×

Προειδοποίηση

JUser: :_load: Αδυναμία φόρτωσης χρήστη με Α/Α (ID): 97
JUser: :_load: Αδυναμία φόρτωσης χρήστη με Α/Α (ID): 49

Στοιχεία για τα νοικοκυριά από την έρευνα της ΓΣΕΒΕΕ:

Τετάρτη, 06/03/2019 - 16:00

Απαιτούνται πολιτικές ενίσχυσης των εισοδημάτων των νοικοκυριών, που σημαίνει, μεταξύ άλλων, ανάπτυξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας, άρα δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και νέου πλούτου.

Αυτό σημειώνει η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος με αφορμή τη φετινή έρευνα του Ινστιτούτου Μικρομεσαίων της συνομοσπονδίας για το εισόδημα και τις δαπάνες διαβίωσης των νοικοκυριών.

Σημειώνεται ότι πρόκειται για την 7η κατά σειρά έρευνα, και την 1η που διεξάγεται ύστερα από την ολοκλήρωση των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας.

Από τα ευρήματα της έρευνας καταγράφεται μια βελτίωση στους περισσότερους από τους δείκτες προσδιορισμού της κατάστασης των νοικοκυριών, γεγονός που ακολουθεί την γενικότερη βελτίωση που καταγράφουν οι κύριοι δείκτες της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο, όπως υπογραμμίζεται, είναι εμφανείς οι επιπτώσεις από την 10ετή οικονομική κρίση και την πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης που επιλέχθηκε ως μέτρο αντιμετώπισης της κρίσης χρέους της ελληνικής οικονομίας.

Έτσι και παρά την βελτίωση των δεικτών της έρευνας εισοδήματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ διαπιστώνονται τα ακόλουθα που, όπως αναφέρεται, θα πρέπει να προβληματίσουν την ελληνική κυβέρνηση και τα πολίτικα κόμματα :

* 3 στα 10 νοικοκυριά διαβιούν με ετήσιο εισόδημα λιγότερο από 10.000 ευρώ

* για 1  στα 2 νοικοκυριά το μηνιαίο εισόδημα δεν επαρκεί για όλο τον μήνα

* 9 στα 10 νοικοκυριά δεν μπορούν να αποταμιεύσουν

* 2 στα 10 νοικοκυριά έχουν τουλάχιστον 1 άνεργο μέλος

* για 1 στα 2 νοικοκυριά η κύρια πηγή εισοδήματος είναι η σύνταξη

* περισσότερα από 2 στα 10 νοικοκυριά έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία ή τις τράπεζες.

Με βάση αυτά τα βασικά ευρήματα για την έξοδο των νοικοκυριών από τον κίνδυνο φτώχειας, όπως αναφέρεται, απαιτούνται πολιτικές ενίσχυσης των εισοδημάτων τους, που σημαίνει, μεταξύ άλλων, ανάπτυξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας, άρα δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και νέου πλούτου. Στο πλαίσιο αυτό σημειώνονται τα εξής:

* Η πρόσφατη αύξηση του κατώτατου μισθού ανταποκρίνεται στην παραπάνω ανάγκη. Ωστόσο η αύξηση αυτή δεν θα έχει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα εάν δεν συνοδευτεί με κάποια επιπρόσθετα μέτρα που: α) επηρεάζουν το τελικό καθαρό μισθό και β) επηρεάζουν την επιχειρηματική συμπεριφορά εν γένει. Ως προς το πρώτο, παρόλο που δεν είναι άμεσης προτεραιότητας, απαιτείται η κατάργηση της μείωσης του αφορολόγητου που έχει προβλεφθεί να ισχύσει από το 2020. Σημειώνουμε ότι το μέτρο αυτό δεν θα επηρεάσει μόνο τους κατώτατους μισθούς αλλά συνολικά τους μισθούς, καθώς όλοι οι μισθωτοί θα υποστούν την σχετική μείωση στα εισοδήματα τους. Ως προς το δεύτερο, που είναι άμεσης προτεραιότητας, σχετίζεται με το τρόπο υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών των μη μισθωτών. Δεδομένου ότι οι ασφαλιστικές εισφορές των μη μισθωτών υπολογίζονται με βάση τον εκάστοτε κατώτατο μισθό η πρόσφατη αύξηση του οδηγεί και σε επαύξηση της κατώτατης ασφαλιστικής εισφοράς των μη μισθωτών, κάτι που ανάλογα με το μέγεθος της επιχείρησης μπορεί να επηρεάσει λιγότερο ή περισσότερο την επιχειρηματική δραστηριότητα και συμπεριφορά. Ως εκ τούτου θα πρέπει άμεσα το ζήτημα αυτό να διευθετηθεί. Σημειώνουμε επίσης ότι η μη διευθέτηση του μπορεί να επηρεάσει και τις μελλοντικές διαβουλεύσεις για το ύψος του κατώτατου μισθού.

* Σε κάθε περίπτωση η αύξηση του κατώτατου μισθού δεν επαρκεί για την ικανοποιητική αύξηση των εισοδημάτων και την δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας. Διαχρονικό ζητούμενο είναι η δημιουργία ενός φιλικού προς τις επιχειρήσεις περιβάλλοντος και η αποτελεσματικότερη αναδιανομή του παραγόμενου πλούτου. Η επιχειρηματική ανάπτυξη δεν μπορεί να συντελεστεί σε συνθήκες υπερφορολόγησης, έλλειψης χρηματοδότησης και υψηλού γραφειοκρατικού και διοικητικού κόστους συμμόρφωσης. Δεδομένου ότι από τη μια τα φορολογικά βάρη αυξάνονται με την επινόηση νέων τελών και οι όποιες ελαφρύνσεις μετατίθενται για το μέλλον, ενώ από την άλλη οι τράπεζες αδυνατούν να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία παρά την σημαντική βοήθεια που έχουν λάβει μέσω των ανακεφαλαιοποίησεων, δεν υφίστανται προϋποθέσεις ανάπτυξης της επιχειρηματικής δραστηριότητας. 

