Σαν σήμερα, 10 Απριλίου 1826 οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» του Μεσολογγίου πραγματοποιούν την ηρωική έξοδο.

Παρασκευή, 10/04/2020 - 18:01
Σαν σήμερα, 10 Απριλίου 1826 οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» του Μεσολογγίου πραγματοποιούν την ηρωική έξοδο.

Έξοδος του Μεσολογγίου ή κατά ορισμένους συγγραφείς Ολοκαύτωμα του Μεσολογγίου αναφέρεται στην έξοδο που πραγματοποίησαν οι πολιορκημένοι στρατιώτες και άμαχοι του Μεσολογγίου, όταν οι δυνατότητες συνέχισης της άμυνας απέναντι στα τουρκικά και αιγυπτιακά στρατεύματα είχαν χαθεί, λόγω εξάντλησης των τροφίμων

Το γεγονός συνέβη την νύχτα μεταξύ 10ης και 11ης Απριλίου 1826, κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821, και συγκαταλέγεται στα σημαντικότερα γεγονότα της παγκόσμιας στρατιωτικής ιστορίας. 
--------------------------------

Ακρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·
λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·
στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω ’γω στο χέρι;
Οπού συ μου ’γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει».

(Απόσπασμα από τους Ελεύθερους Πολιορκημένους
του Διονύσιου Σολωμού)

Δύο χρόνια μετά το ξέσπασμα και τη νικηφόρα πορεία της επανάστασης στην Ελλάδα, ο κίνδυνος να χαθούν εδάφη για την Οθωμανική αυτοκρατορία, να δημιουργηθεί ανεξάρτητο κράτος στα δυτικά και να πάρει φωτιά ολόκληρη η Βαλκανική είναι πλέον ορατός για τον Σουλτάνο. Τον Μάρτη του 1823 ο Σουλτάνος Μαχμούτ ο Β΄ ζητά από τον ημιαυτόνομο πασά της Αιγύπτου, τον Μοχάμετ Αλι, να αναλάβει την καταστολή της ελληνικής επανάστασης με αντάλλαγμα την παραχώρηση της Κρήτης και το πασαλίκι της Συρίας.

 

Στην αρχή ο Μαχμούτ ζητά από τον Μοχάμετ Αλι να καταστείλει την κρητική εξέγερση. Την άνοιξη του 1823 μια μοίρα του αιγυπτιακού στόλου και μερικά συντάγματα αποβιβάζονται στα Χανιά. Γρήγορα καταστέλλουν την εξέγερση και αμέσως ανταμείβεται με το πασαλίκι της Κρήτης και της Κύπρου.

Στις 16 Γενάρη 1824 ένα φιρμάνι του σουλτάνου αποκαλεί τον Μοχάμετ Αλι «εξολοθρευτή των Απίστων» και του αναθέτει να «ειρηνεύσει» την Ελλάδα για λογαριασμό της Πύλης.

Ο πασάς της Αιγύπτου, σε αντίθεση με την Πύλη, διαθέτει σύγχρονο στρατό εκπαιδευμένο και οργανωμένο στα ευρωπαϊκά πρότυπα, με πολλούς Γάλλους, Ιταλούς και Γερμανούς αξιωματικούς και υπαξιωματικούς να υπηρετούν στο στρατό και το ναυτικό του. Ιδιαίτερα μετά την καταστροφή του Ναπολέοντα και την παλινόρθωση της μοναρχίας στη Γαλλία, καταδιωκόμενοι, κυρίως , καρμπονάροι και αντιμοναρχικοί επαναστάτες βρήκαν καταφύγιο στον Αίγυπτο.

Στις 17 Ιούλη 1824, ο Ιμπραήμ, θετός γιός του Μοχάμετ Αλι, με επιτελάρχη τον Γάλλο συνταγματάρχη Σεβ, ο οποίος ονομάζεται πλέον Σουλεϊμάν πασάς, αποπλέει από την Αλεξάνδρεια με 51 πολεμικά πλοία, εκατόν σαράντα έξι μεταγωγικά, 18.000 άνδρες (24 τάγματα πεζικού – 10 πυροβολαρχίες) και 800 άλογα (15 ίλες ιππικού). Μετά από επιχειρήσεις, σε συντονισμό με τον τουρκικό στόλο, στα νησιά του Αιγαίου, Κάσος, Ψαρά, Κρήτη κλπ, αποβιβάζεται στις 12 Φλεβάρη 1825, στη Μεθώνη. Η επιχείρηση κατάληψης της Πελοποννήσου είχε αρχίσει.

Τραγική ειρωνεία είναι ότι στρατευμένοι κάτω από τις σημαίες της πιο σκοτεινής μοναρχίας, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αντιμοναρχικοί δημοκρατικοί αξιωματικοί και στρατιώτες, ρίχτηκαν στη μάχη για να καταπνίξουν τη τελευταία εστία που είχε απομείνει από την φωτιά που είχε ανάψει ο διαφωτισμός στην Ευρώπη.

Το τουρκοαιγυπτιακό σχέδιο για να πετύχει, παράλληλα με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στο Μοριά, απαιτούσε την οργάνωση επιδρομών και επιθέσεων στη Ρούμελη στις πόλεις και περιοχές που κατείχαν οι επαναστατημένοι Ελληνες. Βασικοί στόχοι η Αθήνα, ανατολικά, και το Μεσολόγγι δυτικά.

Το Μεσολόγγι βρίσκονταν στα χέρια των Ελλήνων από την κήρυξη της επανάστασής του, στις 20 Μάη 1821. Πρώτη φορά το Μεσολόγγι πολιορκήθηκε για δυο μήνες, τον Νοέμβρη του 1822, όταν ο Ομέρ Βρυώνης και ο Ρεσίτ Μεχμέτ, γνωστός ως Κιουταχής, επιτέθηκαν στη πόλη και την πολιόρκησαν μέχρι που αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία και να φύγουν άπρακτοι στις 31 Δεκέμβρη 1822.

Στις 15 Απρίλη 1825 ο Κιουταχής Ξεκινάει από τα Γιάννενα με 20.000 Αρβανίτες και στις 17 Απρίλη κύκλωσε το Μεσολόγγι. Η πολιορκία είχε ξεκινήσει.

