«Τα Χριστούγεννα του Παπαδιαμάντη»

Δευτέρα, 25/12/2017 - 18:00

Ενα διήγημα του ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ με ήρωα τον κυρ Αλέξανδρο


Ο ουρανός έβρεχε διαρκώς λεπτόν νερόχιονον, ο γραίος αδιάκοπος εφύσα και ήτο ψύχος και χειμών τας παραμονάς των Χριστουγέννων του έτους…

Ο κυρ Αλέξανδρος είχε νηστεύσει ανελλιπώς ολόκληρον το Σαρανταήμερον και είχεν εξομολογηθεί τα κρίματά του (Παπά-Δημήτρη το χέρι σου φιλώ!). Και αφού εγκαίρως παρέδωσε το χριστουγεννιάτικον διήγημά του εις την «Ακρόπολιν» και διέθεσεν ολόκληρον την γλίσχρον αντιμισθίαν του προς πληρωμήν του ενοικίου και των ολίγων χρεών του, γέρων ήδη κεκμηκώς υπό των ετών και της νηστείας, αποφεύγων πάντοτε την πολυάσχολον τύρβην, αλλά φιλακόλουθος πιστός, έψαλεν, ως συνήθως, με την βραχνήν και σπασμένην φωνήν του, πλήρη όμως ενθέου πάθους, ως αριστερός ψάλτης, εις το παρεκκλήσιον του Αγίου Ελισσαίου τας Μεγάλας Ώρας, σχεδόν από στήθους, και ότε επανήλθεν εις το πτωχικόν του δωμάτιον, δεν είχεν ακόμη φέξει!

Ήναψε το κηρίον του και τη βοηθεία του κηρίου (και του Κυρίου!) έβγαλε το υπόδημά του το αριστερόν, διότι τον ηνώχλει ο κάλος, και ημίκλιντος επί της πενιχράς στρωμνής του, πολλά ρεμβάζων και ουδέν σκεπτόμενος, ήκουε τας ορυγάς του κραταιού ανέμου και τους κρότους της βροχής και έβλεπε νοερώς τον πορφυρούν πόντον να ρήγνυται εις τους σκληρούς αιχμηρούς βράχους του νεφελοσκεπούς και χιονοστεφάνου Άθω.

Εκρύωνεν. Αλλά το καφενείον του κυρ Γιάννη του Αγκιστριώτη ήτο κλειστόν. Αλλά και οβολόν δεν είχε να παραγγείλει:

– Πάτερ Αβραάμ, πέμψον Λάζαρον! (ένα ποτηράκι ρακή ή ρώμι).

Εκείνην την χρονιάν τα Χριστούγεννα έπεσαν Παρασκευήν. Τόσον το καλύτερον. Θα νηστεύσει και πάλιν, ως το είχε τάμα να νηστεύει δια βίου κάθε Παρασκευήν δια να εξαγνισθεί ο αμαρτωλός δούλος του Θεού από το μέγα κρίμα της νεότητός του, που είδε τυχαίως από την κλειδαρότρυπαν την νεαράν του εξαδέλφην να γδύνεται.

Έκαμε τον σταυρόν του κι εσκεπάσθη με την διάτρητον βατανίαν του, όπως ήτο ντυμένος και με τα υποδήματα – πλην του αριστερού.

Και τότε ευρέθη εις την προσφιλήν του νήσον των παιδικών του χρόνων με τα ρόδιν’ ακρογιάλια, τας αλκυονίδας ημέρας, τας χλοϊζούσας πλαγιάς, με τα κρίταμα, την κάππαριν και τας αρμυρήθρας των παραθαλασσίων βράχων και με τους απλούς παλαιούς ανθρώπους, θαλασσοδαρμένους ή ναυαγούς, ζωντανούς και κεκοιμημένους.

Και ήλθεν ο Χριστός με το τεθλιμμένον πρόσωπον, η Παναγία η Γλυκοφιλούσα με το λευκόν και ένθεον Βρέφος της, ο Άγιος Στυλιανός, ο φίλος και φρουρός των νηπίων, η Αγία Βαρβάρα και η Αγία Κυριακή με τους σταυρούς και τους κλάδους των φοινίκων εις τας χείρας, ο όσιος Αντώνιος και Ευθύμιος και Σάββας με τας γενειάδας και τα κομβοσχοίνιά των· και ήλθε και ο όσιος Μωϋσής ο Αιθίοψ, «άνθρωπος την όψιν και θεός την καρδίαν», η Αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια κρατούσα εις τας χείρας το μικρόν της ληκύθιον, το περιέχον τα λυτήρια όλων των μαγγανειών και επωδών, ο Άγιος Ελευθέριος, η Αγία Μαρίνα και είτα ο Άγιος Γεώργιος και ο Άγιος Δημήτριος με τα χαντζάρια των, με τας ασπίδας και τους θώρακάς των – ολόκληρον το Τέμπλον του παρεκκλησίου της Παναγίας της Γλυκοφιλούσης εκεί επάνω εις τον βράχον τον μαστιζόμενον από θυέλλας και λαίλαπας και λικνιζόμενον από το πολυτάραχον και πολύρροιβδον κύμα….