* Επιπλέον, οι επιδοματικές πολιτικές που έχουν υιοθετηθεί (κοινωνικό μέρισμα, κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης) αν και όπως φαίνεται από τα ευρήματα της έρευνας έχουν κατευθυνθεί προς τα νοικοκυριά που τα είχαν περισσότερο ανάγκη, δεν επαρκούν για να καλύψουν το εισοδηματικό χάσμα και παράλληλα προϋποθέτουν την δημιουργία υπερπλεονασμάτων για την εξεύρεση των σχετικών πόρων. Αυτό φαίνεται πως εξαντλεί συνολικά την ελληνική οικονομία και της αφαιρεί την όποια δυνατότητα δημιουργίας προϋποθέσεων βιώσιμης και μεσοπρόθεσμης ανάπτυξης. Το ζήτημα είναι ωστόσο περισσότερο σύνθετο, καθώς ένα μέρος του προβλήματος αφορά την κρίση (εξ αιτίας της σχετικής απαρχαίωσης τους) που βρίσκονται τα φορολογικά συστήματα από το ιδιότυπο φορολογικό ντάμπινγκ των λεγόμενων φορολογικών παραδείσων ή των κρατών με πολύ χαμηλούς συντελεστές. Έτσι τα φορολογικά συστήματα που στα χέρια των κυβερνήσεων λειτουργούσαν ως μηχανισμός αποτελεσματικής και δίκαιης ανακατανομής του εισοδήματος και άμβλυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων, έχουν αρχίσει να χάνουν τόσο το στοιχείο της αποτελεσματικότητας όσο και στο στοιχείο της δικαιοσύνης. Η δυνατότητα που έχουν τόσο οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες όσο και οι πλουσιότεροι άνθρωποι του πλανήτη, να επιλέγουν τις χώρες εκείνες με τους χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές και να περιορίζουν εάν όχι να εκμηδενίζουν τις απώλειες στα κέρδη τους. έχει μεταλλάξει την φύση των φορολογικών συστημάτων από μηχανισμούς αναδιανομής των εισοδημάτων σε καθαρά εισπρακτικούς μηχανισμούς για την διατήρηση κάποιου επιπέδου λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης και ενός ελάχιστου επιπέδου κοινωνικών παροχών. Αυτή η κατάσταση δημιουργεί συνθήκες συνεχώς εντεινόμενης ανισότητας. 'Αλλωστε, όπως τονίζεται, σύμφωνα με όσα συμβαίνουν στην παγκόσμια κοινότητα, η αδυναμία των κυβερνήσεων να φορολογήσουν τον υπερβάλλοντα πλούτο μοιραία μετατοπίζει το φορολογικό βάρος προς τα φτωχότερα στρώματα. Εάν αυτή η κατάσταση συνεχιστεί οι κυβερνήσεις θα καθίστανται ολοένα πιο αποδυναμωμένες και φτωχότερες, θα αδυνατούν να καλύψουν τις ανάγκες των δημοσίων δαπανών, τόσο σε επίπεδο επενδύσεων όσο και σε παροχές κοινωνικής πολιτικής (ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, εκπαίδευσης κα). Είναι προφανές ότι το ζήτημα της ανισότητας και της πρόσβασης σε βασικούς μηχανισμούς κοινωνικής αναπαραγωγής τίθεται πλέον διεθνώς ως ένα παγκόσμιο πρόβλημα που απειλεί την κοινωνική συνοχή και τους δημοκρατικούς θεσμούς. «Στην δική μας την περίπτωση η κατάσταση είναι δυσμενέστερη καθώς μέσα από την φορολογία καλούμαστε να εξυπηρετήσουμε και το υπέρογκο δημόσιο χρέος. Στο πλαίσιο αυτό, ο μακροπρόθεσμος στόχος επίτευξης υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων (3,5% έως το 2022 και 2,2% έως το 2060) που προβλέπει το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει στην ανάγκη εξεύρεσης επιπρόσθετων πόρων από την πραγματική οικονομία λειτουργώντας ως τροχοπέδη στην προώθηση ενός βιώσιμου αναπτυξιακού προγράμματος, με έμφαση στην κοινωνική ευημερία και στη μείωση των ανισοτήτων» όπως υπογραμμίζεται.

* Με βάση αυτά, εκτιμά η ΓΣΕΒΕΕ ότι, είναι δύσκολο να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις αντιστροφής της υψηλής εξάρτησης των μισών περίπου νοικοκυριών από την σύνταξη ως κύριας πηγής εισοδήματος.  Οι συντάξεις που τα τελευταία χρόνια έχουν λάβει χαρακτηριστικά στοιχεία υποκατάστατου κοινωνικής προστασίας για την  αντιμετώπιση της φτώχειας, εάν δεν συγκρατηθούν μέσα από την διεύρυνση της ασφαλιστικής και φορολογικής βάσης, θα συμπιέζουν περαιτέρω την δημοσιονομική πολιτική.  Εάν συμπεριλάβουμε σε αυτά και το δημογραφικό πρόβλημα που επιδεινώνεται χρόνο με το χρόνο προδιαγράφεται μια ζοφερή κατάσταση.

* Επιπλέον, η αδυναμία των ελληνικών νοικοκυριών να αποταμιεύσουν αντανακλά και τις χαμηλές τους προσδοκίες για το μέλλον, αφαιρώντας παράλληλα ένα μέρος των κεφαλαίων που χρειάζονται οι τράπεζες για χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία.

* Επιπροσθέτως, στην έρευνα εισοδήματος καταγράφεται, αν και μειωμένο, ένα υψηλό ποσοστό  υπερχρεωμένων νοικοκυριών που βρίσκονται σε αδυναμία πληρωμής, τόσο ως προς την εξόφληση των φορολογικών τους υποχρεώσεων όσο και ως προς τη δυνατότητα εξυπηρέτησης του τραπεζικών τους δανείων. Το αποτέλεσμα αυτό είναι κυρίως προϊόν της πολιτικής εσωτερικής υποτίμησης, δηλαδή της μείωσης των εισοδημάτων χωρίς αντίστοιχη μείωση των φορολογικών ή/και δανειακών υποχρεώσεων. Ωστόσο και δεδομένου ότι η συντριπτική πλειοψηφία των οφειλετών οφείλουν μικρά ποσά προς την φορολογική διοίκηση, ενώ η ολοκλήρωση των προγραμμάτων στήριξης αφήνει μεγαλύτερα περιθώρια άσκησης πολιτικής έχουν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις για την υιοθέτηση αποτελεσματικών μέτρων ρύθμισης οφειλών προς την εφορία και μέτρων για την προστασία της πρώτης κατοικίας.

