Από το Σικάγο έως την Καισαριανή και μέχρι το μέλλον…

Δευτέρα, 01/05/2017 - 19:00

ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΧΟΛΕΒΑΣ:

Από τον Μάη του 1886, στο Σικάγο, την πρώτη Πρωτομαγιά στην Ελλάδα (Αθήνα – 1893), τον ματωμένο Μάη (Θεσσαλονίκη – 1936), την Πρωτομαγιά του 1944 στην Καισαριανή μέχρι και το μέλλον…Γιατί η Ιστορία δεν τελείωσε. Το μέλλον των ανθρώπων δεν είναι καταδικασμένο στη βαρβαρότητα.     


  Γιατί «…η πιο όμορφη θάλασσα είναι αυτή / που δεν την αρμενίσαμε ακόμα. / Το πιο όμορφο παιδί δε μεγάλωσε ακόμα./ Τις πιο όμορφες μέρες,/ τις πιο όμορφες μέρες μας, δεν τις ζήσαμε ακόμα…» (Ναζίμ Χικμέτ).

Μια θαυμάσια μέρα…

 «Η 1η του Μάη ήταν μια θαυμάσια μέρα. Ο παγωμένος άνεμος, που συχνά ήταν πολύ διαπεραστικός την άνοιξη, ξαφνικά έπεσε και είχε βγει ο δυνατός ήλιος (…) Γύρω στους 340.000 εργάτες διαδήλωναν σε όλη τη χώρα. Περίπου 190.000 είχαν κατέβει σε απεργία. Στο Σικάγο 80.000 απεργούσαν για το οχτάωρο, είπε ο Σπάις, δείχνοντας με συγκίνηση, βρίσκονταν εδώ και περίμεναν να αρχίσει η διαδήλωση (…) Τη Δευτέρα η απεργία απλώθηκε…» (Η άγνωστη Ιστορία του Εργατικού Κινήματος των ΗΠΑ, Ρ. Ο. Μπόγιερ – Χ. Μ. Μορέ, μετφ: Αθηνά Παναγουλοπούλου, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 152-155).

  Η Αμερικανική Ομοσπονδία Εργασίας το 1884 είχε αποφασίσει πως εάν οι εργοδότες δεν αποδέχονταν το αίτημα του οκτάωρου θα πραγματοποιούσε πανεργατική απεργία την 1η Μάη του 1886.

  Στις 3 του Μάη, έξι εργάτες δολοφονήθηκαν και 30 τραυματίστηκαν όταν η αστυνομία πυροβόλησε σε μεγάλη συγκέντρωση έξω απ’ το εργοστάσιο «Μακ Κόρμικ», στο Χάρβεστερ. Τα συνδικάτα καλούν σε συγκέντρωση διαμαρτυρίας για την επόμενη μέρα στην πλατεία Χαϊμάρκετ.

  130 αστυνομικοί με επικεφαλής έναν γνωστό αξιωματικό, διώκτη των εργατών, επιτέθηκαν στη συγκέντρωση. Κάποιος, που έμεινε άγνωστος, πέταξε μια βόμβα. Σκοτώθηκαν 7 αστυνομικοί, 4 εργάτες και πολλοί άλλοι εργάτες τραυματίστηκαν.

  Η αστυνομία συλλαμβάνει εργατικά στελέχη και οκτώ παραπέμπονται σε δίκη. Οι 4 (Α. Σπάις, Α. Φίσερ, Τζ. Ενγκελ, Α. Πάρσον) καταδικάζονται σε απαγχονισμό και τους κρεμάνε στις 11 του Νοέμβρη του 1887.



«Η φωτιά είναι υπόγεια και δε θα μπορέσετε να τη σβήσετε»

  Τα λόγια με τα οποία ο Αύγουστος Σπάις απευθύνθηκε στους κατηγόρους τους παραμένουν ζωντανά:

  «Είναι αυτό που εσείς αποκαλείτε «αύξηση του εθνικού πλούτου»!«Εθνικού»! Τι ειρωνεία! Τη χαρά μερικών προνομιούχων του έθνους να λέτε.

  (…)Όποιος λέει ιδιωτική βιομηχανία, λέει αναρχούμενη βιομηχανία. Μετρημένα άτομα χρησιμοποιούν προς όφελός τους τις εφευρέσεις. Ο κόσμος είναι για τους λίγους. Δεξιά και αριστερά πέφτουν οι όμοιοί τους, θύματα του πλούτου και της καλοζωίας τους. Λίγο τους ενδιαφέρει.
Με τις μηχανές τους μετατρέπουν το ανθρώπινο αίμα σε βώλους χρυσαφιού.


  (…)Εδώ θα ποδοπατήσετε μία μικρή σπίθα, εκεί όμως και πιο πέρα και απέναντι και γύρω μας παντού, θα ξεπεταχτούν οι φλόγες.
Η φωτιά είναι υπόγεια και δε θα μπορέσετε να τη σβήσετε…».


«Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι…»

  «…Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι με κλάμα και λαχτάρα, / μόν’ ήρθαν μελλόγαμπροι με χορό και τραγούδι. Και πρώτος άρχος του χορού, δυο μπόγια πάνου απ’ όλους / κι από το Χάρο τρεις φορές πιο πάνου ο Ναπολέος…» (Κώστας Βάρναλης – Πρωτομαγιά 1944).



   «Εδώ πέσαμε. Παιδιά του λαού. Γνωρίζετε γιατί./Γυμνοί: κατάσαρκα φορώντας σημαίες -/ η Ελλάδα τις έραψε με ουρανό και άσπρο κάμποτο. / Ακούσατε τις ομοβροντίες στα μυστικόφωτα αττικά χαράματα. / Είδατε τα πουλιά που πέταξαν αντίθετα στις σφαίρες / αγγίζοντας με τα φτερά τους τον ανατέλλοντα πυρφόρον./ Είδατε τα παράθυρα της γειτονιάς να ανοίγουν στο μέλλον. Εμείς / μερτικό δε ζητήσαμε. Τίποτα. Μόνο θυμηθείτε το: αν η ελευθερία / δε βαδίσει στα χνάρια του αίματός μας, / εδώ θα μας σκοτώνουν κάθε μέρα. Γεια σας» (Γιάννης Ρίτσος, «Σκοπευτήριο Καισαριανής»).

  Οι εφημερίδες της εποχής δημοσίευσαν την εντολή:

 «Την 27.4.1944 κομμουνιστικαί συμμορίαι, παρά τους Μολάους, κατόπιν μιας εξ ενέδρας επιθέσεως, εδολοφόνησαν ανάνδρως ένα Γερμανό στρατηγό και τους τρεις συνοδούς του αξιωματικούς και ετραυμάτισαν πολλούς Γερμανούς στρατιώτες. Εις αντίποινα θα εκτελεσθούν:
1.Ο τυφεκισμός 200 κομμουνιστών την 1η Μάη 1944.
2. Ο τυφεκισμός όλων των ανδρών, τους οποίους θα συναντήσουν τα γερμανικά στρατεύματα επί της οδού Μολάων προς Σπάρτην, έξωθι των χωριών. Υπό την εντύπωσιν του κακουργήματος τούτου, Ελληνες εθελονταί εφόνευσαν αυτοβούλως 100 άλλους κομμουνιστάς.
Ο στρατιωτικός διοικητής της Ελλάδος».


  Οι «εθελοντές» δεν ήταν τίποτα άλλο από ταγματασφαλίτες.

  Ο Θέμος Κορνάρος έγραψε: «Ο διοικητής του Χαϊδαρίου (σ.σ. του στρατοπέδου όπου ήταν φυλακισμένοι Ακροναυπλιώτες κομμουνιστές και άλλοι αγωνιστές της Αντίστασης) δεν είχε κανένα δικαίωμα ν’ αλλοιώσει τη σύνθεση του καταλόγου. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι ν’ αντικαταστήσει έναν ορισμένο αριθμό ονομάτων με άλλα(…) Ο διοικητής απάν’ στη βιάση του φώναξε το επίθετο του Ναπολέοντα (…)Οχι. Οχι εσύ Ναπολέων(…) Το στρατόπεδο αναταράσσεται.