Φέγγος εαρινόν και θαλπωρή διεχύθησαν εντός του υγρού δωματίου και ο κυρ Αλέξανδρος λησμονήσας τον κάλον του ανεσηκώθη να φορέσει και το αριστερόν του υπόδημα δια ν’ ασπασθεί ευλαβώς τους πόδας του Χριστού, της Παναγίας και των αγίων.

Αλλ’ η οπτασία εξηφανίσθη και ιδού ευρέθη εις τον Άι Γιάννην τον Κρυφόν, που εγιάτρευε τους κρυφούς πόνους κι εδέχετο την εξαγόρευσιν των κρυφών αμαρτιών. Πλήθος πιστών είχεν ανέλθει από την πολίχνην, ζωντανοί και συγχωρεμένοι, να παρακολουθήσουν την Λειτουργίαν, την οποία ετέλει ο παπά-Μπεφάνης βοηθούμενος από τον μπάρμπ’ Αναγνώστην τον Παρθένην.

Κατά περίεργον αντινομίαν των στοιχείων, ήτο καλοκαίρι κι η Λειτουργία είχε τελειώσει και ήτον δεν ήτον τρίτη πρωϊνή, ότε η αμφιλύκη ήρχισε να ροδίζει εις τον αντικρυνόν ζυγόν του βουνού.

Όλοι γείτονες, λάλοι και φωνασκοί, εκάθηντο κατά γης πέριξ εστρωμένης καθαράς οθόνης. Τέσσερ’ αρνιά, τρία πρόβατα, δύο κατσίκια, αστακοουρές, κεφαλόπουλα καπνιστά της λίμνης, αυγοτάραχον και εγχέλεις αλατισμένοι, πίττες, κουραμπιέδες, μπακλαβάδες, πορτοκάλια και μήλα – όλα τα καλούδια, προϊόντα της μικρής και ωραίας νήσου, περιέμενον τους συνδαιτυμόνας.

– Καλώς ώρισες κυρ Αλέξαντρε, κάτσε κ’ η αφεντιά σου, του είπεν η θεια η Αμέρσα.

Αλλά τι βλέπει γύρω του; Όλους τους ήρωας και τας ηρωίδας των Χριστουγεννιάτικων διηγημάτων του. Εκεί ήτον η θεια-Αχτίτσα, φορούσα καινουργή μανδήλαν και νέα πέδιλα, επιδεικνύουσα μετ’ ευγνωμοσύνης το συνάλλαγμα των δέκα λιρών, το οποίον μόλις έλαβε από τον ξενητευμένον εις την Αμερικήν υιόν της. Δίπλα της εκάθητο κι ο Γιάννης ο Παλούκας, ο προσποιηθείς τον Καλλικάντζαρον την Παραμονήν των Χριστουγέννων και ληστεύσας τον Αγγελήν, τον Νάσον, τον Τάσον – όλα τα παιδιά τα οποία κατήρχοντο από την Επάνω ενορίαν, αφού είχαν ψάλει τα Κάλανδα. Εσηκώθη και παρέδωσεν εις τον κυρ Αλέξανδρον τας κλεμμένας πεντάρας -δεν είχε πως να μεθύσει και εορτάσει τα Χριστούγεννα εκείνην την χρονιάν (συχωρεμένος ας είναι!).

Ιδού κι ο Μπάρμπ’ Αλέξης, ο Καλοκαιρής, που δεν είχεν ανάγκην του πορθμείου του Χάρωνος δια να πηδήσει εις τον άλλον κόσμον· είχε το ιδικόν του, υπόσαθρον πλοιάριον, αυτόχρημα σκυλοπνίχτην. Μαζί του ήτον κι ο σύντροφός του ο Γιάννης ο Πανταρώτας ο ναυτολογημένος ως Ιωαννίδης και διατελών εν διαρκεί απουσία κατά τας ώρας της εργασίας.

– Να φροντίσεις, του είπεν ο Πανταρώτας, να πάρω την σύνταξή μου!

Και λησμονών την ιερότητα της στιγμής εμούντζωσε το κενόν συνοδεύων την άσεμνον χειρονομίαν με την ασεμνοτέραν βλασφημίαν:

– Όρσε, κουβέρνο!

Εκεί ήτον κι ο Μπάρμπα-Διόμας, ευτυχής διότι εγλύτωσεν από το ναυάγιον και ερρόφησεν απνευστί επί του διασώσαντος αυτόν τρεχαντηρίου ολόκληρον φιάλην πλήρη ηδυγεύστου μαύρου οίνου δια να συνέλθει – ω πενιχρά, αλλ’ υπερτάτη ευτυχία του πτωχού!