Από τη στεριά το Μεσολόγγι προστατευόταν από ένα χωματότοιχο και από τέσσερις προμαχώνες. Οι Μεσολογγίτες, μετά την πρώτη πολιορκία, με την καθοδήγηση του μηχανικού Κοκκίνη, είχαν ενισχύσει καλά τα αμυντικά χαρακώματα. Πίσω από την τάφρο και το χαράκωμα της πρώτης γραμμής, άνοιξαν μια δεύτερη τάφρο κι ακόμα ένα χαράκωμα.  Επίσης ήταν οχυρωμένα και τα νησάκια της λιμνοθάλασσας που σχηματίζεται μπροστά από την πόλη.

Υπήρχαν και 48 κανόνια στο κάστρο, 2 όλμοι, 2 βομβιβόλοι και 4.000 πολεμιστές που ενισχύονταν από τους πολίτες. Υπήρχαν ακόμα και 12.000 γυναικόπαιδα μέσα στο Μεσολόγγι.

Ο Κιουταχής ξεκίνησε μαζικές επιθέσεις και βομβαρδισμούς, επιχείρησε και στενό αποκλεισμό από τη θάλασσα, αλλά δεν τα κατάφερε. Ο Μιαούλης με τον ελληνικό στόλο μπόρεσε αρκετές φορές και έσπασε τον αποκλεισμό και τροφοδότησε τους ηρωικούς υπερασπιστές του Μεσολογγίου με τρόφιμα και πυρομαχικά. Οι πολιορκούμενοι κατάφεραν και οργάνωσαν αντεπιθέσεις , όπως εκείνη στις 24 Ιούλη 1825, ύστερα από συνεννόηση με τους οπλαρχηγούς της ανατολικής Ρούμελης – κυρίως με τον Καραϊσκάκη – βγήκαν από το κάστρο και χτύπησαν το τουρκικό στρατόπεδο, ενώ ο Καραϊσκάκης χτυπούσε από την έξω μεριά αναγκάζοντας τον Κιουταχή που έχασε πολύ στρατό να τραβηχτεί στο διάσελλο του Ζυγού και να περάσει στην άμυνα.

Στο μεταξύ ο Ιμπραήμ που πήρε νέες ενισχύσεις και νέες υποσχέσεις από τον Σουλτάνο, περνά από το Ρίο στη Στερεά με 10.000 στρατό. Ετσι από τις 25 Δεκέμβρη ενώνεται με το στρατό του Κιουταχή και ξαναρχίζουν οι επιθέσεις.

Η πείνα

Από τις αρχές του 1826 η άμυνα των Μεσολογγιτών άρχισε να κλονίζεται. Ο αποκλεισμός εντάθηκε, η πείνα άρχισε να γίνεται πιεστική. Τα τρόφιμα ήταν λιγοστά, οι τραυματίες έμεναν δίχως φάρμακα. Στις 7 Γενάρη ο Ανδρέας Μιαούλης έσπασε τον αποκλεισμό κι έφερε τρόφιμα, πυρομαχικά και φάρμακα. Τον ξανάσπασε μερικές φορές ακόμα μέχρι τα μέσα του Γενάρη.

Στις 25 Φλεβάρη πέφτει στα χέρια των πολιορκητών το νησάκι Βασιλάδι. Η πείνα έγινε αφόρητη, άρχισε να θερίζει του πολιορκημένους.

 Ο Δημήτρης Φωτιάδης περιγράφει:

«Από τα μέσα του Φλεβάρη σε πολλά σπίτια έλειψε το ψωμί. Μια Μεσολογγίτισσα, Βαρβαρένα τη λέγανε, που γιατροπόρευε τον άρρωστο αδερφό μου Μήτρο, τέλειωσε την τροφή της και μυστικά, μαζί με δυο άλλε φαμελιές, σφάξανε ένα γαϊδουράκι και το φάγανε. Τους πέτυχα την ώρα που το τρώγανε. Τους ρώτησα που βρήκατε το κρέας και τρόμαξε η ψυχή μου άμα άκουσα πως είτανε γαϊδούρι,

Μια συντροφιά αγωνιστές από τα Κράβαρα είχανε ένα σκύλο και κρυφά τονε σφάξανε και τον μαγείρεψαν. Μαθεύτηκε κι αυτό.

Μέρα τη μέρα αβγάτιζε η πείνα κ’ έπεσε η πρόληψη να μην τρώνε ακάθαρτα κι άρχισαν πια ολοφάνερα να σφάζουν άλογα, μουλάρια και γαϊδούρια, ακόμα και να τα πουλάνε μια λίρα την οκά – και ποιος να πρωτοπάρει! Τρεις μέρες περάσανε και πάνε κι αυτά τα ζά.»

Ο Κασομούλης στα «Ενθυμήματα Στρατιωτικά» περιγράφει:

«Ο συνεργάτης  του Κου Γ. Μεσθενέα, τυπογράφου, καθήμενος εις την οικίαν μας, έσφαξεν και έφαγεν μίαν γάταν και έβαλεν τον ψυχογιόν του Στουρνάρη και εσκότωσεν άλλην μία. Τούτος υπέμνησεν εις τους άλλους και εις ολίγας ημέρας γάτα δεν έμεινεν. Ο Αγιομαυρίτης ιατρός εμαγείρευσεν τον σκύλον του… Οι στρατιώτες  πλέον αυθαδίασαν και άρπαζαν οποιονδήποτε σκύλον ή γάτα εύρισκαν εις τον δρόμον. Αλογα δεν είχαν μείνει… Αρχίσαμε, περί τας 15 Μαρτίου ταις πικραλήθραις, χορτάρι της θάλασσας, το εβράζαμεν πέντε φοραίς έως ότου έβγαινεν η πικράδα… Εδόθησαν και εις τους ποντικούς, πλην ήτον ευτυχής όστις εδύνατο να πιάση έναν. Βατράχους δεν είχαμεν, κατά δυστυχίαν…»

Η Έξοδος του Μεσολογγίου, πίνακας του Θεόδωρου Βρυζάκη

Η έξοδος

Κάτω από αυτές τις συνθήκες οι πολιορκημένοι απελπίστηκαν. Οι παπάδες δεν άδειαζαν να πηγαινοέρχονται στα νεκροταφεία και οι νεκροθάφτες να σκάβουν.