«Γενικά, η ολοκλήρωση των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής και παρά τις πολυετείς δεσμεύσεις που ανέλαβε η χώρα, δίνει ένα περιθώριο προώθησης μιας περισσότερο ευέλικτης και προσαρμοσμένης πολιτικής στις ανάγκες των ελληνικών νοικοκυριών, σύμφωνα φυσικά με τις δημοσιονομικές δυνατότητες. Ωστόσο αυτό απαιτεί ένα πλαίσιο ευρύτερης συνεννόησης του πολίτικου προσωπικού της χώρας με στόχο την ενίσχυση και προώθηση της υγιούς επιχειρηματικότητας, στη βάση μιας ισχυρής αντιολιγοπωλιακής πολιτικής και ισότιμης συμμετοχής στην οικονομική ευημερία» καταλήγει η ΓΣΕΒΕΕ.

Ο Εφιάλτης της κρίσης για τους Έλληνες, αποτυπωμένος σε έρευνα της ΓΣΕΒΕΕ για τη φτωχοποίηση των ελληνικών νοικοκυριών!

Τετάρτη, 25/01/2017 - 19:00
Τα κυριότερα συμπεράσματα της έρευνας του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ που έγινε σε συνεργασία με την εταιρεία ΜARC ΑΕ σε πανελλαδικό δείγμα 1000 νοικοκυριών, στο διάστημα 14 έως 23 Νοεμβρίου 2016 έχουν ως εξής:

ΕΙΣΟΔΗΜΑ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ

1. Πάνω από 37% των νοικοκυριών δηλώνει ότι διαβιώνει με ετήσιο οικογενειακό εισόδημα που βρίσκεται στην κατώτερη εισοδηματική κλίμακα (37,1% αναφέρει ότι διαθέτει εισόδημα <10,000€, ποσοστό οριακά αυξημένο σε σχέση με το 36,3% του 2015). Στην πιο δεινή θέση είναι τα νοικοκυριά με έναν τουλάχιστον άνεργο, όπου καταγράφεται ποσοστό άνω του 50%.

2. Το 75,3% των νοικοκυριών παρουσίασε μείωση των εισοδημάτων το 2016 σε σχέση με το 2015, με σαφέστατη την τάση διεύρυνσης της ανισότητας υπέρ των ανώτερων εισοδηματικών κλιμακίων (στην κατηγορία άνω των 30,000€ παρουσιάζεται αύξηση στο 11,1% του πληθυσμού). Ιδιαίτερα ευάλωτα είναι τα μονομελή νοικοκυριά και όσα έχουν ένα άνεργο στο νοικοκυριό. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι μόνο το 1,5% του πληθυσμού καταφέρνει να αποταμιεύσει. Σύμφωνα με στοιχεία της AMECO, η καθαρή αποταμίευση του ιδιωτικού τομέα το 2015 μειώθηκε κατά 9,5 δις. Σε πρόσφατη μελέτη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, επισημαίνεται ότι τα ελληνικά νοικοκυριά έχουν απολέσει το 35,9% της αξίας των περιουσιακών τους στοιχείων μετά την έναρξη της κρίσης.

3. Το 16,0% των νοικοκυριών δηλώνει ότι τα εισοδήματά του δεν επαρκούν για να καλύψουν ούτε τις βασικές τους ανάγκες, εύρημα που συνάδει με το ποσοστό ακραίας φτώχειας που σημειώνεται στη χώρα (το οποίο υπολογίζεται στο 40% του ενδιάμεσου εισοδήματος, ΕΛΣΤΑΤ). Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της EurostatΈρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών), το κατώφλι σχετικής φτώχειας μειώθηκε από τις 7,178 στο 2010 στις 4,512€ το 2015, ένδειξη κατάρρευσης των μεσαίων εισοδημάτων. Αν λαμβάναμε ως μέτρο σύγκρισης το κατώφλι φτώχειας του 2010, τότε περίπου τα μισά νοικοκυριά θα θεωρούνταν σήμερα φτωχά.

4. Ενδεικτικό της εκτεταμένης εισοδηματικής επισφάλειας  είναι το γεγονός ότι στο ενδεχόμενο μιας έκτακτης ανάγκης πληρωμής 500€, το 15,8% δηλώνει ότι δεν θα μπορούσε να την πραγματοποιήσει, ενώ το 51,4% θα κάλυπτε αυτή τη δαπάνη με μεγάλη δυσκολία.

5. Σχεδόν τα 2/3 των νοικοκυριών (65,3%) αναγκάζονται να κάνουν περικοπές για να εξασφαλίσουν τα αναγκαία προς το ζην. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα πολυμελή (άνω 5 ατόμων) νοικοκυριά, τα νοικοκυριά με ανέργους και χαμηλό εισόδημα αντιμετωπίζουν σοβαρότερο πρόβλημα κάλυψης των βασικών αναγκών.

6. Αποθαρρυντικό είναι το γεγονός ότι οι προσδοκίες των νοικοκυριών για το νέο έτος παραμένουν συντριπτικά αρνητικές, καθώς το 73,5% αναμένει επιδείνωση της οικονομικής του κατάστασης (μόνο το 5,1% αναμένει βελτίωση των οικονομικών του δυνατοτήτων). Τούτο συναρτάται με τις προβολές των νοικοκυριών σχετικά με την ικανότητα τους να ανταποκριθούν στις τρέχουσες και μελλοντικές υποχρεώσεις.

ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ-ΑΝΕΡΓΙΑ

7. Το 32,6% των νοικοκυριών, δηλαδή σχεδόν 1,1 εκ. νοικοκυριά έχουν στην οικογένεια ένα τουλάχιστο άτομο σε ανεργία.
Το ποσοστό της μακροχρόνιας ανεργίας ανέρχεται στο 73,3% του συνολικού αριθμού των ανέργων. Από το σύνολο των άνεργων μελών των νοικοκυριών, μόνο το 9,5% λαμβάνει επίδομα ανεργίας. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα ευάλωτη ομάδα πληθυσμού, για την οποία απαιτείται να διαμορφωθεί ένα ελάχιστο πλαίσιο κοινωνικής προστασίας που θα συνδυάζει οικονομική- κοινωνική στήριξη και παροχές σε είδος, με σκοπό την επανένταξη στην αγορά εργασίας και όχι την περιθωριοποίηση.

