ΕΛΣΤΑΤ: Μείωση στις γεννήσεις το 2022 στην Ελλάδα – Πόσοι παντρεύτηκαν και πόσοι χώρισαν (γραφήματα)

Κυριακή, 08/10/2023 - 13:51

Περαιτέρω μείωση κατά 10,3% σημείωσαν οι γεννήσεις στην Ελλάδα πέρυσι και ανήλθαν σε 76.541 (39.558 αγόρια και 36.983 κορίτσια) σε σχέση με το 2021 που ήταν 85.346 (43.998 αγόρια και 41.348 κορίτσια). Στις γεννήσεις δε συμπεριλαμβάνονται οι γεννήσεις νεκρών βρεφών, οι οποίες το 2022 ανήλθαν σε 446, μειωμένες κατά 1,5% σε σχέση με το 2021 που ήταν 453.

Από την άλλη πλευρά, οι θάνατοι το 2022 ανήλθαν σε 140.801 (70.802 άνδρες και 69.999 γυναίκες), καταγράφοντας μείωση 2,2% σε σχέση με το 2021 που ήταν 143.923 (73.420 άνδρες και 70.503 γυναίκες).

Οι θάνατοι βρεφών ηλικίας κάτω του έτους ανήλθαν σε 239, μειώνοντας το δείκτη βρεφικής θνησιμότητας (θάνατοι βρεφών ηλικίας κάτω του έτους ανά 1.000 γεννήσεις ζώντων) από 3,48 το 2021 σε 3,12 το 2022.

Με κόκκινο χρώμα αποτυπώνονται οι θάνατοι

Σύμφωνα επίσης με τα στοιχεία φυσικής κίνησης πληθυσμού από την ΕΛΣΤΑΤοι γάμοι το 2022 ανήλθαν σε 43.355 (21.381 θρησκευτικοί και 21.974 πολιτικοί), παρουσιάζοντας αύξηση κατά 6,4% σε σχέση με το 2021, κατά το οποίο είχαν πραγματοποιηθεί 40.759 (18.487 θρησκευτικοί και 22.272 πολιτικοί).

Τα σύμφωνα συμβίωσης ανήλθαν σε 13.157, παρουσιάζοντας αύξηση 13,9% σε σύγκριση με το 2021 που ήταν 11.550. Στα σύμφωνα συμβίωσης του 2022 περιλαμβάνονται 394 σύμφωνα συμβίωσης μεταξύ ανδρών και 113 μεταξύ γυναικών.

Τα διαζύγια ανήλθαν σε 14.477, παρουσιάζοντας αύξηση 4% σε σχέση με το 2021 (13.921διαζύγια). Αναφορικά με τον τύπο διαζυγίου, οκτώ στα δέκα διαζύγια που εκδόθηκαν την τελευταία πενταετία είναι συναινετικά. Το 2022, εκδόθηκαν 11.638 συναινετικά (80,4%) και 1.906 κατ’ αντιδικία διαζύγια (13,2%), ενώ για 933 διαζύγια (6,4%) δεν δηλώθηκε ο τύπος διαζυγίου.

Οι περισσότερες αποφάσεις διαζυγίων αφορούν σε άτομα ηλικίας 40- 44 ετών (άνδρες 17,8% και γυναίκες 20%) και ακολουθούν τα άτομα ηλικίας 45- 49 ετών (άνδρες 17,6% και γυναίκες 16,4%).

Το 65,6% των διαζυγίων που εκδόθηκαν το 2022 αφορά σε γάμους που διήρκησαν 10 και πλέον έτη (9.500 διαζύγια).

Η αναλογία διαζυγίων ανά 100 γάμους ήταν 33,4 το 2022, έναντι 34,2 το 2021, από 41,2 το 2020, από 32,1 το 2019 και από 32,8 το 2018.

Όλο και περισσότεροι γάμοι στην Ελλάδα καταλήγουν σε διαζύγιο

Τετάρτη, 30/03/2022 - 13:23

Η ταχύτατη αύξηση των διαζυγίων τα τελευταία χρόνια οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην αλλαγή του θεσμικού πλαισίου που διευκόλυνε το διαζύγιο και επέτρεψε τη μαζική λύση γάμων που ήταν ουσιαστικά για πολλά έτη «νεκροί».