  Ως ετούτη τη στιγμή αιτία της αναταραχής είναι η αγωνία και ο φόβος για τη ζωή του «Παιδιού». Ο Ναπολέων απαντά στο διοικητή. Κι όλα τα αυτιά είναι τεντωμένα και αφουγκράζονται. Οσοι ξέρουν γερμανικά μεταφράζουνε την ίδια στιγμή τα λόγια του: Δέχομαι, κύριε διοικητά, τη ζωή μόνο με τον όρο πως δεν πρόκειται να την πάρω από άλλον κρατούμενο. Μόνο όταν η θέση μου μείνει κενή!…

  Το στρατόπεδο ξεχνά τον κανονισμό, ξεχνά τη θέση του, ξεπερνά κάθε όριο πειθαρχίας και χειροκροτά σαν ηλεχτρισμένο την αποκάλυψη. Την κρυμμένη ψυχή της Ελλάδας που κάνει την παρουσία της. Οι Γερμανοί σαστίζουν, κοιτάζονται και σα νευρόσπαστα χτυπούνε τα τακούνια και στέκονται προσοχή!…».

«Καλύτερα να πεθάνει κανείς στον αγώνα για τη λευτεριά παρά να ζει σκλάβος»

 Ο Ναπολέων Σουκατζίδης στο δρόμο για το εκτελεστικό απόσπασμα γράφει στον πατέρα του: «Πατερούλη, πάω για εκτέλεση, να ‘σαι περήφανος για τον μονάκριβο γιο σου». Στην αρραβωνιαστικιά του: «Η τελευταία σκέψη μαζί σου. Θα ‘θελα να σε κάνω ευτυχισμένη. Να βρεις σύντροφο άξιό σου και άξιό μου». Το ίδιο δωρικά και τα γράμματα των άλλων ηρώων. Ο Ηπειρώτης δάσκαλος Κώστας Τσίρκας: «Πρωτομαγιά. Γεια σας, όλοι πάμε στη μάχη».

  Ο εργάτης μεταλλουργός Σάββας Σαββόπουλος: «Ας μάθει όλη η Ελλάδα, δε χάσαμε την πίστη μας στην τελική νίκη της Σοβιετικής Ενωσης… Καμία δύναμη δε θα τσακίσει το ΚΚΕ. Το ΚΚΕ θα νικήσει. Καλώ τον αδελφό μου με σκληρή δουλιά να προσπαθήσει να ξεπλύνει το κακό που έκανε με τη δήλωση και την αδελφούλα μου να πάρει τη θέση μου στο ΚΚΕ».

  Ο Μήτσος Ρεμπούτσικας: «Οταν ο άνθρωπος δίνει τη ζωή του για ανώτερα ιδανικά, δεν πεθαίνει ποτές». Ο Νίκος Μαριακάκης: «Καλύτερα να πεθάνει κανείς στον αγώνα για τη λευτεριά παρά να ζει σκλάβος». Ο νεαρός Δημήτρης Σοφής από την Πεντέλη με μόλις οκτώ λέξεις: «Χαίρετε φίλοι. Εκδίκηση. Μάνα μη λυπάσαι. Χαίρε μάνα».

  Ηταν, έγραψε ο Νίκος Καραντηνός, «μέρα μουντή πνιγμένη στην ομίχλη. Λένε όσοι τη ζήσανε, πως το πρωινό εκείνο πνιγόσουν. Δεν ανάσαινες. Ηταν Δευτέρα. Ηταν Πρωτομαγιά του 1944. Και το ημερολόγιο έλεγε πως ο ήλιος θα ‘βγαινε στις 5.33΄… Από την Κυριακή κιόλας το ρολόι της ζωής για 200 παλικάρια είχε αρχίσει την αντίστροφη μέτρηση.

  Ηταν 200 αντιφασίστες. Δεσμώτες όλοι της Ακροναυπλίας κι εξόριστοι της Ανάφης, που η μεταξική δικτατορία τους είχε παραδώσει στους χιτλερικούς. Μια τραγωδία με 200 πρωταγωνιστές… Από τον Ναπολέοντα Σουκατζίδη ως το νεολαίο το Σοφή.
Η πρώτη πράξη γράφτηκε χαράματα, στο Χαϊδάρι. Στο προσκλητήριο του θανάτου. Με την ιαχή της λευτεριάς. Κι η άλλη, όλο το πρωινό, στην αδούλωτη γειτονιά της Καισαριανής: Το Σκοπευτήριο.


  (…) Ο Στέλιος Φραγκίσκος, Ακροναυπλιώτης, θυμόνταν: «Τέτοιο δράμα, τέτοια μέρα η Καισαριανή δεν την ξανάζησε. Περιμένοντας να ακούσει 10 φορές την ομοβροντία και δέκα φορές τις χαριστικές βολές, που τις διέκοπταν τα τραγούδια κι οι ζητωκραυγές των μελλοθάνατων».

  (…) Η Μαίρη Παρασκευοπούλουήταν τότε 14 χρόνων. Είχε βρεθεί σε μια ταράτσα. Και καθώς θυμάται κόντευε μεσημέρι. Ηταν η ταράτσα του αστυνομικού Θάνου. Από εκεί με τα κιάλια παρακολουθούσαν. Διέκρινες μια ομάδα να σηκώνει τα χέρια. Είδε τα χέρια ψηλά με τ’ άσπρα πουκάμισα. Και είχε καρφωθεί στη μνήμη της η κραυγή και μια ριπή: Αδέλφια Γεια σας. Και με το Γεια σας η ριπή. Κι αμέσως μετά οι χαριστικές βολές».

  Το ΕΑΜ, λίγες μέρες μετά, σε ανακοίνωσή του γράφει για τις «ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΞΕΡΕΙ Ο ΚΑΘΕ ΑΘΗΝΑΙΟΣ»:

  «… Η φρικώδης και πρωτάκουστη τρομοκρατία που εξασκεί στην Ελλάδα ο καταχτητής με τη βοήθεια γερμανοράλληδων δεν είναι στην ουσία αντίποινα για τη δράση του ΕΛΑΣ εδώ και στην ύπαιθρο. Αυτό είναι απλή δικαιολογία. Γίνεται για να τρομοκρατηθεί ο λαός να σταματήσει την αντίστασή του και να πραγματοποιήσουν ανενόχλητοι οι καταχτητές την επιστράτευση και τη ληστεία του τόπου μας.

 (…) Η στιγμή είναι κρίσιμη. Αν σκύψουμε το κεφάλι είμαστε χαμένοι. Τα θύματα του αγώνα είναι πολύ λιγότερα από τα θύματα της επιστράτευσης, από τα θύματα της πείνας. Οι κρεμασμένοι και τουφεκισμένοι ήρωες, τα καμένα μας χωριά φωνάζουν. Μην αφήστε τη θυσία μας να πάει χαμένη! Μην υποταχθείτε! Αγωνιστείτε για να μη γίνει η επιστράτευση. Αγωνιστείτε για τη ζωή σας. Εκδικηθείτε μας. Αγωνιστείτε για να σταματήσουν οι σφαγές».

Ο ματωμένος Μάης του 1936

 Θεσσαλονίκη 1936. Οι καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης, του Βόλου, της Ξάνθης, της Δράμας και της Καβάλας κατεβαίνουν σε απεργία ζητώντας την εφαρμογή της συλλογικής σύμβασης. Στην απεργία πήραν μέρος 40.000 καπνεργάτες. Τις επόμενες μέρες ακολουθούν συγκρούσεις.



 Στις 9 του Μάη οι χωροφύλακες αρχίζουν επιθέσεις στις συγκεντρώσεις των απεργών. Οι αυτοκινητιστές είχαν κατέβει σε απεργία αλληλεγγύης στην Εγνατία. Για να αμυνθούν στήνουν οδοφράγματα.