8. Η οικονομική επισφάλεια δεν διατρέχει μόνο άνεργους αλλά και εργαζόμενους. Περισσότερα από 1 στα 5 νοικοκυριά (22,4%) έχουν ένα μέλος στην οικογένεια που εργάζεται για λιγότερα χρήματα από τον επίσημα καθορισμένο κατώτατο μισθό των 586€ (490,00€ καθαρή αμοιβή).

9. Εκρηκτικές διαστάσεις φαίνεται ότι έχει λάβει το φαινόμενο της οικονομικής μετανάστευσης.  Το 9,7% των νοικοκυριών δηλώνει ότι είχε ένα τουλάχιστο μέλος που μετανάστευσε στο εξωτερικό για να βρει εργασία (αυτό αντιστοιχεί σε πάνω από 400,000 οικογένειες). Ο αριθμός αυτός συγκλίνει σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία των στατιστικών αρχών, όπου υπάρχει η εκτίμηση της μετανάστευσης περισσότερων από 500,000 Ελλήνων πολιτών από την απαρχή της κρίσης (427,000 την περίοδο 2008-2013).
Ακόμη πιο ανησυχητική είναι η προοπτική συνέχισης του φαινομένου, καθώς το 42% των νοικοκυριών θα εξέταζε σοβαρά το ενδεχόμενο να μεταναστεύσει στο εξωτερικό, αν υπήρχαν οι προϋποθέσεις για εξεύρεση εργασίας. Στις νεότερες ηλικίες 18-35 ετών, το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 67,7%.

10. Τα νοικοκυριά που δηλώνουν εισοδήματα από επιχειρηματική δραστηριότητα ως κύρια πηγή εισοδήματος παραμένουν στο χαμηλό 9% (από 12,6% το 2012), ποσοστό που αναμένεται να υποχωρήσει με την εφαρμογή του νέου υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών. Σταθερά υψηλό, αλλά οριακά μειούμενο είναι το ποσοστό των νοικοκυριών (49,2%) που δηλώνει  τη σύνταξη κάποιου μέλους ως την κυριότερη πηγή εισοδήματος. Η μικρή μείωση (έναντι 52% το Δεκέμβριο του 2014) πιθανότατα οφείλεται στην προοδευτική οριζόντια μείωση του επιπέδου των συντάξεων).

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ

11. Το 21,3% των νοικοκυριών έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία, ενώ το 58,2% των οφειλετών έχει υπαχθεί σε κάποιου είδους ρύθμιση, ένδειξη της αδυναμίας τους να ανταποκριθούν στα υπέρογκα φορολογικά βάρη. Ασφαλώς, οι ρυθμίσεις που θεσπίστηκαν, και ιδιαίτερα των 100 δόσεων έχουν επιφέρει θετικά αποτελέσματα στη διαχείριση των φορολογικών βαρών. Συνολικά, από την έναρξη της κρίσης, πάνω από 160,000 νοικοκυριά έχουν υποστεί δέσμευση/ ή κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων. Αξίζει να αναφερθεί ότι οι φόροι ως %ΑΕΠ καταγράφουν την υψηλότερη τιμή στις χώρες της περιφέρειας.

12. Το 27,3% των νοικοκυριών με δανειακές υποχρεώσεις έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τις τράπεζες (αφορά περίπου 430,000 νοικοκυριά). Εντονότερο πρόβλημα αντιμετωπίζουν τα φτωχότερα και μονομελή νοικοκυριά (άνω του 40%).

13. Το 34% των νοικοκυριών εκτιμά ότι δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις φορολογικές υποχρεώσεις το επόμενο έτος, ενώ ειδικότερα, το 15,1% των νοικοκυριών με ιδιόκτητο ακίνητο δηλώνει ότι αδυνατεί να πληρώσει τους φόρους για τα ακίνητα που διαθέτει (ΕΝΦΙΑ). Είναι χαρακτηριστικό ότι το 24,7% των ιδιοκτητών είναι διπλά υπόχρεοι για το ακίνητό τους: παράλληλα με την καταβολή ΕΝΦΙΑ πρέπει να καταβάλλουν και τις δόσεις του στεγαστικού δανείου.

14. Το 34,5% εκτιμά ότι δεν θαμπορέσει να ανταποκριθεί στις δανειακές του υποχρεώσεις το επόμενο έτος. 1 στα 4 νοικοκυριά που διαμένουν σε ιδιόκτητο σπίτι έχουν στεγαστικό δάνειο, ενώ το 31,5 % εξ αυτών των οφειλετών έχει καθυστερημένες οφειλές.

15. Συνολικά, το ύψος των δανείων των νοικοκυριών ανέρχεται, με βάση στοιχεία της ΤτΕ σε 94,8 δις. Τα 67,2 δις αφορούν στεγαστικά δάνεια και τα 27,6 καταναλωτικά δάνεια. Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα των νοικοκυριών ανέρχονται στο 45,7%.

16. Από τα στοιχεία της έρευνας, προκύπτει ότι οι τράπεζες έχουν προχωρήσει σε ρυθμίσεις στο 40% των στεγαστικών δανείων. Ωστόσο, 1 στα 4 (24,3%) νοικοκυριά εκφράζουν φόβο ότι θα χάσουν το σπίτι τους εξ αιτίας τόσο των συσσωρευμένων υποχρεώσεων όσο και των επιπρόσθετων επιβαρύνσεων (δανειακών, φορολογικών και άλλων).

ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ

17. Συνεχίζεται η πτωτική πορεία της εγχώριας ζήτησης καθώς σχεδόν στο σύνολο των αγαθών και υπηρεσιών σημειώνεται αρνητικό ισοζύγιο. Σχετικά με τις τάσεις κατανάλωσης,  μεγάλο τμήμα του πληθυσμού σημείωσε περικοπές στις δαπάνες ένδυσης- υπόδησης (53%), στις εξόδους (48,2%) και στα είδη διατροφής (40,2%), ένδειξη στροφής στην κατανάλωση χαμηλότερης ποιότητας αγαθών.

