×

Προειδοποίηση

JUser: :_load: Αδυναμία φόρτωσης χρήστη με Α/Α (ID): 109

«Το Τελευταίο Παιχνίδι» στο Θέατρο Έαρ Βικτώρια

Κυριακή, 18/11/2018 - 16:18

«Το Τελευταίο Παιχνίδι»

της Αναστασίας Βούλγαρη

Σκηνοθεσία: Γιώργος Χριστοδούλου

Avant πρεμιέρες: Σάββατο 24 και Κυριακή 25 Νοεμβρίου

Πρεμιέρα για το κοινό: Σάββατο 1 Δεκεμβρίου

Και κάθε Σάββατο στις 21:00 – Κυριακή στις 20:00

στην κεντρική σκηνή του Θεάτρου Έαρ Βικτώρια

 

Το Θέατρο Έαρ Βικτώρια παρουσιάζει, για δεύτερη χρονιά, στην κεντρική σκηνή, το νέο έργο της Αναστασίας Βούλγαρη «Το τελευταίο παιχνίδι».

Ελληνική επαρχία, οικογένεια. Μία μάνα, δύο παιδιά κι ένας πατέρας, θύτης και θύμα. Αγάπη-μίσος, τρυφερότητα-βία, ομορφιά-ασχήμια. Μια τολμηρή ματιά στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας, των παθογενειών και των στερεοτύπων της, τη στιγμή που δυο κόσμοι συγκρούονται και οι άνθρωποι γύρω τους παρατηρούν κυνικά και σιωπούν... παρότι γνωρίζουν.

«Ίσως κάποτε ν' αλλάξουν τα πράγματα και εμείς οι ξεχωριστοί άνθρωποι να είμαστε αποδεκτοί από την κοινωνία». Άραγε, θα νικήσει κάποτε η ομορφιά;

 

Ταυτότητα της παράστασης

Σκηνοθεσία: Γιώργος Χριστοδούλου

Σκηνικά – κοστούμια: Δέσποινα Βολίδη

Φωτισμοί: Σπύρος Κάρδαρης

Βοηθός σκηνοθέτη: Ουρανία Μαργαρώνη

Παίζουν

Νόνη Ιωαννίδου, Ματίνα Δημητροπούλου, Θοδωρής Ανθόπουλος, Κωνσταντίνος Ρόδης, Σωτήρης Καρκαλέμης, Νίκος Καϊνός, Σωτήρης Μανίκας.

 

Πληροφορίες

Θέατρο Έαρ Βικτώρια, Μαγνησίας 5 και Αριστοτέλους 132, 112 51, Αθήνα

Πληροφορίες – κρατήσεις θέσεων: 210 822 0020 και 697 0027 730

Διάρκεια παράστασης: 1 ώρα και 50 λεπτά

Παραστάσεις: κάθε Σάββατο στις 21:00 - Κυριακή στις 20:00

Τιμές εισιτηρίων: 12 ευρώ (κανονικό), 10 ευρώ (φοιτητικό, ΑΜΕΑ), 5 ευρώ (άνεργοι, ατέλειες)

Ηλεκτρονική προπώληση:

https://www.viva.gr/tickets/theater/theatro-ear-viktoria/to-teleutaio-paixnidi/

 

 

*Η παράσταση είναι κατάλληλη για άτομα άνω των 13 ετών.

Πρόσβαση στο Θέατρο Έαρ Βικτώρια:

Η θέση μας στον χάρτη: https://goo.gl/maps/Y7xffRrMi5U2

 

Με λεωφορεία - τρόλεϊ:

α) Από Αχαρνών: τρόλεϊ 6 - λεωφορεία Β9 & Γ9 (στάση Αγ. Παντελεήμων).

β) Από 3ης Σεπτεμβρίου: λεωφορείο 054 (στάση Αγγελοπούλου).

γ) Από Πατησίων: τρόλεϊ 3, 5, 11 & 14 - λεωφορεία 608, 622 & Α8 (στάση Αγγελοπούλου).

Με τρένο (ΗΣΑΠ), στάση «Βικτώρια» (απόσταση περίπου 10' με τα πόδια).

Με αυτοκίνητο:

  • Στάθμευση: AEGEAN parking, Γ’ Σεπτεμβρίου 144, τηλ. 210 822 7389, με το απόκομμα του εισιτηρίου, μόνο με 5,00 €.
  • Ελεύθερο πάρκινγκ στους γύρω δρόμους.

 

Ακολουθήστε το Θέατρο Έαρ Βικτώρια:

Facebook:        www.facebook.com/theatro.ear.victoria

    Twitter:       www.twitter.com/EarVictoria

Instagram:       www.instagram.com/ear.victoria.theater

 YouTube:       www.goo.gl/nq26A3

Mixcloud:        www.mixcloud.com/EarVictoria

 

Το λογότυπο του Έαρ Βικτώρια είναι από έργο του ζωγράφου Γιώργου Σταθόπουλου.

 

 

H Αναστασία Βούλγαρη στο ραδιόφωνο της ΕΡΤ Open τη Δευτέρα 8 Οκτωβρίου, με τον Σωτήρη Μπότα, για το αφιέρωμα στις δέκα «Αρκαδίες» του Μίκη Θεοδωράκη

Κυριακή, 07/10/2018 - 13:30
Ζάτουνα 1968-1969.
Η τρίτη εξορία του Μίκη Θεοδωράκη 1968.
Η σύνθεση των δέκα μουσικών έργων με τίτλο «Αρκαδίες». 

Μίκης Θεοδωράκης
stou_xronou_ton_kathrefti_logo_1974_theodorakis_300


50 χρόνια μετά τη δημιουργία τους, η εκπομπή «Σου είπαν ψέμματα πολλά» κάνει αφιέρωμα στις δέκα «Αρκαδίες» του Μίκη Θεοδωράκη,
τη Δευτέρα 8 Οκτωβρίου στις 2:00μμ, με τον Σωτήρη Μπότα.


Καλεσμένη της εκπομπής η Αναστασία Βούλγαρη.  




Για τις «Αρκαδίες»
Κύκλοι τραγουδιών, ορατόρια, «τραγούδια-ποταμός» – η νέα φόρμα τραγουδιού παγκοσμίως, την οποία ο Θεοδωράκης τελειοποιεί σε κατ’ οίκον περιορισμό και με τους χωροφύλακες-φρουρούς στο κατώφλι του, στη Ζάτουνα της Αρκαδίας στα 1968. 