  Οι χωροφύλακες χτυπάνε «στο ψαχνό». Πρώτος νεκρός ο Τάσος Τούσης.
Ακολουθούν άλλοι τέσσερις. Αντί για σημαίες υψώνονται μαντίλια βουτηγμένα στο αίμα. Οι διαδηλωτές φωνάζουν: «Κάτω οι δολοφόνοι, να φύγει η κυβέρνηση Μεταξά».




 Λίγο πιο πέρα οι χωροφύλακες πυροβολούν άοπλο πλήθος. «Απολογισμός»: 20 νεκροί, 300 τραυματίες. Το απόγευμα γίνεται νέα διαδήλωση, τη νύχτα η κυβέρνηση Μεταξά στέλνει στρατιωτικές δυνάμεις από τη Λάρισα και τέσσερα αντιτορπιλικά.

 Την επόμενη μέρα η κηδεία των θυμάτων είναι πραγματικός παλλαϊκός ξεσηκωμός. Στο νεκροταφείο συγκεντρώνονται 150.000 άνθρωποι. Στις 11 του Μάη κηρύσσονται απεργίες διαμαρτυρίας σε πολλές πόλεις της χώρας και στις 13 του Μάη πανελλαδική απεργία. Οι καπνέμποροι υποχωρούν στις περισσότερες οικονομικές διεκδικήσεις. Η κυβέρνηση Μεταξά αρνείται να ικανοποιήσει τα πολιτικά αιτήματα.




Ο Γιάννης Ρίτσος (γεννήθηκε, σαν σήμερα, την Πρωτομαγιά του 1909), συγκλονισμένος απ’ τα γεγονότα, γράφει τον «Επιτάφιο».
Στις 10 του Μάη ο «Ριζοσπάστης» δημοσιεύει τη συγκλονιστική φωτογραφία, όπου απεικονίζεται μια μάνα να θρηνεί καταμεσής του δρόμου το νεκρό παιδί της. Ο νεκρός είναι ο Τάσος Τούσης.


Η πρώτη Πρωτομαγιά στην Ελλάδα

 Αθήνα 1893. Στις 2 του Μάη του 1893 γιορτάστηκε πρώτη φορά η Πρωτομαγιά στην Ελλάδα, στο Παναθηναϊκό Στάδιο, με πρωτοβουλία του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου του Σταύρου Καλλέργη. Εγκρίθηκε ειδικό ψήφισμα με αιτήματα το 8ωρο, την κυριακάτικη αργία, τη σύνταξη. Επιδόθηκε στη Βουλή αλλά ο πρόεδρός της το παρουσίασε χλευαστικά στους βουλευτές. Ο Καλλέργης, εξοργισμένος, προσπάθησε να το διαβάσει απ’ το δημοσιογραφικό θεωρείο, όπου βρισκόταν. Αμέσως πιάστηκε και οδηγήθηκε στο αστυνομικό τμήμα. Κρατήθηκε και παραπέμφθηκε στο πλημμελειοδικείο, όπου καταδικάστηκε σε 10 μέρες φυλάκιση.

***

 Πηγές: Η άγνωστη Ιστορία του Εργατικού Κινήματος των ΗΠΑ, Ρ. Ο. Μπόγιερ – Χ. Μ. Μορέ), μετφ. Αθηνά Παναγουλοπούλου ,εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή – Η Εργατική Πρωτομαγιά στην Ελλάδα (1890-1999), Δημήτρης Λιβιεράτος, εκδόσεις Προσκήνιο – Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, Α΄ Τόμος, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή – Θέμος Κορνάρος, «Το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου», χαρισμένο στη μνήμη του εθνικού ήρωα Ναπολέοντα Σουκατζίδη. Νεοελληνικές Εκδόσεις, Αθήνα, 1963 – «Γράμματα και μηνύματα εκτελεσμένων πατριωτών», εκδόσεις Κέδρος, 1974 – Νίκος Καραντηνός, «Ο λαός της Καισαριανής ξαναθυμάται τους 200», «Ριζοσπάστης», 27 Απριλίου 1980 –  «Ριζοσπάστης».

  Το χαρακτικό για τους 200 της Καισαριανής είναι έργο του Τάσσου.

  Σημείωση: Τηρείται η ορθογραφία των πρωτότυπων κειμένων.




Από imerodromos 1 ΜΑΪΟΥ 2016

"Είμαι από εκείνους που διακινδυνεύουν τη ζωή τους για να υπερασπιστούν τις αλήθειες τους". 49 χρόνια από τη δολοφονία του Τσε Γκεβάρα:

Κυριακή, 09/10/2016 - 21:00
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΧΟΛΕΒΑΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΧΟΛΕΒΑΣ
αναδημοσίευση από imerodromos
Όταν κοιτάζει κανείς τη γνωστή φωτογραφία, που οι διώκτες του Γκεβάρα έστειλαν παντού για να αποδείξουν το θάνατο του και να πανηγυρίσουν, μπορεί εύκολα να «αναρωτηθεί» αν ο Τσε είναι ο «ζωντανός» και οι γύρω του οι «νεκροί»… Είναι το βάρος της Ιστορίας και οι συμβολισμοί που κουβαλάει αυτή η φωτογραφία:

%cf%84%cf%83%ce%b5-%ce%b3%ce%ba%ce%b5%ce%b2%ce%b1%cf%81%ce%b1

Τον Γκεβάρα δεν τον κοιτάμε «από μακριά». Εάν ασχοληθεί κανείς, έστω και λίγο, με τη ζωή του και τα κείμενα του, θα καταλάβει πως κάτι τέτοιο το απεχθανόταν. Ο Τσε δεν ήταν «υπεράνθρωπος», ήταν άνθρωπος, με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που χαρακτηρίζουν τους ανθρώπους.

Συμπληρώνονται 49 χρόνια από την αιχμαλωσία και τη δολοφονία του (8 προς 9 Οκτώβρη 1967 στη Βολιβία), που ανατέθηκε στον υπαξιωματικός Μάριο Τεράν, και ο Γκεβάρα είναι ακόμα εδώ

ΤΣΕ ΓΚΕΒΑΡΑ

Ο Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα γεννήθηκε 14 Μαΐου 1928 , στο Ροσάριο της Αργεντινής (είναι γνωστό ότι υπάρχει μια ιστορία γύρω από την ημερομηνία γέννησης του Τσε, η οποία τοποθετείται, με βάση ορισμένες μαρτυρίες, ένα μήνα νωρίτερα). Από μικρή ηλικία, οργίστηκε με αυτά που συμβαίνουν στον κόσμο, δεν άντεχε τη βαρβαρότητα. Στην πορεία της ζωής του έκανε μια αδιαμφισβήτητη επιλογή: Να πολεμήσει τη βαρβαρότητα ως κομμουνιστής.

Αυτό «ξεχνιέται» σε πολλά ελαφρούτσικα αφιερώματα, τα οποία τον περιγράφουν σαν τον «αιώνιο επαναστάτη» ή με άλλους αντίστοιχους νερόβραστους χαρακτηρισμούς. Έχουμε, ειλικρινά, βαρεθεί τα αφιερώματα για τον «άλλον» Τσε, δηλαδή τον Γκεβάρα χωρίς τα επαναστατικά και κομμουνιστικά του χαρακτηριστικά, χωρίς, σε τελική ανάλυση, όλα εκείνα που ήταν. 

Γνωστή η τακτική: Αφαιρούν από ένα πρόσωπο, που πέρασε στην Ιστορία, ό,τι δεν τους αρέσει και διαμορφώνουν μια άλλη εικόνα, χιλιόμετρα μακριά από την πραγματικότητα. Ειδικά τα τελευταία χρόνια αυτό είναι ένα «χόμπι» πολλών «ειδικών», που αρέσκονται στη «δραστηριότητα» της παραχάραξης της Ιστορίας. Οι συγκεκριμένοι «ειδικοί», βέβαια, σπεύδουν να μιλήσουν ή να γράψουν σε πιο «βαριά» αφιερώματα, από εκείνα που μετά εκλαϊκεύονται για «κατανάλωση». 