18. Αντίθετα, διευρύνθηκε ο αριθμός νοικοκυριών δήλωσε ότι αύξησε την ιδιωτική δαπάνη για τους οικιακούς λογαριασμούς, την υγειονομική και φαρμακευτική περίθαλψη (3η συνεχή χρονιά) και την εκπαίδευση.  Αυτό συμβαίνει λόγω προφανώς της αύξησης της ιδιωτικής συμμετοχής και της μείωσης της δημόσιας δαπάνης, ειδικά στην υγεία. Η τάση αυτή διεύρυνσης της ιδιωτικής δαπάνης για την εξασφάλιση αγαθών κοινωνικού χαρακτήρα (υγεία, εκπαίδευση, λογαριασμοί κοινής ωφέλειας) αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για την διατήρηση της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής.

19. Πάνω από τα μισά νοικοκυριά δήλωσαν ότι καθυστέρησαν να λάβουν ιατρικές συμβουλές  και θεραπείας λόγω οικονομικής αδυναμίας.  Πάνω από 1 στα 3 νοικοκυριά έχει καθυστερήσει να επισκευάσει ηλεκτρική οικιακή συσκευή, ενώ αντίστοιχα το 35% καθυστερεί να κάνει service στο αυτοκίνητο.

20. Αξιοσημείωτη είναι η προσαρμογή των ελληνικών νοικοκυριών στη νέα ψηφιακή εποχή και τα capital controls. Περίπου τα μισά νοικοκυριά χρησιμοποιούν πλαστικό χρήμα και e-banking για αγορά αγαθών και πληρωμή λογαριασμών, αλλά παραμένει ένα 46% που προτιμά να πληρώνει μόνο με μετρητά. Αυτό σημαίνει ότι απαιτείται διαφορετικό μίγμα κινήτρων σε διαφορετικές ομάδες του πληθυσμού, αλλά και συμμόρφωση των τραπεζών με τις οδηγίες της ΤτΕ και το πνεύμα μετάβασης στη νέα ψηφιακή εποχή. Σημαίνει επίσης ότι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού αδυνατεί να προσαρμοστεί σε αυτή την συναλλακτική συνήθεια.


*Η ετήσια έρευνα που παρουσιάζεται διεξάγεται από το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ σε συνεργασία με την εταιρία MARC AE από το Δεκέμβριο του 2012. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε δείγμα 1.000 αντιπροσωπευτικά επιλεγμένων νοικοκυριών από όλη την Ελλάδα στο διάστημα 14 με 24 Νοεμβρίου 2016. Στόχος της έρευνας ήταν η καταγραφή των επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης στο εισόδημα, τις δαπάνες και τις νέες καταναλωτικές συμπεριφορές των νοικοκυριών, που προκύπτουν εξαιτίας των οικονομικών δυσκολιών, καθώς και η αποτύπωση της στάσης σχετικά με την ποιότητα διαβίωσης και τις φορολογικές και άλλες οικονομικές υποχρεώσεις. Τα ευρήματα αυτής της έρευνας μπορούν να συγκριθούν με τα αντίστοιχα των προηγούμενων ερευνών.





Η έρευνα εισοδήματος 2016 του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ πιστοποιεί το αρνητικό πρόσημο που διατρέχει  τη σχέση λιτότητας- επιχειρούμενης παραγωγικής αναδιάρθρωσης σε ένα περιβάλλον διευρυμένων αβεβαιοτήτων και εξωγενών κινδύνων που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία. Πρόκειται για ένα ιδιότυπο σπιράλ απομόχλευσης εισοδημάτων, κατανάλωσης και επένδυσης, που μας οδηγεί σε χαμηλότερη κοινωνική ευημερία και περιορισμένη δυνατότητα υπέρβασης της παγίδας στασιμότητας.

Φαίνεται ότι ο στόχος μετασχηματισμού του οικονομικού μοντέλου κατανάλωσης προς ένα περισσότερο φιλικό μοντέλο για τη διευκόλυνση επενδύσεων αποτυγχάνει διαδοχικά εν μέσω εφαρμογής σκληρών προγραμμάτων εσωτερικής υποτίμησης, που συνδυάζουν υπερφορολόγηση, ανισότητα και κάθετη πτώση των πραγματικών εισοδημάτων και της κατανάλωσης.

Οι ανισότητες που είχαν διαμορφωθεί καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης διευρύνονται και μέσα στο 2016, ενώ οι νέες ρυθμίσεις του τρίτου προγράμματος έχουν ήδη προσθέσει βάρη στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς και τα εισοδήματα των νοικοκυριών.  Από τα στοιχεία της έρευνας προκύπτει ότι το 75% των ελληνικών νοικοκυριών διαβιώνει με πολύ χειρότερους όρους (ποσοτικούς και ποιοτικούς) σε σχέση με το προηγούμενο διάστημα της κρίσης.

Τα στοιχεία αποτυπώνουν με το πιο ανάγλυφο τρόπο ότι τα ελληνικά νοικοκυριά αντιμετωπίζουν μεγάλες δυσκολίες στην αντιμετώπιση των καθημερινών υποχρεώσεων. Μάλιστα, ρυθμίσεις όπως η άρση της αναστολής πλειστηριασμών, η αύξηση των φόρων σε αγαθά ευρείας κατανάλωσης (τηλέφωνο, καπνός, αύξηση ΦΠΑ στα νησιά) οι πρόσθετες επιβαρύνσεις που προβλέπει το νέο ασφαλιστικό αναμένεται να συρρικνώσουν περαιτέρω την δυνητική κατανάλωση.

Σύμφωνα με στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί από διεθνείς και εγχώριους οργανισμούς, τόσο η εισοδηματική όσο και η περιουσιακή κατάσταση των ελληνικών νοικοκυριών έχει υποστεί σημαντικές απώλειες, οι οποίες δεν είναι γραμμικές, αλλά έχουν κατά κύριο λόγο επιδράσει κατά των χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων. Το πρόβλημα της ανισότητας λαμβάνει πλέον ανησυχητικές διαστάσεις διεθνώς και θεωρείται σημαντική απειλή για την παγκόσμια οικονομία. Σύμφωνα με μελέτη που παρουσιάστηκε στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ (WEF- GlobalRisksReport 2017), το 1% του πλουσιότερου πληθυσμού της γης νέμεται το 22% πλούτου (έρευνα 2015, έναντι 10% το 1980).

