×

Προειδοποίηση

JUser: :_load: Αδυναμία φόρτωσης χρήστη με Α/Α (ID): 49

Σε θέση «μάχης» οι εργαζόμενοι: «Να νεκρώσει η χώρα στην απεργία στις 9 Νοέμβρη»

Πέμπτη, 06/10/2022 - 18:49

Στους αγωνιστικούς ρυθμούς του απεργιακού ξεσηκωμού πραγματοποιήθηκε το απόγευμα της Τετάρτης η μαζική σύσκεψη των συνδικάτων στο γήπεδο του Σπόρτιγκ, το οποίο με το κεντρικό πανό της εκδήλωσης να δίνει το σύνθημα «Καμία αναμονή, καμία ανοχή, όλοι στη γενική απεργία στις 9 Νοέμβρη», υποδέχτηκε εκατοντάδες αντιπροσωπείες συνδικάτων από όλους τους κλάδους.

Όπως δημοσιεύει το 902.gr, στη σύσκεψη ορίστηκε η απεργιακή συγκέντρωση της Αθήνας να γίνει στα Προπύλαια στις 10.30 π.μ. και να ακολουθήσει πορεία στη Βουλή. Αποφασίστηκε ακόμα τα συνδικάτα να προχωρήσουν την Παρασκευή 7 Οκτώβρη σε νέα κινητοποίηση έξω από το Εφετείο στις 9 π.μ., στη δίκη της Χρυσής Αυγής, απαιτώντας να μπουν όλοι οι φασίστες στη φυλακή και καταδικάζοντας τις απαράδεκτες αποφάσεις και προσπάθειες αποφυλάκισής τους.

Σε κλίμα μάχης, οι συνδικαλιστές μέτρησαν τα βήματα που έχουν γίνει μέχρι τώρα, σε μια σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε έναν χρόνο μετά τη μεγάλη σύσκεψη των συνδικάτων της Αττικής στον ίδιο χώρο, με όσα μεσολάβησαν από τότε να επιβεβαιώνουν την πολύτιμη συμβολή της για να βρεθούν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και χιλιάδες εργαζόμενοι σε θέσεις μάχης και όχι «αναμονής».

Έτσι, σήμερα επιβεβαίωσαν την αποφασιστικότητά τους για νέα βήματα στον συντονισμό της δράσης, για ένταση της κοινής πάλης με τους αυτοαπασχολούμενους και τους μικρούς ΕΒΕ στο πλαίσιο της απεργιακής προετοιμασίας. Στόχος είναι η 9η Νοέμβρη να αποτελέσει έναν μεγάλο αγωνιστικό σταθμό που θα δώσει πνοή σε νέους, μαζικότερους συλλογικούς αγώνες των εργαζομένων, μαζί με τους αυτοαπασχολούμενους, τους βιοπαλαιστές αγρότες, τη νεολαία, μετατρέποντας τον «δύσκολο χειμώνα» για τον οποίο προετοιμάζουν τον λαό η κυβέρνηση, τα αστικά κόμματα και η μεγαλοεργοδοσία, σε περίοδο αποφασιστικής αγωνιστικής ανάτασης, ανυποχώρητης πάλης για αυξήσεις στους μισθούς και για μέτρα προστασίας του εισοδήματος.

Το «παρών» στη σύσκεψη έδωσαν συνδικάτα και συνδικαλιστές που μήνες τώρα δίνουν μεγάλες μάχες σε χώρους δουλειάς και κλάδους, οργανώνοντας εμβληματικούς αγώνες και βάζοντας «δύσκολα» στην εργοδοσία, όπως οι οικοδόμοι στα εργοτάξια, οι μεταλλεργάτες στα ναυπηγεία, οι ναυτεργάτες στα βαπόρια κ.λπ. Μαζί τους οι εργαζόμενοι από τη «Μαλαματίνα», που με τις πολύμηνες παλικαρίσιες απεργιακές κινητοποιήσεις τους δίνουν το παράδειγμα της ανυποχώρητης πάλης. Οι υγειονομικοί, που μετά από δυόμισι χρόνια αναμέτρησης με την πανδημία και την εγκληματική κυβερνητική πολιτική δίνουν νέες μάχες, έχουν μπροστά τους την πανυγειονομική απεργία στις 20 Οκτώβρη, ενώ πρόσφατα κατέγραψαν την επιτυχία μιας από τις αγωνιστικές παρεμβάσεις τους, επιβάλλοντας μόνιμες προσλήψεις στο Παίδων «Αγία Σοφία», ώστε να ξαναλειτουργήσουν τα χειρουργεία.

Δίπλα στα συνδικάτα που εδώ και χρόνια είναι στην πρώτη γραμμή, παρουσία είχαν και νέες συνδικαλιστικές οργανώσεις που συγκροτούνται σε διάφορους χώρους, όπως το Πανελλήνιο Σωματείο Ελλήνων Τραγουδιστών, από το οποίο έδωσε το «παρών» η πρόεδρός του, Νατάσσα Μποφίλιου.

Την εισήγηση έκανε ο Γ. Στεφανάκης, πρόεδρος του Συνδικάτου Επισιτισμού – Τουρισμού – Ξενοδοχείων Αττικής, και ακολούθησαν παρεμβάσεις από εκπροσώπους πολλών ακόμα σωματείων.

Στη σύσκεψη διαβάστηκαν χαιρετισμοί, οι οποίοι ήταν και σε οπτικοποιημένη μορφή από το Συνδικάτο Εργαζομένων στα Τρένα, Βερσαλλιών, Γαλλίας, από την Cinzia Dellaporta από την USB Ιταλίας και από τον Εμίλ Όλσεν, από το Συνδικάτο Οικοδόμων Γιουτλάνδης Δανίας.

Ανεβαίνοντας στο βήμα ο Γ. Στεφανάκης, σημείωσε ότι σήμερα είναι μια μαύρη μέρα για την εργατική τάξη. Ακόμα μια φορά μετράμε νεκρούς και τραυματίες, τόνισε με αφορμή τα εργατικά δυστυχήματα που έγιναν στο μεταλλείο της «Imerys», στα μεταλλεία της Βάργιανης στη Φωκίδα, αλλά και στο Μενίδι, σε αποθήκη ηλεκτρονικού σούπερ μάρκετ. Τα μέτρα της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων έχουν πάει περίπατο για να κερδίζουν μια χούφτα πλουτοκράτες, υπογράμμισε ο Γ. Στεφανάκης. Τηρήθηκε ενός λεπτού σιγή.

«Στις 9 Νοέμβρη να έχουμε μαζική συμμετοχή στην απεργία, να βουλιάξει στη κυριολεξία η Αθήνα από απεργούς, να σταματήσει κάθε παραγωγική διαδικασία», τόνισε ο Γιώργος Στεφανάκης, πρόεδρος του Συνδικάτου Εργατοϋπαλλήλων Επισιτισμού – Τουρισμού και Ξενοδοχείων Ν. Αττικής στην εισηγητική τοποθέτηση στη σύσκεψη εργατικών σωματείων της Αττικής στο γήπεδο Σπόρτιγκ.

Μαχητικό το πνεύμα των παρεμβάσεων των εκπροσώπων από χώρους δουλειάς
Σε μαχητικό πνεύμα έγιναν οι παρεμβάσεις συνδικαλιστών από διάφορους χώρους δουλειάς.

Συνέχιση των αγώνων των εργαζομένων στον κλάδο μέσα από την προετοιμασία της απεργίας δίνει η Ομοσπονδία Μεταλλωρύχων, όπως σημείωσε ο αντιπρόεδρός της, Δημήτρης Μπάτης. Υπενθύμισε τον πολύμηνο αγώνα των μεταλλεργατών της ΛΑΡΚΟ αλλά και τη μάχη για να επιστρέψουν στη θέση τους οι απολυμένοι συνδικαλιστές εργαζόμενοι στην “Edilmac”, θυγατρική της “Ελληνικός Χρυσός”. Αναφέρθηκε ακόμα στο δυστυχήματα στα μεταλλεία Φωκίδας που κόστισε τη ζωή σε έναν εργαζόμενο, καταγγέλλοντας πως οι εργαζόμενοι έχουν επανειλημμένα αναδείξει την έλλειψη μέτρων προστασίας στον συγκεκριμένο χώρο χωρίς ποτέ να ληφθούν μέτρα. «Ψηλά το κεφάλι. Όλες και όλοι στην απεργία», κατέληξε.

Στις μεγάλες ελλείψεις, τις 60 κενές οργανικές θέσεις γιατρών, και στα προβλήματα που δημιουργεί αναφέρθηκε η Σοφία Ζώρη, παιδίατρος στο Αγία Σοφία, μέλος της πενταμελούς Επιτροπής της ΕΙΝΑΠ. Οι λίστες αναμονής των μικρών ασθενών που περιμένουν να χειρουργηθούν, η δυσλειτουργία του μικροβιολογικού τμήματος, είναι προβλήματα που έβγαλαν τους γιατρούς και το λοιπό προσωπικό στον δρόμο του αγώνα, οργανώνοντας μια ιδιαίτερα πετυχημένη απεργία και διαμαρτυρία στο υπουργείο Υγείας. «Εμείς οι γιατροί στο Παίδων ζητάμε τα αυτονόητα. Να έχουν τα παιδιά την Υγεία που τους αξίζει και εμείς να εργαζόμαστε αξιοπρεπώς», σχολίασε.

Το υπουργείο Υγείας που έσυρε για μια ακόμα φορά στα δικαστήρια τους εκπαιδευτικούς κατήγγειλε η Θεοδώρα Δριμάλα, πρόεδρος του Συλλόγου Εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Βύρωνα – Καισαριανής – Παγκρατίου «Ρόζα Ιμβριώτη». Σκιαγραφώντας τα κενά και τις ελλείψεις στα δημόσια σχολεία, αλλά και τους παγωμένους μισθούς και τις ελαστικές εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών, αναφέρθηκε στις αγωνιστικές πρωτοβουλίες των Συλλόγων. «Απεργούμε στις 9 Νοέμβρη μαζί με όλους τους εργαζόμενους. Κλείνουμε εκείνη τη μέρα τα σχολεία για να παραμείνουν πραγματικά ανοιχτά το επόμενο διάστημα», κατέληξε.

Το εργοδοτικό “επιχείρημα” πως δεν προστατεύεται από την απόλυση γιατί το Σωματείο δεν είναι εγγεγραμμένο στο ΓΕΜΗΣΟΕ κατήγγειλε ο απολυμένος συνδικαλιστής Γιάννης Φραγγίδης, πρόεδρος της ΠΟΕΕΠ και του Σωματείου Εργαζομένων στη «Μαλαματίνα». «Δε βάζουμε το κεφάλι κάτω», τόνισε μιλώντας για τον αγώνα των εργαζομένων στο εργοστάσιο, επισημαίνοντας ότι αυτό που δίνει δύναμη στους απεργούς είναι η συγκινητική αλληλεγγύη που δέχονται από νέους, απόμαχους της δουλειάς, συναδέλφους τους από άλλους χώρους, μαζικούς φορείς. Από το βήμα της σύσκεψης υπενθύμισε την επίθεση της εργοδοσίας που έχει θέσει στο στόχαστρο της απόλυσης 17 εργαζόμενους, όλοι τους μέλη του Σωματείου. «Είμαστε καθημερινά εκεί. Ζητάμε την ανάκληση των απολύσεων. Ζητάμε την υπογραφή Συλλογικής Σύμβασης», τόνισε και προανήγγειλε νέες αγωνιστικές πρωτοβουλίες. «Ετοιμαζόμαστε για τη μεγάλη απεργία, με όπλο μας την αλληλεγγύη. Θα νικήσουμε», είπε και χειροκροτήθηκε θερμά.

