΠΥΥ όχι μόνο δεν αυξάνονται, αλλά ψαλιδίζονται και τα κονδύλια διαρκώς δεν επαρκούν;

Για τον κλάδο των φυσικοθεραπευτών, δεν ισχύουν τα επιχειρήματα της “τεχνητής ζήτησης” και της “εικονικής εκτέλεσης”, καθώς οι φυσικοθεραπευτές δεν μπορούν οι ίδιοι να συνταγογραφήσουν τις συνεδρίες που πραγματοποιούν, πολύ περισσότερο δε πλέον από τη στιγμή που για να κατατεθεί ένα παραπεμπτικό, ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ Η ΕΙΣΑΓΩΓΗ κωδικού μιας χρήσης (OTP), τον οποίο αποστέλλει ο ΕΟΠΥΥ στο προσωπικό κινητό του ασφαλισμένου και αυτός τον γνωστοποιεί στον φυσικοθεραπευτή, ΜΟΝΟ εάν προσέλθει και εκτελέσει τις συνεδρίες.

Το απαράδεκτο μνημονιακό μέτρο, το οποίο “έχει βολέψει” τις κυβερνήσεις αλλά καταστρέφει οικονομικά εμάς και τις οικογένειές μας, πρέπει να λάβει τέλος και γι΄ αυτό προσφύγαμε στο Συμβούλιο της Επικρατείας ζητώντας δικαίωση, ενώ παράλληλα ζητάμε την προσωπική μέριμνα του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη. Επ’ ευκαιρία δε και των επερχόμενων Ευρωεκλογών, ας μας απαντήσει η Κυβέρνηση σε ποιο άλλο Ευρωπαϊκό Κράτος υφίστανται τέτοια εξοντωτικά μέτρα στους ιδιώτες παρόχους της Υγείας, που τόσα χρόνια στηρίζουν το Εθνικό Σύστημα Υγείας και ειδικά την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, εδώ στην Ελλάδα».    

Ηπαρίνες: Έξι φορές πάνω οι τιμές εισαγωγής για το ΙΦΕΤ

Τετάρτη, 31/05/2023 - 12:22

Σε επικίνδυνο μπρα-ντε-φερ εξελίσσεται η υπόθεση της έλλειψης ηπαρινών, καθώς ήδη από τον περασμένο Οκτώβριο δύο εταιρείες που διακινούν το 75% των ποσοτήτων κλασικής ηπαρίνης και ηπαρινών χαμηλού μοριακού βάρους έχουν δηλώσει προοπτική διακοπή της κυκλοφορίας βασικών σκευασμάτων ηπαρίνης στη χώρα μας.

Παρά την σχετική γνωστοποίηση στον ΕΟΦ, το μόνο που έχει γίνει από την αρχή της χρονιάς είναι δύο άκαρπες συναντήσεις μεταξύ των πέντε φαρμακευτικών που διακινούν αυτή την κατηγορία των φαρμάκων, με την Επιτροπή Διαπραγμάτευσης. Ο λόγος της αδυναμίας διαπραγμάτευσης είναι το γεγονός ότι η Επιτροπή Διαπραγμάτευσης δεν αναγνωρίζει το πρόβλημα των ελλείψεων και ζητά πρόσθετες εκπτώσεις, ενώ την ίδια στιγμή, όλες οι επιμέρους υπηρεσίες δηλώνουν αναρμοδιότητα (στην πιστοποίηση των ελλείψεων), παραπέμποντας η μία στην άλλη και όλες μαζί στο υπουργείο Υγείας, ανεξάρτητα αν οι καθυστερήσεις και οι ελλείψεις θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή σοβαρά ασθενών που χρειάζονται τα συγκεκριμένα προϊόντα.

Μέρος του προβλήματος επιχειρήθηκε να αντιμετωπιστεί με έκτακτες εισαγωγές από το ΙΦΕΤ, για να καλυφθούν ανάγκες που σχετίζονται μόνο με τις κλασικές ηπαρίνες σε ποσότητες που θα καλύψουν τον πληθυσμό ως τον Αύγουστο, όμως και πάλι, όπως συνέβη με τα αντιδιαβητικά ενέσιμα φάρμακα, οι τιμές είναι πολλαπλάσιες αυτών που προβλέπονται εδώ.