Στις 31 Μάρτη, σε μυστική σύσκεψη, οι οπλαρχηγοί αποφάσισαν την έξοδο. Την αυγή, στις 9 Απρίλη, μαζεύτηκαν στο σπίτι του Τζαβέλα για να συζητήσουν τις λεπτομέρειες και να βρουν τρόπο να ειδοποιήσουν τον κόσμο χωρίς να τους πάρουν είδηση οι εχθροί. Στη σύσκεψη πήραν μέρος οι ανώτεροι αξιωματικοί, τα κεφάλια του τόπου και ο αρχιερέας Ρωγών Ιωσήφ.

Υστερα από μια ώρα διαβουλεύσεων αποφάσισαν:  

να σκοτώσουν καθένα που είτε από δειλία είτε από φιλοζωία θα μπορούσε να τους προδώσει

να εκτελέσουν όλους τους αιχμαλώτους, Τούρκους και χριστιανούς και όποιον είχε ο καθένας κοντά του και τον υποψιαζόταν.

Οι αποφάσεις εκτελέστηκαν αμέσως. Υστερα συζήτησαν για τις οικογένειές τους και τα μικρά παιδιά που σίγουρα θα κλαίγανε την ώρα της εξόδου και θα έβαζαν σε κίνδυνο όλη την επιχείρηση. Ομόφωνα πήραν την σκληρή απόφαση:

«Αποφάσισαν όλοι να σκοτώσουμε όλες τις γυναίκες και τα μικρά παιδιά, δίχως να χαριστούμε σε κανέναν, για να μη φανερωθούμε από τις φωνές τους και δε μείνει ούτε ψυχή ζωντανός, κι ούτε, έτσι, να πέσουν σκλάβοι στα χέρια του εχθρού. Μα όπως θα λιγοψυχούσε κάθε πατέρας κι αδερφός, συμφώνησαν να σφάξει ο ένας τ’ αλλουνού τη φαμελιά».

 Τότε σηκώθηκε συγκινημένος ο Αρχιερέας Ρωγών Ιωσήφ και είπε:

«Εν ονόματι της Αγίας Τριάδος, είμαι αρχιερεύς! Αν τολμήσετε να πράξετε τούτο, πρώτον να θυσιάσετε εμένα! Και σας αφήνω την κατάρα του Θεού και της Παναγίας και όλων των Αγίων – και το αίμα των αθώων να πέσει στα κεφάλια σας!»

Με τις κατάρες και τα λόγια του το ξανασκέφτηκαν και αποφάσισαν να ποτίσουν αφιόνι τα μικρά παιδιά ώστε να ζαλιστούν και να κοιμηθούν βαριά.

Για τους πολύ γέροντες, του πληγωμένους και τους αρρώστους, 600 περίπου άτομα, αποφάσισαν να παραμείνουν στην πόλη, να οχυρωθούν στα πιο γερά σπίτια και να δώσουν τη μάχη μέχρι τέλους, αφού δεν είχαν καμιά πιθανότητα να επιζήσουν.

Η έξοδος ορίστηκε για το βράδυ του Σαββάτου προς Κυριακή των Βαΐων, 10 Απρίλη 1826, δύο ώρες μετά τη δύση του ήλιου. 3.000 περίπου μαχητές και 6.000 γυναικόπαιδα χωρισμένοι σε τρία σώματα με αρχηγούς τον Νότη Μπότσαρη, τον Κίτσο Τζαβέλα και τον Δημήτρη Μακρή βγήκαν από το κάστρο. Τους ακολουθούσαν οι γυναίκες που φόρεσαν αντρικά ρούχα και κρατούσαν το όπλο στο χέρι, μαζί με τα παιδιά και τους γέροντες.

Ξεχύθηκαν οι απελπισμένοι ελεύθεροι πολιορκημένοι να περάσουν μέσα από τις τουρκοαιγυπτιακές γραμμές. Θερίστηκαν αλλά και σκόρπισαν το θάνατο ανοίγοντας δρόμο με τα σπαθιά τους. Μια κολώνα από τις τρεις, εκείνη με τα περισσότερα γυναικόπαιδα, δεν τα κατάφερε. Κάποιος φώναξε «Πίσω! Πίσω!» δημιουργήθηκε σύγχυση, έσπασε το σώμα στα δυο και οι περισσότεροι γύρισαν πίσω στη πόλη.

Από τους 3.000 μαχητές, 1.700 έπεσαν νεκροί. Μόλις 1.300 σώθηκαν. Από τους αμάχους, 5.000 σκοτώθηκαν μέσα στη νύχτα. Πέρασαν μόνο 13 γυναίκες μαζί με 3 – 4 παιδιά.

Άλλα 6.000 γυναικόπαιδα στάλθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Πόλης και της Αλεξάνδρειας.

Οι Τούρκοι μπήκαν στο Μεσολόγγι. Οδομαχίες και πόλεμος σπίτι με σπίτι. Οι πολιορκημένοι έβαζαν φωτιά στο μπαρούτι, όταν δεν μπορούν ν’ αμυνθούν άλλο. Σκοτώνονταν, παίρνοντας μαζί τους όσους περισσότερους από τους εχθρούς μπορούσαν.

Η θυσία του Καψάλη, πίνακας του Θεόδωρου Βρυζάκη

Ο Χρίστος Καψάλης, πρόκριτος και μπαρουτοκαπνισμένος μαχητής και στις δυο πολιορκίες, οχυρώθηκε στο σπίτι που είχε μετατρέψει σε μπαρουταποθήκη. Πολέμησε παλικαρίσια αλλά οι Τούρκοι ήταν αμέτρητοι.  Όταν τελικά μπήκαν μέσα, οι κλεισμένοι καταλαβαίνουν πως έφτασε η ύστατη στιγμή. Ο Καψάλης με αναμμένο δαδί πλησιάζει τα μπαρουτοβάρελα, βάζει φωτιά κι ανατινάχτηκε στον αέρα, παίρνοντας μαζί του κι όσους από τους εχθρούς είχαν πλησιάσει.