Υπάρχουν και οι ιλουστρασιόν θαυμαστές του Τσε (πολιτικά και άλλα δημόσια πρόσωπα), που καμία σχέση δεν έχουν με την ιδεολογική πορεία του, αλλά επιδιώκουν απεγνωσμένα να τον οικειοποιηθούν, υποστηρίζοντας πως πρόκειται για έναν επαναστάτη διαφορετικό, ο οποίος δεν ήταν και τόσο κομμουνιστής αλλά κάτι άλλο, απροσδιόριστο και …μεταφυσικό.  

Είναι κι εκείνες οι προσπάθειες ο Γκεβάρα να βγει στα ράφια της εμπορευματοποίησης, δίπλα σε προϊόντα. Απέτυχαν, διότι δεν κατάφεραν, ούτε ελάχιστα, να ξεθωριάσει, αυτό που εκπροσωπεί:  Τις ώρες των λαϊκών εξεγέρσεων, την επανάσταση,  που ο Γκεβάρα  και οι σύντροφοι του έκαναν πράξη.  

Η «αθλιότητα» και η «φαυλότητα» των «βασιλιάδων χωρίς στέμμα» 

Ο Τσε Γκεβάρα πολέμησε, με τ’ όπλο και χωρίς αυτό. Πολέμησε τους «βασιλιάδες χωρίς στέμματα», το σύστημα τους σε όλες τις εκφράσεις του. Όπως έλεγε, χαρακτηριστικά, σε μια ομιλία του που μεταδόθηκε  από το ραδιόφωνο,  στις 20 Μαρτίου 1960 :  

«Τώρα υπάρχουν βασιλιάδες χωρίς στέμματα: είναι τα μονοπώλια, αληθινοί αφέντες ολόκληρων χωρών…»1.

Σε επιστολή (Μάρτιος 1965) στον διευθυντή της «Μάρσα», εβδομαδιαίου εντύπου του Μοντεβίντεο, περιέγραψε, μεταξύ άλλων, την «αθλιότητα» και τη «φαυλότητα» τους:

«Οι τυφλοί νόμου του καπιταλισμού, αόρατοι για τους περισσότερους ανθρώπους, επιδρούν πάνω στο άτομο χωρίς αυτό να το αντιλαμβάνεται. Δεν βλέπει παρά ένα απέραντο ορίζοντα που φαίνεται ατελείωτος. Έτσι προσπαθεί να παρουσιάσει η καπιταλιστική προπαγάνδα την περίπτωση Ροκφέλλερ – αληθινή ή όχι –σαν ένα δίδαγμα στις δυνατότητες επιτυχίας.

Την αθλιότητα που πρέπει να συσσωρεύσεις για να προκύψει ένα τέτοιο αποτέλεσμα και το μέγεθος της φαυλότητας που προϋποθέτει μια περιουσία τόσο τεράστια, αυτά δεν εμφανίζονται στον πίνακα και δεν είναι πάντα εύκολο για τις λαϊκές δυνάμεις να διακρίνουν καθαρά τα φαινόμενα»2.

Ο τίτλος του κειμένου «Είμαι από εκείνους που διακινδυνεύουν τη ζωή τους για να για να υπερασπιστούν τις αλήθειες τους») είναι από γράμμα του Τσε Γκεβάρα στους γονείς του, με ημερομηνία 5 Φεβρουαρίου 1959»3.Μια φράση που ο Τσε την έκανε πράξεις.

1.Τσε Γκεβάρα, Άπαντα ( τόμος 4) – Πολιτικά κείμενα Α ,  Εκδόσεις Καρανάση, σ.22.

2 Τσε Γκεβάρα, Άπαντα (τόμος 4) – – Πολιτικά κείμενα Α, «Ο Σοσιαλισμός και ο Άνθρωπος στην Κούβα»,  σ. 176.

3.Τσε Γκεβάρα, Άπαντα ( τόμος 5) – Πολιτικά κείμενα Β , Εκδόσεις Καρανάση, σ.248.

«Κράτα το σόου μαϊμού, κράτα το σόου»

Τετάρτη, 31/08/2016 - 19:01
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΧΟΛΕΒΑΣ

Τις δυσκολότερες στιγμές της ζωής τους περνούν οι υποψήφιοι καναλάρχες και οι εκπρόσωποι τους, στο διαγωνισμό για τις άδειες… Μόνο κονσέρβες δεν πήραν μαζί τους, ορισμένοι. Κάποιοι άλλοι ήρθαν πιο χαλαροί (μάλλον θα παραγγείλουν σουβλάκια)!

Η δημοπρασία για την πρώτη άδεια υπολογίζεται πως θα διαρκέσει 12 ώρες. Στη συνέχεια θα ακολουθήσει ένα διάλειμμα για ύπνο ή ξεκούραση… Σημειώνεται πως οι άδειες είναι 4, οπότε, σύμφωνα με τις προβλέψεις, ο διαγωνισμός θα ολοκληρωθεί μάλλον την Πέμπτη το πρωί. 

Ίσως αυτοί που θα βγουν τελευταίοι από τη διαδικασία θα είναι αξύριστοι και ταλαιπωρημένοι. Μάλλον θα δηλώσουν και κάτι τέτοιο: «Έδωσα ένα μεγάλο αγώνα. Αυτό έχει σημασία. Προχωράμε».

Το τραγούδι που ακολουθεί θα μπορούσε να είναι ένα γενικό και …αφαιρετικό σχόλιο για τη διαδικασία, τους συμμετέχοντες και τους οργανωτές της κυβέρνηση:

 


Υ.Γ: Το τραγούδι είναι ένα από τα γνωστά του συγκροτήματος «Τρύπες».  Δεν έχει καμία σχέση με ένα άλλο τραγούδι που είπε, 1,5 χρόνο πριν, ο τραγουδιστής του συγκροτήματος (είναι γνωστό πως το συγκρότημα «Τρύπες» δεν υπάρχει εδώ και πολλά χρόνια). Σε αυτό το άλλο τραγούδι είχαμε αναφερθεί τότε («ΣΙΓΑ ΜΗΝ ΚΛΑΨΩ» «ΝΕΟΕΛΛΗΝΑ» – Η Katyusha και ο Κατήφορος).

Μεταλλεία Σερίφου 1916 Μια ταξική σύγκρουση

Κυριακή, 21/08/2016 - 17:00
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΧΟΛΕΒΑΣ
100 χρόνια πριν. Μεταλλεία Σερίφου , 21 Αυγούστου 1916. 4 απεργοί δολοφονούνται από τους μηχανισμούς του κράτους και της εργοδοσίας. Ήταν μια ταξική σύγκρουση που καταγράφεται ανάμεσα στις σημαντικότερες του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα. 

Είχαμε βρεθεί στη Σέριφο αρκετά χρόνια πριν, το 2004. Η απεργία των μεταλλωρύχων είναι γνωστή στους κατοίκους του νησιού. Πολλοί γνωρίζουν από κάποιον δικό τους άνθρωπο τα γεγονότα, τα οποία μεταφέρονται παρόλο που έχουν περάσει δεκαετίες.

Πολλοί μεταλλωρύχοι έχασαν τη ζωή τους μέσα στις στοές, από την άγρια εκμετάλλευση και τις απάνθρωπες συνθήκες δουλειάς. Στη Σέριφο, μαζί με τη θλίψη για τα θύματα, υπάρχει η περηφάνια για την ιστορική απεργία του 1916, αλλά και τους αγώνες που ακολούθησαν μέχρι και το 1963, όταν τερματίστηκε και η λειτουργία των μεταλλείων.

