Ο Νίκος Ιγγλέσης στο ραδιόφωνο της ERTopen και τον Νίκο Κλέτσα για την μνημονιακή καταστροφή σε επίσημους αριθμούς (HX)

Κυριακή, 12/11/2017 - 22:10
Ο Νίκος Ιγγλέσης δημοσιογράφος-οικονομικός συντάκτης και συγγραφέας μιλάει για την μνημονιακή καταστροφή σε επίσημους αριθμούς στο ραδιόφωνο της ERTopen και την εκπομπή ραδιοεφημερίδα που παρουσιάζει ο Νίκος Κλέτσας την Πέμπτη 9 Νοεμβρίου 2017.



Ακούστε το σχετικό ηχητικό απόσπασμα της συνέντευξης με τον κ. Ιγγλέση
στο βίντεο που ακολουθεί εδώ:




greekattack

Ποιοί επιβάλλουν τα μνημόνια στην Ευρώπη ;

Σάββατο, 07/10/2017 - 17:00
Καπιταλιστική κρίση και εργασιακές αναδιαρθρώσεις

ΑΝΕΣΤΗΣ ΤΑΡΠΑΓΚΟΣ

Μια ολόκληρη αντίληψη που έχει σημαντική απήχηση στην ελληνική Αριστερά θεωρεί εδώ και μια επταετία ότι οι μνημονιακές πολιτικές που έχουν εγκαινιασθεί από τον Μάιο του 2010 και συνεχίζονται μέχρι σήμερα, με αμφίβολο τον ορίζοντα του τερματισμού τους, έχουν επιβληθεί και συνεχίζουν να υπαγορεύονται από τους «ξένους» και ιδιαίτερα από την «μπότα» του γερμανικού κράτους, έχουν δηλαδή καθαρά «εξωγενή» προέλευση, με τα αστικά πολιτικά κόμματα, του ΣΥΡΙΖΑ συμπεριλαμβανομένου, να διαδραματίζουν τον ρόλο «Τσολάκογλου», «εθελοδουλείας» και «εξάρτησης», χωρίς δικό τους πολιτικό οικονομικό ρόλο («μαριονέτες» των Βρυξελλών). Μ’ αυτή την έννοια ο ελληνικός, αλλά και ο πολύ ευρύτερος ευρωπαϊκός καπιταλισμός, τίθενται στο απυρόβλητο, μια και οι αντιλαϊκές νεοφιλελεύθερες αναδιαρθρώσεις των συνεχών μνημονίων είναι προϊόν «αλλοδαπών» υπαγορεύσεων, και η αντιπαράθεση που διεξάγεται είναι «εθνικού» και «πατριωτικού» χαρακτήρα, μεταξύ των «υπερήφανων» ελλήνων και των «επικυρίαρχων» ξένων. Γι’ αυτό άλλωστε δεν είναι λίγες οι φορές που γίνεται η έκκληση δρομολόγησης ενός εθνικό – απελευθερωτικού σύγχρονου ΕΑΜ, που θα απαλλάξει τη χώρα από την «ξενική» επιβουλή και θα χαράξει μια ανεξάρτητη πορεία ανάπτυξης της ελληνικής (ωστόσο πάντοτε καπιταλιστικής) οικονομίας. Άλλωστε η σχετική καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων, εργασίας και κεφαλαίου (μείωση του ΑΕΠ κατά 27% στην τελευταία επταετία), αποδίδεται στον «ανάπηρο» χαρακτήρα της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας, μια και θεωρείται ότι αυτή βασίζονταν σε «πήλινα πόδια», ήταν «ξενόδουλη», «κομπραδόρικη», μεσάζοντας μεταξύ πολυεθνικού κεφαλαίου και «αναιμικής» ελληνικής παραγωγής.