Το πρωί, κάθε αντίσταση είχε καμφθεί. Το Μεσολόγγι είχε πέσει. Ύψωσαν την τουρκική σημαία στις 11 Απρίλη του 1826.

Σαν ξημέρωσε η 13 του Απρίλη είκοσι σπίτια μείνανε όλα κι όλα όρθια στο Μεσολόγγι. Στις πλατείες στα χαντάκια, στα στενοσόκακα χιλιάδες οι σκοτωμένοι και στη λιμνοθάλασσα πλέουν αμέτρητα κουφάρια.

Ο Κιουταχής και ο Ιμπραήμ βγάζουν το τελευταίο τους μπουγιουρντί: να μαζευτούν όλα τα κουφάρια, να σκαφτούν οι τάφοι, να ξεθάψουν τους νεκρούς, να κάνουν σωρούς για να τα κάψουν. Προηγουμένως όμως βάζουν ανθρώπους να κόβουν και να μαζεύουν τα αφτιά των νεκρών, τα αρμαθιάζουν και τα παστώνουν με αλάτι μέσα σε βαρέλια για να στείλουν πεσκέσι στον Σουλτάνο κι απόδειξη για το πόσο μεγάλη ήταν η εξολόθρευση των γκιαούρηδων που πήγαν να χαλάσουν το δοβλέτι. Μάζεψαν έτσι τρεις χιλιάδες ζευγάρια αυτιά.

Μπαίνουν τέλος στο Μεσολόγγι ο Κιουταχής και ο Ιμπραήμ, συνοδευόμενοι από τους ξένους αξιωματικούς και από τους Πρόξενους στην Πάτρα της Αγγλίας, ο Φίλιπ Τζέιμ Γκρην, και της Αυστρίας, ο αβάς Δον Μικαρέλι, που έτρεξαν, μόλις μάθανε ότι έπεσε το Μεσολόγγι, να συγχαρούν τους πασάδες.

«Αυτό στάθηκε το τέλος του Μεσολογγίου», σημειώνει ο Φωτιάδης. «Μήτε τα τόσα ασκέρια, μήτε οι τόσες αρμάδες, μήτε οι τόσες τέχνες των Ευρωπαίων, μήτε η αρρώστια μπόρεσαν να γονατίσουν τους υπερασπιστές του. Τους λύγισε η πείνα, που κανείς αντρειωμένος δεν τη νίκησε ποτέ. Μα ούτε και τότε παραδόθηκαν. Προτίμησαν να μείνουν λεύτεροι».

Η νίκη αυτή στο Μεσολόγγι και η κατάληψη της Αθήνας που ακολούθησε, έμοιασε να σημαίνει το τέλος της εξέγερσης. Αντίθετα όμως αυτή η σφαγή ταρακούνησε τους λαούς του κόσμου και σήμανε την αρχή της τελικής επικράτησης της Ελληνικής Επανάστασης.

Το ηρωικό Μεσολόγγι έμεινε κάτω από την τουρκική κυριαρχία για τρία ακόμη χρόνια. Στις, 2 Μάη του 1829 υπογράφεται συνθήκη με την οποία η πόλη παραδόθηκε στο νέο ελληνικό κράτος. Από τις 10 Μάη 1829 οι Μεσολογγίτες επιστρέφουν στην έρημη πόλη.  Τα ιερά του χώματα, ελεύθερα πια, ξαναγεμίζουν ζωή.


ΗΜΕΡΟΔΡΟΜΟΣ 10 Απρίλη 2019

ΠΗΓΕΣ:

— Γ. Κορδάτου, «Μεγάλη Ιστορια της Ελλάδας» τόμος Χ, Εκδόσεις 20ος αιώνας.
 –Δημήτρη Φωτιάδη, «Το Μεσολόγγι», Εκδόσεις Δωρικός.
 – Νικολάου Κασομούλη, «Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821 – 1833», Χορηγία Παγκείου Επιτροπ0ής, Αθήναι 1941
— Ζιλμπέρ Σινουέ, «Μοχάμετ Αλι – ο τελευταίος φαραώ της Αιγύπτου», εκδόσεις Ψυχογιός




ΠΗΓΗ: wikipedia - imerodromos

26 Νοέμβρη 1943. Η ομαδική εκτέλεση 118 αγωνιστών στο Μονοδένδρι — του Ανδρέα Δενεζάκη

Κυριακή, 26/11/2017 - 11:00
Αητός στον ήλιο πέταξε μ’ ολόχρυσες φτερούγες
απάνω απ’ τον Ταΰγετο κι απάνω από τη Μάνη.
Τ’ αποβραδίς εκούρνιασε στο δόλιο Μονοδέντρι,
εκεί που πέσαν οι εκατόν δεκαοχτώ λεβέντες.
Βάγια σούρνει στη μύτη του κι αστέρια στα φτερά του,
Φωνές και χαιρετίσματα σούρνει στ’ ακρόνυχά του:
Πάψτε μάνες τα κλάματα, τι σείστη ο απάνω κόσμος
Τι πέφτουν τ’ άνθια των δεντριώ σκίζουνται τα λιθάρια
Τι απάνω στον Ταΰγετο είν’ κι άλλα παληκάρια.


Αναδημοσίευση από
imerodromos


Μετά τη συνθηκολόγηση των Γερμανών, το Σεπτέμβρη του 1943, τα δωσιλογικά Τάγματα Ασφαλείας, οι γερμανοτσολιάδες, που είχαν ιδρυθεί στις 18 του Ιούνη 1943, ανέλαβαν να αντιμετωπίσουν τους αντάρτες του ΕΑΜ -ΕΛΑΣ που η δράση τους γιγαντώνονταν και παράλληλα να εξοικονομήσουν γερμανικές δυνάμεις που ήταν αναγκαίες για τα ανοιχτά μέτωπα, στην Βόρεια Αφρική, τη Μεσόγειο, το Αιγαίο, το Ανατολικό Μέτωπο.