Ακολουθεί το μεγαλύτερο μέρος του ρεπορτάζ που είχε δημοσιευθεί στον «Ριζοσπάστη» στις 5 Σεπτεμβρίου 2004. Με τη βοήθεια παλιών μεταλλωρύχων είχαν ζωντανέψει στιγμές εφιαλτικές και ηρωικές ταυτόχρονα:

«Με τη βοήθεια του 84χρονου σήμερα Γιώργου Λιβάνιου, μοναδικού εν ζωή προέδρου του σωματείου των μεταλλωρύχων (1958-’60), και αναφέροντας ορισμένα ιστορικά στοιχεία, θα προσπαθήσουμε να δώσουμε ένα ελάχιστο στίγμα της γενικότερης κατάσταση που επικρατούσε στα μεταλλεία της Σερίφου.

Ο «Ρ» επισκέφθηκε τον Γ. Λιβάνιο στο σπίτι του, στο νησί. Ο βετεράνος μεταλλωρύχος συνδικαλιστής ξεδιπλώνει μνήμες ιστορικές, στιγμή τη στιγμή, ζωντανεύοντας τις εικόνες από το κάτεργο. Εικόνες εφιαλτικές για τους εργάτες, μα και ηρωικές, περήφανες για την ιστορία που έγραψαν, χαράζοντας το δρόμο για το δίκιο τους.  Έτσι, γυρίζοντας πίσω στο χρόνο, μας περιέγραψε τις συνθήκες στα μεταλλεία, αλλά και περιστατικά τα οποία του έχουν διηγηθεί παλιότεροι συνάδελφοί του, οι οποίοι δεν είναι πλέον στη ζωή.

Σέριφος : Πηγή ορυκτού πλούτου

Μεταλλωρύχοι στις αρχές του περασμένου αιώνα\
Μεταλλωρύχοι στις αρχές του περασμένου αιώνα
Η Σέριφος είχε μεταλλευτική δραστηριότητα αιώνων. Το 1885 ξεκινάει μια σημαντική περίοδος εκμετάλλευσης του ορυκτού πλούτου του νησιού (κυρίως του σιδηρομεταλλεύματος) απ’ τον Γερμανό μεταλλειολόγο Αιμίλιο Γρόμαν. Μαζί με την εταιρεία«Σέριφος – Σπηλιαζέζα» αναλαμβάνει εργολαβικά την εξόρυξη. Στο νησί σημειώνεται σημαντική πληθυσμιακή αύξηση, κατά κύριο λόγο εργατών.

Από 2.134 κατοίκους το 1880, το νησί φτάνει τους 4.000 το 1912. Ο Γρόμαν αναγκάζει τους ιδιοκτήτες των μικρών κλήρων να του εκχωρούν τα χωράφια τους, χωρίς να τους αποδίδει αντίτιμο, με αντάλλαγμα ένα ισχνό μεροκάματο. Αν οι ντόπιοι αρνιόταν, τότε η εκχώρηση γινόταν «απλά» με το ζόρι. Οι άθλιες συνθήκες συνεχίζονται και απ’ τον γιο του Γρόμαν, Γεώργιο, που ανέλαβε το 1906. Οι εργοδότες είχαν μαζί τους στο νησί και ομάδες πιστών τους υπαλλήλων, που λειτουργούσαν ως επιστάτες και μαγκουροφόροι.

«Τον ήλιο τον βλέπανε μόνο κάθε Κυριακή» 

Η περιγραφή των συνθηκών απ’ τον Γ. Λιβάνιο, όπως του έχουν μεταφερθεί, με τη ζωντανή κουβέντα, είναι χαρακτηριστική και σαφώς πιο παραστατική για να αποτυπώσει την πραγματικότητα, από μια καταγραμμένη στο χαρτί ιστορική παράθεση: «Οι συνθήκες για τους μεταλλωρύχους την εποχή εκείνη ήταν βάρβαρες, απάνθρωπες.Δουλεύανε από ήλιο σε ήλιο, με το χάραμα της ημέρας έπρεπε να βρίσκονται στην είσοδο της κάθε στοάς και με τη δύση του ηλίου να σχολάνε. Τον ήλιο τον βλέπανε μόνο κάθε Κυριακή και όλα αυτά για ένα μεροκάματο που έφτανε ίσα – ίσα για να ζουν. Η ζωή τους δε μετρούσε για τους εργοδότες».

Τα όσα διηγείται ο παλιός μεταλλωρύχος αποτυπώνουν την ένταση και το βαθμό της εκμετάλλευσης μέσα από την αγριότητα στις μορφές και το περιεχόμενό της. Αντανακλώνται οι συνθήκες δουλειάς και οι συνθήκες ζωής των εργατών. Η αφήγηση του βετεράνου μεταλλωρύχου συνδικαλιστή είναι μοναδική ως προς αυτό: «Οι μεταλλωρύχοι κατοικούσαν σε απομακρυσμένες περιοχές της Σερίφου , νυχτοπερπατούσαν σαν τσακάλια δυόμισι και τρεις ώρες ποδαρόδρομο, ανεβοκατεβαίνοντας τις ράχες και τις ρεματιές, με μόνη συντροφιά τη φυλλάδα που τη χρησιμοποιούσαν για μπαστούνι. 
Ηταν υποχρεωμένοι με το χάραμα να βρίσκονται στοιβαγμένοι στις εισόδους της κάθε γαλαρίας για να πιάσουν δουλειά.

Ο παλιός μεταλλωρύχος, Γιώργος Λιβάνιος, που μας είχε μιλήσει,  μπροστά σε μια στοά των μεταλλείων στο Μεγάλο Λειβάδι
Ο παλιός μεταλλωρύχος, Γιώργος Λιβάνιος, που μας είχε μιλήσει, μπροστά σε μια στοά των μεταλλείων στο Μεγάλο Λιβάδι

Εκεί πήγαινε ο κάθε μαγκουροφόρος επιστάτης, έβαζε τη μαγκούρα ανάμεσά τους και τους έλεγε: «Από δω και μπρος θα πάτε για δουλειά, οι υπόλοιποι να φύγετε γιατί αργήσατε, αύριο πάλι». Φανταστείτε μόνο την ταλαιπωρία και την απόγνωση αυτών των ανθρώπων, που γυρνούσαν στα σπίτια τους άπραγοι. Οσοι είχαν την τύχη να δουλέψουν, αν δεν ακολουθούσαν τις εντολές του επιστάτη και αρνιούνταν αν πάνε σε κάποιο επικίνδυνο σημείο της γαλαρίας, η απάντηση άμεση: «Αν δεν πας, να πας σπίτι σου». Ετσι, οι εργάτες κατέβαιναν σαν μυρμήγκια στα βάθη της γης κάθε πρωί και δε γνώριζαν αν θα βγουν ζωντανοί ή όχι». Ένας απ’ αυτούς που δεν βγήκε ζωντανός ήταν και ο παππούς του 84χρονου, που σκοτώθηκε το 1907 και ήταν μόλις 32 χρόνων. Σκοτώθηκε στα μεταλλεία στις 31 Δεκέμβρη του 1907. «Τον πήρανε πρώτο και τον πήγανε σκοτωμένο στη γιαγιά μου και τα παιδιά της για πρωτοχρονιάτικο μποναμά».