Τραγούδια προφητικά και επίκαιρα όσο ποτέ άλλοτε. 

ΑΡΚΑΔΙΑ VI- 
Θούριον

Στίχοι, μουσική:  Μίκης Θεοδωράκης. 

Βόες, ουρακοτάγκοι, Μαϊμούδες
τηβέννους φορούν 
κρατούν σκήπτρα
αρχιεπίσκοποι και αρχιστράτηγοι
«αέρα» φωνάζουν
και υψώνονται πίσω τους πτερά ορνίθων
(Απόσπασμα)

"Ουτοπία κρυμμένη στο σώμα της πόλης. Ο μουσικός κόσμος του Μίκη Θεοδωράκη και η εποχή του" . Καλεσμένος ο Ανδρέας Μαράτος απόψε στην εκπομπή "Eρτopen Πολιτισμός"

Τρίτη, 31/10/2017 - 15:53
Η εκπομπή «Ερτopen Πολιτισμός» και η Χρύσα Αριάδνη Κουσελά έχουν την τιμή να φιλοξενούν τον υποψήφιο διδάκτωρα του Παντείου Πανεπιστημίου, Ανδρέα Μαράτο, σε μια εκπομπή αφιερωμένη στο έργο του Μίκη Θεοδωράκη ως καλλιτέχνη και αγωνιστή. Συμπαρουσιάζει η Αναστασία Βούλγαρη.

Ο Ανδρέας Μαράτος προσεγγίζει το έργο τουΜίκη Θεοδωράκη ως ένα μοναδικό και ολοκληρωμένο μουσικό κόσμο, ως τεκμήριο της δυναμικής και των μετέωρων αιτημάτων μιας ολόκληρης εποχής.Ερευνά τις καταγωγικές του ρίζες και τον πολυπρισματικό χαρακτήρα, τους δεσμούς του με την ταραγμένη πολιτική ιστορία του τόπου, την τραγική περιπέτεια της Αριστεράς, την κοινωνικοπολιτική κοσμογονία του εικοστού αιώνα. Προσεγγίζει τον Μίκη Θεοδωράκη μέσα από τη συνάντηση και την υπέρβαση των κυρίαρχων ρευμάτων σκέψης και τέχνης της εποχής καθώς και την αλληλεπίδρασή του με τις συγκαιρινές του ραγδαίες μεταμορφώσεις του χώρου και των συλλογικών νοοτροπιών όπως αυτές αποτυπώνονται στο σώμα της πόλης. 

Συντονιστείτε απόψε στις 21:00 στους 106.7fm  και διαδικτυακά www.ertopen.com/radio.

Η εκπομπή "ΕΡΤopen Πολιτισμός" τιμά τον συνθέτη και αγωνιστή ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ - Καλεσμένος της εκπομπής ο επίκουρος καθηγητής του ΑΠΘ, Παναγιώτης Δόϊκος

Πέμπτη, 28/09/2017 - 23:00
H ΕΡΤopen και η εκπομπή «ΕΡΤopen Πολιτισμός» συνεχίζουν το αφιέρωμά τους στον συνθέτη και αγωνιστή ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ.

Αυτή την Παρασκευή καλεσμένος της εκπομπής μας ο  Παναγιώτης Δόϊκος, επίκουρος καθηγητής της Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Αντικείμενο της συζήτησής μας η φιλοσοφική διάσταση του Μίκη Θεοδωράκη μέσα από τη θεωρία του περί Συμπαντικής Αρμονίας καθώς και η πρωτοβουλία του καθηγητή Παναγιώτη Δόϊκου να εντάξει στην πανεπιστημιακή ύλη του Τομέα Φιλοσοφίας, μάθημα κατεύθυνσης  με τίτλο «Ο Μίκης Θεοδωράκης και η θεωρία της συμπαντικής αρμονίας».

Την εκπομπή παρουσιάζουν οι Χρύσα Αριάδνη Κουσελά και Αναστασία Βούλγαρη.

Συντονιστείτε αυτή την Παρασκευή 29/9/2017 στις 21:00, στους 106.7fm και διαδικτυακά www.ertopen.com/radio.






«Μονόλογοι στο Λυκαυγές» (Πέμπτο μέρος), της Αναστασίας Βούλγαρη

Παρασκευή, 09/06/2017 - 15:22
Περί έθνους- Η ελληνική ιδιαιτερότητα



Ο ποιητής και ζωγράφος Νίκος Εγγονόπουλος πίστευε στη συνέχεια του ελληνικού έθνους, γράφει ο Μίκης στην επιστολή που είχε στείλει στην εφημερίδα «Καθημερινή», τον Μάρτιο του 2007, με τίτλο «Ο ψεύτικος μανδύας της δήθεν προοδευτικότητας».  

Ήταν η εποχή που η «σχολή» των Αρνητών της ελληνικότητας εγκαινίαζε μια  νέα επιθετική τακτική με στόχο, αυτή τη φορά, τους μαθητές του Δημοτικού  και με αιχμή του δόρατος το βιβλίο της ΣΤ’ Δημοτικού, το οποίο, πέραν του  αντιπαιδαγωγικού του περιεχομένου, αποδομούσε τους αγώνες του έθνους για  την ελευθερία. Απέναντί τους συντάχθηκαν οι δάσκαλοι και οι διανοητές του  δημοκρατικού πατριωτικού χώρου και της πατριωτικής Αριστεράς.  

Ο Θεοδωράκης συμμετέχει στον δημόσιο διάλογο– που είχε πάρει διαστάσεις  ανοιχτής αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο «σχολών» σκέψης– για το βιβλίο της  ΣΤ’ Δημοτικού και ξεκινά ένα νέο αγώνα: Αυτόν της υπεράσπισης της εθνικής  μας ταυτότητας. (Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι ο τότε υπουργός  Παιδείας Ευριπίδης Στυλιανίδης απέσυρε το βιβλίο από τα σχολεία).

Τον Ιούλιο του 2007, εκδίδεται το βιβλίο των Γιώργου Κοντογιώργη και Μίκη  Θεοδωράκη με τίτλο «Ελληνικότητα και “διανόηση”». Με το παρόν πόνημα  θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε το κείμενο του Θεοδωράκη «Για το πρόβλημα της ελληνικότητας», το οποίο συμπεριλαμβάνεται στην κοινή έκδοση και παρατίθεται αυτούσιο στους «Μονολόγους στο Λυκαυγές».