Το βράδυ της 23ης Οκτώβρη 1943, Γερμανοί και ταγματασφαλίτες του Λεωνίδα Βρεττάκου, μπλοκάρουν τη Σπάρτη. Αναστατώνουν τη πόλη, χτυπούν, έσπαζαν πόρτες σπιτιών και ορμούσαν μέσα. Με οδηγούς δωσίλογους κουκουλοφόρους συλλαμβάνουν 500 πατριώτες που σχετίζονταν ή ήταν μέλη του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ. Με στόχο την τρομοκράτηση της περιοχής, μεταφέρονται, όμηροι, στις φυλακές της Τρίπολης. Η τύχη των περισσότερων ήταν προδιαγραμμένη. Ανάμεσα στους κρατούμενους ήταν τα τέσσερα από τα πέντε αδέλφια Τζιβανόπουλοι, ο πέμπτος, ο Αριστείδης, σώθηκε γιατί δεν ήταν στη Σπάρτη εκείνη τη μέρα. Ο δυστυχής πατέρας τρέχει να σώσει τα παιδιά του. Κάνει έγγραφα στους Γερμανούς και ζητά την αποφυλάκισή τους. Οι Γερμανοί ζητούν τη γνώμη των Ταγμάτων Ασφαλείας.

Ο Διοικητής τους, Λεωνίδας Βρεττάκος απαντά με έγγραφο:


Το έγγραφο του ταγματασφαλίτη Διοικητή Λεωνίδα Βρεττάκου, με το οποίο ζητά την εκτέλεση και των τεσσάρων αδελφών Τζιβανόπουλων.

Το μπλόκο στο Βύρωνα

Τρίτη, 08/08/2017 - 19:00
Ο ματωμένος Αύγουστος του 1944. Ο ΕΛΑΣ εμποδίζει την εισβολή των ταγματασφαλιτών στην Καισαριανή, το Βύρωνα και το Νέο Κόσμο. Το μπλόκο στο Βύρωνα


ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΕΝΕΖΑΚΗΣ

Αναδημοσίευση από imerodromos.gr


Τ
ο καλοκαίρι του 1944 άρχισε να γίνεται φανερή η τύχη του πολέμου. Η ήττα της Γερμανίας άρχισε να γίνεται ορατή.
Στο Ανατολικό Μέτωπο ο Κόκκινος Στρατός συντρίβει τη μια μετά την άλλη τις στρατιές του Χίτλερ.
Οι 11 γερμανικές μεραρχίες, που βρίσκονται στην Ελλάδα, απειλούνται να βρεθούν κυκλωμένες από τα τανκς του στρατάρχη Τολμπούχιν.

Οι αγγλοαμερικάνοι προσπαθώντας να προλάβουν να μπουν πριν από τον Κόκκινο Στρατό στην καρδιά της Γερμανίας προελαύνουν σε όλα τα μέτωπα.

Χωρίς καμία ενόχληση από την αγγλική αεροπορία και το στόλο, οι χιτλερικοί αποσύρουν δυνάμεις τους από τα νησιά του Αιγαίου και τα συγκεντρώνουν στην Αττική.


Ελληνική Πολιτεία — Διεύθυνσις Ειδικής Ασφαλείας του Κράτους – ΑΠΟΡΡΗΤΟΝ — Δελτίον Πληροφοριών της 22 Σεπτεμβρίου 1943 (Αρχείον 1941 – 1944 Η.Ν. ΠΕΤΙΜΕΖΑ)



Τον Σεπτέμβρη του 1943, μετά τη Συνθηκολόγηση της Ιταλίας, οι Γερμανοί στην προσπάθειά τους να εξοικονομήσουν στρατιωτικές δυνάμεις, ενισχύουν δραστικά τα, δημιουργημένα τον Ιούλη του 1943, Τάγματα Ασφαλείας στα οποία αναθέτουν, για λογαριασμό τους, τις εσωτερικές υποθέσεις, την αντιμετώπιση των αντιστασιακών οργανώσεων και ιδιαίτερα του ΕΛΑΣ, τη συγκέντρωση, ακόμα και με μπλόκα, εργατών για τα γερμανικά στρατιωτικά εργοστάσια,  την αστυνόμευση και την τήρηση της τάξης υπέρ των δυνάμεων κατοχής, σε συνεργασία με την Αστυνομία και την Χωροφυλακή.

Ο δωσίλογος Ιωάννης Ράλλης, δέχτηκε, την άνοιξη του 1943, τον διορισμό του από τις κατοχικές δυνάμεις, ως πρωθυπουργός, με προϋπόθεση τη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας για να αντιμετωπιστεί ο «κομμουνιστικός κίνδυνος». Μπροστά στην άνοδο του αντιστασιακής πάλης του λαού μας και την κατακόρυφη αύξηση της πολιτικής επιρροής του ΕΑΜ, οι  κατοχικές αρχές και η δωσίλογη κυβέρνηση επιστράτευσαν τη βία και την τρομοκρατία. Μαζί με τις συλλήψεις και τις φυλακίσεις, αυξάνονται δραματικά τα περιοριστικά μέτρα και οι εκτελέσεις. Από το φθινόπωρο του 1943, τα Τάγματα Ασφαλείας εγκαινιάζουν συγκεντρωτικά χτυπήματα, εκτεταμένες και στοχευμένες επιχειρήσεις, τα γνωστά «Μπλόκα».




Το Απόρρητο Δελτίο Πληροφοριών της Διεύθυνσης Ειδικής Ασφάλειας του Κράτους, της 22 Σεπτεμβρίου 1943, ανάμεσα στα άλλα, στην παρ. 8, αφού διαβλέπει την αποχώρηση των Γερμανών, επισημαίνει τον κίνδυνο της κατάληψης της εξουσίας από το ΕΑΜ:

«Κατά πληροφορίας η εντός των Αθηνών κομμουνιστική οργάνωσις του ΕΑΜ διαθέτει 7.000 όπλα προς κατάληψιν της αρχής κατά την τυχόν αποχώρησιν των Γερμανικών Στρατευμάτων τη βοηθεία και των πλησιαζόντων τα Προάστεια Αθηνών κομμουνιστών ανταρτών της υπαίθρου.» (Αρχείον 1941 – 1944 Η.Ν. ΠΕΤΙΜΕΖΑ).