Στην Ελλάδα, η σωρευτική άσκηση πιέσεων από τους φόρους, τον πληθωρισμό και τα επιτόκια για τους δανειολήπτες έχουν μεγεθύνει το βαθμό απαξίωσης των εισοδημάτων και αξιών. Η πρόσφατη έρευνα που διεξήχθη από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα καταδεικνύει μείωση των περιουσιακών στοιχείων των ελληνικών νοικοκυριών κατά 35,9%, ενώ το κατώφλι της σχετικής φτώχειας στην ελληνική περίπτωση έχει υποχωρήσει δραματικά στα 4,500€ (από 7170 το 2010, EUSILC- Eurostat). Παραδόξως, οι επιπτώσεις στις χώρες που εφάρμοσαν αντίστοιχα προγράμματα προσαρμογής ήταν ηπιότερες για τα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα.

Όλα τα παραπάνω ενισχύουν την άποψη ότι η οικονομική προσαρμογή στη χώρα μας ήταν πολύ οξύτερη και βίαιη για τη «μεσαία τάξη», εγείροντας ερωτηματικά για την αναγκαιότητα συνέχισης της ίδιας οικονομικής πολιτικής, που συνδυάζει μειωμένες δημόσιες δαπάνες και αυξημένες φορολογικές επιβαρύνσεις. Η έναρξη εφαρμογής του προγράμματος κοινωνικού εισοδήματος αλληλεγγύης παρά τις θετικές προθέσεις που φέρει ως ρύθμιση, αδυνατεί να αντιμετωπίσει το ζήτημα της «αξιοπρεπούς διαβίωσης» και της καταπολέμησης της φτώχειας - καθώς προβλέπει μέγιστη ενίσχυση κατ’ άτομο 200€-  και ενδέχεται να οδηγήσει σημαντικό τμήμα του πληθυσμού σε μια ιδιότυπη ομηρία φτώχειας και απλήρωτης εργασίας. Το μέτρο αυτό πρέπει να συνδυαστεί με ένα οργανωμένο πλαίσιο κοινωνικής προστασίας, που θα συνδυάζει παροχές σε χρήμα και είδος, και θα διευθετεί αποτελεσματικά το ζήτημα της ιδιωτικής υπερχρέωσης.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας το 75,3% των νοικοκυριών παρουσίασε σημαντική μείωση των εισοδημάτων μέσα στο 2016. Ακόμη, πάνω από 1 στα 3 νοικοκυριά δηλώνουν ότι διαβιούν με ετήσιο οικογενειακό εισόδημα που βρίσκεται στην κατώτερη εισοδηματική κλίμακα (37,1% δηλώνουν εισόδημα <10,000€). Σταθερά υψηλό παραμένει το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνει ως κύρια πηγή εισοδήματος τη σύνταξη των μελών (αγγίζει το 50%).

Οι αποσπασματικές επισημάνσεις διεθνών οργανισμών για νέες προσαρμογές στο επίπεδο των συντάξεων και του αφορολόγητου, πριν γίνουν ορατές οι επιπτώσεις από το προηγούμενο κύμα περικοπών και νέων έμμεσων φόρων, πυροδοτούν νέο κύμα ανασφάλειας στα νοικοκυριά, αλλά και στις επιχειρήσεις αναφορικά με το κλίμα καταναλωτικής εμπιστοσύνης.

Άλλωστε, εξ αιτίας της κρίσης και άλλων παραγόντων, η ελληνική κοινωνία αντιμετωπίζει και ένα δομικό πρόβλημα που αφορά το δημογραφικό και την βιωσιμότητα του ασφαλιστικού. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, πάνω από 450,000 Έλληνες πολίτες έχουν μεταναστεύσει στο εξωτερικό για να βρουν εργασία, ενώ 2 στους 3 νέους (ηλικίας 18-35) εξετάζουν σοβαρά το ενδεχόμενο να μεταναστεύσουν αν τους δοθεί η κατάλληλη ευκαιρία για εργασία.

Προς αναμονή ολοκλήρωσης της β’ αξιολόγησης και ενδεχόμενης ανάληψης νέων δημοσιονομικών και ασφαλιστικών δεσμεύσεων από τη χώρα μας, η ΓΣΕΒΕΕ υπογραμμίζει την ανάγκη να παρασχεθεί επιπρόσθετος δημοσιονομικός χώρος και χρόνος στην ελληνική οικονομία, προκειμένου να αξιοποιηθεί για την τόνωση της επενδυτικής ζήτησης και της απασχόλησης. Παράλληλα, οι πολιτικές δυνάμεις που αρχίζουν να συγκλίνουν σε χαμηλότερους στόχους πρωτογενών πλεονασμάτων – γεγονός ασφαλώς θετικό- πρέπει να εργαστούν προς την κατεύθυνση παράλληλης διαμόρφωσης ενός εθνικού σχεδίου για την ανάπτυξη και την παραγωγική ανασυγκρότηση με κίνητρα για τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα με χαμηλότερη φορολόγηση, αναπροσαρμογή των ασφαλιστικών επιβαρύνσεων και υιοθέτηση ενός πλαισίου ρυθμίσεων που θα διασφαλίζουν την κοινωνική συνοχή και δε θα εντείνουν τον κοινωνικό αυτοματισμό.

Έρευνα ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ




Σχετικά αρχεία:

Νέες απώλειες θέσεων εργασίας «βλέπει» η ΓΣΕΒΕΕ

Πέμπτη, 02/06/2016 - 21:05
Η αύξηση του ΦΠΑ θα φέρει νέες απώλειες θέσεων εργασίας, χωρίς να αυξηθούν τα έσοδα του Δημοσίου, εκτιμά ο πρόεδρος της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ), Γιώργος Καββαθάς. Όπως σημειώνει σε δήλωσή του, εφόσον οι επιχειρήσεις επιλέξουν να απορροφήσουν τις νέες επιβαρύνσεις, θα αντιμετωπίσουν σοβαρά προβλήματα ρευστότητας.

«Εάν από την άλλη επιλέξουν να το μετακυλίσουν στις τιμές, θα προσθέσουν ακόμα ένα λιθαράκι στη διαρκώς μειούμενη ζήτηση. Σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο. Νέα λουκέτα και νέες απώλειες θέσεων εργασίας, χωρίς, μάλιστα, η θυσία αυτή να οδηγεί σε αύξηση των εσόδων του δημοσίου, που είναι και ο στόχος της κυβέρνησης», συμπληρώνει ο κ. Καββαθάς.