Οι δύο συγγραφείς εξηγούν ιστορικά το φαινόμενο της άρνησης της συνέχειας του ελληνικού έθνους από τους κύκλους της «εκσυγχρονιστικής διανόησης» (η οποία διαπλέκεται με την υποταγμένη στις ευρωπαϊκές Δυνάμεις ολιγαρχία), εντοπίζουν τη ρίζα και τους λόγους της άρνησης του ελληνικού ανθρωποκεντρικού παραδείγματος και προτείνουν μια άλλη θέαση της ελληνικής ιστορίας. Δεν συντάσσονται, όμως,  πλάι στην παραδοσιακή σχολή της ιστοριογραφίας, αντιθέτως πιστεύουν ότι αυτή παραμορφώνει «τον χαρακτήρα της ελληνικής εξέλιξης και ταυτότητας στην προσπάθειά της να επεξεργασθεί έναν ελληνισμό εμπνεόμενη από τους εθνικισμούς της Δύσης». Αντιλαμβάνονται την ελληνικότητα «όχι ως ένα στοιχείο έπαρσης και στείρου εθνικισμού αλλά ως περιεχόμενο και κώδικα ζωής».    

Ο Θεοδωράκης συμφωνεί με τη θεωρία του Κοντογιώργη για «το ελληνικό κοσμοσύστημα» και προσθέτει τον καθοριστικό ρόλο της ελληνικής γλώσσας και Τέχνης (κυρίως της δημοτικής ποίησης και του δημοτικού τραγουδιού) στη διατήρηση της ελληνικής συλλογικής συνείδησης, της εθνικής ταυτότητας και στη διαιώνιση της πολιτιστικής κληρονομιάς. 



Το ελληνικό ανθρωποκεντρικό γινόμενο και το πρωτοανθρωποκεντρικό πρόταγμα της Δύσης 

Οι δύο συγγραφείς ομονοούν ότι «το έθνος δεν σηματοδοτεί απλώς το ανήκειν σε μια κοινή ταυτότητα αλλά το ανήκειν εν ελευθερία». Ο  άνθρωπος που βιώνει μία κατάσταση ατομικής ελευθερίας αρχίζει να συγκροτεί μια προσωπική συνείδηση, η οποία εξελίσσεται σε συλλογική συνείδηση και συνείδηση κοινωνίας, όταν αρχίζει να «διαλογίζεται για το “είναι” του, για την ύπαρξή του, για την κοινωνική του υπόσταση, για τον “άλλον”».

Οι ιστορικές ρίζες του ελληνικού έθνους συνδέονται με τη συγκρότηση της ανθρωποκεντρική κοινωνίας «από την εποχή των κρητομυκηναϊκών χρόνων έως τις παρυφές του 20ου αιώνα». Εδώ να επισημάνουμε ότι ούτε ο Θεοδωράκης ούτε ο Κοντογιώργης ισχυρίζονται ότι η έννοια του έθνους παραμένει ίδια ανά τους αιώνες. Αντίθετα επισημαίνουν ότι «μέσα στο πέρασμα του χρόνου και ιδίως στη διάρκεια της οικουμενικής φάσης του ελληνικού κοσμοσυστήματος, η έννοια του έθνους θα εξελιχθεί, θα ενσωματώσει διάφορα στοιχεία, συνακόλουθα με τις μεταμορφώσεις του ελληνισμού και τον ρόλο του στην Ιστορία, θα γίνει δε χωνευτήρι των εθνοτήτων– χωρίς να τις καταργεί–, οι οποίες έρχονταν σε επαφή μαζί του»(234). Στο πλαίσιο αυτό, ο ελληνισμός θα ενσωματώσει τη ρωμιοσύνη και στη συνέχεια τον χριστιανισμό, όπου στο πρόσωπο της Ορθοδοξίας θα βρει την ελληνική εκδοχή του.

Ο Θεοδωράκης και ο Κοντογιώργης εντοπίζουν την αντίθεση μεταξύ του ελληνικού και του ευρωπαϊκού παραδείγματος στο γεγονός ότι κατά την περίοδο που στην Ευρώπη δημιουργούνται τα έθνη (δηλαδή μόλις στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα), ο ελληνισμός είναι ήδη από αιώνες συγκροτημένος πολιτικά «ως κοσμοσύστημα μικρής κλίμακας με γνώμονα τη θεμελιώδη κοινωνία της πόλης και εντέλει σε ανθρωποκεντρικές βάσεις».

Σε αντίθεση με τα ευρωπαϊκά έθνη, το ελληνικό έθνος προϋπήρξε του Κράτους και δεν κατασκευάστηκε από αυτό. Το ελληνικό έθνος ουδέποτε  επεδίωξε να δημιουργήσει ενιαίο κράτος, αλλά εκφράστηκε με το σύστημα των πόλεων-κρατών και των Κοινών, με το «κοσμοσύστημα των πόλεων», όπως το ονομάζει ο Κοντογιώργης.

Η Ευρώπη, κατά τη φάση που έδυε η Φεουδαρχία, αγωνίστηκε να οικοδομήσει το έθνος για να συντελέσει στην απελευθέρωση των κοινωνιών της. Ο νεότερος κόσμος, στη μετάβασή του από τη φεουδαρχία στην ανθρωποκεντρική κοινωνία, θα συγκροτήσει για πρώτη φορά συλλογική συνείδηση έθνους  και συλλογική ταυτότητα εμπνεόμενος από το ελληνικό ανθρωποκεντρικό παράδειγμα. Όμως, την στιγμή που η Ευρώπη προτάσσει ως διακύβευμα το αίτημα της κοινωνίας εν ελευθερία (κυρίως από τη Γαλλική Επανάσταση και μετά) αυτό για τον ελληνισμό είναι ήδη παρελθόν.

Επομένως, οι ελευθερίες και τα συστήματα που προτείνει ο νεότερος κόσμος, στη σημερινή φάση της μεταφεουδαλικής του οικοδόμησης,  βρίσκονται σε πρωτόλεια (πρωτο-ανθρωποκεντρική) κατάσταση σε σχέση με το ελληνικό παράδειγμα του παρελθόντος. 

