Την εποπτεία της ΕΥΠ αναλαμβάνει ο Μητσοτάκης - Υπό τον έλεγχο του ΕΡΤ και Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων

Τρίτη, 09/07/2019 - 20:00

Άκρως αποκαλυπτικό αναφορικά με τις προθέσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη σχετικά με την ΕΥΠ και τις αρμοδιότητές της είναι πρώτο Προεδρικό Διάταγμα που δημοσιεύεται σε ΦΕΚ επί πρωθυπουργίας του.  

Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει το άρθρο 5 του Προεδρικού Διατάγματος, η ΕΥΠ θα υπάγεται απευθείας στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη.

 

«Η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών η οποία συστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 2421/1953 και μετονομάστηκε και οργανώθηκε με το ν. 1645/1986 και το ν. 3649/2008 (Α’ 39) μεταφέρεται, ως σύνολο αρμοδιοτήτων, θέσεων, και προσωπικού, στον Πρωθυπουργό» επισημαίνεται χαρακτηριστικά στο εν λόγω άρθρο.

Υπενθυμίζεται πάντως πως η ΝΔ είχε αντιδράσει πολύ έντονα όταν το 2016 αρμοδιότητες της ΕΥΠ είχαν μεταφερθεί στον υπουργό Ψηφιακής Πολιτικής, Νίκο Παππά.

«Ο υπουργός που επεδίωξε να ελέγξει το τηλεοπτικό τοπίο με αντισυνταγματικές μεθοδεύσεις και κατονομάστηκε ως χρηματοδότης σάιτ που υπηρετούσε την κομματική γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ, πάει να πάρει στα χέρια του τμήμα των μυστικών υπηρεσιών της χώρας. Όχι ως πολιτικός προϊστάμενος, αλλά ως άμεσος διαχειριστής τους», αναφέρονταν χαρακτηριστικά στην επίμαχη ανακοίνωση της ΝΔ, η οποία συνέχιζε σημειώνοντας: «Η ΝΔ τονίζοντας την «απόλυτη αντίθεσή της στην επιχειρούμενη μεθόδευση της Κυβέρνησης Τσίπρα – Καμμένου – Παππά, που προσθέτει μια ακόμα σκιά στο πώς λειτουργεί αυτή η Κυβέρνηση».

 
 
 

Τέλος, η τότε αξιωματική αντιπολίτευση κατέληγε με την επισήμανση: «Οι υπηρεσίες ασφάλειας της χώρας πρέπει να παραμείνουν στην Ε.Υ.Π., η οποία οφείλει να έχει αυστηρά υπηρεσιακή λειτουργία».

 

Παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο ίδιο ΦΕΚ, υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη μεταφέρεται και η Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης και Επικοινωνίας, η οποία είναι αρμόδια για την εποπτεία των ΜΜΕ, της Δημόσιας Ραδιοτηλεόρασης και του Αθηναϊκού – Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων.

«Με την επιφύλαξη της υποπερίπτωσης (δ) της περίπτωσης 2.1 της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του παρόντος σχετικά με την υπαγωγή του ΕΚΟΜΕ Α.Ε. στο Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης, καθώς και της παραγράφου 5 του άρθρου 4 του παρόντος σχετικά με τη μεταφορά αρμοδιοτήτων, θέσεων και προσωπικού υπηρεσιών της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης και Επικοινωνίας στο Υπουργείο Εξωτερικών, στον Πρωθυπουργό μεταφέρονται, ως σύνολο αρμοδιοτήτων, θέσεων, προσωπικού και εποπτευόμενων φορέων, η Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης και Επικοινωνίας, όπως αυτή οργανώθηκε με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Ε’ του π.δ. 82/2017 και η Ειδική Γραμματεία Επικοινωνιακής Διαχείρισης Κρίσεων όπως οργανώθηκε με τις διατάξεις του Κεφαλαίου ΣΤ’ του ίδιου π.δ.» σημειώνεται χαρακτηριστικά στο άρθρο 5 του ΦΕΚ που αφορά τις «μεταφορές υπηρεσιών και αρμοδιοτήτων στον πρωθυπουργό».



πηγή: tvxs

Τριμηνιαία έκθεσή του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής: Έξοδος στις αγορές δεν σημαίνει τέλος της εποπτείας

Πέμπτη, 01/02/2018 - 15:00
«Η έξοδος στις αγορές δεν σημαίνει το τέλος της εποπτείας, ούτε ισοδυναμεί με το τέλος της λιτότητας», αναφέρει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής στην τριμηνιαία έκθεσή του για το διάστημα Οκτώβριος - Δεκέμβριος 2017, που είναι η τελευταία υπό τον συντονισμό του Παναγιώτη Λιαργκόβα, η θητεία του οποίου έληξε τον Νοέμβριο και δεν θα ανανεωθεί, κατόπιν απόφασης της Επιτροπής Κανονισμού της Βουλής.