Η κυβέρνηση του Ράλλη, μέσα στον Αύγουστο του 1944, σε συνεργασία με τους γερμανοφασίστες κατακτητές, οργάνωσε τα φοβερά μπλόκα που πλήρωσε με άφθονο αίμα ο λαός της Αθήνας και του Πειραιά, στην προσπάθειά της να ικανοποιήσει από τη μια μεριά το αίτημα του Χίτλερ για την συγκέντρωση και μεταφορά στα κάτεργα της Γερμανίας 100.000 εργατών, και από την άλλη για να βοηθήσει τους Αγγλους που του συμπαραστέκονταν και τον παρότρυναν, για να βρουν, όταν θα αποβιβάζονταν στην Ελλάδα, την Εθνική Αντίσταση της Αθήνας και του Πειραιά γονατισμένη και να επιβάλουν πιο εύκολα τα ιμπεριαλιστικά τους σχέδια στην Πατρίδα μας.

Από την πρώτη μέρα του Αυγούστου σημειώνονται μάχες και συμπλοκές σε Αθήνα και Πειραιά. Τα Τάγματα Ασφαλείας πληθαίνουν τις επιδρομές τους.

Την 1η Αυγούστου, οχτακόσιοι γερμανοτσολιάδες, μπουραντάδες[1] και παπαγιώργηδες[2]  ντυμένοι με γερμανικές στολές των ΕΣ-ΕΣ, και μια διμοιρία Γερμανών στρατιωτών, με επικεφαλής τον Διοικητή του 1ου Συντάγματος Ευζώνων Αθηνών, συνταγματάρχη Ιωάννη Πλυτζανόπουλο και έναν Γερμανό ταγματάρχη.

Ηρθαν με φορτηγά γερμανικά αυτοκίνητα, σταμάτησαν κατά μήκος της λεωφόρου Υμηττού, έστησαν πολυβόλα στις γωνιές των δρόμων κι άρχισαν να προχωρούν προς τις δυο συνοικίες, στον Βύρωνα, ως την πλατεία Σμύρνης και την οδό Βρυούλων, και στην Καισαριανής ως την οδό Σμύρνης, την τέταρτη παράλληλο της λεωφόρου Υμηττού.

Αμέσως κινητοποιήθηκε το ΙΙ τάγμα του ΕΛΑΣ με τον Μπούσια και το ΙΙΙ τάγμα Καισαριανής με τον Πρασσά και ξεκίνησαν μια πεντάωρη μάχη με τους ταγματασφαλίτες.

Οι Γερμανοτσολιάδες δεν κατάφεραν να μπουν στις δυο συνοικίες, αποχώρησαν μετρώντας ισχυρές απώλειες, περίπου 70 νεκρούς. Κατόρθωσαν όμως να βάλουν φωτιά σε 10 παράγκες της Καισαριανής και να οδηγήσουν στο κέντρο της Αθήνας και από κει στο Χαϊδάρι 200 άνδρες.

Δυο μέρες μετά, στις  3 Αυγούστου, ο Πλυτζανόπουλος, μετά την αποτυχία να εισβάλει στο Βύρωνα και τη Καισαριανή, επιλέγει το  Νέο Κόσμο, θεωρώντας τη συνοικία αφύλακτη και εύκολο στόχο.

Ξαφνικά 16 φορτηγά ανεβαίνουν τον κεντρικό δρόμο του Νέου Κόσμου γεμάτα γερμανοτσολιάδες, για να πάρουν θέσεις στα ανατολικά και να αποκόψουν τη συνοικία από τις γύρω περιοχές όπου κυριαρχούσαν οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ.

Ο λόχος του Νέου Κόσμου – Δουργούτι είναι έτοιμος να αντιδράσει. Μια χειροβομβίδα «Μιλς» σκάει πάνω στο πρώτο φορτηγό και οι ριπές των αυτομάτων ακινητοποιούν το φορτηγό. Τα υπόλοιπα αυτοκίνητα ακινητοποιούνται 100 μέτρα πιο κάτω. Οι γερμανοτσολιάδες αναπτύσσονται και αρχίζει μια μάχη που κρατάει 2 ώρες και τελειώνει με την αποχώρηση των Ταγμάτων Ασφαλείας χωρίς να πραγματοποιήσουν το σκοπό τους.

Το μπλόκο του Βύρωνα

Δευτέρα 7 Αυγούστου 1944, απομεσήμερο. Γερμανικά στρατεύματα με τη συνδρομή των ταγματασφαλιτών έζωσαν τον Βύρωνα απ’ άκρη σ’ άκρη.

Η Μέλπω Αξιώτη διηγείται[3]:

«Εκείνη τη Δευτέρα, 2 απ’ το μεσημέρι, ακούστηκαν στη συνοικία μας ολούθε τα χουνιά: «Προσοχή προσοχή! Φτάνουν οι Γερμανοί απ’ το Παγκράτι! Όλοι οι άντρες κρυφτήτε! Σας φρουρεί ο ΕΛΑΣ!». Ο ΕΛΑΣ μας φρουρούσε με τις 5 αραβίδες του και τα 2 αυτόματα, κ’ έτσι 4 1)2 χιλιάδες Βυρωνιώτες κατάφεραν να διαφύγουνε τριγύρω. Φτάνουν οι Γερμανοί. Τηλεφωνούν για ενίσχυση, καταφθάνει ο λοχαγός Τρ. Γκοτζαμάνης με το λόχο του, χωροφύλακες, παπαγιώργηδες, μπουραντάδες, και πίσω αλαφιασμένοι χίτες με γερμανική στολή ΕΣ-ΕΣ οι περισσότεροι. 