Το ελληνικό έθνος μετά την απελευθέρωσή του από την Τουρκοκρατία θα βρεθεί εγκιβωτισμένο μέσα σ’ ένα κράτος κατασκεύασμα της ολιγαρχίας, εχθρικό προς την κοινωνία, και θα υποχρεωθεί να ενστερνισθεί το «πρωτοανθρωποκεντρικό» πρόταγμα της Δύσης ως προοδευτικό ιστορικό βήμα. Δηλαδή θα υποχρεωθεί  να ζήσει το παρόν του με τους όρους του μακρινού του παρελθόντος, στο αρχικό στάδιο της συγκρότηση της ανθρωποκεντρικής κοινωνίας. Έτσι, ο ελληνισμός θα εισέλθει στη νεότερη εποχή «οπισθοδρομώντας ανθρωποκεντρικά– δηλαδή από την άποψη του κεκτημένου των ελευθεριών– προτάσσοντας όχι το επιχείρημα της προόδου αλλά του εξευρωπαϊσμού».



Η άρνηση της συνέχειας του ελληνικού έθνους

Ξεκίνησε από τις ολιγαρχίες της Ευρώπης, μόλις αντιλήφθηκαν ότι οι πρωτεργάτες της Επανάστασης του 1821 αποφάσισαν να ονομάσουν Ελλάδα την απελευθερωμένη από τον τουρκικό ζυγό πατρίδας τους. Στην προσπάθειά τους να αποδείξουν ότι αυτές είναι οι μοναδικές κληρονόμοι του ελληνικού πολιτισμού, κατασκεύασαν το ιδεολόγημα της μη συνέχειας του ελληνικού έθνους. Τότε, με προεξάρχοντα τον Φαλμεράγιερ, προπαγάνδισαν ότι οι Νεοέλληνες δεν αποτελούν έθνος αλλά μια  πανσπερμία φυλών (Αλβανών, Σλάβων, Τούρκων, Τσιγγάνων κ.λ.π.). Επομένως δεν έχουν το δικαίωμα να αυτοαποκαλούνται Έλληνες. 

Από τότε έως σήμερα, η ευρωπαϊκή διανόηση δεν μας θεωρεί Έλληνες –γι αυτό άλλωστε μας αποκαλούν «Greeks», «Grecs», κ.λ.π.  αντίθετα με τους Τούρκους και τους λαούς της Ανατολής που μας αποκαλούν «Γιουνάν», δηλαδή Ίωνες. Η ευρωπαϊκή ιντελιγκέτσια, όπως και η ετερόφωτη από τη Δύση ελληνική, αναγνωρίζουν το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού για όλες τις εθνότητες της Οικουμένης πλην των Ελλήνων (Σ.τ.σ.).

Η ελλαδική άρχουσα τάξη, ευθύς εξαρχής, απαξίωσε την ελληνική κοινωνία και αδιαφόρησε για το καθολικό αίτημα της εθνικής ολοκλήρωσης, μια και ο στόχος της ήταν η πλήρης υποταγή της Ελλάδας στις ευρωπαϊκές Δυνάμεις. Προκειμένου να επιτύχει την «παραρτηματική πρόσδεση» στη Δύση, έπρεπε να αποδομήσει τον ελληνισμό και γι αυτό είχε ανάγκη από μια ανάλογη ιδεολογία, την οποία κατασκεύασαν οι «διανοούμενοι» των επιστημών  του κράτους.

Κορμός αυτής της ιδεολογίας ήταν το ανυπόστατο επιχείρημα ότι το ελληνικό έθνος δημιουργήθηκε το 1830, χωρίς να έχει την παραμικρή σχέση με το παρελθόν. Στη συνέχεια, συμπεριέλαβαν τον Μεσαίωνα στην  ελληνική ιστορία, προκειμένου να αρνηθούν την ανθρωποκεντρική κατάκτηση (δηλαδή τις ελευθεριακές και δημοκρατικές κατακτήσεις) αλλά και όλες τις προοδευτικές κατακτήσεις του ελληνισμού και να προτάξουν ως διακύβευμα όχι την εθνική ολοκλήρωση αλλά τον εξευρωπαϊσμό.

Τις τελευταίες δεκαετίες, τα μέλη των κύκλων του εγχώριου διανοουμενισμού (που έχουν καταλάβει τα ελληνικά πανεπιστήμια) έχουν επιδοθεί σε μια άνευ προηγουμένου εκστρατεία– η οποία αγγίζει, αν δεν ξεπερνά, τα όρια της ιδεολογικής τρομοκρατίας– αποδόμησης της έννοιας του έθνους και της έννοιας της ελληνικότητας. Αρνούνται το γεγονός ότι ο ελληνισμός έζησε και έδρασε με όρους ελευθερίας μέσα σε συγκροτημένες κοινωνίες συλλογικών αποφάσεων και τοποθετούν την Ελλάδα (και συνακόλουθα την ελληνική κοινωνία) στην περιφέρεια της Ευρώπης. Οικοδομούν και επιβάλουν στη συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας (και κυρίως της φοιτητιώσας νεολαίας) «το αξιωματικό επιχείρημα του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι». Αξιολογούν τη διαφορετικότητα της ελληνικής κοινωνίας και την επιμονή της να διατηρεί το παράδειγμα του παρελθόντος ως «παραδοσιακή», επομένως οπισθοδρομική και κατώτερη «του προοδευτικού γινομένου που ενσάρκωνε η Δύση».

Οι «εκσυγχρονιστές» αρνούνται ότι το πρόταγμα της Επανάστασης του 1821 ήταν εθνικο-απελευθερωτικό και όχι εθνοκεντρικό, και ότι η Επανάσταση ούτε πραγματοποιήθηκε με όρους Γαλλικής Επανάστασης ούτε στόχευε στη δημιουργία ενός δυτικού τύπου κράτους έθνους. Άλλωστε, ο Ρήγας Φεραίος και οι άλλοι κήρυκες της Επανάστασης δεν οραματίζονταν ένα κράτος πανομοιότυπο με το κράτος της δυτικής κρατικής δεσποτείας (ή της απόλυτης μοναρχίας) ούτε ένα εθνικό κράτος κατά τα δυτικά πρότυπα, αλλά την αποκατάσταση του ελληνικού οικουμενικού κοσμοσυστήματος. «Είχαν δηλαδή μια αντίληψη για το έθνος κοσμοσυστημική και οικουμενική, όχι εθνοκρατική».    