Ο ίδιος προσθέτει ότι η αύξηση του ΦΠΑ στην εστίαση τον Σεπτέμβριο του 2011 είχε σαν αποτέλεσμα το κλείσιμο περίπου 6.500 καταστημάτων και την απώλεια 40.000 θέσεων απασχόλησης. Παράλληλα, όπως επισημαίνει, στα δημόσια ταμεία μπήκαν 160 εκατ. ευρώ από το 1 δισ. ευρώ που είχε αρχικώς προϋπολογιστεί.

Ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ κάνει λόγο για «νέο φαύλο κύκλο βαθιάς ύφεσης» και προτείνει να εφαρμοστούν αναπτυξιακές πολιτικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.

Τονίζει, επίσης ότι, σύμφωνα με την τελευταία έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, τρεις στις δέκα μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις κατέγραψαν ζημίες κατά το προηγούμενο έτος, ενώ τέσσερις στις δέκα έχουν ληξιπρόθεσμες ασφαλιστικές οφειλές και 15% ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τις τράπεζες. Επιπλέον, το 50% των ΜμΕ αντιμετωπίζει δυσκολίες στην έγκαιρη καταβολή των μισθών.

Ο κ. Καββαθάς προσθέτει ότι από σήμερα, η Ελλάδα είναι μεταξύ των τεσσάρων πρώτων χωρών της Ε.Ε. με τον υψηλότερο συντελεστή ΦΠΑ. «Η αύξηση του ΦΠΑ στο 24% και η εξομοίωσή του έναντι του μειωμένου ΦΠΑ σε 11 νησιά της χώρας, δυστυχώς, θα συρρικνώσει ακόμα περισσότερο την πραγματική οικονομία, επηρεάζοντας αρνητικά τα ελληνικά νοικοκυριά, τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις», συμπληρώνει.



Πηγή: naftemporiki.gr

Δ. Στρατούλης: Αποποινικοποίηση των οφειλών των επαγγελματιών προς τα ταμεία

Δευτέρα, 16/02/2015 - 19:37

Διαδοχικές συναντήσεις με το πρόεδρο της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ) Γιώργο Καββαθά και της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου (ΕΣΕΕ), Βασίλη Κορκίδη, είχε σήμερα ο αναπληρωτής υπουργός Κοινωνικών Ασφαλίσεων Δημήτρης Στρατούλης.

Διαστάσεις μάστιγας οι οφειλές προς τον ΟΑΕΕ, να αναληφθούν άμεσα πολιτικές πρωτοβουλίες ζητά από την κυβέρνηση η ΓΣΕΒΕΕ

Τρίτη, 17/06/2014 - 12:38
Να ανασταλεί άμεσα η δράση του ΚΕΑΟ (Κέντρο Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών) καθώς οι κατασχέσεις και οι δημεύσεις περιουσιών δεν μπορεί να αποτελούν τη μόνη απάντηση της κυβέρνησης, ζητά με επιστολή του από τον Υπουργό Εργασίας κ. Ι Βρούτση το Προεδρείο της ΓΣΕΒΕΕ. Στην επιστολή τονίζεται, ότι η αύξηση των οφειλών προς τον ΟΑΕΕ έχει λάβει διαστάσεις μάστιγας  και ότι η στέρηση των εσόδων είναι αποτέλεσμα αδυναμίας και όχι απροθυμίας πληρωμής από τους ασφαλισμένους του. Οι οφειλέτες, υπογραμμίζεται στην επιστολή, λόγω υπερσυσσώρευσης εσόδων προς τον ΟΑΕΕ με τις ανεξόφλητες ασφαλιστικές εισφορές και τα πρόστιμα εισέρχονται σε ένα φαύλο κύκλο που η κατάληξη του είναι κατασχέσεις και φυλάκιση.

ΓΣΕΒΕΕ: «Η ζωή μας δεν είναι αναλώσιμη» - κινητοποίηση στις 30 Μαρτίου

Πέμπτη, 27/03/2014 - 12:30



Με κεντρικό σύνθημα «Η ζωή μας δεν είναι αναλώσιμη» η ΓΣΕΒΕΕ διοργανώνει συγκέντρωση διαμαρτυρίας την Κυριακή 30 Μαρτίου 2014 στις 2 το μεσημέρι στη Πλατεία Κλαυθμώνος. Όπως αναφέρει στην ανακοίνωσή της, "οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι έμποροι και οι αυτοαπασχολούμενοι έχουν γονατίσει από την εξοντωτική υπερφορολόγηση, από τα δρακόντεια πρόστιμα και από τις παράλογες «ρυθμίσεις» του ΟΑΕΕ, δήλωσε ο Πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ, κ. Γ. Καββαθάς. Τα τελευταία 4 χρόνια 250.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις έχουν βάλει λουκέτα, 1 στις 2 είναι στο κόκκινο ενώ την ίδια στιγμή 1.000.000 επαγγελματίες και βιοτέχνες καθώς και οι οικογένειές τους είναι ανασφάλιστοι, πρόσθεσε ο Πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ".

Τα βασικά αιτήματα της ΓΣΕΒΕΕ είναι:

    να σταματήσει η υπερφορολόγηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που τις οδηγεί στον αφανισμό
    να αποσυρθούν οι ρυθμίσεις που αφορούν στα υπέρογκα φορολογικά πρόστιμα.
    να μην μειωθούν κι άλλο οι συντάξεις.
    να εκλογικευτούν οι ρυθμίσεις των οφειλών των ΜμΕ προς τον ΟΑΕΕ και το ΙΚΑ έτσι ώστε και να μπορούν να εξυπηρετηθούν αλλά και για να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα των ταμείων.  
    να αποποινικοποιηθούν οι οφειλές προς τον ΟΑΕΕ.
    να αποκατασταθεί η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη για το σύνολο των ασφαλισμένων στον ΟΑΕΕ και να διαχωριστεί η ασφαλιστική ενημερότητα από τη θεώρηση των βιβλιαρίων.

Κλιμάκιο του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ στην Κεφαλονιά

Κυριακή, 09/02/2014 - 09:00


Μετά από απόφαση του Προεδρείου της ΓΣΕΒΕΕ επιστημονικό κλιμάκιο του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων ΓΣΕΒΕΕ μεταβαίνει στην Κεφαλονιά προκειμένου να καταγράψει τα προβλήματα και της ζημιές που έχουν προκύψει από τους σεισμούς για τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες. Το κλιμάκιο θα συναντηθεί με εκπροσώπους πρωτοβάθμιων οργανώσεων αλλά και με βιοτέχνες, εμπόρους, ιδιοκτήτες καταστημάτων και επιτηδευματίες.