«Στη χώρα μας τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 λύνονται 550-900 στους 10.000 γάμους. Η ένταση αυξάνεται προοδευτικά στη συνέχεια: 2.200-2.500 γάμοι στη δεκαετία του 2000 και περισσότεροι από 2.500 στους 10.000 γάμους κατά τη διάρκεια της πρόσφατης οικονομικής κρίσης. Ταυτόχρονα, η αύξηση της έντασης του διαζυγίου (αλλά και η αύξηση των γεννήσεων εκτός γάμου όπως επίσης και των δεύτερων γάμων) έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση τόσο των μονογονεϊκών οικογενειών όσο και των παιδιών που μεγαλώνουν σε οικογένειες με έναν θετό και έναν βιολογικό γονέα. Επομένως, οι οικογενειακές δομές στη χώρα μας διαφοροποιούνται όλο και περισσότερο από αυτές του παρελθόντος. Η μικρή σε μέγεθος πυρηνική οικογένεια που προκύπτει από γάμο συνεχίζει να επικρατεί μεν αλλά και νέα οικογενειακά πρότυπα αναδύονται απαιτώντας νέες προσεγγίσεις σχετικά με το σχεδιασμό και την υλοποίηση των προτεραιοτήτων στη διαμόρφωση της όποιας δημογραφικής πολιτικής».

Τα προαναφερθέντα αποτελούν αποτελέσματα έρευνας του Δρ. Δημογραφίας κ. Γιώργου Κοντογιάννη, και παρατίθενται στο 8ο ψηφιακό τεύχος της σειράς «FlashNews» που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο του χρηματοδοτούμενου από το ΕΛΙΔΕΚ (και υλοποιούμενου από τον ΕΛΚΕ του Παν. Θεσσαλίας) ερευνητικού Προγράμματος «Δημογραφικά Προτάγματα στην Έρευνα και Πρακτική στην Ελλάδα».
 

Από την ανάλυση των δεδομένων αναφέρει ο ερευνητής, διαπιστώνουμε ότι η ένταση του διαζυγίου αυξάνεται συνεχώς με αποτέλεσμα όλο και περισσότεροι γάμοι να οδηγούνται στη λύση τους. Έτσι, στη χώρα μας, ενώ χώρισε το 10% των ζευγαριών που παντρεύτηκαν το 1972, έλυσε τον γάμο του το 17% αυτών που παντρεύτηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1980, και είναι πολύ πιθανόν να πράξει το ίδιο το 30% των ζευγαριών που παντρεύτηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Ο κ. Κοντογιάννης αναφερόμενος και στο συναινετικό διαζύγιο διαπιστώνει ότι από τη θέσπισή του (το 1983) και μετά αυτό κατέστη ιδιαίτερα σύνηθες, καθώς το ειδικό τους βάρος αυξάνεται συνεχώς με αποτέλεσμα τα συναινετικά διαζύγια να αποτελούν πλέον το 59-82% του συνόλου την περίοδο 1984-2017. Η ταχύτατη δε αύξηση των δεικτών - αλλά και της μέσης διάρκειας γάμου κατά τη λύση του τις περιόδους 1979-1981 και 1984-1988 επισημαίνει, οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην αλλαγή του θεσμικού πλαισίου (ν. 868/1979 και 1329/1983) που διευκόλυνε το διαζύγιο και επέτρεψε τη μαζική λύση γάμων που ήταν ουσιαστικά για πολλά έτη «νεκροί».

Για να καταλήξει μεταξύ άλλων τονίζοντας:

«Στην Ελλάδα, τις τελευταίες δεκαετίες καταγράφονται σημαντικές αλλαγές και τάσεις σύγκλισης με τις χώρες της βόρειας και δυτικής Ευρώπης: εκτός από την αύξηση της συχνότητας λύσης του γάμου (του ποσοστού δηλαδή των ζευγαριών που παντρεύτηκαν μετά το 1970 και πήραν διαζύγιο), αυξάνεται στις νεότερες γενεές και το ποσοστό των ατόμων που δεν παντρεύονται (καθώς και αυτών που δεν κάνουν παιδιά), οι εκτός γάμου γεννήσεις και τα ζευγάρια που επιλέγουν το Σύμφωνο Συμβίωσης. Επομένως, οι οικογένειες στη χώρα μας διαφοροποιούνται όλο και περισσότερο από αυτές του παρελθόντος απαιτώντας νέες προσεγγίσεις σχετικά με το σχεδιασμό και την υλοποίηση των προτεραιοτήτων στη διαμόρφωση της όποιας δημογραφικής πολιτικής».