Οι μνήμες στον 84χρονο είναι τόσο έντονες, που θυμάται μια συγκλονιστική ιστορία, που έζησε μόλις στα 6 του χρόνια. Την «κατέθεσε» και στην ομιλία του στην εκδήλωση τιμής και μνήμης, που γίνεται για τους 4 νεκρούς της απεργίας: «Ερχόμαστε από του Κύκλωπα τη σπηλιά με έναν παλιό μεταλλωρύχο. Οταν φθάσαμε στο ρήγμα των βουλλημέντων στο Μισοβούνι, ο γέρος έβγαλε από το δισάκι του ένα κρίθινο ψωμί, έκοψε μια φέτα και συγκινημένος την έριξε μέσα στο ρήγμα λέγοντας: «Ελα βρε Αόστρια, πάρε αυτό το ψωμί και μοιραστείτε με τους άλλους…». Τα δάκρυα στα μάτια του έτρεχαν ποτάμι». Ηταν ένας απ’ τους πολλούς νεκρούς που εγκλωβίστηκαν κάτω απ’ το βουνό και πέθαναν μέρες μετά αβοήθητοι…. «Έθαβαν εργάτες ζωντανούς για να αποκομίζουν με ληστρική εκμετάλλευση περισσότερα κέρδη. Οι εργάτες βρίσκονταν νεκροί καταπλακωμένοι στις στοές και οι οικογένειές τους ανησυχούσαν αφού δεν είχαν νέα τους. Ερχόταν κάποιος δικός τους άνθρωπος να ρωτήσει και του λέγανε πως ο νεκρός είχε φύγει απ’ τη δουλειά!»…

Η αιματοβαμμένη απεργία

Απέναντι τα μεταλλεία του Μεγάλου Λειβαδιού, όπου έγινε η ιστορική ταξική σύγκρουση
Απέναντι τα μεταλλεία του Μεγάλου Λιβαδιού, όπου έγινε η ιστορική ταξική σύγκρουση. Ο τόπος της σύγκρουσης απεικονίζεται και στην κεντρική φωτογραφία του θέματος. 

 «Ολη αυτή η κατάσταση», λέει ο Γ. Λιβάνιος, «ανάγκασε τους μεταλλωρύχους να εξεγερθούν, να κάνουν την απεργία, να σπάσουνε τα δεσμά του κατεστημένου». Η απεργίαξέσπασε στις 7 Αυγούστου του 1916. Οι μεταλλωρύχοι αρνούνται να φορτώσουν το ανδριώτικο πλοίο «Μανούσι», που ήρθε να παραλάβει σιδηρομετάλλευμα. Στις 24 Ιούλη είχε δημιουργηθεί το σωματείο «εργατών μεταλλευτών» Σερίφου , με αιτήματα την καθιέρωση του 8ωρου, την αύξηση των ημερομισθίων και τη λήψη μέτρων ασφαλείας των εργαζομένων. Η πρώτη οργανωμένη δράση οδήγησε στην απεργία. Στις 21 Αυγούστου έφτασαν10 χωροφύλακες, με επικεφαλής τον υπομοίραρχο Χρυσάνθου, στο νησί, με σαφή εντολή: Να καταπνίξουν την απεργία. Σε όλη την πορεία προς το Μεγάλο Λιβάδι, όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι απεργοί, οι χωροφύλακες χτυπάνε όποιον βρίσκουν μπροστά τους.Αμέσως φυλακίζουν την ηγεσία του σωματείου.

Το μνημείο για τους τέσσερις νεκρούς ήρωες εργάτες, αλλά και όσους αγωνίστηκαν μαζί τους
Το μνημείο για τους τέσσερις νεκρούς ήρωες εργάτες, αλλά και για εκείνους που αγωνίστηκαν μαζί τους

Μόλις το απόσπασμα φθάνει στο Μεγάλο Λιβάδι, δίνει 5λεπτη προθεσμία στους απεργούς να λήξουν τον αγώνα τους. Τα 5 λεπτά εκπνέουν και οι χωροφύλακες αρχίζουν να πυροβολούν εν ψυχρώ τους εργάτες. Πρώτος πέφτει νεκρός ο ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ ΚΟΥΖΟΥΠΗΣ και ακολουθούν ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΖΩΙΛΗΣ, ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΗΤΡΟΦΑΝΗΣ και ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΡΩΤΟΠΑΠΑΣ. Οι μεταλλωρύχοι αμέσως φυσικά αντιδρούν και γενικεύεται η σύρραξη, στην οποία συμμετέχουν και γυναίκες και παιδιά. Οι χωροφύλακες τραυματίζονται. Ο Χρυσάνθου λιθοβολείται μέχρι θανάτου, ενώ ο αστυνόμος Σερίφου , Τριανταφύλλου, γκρεμίζεται από τη γέφυρα φόρτωσης στη θάλασσα. Σύμφωνα, μάλιστα, με τους ντόπιους, γυναίκα ήταν αυτή που έριξε την πέτρα που χτύπησε το κεφάλι του Χρυσάνθου.

Ο Γ. Λιβάνιος, μας πληροφορεί πως εκτός των 4 νεκρών, από όσο ο ίδιος γνωρίζει, υπήρχαν και άλλοι δυο. Ο ένας πέθανε μετά από λίγες μέρες, ενώ ο δεύτερος πέθανε στη μεταφορά του στο νοσοκομείο. Επίσης, σύμφωνα με τους ντόπιους και τον 84χρονο, αφού έληξε η μάχη, οι εργάτες πήραν τα όπλα και πήγανε στα γραφεία της εταιρίας. «Εκεί τους σταμάτησε ένα παπάς και τους είπε, «ειρήνη υμίν, όχι άλλο αίμα, ρε παιδιά». Η απεργία έληξε με μερική ικανοποίηση των αιτημάτων των μεταλλωρύχων, ήταν μια νίκη της εργατικής τάξης».

Σήμερα, αν επισκεφθεί κάποιος το Μεγάλο Λιβάδι και τον τόπο όπου έγινε η μάχη, θα συναντήσει βαγόνια και ράγες παρατημένα, σαν να έγινε χτες η σύγκρουση. Εντυπωσιακές είναι η μισογκρεμισμένη γέφυρα φόρτωσης, αλλά και οι είσοδοι των στοών. Χαρακτηριστικό είναι πως, όταν προχωρήσεις ελάχιστα μέτρα στις στοές, η θερμοκρασία αλλάζει και η παγωνιά, που κυριαρχεί, σε κάνει να αναρωτιέσαι πώς άντεχαν αυτοί οι άνθρωποι να δουλεύουν ώρες επί ωρών. Και φυσικά, δεν είχαν να αντιμετωπίσουν μόνο το κρύο της στοάς…

Τα επόμενα χρόνια της εκμετάλλευσης

Μπορεί οι εργάτες να κατάφεραν με τον αγώνα τους να αποκτήσουν κάποια στοιχειώδη δικαιώματα. Μπορεί να σταμάτησαν να δουλεύουν «από ήλιο σε ήλιο», η εκμετάλλευση όμως συνεχίστηκε, γιατί, όπως μας είπε και ο παλιός μεταλλωρύχος, «κανένας εργοδότης δεν αγαπάει τον εργάτη». Ο 84χρονος δούλευε στα μεταλλεία και, όπως γράψαμε και παραπάνω, διατέλεσε πρόεδρος από το 1958 έως το 1960.

Μας περιέγραψε τις συνθήκες της εποχής: «Απεργίες κάθε τόσο, για πληρωμή, για να φέρουμε το ΙΚΑ, για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Στη δουλειά οι συνθήκες είχαν βελτιωθεί μερικώς, αλλά η εκμετάλλευση και οι άθλιες συνθήκες παρέμεναν, με σκοπό πάντα το κυνήγι του κέρδους. Αναπνέαμε τη σκόνη απ’ το μετάλλευμα και τις αναθυμιάσεις απ’ τις εκρήξεις των φουρνέλων. Αναπνέαμε και τα ‘χουμε «παράσημα», τα ‘χουμε κληρονομήσει. Η πνευμονοκονίαση και άλλες αρρώστιες θέριζαν τους μεταλλωρύχους».