Μεταξύ άλλων, το Γραφείο Προϋπολογισμού τονίζει ότι «η Ελλάδα, ακόμα και αν όλα πάνε καλά, θα υπάγεται στους ισχύοντες για τα κράτη-μέλη περιορισμούς της δημοσιονομικής διακυβέρνησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και ειδικά της Ευρωζώνης» και υπενθυμίζει ότι η εποπτεία για κράτη-μέλη που έχουν δανειστεί από τον ΕΜΣ προβλέπεται να είναι ενισχυμένη.


Εξάλλου, σημειώνει ότι τον ρόλο της «τρόικας» αναλαμβάνουν, με διαφορετική βέβαια μορφή, οι ίδιες οι αγορές. Στο σημείο αυτό το Γραφείο Προϋπολογισμού προειδοποιεί τα εξής: «Στον βαθμό που η οικονομική πολιτική χαρακτηρίζεται από συνέπεια αναφορικά με τους στόχους της (π.χ. δημοσιονομική σταθερότητα), οι αγορές θα ανταμείβουν τη χώρα με αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας και χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού. Αν όμως οι αγορές διαπιστώσουν ότι οι κυβερνήσεις δεν χαρακτηρίζονται από συνέπεια στην άσκηση οικονομικής πολιτικής (π.χ. εφαρμόζουν πελατειακές πρακτικές για την εξασφάλιση πολιτικού οφέλους), θέτοντας σε κίνδυνο την δημοσιονομική σταθερότητα, οι αγορές θα είναι τιμωρητικές, ανεβάζοντας τα επιτόκια και δυσκολεύοντας ή/και ακυρώνοντας τυχόν πρόσβαση σε δανειακά κεφάλαια».

Στην έκθεση διευκρίνιζεται ότι η έξοδος στις αγορές δεν ισοδυναμεί με το τέλος της λιτότητας, καθώς η χώρα:  

α) Έχει δεσμευθεί θεσμοθετώντας μια σειρά συγκεκριμένων δημοσιονομικών στόχων για τα χρόνια μετά το 2018: πρωτογενή πλεονάσματα και μέτρα στο ασφαλιστικό σύστημα το 2019 και στη φορολογία το 2020, συνολικά της τάξης του 2% ΑΕΠ προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% ΑΕΠ μέχρι το 2022. 

β) Θα πρέπει, στη συνέχεια, να διατηρήσει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2% του ΑΕΠ μέχρι το 2060, τα οποία ενδέχεται να αποδειχθούν ανέφικτα αν η χώρα δεν ακολουθήσει τον δρόμο της διατηρήσιμης ανάπτυξης. 

Ακόμη, σημειώνεται ότι παρά τις συμβατικές δεσμεύσεις και το γεγονός ότι η κυβέρνηση εφαρμόζει εν πολλοίς το τρίτο πρόγραμμα, παραμένει αδιευκρίνιστο τι θα συμβεί μετά το τέλος του προγράμματος. Το Γραφείο Προϋπολογισμού υπενθυμίζει μάλιστα ότι ο αναπληρωτής υπουργός οικονομικών Γ. Χουλιαράκης είπε πρόσφατα ότι είναι υπαρκτό το ενδεχόμενο επανόδου στις παλιές κακές δημοσιονομικές συνήθειες και συνεπώς «δεν είναι μικρός ο κίνδυνος ενός δημοσιονομικού παραστρατήματος», καθώς το 2019 θα είναι εκλο γικό έτος.

Επίσης, υπογραμμίζεται ότι «δεν πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες σχετικά με το μέγεθος και τη διάρκεια της κατανόησης των εταίρων για κάποιες αποκλίσεις από τους στόχους που έχουν τεθεί π.χ. στο ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων ή για τις δυνατότητες της ΕΚΤ να διευκολύνει την έξοδο στις αγορές διατηρώντας το waiver ακόμα και αν οι ελληνικοί τίτλοι δεν αξιολογού- νται καταλλήλως από τις αγορές».

«Η απόδοση από το δεκαετές ομόλογο του ελληνικού δημοσίου κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2017, βάσει στοιχείων της Τράπεζας της Ελλάδος, σημείωσε σημαντική υποχώρηση, καθώς από το 5,56% τον Σεπτέμβριο, διαμορφώθηκε στο 4,44% τον Δεκέμβριο, που αποτελεί το χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων ετών, λόγω και της εξαιρετικά ευνοϊκής ευρωπαϊκής και διεθνούς συγκυρίας. Να σημειωθεί ωστόσο, ότι όταν αρχίσει να ομαλοποιείται η νομισμα- τική πολιτική της ΕΚΤ (ολοκλήρωση των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης), τα εξαιρετικά χαμηλά αυτά επιτόκια θα αυξηθούν, με άμεσο κόστος και για την Ελλάδα», προστίθεται.