Η επίσημη δυτική ιστοριογραφία τοποθετεί «το τέλος των πόλεων στο τέλος της Δυτικής Ρώμης, ώστε να ταξινομηθεί το Βυζάντιο στον Μεσαίωνα ως φεουδαρχία». Άλλωστε, πώς θα μπορούσε να παραδεχτεί ότι όταν αυτή ζούσε στον Μεσαίωνα, την ίδια στιγμή ο ελληνικός κόσμος εξακολουθούσε να βιώνει το ανθρωποκεντρικό του προηγούμενο;

Φυσικά, η εγχώρια «διανόηση» αποδέχεται την επίσημη δυτική ιστοριογραφία ως θέσφατο και αναπαράγει την επιχειρηματολογία της τόσο στα σχολικά εγχειρίδια όσο και στα πανεπιστημιακά συγγράμματα, ενώ για να αιτιολογήσει την υποταγή της έχει  επιβάλει την άποψη ότι η ελληνική επιστημονική κοινότητα αδυνατεί εξ αντικειμένου να παραγάγει πρωτότυπο έργο. Βεβαίως αυτή την ανικανότητα οι «εκσυγχρονιστές» της ντόπιας «διανόησης» δεν την περιορίζουν στον επιστημονικό χώρο, αλλά την απλώνουν σε όλους τους κλάδους της ζωής και της δημιουργίας, και κυρίως στην Τέχνη. Έτσι, οι Έλληνες δημιουργοί, συγγραφείς, ζωγράφοι,  συνθέτες «και ιδιαίτερα όσοι “επιμένουν ελληνικά”, κατατάσσονται συλλήβδην στον χώρο των πτωχών συγγενών σε σχέση με τον οποιονδήποτε ξένο της ίδιας κατηγορίας». 



Η ελληνικότητα στους καιρούς της  εκσυγχρονιστικής αποδόμησης

Τι είναι ελληνικότητα; ρωτά ο Θεοδωράκης και απαντά: Ελληνικότητα είναι η ελληνική γλώσσα, το ελληνικό ήθος, η ιστορική παράδοση και οι πολιτιστικές αξίες του ελληνικού λαού, η ελληνική αισθητική και η ελληνική τέχνη, όπως εκφράστηκε ανά τους αιώνες με γνώμονα το ωραίο και το μέτρο του Παρθενώνα και με την αδιάσπαστη ενότητα μορφής και περιεχομένου.

Το πρόβλημα με την Σχολή της Άλλης Όχθης (όπως αποκαλεί ο Μίκης τους Αρνητές της ελληνικότητας και του ελληνικού έθνους) εστιάζεται στον τρόπο θέασης της Ιστορίας. Έχοντας ως πρότυπο τα ιστορικά δεδομένα της Ευρώπης από τον Μεσαίωνα έως τους νεότερους χρόνους αδυνατούν να διακρίνουν «το πολιτισμικό χάος που χωρίζει τον ελληνικό από τον ευρωπαϊκό κόσμο» και, όπως προαναφέραμε, εγγράφουν στην ελληνική ιστορία τον Μεσαίωνα, ώστε να παρουσιάσουν τον δημοκρατικά οργανωμένο ελληνισμό των Κοινών σαν ανθρώπινες μάζες δουλοπάροικων χωρίς ελευθερία και ταυτότητα, επομένως χωρίς  δυνατότητα έκφρασης τόσο σε κοινωνικό όσο και σε καλλιτεχνικό επίπεδο. Παραβλέπουν– από άγνοια ή σκοπιμότητα;– ότι στην Ελλάδα η Τέχνη δεν υπήρξε προνόμιο των κυρίαρχων τάξεων όπως στη Δύση, και δεν λαμβάνουν υπόψη τους ότι ακόμα και σε συνθήκες Τουρκοκρατίας υπάρχει δημιουργία καλλιτεχνικού έργου, το οποίο  «δεν υπολείπεται σε ποιότητα από εκείνο που χαρακτηρίζει τα μέλη μιας ελεύθερης κοινωνίας», επισημαίνει ο Θεοδωράκης. Άλλωστε, η ιστορία μας διδάσκει ότι κατά την περίοδο της Φεουδαρχίας οι δουλοπάροικοι δεν δημιούργησαν δική τους τέχνη. Γιατί τέχνη κάνουν μόνον οι ελεύθεροι άνθρωποι.

Ας αναρωτηθούμε: Ήταν οι Έλληνες που δημιούργησαν συλλογικά τη δημοτική ποίηση, τα δημοτικά τραγούδια και τον δημοτικό χορό; Είναι δείγμα ελευθερίας η δημιουργία αληθινού έργου τέχνης; Αν απαντήσουμε θετικά στα παραπάνω ερωτήματα, τότε ας μελετήσουμε και αναλύσουμε τις συνθήκες (κοινωνικό περιβάλλον, οικονομικές και διοικητικές σχέσεις κ.λ.π) στις οποίες έζησαν οι Έλληνες «ώστε να έχουν την απαιτούμενη πνευματική καλλιέργεια για τη δημιουργία και αποδοχή έργων τόσο υψηλού επιπέδου». Κι αλήθεια, πώς συνέβη η γλώσσα και η μουσική να παραμείνουν ζωντανές και συνεχώς εξελισσόμενες τόσους αιώνες ακόμα και κατά την περίοδο της οθωμανικής σκλαβιάς; Άραγε, «η Ορθοδοξία και κυρίως ο κλήρος σε επίπεδο κοινοτήτων έπαιξε ρόλο στη διατήρηση και εξέλιξη αυτού του πολιτισμού; Ποια η σημασία του ελληνικού λόγου των Ευαγγελίων και γενικά των βυζαντινών θρησκευτικών κειμένων και του βυζαντινού εκκλησιαστικού μέλους;» (216). Άραγε, ποιοι έκαναν την Επανάσταση του 1821 αν δεν υπήρχε τότε η Ελλάδα; Τι ήταν ο Ρήγας Φεραίος, ο Κοραής, ο Μακρυγιάννης, ο Διονύσιος Σολωμός και τόσοι άλλοι; Ποια γλώσσα μιλούσαν; Τι πίστευαν οι ίδιοι για τη συνέχεια του ελληνικού έθνους; Κι αλήθεια, ο Ρήγας βασανίστηκε και δολοφονήθηκε για κάτι που στην εποχή του δεν υπήρχε;  

Ο Θεοδωράκης ολοκληρώνει το πόνημά του καλώντας την εκπαιδευτική κοινότητα να επαναπροσδιορίσει το περιεχόμενο της διδασκαλίας της ελληνικής ιστορίας με όρους ελληνικότητας, «προκειμένου οι νέες γενιές να αποκτήσουν τα ηθικά κυρίως ερείσματα που θα τους κάνουν μεθαύριο ολοκληρωμένους πολίτες, έτοιμους να αντιμετωπίσουν τη θύελλα της παγκοσμιοποίησης από θέση ισχύος που μπορεί να τους χαρίσει μόνο η αίσθηση ότι ανήκουν στον δικό τους κορμό, με τις δικές του ρίζες και ιδιαιτερότητες. Με τη δική τους ταυτότητα του ολοκληρωμένου Έλληνα, που είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει ισότιμα τους άλλους σε μια διεθνή συγκυρία που απειλεί να ισοπεδώσει τα πάντα ξεκινώντας από τις πολιτισμικές και εθνικές ιδιαιτερότητες, ώστε όλοι και όλα να μεταβληθούν σε μια άμορφη και άβουλη μάζα στη διάθεση των ισχυρών της γης» (238). 