Συγκεκριμένα, οι κλασικές ηπαρίνες κυκλοφορούν στην Ελλάδα σε τιμή 30 ευρώ, τιμή επί της οποίας υπολογίζονται οι υποχρεωτικές επιστροφές rebate και clawback, όταν η χαμηλότερη τιμή της Ευρώπης είναι 60 ευρώ και η τιμή που θα έπρεπε να έχουν τα σκευάσματα σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία (οι δύο φθηνότερες τιμές της Ευρωζώνης) είναι 80 ευρώ.

Όμως το ΙΦΕΤ, κατάφερε να βρει περίπου 50.000 συσκευασίες κλασικής ηπαρίνης – ποσότητα που αντιστοιχεί σε ανάγκες 5 μηνών – σε τιμή 170-180 ευρώ ανά συσκευασία, επιβαρύνοντας τους προϋπολογισμούς των νοσοκομείων με 8,5 εκατ. ευρώ, μόνο για τη συγκεκριμένη κατηγορία φαρμάκων, όταν η τιμολόγηση στα 60 ευρώ θα κόστιζε 3 εκατ. ευρώ. Μάλιστα το συνολικό ποσό των 8,5 εκατ. ευρώ θα ενταχθεί κι αυτό στους υπολογισμούς για το γενικό clawback.

Η αιτία της έλλειψης

Τα σκευάσματα ηπαρίνης, αντιμετωπίζουν ελλείψεις διεθνώς, γιατί ήδη από το 2019, η πανώλη των χοίρων στην Κίνα είχε οδηγήσει σε σφαγιασμό του 50% των χοίρων, με αποτέλεσμα να περιοριστούν δραστικά οι δυνατότητες για πρώτη ύλη. Από τότε μέχρι σήμερα, οι δυνατότητες παραγωγής δεν έχουν αποκατασταθεί και επιπλέον η ζήτηση διεθνώς έχει αυξηθεί, αυξάνοντας παράλληλα και το κόστος των πρώτων υλών.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα αφορά την κλασική ηπαρίνη για την οποία χρειάζεται μεγαλύτερη ποσότητα πρώτης ύλης. Και ενώ οι τιμές στην Ευρώπη ακολουθούν την πορεία προσφοράς και ζήτησης, στη χώρα μας, όχι μόνο  διατηρείται η χαμηλότερη τιμή διεθνώς, αλλά επιβάλλονται και υποχρεωτικές επιστροφές, που κάνουν το προϊόν ζημιογόνο, εξ΄ αρχής για τους παρασκευαστές.

Καθώς το πρόβλημα ήταν υπαρκτό και τα προηγούμενα χρόνια, το 2021 η τότε πολιτική ηγεσία του υπουργείου Υγείας είχε αυξήσει τη δαπάνη του ΕΟΠΥΥ για τη συγκεκριμένη κατηγορία φαρμάκων κατά 45 εκατ. ευρώ και το ίδιο έγινε και πέρυσι.

Η ετήσια δαπάνη για όλα τα σκευάσματα ηπαρίνης είναι 43 εκατ. ευρώ για τον ΕΟΠΥΥ και άλλα 13 εκατ. ευρώ για τα νοσοκομεία.

Οι ηπαρίνες χρησιμοποιούνται από τους νεφροπαθείς σε αιμοκάθαρση, τους πάσχοντες από θρομβοφιλία, καρκινοπαθείς που είτε οι μορφές της νόσου είτε οι θεραπείες προκαλούν θρομβώσεις, ασθενείς που υποβάλλονται σε χειρουργικές επεμβάσεις, εγκύους, ενώ χρησιμοποιούνται και ως προληπτική αγωγή σε διάφορες περιπτώσεις.