Το επιστημονικό κλιμάκιο του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ θα υποβάλλει έκθεση στο Προεδρείο της ΓΣΕΒΕΕ προκειμένου να υποβληθούν συγκεκριμένες και τεκμηριωμένες προτάσεις προς την Κυβέρνηση για την ουσιαστική ανακούφιση των πληγέντων.





 

Έρευνα ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ - "Φορολόγηση Ακινήτων - Πλειστηριασμοί"

Δευτέρα, 06/01/2014 - 10:14



Η συγκεκριμένη έρευνα εντάσσεται στις ειδικές και έκτακτες έρευνες του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ (συνεργασία με την εταιρία MARC AE). Έγινε σε δείγμα 1200 νοικοκυριών στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας την περίοδο του Δεκεμβρίου. Στόχος, η καταγραφή των επιπτώσεων της φορολόγησης ακινήτων στα νοικοκυριά σε σχέση με το διαθέσιμο εισόδημα, τις φορολογικές και άλλες υποχρεώσεις.

Τα ποιοτικά και ποσοτικά ευρήματα της έρευνας επιβεβαιώνουν τη βαθιά ανησυχία των νοικοκυριών για την τύχη της προσωπικής και οικογενειακής τους περιουσίας εξαιτίας τόσο της υψηλής φορολογικής επιβάρυνσης όσο και της αδυναμίας αποπληρωμής των δανείων (στεγαστικών, επιχειρηματικών ή άλλων).

Τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την επεξεργασία των στοιχείων της έρευνας είναι:

    Το 35% των νοικοκυριών έχει συσσωρευμένες οφειλές, στις οποίες εκτιμάται ότι δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί το επόμενο έτος. Οι νέες φορολογικές επιβαρύνσεις θα επιτείνουν την οικονομική αδυναμία των νοικοκυριών και αναμένεται να αυξήσουν τις ληξιπρόθεσμες οφειλές.

    Επιβεβαιώνεται το υψηλό ποσοστό κατοχής ακίνητης περιουσίας από τα ελληνικά νοικοκυριά. Το 86,7% του πληθυσμού κατέχει κάποιο ακίνητο. Στα νοικοκυριά που έχουν άνεργους το ποσοστό αυτό δε διαφέρει σημαντικά (84,9%). Αυτό σημαίνει ότι η κατοχή ιδιοκτησιακών τίτλων ακίνητης περιουσίας αποτελεί σε μεγάλο βαθμό ύστατο καταφύγιο και υποκατάστατο προστασίας έναντι του κινδύνου ακραίας φτώχειας και αποκλεισμού, ελλείψει μάλιστα στοιχειωδών δομών και παροχών κοινωνικής προστασίας. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται και από το υψηλό ποσοστό κινδύνου φτώχειας που διατρέχει τα ελληνικά νοικοκυριά (άνω του 30%) πρόσφατης έρευνας της Eurostat. Άρα δεν θα πρέπει η κατοχή κάποιου ακινήτου να εκλαμβάνεται συλλήβδην ως ικανότητα παραγωγής προσόδου.
    Το 28,1% των νοικοκυριών που διαμένει σε ιδιόκτητο σπίτι έχει στεγαστικό δάνειο. Αυτό σημαίνει ότι περίπου 1εκ. νοικοκυριά έχουν δανειακά βάρη στο ακίνητο που διαμένουν.
    Από τα 1 εκ. νοικοκυριά που έχουν στεγαστικό δάνειο, 168,000 νοικοκυριά (16,8%) έχει καθυστερημένες οφειλές σε μόνιμη βάση και 220.000 νοικοκυριά (22 %) τα αποπληρώνει μεν αλλά με συχνές καθυστερήσεις δε. Τούτο επιβεβαιώνεται και από τα πρόσφατα στοιχεία της ΤτΕ όπου καταγράφεται μια αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε ποσοστό πάνω από 30%. Αν λάβουμε υπόψη και τα επιχειρηματικά δάνεια τα οποία έχουν εμπράγματες διασφαλίσεις (με προσημείωση προσωπικής περιουσίας), τότε το πρόβλημα γίνεται οξύτερο.
    1 στα 3 νοικοκυριά φοβάται ότι θα χάσει το σπίτι του εξ αιτίας τόσο των συσσωρευμένων υποχρεώσεων όσο και των επιπρόσθετων επιβαρύνσεων (δανειακών, φορολογικών και άλλων). Η ανασφάλεια αυτή δημιουργεί ένα φαύλο κύκλο αποεπένδυσης και κατάρρευσης των αξιών των ακινήτων.
    Φέτος, πάνω από το 45% των νοικοκυριών κλήθηκε να πληρώσει φόρο ακινήτων πάνω από 500 ευρώ. Αν συνυπολογίσουμε την υπερφορολόγηση των εισοδημάτων και τη μεγάλη μείωση των εισοδημάτων συνάγεται ότι 1 στα 2 νοικοκυριά επιβαρύνθηκε με φόρο κατοχής ακινήτου αξίας τουλάχιστον ενός μισθού.
    Η συντριπτική πλειοψηφία των νοικοκυριών θεωρεί ότι ο φόρος ακινήτων θα πρέπει να είναι μηδενικός για τους ανέργους και για την αναξιοποίητη περιουσία (κλειστά μαγαζιά και κατοικίες), ενώ θα πρέπει να είναι μικρότερος για ακίνητα με δανειακά βάρη και για τις επιχειρήσεις που τα χρησιμοποιούν στην παραγωγική διαδικασία.

 Η έρευνα έχει καταδείξει τη μεγάλη ανησυχία των ελληνικών νοικοκυριών σχετικά με τη δυνατότητα διατήρησης της κατοικίας τους. Στη σημερινή οικονομική συγκυρία   ούτε η πολιτική των πλειστηριασμών, ούτε εκείνη της υψηλής φορολόγησης θα επιλύσουν το πρόβλημα του υψηλού δημόσιου και ιδιωτικού χρέους. Αντίθετα, θα το επιδεινώσουν.

Πηγή: ΓΣΕΒΕΕ

Σελίδα 1 από 2