Η γερμανική σοσιαλδημοκρατία πρώτη διδάξασα (2003 – 05)

Στην σύγχρονη εξέλιξη των κοινωνικών πραγμάτων δεν ήταν παρά η γερμανική σοσιαλδημοκρατία του Γ. Σρέντερ (ο οποίος τελευταία αναδείχθηκε πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του ρωσικού πετρελαϊκού γίγαντα Rosneft), μετά βέβαια από το εγχείρημα των βρετανών Εργατικών του Τ. Μπλερ του «τρίτου δρόμου» (προς την εργασιακή απορρύθμιση με τις συμβάσεις των μηδενικών ωρών απασχόλησης), που δρομολόγησε στην ηπειρωτική Ευρώπη διαδοχικά κύματα νεοφιλελεύθερων αναδιαρθρώσεων στις εργασιακές σχέσεις, αναγκαίων για την τόνωση και ανάπτυξη της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας της γερμανικής βιομηχανίας (ιδιαίτερα στην αυτοκινητοβιομηχανία και στα χημικά). Έτσι από τον Μάρτιο του 2003 η γερμανική καγκελαρία ανήγγειλε την εφαρμογή της Ατζέντας 2010, προχωρώντας ήδη από τότε με ένα πρώτο βήμα που ήταν η αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης των εργαζομένων από τα 63 χρόνια στα 65, και από εκεί στα 67 χρόνια. Παράλληλα ανατέθηκε στον πρώην διευθυντή προσωπικού της Volkswagen Πήτερ Χάρτζ από κοινού με το Ίδρυμα Bertelsmann η επεξεργασία μιας ολόκληρης σειράς μέτρων για την αναδιάρθρωση της αγοράς εργασίας και την ώθηση των ανέργων στην εξαθλίωση των προσωρινών και υπό – αμειβομένων απασχολήσεων στις υπηρεσίες. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο εργοδοτικός αυτός τεχνοκράτης καταδικάστηκε από τα γερμανικά ποινικά δικαστήρια το 2007 για απόπειρα εξαγοράς της συνδικαλιστικής επιτροπής της αυτοκινητοβιομηχανίας με την παροχή μιζών, την εξασφάλιση ταξιδιών σε τροπικές χώρες και την δωρεάν προμήθεια κοινών γυναικών.

Κατ’ αυτό τον τρόπο είδαν το φως της δημοσιότητας και ψηφίστηκαν τέσσερεις δέσμες μέτρων στην διετία 2003 – 05, που πήραν μάλιστα και το όνομα του εμπνευστή τους. Έτσι το σχέδιο Χάρτζ Ι (Ιανουάριος 2003) προχώρησε στην ίδρυση ουσιαστικά ιδιωτικοποιημένων εταιριών προσωρινής απασχόλησης στον τομέα κυρίως των υπηρεσιών, νομιμοποιώντας και απελευθερώνοντας τις μορφές προσωρινής και μερικής εργασίας, και επιβάλλοντας ποινές στην ενδεχόμενη άρνηση των ανέργων στην προσφορά της οποιασδήποτε εργασίας. Έτσι, σε άνεργη εκπαιδευτικό προτάθηκε η εργασία σε κατάστημα πώλησης σεξουαλικών ειδών και αντικειμένων και απειλήθηκε με μείωση του επιδόματος ανεργίας μπροστά στην προφανή της άρνηση να αποδεχθεί μια τέτοια απασχόληση, και χρειάστηκε η προσφυγή της στα δικαστήρια για να δικαιωθεί.

Η Χάρτζ ΙΙ (Ιανουάριος 2003) προχώρησε στην δημιουργία του περίφημου εργασιακού θεσμού των minijobs και των midijobs με αμοιβές για τις πρώτες τα 400 ευρώ και τις δεύτερες μέχρι τα 850 ευρώ, αμοιβές δηλαδή καταφανώς κάτω από το όριο της φτώχειας των 979 ευρώ μηνιαία. Αυτό αφορούσε κατ’ εξοχήν τους χαμηλά ειδικευμένους εργαζόμενους, ή και ακόμη εργαζόμενους με εξειδίκευση που όμως δεν μπορούσαν να βρουν απασχόληση. Αναφέρεται η περίπτωση εξειδικευμένου γραφίστα που κλήθηκε από το Jobcenter (Κέντρο Απασχόλησης) να εργαστεί ως οικοδόμος σε εργοτάξιο, φέροντας μαζί του και τον κατάλληλο εξοπλισμό, και χρειάστηκε και σ’ αυτή την περίπτωση η δικαστική προσφυγή προκειμένου να αποφευχθεί η επιβολή ποινής 10%, 30% ή και 100% στο επίδομα ανεργίας που έπαιρνε των 409 ευρώ.