Ξεχύνονται στους δρόμους με πυροβολισμούς, σέρνουν τους άντρες απ’ τα μαλλιά απ’ τα σπίτια, χτυπώντας με υποκοπάνους και κλωτσιές. Ένας νέος δεν τους ακολουθεί, τον σκοτώνουν στην πλατεία αγ. Λαζάρου. Μαζεύουν πεντακόσους πούμειναν, τους συγκεντρώνουν σ’ εκατό 5άδες, τους λένε πως θα τους σκοτώσουν γιατί τραυματίστηκε στο χέρι ένας γερμανός. Πετιούνται δυο λεβέντες επονίτες και φωνάζουν: «Είμαστε κομουνιστές κι’ εμείς τον τραυματίσαμε, σκοτώστε εμάς, οι άλλοι είνε αθώοι». Ο γερμανός τους περιφέρει στις 5άδες να υποδείξουν κι’ άλλους μα δεν υπόδειξαν κανέναν και τους σκοτώνει εκεί μπροστά και πολλοί ραντιστήκανε απ’ το αίμα τους. ξεχωρίζει άλλους 10, τους παραδίνει στον Γκοτζαμάνη, αυτός τους στήνει σ’ έναν τοίχο, οδός Σμύρνης αριθ. 10, όπου σήμερα ακόμα φαίνουνται οι τρύπες της εχτέλεσης. Ένας μελλοθάνατος μιας βδομάδος πηδά τη μάντρα να γλυτώσει, ένας τσολιάς τον κυνηγά, τον τραυματίζει, τον αποτελειώνει πληγωμένο επί τόπου, και γελαστός γυρίζει να πάρει θέση στο εχτελεστικό απόσπασμα. Το παράγγελμα δόθηκε απ’ τον Γκοτζαμάνη.

Φύγανε τα σκυλιά παίρνοντας τους 487 ομήρους. Τότε μέσα απ’ τα πτώματα ξετρυπώνει ένα παιδί 15 χρονών κι’ εφώναξε: «Εγώ είμαι ζωντανός, εγώ είμαι ζωντανός!» κι’ έτρεχε με πεταμένα τα μάτια εδώ εκεί, προσπαθώντας να τρυπώσει για να μην τον ξανασκοτώσουν. Είταν αλήθεια ζωντανός, αλλά όμως ετρελάθηκε. Ο πατέρας του ήταν με τους ομήρους. Τώρα νύχτωσε πια και μες στο πηχτό σκότος άκουγες ένα θρήνο, ένα φοβερό μοιρολόι από χιλιάδες στόματα. Γυναίκες πεντακόσιων οικογενειών κλαίγανε τους χαμένους τους.

Πέρα απ’ το Βύρωνα, προς το Παγκράτι, την ίδια ώρα έσβυνε απομακρένοντας το ξένιαστο τραγούδι των τσολιάδων. Είχαν τελειώσει ευσυνείδητα το μεροκάματό τους της 7ης Αυγούστου του 1944.

Έτσι έγινε το «μπλόκο του Βύρωνα», που θα τόχετε ακούσει. Η πένα δεν τα περιγράφει όπως πρέπει, αλλά τα καταλαβαίνουν και κλαίνε όλες οι ανθρώπινες καρδιές του κόσμου».

Ο Ορέστης Μακρής στο βιβλίο του «Ο ΕΛΑΣ της Αθήνας» περιγράφει συγκλονιστικά το Μπλόκο:

«Απ’ τα ξημερώματα δύο γερμανικοί λόχοι πλαισιωμένοι από 800 γερμανοτσολιάδες μπλοκάρουν αιφνιδιαστικά μόνο ένα τμήμα του συνοικισμού Βύρωνα , συγκεντρώνοντας εκεί όλες τους τις δυνάμεις.

Δεν επανέλαβαν το λάθος της διασποράς των δυνάμεών τους της προηγούμενης μάχης.

Ξεκινούν την επίθεση από τη Λ. Υμηττού σε σχήμα λαβίδας. Αυτή τη φορά στην πρώτη γραμμή της επίθεσης βρίσκονται δύο γερμανικοί λόχοι και ακολουθούν οι γερμανοπροδότες.

Οι ελαφρές δυνάμεις του λόχου του Βύρωνα που είχαν επιστρέψει πριν ελάχιστες ώρες από το μπλόκο των ανατολικών συνοικιών, υποχρεώνονται σε υποχώρηση. Μερικές ομάδες εγκλωβίζονται στο μπλόκο .

Ο εχθρός σχηματίζει κλοιό και με τη φοβερή δύναμη πυρός που διαθέτει κρατάει σε απόσταση ασφαλείας τις υπόλοιπες δυνάμεις του λόχου μας. Διαθέτουν πολυβόλα, όλμους, μπαζούκας.

Η διοίκηση του 2ου Συντάγματος κινητοποιεί αμέσως το ΙΙΙ τάγμα Καισαριανής και τις υπόλοιπες δυνάμεις του ΙΙ τάγματος και διατάσσει συγχρονισμένη επίθεση για τη διάσπαση του μπλόκου από δύο σημεία και την απελευθέρωση των πολιτών που έχουν συγκεντρώσει στην πλατεία του Βύρωνα .

Το ΙΙΙ τάγμα της Καισαριανής εξορμάει απ’ το Σκοπευτήριο και τη Ζωοδόχο Πηγή, με κατεύθυνση την πλατεία του Βύρωνα .

Την ίδια ώρα το ΙΙ τάγμα εξαπολύει αντεπίθεση από το Ρέμα της «Γριάς» στα σύνορα Νέας Ελβετίας – Βύρωνα .

Η μάχη ξεσπάει σαν θύελλα. Είναι σκληρή και άνιση. Τώρα αντιμετωπίζουμε Γερμανούς έμπειρους πολεμιστές, οπλισμένους μέχρι τα δόντια.

Οι απώλειες και των δύο πλευρών είναι βαριές. Ο εχθρός έχει αρκετούς τραυματίες και ένα νεκρό Γερμανό αξιωματικό. Αλλά κι εμείς έχουμε 2 νεκρούς και πάρα πολλούς τραυματίες.

Τελικά οι οχυρωμένοι Γερμανοί κατορθώνουν να συγκρατήσουν τις επιθέσεις μας, ξερνώντας φωτιά και σίδερο με τους άφθονους όλμους και τα πολυβόλα τους. Τέσσερις ώρες κρατάει η μάχη ανάμεσα στο σιδερόφραχτο εχθρό και στις αδάμαστες ψυχές των ΕΛΑΣιτών.

Τόσο τους χρειάζονταν για να πραγματοποιήσουν το εγκληματικό τους έργο στην πλατεία.

Στην πλατεία οι μασκοφόροι υπέδειξαν 10 άοπλους ΕΛΑΣίτες και αφού τους βασάνισαν απάνθρωπα τους έστησαν στον τοίχο.