Αλλ’ ιδού έτρεξε να του σφίξη την χείρα και ο βοσκός ο Σταθ’ς του Μπόζα, του οποίου δύο αίγες είχον βραχωθή εις τον κρημνόν υπεράνω της αβύσσου, όπου έχαινεν ο πόντος και ήτο αδύνατον να σωθούν, αν δεν τον κατεβίβαζαν δια σχοινίου εις τον βράχον με κίνδυνον της ζωής του.

– Την Ψαρή την έχω τάξει ασημένια στην Παναγιά. Τη Στέρφα (την άλλην αίγα) θα την σφάξω για σένα, να την φάμε.

Και η Ασημίνα του μαστρο-Στεφανή του βαρελά, με τας τέσσαρας κακοτυχισμένας θυγατέρας, τη Ροδαυγή, την Ελένη, τη Μαργαρώ και την Αφέντρα, η Ασημίνα, που την μίαν ημέραν εώρτασε τους γάμους της Αφέντρας με τον Γρηγόρη της Μονεβασάς και την άλλην ημέραν επένθησεν τον θάνατον του υιού της του Θανάση.

Τέλος, ω! της εκπλήξεως, ενεφανίσθη και ο έτερος εαυτός του, ο Αλέξανδρος Παπαδημούλης, ο πτωχαλαζών, ο ασχολούμενος εις έργα μη κοινώς παραδεδεγμένης χρησιμότητος!

Ο κυρ Αλέξανδρος ησθάνθη τύψεις, ότι έπλασεν όλους αυτούς τους ανθρώπους του λαού τόσον δυστυχείς και ταπεινούς ή τόσον αμαρτωλούς (ουδείς αναμάρτητος!) και τον εαυτόν του τόσον επηρμένον!…

Αλλά την στιγμήν εκείνην τον διέκοψεν η οκταόκαδος τσότρα, η περιφερομένη από χειρός εις χείρα. Δεν επρόλαβε να την εναγκαλισθή και ήχησαν τα λαλούμενα (βιολιτζήδες ντόπιοι και τουρκόγυφτοι με κλαρινέτα) και … εξύπνησεν.

Ποτέ ο κοσμοκαλόγηρος κυρ Αλέξανδρος δεν εξύπνησε τόσον χορτάτος, όσον εκείνην την αγίαν ημέραν, ο νήστις του Σαρανταημέρου και ο νήστις όλης της ζωής του! – ζωήν να έχει!







πηγή:// imerodromos.gr

Οι τελευταίες στιγμές του Κώστα Βάρναλη… (Με αφορμή την επέτειο του θανάτου του)

Σάββατο, 16/12/2017 - 18:00
Επιμέλεια Αλέκος Χατζηκώστας //
//atexnos.gr/
Ο μεγάλος ποιητής του λαού μας, Κώστας Βάρναλης, πέθανε πλήρης ημερών, στις 16/12/1974. Την μέρα εκείνη η ΕΣΗΕΑ πραγματοποιούσε τιμητική εκδήλωση, στη οποία όμως δεν παραβρέθηκε. Ο ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ την επόμενη μέρα έχει πρωτοσέλιδα την ανακοίνωση του θανάτου του, καθώς και τις τελευταίες στιγμές του. Γράφει σχετικά:

«Στο μεταξύ έγιναν γνωστές οι παρακάτω λεπτομέρειες για το θάνατο του Βάρναλη:

Είχε τελειώσει η εκδήλωση της ΕΣΗΕΑ κι οι εκπρόσωποι της τον επισκέφτηκαν στο σπιτιού και του επέδωσαν το μετάλλιο.

Λίγες στιγμές αργότερα ο ποιητής άρχισε να συζητεί με φιλικά πρόσωπα για την εκδήλωση που είχε γίνει το απόγευμα.

– Το ποίημα του Ρίτσου «ήταν πολύ καλό» είπε σε κάποια στιγμή ο Βάρναλης.



Σε παρατήρηση της κυρίας Γαρίτη ότι «ο Βρεττάκος μίλησε πολύ καλά» απάντησε πως «Το περίμενα». Αυτά ήταν και τα τελευταία λόγια του. Λίγα λεπτά αργότερα αισθάνθηκε αδιαθεσία και παρακάλεσε τη νοσοκόμο, την κ.Γαρίτη και τον άνδρα της υιοθετημένης κόρης του Ελένης να τον αφήσουν μόνο για να ξεκουραστεί επειδή όπως κατά λέξη είπε,» Είμαι πολύ κουρασμένος».