Καθώς περνά ο καιρός, οι εκπρόσωποι των νεφροπαθών, αλλά και οι ιατρικές εταιρείες ειδικοτήτων που ασχολούνται με τη θρόμβωση εκφράζουν την ανησυχία τους, διότι τα αποθέματα για τις ηπαρίνες χαμηλού μοριακού βάρους φθίνουν και αυτά, επεκτείνοντας τον κίνδυνο και στους υπόλοιπους ασθενείς.

Πηγή: in.gr

Το clawback σκοτώνει την φαρμακοβιομηχανία.

Παρασκευή, 02/11/2018 - 17:30

του Αλέξανδρου Γιατζίδη, διευθυντή σύνταξης, medlabnews.gr

Η φαρμακοβιομηχανία κρούει τον κώδωνα του κινδύνου στη κυβέρνηση και ζητά αναπροσαρμογή του προϋπολογισμού, της φαρμακευτικής δαπάνης. Επίσης ζητούν την κατάργηση του clawback το οποίο φτάνει στο ύψος του 40% κάθε έτος την στιγμή που όταν επιβλήθηκε, θεωρήθηκε προσωρινό μέτρο.


Ο ΕΟΠΥΥ εφάρμοσε το clawback με επιταγή των μνημονίων σε βάρος όλων των παρόχων του (από φαρμακευτικές εταιρείες μέχρι απλών φυσικών προσώπων γιατρών κλπ), από το 2013 και με την προοπτική να το καταργήσει τον επόμενο χρόνο. Όμως όπως τελικά φαίνεται ακόμα και σήμερα συνεχίζει να υπάρχει και μάλιστα έχει τάσεις αυξητικές.

   TA ΠΕΡΙΘΩΡΙΑ  ΕΧΟΥΝ  ΕΞΑΝΤΛΗΘΕΙ

Οι φαρμακοβιομηχανίες διαμαρτύρονται και λένε ότι η άμεση και έμμεση φορολογία των φαρμακευτικών παραγωγικών επιχειρήσεων φτάνει στο 70% του τζίρου τους πράγμα που καθιστά πλέον μη βιώσιμη τη λειτουργία τους.

Ο Σύνδεσμος Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος ενημερώνει ότι η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη δεν επαρκεί να καλύψει τις ολοένα αυξανόμενες ανάγκες της χώρας μας, η υπέρβασή της είναι ανεξέλεγκτη, οι σπατάλες και οι καταχρήσεις συνεχίζονται, οι μεταρρυθμίσεις καθυστερούν. Η βιωσιμότητα, όμως, του Συστήματος Υγείας συνδέεται με την πρόσβαση των ασθενών στις σωτήριες για τη ζωή τους, υπάρχουσες αλλά και μελλοντικές, θεραπείες. Συνεπώς, η βιωσιμότητα του Συστήματος Υγείας είναι άμεσα συνυφασμένη με τη βιωσιμότητα των φαρμακευτικών εταιριών και αυτό θα πρέπει επιτέλους να γίνει κατανοητό από την πολιτική ηγεσία. Ο κλάδος του φαρμάκου είναι ένας πολύ σημαντικός αναπτυξιακός πυλώνας και η υγεία είναι επένδυση και όχι κόστος για τη χώρα μας. Απαιτείται τώρα μία ξεκάθαρη πολιτική απόφαση για μία προβλέψιμη και πιο βιώσιμη φαρμακευτική πολιτική. Τα περιθώρια έχουν εξαντληθεί. 

Αντιλαμβανόμενο το Υπουργείο Υγείας το τεράστιο πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί όλα αυτά τα μνημονιακά χρόνια, προτίθεται να αλλάξει τον τρόπο υπολογισμού του clawback.

Μέχρι σήμερα η αναλογία του clawback είναι 90% στην αγορά του φαρμάκου και 10% στα αναπτυσσόμενα φάρμακα δηλαδή στο προϊόν. Το Υπουργείο σκέπτεται να το μεταβάλει, με επικρατέστερη την κατανομή του κατά 70% σε όλη την αγορά του φαρμάκου και κατά 30% στα αναπτυσσόμενα φάρμακα δηλαδή στο προϊόν.