Ολοκληρώνοντας την παρουσίαση των «Μονολόγων στο Λυκαυγές» θα ήθελα να επισημάνω ότι το παρόν πόνημα, όπως και τα τέσσερα άρθρα που προηγήθηκαν, δεν αποτελούν παρά μια πρώτη προσέγγιση του βιβλίου.

Τα πέντε κείμενα, όπως και εκείνα για τους «Διαλόγους στο Λυκόφως», γράφτηκαν με την ελπίδα να αποτελέσουν το έναυσμα για την περαιτέρω μελέτη των δύο τελευταίων βιβλίων του Μίκη Θεοδωράκη, αλλά και του συνολικού συγγραφικού έργου του, από εκείνες και εκείνους που επιμένουν να σκέφτονται, να δρουν και να δημιουργούν ελληνικά· από όποιες και όποιους εξακολουθούν να αγαπούν την Ελλάδα και να οραματίζονται μια ελεύθερη, ανεξάρτητη και δυνατή πατρίδα.

Τέλος, αφιερώνω αυτή την προσπάθειά μου στους συναγωνιστές μου με την πίστη και την πεποίθηση ότι εμείς, παρά τα σημεία των καιρών και τις αντιξοότητες, θα συνεχίσουμε τον αγώνα, έστω και με τις μικρές μας δυνάμεις, για την απελευθέρωση της πατρίδας.



ΤΕΛΟΣ 

 Αναστασία Βούλγαρη
 

  7 Ιουνίου 2017

Μονόλογοι στο Λυκαυγές (τέταρτο μέρος)

Κυριακή, 04/06/2017 - 18:27
Οι Πυθαγόρειοι είχαν εξερευνήσει και συνδέσει την αρμονική τους θεωρία των Πλανητικών Σφαιρών με τη Μουσική και με την Ψυχή. Η σχέση Ψυχής και πλανητών κατ’ αυτούς ανάγεται σε μια ανώτερης μορφής εσωτερική κατάδυση, σε μια περιπλάνηση στις ρίζες του όντος, εκεί που η τραγική αγωνία του ανθρώπου μπροστά στην αδυναμία του να συλλάβει με τη διανόηση το ασύλληπτο του Απείρου και του Απέραντου, μετατρέπεται σε πόνο από τον οποίο επιδιώκει να απολυτρωθεί με την πνευματική ικεσία και την ψυχική έκσταση. Μ’ αυτόν τον τρόπο η πυθαγόρεια προοπτική αναγωγής της ψυχής στη σφαίρα της πνευματικότητας αποσπάται από το ιδεώδες του ελληνικού ορθολογισμού και καταλήγει στον χώρο της Μαγείας. Με άλλα λόγια, στη διονυσιακή υπέρβαση που ήρθε σαν αναπόσπαστο συμπλήρωμα της απολλώνιας συμμετρίας μέσα στην οποία αποκρυσταλλώνεται η έννοια του αισθητικά Ωραίου.

Μίκης Θεοδωράκης

  

«Μονόλογοι στο Λυκαυγές». Ο Μίκης, στην πιο σκοτεινή στιγμή τής νύχτας, περιμένει την καινούργια αυγή που θα φέρει τον Απόλλωνα με το φωτοστέφανο του ήλιου να σταλάξει στην ψυχή των ανθρώπων το πανάρχαιο μήνυμα: Η ουσία της ζωής του Έλληνα είναι η ελληνική γλώσσα, το ελληνικό ήθος, η ελληνική ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά, η ελληνική φύση.

Ο Μίκης δεν μονολογεί. Απαγγέλει τον ποιητικό μονόλογο της διαδρομής του στη ζωή και στην τέχνη. Η μουσική, η επανάσταση, ο έρωτας, η Ελλάδα.

Η οικουμένη κοινωνεί τον ελληνικό λόγο με τη θεοδωρακική μουσική. Έντεχνο-Λαϊκό, «Τραγούδι- ποταμός», Λυρική Τραγωδία, Συμφωνίες, Λαϊκά Ορατόρια- Μετασυμφωνική Μουσική.

Ο Μίκης υψώνει το βλέμμα στον Παρθενώνα και λέει: «Από την εποχή της εφηβείας μου στόχευσα σταθερά σε μια χίμαιρα, που την αγάπησα και της αφοσιώθηκα ψυχή τε και σώματι, αδιαφορώντας τελικά αν θα μπορούσε ποτέ να γίνει πραγματικότητα. Έτσι, ζούσα σε μια διαφορετική πραγματικότητα, που για μένα ήταν και είναι η πραγματικότητα της πραγματικότητας.

Ήταν και είναι ένα όραμα από ιδέες και ήχους. Μια χίμαιρα ελληνική με χιτώνες και ιάμβους, που με βοήθησε να προχωρώ χτίζοντας από δω κι από κει δύο παράλληλους κόσμους με κοινή κοίτη και θεμέλια. Το πολιτικό όραμα και το μουσικό σύμπαν, τα δύο στοιχεία της προσωπικής μου χίμαιρας, είχαν κοινή ρίζα την ανάγκη της έκφρασης μιας κοσμοθεωρίας και μιας στάσης ζωής που έβγαιναν μέσα από τα έγκατα της ανθρωποκεντρικής και ελληνοκεντρικής μου συνείδησης»(124).

Ανάμεσα στους ευρωπαϊστές και στους ελληνιστές της Μουσικής

Είναι γνωστό, ότι τα κύρια χαρακτηριστικά του μουσικού έργου τού Θεοδωράκη είναι «η γεφύρωση του έντεχνου με το λαϊκό» και «η μέθεξη του ελληνικού με το ευρωπαϊκό, του μονοφωνικού με το συμφωνικό». Συμφωνική μουσική και Συμφωνίες με φόρμες δυτικές και πυρήνα ελληνικό. Η λαϊκή μουσική ενώνεται με την παραδοσιακή μουσική και τη λόγια ποίηση.