Μιλώντας ο ο Βασίλης Γκιτάκος, πρόεδρος του Σωματείου Εργαζομένων Δήμου Πειραιά, ο οποίος καταδικάστηκε σε πολύμηνη φυλάκιση για συνδικαλιστική δράση, ξεκαθάρισε ότι «το μεγάλο ερώτημα που πρέπει να απασχολεί όλους τους εργαζόμενους είναι με ποιον τρόπο θα συμβάλει στην επιτυχία της απεργίας”, προκειμένου να δοθεί μαχητική απάντηση στην κυβέρνηση που καλεί τον λαό “να σφίξει κι άλλο το ζωνάρι”. Δίπλα στις ευθύνες της κυβέρνησης, επισήμανε και εκείνες της τοπικής διοίκησης, των δημάρχων, που υλοποιούν επίσης την αντιλαϊκή πολιτική. Μάλιστα, ως εργοδότες χιλιάδων εργαζομένων διακρίνονται για την επίθεση στις εργασιακές σχέσεις, την έλλειψη μέτρων προστασίας στους χώρους δουλειάς, στις διώξεις της συνδικαλιστικής δράσης.

Να σημάνει απεργιακός ξεσηκωμός στις 9 Νοέμβρη
Μιλώντας στη σύσκεψη ο Κώστας Σφακιανάκης, πρόεδρος του Σωματείου Εργαζομένων «First Data», επισήμανε ότι οι αγώνες έχουν αποτέλεσμα και ανακοίνωσε ότι σήμερα το Σωματείο ύστερα από πολλές κινητοποιήσεις ανάγκασε την εργοδοσία να υπογράψει ΣΣΕ με αυξήσεις στους μισθούς και δικαιώματα για όλους τους εργαζόμενους. Δεν υπάρχει είπε εμπόδιο που δεν μπορεί να ξεπεραστεί. Αν και στην εταιρεία οι εργαζόμενοι βρίσκονται σε πολύ μεγάλο ποσοστό σε τηλεργασία το Σωματείο με οργανωμένο σχέδιο παρέμβασης, με συγκεντρώσεις ανά περιοχές, περιοδείες, διαδικτυακές συζητήσεις κ.α. κατάφερε να έχουν επιτυχία οι αγωνιστικές παρεμβάσεις. Ακόμα, όπως είπε, πήραν δύναμη από τη στήριξη που είχαν από το κλαδικό Σωματείου Χρηματοπιστωτικού, τον αγώνα των εργαζομένων στην PDS. Είναι μια νίκη, σημείωσε, πάνω στην οποία θα κτίσουμε για να συνεχίσουμε τον αγώνα μας.

«Εκτός από τις περικοπές σε Υγεία μισθούς, συντάξεις, γίνεται προσπάθεια να περικοπεί και το δικαίωμά των παιδιών μας στη μόρφωση», σημείωσε η Νατάσα Μιχαήλ, πρόεδρος του Συλλόγου Εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης «Δημήτρης Γληνός». «Συσκέψεις σαν τη σημερινή μας γεμίζουν αισιοδοξία», πρόσθεσε και διαβεβαίωσε ότι η θέση των εκπαιδευτικών είναι στην απεργία, στον αγώνα, στη μάχη για να μην βρεθεί κανένας μαθητής αναγκασμένος να κάνει μάθημα σε παγωμένη σχολική αίθουσα.

Την τριήμερη απεργία που έκαναν οι εργαζόμενοι και τα αιτήματά της μετέφερε ο Θωμάς Ζακάλκας, πρόεδρος του Σωματείου Εργαζομένων ΕΟΔΥ. «Δεν μπορούμε άλλο να αντέξουμε την επέλαση της ιδιωτικοποίησης στην Υγεία», είπε και μετέφερε το «παρών» του Σωματείου στην απεργία των υγειονομικών στις 20 Οκτώβρη και στην πανεργατική κινητοποίηση στις 9 Νοέμβρη.

Την εκτόξευση της επιβατικής κίνησης, τους εξουθενωτικούς όρους δουλειάς, για ένα κουτσουρεμένο μεροκάματο που συχνά έχει ημερομηνία λήξης, αλλά και τον θάνατο δύο εργαζομένων εν ώρα εργασίας μέσα στον Σεπτέμβριο, στηλίτευσε ο Μάνος Μυλωνάς, μέλος της Διοίκησης του Σωματείου Εργαζομένων στη Swissport στο αεροδρόμιο της Αττικής. Σε μια περίοδο που οι εργαζόμενοι σε μια σειρά αεροδρόμια σε όλο τον κόσμο κινητοποιούνται, και στο αεροδρόμιο της Αττικής στα χείλη των εργαζομένων βρίσκεται η διαπίστωση πως «κάτι πρέπει να γίνει». Ξεχωριστή σημασία απέδωσε στη στάση που κράτησαν οι εργαζόμενοι στη φορτοεκφόρτωση που σταμάτησαν συμβολικά τη δουλειά, την ώρα της κηδείας του συναδέλφου τους.

Τα γενικευμένα προβλήματα στις δημόσιες δομές Υγείας, που έχουν μετατραπεί σε “κρανίου τόπο”, κατήγγειλε ο Τάσος Αντωνόπουλος, πρόεδρος του Σωματείου Εργαζομένων στο Νοσοκομείο «Λαϊκό». Μπροστά στην απεργία κάλεσε κάθε συνδικαλιστή να δώσει τον καλύτερο εαυτό του για να γίνουν συσκέψεις και συνελεύσεις, να ζωντανεύσουν τα σωματεία, να φτάσει παντού το απεργιακό μήνυμα.

Στην υπογραφή της κλαδικής ΣΣΕ που έφερε σημαντικές αυξήσεις, αναγνώριση τριετιών κ.α, αναφέρθηκε ο Παύλος Αλεξανδράκης, γραμματέας του Συνδικάτου Οικοδόμων Αθήνας. Παρόλο, σημείωσε, που δεν λύθηκαν τα προβλήματα του κλάδου ειδικά σε συνθήκες ακρίβειας η υπογραφή της ΣΣΕ διαμορφώνει καλύτερους όρους, αποτελεί ένα ισχυρό όπλο για τη συνέχιση του αγώνα. Το Συνδικάτο έστησε δύο εργοταξιακές επιτροπές σε μεγάλα εργοτάξια μέσα στο καλοκαίρι και κάτω από την πίεση δόθηκαν επιπλέον αυξήσεις ενώ αυτή τη στιγμή βρίσκεται κοντά στην υπογραφή εργοταξιακής σύμβασης σε εργοτάξιο στα Σεπόλια. Αποδεικνύεται είπε, ότι η οργάνωση της πάλης στους χώρους δουλειάς φέρνει αποτελέσματα.

Όλοι για την επιτυχία της απεργίας στις 9 Νοέμβρη
Τις κινητοποιήσεις των τραπεζοϋπαλλήλων το προηγούμενο διάστημα, όπως τις απεργίες στην «PDS» ενάντια σε απολύσεις, τη διεκδίκηση αυξήσεων στη «MELLON», συνόψισε ο Νίκος Μεσσάδος, αντιπρόεδρος του Σωματείου Χρηματοπιστωτικού Αττικής. Χαιρέτισε τους εργαζόμενους στη «First Data» που έκαναν δική τους υπόθεση και τελικά πέτυχαν την υπογραφή Συλλογικής Σύμβασης. «Συνεχίζουμε τον αγώνα για Συλλογικές Συμβάσεις, πρωτοστατούμε στις συνελεύσεις στους χώρους δουλειάς για να παρθούν απεργιακές αποφάσεις για τις 9 Νοέμβρη», σημείωσε.

«Όλοι μπροστά για την επιτυχία της απεργίας και την κλιμάκωση του αγώνα», ήταν το κάλεσμα που απηύθυνε ο Παντελής Κοσμίδης, μέλος της Διοίκησης του Σωματείου Εργαζομένων Λειτουργίας Μετρό (ΣΕΛΜΑ).

Το παράδειγμα της απεργιακής κινητοποίησης στα ναυπηγεία «Σπανόπουλου» για την υπογραφή Συλλογικής Σύμβασης ανέδειξε ο Λεωνίδας Γραμματικός, μέλος της Διοίκησης του Συνδικάτου Μετάλλου Αττικής και Ναυπηγοεπισκευαστικής Βιομηχανίας Ελλάδας. Η εκλογή σωματειακής Επιτροπής, η συζήτηση με τους εργαζόμενους, η διεκδίκηση μέτρων για τις συνθήκες του καύσωνα, ήταν μερικά από τα βήματα που προηγήθηκαν και οδήγησαν τους εργαζόμενους να δώσουν τη μάχη σαν μία γροθιά, συσπειρωμένοι στο Συνδικάτο, κόβοντας τον βήχα της εργοδοσίας που αξίωνε να μετατρέψει όλο το προσωπικό σε εργολαβικούς.

Τη φωνή των κινητοποιήσεων, στάσεων εργασίας και συνελεύσεων στη φάρμακο βιομηχανία, μετέφερε ο Βαγγέλης Ζανής, από το Σωματείο Εργαζομένων στη «ΦΑΜΑΡ». «Κανείς δεν πίστευε πριν ενάμιση χρόνο ότι οι εργαζόμενοι της ΦΑΜΑΡ θα συμμετέχουν σε απεργίες, θα κάνουν συνελεύσεις», σχολίασε, κι όμως σήμερα διεκδικούν αυξήσεις στους μισθούς, καλύτερες συνθήκες δουλειάς.

«Δε θα παγώσουν οι εργαζόμενοι, δεν θα παγώσουν οι μαθητές μας», ξεκαθάρισε ο Νίκος Παπασπύρου, πρόεδρος Συλλόγου Εκπαιδευτικών Αγίας Παρασκευής και κάλεσε σε διαμόρφωση αγωνιστικού σχεδίου μέχρι τις 9 Νοέμβρη αλλά και μετά από αυτή. «Μένει ένας μήνας περίπου μέχρι την απεργία. Αυτές τις 34 μέρες να δώσουμε τη μάχη σχολείο το σχολείο, για να ξημερώσει στις 10 Νοέμβρη μια άλλη μέρα», προέτρεψε.