Με αυτό τον τρόπο όμως είναι σαν να «τιμωρούνται» τα φάρμακα που προφανώς η αύξηση των πωλήσεών τους, οφείλεται στο ότι έχουν σημαντικό θεραπευτικό αποτέλεσμα. Υπάρχει δε ο κίνδυνος εταιρείες με καινοτόμα φάρμακα μαζί με το rebate να φτάνουν να επιβαρύνονται με 60 - 70 % των πωλήσεων τους καθιστώντας αδύνατη την λειτουργία τους. Και φυσικά προκειμένου να αντιμετωπιστεί η βιωσιμότητα των εταιρειών υπάρχει κίνδυνος να μην μπορούν να κυκλοφορήσουν νέα και αποτελεσματικά φάρμακα στην Ελληνική αγορά. 

Εχει ενδιαφέρον ότι ο
ι ελληνικές επιχειρήσεις που επιθυμούσαν η αναλογία 90-10 να είναι μέχρι και 50-50 αντιλαμβάνονται τώρα ότι θα πληρώσουν μεγαλύτερο clawback και αν επιτυγχανόταν το 50-50 θα κατέβαλαν ακόμη υψηλότερο.

Μέσα στους επικείμενους σχεδιασμούς επίσης είναι η τιμολόγηση να γίνεται με βάση τη χαμηλότερη τιμή της Ευρωζώνης. Μέχρι σήμερα η τιμή ενός φαρμάκου προέκυπτε από το Μ.Ο. των 3 χαμηλότερων τιμών των 28 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν όμως ισχύσει η χαμηλότερη τιμή μπορεί να διευκολύνει πρόσκαιρα την πολιτική του Υπουργείου όμως πυροδοτεί το φαινόμενο των παράλληλων εξαγωγών δίνοντας σημαντικά οικονομικά κίνητρα στους επιτήδειους. Επίσης υπάρχει κίνδυνος να υπάρξουν προβλήματα επάρκειας φαρμάκων στην χώρα. Είναι χαρακτηριστικό ότι παρόλο που τιμολογούνται τα φάρμακα με το μέσο όρο των 3 χαμηλότερων τιμών των 28 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης-, λόγω των παράλληλων εξαγωγών ο ΕΟΦ αναγκάζεται να δημοσιοποιεί λίστες με φάρμακα για τα οποία απαγορεύει τις εξαγωγές. Επιπλέον μια τέτοια απόφαση έχει κριθεί από τον Μάιο του 2003 ως αντισυνταγματική από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Συγκεκριμένα κρίθηκε αντισυνταγματικός ο νόμος 2992/02 που έθετε τότε ως κριτήριο για τον προσδιορισμό της τιμής των φαρμάκων τη χαμηλότερη τιμή πώλησής τους στην Ευρώπη. Το σκεπτικό ήταν ότι παραβιάζεται η συνταγματικά κατοχυρωμένη οικονομική ελευθερία, που πρέπει να λαμβάνει ως κριτήριο τη λειτουργία μιας ορθολογικά οργανωμένης επιχείρησης που πρέπει να έχει και κάποιο ποσοστό κέρδους.


Η καλύτερη λύση που επιβάλλεται αυτή την στιγμή είναι η αναπροσαρμογή του προϋπολογισμού της φαρμακευτικής δαπάνης σε ρεαλιστικά επίπεδα.

Επίσης επιβάλλεται η εξαίρεση των εμβολίων από τον προϋπολογισμό της φαρμακευτικής δαπάνης καθώς και
η κάλυψη των ανασφάλιστων και των προσφύγων από ειδικούς λογαριασμούς πρόνοιας. 

Δυστυχώς την νοοτροπία loss-loss όπως ισχύει σήμερα, οι εταιρείες, δεν μπορούν να την συνεχίζουν για πολλά χρόνια και αν δεν αλλάξει άμεση αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να λείψουν φάρμακα απαραίτητα ή να μην έχουμε πρόσβαση στα νέα και αποτελεσματικότερα φάρμακα.