Η Χάρτζ ΙΙΙ (Ιανουάριος 2004) προχώρησε στην αναδιάρθρωση του Ομοσπονδιακού Γραφείου Απασχόλησης της Γερμανίας, ιδρύοντας περί τα 400 παραρτήματα των Jobcenter (ένα είδος μικρών ΟΑΕΔ), που έγιναν ο φόβος και ο τρόμος των ανέργων και των υπό-απασχολουμένων. Τα προγράμματα Χάρτζ συμπεριλαμβάνουν πλέον περί τα έξη εκατομμύρια πολίτες, εκ των οποίων τα 2,6 εκατομμύρια είναι οι επίσημα άνεργοι, 1,7 εκατομμύρια οι μη καταγεγραμμένοι άνεργοι και 1,6 εκατομμύρια τα παιδιά των δικαιούχων του επιδόματος ανεργίας των 409 ευρώ το μήνα. Ο έλεγχος που ασκούν τα Jobcenter πάνω στους ανέργους και στους υποχρεωτικά εργαζόμενους στις Minijobs ξεπερνάει κάθε όριο. Αναφέρεται η περίπτωση άνεργης εγκύου γυναίκας στην οποία απαιτήθηκε να δηλώσει τον ερωτικό της σύντροφο που είναι ο πιθανός πατέρας του εμβρύου, προκειμένου να διαπιστωθεί η ταυτότητά του. Αυτά τα Κέντρα Απασχόλησης λειτουργούν με την συχνή επιβολή ποινών στους ανέργους και υπό-απασχολούμενους, σε τέτοιο βαθμό ώστε μέσα σε έναν χρόνο (2016) επέβαλαν περί το ένα εκατομμύριο εισοδηματικές τιμωρίες για ποικίλους λόγους, αφαιρώντας από το εισόδημα των επιδοτουμένων περί τα 108 εκατομμύρια ευρώ.

Τέλος οι ρυθμίσεις του Χάρτζ ΙV (Ιανουάριος 2005) προχώρησαν ακόμη παραπέρα, μειώνοντας δραστικά τον χρόνο επιδότησης της ανεργίας από τα τρία σχεδόν χρόνια στον ένα χρόνο. Μετά τη λήξη της δωδεκάμηνης αυτής επιδότησης οι άνεργοι παίρνουν πλέον ένα κοινωνικό βοήθημα σε ένα επίπεδο μικρότερο των 350 ευρώ το μήνα, με την προφανή υποχρέωση να αποδεχθούν την οποιαδήποτε Minijob, ακόμη και τις εργασίες του 1 ευρώ την ώρα (Ein Euro Jobs), για απασχόληση 15 – 30 ωρών την εβδομάδα. Επόμενο είναι να αναπτύσσονται τέτοιες πρακτικές απέναντι στους ανέργους, γιατί μ’ αυτό τον τρόπο (δια μέσου των Minijobs) το ποσοστό ανεργίας εμφανίζεται χαμηλό (5%), ενώ παράλληλα αυτές οι μορφές υποαπασχόλησης μονιμοποιούνται και αλλάζουν ριζικά τον χάρτη του γερμανικού καθεστώτος εργασίας. Έτσι δεν είναι περίεργο που το ίδιο το γερμανικό Υπουργείο Οικονομικών, ούτε λίγο ούτε πολύ σε μια επίσημη μπροσούρα του επιχειρεί να παρομοιάσει τους ανέργους με βιολογικά «παράσιτα» που ικανοποιούν τις διατροφικές τους ανάγκες σε βάρος άλλων ζωικών οργανισμών», γιατί άλλωστε «μόνον όποιος εργάζεται πρέπει να μπορεί να τρώει» (Φ. Μυντεφέρινγκ πρόεδρος του SPD το 2006), και προφανώς «μια έρευνα το διαβεβαιώνει : 132 ευρώ το μήνα είναι αρκετά για να ζήσει κανείς» (τίτλος της Bild, 6-9-2008) [ εύγλωτη η περιγραφή των σημερινών αποτελεσμάτων της Ατζέντας 2010 από τον Olivier Cyran “L’ enfer du miracle allemand”, Monde Diplomatique, Σεπτέμβριος 2017 – Η κόλαση του γερμανικού θαύματος ].