Μιλώντας η Χρυσαφένια Μαλλιά Στολίδου, γραμματέας του Συνδικάτου Εργατοϋπαλλήλων Τηλεπικοινωνιών και Πληροφορικής Ν. Αττικής (ΣΕΤΗΠ) σημείωσε πως πέφτουν τεράστια κονδύλια στον κλάδο με τους εργοδότες να σημειώνουν μεγάλη κερδοφορία. Όμως οι εργαζόμενοι είναι αντιμέτωποι με διαφορετικές συμβάσεις εργασίας, χτύπημα των δικαιωμάτων, διώξεις συνδικαλιστών από την εργοδοσία η οποία λέει πως είναι ώρα για ΣΣΕ γιατί ο ανταγωνισμός είναι έντονος. Απέναντι σε αυτή την κατάσταση, τόνισε, το ΣΕΤΗΠ με επιθετικά αιτήματα απαιτεί αναπλήρωση των απωλειών, την υπογραφή κλαδικής ΣΣΕ με ουσιαστικές αυξήσεις και συγκροτημένα δικαιώματα και σε αυτή την κατεύθυνση δίνει τη μάχη για οργάνωση των εργαζομένων και μπροστά στην απεργία.

Στην απεργία στις 9 Νοέμβρη να νεκρώσει όλη η χώρα
Την επίθεση των εφοπλιστών που γιγαντώθηκε το καλοκαίρι, με εντατικοποίηση, ατυχήματα, άσχημες συνθήκες δουλειάς, απλήρωτες υπερωρίες, καταστρατήγηση των Συμβάσεων, αλλά και στην οργάνωση κινητοποιήσεων, συνόψισε ο Άγγελος Γαλανόπουλος, πρόεδρος του ναυτεργατικού σωματείου «ΣΤΕΦΕΝΣΩΝ». Η προετοιμασία της απεργίας, όπως εξήγησε, παίρνει τη σκυτάλη από τη δράση αυτή, με αιχμή το αίτημα για υπογραφή Συμβάσεων με αυξήσεις.

Την κερδοφορία εκπαιδευτικών αλυσίδων και φροντιστηρίων, αποτύπωσε η Ελπίδα Νασιοπούλου, πρόεδρος του Σωματείου Εργαζομένων στην Ιδιωτική Εκπαίδευση «Ο Βύρων». Όπως εξήγησε, οι γονείς καλούνται να πληρώσουν φουσκωμένα δίδακτρα και την ίδια ώρα οι εκπαιδευτικοί που διδάσκουν τα παιδιά τους αμείβονται όλο και χαμηλότερα, αντιμετωπίζουν όλο και χειρότερες συνθήκες δουλειάς. «Από μια μικρή σπίθα μπορεί να γεννηθούν δυνατότητες», σχολίασε μεταφέροντας την πείρα από αγώνες που έχουν εκδηλωθεί στον κλάδο. «Η απεργία θα μας φέρει ένα βήμα πιο κοντά στην υπογραφή Συλλογικής Σύμβασης», σημείωσε.

Στην οργάνωση του αγώνα για την υπογραφή Συλλογικής Σύμβασης σε επιχειρήσεις του κλάδου, όπως στην εταιρεία «Σμυρνιωτάκης» όπου πραγματοποιήθηκε συνέλευση μέσα στο εργοστάσιο, επικέντρωσε ο Γιώργος Καραγιάννης, αντιπρόεδρος του Συνδικάτου Τύπου Χάρτου. «Έχουμε βάλει στόχο να συμμετέχουν όσο περισσότεροι εργαζόμενοι γίνεται στην απεργία», σημείωσε.

Στο σχέδιο δράσης που επεξεργάζεται το σωματείο μπροστά στην απεργία, δίνοντας συνέχεια στις πρωτοβουλίες που έχουν προηγηθεί για την υπογραφή κλαδικής Σύμβασης, αναφέρθηκε ο Μπάμπης Κουμπούνης, μέλος της Διοίκησης της Ένωσης Λογιστών Ελεγκτών Περιφέρειας Αττικής.

Την ανάγκη να υψωθεί τείχος αλληλεγγύης στις διώξεις συνδικαλιστών, επισήμανε ο Μάρκος Μπεκρής, πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου Πειραιά και του Σωματείου Εργαζομένων στην COSCO (ΕΝΕΔΕΠ). Από το βήμα της σύσκεψης, μετέφερε το κάλεσμα των εργατικών σωματείων στους αυτοαπασχολούμενους και μικρούς επαγγελματίες να βαδίζουν μαζί στον δρόμο του αγώνα, όπως μαζί “ματώνουν” από την αντιλαϊκή πολιτική, την ακρίβεια, τη φοροληστεία, τους πλειστηριασμούς. «Αυτά που μας ενώνουν είναι πάρα πολλά», τόνισε και κάλεσε τους φορείς των επαγγελματιών να ενώσουν τη φωνή τους με τα σωματεία. «Στις 9 Νοέμβρη πρέπει να είμαστε όλοι μαζί, να νεκρώσει όλη η χώρα», κατέληξε.

Πηγή: www.rosa.gr

Εργατική τάξη και εργατικό κίνημα στα χρόνια της στρατιωτικής δικτατορίας 1967-1974

Δευτέρα, 06/11/2017 - 21:00
Από το Γιώργο Αλεξάτο, συγγραφέα

Το δικτατορικό καθεστώς που επιβλήθηκε με το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 υπήρξε ταυτόχρονα τομή και συνέχεια του καθεστώτος που επικράτησε στην Ελλάδα μετά τη νίκη του αστισμού κατά τον Εμφύλιο.

Τομή, γιατί κατάργησε τον κοινοβουλευτισμό και τις –ούτως ή άλλως, περιορισμένες- δημοκρατικές λειτουργίες του μετεμφυλιακού καθεστώτος. Συνέχεια, γιατί βασίστηκε στους ίδιους ιδεολογικούς πυλώνες του αντικομμουνισμού και της εθνικοφροσύνης, καθώς και στην ίδια επιδίωξη διασφάλισης των συμφερόντων της κυρίαρχης τάξης, έναντι της μεγάλης πλειονότητας των εργαζομένων –μισθωτών και μικροϊδιοκτητών- με την αναπαραγωγή ακόμη και ανάλογων κοινωνικών στρωμάτων – στηριγμάτων του κυρίαρχου συνασπισμού εξουσίας: τμημάτων του κρατικού γραφειοκρατικού μηχανισμού και μέρους των μικροϊδιοκτητικών στρωμάτων της πόλης και της υπαίθρου.

Εκείνη η κοινωνική τάξη που και πριν και μετά το πραξικόπημα ήταν αποκλεισμένη, στο σύνολό της, από την όποια εύνοια του καθεστώτος ήταν, αναμφίβολα, η εργατική τάξη, η οποία αποτελούσε και τον κύριο στόχο των οικονομικών, πολιτικών και ιδεολογικών ρυθμίσεων, για δύο λόγους: ήταν αυτή που από την εκμετάλλευσή της διασφαλιζόταν η αναπαραγωγή του κυρίαρχου τρόπου παραγωγής, αλλά και αυτή που συνιστούσε τον κύριο κίνδυνο αμφισβήτησης της αστικής ταξικής κυριαρχίας.

Ως προς τον πρώτο λόγο, είναι σαφής η διαπίστωση του προέδρου του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων, Γεώργιου Δράκου, σε ομιλία του στις Βρυξέλλες το 1965:

«Η εν Ελλάδι εξαιρετική απόδοσις των επενδύσεων προσδιορίζεται από παράγοντας ιδιαζόντως ευνοϊκούς ως είναι το άφθονον εργατικόν δυναμικόν και αι χαμηλαί αμοιβαί και εξηγούν το φαινόμενον του ύψους των ετησίων αποσβέσεών τους, που εις πολλάς περιπτώσεις φθάνει το 20-40%» (1).

Κατά την περίοδο 1960-73, που χαρακτηρίζεται «χρυσή εποχή του ελληνικού καπιταλισμού» (2), με τους ρυθμούς ανάπτυξης «να βρίσκονται επικεφαλής του αντίστοιχου ρυθμού των άλλων χωρών του ΟΟΣΑ (με εξαίρεση της Ιαπωνίας και της Ισπανίας)» (3), η κερδοφορία του κεφαλαίου οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην απομείωση του μεριδίου της εργασίας. «Οι ιστορικοί παράγοντες που ευθύνονται γι’ αυτό είναι η συντριβή του αριστερού και λαϊκού κινήματος μετά τον πόλεμο, που είχε ως συνέπεια την κυριαρχία του ‘’κράτους των εθνικοφρόνων’’ και τις έκτακτες νομοθεσίες, με αποκορύφωμα την επτάχρονη στρατιωτική δικτατορία. Μόνιμο στοιχείο της περιόδου είναι η συστηματική πάλη ενάντια στον ελεύθερο συνδικαλισμό. Παράλληλα, η ταχύρρυθμη αγροτική έξοδος έθετε στη διάθεση του κεφαλαίου άφθονη, φτηνή, μη συνδικαλισμένη εργατική δύναμη» (4).

Αυτή την περίοδο, ενώ ο μέσος ετήσιος ρυθμός του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος είναι 6,8%, με μέσο όρο στις χώρες της ΕΟΚ το 4,2% (5), με τη βιομηχανική παραγωγή να υπερεφταπλασιάζεται το 1974 σε σχέση με το 1950 (6) και τον ελληνόκτητο εμπορικό στόλο να αποτελεί το 1973 το 14,7% του παγκοσμίου, έναντι 9,5% του 1962 (7), υπάρχει σταθερή απόκλιση μεταξύ της αύξησης της παραγωγικότητας και της ανόδου των εργατικών ημερομισθίων, και κατά συνέπεια «αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης» (8).

Έτσι, μεταξύ 1959 και 1973, οι εργατικές αποδοχές εμφανίζουν πραγματική μείωση σε σχέση με την αυξανόμενη παραγόμενη αξία κατά 2,5%, έναντι αντίστοιχης μείωσης 0,1% στην Ιταλία και 0,3% στη Γαλλία, και αύξησης 0,2-0,3% σε Αγγλία, Βέλγιο και Γερμανία (9). Χαρακτηριστική είναι η τεράστια διάσταση μεταξύ της μέσης ωριαίας αμοιβής το 1972 στην Ελλάδα (18,4 δραχμές), έναντι της Ιταλίας (31,8 δραχμές) και της Γερμανίας (58 δραχμές)(10).

Η εργατική τάξη ζει όλα αυτά τα χρόνια, από τη δεκαετία του 1940 μέχρι και αυτήν του ’70, σε συνθήκες που χαρακτηρίζονται από βιοτικό επίπεδο εξαιρετικά χαμηλό, που μπορεί να βελτιώνεται σταδιακά, ως συνέπεια διεκδικητικών αγώνων, αλλά και μέριμνας του καθεστώτος για την αντιμετώπιση του κινδύνου μιας αποσταθεροποιητικής κοινωνικής έκρηξης, αλλά υπολείπονται σαφώς από αυτό που απολαμβάνει η εργατική τάξη όλων σχεδόν των ευρωπαϊκών χωρών, εξαιρουμένων της Ισπανίας και της Πορτογαλίας που ασφυκτιούν υπό δικτατορικά καθεστώτα.