Μία ώρα αργότερα η νοσοκόμα τον βρήκε πεσμένο στη τουαλέτα. Ο σφυγμός του είχε σταματήσει κι ήταν κάθιδρος. Αμέσως κλήθηκε ο γιατρός κ. Β. Σπανός που έφτασε λίγα λεπτά αργότερα. Διαπίστωσε εμφραγματική δύσπνοια με όλα τα σχετικά συμπτώματα. Κάλεσε αυτοκίνητο του Σταθμού Πρώτων Βοηθειών με οξυγόνο. Στις 9.45 μεταφέρθηκε στη Γενική Κλινική Αθηνών στους Αμπελόκηπους, όπου παρά τις προσπάθειες του γιατρού (μασάζ, τεχνητή αναπνοή, οξυγόνο) η καρδιά του έπαψε να χτυπά στις 9.50’ ακριβώς. Βρισκόταν στο ίδιο δωμάτιο όπου νοσηλευόταν πρόσφατα. Ήταν το δωμάτιο 610 του 6οθυ ορόφου της Γενικής Κλινικής.

Χθες το πρωί, που τον μετέφεραν από την κλινική στο σπίτι του, ήταν χαρούμενος και ακμαίος. Ευχαρίστησε τις νοσοκόμες και ζήτησε συγνώμη που τις είχε κουράσει…»

Ιππής του Αριστοφάνη από τη Θεατρική Ομάδα του ΠΑΜΕ

Παρασκευή, 07/07/2017 - 11:41
Την κωμωδία «Ιππής» του Αριστοφάνη παρουσιάζει την καλοκαιρινή περίοδο η θεατρική ομάδα του ΠΑΜΕ. Γέλιο και πολιτική σάτιρα συνυπάρχουν στο διαχρονικό και επίκαιρο έργο του Αριστοφάνη.

Η συγκεκριμένη κωμωδία πήρε το όνομά της από το χορό, που αποτελείται από πολίτες της εύπορης και συντηρητικής τάξης των Ιππέων, οι οποίοι αντιπαθούσαν τον δημαγωγό Κλέωνα, εναντίον του οποίου στρέφει την πένα του ο Αριστοφάνης. Μ' οργισμένο πάθος και με γλώσσα έξω απ' τα δόντια επιτίθεται ο ποιητής εναντίον των πολεμοκάπηλων λαοπλάνων ηγετών (του Κλέωνα κυρίως) που θέλανε τη συνέχιση του πολέμου και των δικών τους ανομολόγητων καταχρήσεων της εξουσίας.

Στο έργο τα ονόματα Παφλαγόνας και αλλαντοπώλης είναι συμβολικά και εύκολα παραβάλλονται πρόσωπα της εποχής του αλλά και με σύγχρονα πολιτικά πρόσωπα.

Ο καυστικός Αριστοφάνης περιγράφει τον αγώνα για την εξουσία μεταξύ του Παφλαγόνα και του Αλλαντοπώλη, διακωμωδώντας τον τρόπο που ασκείται η πολιτική προκειμένου να αποκτηθεί η εύνοια των πολιτών. Καθοριστικό ρόλο στο ποιος θα υπερισχύσει στη σύγκρουση αυτή, παίζει ο χορός τωνΙππέων. Στη λεκτική διαμάχη του Παφλαγόνα με τον Αλλαντοπώλη, η κωμωδία στηλιτεύει και χλευάζει τη δημαγωγία των πολιτικών και τη φαυλότητα της εξουσίας, το λαϊκισμό και τη ρουσφετολογία, τα μικροκομματικά συμφέροντα αλλά και την αφέλεια που πολλές φορές διακρίνει την κοινή γνώμη. Χαρακτηριστικά γνωρίσματα τόσο της αρχαία Αθήνας όσο και της σημερινή πολιτικής κατάστασης.

Οι «Ιππής», γράφει ο Κώστας Βάρναλης, είναι ίσως η πιο ανελέητη και η πιο ολοκληρωμένη πολιτική σάτιρα του Αριστοφάνη εναντίον των δημαγωγών του καιρού του και τόσο αληθινή που ξεπερνά τα φράγματα των καιρών.

«Ο Αριστοφάνης νίκησε στον ποιητικό αγώνα, καταλήγει ο Βάρναλης, αλλά νικήθηκε στον πολιτικό. Θριάμβεψε ο ολέθριος Κλέωνας. Όμως το μάθημα που μας έδωσε ο ποιητής είναι αθάνατο. Μας δείχνει ποιο είναι το χρέος των εθνικών δασκάλων στις παρόμοιες ιστορικές ώρες».

Πρώτες παραστάσεις :

vΤην Κυριακή 9/7/17 στο ανοιχτό Δημοτικό Θέατρο Χαϊδαρίου στις 21:00,

vΤρίτη 11 στο Δημοτικό Θέατρο Ηλιούπολης «Δημήτρης Κιντής» στις 21:00