Η πρώτη νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση Ε. Μακρόν (2015)

Ήδη από την άνοιξη του 2015 ο τότε υπουργός οικονομικών του Φ. Ολάντ Ε. Μακρόν, υπό τις ευλογίες της Α. Μέρκελ και του Ζ.Κ.Γιουνκέρ, επεξεργάστηκε το πρώτο νομοσχέδιο των γάλλων σοσιαλιστών για την απορρύθμιση της εργασίας, ακολουθώντας κατά πόδας τις κατευθύνσεις των γερμανών σοσιαλδημοκρατών του Γ. Σρέντερ του πρώτου μισού της δεκαετίας του 2000, το οποίο και κατά παρέκκλιση των κοινοβουλευτικών διαδικασιών (με βάση το άρθρο 49 – 3 του γαλλικού Συντάγματος), εγκρίθηκε ως νόμος με προεδρικό διάταγμα [ αναλυτική έκθεση της νεοφιλελεύθερης αυτής μεταρρύθμισης Martine Bulard “Loi Macron, le choix du ‘touzours moins’” – Νόμος Μακρόν, η επιλογή του πάντοτε λιγότερα, Monde Diplomatique, Απρίλιος 2015].

Σε ένα πρώτο επίπεδο καθιέρωσε για πρώτη φορά την ατομική συμφωνία εργοδότη – εργαζόμενου ως σύμβαση εργασίας, η οποία όμως δεν θα ανήκε πλέον στη δικαιοδοσία του Εργατικού Κώδικα αλλά του Αστικού Κώδικα, στερώντας έτσι τον μισθωτό από την ισχύ των συλλογικών συμβάσεων και τις προστατευτικές διατάξεις του Εργατικού Δικαίου. Παράλληλα θεσμοθετήθηκε η πλήρης αποδυνάμωση των Εργατοδικείων (prud’ hommes), τόσο με την μείωση του αριθμού των εκπροσώπων που συμμετέχουν σ’ αυτά, όσο και με την ματαίωση της εκλογής των εργατικών αντιπροσώπων σ’ αυτά. Παράλληλα καταργήθηκε η ποινική δίωξη (με κίνδυνο ποινής φυλάκισης) των εργοδοτών που παρεμποδίζουν την ανάπτυξη της συνδικαλιστικής δραστηριότητας των αντιπροσώπων του προσωπικού, αντικαθιστώντας την με την επιβολή ενός απλού χρηματικού προστίμου. Καταργήθηκε η δυνατότητα ελέγχου των απολύσεων από τους επιθεωρητές εργασίας μέχρι των εννέα απολύσεων, μαζί με την υποχρέωση διαβούλευσης της επιχείρησης με τα σωματεία. Και το πιο εξωφρενικό αυτού του νόμου : Εάν το διοικητικό δικαστήριο στο οποίο προσφεύγει ο μισθωτός για την απόλυσή του, την κρίνει αδικαιολόγητη και παράνομη, αυτό δεν οδηγεί στην καταβολή αποζημίωσης σε βάρος του εργοδότη.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο, η νεοφιλελεύθερη αυτή αναδιάρθρωση, με το πρόσχημα της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας και αύξησης της εμπορικής κατανάλωσης των τουριστών, καθιέρωσε εμπορικές ζώνες οι οποίες και λειτουργούν όλες τις Κυριακές του χρόνου, πράγμα που δεν μπορούν να αλλάξουν ούτε οι δήμαρχοι ούτε οι νομάρχες των αντίστοιχων περιοχών. Ήδη σχεδόν το ένα τρίτο των γάλλων εργαζομένων (29%) εργάζονται τακτικά ή εκ περιτροπής τις Κυριακές, και μάλιστα σε έναν τομέα των υπηρεσιών (μεγάλα εμπορικά καταστήματα), όπου οι αμοιβές των εργαζομένων είναι κατώτερες των 1.375 ευρώ το μήνα, τη στιγμή που ο μέσος όρος των μισθών στην γαλλική οικονομία φτάνει τα 1.712 ευρώ. Και το αξιοσημείωτο είναι ότι έμπρακτα καταργείται η αμοιβή της εργασίας τις Κυριακές και στις νυχτερινές βάρδιες με τις προβλεπόμενες προσαυξήσεις (100% για την κυριακάτικη απασχόληση) και αυτή η προσαύξηση μειώνεται στο επίπεδο του 30%.