Στα χρόνια της δικτατορίας συντελούνται βαθιές αλλαγές στην ελληνική κοινωνία. Η εγκαθίδρυσή της συνέπεσε με το ξεπέρασμα των πιο ακραίων φαινομένων εξαθλίωσης μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού, λόγω της οικονομικής υποδομής που δημιουργήθηκε κατά την προηγούμενη περίοδο, από το 1950 και μετά, αλλά και εξαιτίας των προδικτατορικών εργατικών και λαϊκών αγώνων, οι κατακτήσεις των οποίων θα ήταν δύσκολο να αναιρεθούν πλήρως από τη Χούντα, χωρίς αυτό να προκαλέσει και την ανάπτυξη ενός κινήματος που θα οδηγούσε στην ανατροπή της.

Ήδη, από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, οι εργαζόμενοι αλλάζουν καταναλωτική συμπεριφορά. Η επιδίωξη αγοράς ή έστω ενοικίασης σύγχρονου διαμερίσματος, ο εξοπλισμός του σπιτιού με ηλεκτρικά είδη, όπως ψυγείο, κουζίνα και πλυντήριο, η αγορά ιδιωτικού αυτοκινήτου, για πρώτη φορά αρχίζουν να αποτελούν ενδιαφέροντα τμημάτων των λαϊκών κοινωνικών στρωμάτων. Με την ίδρυση, το 1966, του πρώτου πειραματικού σταθμού τηλεόρασης του ΕΙΡ όλο και μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού λαού ενδιαφέρεται και για το νέο αυτό μέσο ενημέρωσης και ψυχαγωγίας.

Εντούτοις, όσο κι αν οι αλλαγές αυτές είναι πραγματικές και αισθητές, για έναν λαό που επί δεκαετίες (από τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922) ζούσε σε εξαιρετικά άσχημες οικονομικές συνθήκες, το χάσμα που χωρίζει την Ελλάδα από τη δυτική Ευρώπη παραμένει τεράστιο. Το 1967, όταν στη Δυτική Γερμανία αντιστοιχούσαν 14,9 αυτοκίνητα ανά 1.000 κατοίκους, στην Ελλάδα η αντιστοιχία ήταν 1/1.000, ενώ το 1964, όταν στη Γερμανία υπήρχαν 308 ραδιόφωνα ανά 1.000 κατοίκους, στην Ελλάδα υπήρχαν μόλις 81.

Η οικονομική ανάπτυξη που συντελέστηκε κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες είχε ως συνέπεια και την αύξηση των μισθωτών εργαζομένων, οι γραμμές των οποίων πυκνώνουν λόγω της εγκατάλειψης της υπαίθρου από εκατοντάδες χιλιάδες αγρότες. Σύμφωνα με την απογραφή του 1971, οι μισθωτοί εργαζόμενοι ανέρχονταν σε 1.371.660, εκ των οποίων 966.220 ήταν εργάτες και εργάτριες. Αξιοσημείωτη είναι και η διαπίστωση ότι εξακολουθεί να απασχολείται εργατικό δυναμικό ηλικίας ακόμη και κάτω των 15 ετών. Το 1971 εργάζεται το 11% των αγοριών και το 9,7% των κοριτσιών (11).

Κατά την περίοδο της δικτατορίας όχι μόνο συνεχίζεται η αφαίμαξη του ελληνικού πληθυσμού από τη μετανάστευση, αλλά φτάνει και στο αποκορύφωμά της στα 1969 (158.675) και 1970 (163.251), έναντι 148.414 του 1966. «Πράγμα που», όπως επισημαίνεται, «δεν εκπλήσσει, φυσικά, όσους γνωρίζουν το μεγάλο βαθμό εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης στην Ελλάδα απ’ το κεφάλαιο, κι ιδιαίτερα απ’ τα ξένα και τα ντόπια μονοπώλια» (12).

Αν και η μετανάστευση έχει ως συνέπεια την αντιμετώπιση του προβλήματος της ανεργίας, που διατηρούνταν σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960, οι Έλληνες εξακολουθούν να μεταναστεύουν κυρίως λόγω αυτής της υπερεκμετάλλευσης και των τεράστιων αποκλίσεων των εργατικών αποδοχών από αυτές της Γερμανίας, του Βελγίου, της Σουηδίας, της Αυστραλίας και των άλλων χωρών υποδοχής του ελληνικού μεταναστευτικού ρεύματος.

Το πρόβλημα της ανεργίας θα ξανακάνει την εμφάνισή του στα 1973-74, ως συνέπεια της διεθνούς οικονομικής κρίσης, και θα πλήξει ιδιαίτερα τον κλάδο των κατασκευών. Αν και η κρίση στην οικοδομή είχε εμφανιστεί ήδη το 1966, πολιτικοί λόγοι υποχρέωσαν τη χούντα σε μέτρα αναθέρμανσης της οικοδομικής δραστηριότητας. Τόσο για την αντιμετώπιση των αντιδράσεων του δυναμικού οικοδομικού κλάδου όσο και για τη διατήρηση ως στρώματος-στηρίγματος του καθεστώτος, του εκτεταμένου μεσοαστικού και μικροαστικού κοινωνικού στρώματος που δραστηριοποιούνταν στις κατασκευές.

Πάντως, το 1974 η Ελλάδα βρίσκεται στην πρώτη θέση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ όσον αφορά στον πληθωρισμό (33,4%), ενώ από τα τέλη του 1972 μέχρι τα μέσα του ’74 η αύξηση των εξόδων διαβίωσης κινούνταν μεταξύ 55 και 100% (13).

Η εργατική τάξη συνιστά όλα τα χρόνια που μεσολάβησαν, μεταξύ του Εμφυλίου και της στρατιωτικής δικτατορίας, την κύρια κοινωνική δύναμη αντίστασης προς το καθεστώς που επέβαλε ο αστισμός μετά τη νίκη του στην ένοπλη εμφύλια αναμέτρηση. Οι εργατικοί δήμοι και οι εργατογειτονιές, έχοντας αποτελέσει κέντρα της μαζικής λαϊκής αντίστασης στα χρόνια της εαμικής εποποιίας, παραμένουν κάστρα της ηττημένης Αριστεράς. Εκλέγουν αριστερές δημοτικές αρχές, ακόμη και με ποσοστά που ξεπερνούν τα δύο τρίτα των ψήφων, ενώ στις βουλευτικές εκλογές αναδεικνύουν σταθερά πρώτη δύναμη την ΕΔΑ, αποτελώντας την κύρια δύναμη της εκλογικής της βάσης.

Όταν το 1958 η ΕΔΑ αναδείχθηκε αξιωματική αντιπολίτευση, με το 24,42% των ψήφων, οι εργατικές συνοικίες στο λεκανοπέδιο Αττικής, τη Θεσσαλονίκη, την Πάτρα, τον Βόλο κ.λπ., της έδωσαν ποσοστά που έφταναν από 55 έως και 67%. Ακόμη και όταν το 1964 η εκλογική της δύναμη περιορίστηκε στο 11,8%, στις συνοικίες αυτές προσέγγιζε ή και ξεπερνούσε το 40%.

Με ιδιαίτερη βιαιότητα αντιμετώπιζε το μετεμφυλιακό καθεστώς την αγωνιστική-ταξική συνδικαλιστική οργάνωση και δραστηριότητα των εργαζομένων. Με τη ΓΣΕΕ, τα Εργατικά Κέντρα και το σύνολο, σχεδόν, των Ομοσπονδιών να ελέγχονται από συνδικαλιστές πιστούς στο καθεστώς, που εξασφάλιζαν την προσοδοφόρα παραμονή στις διοικήσεις μέσω αντιδημοκρατικών μεθοδεύσεων, στησίματος σωματείων-σφραγίδων, αποκλεισμού των οργανώσεων που έλεγχε η Αριστερά κ.λπ., ο αγώνας για τον εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού κινήματος αποτέλεσε ένα από τα κύρια μέτωπα του λαϊκού κινήματος Δημοκρατικής Αντίστασης, από το 1950 έως το 1967. Καθώς αρχίζει από το 1960 η αντεπίθεση του εργατικού κινήματος, με πρωτοπορία και δύναμη κρούσης τον μαζικό και μαχητικό κλάδο των οικοδόμων, η εργατική τάξη της Ελλάδας φτάνει στα μέσα της δεκαετίας του ’60 να αποτελεί την πλέον κινηματικά δραστήρια εργατική τάξη σε ολόκληρη την Ευρώπη. Το 1966, με μέσο όρο στις χώρες της ΕΟΚ 212,2 απεργούς ανά 1.000 εργαζόμενους, οι έλληνες απεργοί είναι 519,3/1.000 (14).

Η διάλυση του εργατικού κινήματος και η εργατική αντίσταση

Παρ’ όλο που ήδη από χρόνια πριν και κυρίως μετά το βασιλικό πραξικόπημα του Ιουλίου 1965, η Αριστερά αλλά και η Ένωση Κέντρου, κατήγγειλαν την ύπαρξη χούντας στον στρατό, που απεργάζεται σχέδια αντιδημοκρατικής εκτροπής, η εκδήλωση του πραξικοπήματος στις 21 Απριλίου 1967 βρήκε τις δυνάμεις του κινήματος ανέτοιμες όχι μόνο να το αντιμετωπίσουν, αλλά και να οργανώσουν γρήγορα και αποτελεσματικά την αντίσταση κατά του δικτατορικού καθεστώτος. Οι λόγοι είναι πολλοί και δεν θα αναλυθούν εδώ. Πάντως, ανέτοιμο βρέθηκε και το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, οι αγωνιστικές-ταξικές εκφράσεις του οποίου αντιμετώπισαν από τις πρώτες μέρες άγρια επίθεση. 270 συνδικαλιστικές οργανώσεις υποχρεώθηκαν να διαλυθούν, ενώ περισσότεροι από 800 αριστεροί συνδικαλιστές εξορίστηκαν.

Η στρατιωτική κυβέρνηση διατήρησε μέχρι το 1969 στην ηγεσία της ΓΣΕΕ τον διαβόητο εργατοπατέρα Φώτη Μακρή και κατόπιν τον αντικατέστησε με τον Γιάννη Καμπανέλλη. Σε όσες συνδικαλιστικές οργανώσεις δεν διαλύθηκαν, είτε διατηρήθηκαν διοικήσεις που δήλωσαν αφοσίωση στο καθεστώς είτε διορίστηκαν νέες, αποτελούμενες από πρόσωπα ακροδεξιάς ιδεολογικοπολιτικής τοποθέτησης. Οι εγκάθετοι, μάλιστα, της χούντας στη ΓΣΕΕ πραγματοποίησαν και «Συνέδριο» το 1970 για να «νομιμοποιήσουν» τους διορισμούς τους.