Μια ακόμα ιστορία δείχνει πως δεν υπολογιζόταν και τότε η ζωή των εργατών: «Είχαμε τραυματισμούς και θανατηφόρα ατυχήματα από μη τήρηση της ασφάλειας. Λέγαμε να βάλουμε υποστυλώματα να κρατήσουμε το έδαφος, αλλά αυτό γινόταν μετά τη ζημιά… Θυμάμαι, ήμουν μπιστολαδόρος και βλέπω πως η στοά κούναγε, δηλαδή έκανε ψιλά χαλίκια, ένδειξη ότι θα γίνει κατολίσθηση. «Πάρε τους εργάτες και φύγε από κει, είπα στον επικεφαλής, το βουνό περπατάει, θα γίνει ζημιά». Και αυτός μου απάντησε: «Μπα, δεν έχει ανάγκη»Δεν πρόλαβα να αρχίσω τη φράση μου,έγινε κατολίσθηση. Τράβηξα ευτυχώς τους δύο εργάτες και σωθήκανε».  Τα πάντα για να θησαυρίσουν ακόμα περισσότερο: «Είχανε κάνει προπώληση, αλλά δεν είχαν μετάλλευμα. Πηγαίνανε σε περιοχές που ήταν πιο εύκολη εξόρυξη, έκοβαν τις κολόνες για να αποκομίσουν πιο γρήγορα μετάλλευμα, με αποτέλεσμα να θάβουν τους εργάτες ζωντανούς»…

 Κι όταν δεν είχαν πια κέρδος…

Ο Ζανής Λιβάνιος, παλιός μεταλλωρύχος
Ο Ζανής Λιβάνιος, παλιός μεταλλωρύχος

Οταν οι κληρονόμοι του Γρόμαν βρήκαν πλουσιότερες φλέβες μεταλλεύματος στη Νότια Αφρική, τα εγκατέλειψαν τα μεταλλεία της Σερίφου . Το 1963 τα μεταλλεία κλείνουν. Και το νησί ερημώνει.

Ο 68χρονος Ζανής Λιβάνιος, που έζησε το κλείσιμο των μεταλλείων, μας περιγράφει: «Μας χρωστούσαν έξι – επτά μήνες μισθούς και λέγανε πως σύντομα θα μας πληρώσουν. Μέχρι τελευταία στιγμή δε μας είχαν πει τίποτα. Στις 20 Ιούλη του 1963. Μόλις το μάθαμε 300 άτομα τουλάχιστον κάναμε πορεία, με τη σημαία του συνδικάτου, απ’ τη Χώρα μέχρι το Μεγάλο Λιβάδι (3 ώρες δρόμος) στα γραφεία της εταιρίας.
Ο διευθυντής που ψάχναμε να μιλήσουμε είχε φύγει με το τελευταίο βαπόρι που φόρτωσε»…

…σκορπίσανε την ανεργία

Το νησί αμέσως ερήμωσε. Ο κόσμος έφυγε και ελάχιστοι μείνανε, όπως μας δήλωσαν και οι δύο παλιοί μεταλλωρύχοι. Δουλειά δεν υπήρχε. «Υπήρχαν και χρονιές που κάναμε λιγότερα από 50 μεροκάματα το χρόνο. Ζούσαμε από ελάχιστες αγροτικές ή κτηνοτροφικές δουλιές, που δε φτάνανε ούτε για να περάσει οικογένεια», λέει στο «Ρ» ο 68χρονος Ζ. Λιβάνιος.

Ο 68χρονος δούλευε στα μεταλλεία απ’ το 1956 και ήταν πρόεδρος του σωματείου, όταν σταμάτησε η λειτουργία τους. Μέλη του ήταν ελάχιστοι εργάτες και το 1977 τροποποιήθηκε σε σωματείο μεταλλευτών – οικοδόμων – λατόμων.

Χαρακτηριστικό της ερήμωσης του νησιού ήταν πως το 1963 το σχολείο του μεγάλου Λιβαδιού είχε 85 παιδιά και το 1967 έκλεισε! Τα μεταλλεία δεν ξαναλειτούργησαν, παρά μόνο το 1964, απασχολώντας γύρω στους 40 εργάτες, φόρτωσαν το εξορυγμένο μετάλλευμα που είχε μείνει. Προφανώς, οι εργοδότες δεν ήθελαν να χάσουν ούτε ελάχιστα απ’ τα κέρδη τους…

Ο χώρος όπου έγινε η σύγκρουση στο Μεγάλο Λιβάδι, αλλά και τα μεταλλεία όπου θυσιάστηκαν ανυπολόγιστες ανθρώπινες ζωές αποτελούν τόπους ιστορικούς για την εργατική τάξη και τους αγώνες της. Αποτελούν κομμάτι της εργατιάς, το οποίο σίγουρα η αστική τάξη ακόμα και σήμερα δε θέλει να θυμόμαστε, γιατί πολύ απλά δεν τη βολεύει…»

Πηγή: Ριζοσπάστης 

Ένα αφιέρωμα για τη μεγάλη απεργία των μεταλλωρύχων στη Σέριφο, το 1916, που αξίζει να διαβαστεί είναι το κείμενο της Δώρας Μόσχου, που δημοσιεύθηκε στον «Ριζοσπάστη» στις 31/8/2003. Μπορείτε να το διαβάσετε πατώντας ΕΔΩ.

Αναδημοσίευση από imerodromos

Ίσως να μην είχε ακούσει ούτε μια λέξη για τον Μπρεχτ…

Δευτέρα, 15/08/2016 - 14:00
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΧΟΛΕΒΑΣ
Αναδημοσίευση από imerodromos

Είχε το «προνόμιο» να βλέπει ένα μικρό «κομμάτι ουρανού». Όλη τη μέρα περίμενε την ώρα της ξεκούρασης στο μπαλκόνι της. Λάτρευε αυτές τις στιγμές. Έμοιαζαν με όαση, μετά τις ατέλειωτες ώρες δουλειάς για ένα πενιχρό μισθό, το τρέξιμο για τις υποχρεώσεις της οικογένειας, το άγχος για την επόμενη μέρα.

Τα λίγα λεπτά παρέα μ’ αυτό το «κομμάτι ουρανού» έπαιζαν ρόλο γιατρικού, βάλσαμου, για κάθε της πρόβλημα.
Τούτη την αυγουστιάτικη νύχτα ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος και της χάριζε μια υπέροχη ψευδαίσθηση: Εάν άπλωνε το χέρι της μπορούσε να πιάσει το πιο φωτεινό αστέρι της νύχτας…

Μέσα, η τηλεόραση έπαιζε ένα απ’ αυτά τα σίριαλ που παρουσιάζουν τη ζωή σαν διαφήμιση. Τα νέα «προϊόντα» πάντα δίνουν τη λύση και οι αψεγάδιαστοι πρωταγωνιστές χαμογελούν στο φακό, γεμάτοι αισιοδοξία. Νωρίτερα, στις ειδήσεις, άκουγε «μεγάλα λόγια» για τη δημοκρατία, τη διαφάνεια, την καταπολέμηση της διαφθοράς, το «μαχαίρι που θα φτάσει στο κόκαλο» κι άλλα τέτοια.

Ηταν τόσο μακριά απ’ τη ζωή της, τόσο μακριά απ’ τη ζωή της συντριπτικής πλειοψηφίας των ανθρώπων. Όπου υπήρχε μια νύξη στα δικά της προβλήματα, αυτά παρουσιάζονταν λίγο… περίεργα. Λες και αφορούσαν μια μειοψηφία, κάποιους καημένους που δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα.

Πάντα αναρωτιόταν γιατί πλασάρουν τόσο απροκάλυπτα μια εικονική πραγματικότητα. Μ’ αυτές τις σκέψεις χάζευε το «δικό της» «κομμάτι ουρανού». Γύρισε και κοίταξε το ημερολόγιο.

Έγραφε 14 Αυγούστου του 2008. Πριν 52 χρόνια, τέτοια μέρα, άφησε την τελευταία του πνοή ο Μπέρτολτ Μπρεχτ. Όχι, δεν πρόκειται να τον βρει κανείς ούτε στις έγχρωμες σελίδες των περιοδικών ποικίλης ύλης, ούτε στα φανταχτερά αφιερώματα της τηλεόρασης.

Παρόλο που τα θεατρικά του έργα παίζονται μέχρι σήμερα, παρόλο που τα ποιήματα και τα θεωρητικά του κείμενα διαβάζονται από τους νεότερους, δε χωράει στις εικόνες των καναλιών τους ή στις σελίδες των εντύπων τους. Κι όταν του εξασφαλίσουν μια «γωνιά», τότε «ξεχνούν» ότι ο Μπρεχτ ήταν κομμουνιστής.