Σε ένα τρίτο επίπεδο, ο πρώτος αυτός νόμος Ε. Μακρόν, ανοίγει την πόρτα στις ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων επιχειρήσεων με πρώτη την Βιομηχανική Κοινοπραξία Επίγειων Εξοπλισμών, η οποία και πωλήθηκε στην γερμανική Krauss Maffel Wegman, πράγμα που στερεί από το επιμέρους κράτος την δυνατότητα άσκησης της εθνικής του κυριαρχίας. Παράλληλα εκχωρούνται συνολικά ή επιμέρους τμήματα του κεφαλαίου πολλών αεροδρομίων της χώρας, μεταξύ των οποίων της Λυών, της Νίκαιας κλπ. Το εξαιρετικό είναι ότι στο ίδιο το πεδίο του νοσηλευτικού συστήματος, τα Νοσοκομειακά Πανεπιστημιακά Κέντρα, που ήταν φορείς της ιατρικής επιστημονικής έρευνας, ιδρύουν ιδιωτικά νοσηλευτικά ιδρύματα, που προορίζονται για την νοσηλεία ανώτερων αστικών στρωμάτων από διάφορες χώρες του κόσμου (ιατρικός τουρισμός). Σε κάθε περίπτωση, και στις δημόσιες επιχειρήσεις που βρίσκονται στον έλεγχο του κράτους, επιβάλλεται η υπαγωγή τους στο Εμπορικό Δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού, με αποτέλεσμα την μέγιστη μείωση της συμμετοχής των αντιπροσώπων των μισθωτών στα διοικητικά τους συμβούλια, που κατακλύζονται από τους τεχνοκράτες μανδαρίνους του χρηματιστικού κεφαλαίου.

Τέλος σε ένα τέταρτο επίπεδο ο πρώτος αυτός νόμος Ε. Μακρόν, προχώρησε και σε άλλες αλλαγές, πέραν εκείνων του Κώδικα Εργασίας, που καταδεικνύουν τον ακραία νεοφιλελεύθερο χαρακτήρα του : Πλήρης ελαστικοποίηση των όρων δόμησης στις τουριστικές περιοχές, αμβλύνοντας τα μέγιστα τους αναγκαίους περιβαλλοντικούς ελέγχους των κατασκευών, προκειμένου να στηριχθεί η ανάπτυξη του τουριστικού κεφαλαίου. – Απαλλαγή από την φορολόγηση και τις εισφορές προκειμένου για την μεταβίβαση μετοχών από τις επιχειρήσεις στα ανώτερα διευθυντικά τους στελέχη, πράγμα που στερεί το γαλλικό δημόσιο από φορολογικά έσοδα 900 εκατομ. ευρώ το χρόνο. – Απελευθέρωση των επαγγελμάτων των δικηγόρων και των συμβολαιογράφων ως αρχή για την πλήρη απελευθέρωση του συνόλου των διακοσίων περίπου επαγγελμάτων που ασκούνται στην οικονομική δραστηριότητα. Σε τέτοιο βαθμό συνολικά, που ο υπεύθυνος ευρωπαϊκών υποθέσεων του κινεζικού υπουργείου εμπορίου, που έχει προωθήσει πολλές εξαγορές γαλλικών επιχειρήσεων από κινεζικά κεφάλαια, Μα Σε να δηλώνει : «Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, δεν μπορεί κανείς να διατηρεί τις κοινωνικές κατακτήσεις. Πρέπει οι γάλλοι να αντιληφθούν ότι δεν υπάρχουν πλέον δωρεάν γεύματα». [ αναλύσεις σ’ όλο το εύρος αυτών των εργασιακών αναδιαρθρώσεων επίσης στο Economie et Politique, Νοέμβριος – Δεκέμβριος 2014 “Le projet de loi Macron ou comment construire une France hyper liberale” – Το νομοσχέδιο Μακρόν ή πώς να οικοδομηθεί μια υπέρ – φιλελεύθερη Γαλλία ].

Ο βομβαρδισμός του Εργατικού Κώδικα από την Κομρί (2016)