Η απεργία και κάθε άλλη μορφή μαζικής διεκδικητικής κινητοποίησης απαγορεύτηκε, ενώ με τα διατάγματα 185 και 186 του 1969 και τον νόμο 890 του 1971, ορίστηκε ένα αυστηρό και ασφυκτικό πλαίσιο λειτουργίας των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Για τον ασφυκτικότερο έλεγχο του συνδικαλιστικού κινήματος ιδρύθηκε ο Οργανισμός Διαχείρισης Ειδικών Πόρων Εργασιακών Σωματείων (ΟΔΕΠΕΣ), που ανέλαβε τη χρηματοδότηση και την οικονομική στήριξη του κρατικού συνδικαλισμού.
Το συμπλεγματικό μίσος των συνταγματαρχών προς τον κόσμο της εργασίας εκφράστηκε ακόμη και με τη μετονομασία του Υπουργείου Εργασίας σε Υπουργείο Απασχολήσεως.

Η επιβολή της δικτατορίας δεν συνοδεύτηκε από μαζική λαϊκή ούτε και εργατική αντίσταση. Όπως είπαμε, το κίνημα δεν ήταν προετοιμασμένο για κάτι τέτοιο, ενώ στη συνείδηση του εργαζόμενου λαϊκού κόσμου βάραινε καταλυτικά η δεύτερη μεγάλη ήττα, μόλις δεκαοχτώ χρόνια από τη συντριβή της Αριστεράς και του λαϊκού κινήματος στον Εμφύλιο, μετά, μάλιστα, και από τις ελπίδες που είχε γεννήσει η «χαμένη άνοιξη» των προηγούμενων χρόνων.

Η πρώτη απόπειρα ανασυγκρότησης των αριστερών συνδικαλιστικών δυνάμεων γίνεται κυρίως από πρώην στελέχη του Δημοκρατικού Συνδικαλιστικού Κινήματος (ΔΣΚ) της ΕΔΑ, που κατάφεραν να αποφύγουν τη σύλληψη και δρούσαν στην παρανομία, με την ίδρυση, τον Αύγουστο 1967, του Αντιδικτατορικού Εργατικού Μετώπου (ΑΕΜ). Με την ίδρυσή του, το ΑΕΜ, που συνδέεται με το παράνομο ΚΚΕ, εκδίδει διακήρυξη με την οποία καλεί σε πανδημοκρατική εργατική αντίσταση:

«Προς όλους τους Έλληνες Εργαζόμενους.

Αδέλφια, εργάτες, εργάτριες και υπάλληλοι,

Η πατρίδα μας στενάζει κάτω από το φασιστικό ζυγό που επέβαλε η στρατιωτική χούντα ποδοπατώντας το σύνταγμα και εξευτελίζοντας κάθε έννοια δημοκρατίας και ελευθερίας. Ένας από τους πρώτους στόχους της δικτατορίας υπήρξε η εργατική τάξη και οι συνδικαλιστικές της ελευθερίες. Χιλιάδες στελέχη εκτοπίστηκαν και φυλακίστηκαν, εκατοντάδες οργανώσεις διαλύθηκαν και δημεύτηκαν οι περιουσίες τους. Οι σκοτεινοί Μακρήδες αλαλάζουν τώρα από αγαλλίαση γιατί, επί τέλους, σε στενή συνεργασία με τους στρατιωτικούς διοικητές, διώκουν και καθαιρούν τους αιρετούς συνδικαλιστές και κυριολεκτικά οργιάζουν, σε βάρος των κεκτημένων δικαιωμάτων της εργατικής τάξης. Ευεργετικοί νόμοι κατακρεουργούνται, οι μισθοί και τα ημερομίσθια καθηλώνονται, τα κλαδικά ταμεία συγχωνεύονται στο ετοιμόρροπο ΙΚΑ, χιλιάδες εργαζόμενοι διώκονται από τις δουλειές τους, κεκτημένα δικαιώματα σαρώνονται.

Μπροστά σ’ αυτή τη φασιστική λαίλαπα που πάει να ξεθεμελιώσει θεσμούς και κατακτήσεις, η εργατική τάξη καλείται στις επάλξεις του αντιδικτατορικού αγώνα. Τιμώντας τις ηρωικές παραδόσεις της και εκπληρώνοντας ύψιστο Εθνικό χρέος, επιβάλλεται να ενωθεί σε μια γρανιτώδη μάζα, να οργανωθεί και να αντισταθεί μ’ όλα τα μέσα στη φασιστική βία.

Το Αντιδικτατορικό Εργατικό Μέτωπο, που δημιουργήθηκε στις κρίσιμες αυτές στιγμές από στελέχη όλων των αποχρώσεων υψώνει τη σημαία του αντιδικτατορικού αγώνα και καλεί όλους τους εργαζόμενους, ανεξάρτητα από πολιτικά φρονήματα και ιδεολογίες, να συσπειρωθούν στις γραμμές του. Η χούντα των μαύρων συνταγματαρχών κτυπά αδιάκοπα προς κάθε κατεύθυνση, γι’ αυτό και ενιαία και καθολική πρέπει να είναι η Αντίσταση.

Οι στιγμές είναι κρίσιμες και οι ευθύνες ιστορικές. Κάθε πόλη, κάθε κλάδος, κάθε εργοστάσιο πρέπει να γίνει φρούριο του αντιδικτατορικού αγώνα. Όσο πιο αποφασιστική είναι η πάλη εναντίον της δικτατορίας τόσο γρηγορότερα αυτή θα συντριβεί. Η μεγάλη ώρα σήμανε. Εμπρός στο μεγάλο Εθνικό Αγώνα για την ανατροπή της δικτατορίας, για να επικρατήσει η ουσιαστική Δημοκρατία, για να αφεθούν ελεύθεροι οι πολιτικοί κρατούμενοι, για να συντριβούν οριστικά οι Μακρήδες. Στον αγώνα αυτό μας έχουμε συμπαραστάτες όλα τα συνδικάτα όλων των χωρών.

Ζήτω η Δημοκρατία

Κάτω η Δικτατορία

Ζήτω η Εργατική Τάξη»

Παρόλο που το ΑΕΜ επιδιώκει να συσπειρώσει ευρύτερες συνδικαλιστικές αντιδικτατορικές δυνάμεις και πέραν της Αριστεράς, στην πραγματικότητα παραμένει μια κίνηση κυρίως πρώην στελεχών της ΕΔΑ, τα οποία, πλέον, δρουν μέσα από τις παράνομες οργανώσεις του ΚΚΕ. Με τη διάσπαση του κόμματος, το 1968, διασπάται και το ΑΕΜ. Ενώ η πλειονότητα των στελεχών του ακολουθεί το Γραφείο Εσωτερικού της Κ.Ε., που συγκροτεί το 1969 το ΚΚΕ εσωτερικού, αποχωρούν εκείνα τα στελέχη που συνδέονται με το τμήμα του κόμματος το οποίο διατήρησε τον ιστορικό τίτλο του ΚΚΕ. Με πρωτοβουλία συνδικαλιστικών στελεχών που είχαν διαφύγει στη δυτική Ευρώπη, ιδρύθηκε η Ενιαία Συνδικαλιστική Αντιδικτατορική Κίνηση (ΕΣΑΚ), στην οποία συμμετείχαν αρχικά και κεντροαριστεροί συνδικαλιστές. Η ΕΣΑΚ αποτέλεσε τη συνδικαλιστική έκφραση των δυνάμεων του ΚΚΕ, ενώ στον ναυτεργατικό κλάδο ιδρύθηκε η Ενιαία Αντιδικτατορική Συνδικαλιστική Κίνηση Ελλήνων Ναυτεργατών (ΕΑΣΚΕΝ), που όπως και η ΕΣΑΚ συνδέθηκε με το ΚΚΕ.

Από κεντρώους συνδικαλιστές ιδρύθηκε το Δημοκρατικό Εργατικό Κίνημα Ελλάδας (ΔΕΚΕ), το οποίο απέκτησε σχέσεις με τη Διεθνή Συνομοσπονδία Ελεύθερων Συνδικάτων (ανταγωνιστική προς την κομμουνιστική Παγκόσμια Συνδικαλιστική Ομοσπονδία), περιορίζοντας τη δράση της σε διεθνείς επαφές, με σκοπό την καταδίκη της χούντας και της Διοίκησης της ΓΣΕΕ.

Εντούτοις, η δράση του ΔΕΚΕ παρουσιάζει και μελανά σημεία. Ο εκ των ηγετών του, Κωνσταντίνος Λάσκαρης, γιος του αντικομμουνιστή σοσιαλδημοκράτη συνδικαλιστή Γεώργιου Λάσκαρη και μετέπειτα υπουργός Εργασίας των κυβερνήσεων Κωνσταντίνου Καραμανλή, παρέμεινε μέχρι το 1969 υπεύθυνος Διεθνών Σχέσεων της ΓΣΕΕ και υποστήριξε, μάλιστα, τις θέσεις της Χούντας στις συνόδους του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας το 1967 και ’68, καθώς και στον ΟΟΣΑ. Στις 30 Ιουνίου 1971 συναντήθηκε με τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο, στον οποίο επέδωσε υπόμνημα με προτάσεις για τα συνδικαλιστικά ζητήματα. Ζητούσε, μάλιστα, την «ηθικήν ικανοποίησιν» και «υλικήν αποκατάστασιν», και ευχαριστούσε τον δικτάτορα για την προσφορά του να τον διορίσει σε υπεύθυνη θέση προσωπικού του συμβούλου (15).

Το ΑΕΜ και η ΕΣΑΚ αναπτύσσουν κυρίως αντιδικτατορική προπαγανδιστική δραστηριότητα, στην κατεύθυνση της οργάνωσης και κινητοποίησης των εργαζομένων για τη διεξαγωγή διεκδικητικών αγώνων, ενώ ανάλογη παρέμβαση έχουν και οι μικρές οργανώσεις που συγκροτούνται στ’ αριστερά των δύο ΚΚΕ. Εντούτοις, τα αποτελέσματα είναι πενιχρά, καθώς η τρομοκρατία στους χώρους εργασίας παρεμβάλλει μεγάλα εμπόδια στην επικοινωνία μεταξύ των κομμουνιστών συνδικαλιστών και της μεγάλης πλειονότητας των εργαζομένων. Το πρόβλημα είναι ακόμη μεγαλύτερο στα εργοστάσια, απ’ όπου έχουν απολυθεί όλοι εκείνοι που δραστηριοποιούνταν συνδικαλιστικά τα προηγούμενα χρόνια, ενώ η μεγάλη πλειονότητα των βιομηχανικών εργατών αποτελείται από νέους, πρώην χωρικούς, που μόλις είχαν εγκατασταθεί στις πόλεις και φυσικά δεν είχαν δεσμούς με αγωνιστές της προηγούμενης περιόδου.