Ο βυζαντινός ύμνος γίνεται η βάση για τη μελοποίηση του ελεύθερου στίχου.

Ήδη από την περίοδο του Μεσοπολέμου– τότε που ο Θεοδωράκης έκανε τα πρώτα του βήματα στον κόσμο της μουσικής– επικρατούσαν δύο αντίθετοι, σχεδόν εχθρικοί, κόσμοι: Οι ευρωπαϊστές και οι ελληνιστές. Οι πρώτοι, αφοσιωμένοι καθώς ήταν στην αστική τάξη, είχαν κυριαρχήσει στη μουσική εκπαίδευση και στις επιχορηγούμενες από το κράτος μουσικές υποδομές, ενώ οι δεύτεροι έχαιραν της αποδοχής και της αγάπης της πλειονότητας του ελληνικού λαού.

Το κύριο χαρακτηριστικό της ντόπιας αστικής τάξης, από τη στιγμή της δημιουργίας της, είναι η απαξίωση τού ελληνικού πολιτισμού. Πάγια τακτική της, από τότε μέχρι σήμερα,  είναι η απηνής δίωξη ή η φίμωση κάθε Έλληνα δημιουργού, που δημιουργεί έργα με ελληνικότητα.

Στα 1870, μια ομάδα πλούσιων Αθηναίων ίδρυσε το Ωδείο Αθηνών και αργότερα τη Συμφωνική Ορχήστρα του. Οι  ιδρυτές και ιδιοκτήτες του Ωδείου και της Ορχήστρας προνόησαν να συμπεριλάβουν ένα άρθρο στο καταστατικό της Ορχήστρας με το οποίο απαγορευόταν η εκτέλεση ελληνικών συνθέσεων και δη συμφωνικών έργων!

Στις αρχές του 20ου αιώνα, οι Έλληνες συνθέτες συμφωνικής μουσικής με επικεφαλής τον Μανώλη Καλομοίρη προσπάθησαν να δημιουργήσουν μια Εθνική Σχολή, κατά τα πρότυπα των Εθνικών Σχολών άλλων χωρών που αναπτύσσονταν πάνω στον κορμό της γερμανικής μουσικής. Έτσι διαμορφώθηκαν οι δύο αντιτιθέμενοι μουσικοί κόσμοι.

Κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής, διευθυντής της Συμφωνικής Ορχήστρας ήταν ο Φιλοκτήτης Οικονομίδης (και δάσκαλος του Μίκη) ο οποίος εισηγήθηκε στον Γερμανό γκαουλάιτερ να μετατρέψει την ιδιωτική Ορχήστρα

του Ωδείου σε κρατική. Ο Γερμανός κατοχικός διοικητής δέχτηκε κι έτσι η Ελλάδα απέκτησε την πρώτη κρατική Συμφωνική Ορχήστρα.

Η αντίθεση όμως που είχε δημιουργηθεί μεταξύ των ευρωπαϊστών και των ελληνιστών συνθετών δεν μετριάστηκε, παρά το γεγονός ότι η Ορχήστρα μπορούσε πλέον να παρουσιάζει και έργα Ελλήνων.

Ο Θεοδωράκης δεν ακολούθησε ούτε τη μία ούτε την άλλη «σχολή» αλλά αναζήτησε και κατέκτησε νέα εκφραστικά μέσα. Διαφοροποιήθηκε ριζικά από την κυρίαρχη αντίληψη της εποχής του, που ήθελε τους Έλληνες συνθέτες απλούς μιμητές των Ευρωπαίων συνθετών, και πρωτοτύπησε. Πράγμα ασυγχώρητο, βεβαίως, για τους ιθύνοντες των μουσικών πραγμάτων, οι οποίοι μηρύκαζαν την αντίληψη της αστικής τάξης ότι οι Έλληνες δημιουργοί είναι καταδικασμένοι να ζουν κάτω από τη σκιά των Ευρωπαίων, ανίκανοι να δημιουργήσουν πρωτότυπο καλλιτεχνικό έργο.

Ο Θεοδωράκης δημιούργησε ένα νέο καλλιτεχνικό έργο υψηλής αισθητικής με τη σφραγίδα της ελληνικότητας, ικανό να αναμετρηθεί με τα μεγάλα συμφωνικά έργα της Ευρώπης και να σταθεί ισάξια ανάμεσά τους. Ένα έργο ικανό να μυήσει τους Έλληνες στη συμφωνική μουσική και να συγκινήσει τις πλατιές μάζες. Αναφέρω μόνο ένα παράδειγμα: Η δυτική μουσικολογία κατατάσσει το Canto General ανάμεσα στα δέκα μεγαλύτερα συμφωνικά έργα του 20ου αιώνα. Το έργο συγκινεί βαθιά τις πλατιές μάζες, που συρρέουν κατά χιλιάδες να το παρακολουθήσουν, κάθε φορά που παρουσιάζεται.

Παρά το γεγονός ότι το συμφωνικό έργο του Θεοδωράκη στο εξωτερικό θεωρείται ίσης καλλιτεχνικής αξίας και ποιότητας με τα έργα των μεγάλων συμφωνιστών της Κεντρικής Ευρώπης, στην Ελλάδα δεν έχει γίνει αποδεκτό ούτε από το μουσικό κατεστημένο των ευρωπαϊστών ούτε από το μουσικό κατεστημένο των ελληνιστών. Οι δύο μουσικοί κόσμοι, υπηρετώντας μια δήθεν καθαρότητα– ανυπόστατη βεβαίως στην τέχνη της Μουσικής– κρατούν τη θεοδωρακική μουσική έξω από τους χώρους που ελέγχουν, δηλαδή από τα ευρωπαΐζοντα ελληνικά ωδεία και τις πανεπιστημιακές σχολές, καθώς επίσης και από τους χώρους που ελέγχουν οι φανατικοί της λαϊκής μουσικής και της βυζαντινής παράδοσης.

Η ιδιαιτερότητα της ελληνικής μουσικής

Για τον Θεοδωράκη το πρόβλημα της υποτίμησης της ελληνικής μουσικής  «ξεκινά από το γεγονός ότι το μεγάλο πράγματι προβάδισμα των ευρωπαϊκών συνθετών ως προς την τεχνολογική ανάπτυξη– ας το πούμε ως προς τη φόρμα γενικά– θεωρήθηκε εξίσου προβάδισμα και ως προς την ουσία της μουσικής, ως προς το περιεχόμενο»(132).