Πλησιάζει ο Γερμανός διοικητής και τους ζητάει να μαρτυρήσουν τους αξιωματικούς του ΕΛΑΣ που βρίσκονταν μέσα στο πλήθος και ήταν υπεύθυνοι για το θάνατο του Γερμανού αξιωματικού. Τους υποσχέθηκε σαν αντάλλαγμα να τους χαρίσει τη ζωή. Δεν πήρε καμιά απάντηση! Και τότε πετάγεται από το πλήθος ένας νεολαίος, ο Παναγιώτης Κασιμάτης, η απόλυτη έκφραση της επαναστατικής έξαρσης του γίγαντα λαού μας την εποχή εκείνη. Προχωρεί περήφανα, στέκεται μπροστά στον Γερμανό διοικητή και του λέει: «…Εγώ χτύπησα τον Γερμανό, εμένα να σκοτώσετε. Αυτοί είναι αθώοι. Αφήστε τους». Ο Γερμανός φρύαξε και έξαλλος δίνει εντολή και εκτελούν αμέσως και τα έντεκα παλικάρια.


Μανώλης Γ. Καπιτσίκης
ετών 18
Γιώργος Ν. Διαμαντόπουλος
ετών 25
Βαγγέλης Ε. Καλαϊτζής ετών 20
Παναγιώτης Στ. Κασιμάτης
ετών 20
Γιώργος Χρ. Κλειδάς 35 ετών
Ιάκωβος Σπ. Μερκουριάδης
ετών 18
Ιπποκράτης Ν. Χατζηιωάννου
ετών 23
Ιορδάνης Κ. Καϊσέρογλου
ετών 17
Κώστας Ι. Μουρίκης ετών 19
Γιώργος Μ. Καλαμούτης ετών 22
Λευτέρης Γ. Μυλωνάς ετών 22

Ετσι οι Γερμανοί φασίστες, μαζί με τους «έλληνες» προδότες, αφού ολοκλήρωσαν το βρωμερό τους ομαδικό έγκλημα, ενάντια στο μαρτυρικό συνοικισμό, απαγκιστρώθηκαν και έφυγαν προς το κέντρο κάτω από τις κατάρες των χαροκαμένων μανάδων, παιδιών και αδερφών που ‘χασαν για πάντα τους αγαπημένους τους. Και αυτοί, Γερμανοί και προδότες, βουτηγμένοι στο αίμα τραγουδούσαν το «Ολα-ρία-Ολα-ρα».

Οι δυνάμεις μας ξαναπήραν τις θέσεις τους στη Φιλολάου – Δαμάρεως και λεωφόρο Υμηττού και οργάνωσαν καλύτερα τα οχυρά τους για να μην μπορέσει να ξαναμπεί ο εχθρός στις ανατολικές μας συνοικίες. Στο τέλος Αυγούστου η λεωφόρος Υμηττού ήταν το σύνορο της ελεύθερης Αθήνας.

Από κει ξεκίνησαν την εξόρμησή τους οι ΕΛΑΣίτες του 2ου συντάγματος την 1 Σεπτέμβρη για την απελευθέρωση του Παγκρατίου από τις ομάδες των Παπαγιώργηδων, που ήταν ντυμένοι με γερμανικές στολές των Ες-Ες, και μετέφεραν αρχές Σεπτέμβρη την «Κόκκινη Γραμμή» σ’ όλο το μήκος της ανατολικής όχθης του Ιλισού, στο Στάδιο.

Ο συνοικισμός του Βύρωνα θυσίασε στον αγώνα ενάντια στο φασισμό τους πιο διαλεχτούς λεβέντες του. Η προσφορά του σε αίμα συναγωνίζεται την αντάρτισσα Καισαριανή. Γι’ αυτό και ο λαός μας χάρισε σ’ αυτές τις συνοικίες επίθετα – τίτλους τιμής. Η Καισαριανή πήρε τον τίτλο «Το Στάλινγκραντ της Αθήνας». Ο Βύρωνας τον τίτλο: «Ο ατρόμητος Βύρωνας «…».

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Μπουραντάδες ονόμαζε ο λαός μας το Μηχανοκίνητο Τμήμα της Αστυνομίας Πόλεων που κατά τη διάρκεια της Κατοχής και την περίοδο των Δεκεμβριανών, με Διοικητή τον Νίκο Μπουραντά, ανέπτυξε έντονη αντιλαϊκή και αντικομμουνιστική δράση σε συνεργασία με τις αρχές κατοχής και εθνικιστικές παραστρατιωτικές οργανώσεις.

[2] Οι Παπαγιώργηδες ήταν μια ισχυρή ένοπλη ομάδα «Χ» με έδρα το Παγκράτι. Οι Παπα­γεωργίου ήταν οικογένεια στρατιωτικών, με 4 αδερφούς και 2 αδερφές και αποτέλεσε τον πυρήνα γύρω από τον οποίο σχηματίστηκε μια συμμορία που τρομοκρατούσε τις ανατολικές συνοικίες. Αριθμώντας 20-30 μέλη και με άρτιο εξοπλισμό, πραγματοποιούν μικρά μπλόκα, περιπόλους, ελέγχους ταυτοτήτων ενώ συμμετέχουν και στις επιθέσεις των Ταγμάτων Ασφαλείας στις ανατολικές συνοικίες.

[3] «ΕΑΜ – Ανατολικές συνοικίες της Αθήνας 1941-1945», σελ. 10, έκδοση του 6ου τομέα του ΕΑΜ Αθήνας, 1945.

ΠΗΓΕΣ – ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

— «Η Εθνική Αντίσταση στην Αδούλωτη Αθήνα», Βασίλη Μπαρτζιώτα – Σύγχρονη Εποχή
— «Ο ΕΛΑΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ», Ορέστη Μακρή – Σύγχρονη Εποχή
— «Το τιμωρό χέρι του λαού», Ιάσονα Χανδρινού, εκδόσεις Θεμέλιο
— «ΕΑΜ – Ανατολικές συνοικίες της Αθήνας 1941-1945»,  έκδοση του 6ου τομέα του ΕΑΜ Αθήνας, 1945.

 

 

*Το χαρακτικό που συνοδεύει το θέμα είναι του Αντώνη Πολυκανδριώτη «Ο Προδότης»