Μ’ όλα ταύτα, η εργατική αντίσταση εκδηλώνεται αυθόρμητα, με μορφές τις οποίες δεν σχεδίασε καμία παράνομη αντιδικτατορική συλλογικότητα. Χαρακτηριστική ήταν η μέθοδος που ακολουθούσαν οι βιομηχανικοί εργάτες για την αύξηση των ημερομισθίων, πάνω από τις επίσημες συμβάσεις εργασίας. Συγκεκριμένα, οι αυξήσεις πραγματοποιούνταν με τη μετακίνηση από το ένα εργοστάσιο στο άλλο, προκαλώντας τεχνητή έλλειψη εργατικού δυναμικού εκεί όπου τα μεροκάματα ήταν χαμηλότερα, αξιοποιώντας την ανάγκη των βιομηχάνων για εργατική δύναμη. Ανάγκη που υποχρέωσε τη χούντα να δεχτεί από το 1971 και μετά περίπου 50.000 μετανάστες από χώρες της Ασίας και της Αφρικής.

Ανάλογες μεθόδους εφάρμοζαν και οι οικοδόμοι, οι οποίοι, περισσότερο συγκροτημένα και οργανωμένα, επιτηρούσαν τις «πιάτσες», ελέγχοντας τις συμφωνίες για το ύψος του μεροκάματου που καθόριζαν οι ίδιοι. Έτσι, ενώ το 1973 σύμφωνα με τη σύμβαση εργασίας το μεροκάματο των τεχνιτών οικοδόμων ήταν 250 δραχμές, το πραγματικό μεροκάματο που συμφωνούσαν με τους εργολάβους στις πιάτσες ήταν 1.000 δραχμές. Οι πιάτσες των οικοδόμων αποτέλεσαν στη συνέχεια και πρόσφορο έδαφος για την αποκατάσταση των σχέσεων των παράνομων οργανωμένων αριστερών δυνάμεων με τμήμα της εργατικής τάξης.

Μια άλλη μορφή διεκδικητικού αγώνα που δύσκολα θα μπορούσε να αντιμετωπίσει η χούντα ήταν η περίφημη «κηδεία» που εφάρμοσαν οι εργαζόμενοι στα τρόλεϊ της Αθήνας, από τις 20 Ιουλίου μέχρι την 1η Νοεμβρίου 1971. Απέναντι στην άρνηση της επιχείρησης να αυξήσει τους μισθούς τους, οι εργαζόμενοι επιβράδυναν την κίνηση των οχημάτων, περιορίζοντας στο ελάχιστο τα πραγματοποιούμενα δρομολόγια. Αποτέλεσμα ήταν η αποδοχή του αιτήματός τους.

Συχνά η Χούντα υποχρεώθηκε να ακυρώσει αντεργατικά μέτρα και προθέσεις, αντιμέτωπη με την απειλή κινητοποιήσεων των εργαζομένων. Αυτό συνέβη, π.χ., το 1969, όταν αποπειράθηκε να συγχωνεύσει στο ΙΚΑ εύρωστα ασφαλιστικά ταμεία, υποβαθμίζοντας έτσι τα ασφαλιστικά δικαιώματα πολλών κλάδων που είχαν κατακτηθεί με σκληρούς αγώνες κατά το παρελθόν. Η αναταραχή που προκλήθηκε και οι απειλές ανοιχτής αντιπαράθεσης των εργαζομένων με το καθεστώς, υποχρέωσαν την κυβέρνηση να ματαιώσει τα σχέδιά της.

Το 1973, όταν το καθεστώς εξήγγειλε τη διαδικασία «φιλελευθεροποίησής» του, εκδηλώνονται απεργιακές κινητοποιήσεις των τυπογράφων των εφημερίδων (4-5 Ιουλίου, με αίτημα την αύξηση των αποδοχών τους) και των δημοσιογράφων (17-20 Ιουλίου), που λήγουν με επιτυχία.

Καθώς από τον Μάρτιο οι εργαζόμενοι στα τρόλεϊ είχαν πραγματοποιήσει αρχαιρεσίες και είχαν ανατρέψει τη διορισμένη χουντική Διοίκηση του σωματείου τους, στις 27 Αυγούστου πραγματοποίησαν απεργία. Παρά την αστυνομική τρομοκρατία και τις συλλήψεις, και αυτή η απεργία έληξε με επιτυχία.

Τον Σεπτέμβριο και Οκτώβριο 1973 κινητοποιούνται οι εμποροϋπάλληλοι, οι οποίοι, σε συνεργασία με τους ιδιοκτήτες μικρών καταστημάτων, επιβάλλουν de facto το συνεχές ωράριο της Τετάρτης. Υπολογίζεται πως οι εργαζόμενοι στα εμπορικά καταστήματα ξόδευαν καθημερινά 13,5 ώρες εργασίας και μετακίνησης, καθώς υποχρεώνονταν να εργάζονται πρωί και απόγευμα, με μια δίωρη διακοπή κατά το μεσημέρι (16).

Στις 29 Οκτωβρίου απήργησαν οι εργαζόμενοι στη ΔΕΗ, ενάντια στον νέο κανονισμό εργασίας. Η απεργία επαναλήφθηκε στις 14 και 15 Νοεμβρίου, λήγοντας χωρίς αποτέλεσμα, λόγω της κατάστασης που διαμορφώθηκε με την εξέγερση του Πολυτεχνείου και την καταστολή της. Σε κινητοποιήσεις κατά το 1973 κατέβηκαν και οι μεταλλωρύχοι του Μαδέμ-Λάκκο στη Χαλκιδική, οι οποίοι, μετά από απεργία ενός μήνα, υποχρέωσαν τον Μποδοσάκη να ικανοποιήσει τα μισθολογικά και ασφαλιστικά τους αιτήματα.

Έτσι, το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1973 είναι περίοδος έντονων διεργασιών στον χώρο του εργατικού κινήματος. Η κατάσταση που διαμορφώνεται επιτρέπει μια μεγαλύτερη δραστηριοποίηση και των αριστερών συνδικαλιστών, που προσπαθούν, συνήθως επιτυχημένα, να έρθουν σε επαφή με το ανασυγκροτούμενο εργατικό διεκδικητικό κίνημα και να συμβάλλουν στην ανάπτυξη και την πολιτικοποίησή του. Χαρακτηριστική του κλίματος που επικρατεί είναι και η έκδοση της «Φωνής των εργαζομένων», της πρώτης νόμιμης αντιδικτατορικής συνδικαλιστικής εφημερίδας, από την ΕΣΑΚ, η οποία, φυσικά, δεν εμφανίζεται δημοσίως ως υπεύθυνη του εντύπου.

Μέσα στο 1973 πραγματοποιήθηκε και νέο Συνέδριο από τους εγκάθετους της ΓΣΕΕ, οι οποίοι επιχειρούσαν να εναρμονιστούν με την καθεστωτική «φιλελευθεροποίηση». Όμως, ήταν ήδη πλήρως απομονωμένοι από την τεράστια πλειονότητα των ελλήνων εργαζομένων, όπως και διεθνώς, μετά, μάλιστα, και από τη διαγραφή της ΓΣΕΕ από τη Διεθνή Συνομοσπονδία Ελεύθερων Συνδικάτων. Σύμφωνα με όλους τους εργατικούς και συνδικαλιστικούς διεθνείς οργανισμούς, η Ελλάδα ήταν μία από τις χώρες όπου καταπατούνταν βάναυσα τα δικαιώματα των εργαζομένων.

Καθώς στις 14 Νοεμβρίου 1973, με την κατάληψη του Πολυτεχνείου από τους φοιτητές, το μαζικό αντιδικτατορικό κίνημα φτάνει στο αποκορύφωμά του, είναι η συμμετοχή των εργαζομένων, που μετατρέπει τη φοιτητική κινητοποίηση σε λαϊκή εξέγερση. Τις μέρες της κατάληψης, μέσα και κυρίως έξω από το Πολυτεχνείο, συνέρρευσαν χιλιάδες εργαζόμενοι, κυρίως νέοι, με κορυφαία στιγμή την πορεία εκατοντάδων οικοδόμων από την «πιάτσα» της πλατείας Κοτζιά στην Πατησίων, το απόγευμα της Πέμπτης 15 Νοεμβρίου.

Στον κατειλημμένο χώρο του Πολυτεχνείου συγκροτήθηκε και εργατική συνέλευση, με πρωτοβουλία αγωνιστών της πέραν των δύο ΚΚΕ Αριστεράς. Η συνέλευση εξέδωσε διακήρυξη, με την οποία καλούσε σε γενική «οικονομική και πολιτική απεργία»:

«Η Συνέλευση των εργατών του Πολυτεχνείου διακηρύχνει:

Ο χαρακτήρας του σημερινού αγώνα, που ξεκινώντας από τους φοιτητές αγκαλιάζει τώρα όλο το λαό, είναι αγώνας, τόσο ενάντια στη στρατιωτική δικτατορία όσο και στα ξένα και ντόπια μονοπώλια (που τη γέννησαν) και τη στηρίζουν. Είναι αγώνας για το πέρασμα της εξουσίας στον (εργαζόμενο) Λαό (και όχι στους δημαγωγούς, που επί δεκάδες χρόνια τον καπηλεύονται με τα γενικά ‘’περί Δημοκρατίας’’ συνθήματά τους).

Θεωρώντας το καταληφθέν από τους φοιτητές και εργαζόμενους Πολυτεχνείο, σαν την πραγματική βάση του αγώνα μας αυτή τη στιγμή, προτείνουμε τη διατήρηση της κατάληψής του και ταυτόχρονα τη δημιουργία μικτών επιτροπών φοιτητικών-εργατικών για να μεταφέρουν το μήνυμα του αγώνα στους χώρους συγκέντρωσης των οικοδόμων, στα εργοστάσια, στη σημερινή συγκέντρωση των Μεγαριτών (17).

Οι μικτές φοιτητικές-εργατικές επιτροπές πρέπει να προπαγανδίζουν το σύνθημα της δημιουργίας επιτροπών στους τόπους δουλειάς με σκοπό τη δημιουργία προϋποθέσεων για το κατέβασμα των εργαζομένων σε οικονομική και πολιτική απεργία.

Πολυτεχνείο 17 Νοέμβρη 1973

Έξω οι Αμερικάνοι – Ο λαός στους δρόμους – Κάτω η Χούντα – Εργοστασιακές Επιτροπές.

Εργάτες – Αγρότες – Φοιτητές, Ενιαίο μέτωπο δράσης»(18).

Παρά την καταστολή της εξέγερσης και την επιβολή κλίματος άγριας τρομοκρατίας από τη νέα Χούντα του Ιωαννίδη, από τις αρχές του 1974 μέχρι την πτώση της δικτατορίας, τον Ιούλιο, πραγματοποιούνται κινητοποιήσεις ή γίνεται σοβαρή απόπειρα πραγματοποίησής τους, στους χώρους των εμποροϋπαλλήλων (που επιβάλλουν συνεχές ωράριο και για τη Δευτέρα), των εργαζομένων στον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο Αθήνας-Πειραιά (που υποχωρούν, υπό το βάρος της τρομοκρατίας), των εργαζομένων στην Ολυμπιακή Αεροπορία, στα τρόλεϊ, στην Κρατική Ορχήστρα Αθηνών κ.λπ. Έντονα αγωνιστικές διαθέσεις εκδηλώνονται και από τους οικοδόμους που αντιμετωπίζουν για πρώτη φορά μετά από το 1967 σοβαρό πρόβλημα ανεργίας.