Η ιδιαιτερότητα της ελληνικής μουσικής έγκειται στο γεγονός ότι έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διατήρηση της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού ήθους και συνέβαλε ουσιαστικά στην επιβίωση του ελληνικού έθνους, ειδικά στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Αργότερα, στα 1821, η δημοτική ποίηση και μουσική (και οι δημοτικοί χοροί) εμψύχωσαν το ξεσηκωμένο γένος και βοήθησαν στη διατήρηση της αγωνιστικότητας των Ελλήνων. «Σε όλους τους μεγάλους εθνικούς αγώνες, από το ’21 έως τη Χούντα, η ελληνική μουσική στάθηκε στο πλευρό των Ελλήνων αναπτερώνοντας το ηθικό τους και σμιλεύοντας την πίστη τους στα μεγάλα ανθρώπινα ιδανικά, με πρώτο εκείνο της ελευθερίας»(130). Με λίγα λόγια, η ελληνική παραδοσιακή μουσική δεν περιορίστηκε στα όρια της πνευματικής καλλιέργειας και έκφρασης του λαού, αλλά δέθηκε με τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα, όπως δενόταν και με την καθημερινή ζωή των Ελλήνων.

«Μια τέτοια μουσική, που διαδραματίζει έναν τόσο σημαντικό ρόλο στην ψυχική– κυρίως– όχι μόνο ανάπτυξη, αλλά κυριολεκτικά επιβίωση ενός λαού, μπορεί να είναι κατώτερη από οποιαδήποτε άλλη;» ρωτά ο Μίκης, για να δώσει αμέσως την απάντηση: «Ο ελληνικός λαός έδωσε, δίνει και ξαναδίνει επ' αυτού την απάντηση του. Είναι σαν να λέει: “Για μένα μουσική δεν είναι τόσο οι επιβλητικές ηχητικές κατασκευές των Ευρωπαίων, όσο σπουδαίες και μεγαλοφυείς και αν είναι, αλλά αυτή που δονεί τα έγκατα της ύπαρξης μου, που με συγκλονίζει και που με ανασταίνει κάθε φορά που την ακούω ή την τραγουδώ”. Και εδώ έχουμε ένα ακόμα στοιχείο: την ενεργητική συμμετοχή– όταν πρόκειται για ένα είδος τόσο απλό και τόσο οικείο όπως το τραγούδι, σε αντίθεση με την παθητική στάση που επιβάλλουν εκ των πραγμάτων οι συμφωνικές συνθέσεις»(132).

Διαπιστώνουμε λοιπόν, μία πρωτοφανή ταύτιση της ελληνικής μουσικής– κυρίως του τραγουδιού– με την ψυχοσύνθεση και την ηθική και πνευματική υπόσταση  του ελληνικού λαού, σε τέτοιο βαθμό που θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελεί ένα από τα δομικά συστατικά της ελληνικής ιδιοσυστασίας.   

Η πιο αποτρόπαια προδοσία

«Από όλες τις προδοσίες που υπέστη διαμέσου των αιώνων ο λαός μας, η πιο σιχαμερή και αποτρόπαια για μένα ήταν αυτή η προδοσία διαρκείας την οποία εφάρμοζαν καθημερινά οι λεγόμενες ηγέτιδες τάξεις από το 1830 έως τις μέρες που– έφηβος πια– μπορούσα να δω και να κρίνω», γράφει ο Μίκης στο κεφάλαιο «Ο ευρωπαϊστές και οι ελληνιστές της Μουσικής[1]». «Ποιο ήταν το βασικό χαρακτηριστικό της; Η πλήρης άγνοια και περιφρόνηση στις παραδόσεις και στις ικανότητες του ελληνικού λαού και κατά συνέπεια ο απεριόριστος θαυμασμός και επομένως και υποταγή στους πλουσίους, στους δυνατούς και δήθεν πολιτισμένους ξένους. Έτσι, με βασικό εμπνευστή και καθοδηγητή τους ισχυρούς της χώρας μας, που καλλιεργούσαν συστηματικά αυτό το εθνικό μας κόμπλεξ, πορεύτηκε η δυστυχισμένη χώρα μας σχεδόν έως σήμερα. Και νομίζω ότι τα πολιτικά σχήματα Δεξιά - Κέντρο - Αριστερά - Βενιζελικοί - Λαϊκοί - Κομουνιστές κτλ. ήρθαν για να μας μπερδέψουν και ουσιαστικά να συγκαλύψουν την πραγματικότητα, που είναι η διαρκής αντίθεση και πάλη ανάμεσα σ' αυτές τις δυο κυρίαρχες αντιλήψεις: Μαϊμουδισμός ή πρωτοτυπία. Που γεννά το ερώτημα: Οι Έλληνας είναι ικανοί να πρωτοτυπήσουν; Ή είναι καταδικασμένοι να μιμούνται και να ακολουθούν τους ξένους; Με τη βεβαιότητα ότι είμαστε καταδικασμένοι στη μίμηση, οι δυνατοί της χώρας διαμορφώνουν σχεδόν επί δύο αιώνες τη ζωή του έθνους, οδηγώντας το στις κρίσιμες στιγμές στις ακραίες καταστροφικές συνέπειες που όλοι γνωρίζουμε πολύ καλά» (134).

Τέλος δ' μέρους

    Αναστασία Βούλγαρη       
    29 Μαΐου 2017



H συγγραφέας Αναστασία Βούλγαρη καλεσμένη στην εκπομπή της Χρύσας Αριάδνης Κουσελά “ΕΡΤopen Πολιτισμός” απόψε στις 9

Παρασκευή, 28/04/2017 - 15:23
H συγγραφέας Αναστασία Βούλγαρη στην EΡΤopen για

τον Μίκη Θεοδωράκη

H συγγραφέας Αναστασία Βούλγαρη καλεσμένη

στην εκπομπή της Χρύσας Αριάδνης Κουσελά

ΕΡΤopen Πολιτισμός”παρουσιάζει και σχολιάζει το

πρόσφατο βιβλίο του ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΜονόλογοι

στο Λυκαυγές”.

Συντονιστείτε στην ΕΡΤopen, απόψε στις 21:00

στους 106,7 στα FM και διαδικτυακά

www.ertopen.com/radio.