Η οικονομία ανακάμπτει

Το Γραφείο Προϋπολογισμού διαπιστώνει «ότι το 2017 η οικονομία επί τέλους ανακάμπτει, μολονότι ο ρυθμός μεγέθυνσης είναι συγκριτικά μικρότερος σε σχέση με τον μέσο ρυθμό της Ευρωζώνης, αλλά και με τις προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί».

Πάντως, παρατηρεί ότι τα στοιχεία για το ΑΕΠ του εννεαμήνου Ιανουάριος - Σεπτέμβριος 2017 θέτουν εν αμφιβόλω την αισιόδοξη πρόβλεψη της ελληνικής κυβέρνησης και των θεσμών για ρυθμό μεγέθυνσης 1,6% το 2017. 

Ακόμη, εκτιμά ότι η ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο τις τάσεις ανάκαμψης, αλλά υπενθυμίζει ότι τα έγγραφα που κοινοποιήθηκαν στους υπουργούς και η απόφαση του Eurogroup της 22ας Ιανουαρίου 2018 υπογράμμισαν όχι μόνον όσα επιτεύχθηκαν μέχρι σήμερα, αλλά και ποιες εκκρεμότητες έμειναν. Υπενθύμισαν επίσης βασικά θεσμικά ελλείμματα της χώρας που θα πρέπει να εξαλειφθούν για να περάσει σε τροχιά διατηρήσιμης ανάπτυξης.

«Η πτώση του ποσοστού ανεργίας σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια οφείλεται και στη σημαντική εξάπλωση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, οι οποίες τον Νοέμβριο του 2017 ανήλθαν στο 58,04%», συμπληρώνει. 

Ζητούμενο η διατηρήσιμη ανάπτυξη

Σύμφωνα με την έκθεση, η Ελλάδα έχει βρεθεί σε μια «παγίδα λιτότητας», όπου οι συνεχείς αυξήσεις φορολογίας και μειώσεις δαπανών μειώνουν το ΑΕΠ, αυξάνουν το χρέος και φτωχοποιούν τον πληθυσμό.

Ακόμη, τονίζεται ότι όσο δεν ρυθμίζεται, το χρέος θα παραμένει ως «δαμόκλειος σπάθη» πάνω από την ελληνική οικονομία, θα επηρεάζει αρνητικά τις προσδοκίες των οικονομικών παραγόντων και θα εμποδίζει την ανάπτυξη.

Το ζητούμενο είναι η διατηρήσιμη ανάπτυξη, που μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν:

  • Συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις: Αυτό που εξακολουθεί να χρειάζεται η χώρα είναι μια ριζική αλλαγή των συστημάτων κινήτρων και αντικινήτρων, των κανόνων του παιχνιδιού και των θεσμών που τους εφαρμόζουν. 
  • Συνεχιστεί η δημοσιονομική σταθερότητα, αλλά με άλλο μίγμα, χωρίς υπερφορολόγηση, αφού «η εξάντληση της φοροδοτικής ικανότητας έχει οδηγήσει πολλά νοικοκυριά στα όρια της φτώχειας: Το κέντρο βάρους της δημοσιονομικής προσαρμογής θα πρέπει στο μέλλον να μετατεθεί περισσότερο στην περιστολή της κακοδιαχείρισης στο δημόσιο (όπου υπάρχουν ακόμα περιθώρια), στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και στη σταδιακή μείωση των φόρων. 
  • Υπάρξει γενναία ρύθμιση του χρέους μακροπρόθεσμα με ταυτόχρονη συζήτηση για το απαιτούμενο ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων: Όσο δεν ρυθμίζεται, το χρέος θα παραμένει ως «δαμόκλειος σπάθη» πάνω από την ελληνική οικονομία, θα επηρεάζει αρνητικά τις προσδοκίες των οικονομικών παραγόντων και θα εμποδίζει την ανάπτυξη.   
  • Χαρτογραφηθεί ένα εθνικό αναπτυξιακό σχέδιο.
  • Υπάρξει συναίνεση και συνεννόηση:  Καμία χώρα που ήταν σε πρόγραμμα δεν κατάφερε να βγει από την κρίση, χωρίς να διαθέτει μια αποφασισμένη ηγεσία και ένα ελάχιστο πεδίο συναίνεσης, χωρίς δηλαδή να έχει αποκαταστήσει ένα πνεύμα εθνικής και κοινωνικής συνεννόησης για να πετύχει τους στόχους της.







πηγή: // naftemporiki/