Η πτώση της Χούντας, που συνεπιφέρει και την πτώση του μετεμφυλιακού καθεστώτος των μέτρων έκτακτης ανάγκης, θα δώσει ώθηση σε ένα πρωτόγνωρο, για τα ελληνικά μεταπολεμικά δεδομένα, εργατικό κίνημα. Η εργατική τάξη θα αποδείξει ότι αν κατά την περίοδο της δικτατορίας, πολιτικά απογοητευμένη και τσακισμένη από τις διώξεις και την τρομοκρατία, δεν μπόρεσε να αναπτύξει ισχυρό κίνημα αντίστασης, δεν επηρεάστηκε ιδεολογικά από το καθεστώς. Όπως κατά τη σύντομη περίοδο της «φιλελευθεροποίησης» του 1973 έδειξε αγωνιστικές προθέσεις, έτσι και μετά το 1974 θα βρεθεί επικεφαλής ενός μεγάλου λαϊκού κινήματος για δημοκρατικές και συνδικαλιστικές ελευθερίες και κοινωνικές κατακτήσεις, που θα συμβάλλει καθοριστικά στη σημαντική βελτίωση των όρων ζωής και εργασίας από τη δεκαετία του 1980.


Παραπομπές:

1. Ηλίας Ηλιού, Κρίση εξουσίας – Θεμέλιο 1966, σ. 132-133.

2. Γιάννης Μηλιός – Ηλίας Ιωακείμογλου, Η διεθνοποίηση του ελληνικού καπιταλισμού και το ισοζύγιο πληρωμών – Εξάντας 1990, σ. 94.

3. Στο ίδιο, σ. 95.

4. Ηλίας Ιωακείμογλου, Κόστος εργασίας ανταγωνιστικότητα και συσσώρευση του κεφαλαίου στην Ελλάδα (19960-1992) – ΙΝΕ ΓΣΕΕ 1993, σ. 44.

5. Ξενοφών Ζολώτας, Η Ελλάς και η Ευρωπαϊκή Κοινότης – Τράπεζα της Ελλάδος 1976, σ. 11.

6. Κωνσταντίνος Δρακάτος, Ελληνικές οικονομικές στατιστικές – Παπαζήσης 1982, σ. 49.

7. Ξενοφών Ζολώτας, ό.π., σ. 53.

8. Μαρία Καραμεσίνη, Αυταρχικό μεταπολεμικό κράτος και ιδιαιτερότητα εφαρμογής του κεϋνσιανισμού. Μακροικονομική επέκταση χωρίς κοινωνικό συμβόλαιο – στο Η ελληνική κοινωνία κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο, Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα 1994, σ. 139.

9. Ντάντης-Λάζαρος Δουκάκης, Εργασιακές σχέσεις. Οικονομία και θεσμοί – Οδυσσέας 1988, σ. 41.

10. Μάριος Νικολινάκος, Καπιταλισμός και μετανάστευση – Παπαζήσης 1974, σ. 170.

11. Ξανθή Πετρινιώτη-Κώνστα, Οι προσδιοριστικοί παράγοντες της γυναικείας συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό στην Ελλάδα 1961, 1971. Οικονομοτεχνική διερεύνηση – διδακτορική διατριβή, Αθήνα 1981, σ. 65.

12. Θεόδωρος Θεοδώρου, Στοιχεία για την εργατική τάξη στην Ελλάδα σήμερα – Εκδοτική Ομάδα Εργασίας 1975, σ. 21.

13. Δημήτρης Χαραλάμπης, Στρατός και πολιτική εξουσία. Η δομή της εξουσίας στη μετεμφυλιακή Ελλάδα – Εξάντας 1985, σ. 312-313.

14. Χριστόφορος Βερναρδάκης – Γιάννης Μαυρής, Ιουλιανά 1965. Ο «ελληνικός Μάης» – περιοδ. «Θέσεις», τ. 26, σ. 98.

15. Περιοδ. «Προσανατολισμοί», τ. 39, Ιανουάριος 1975, σ. 14-15. Επίσης, Ματίνα Λέτσα, Εργατικοί αγώνες στην περίοδο της δικτατορίας – Αφοί Τολίδη , σ. 91-97.

16. Τάκης Μαμάτσης, Η αντεργατική επίθεση της Χούντας και της ολιγαρχίας και η πάλη των εργατοϋπαλλήλων – περιοδ. «Νέος Κόσμος», Νοέμβριος 1971, σ. 5.

17. Αναφέρεται στην κινητοποίηση των κατοίκων των Μεγάρων για την αποτροπή της απαλλοτρίωσης των κτημάτων τους για τη δημιουργία διυλιστηρίου. Οι κάτοικοι πραγματοποίησαν συγκέντρωση και έξω από το κατειλημμένο Πολυτεχνείο.

18. Οι λέξεις και οι φράσεις που βρίσκονται σε παρένθεση δεν περιλήφθηκαν στο κείμενο που δόθηκε στη δημοσιότητα από τη φοιτητική επιτροπή κατάληψης, μετά από παρέμβαση των μελών της που ανήκαν στα δύο ΚΚΕ και το ΠΑΚ.


Σχετική ανάρτηση:Εκδήλωση ΜΕΤΑ: «Το ελληνικό εργατικό κίνημα στα 1960-1974»

Θέσεις για τις επιχειρήσεις που αυτοπροβάλλονται ως «Κέντρα Μελέτης»

Κυριακή, 30/07/2017 - 19:00
ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ-ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΕΙΣ-ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ

Στον Σύλλογο Εργαζομένων στα Φροντιστήρια Καθηγητών (ΣΕΦΚ)

H επιβολή των «Κέντρων μελέτης» για μαθητές Γυμνασίου και Λυκείου στα φροντιστήρια (Μέσης Εκπαίδευσης και Ξένων Γλωσσών) αποτελεί άλλο ένα τέχνασμα των εργοδοτών του κλάδου για να παραβαίνουν την κείμενη νομοθεσία που καθορίζει τα ωρομίσθια και τους όρους εργασίας των εργαζόμενων εκπαιδευτικών.

Οι εργοδότες έχουν εφεύρει μια νέου τύπου παροχή υπηρεσιών παράλληλα με την παροχή κλασικού τύπου φροντιστηριακής εκπαίδευσης (που παραδοσιακά λαμβάνει χώρα μετά το τέλος του σχολικού ωραρίου), αυτήν της μελέτης των μαθητών σε χώρους του φροντιστηρίου με την επίβλεψη ή την πιο ενεργή συμμετοχή των εργαζόμενων καθηγητών. Αυτή γίνεται ή νωρίτερα από την έναρξη του κανονικού φροντιστηριακού ωραρίου ή αργότερα το απόγευμα αφού έχει τελειώσει το κανονικό πρόγραμμα. Στα Κ.Ξ.Γ τα ωράρια για «μελέτη» των μαθητών είναι πιο ευέλικτα.

Εδώ βρίσκεται το ουσιαστικό ζήτημα. Οι ίδιοι καθηγητές που αργότερα ή νωρίτερα στο κανονικό πρόγραμμα, αμείβονται κανονικά, σύμφωνα με την εργατική νομοθεσία (σε όσους χώρους δουλειάς βέβαια οι εργαζόμενοι υπερασπίζονται τα δικαιώματά τους και την εργατική νομοθεσία), στα πλαίσια της «μελέτης» αμείβονται με ωρομίσθια που συμπιέζονται προς τα κάτω, ενώ δεν είναι οι λίγες οι περιπτώσεις που απαιτείται από τους εργοδότες απλήρωτη εργασία. Πολλές φορές η εμπειρία μας έχει δείξει ότι η δραστηριότητα της «μελέτης» γίνεται τα Σ/Κ (όταν άλλοι μαθητές γράφουν διαγωνίσματα) οπότε είναι και πιο εύκολη η επιβολή «μαύρης» εργασίας.

Σε άλλες περιπτώσεις προς ικανοποίηση της αχόρταγης διάθεσης των εργοδοτών για ξεζούμισμα των εργαζομένων, προσλαμβάνονται εργαζόμενοι μόνο για τις ώρες μελέτης ως υπάλληλοι γραφείου – ενώ έχουν όλες τις προϋποθέσεις για να εργαστούν ως εκπαιδευτικοί – ώστε να αμείβονται με το ελάχιστο ωρομίσθιο της ΕΓΣΕΕ και χωρίς τα δικαιώματα που ορίζει ο τελευταίος Ν.4415/2016 και οι ακόλουθες τροπολογίες και ερμηνευτικές εγκύκλιοι των ΥΠΠΕΘ και Υπ. Εργασίας.

Αυτά ισχύουν για τα «Κέντρα μελέτης» Γυμνασίου-Λυκείου που λειτουργούν στην ουσία καταχρηστικά σε επαγγελματικούς χώρους που έχουν άδεια ΦΜΕ ή/και ΚΞΓ.

Θεωρούμε ότι δεν υπάρχει λόγος να υφίστανται ως «ξεχωριστές δομές», γιατί αυτό που υποτίθεται ότι παρέχουν δεν είναι διαφορετικό από αυτό που ήδη παρέχει το φροντιστήριο με βάση την άδεια ίδρυσης και λειτουργίας του.

Άρα οι εργοδότες πρέπει να υποχρεωθούν να πληρώνουν τα νόμιμα στους εργαζομένους για τις υπηρεσίες μελέτης και να εφαρμόζουν την κείμενη νομοθεσία
(Ν.4415/2016).

Αν η κυβέρνηση επιλέξει να ικανοποιήσει αιτήματα των εργοδοτών σε σχέση με την ίδρυση και λειτουργία ξεχωριστών επιχειρήσεων (όχι στον ίδιο χώρο που λειτουργεί ήδη ΦΜΕ ή ΚΞΓ) που θα λέγονται «Κέντρα μελέτης» και που θα έχουν ως αποκλειστικό αντικείμενο δραστηριότητας την «μελέτη» μαθητών Γυμνασίου-Λυκείου, τότε αυτές οι επιχειρήσεις θα πρέπει να αδειοδοτούνται και να λειτουργούν με τις ίδιες ακριβώς προϋποθέσεις με αυτές που ισχύουν για τα υπόλοιπα ΦΜΕ και ΚΞΓ και κυρίως οι εκπαιδευτικοί που θα προσλαμβάνονται θα πρέπει να εργάζονται με τα ίδια δικαιώματα και με ίσες απολαβές με όλους τους συναδέλφους τους στα ΦΜΕ και ΚΞΓ.