Η αναφορά στον Μπ. Μπρεχτ δεν είναι άσχετη με την παραπάνω μικρή ιστορία. Ο Μπ. Μπρεχτ μέσα απ’ τα έργα του έχει δώσει απαντήσεις που ενοχλούν τούτο το σύστημα. Στις απορίες της γυναίκας είχε «απαντήσει» το 1935 στο περιοδικό «Ούνζερε Τσάιτ» στο Παρίσι. Μεταξύ άλλων, στην πραγματεία του «Πέντε δυσκολίες κατά το γράψιμο της Αλήθειας» τόνιζε:

«Οι καιροί της πιο σκληρής καταπίεσης είναι συνήθως καιροί όπου γίνεται λόγος για μεγάλα και υψηλά πράγματα. Χρειάζεται θάρρος για να μιλήσει κανείς σε τέτοιους καιρούς για πράγματα τόσο ταπεινά και ασήμαντα όπως το φαγητό και η στέγαση των εργαζομένων, για να φωνάξει ανάμεσα σε δυνατή οχλοβοή πως το σπουδαιότερο είναι η αυτοθυσία»…

Ίσως η γυναίκα αυτή να μην άκουσε, ποτέ, ούτε μια λέξη για τον Μπ. Μπρεχτ. Οι στιγμές, όμως, μακριά απ’ την οχλοβοή που έχουν κατασκευάσει, πάντα, μας προβληματίζουν και μας κάνουν να σκεφτόμαστε πράγματα που «απαγορεύονται».

Είναι οι στιγμές που προλαβαίνεις ν’ ακούσεις τις σκέψεις σου. Καταλαβαίνεις γιατί αλλιώς ζούμε κι αλλιώς μας δείχνουν ότι ζούμε…

 

                                                                                                                                      
Οχλοβοή -Ριζοσπάστης 26 -8 -2008


Βουλιμία

Πέμπτη, 11/08/2016 - 20:00
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΧΟΛΕΒΑΣ
Αναδημοσίευση από imerodromos


Μάζευαν κι άρπαζαν, μα δε χόρταιναν ποτέ. Διαρκώς ζητούσαν κι άλλο. Στο τραπέζι χιλιάδες πιάτα με τα πιο νόστιμα φαγητά, κι όμως, μόνο που τα κοίταζες, σ’ έπιανε το στομάχι σου. Κρέατα, ψάρια, σάλτσες, ζυμαρικά, λίπη, όσπρια, λαχανικά, μπαχαρικά, παγωτά, όλα ανακατεμένα. Κάθε λίγο και λιγάκι, έκαναν τις πιο απίθανες παραγγελίες. Τελείωνε το ένα γεύμα και καλούσαν το γκαρσόνι, για να τους φέρει το επόμενο.   Το υπηρετικό προσωπικό, κάθε βράδυ, έβαζε τ’ αποφάγια και τα κόκαλα σε μαύρες σακούλες σκουπιδιών. Το πρωί τις άδειαζαν και μοίραζαν τα «προϊόντα» σε ειδικές συσκευασίες, με διαφορετικές ετικέτες. Ηταν έτοιμα να πουληθούν. Είχαν στήσει, μάλιστα, κι έναν ολόκληρο μηχανισμό διαφήμισης για τ’ αποφάγια τους!

  Ενίοτε, διοργάνωναν φανταχτερές εκδηλώσεις, με την κατάλληλη μουσική υπόκρουση και τα απαραίτητα χαμόγελα. Οι κυρίες των κυρίων «χάριζαν» μικρές ποσότητες στους πολύ ταλαιπωρημένους. «Δάκρυζαν» για τον άδικο τούτο κόσμο. Αργότερα, γυρνούσαν στο τραπέζι, αφιέρωναν (για… ποικιλία) λίγα λεπτά στις «περιπέτειες των δυστυχισμένων» κι άρχιζαν το επόμενο φαγοπότι.

  Οι συμμετέχοντες στο τραπέζι δεν είχαν σταθερό αριθμό. Τρωγοπίναν, αντάλλασσαν φιλοφρονήσεις και μαχαιριές, το ίδιο μαχαίρι για το φαγητό, το ίδιο για τις μαχαιριές. Δεν είχαν κανένα, απολύτως, πρόβλημα να το χρησιμοποιούν και για τις δυο «δουλειές». Τα τραύματα, για ορισμένους, ήταν ανεπανόρθωτα κι έχαναν τη θέση τους.

  Έναν ξεχωριστό ρόλο, σ’ αυτή την ιστορία, είχαν τα «χρυσά γκαρσόνια». Η διαδρομή απ’ την κουζίνα μέχρι το τραπέζι ήταν πολύ προσοδοφόρα. Μια μικρή «κλεψιά» δεν άφηνε κανένα σημάδι. Τα πιο «ξύπνια», δε, έκαναν και συμφωνίες με τους συμμετέχοντες του τραπεζιού. Έτσι, πού και πού, έδιναν και καμιά μαχαιριά, φυσικά με την απαραίτητη αμοιβή.

  Η πείνα των μελών του μεγάλου τραπεζιού ήταν ανεξέλεγκτη. Ορισμένες φορές αδυνατούσαν να δουν ο ένας τον άλλον! Τα ψυγεία γεμάτα, οι αποθήκες γεμάτες και το τραπέζι έμοιαζε μ’ ένα βουνό από πιάτα και φαγητά! Ήθελε προσπάθεια για να διακρίνεις ανθρώπινο πρόσωπο ή σώμα. Οι μαχαιριές – ανάμεσα στ’ αποφάγια, τις καρέκλες και τις κοιλιές τους – πολλαπλασιάζονταν. Οι συμμετέχοντες λιγόστευαν. Οι χαμένοι κατηγορούσαν τα «χρυσά γκαρσόνια» για την …απληστία τους!

  Τότε, η αγορά με τ’ αποφάγια περνούσε κρίση. Οι κερδισμένοι τρώγανε όλο και πιο πολύ, συνεπώς τ’ αποφάγια και τα κόκαλα ήταν περισσότερα. Έλα, όμως, που ελάχιστοι, πια, μπορούσαν να τ’ αγοράσουν! Είχαν αρπάξει από παντού! Δεν ήταν, όμως, διατεθειμένοι να χάσουν. Σ’ αυτές τις συνθήκες οι διορισμένοι «ρυθμιστές» αναλάμβαναν δράση. Αγόραζαν, σε πολύ υψηλή τιμή, τις αποθήκες που είχαν κηρύξει πτώχευση. Πού έβρισκαν τα χρήματα; Μα, «φυσικά» απ’ τους φόρους των πολλών!

  Έκαναν τα απαραίτητα μερεμέτια και τις πουλούσαν, μετά από λίγο διάστημα, στην ελάχιστη τιμή, στους συμμετέχοντες στο μεγάλο τραπέζι. Οι «ρυθμιστές» έταζαν, στους πολλούς, καλύτερης ποιότητας αποφάγια και μερικά κόκαλα δωρεάν. Τελικά, ούτε το ένα δέκατο δεν έφτανε στα χέρια τους. Η «ρύθμιση» είχε έναν και μοναδικό σκοπό: Να εξασφαλιστεί η καλή λειτουργία του τραπεζιού.

  Χρόνια και χρόνια, η ίδια ιστορία έκανε «κύκλους». Τίποτα, όμως, δε μπορούσε να σταματήσει την αθεράπευτη βουλιμία τους. Η δικαιολογία με τα …άπληστα «χρυσά γκαρσόνια», με τον καιρό, μόνο ως ανέκδοτο μπορούσε να εκληφθεί. Οι μάσκες των «ρυθμιστών» όλο και ξεθώριαζαν. Πολλοί άρχισαν να καταλαβαίνουν ότι η ευθύνη βρίσκεται στο …τραπέζι. Η «κοινωνική συνοχή» διαταράχθηκε. Τότε να δεις τι πάθανε…

Ριζοσπάστης 14-10-2008