Εκτός από τα «Κέντρα Μελέτης» για μαθητές Γυμνασίου-Λυκείου που τις περισσότερες φορές όπως αναφέραμε λειτουργούν παράλληλα στους χώρους των ΦΜΕ και ΚΞΓ, πιέζοντας προς τα κάτω τα εργασιακά δικαιώματα των εργαζόμενων εκπαιδευτικών, μεγάλη έκταση έχει λάβει τα τελευταία χρόνια και το φαινόμενο των «Κέντρων Μελέτης» ή «Κέντρων Δημιουργικής Απασχόλησης» για τα παιδιά της πρώτης σχολικής ηλικίας (μαθητές Δημοτικού). Παρά το ότι δεν υπάρχει μέχρι σήμερα κανένα θεσμικό πλαίσιο αδειοδότησης και λειτουργίας από το ΥΠΠΕΘ, αυτές οι επιχειρήσεις αυτοπροβάλλονται ως «εκπαιδευτικές δομές», ενώ προφανώς λειτουργούν στο γενικότερο πλαίσιο που καθορίζει το Υπ. Οικονομίας (Γ.Γ εμπορίου) όπως για παράδειγμα και οι παιδότοποι.

Οι επιχειρήσεις αυτές παρέχουν, παράλληλα με την υπηρεσία φύλαξης, υπηρεσίες «διαβάσματος» των παιδιών δηλαδή υπηρεσίες φροντιστηριακού τύπου για το Δημοτικό, χωρίς να υπόκεινται σε κανένα έλεγχο για το ποιοί «διδάσκουν» και τι ακριβώς «διδάσκουν». Προφανώς δεν υπάρχει κανένας έλεγχος για το εργασιακό καθεστώς υπό το οποίο εργάζονται οι μισθωτοί της επιχείρησης.

Είναι φανερό ότι σε μια χώρα που έχει μετατραπεί σε νέου τύπου αποικία χρέους από τους διεθνείς ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς (ΕΕ, ΔΝΤ, ΕΚΤ, ΟΟΣΑ κ.α) σε
συνεργασία με την ντόπια αστική τάξη και την υποταγή όλων των κυβερνήσεων, ανεξάρτητα από τις προθέσεις τους και τον πολιτικο-ιδεολογικό αυτοπροσδιορισμό τους, όπου η κοινωνική καταστροφή και το ξεπούλημα του δημόσιου πλούτου είναι σε πλήρη εξέλιξη και τα λαϊκά στρώματα εξαθλιώνονται καθημερινά, δημιουργείται πρόσφορο έδαφος για νέες επιχειρηματικές ιδέες, με στόχο να ιδιωτικοποιηθεί και να εμπορευματοποιηθεί κάθε έκφανση της κοινωνικής ζωής. Η αφορμή είναι πάντα η ίδια. Το Δημόσιο (αφού απαξιώνεται με όλους τους τρόπους) δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες.

Από την μια πλευρά εντείνονται οι ταξικοί φραγμοί και οι εκπαιδευτικές ανισότητες στο Δημόσιο Δημοτικό σχολείο και απαξιώνεται αυτό συνολικά με τις συγχωνεύσεις
σχολείων, τους 28 μαθητές ανά τάξη, τα ολοένα και πιο δυσνόητα βιβλία και τα βεβαρυμμένα προγράμματα σπουδών και με την ταυτόχρονη επιβολή μισθών πείνας
και αξιολόγηση πειθαρχικού τύπου στους συναδέλφους εκπαιδευτικούς. Στο μόνο κατ’ όνομα πλέον ολοήμερο σχολείο μειώνονται οι εκπαιδευτικές/ουσιαστικές ώρες με αποτέλεσμα να εκφυλίζεται αυτό σε χώρο φύλαξης.

Από την άλλη πλευρά υπάρχει η αγωνιώδης προσπάθεια των γονιών των λαϊκών οικογενειών να βρουν τρόπους για να ανταποκριθούν στη πραγματική ανάγκη της
καθημερινής μελέτης των παιδιών τους ή ακόμα και της φύλαξής τους μετά το σχολείο. Στην χώρα-πειραματόζωο της μεγαλύτερης καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης
που έγινε ποτέ (σε μη πολεμική περίοδο και για χώρα του σκληρού πυρήνα της Ε.Ε) και οι δύο γονείς (αν είναι από τους τυχερούς που έχουν και οι δύο δουλειά) δεν
προλαβαίνουν πλέον όχι μόνο να διαβάσουν τα παιδιά τους, επειδή τρέχουν όλη την μέρα για ένα μισερό μεροκάματο (αν το παίρνουν κι αυτό), αλλά ούτε να
επικοινωνήσουν, να παίξουν και να χαρούν την ζωή μαζί τους. Ακόμα χειρότερα είναι τα πράγματα στις οικογένειες που ο ένας ή και οι δύο γονείς είναι άνεργοι και
ψάχνουν για δουλειά ή προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα με «δουλειές» που συμπεριλαμβάνονται στο σύμπαν των ελαστικών σχέσεων εργασίας.

Μέσα σε αυτό το ζοφερό κοινωνικό τοπίο, κάποιοι θέλουν να εφαρμόσουν τον χυδαίο κανόνα του πιο βάρβαρου καπιταλισμού ότι «η κρίση είναι ευκαιρία». Για τους
φροντιστηριάρχες και τις εργοδοτικές τους ενώσεις ο κανόνας αυτός ήδη υλοποιείται σε δεκάδες περιπτώσεις στην Αττική και στην επαρχία. Φροντιστήρια για παιδιά
Δημοτικού, ως ξεχωριστές επιχειρήσεις ή ακόμα και στον ίδιο επαγγελματικό χώρο που λειτουργούν και τα «κανονικά» φροντιστήρια δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

Θυμίζουμε ότι από το 1977 με τον Ν.682 φροντιστήρια για μαθητές Δημοτικού απαγορεύονται. Άρα τα παραμάγαζα των εργοδοτών, για τα οποία δεν υφίστανται
κανένας απολύτως έλεγχος, είναι παράνομα. Κι όμως λειτουργούν, τουλάχιστον μια δεκαετία τώρα, αποφέροντας σημαντική κερδοφορία στους εργοδότες κυρίως λόγω
του υποτιμημένου εργασιακού κόστους.

Δεν είναι τυχαίο ότι οι εργοδότες επιθυμούν σφόδρα αυτή την περίοδο να υπάρξει κατάργηση της κείμενης νομοθεσίας με ένα νέο θεσμικό πλαίσιο που θα νομιμοποιεί τα φροντιστήρια Δημοτικού, αξιοποιώντας τις αντικειμενικές ανάγκες των γονιών που περιγράψαμε παραπάνω αλλά και την συνειδητή, διαρκή απαξίωση της Δημόσιας Δημοτικής εκπαίδευσης από το κεφάλαιο και τις κυβερνήσεις του (νεοφιλελεύθερες ή σοσιαλφιλελεύθερες) τις τελευταίες δεκαετίες.

Προσβλέπουν σε μια παρόμοια κατάσταση με αυτή που έχει διαμορφωθεί με τους βρεφονηπιακούς σταθμούς, όπου τεράστια ποσά από τα προγράμματα ΕΣΠΑ, μέσω των ειδικών voucher, καταλήγουν στις τσέπες των ιδιοκτητών των ιδιωτικών βρεφονηπιακών σταθμών. Γιατί να μην εφαρμοστεί το ίδιο και για τα παιδιά του Δημοτικού; Προφανώς η πίτα είναι μεγάλη και θέλουν κι αυτοί ένα γενναίο κομμάτι.

Άλλωστε γνωρίζουν πολύ καλά ότι εκτός από το άμεσο υλικό τους όφελος, η νομιμοποίηση της «φροντιστηροποίησης» της σχολικής ζωής από τις ηλικίες των 6-7 χρόνων θα τους προσφέρει άλλον έναν ισχυρό ιδεολογικό μηχανισμό αλλοτρίωσης των συνειδήσεων γονιών και μαθητών, ώστε αντί οι τελευταίοι να αγωνίζονται για ένα άλλο Δημόσιο σχολείο, άξιο των πραγματικών αναγκών τους, να υποτάσσονται στην «αέναη» συνέχιση της «φροντιστηροποίησης» (ως σίγουροι «πελάτες») από την αρχή μέχρι το τέλος του 12χρονου σχολείου αφού θα θεωρείται αυτή ως απαραίτητη ανάγκη και υποχρέωσή τους.

Καλούμε την πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΘ να εφαρμόσει την κείμενη νομοθεσία με ουσιαστικούς ελέγχους των υπηρεσιών του αλλά και σε συνεργασία με τις υπηρεσίες του ΣΕΠΕ και του ΙΚΑ, να επιβάλλει την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας σε όλες τις άλλες δομές της Ιδιωτικής Εκπαίδευσης.

Για τις επιχειρήσεις που προβάλλουν ότι παρέχουν υπηρεσίες φύλαξης ή/και δημιουργικής απασχόλησης/καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων, για παιδιά δημοτικού (ή/και προσχολικής ηλικίας), που δεν εφαρμόζουν κανένα παράλληλο με το δημόσιο σχολείο πρόγραμμα οργανωμένης – φροντιστηριακού τύπου – υποστήριξης και που δεν έχουν κανενός είδους σύνδεση με ΦΜΕ ή/και ΚΞΓ, πρέπει να υπάρξει σαφές νομοθετικό πλαίσιο.

Αφού οι επιχειρήσεις αυτές θα παρέχουν εκπαιδευτικές υπηρεσίες σε παιδιά, θα πρέπει να προσλαμβάνουν εργαζόμενους εκπαιδευτικούς αναγνωρισμένων ειδικοτήτων. Οι όροι αδειοδότησης και λειτουργίας αυτών των επιχειρήσεων καθώς και το εργασιακό καθεστώς όλων των συναδέλφων σε αυτές τις επιχειρήσεις θα πρέπει να είναι τουλάχιστον ίδια με αυτά που ισχύουν για τα ΦΜΕ και ΚΞΓ (Ν.4093/2012 και Ν.4415/2016).

Καλούμε την πολιτική ηγεσία του ΥΠΠΕΘ να στηρίξει το ολοήμερο δημόσιο σχολείο με όλες τις αναγκαίες προσλήψεις μόνιμου προσωπικού, δασκάλων και καθηγητών όλων των απαραίτητων ειδικοτήτων (επιστημονικών/τεχνικών/καλλιτεχνικών), με την ουσιαστική επιμήκυνση του ωραρίου μετά το τέλος του κανονικού προγράμματος ώστε να μπορούν οι μαθητές να μελετούν για την επόμενη μέρα στο σχολείο τους μαζί με τους δασκάλους τους και με την δραστική μείωση του αριθμού των μαθητών ανά τάξη.

Δηλώνουμε προς κάθε κατεύθυνση ότι θα συνεχίσουμε να μαχόμαστε ώστε ο ΣΕΦΚ να είναι στην πρώτη γραμμή του αγώνα για την κατάργηση της ιδιωτικής εκπαίδευσης όλων των «τύπων» και για όλες τις ηλικιακές βαθμίδες των μαθητών. Θα συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε μαζί με όλο το εκπαιδευτικό και εργατικό κίνημα για την κατάργηση της εμπορευματοποίησης των δημόσιων και κοινωνικών αγαθών.



Αναδημοσίευση από pandiera.gr