Δεν χρειάστηκε ούτε έναν χρόνο για να ξεκινήσει το δεύτερο κύμα κατεδαφίσεων του Εργατικού Δικαίου (ενός δικαιϊκού συστήματος από τα πιο προωθημένα στον σύγχρονο κόσμο), με τον καινούριο νόμο που έφερε η Μυριάμ Ελ Κομρί της σοσιαλιστικής κυβέρνησης του Φ. Ολάντ. Με τον εύγλωτο τίτλο της «καθιέρωσης νέων ελευθεριών και καινούριων προστατευτικών μέτρων για τις επιχειρήσεις», επιχείρησε μέσα από μια νέα σειρά αναδιαρθρώσεων που αφορούσε τον χρόνο εργασίας, τα Εργατοδικεία, τις απολύσεις, την αποζημίωση της εργασίας κλπ. να «προσαρμόσει τη νομοθεσία στις ανάγκες των επιχειρήσεων». Η γενική κατεύθυνση που υιοθετήθηκε είναι η δυνατότητα αναίρεσης της ισχύος των κανόνων του Εργατικού Δικαίου που έχουν την μορφή νόμων καθολικής ισχύος, από επιχειρησιακές συμφωνίες (όπου η θέση των εργαζομένων είναι εκτεθειμένη στις πιέσεις και τους καταναγκασμούς της εργοδοσίας), ακόμη κι’ αν αυτές είναι δυσμενέστερου περιεχομένου από ό,τι προβλέπουν οι εργατικοί νόμοι : Οι ανάγκες δηλαδή των εταιριών πάνω από την λαϊκή βούληση όπως εκφράζεται από τις αποφάσεις της Εθνοσυνέλευσης.

Αρχικά αυτός ο νέος νόμος που όπως και ο προηγούμενος επικυρώθηκε με προεδρικό διάταγμα και όχι από την ψήφο των βουλευτών του γαλλικού κοινοβουλίου (διαφωνούσε μια σημαντική ομάδα βουλευτών του ίδιου του κυβερνητικού ΣΚ), θέτει τέλος στην ισχύ της σύμβασης αορίστου χρόνου, στο βαθμό που η εργοδοσία έχει πλέον το δικαίωμα να διαρρήξει αυτή την σύμβαση με το που επικαλείται απλώς λόγους «ανασυγκρότησης της επιχείρησης», την οποία μάλιστα δεν είναι καν υποχρεωμένη να τεκμηριώσει : «Οι ελευθερίες και τα θεμελιώδη δικαιώματα του πολίτη διασφαλίζονται σε κάθε εργασιακή σχέση. Μπορούν όμως να επιβληθούν περιορισμοί στην άσκησή τους αν δικαιολογούνται από τις ανάγκες λειτουργίας της επιχείρησης…». Η απαίτηση για την ύπαρξη «σπουδαίου και σοβαρού» λόγου για την απόλυση των μισθωτών, το βάρος της απόδειξης της οποίας έφερε ο εργοδότης, καταργείται και ο εργαζόμενος περιορίζεται μόνον σε μια αποζημίωση απόλυσης, όπως δηλαδή και στο ελληνικό Εργατικό Δίκαιο (από τα πλέον καθυστερημένα της Ευρώπης).

Ο χρόνος εργασίας, ημερήσια και εβδομαδιαία, διευρύνεται, επιδιώκοντας να καταστεί παρελθόν η ισχύς του 35ωρου που είχε θεσπισθεί με την προηγούμενη σοσιαλιστική κυβέρνηση : Η καθιέρωση της εργασίας των 10 ή και 12 ακόμη ωρών ημερησίως, και των 46 ή και 48 ωρών εβδομαδιαία γίνεται νόμιμη εφόσον η εταιρία επικαλείται λόγους «αύξησης της δραστηριότητάς της» ή «αιτίες αναδιοργάνωσης της επιχείρησης». Αντί της διαφημιζόμενης αύξησης της απασχόλησης, διατηρείται η ανεργία στα υπάρχοντα επίπεδα, εφόσον οι επιχειρήσεις καλύπτουν τις πρόσθετες ανάγκες τους με την ελαστικοποίηση του χρόνου απασχόλησης του υπάρχοντος προσωπικού. Επιπρόσθετα η εργοδοσία έχει τη δυνατότητα να μειώσει τους μισθούς (κατά παρέκκλιση των συλλογικών συμβάσεων), να αυξήσει τον χρόνο εργασίας και να προχωρήσει προφανώς σε απολύσεις σε περίπτωση «οικονομικών δυσχερειών», εφόσον αντιμετωπίζει μείωση των παραγγελιών της ή του κύκλου εργασιών της ή μείωση της κερδοφορίας της για ένα ορισμένο διάστημα.

Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση που οι εταιρίες προχωρούν σε «τεχνολογικές αναδιαρθρώσεις», κατά τις οποίες αν ο μισθωτός εργαζόμενος αρνηθεί την μετάθεσή του ή την απασχόληση με μειωμένο μισθό, ή την αύξηση του χρόνου εργασίας χωρίς αντίστοιχη αύξηση των αποδοχών, μπορεί απλά να απολυθεί χωρίς κανέναν άλλο λόγο. Ο εργαζόμενος που κρίνεται ότι δεν είναι επαρκώς παραγωγικός (αυτό το κρίνει προφανώς ο εργοδότης μονομερώς), ή εμφανίζεται ως διεκδικητικός, μπορεί εξίσου να απολυθεί ανά πάσα στιγμή. Επίσης οι υπερωριακές ώρες απασχόλησης ενώ προηγούμενα αμείβονταν με προσαύξηση 25% στην αρχή και 50% στη συνέχεια, στο εξής πληρώνονται με προσαύξηση μόνον κατά 10%.

Οι επιχειρήσεις λοιπόν πάνω από το νόμο και τις συλλογικές συμβάσεις (κλαδικές ή γεωγραφικές). Ο διαφημιζόμενος κοινωνικός διάλογος και διαβούλευση σε επιχειρησιακό επίπεδο δεν αντιπροσωπεύει παρά μια προσχηματική διαδικασία για την επιβολή των απαιτήσεων του κεφαλαίου. Στα δημοψηφίσματα που προβλέπονται στο επίπεδο των επιχειρήσεων, οι εργαζόμενοι βρίσκονται απέναντι σε επιλογές μεταξύ Σκύλας και Χάρυβδης, εφόσον στην εργοδοσία εναπόκειται πάντοτε να διατυπώσει το ερώτημα της ψηφοφορίας. Π.χ. όπως έγινε σε εταιρίες όπως η Bosch, η General Motors, η Continental, όπου το ερώτημα που ετίθετο στο δημοψήφισμα ήταν αν οι εργαζόμενοι αποδέχονται να εργάζονται περισσότερο και να πληρώνονται λιγότερο, ή να χάσουν την εργασία τους [ Διαφωτιστικές οι παρατηρήσεις στο Martin Bulard “Deluge de bombes sur le Code du Travail”, Monde Diplomatique, Φεβρουάριος 2016 – Καταιγισμός από βόμβες στον Κώδικα Εργασίας ].

Το περίφημο “witch bloc” απο τις πιο πρωτότυπες διαμαρτυρίες ενάντια στις αντεργατικές μεταρρυθμίσεις Μακρόν



Το πρόσφατο «κοινωνικό πραξικόπημα» του Μακρόν (2017)

Τελευταία πράξη του δράματος των νεοφιλελεύθερων (=μνημονιακών) μεταλλάξεων του Εργατικού Δικαίου στη γαλλική οικονομία, τα πέντε διατάγματα της κυβέρνησης του Ε. Μακρόν που υπογράφηκαν την τελευταία εβδομάδα του Σεπτεμβρίου 2017, με την για μία καινούρια φορά παράκαμψη της ψήφου της Εθνικής Αντιπροσωπείας. Κύρια κατεύθυνση και αυτής της τελευταίας αναδιάρθρωσης του Κώδικα Εργασίας η ουσιαστική ακύρωση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας σε εθνικό, περιφερειακό και κλαδικό επίπεδο, και η μεταφορά των συμφωνιών κεφαλαίου – εργαζομένων σε επίπεδο επιχειρήσεων, όπου η ισχύς της εργοδοσίας και οι πιέσεις που μπορεί να ασκήσει είναι προφανείς, με αποτέλεσμα να καθαιρούνται οι υποχρεωτικοί εργατικοί νόμοι και οι ρυθμίσεις των κλαδικών συλλογικών διαπραγματεύσεων. Είναι χαρακτηριστικό όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς [ UGICT – CGT «Τα εργατικά δικαιώματα σήμερα, και αύριο μετά τα προεδρικά διατάγματα», καθώς και Syndicat des Avocats de France «Ακόμη περισσότερες ελευθερίες και ασφάλεια για τις επιχειρήσεις, ακόμη λιγότερα δικαιώματα και πρόσβαση στη δικαιοσύνη για τους μισθωτούς» ] ότι πρόκειται για μια συστηματική αποδόμηση θεμελιωδών εργατικών ρυθμίσεων και κανόνων, που προφανώς είχε μεθοδευτεί και με τους προηγούμενους νόμους Ε. Μακρόν και Μ. Ελ Κομρί. Ενδεικτικά έτσι μπορούμε να δούμε ορισμένες μεταλλάξεις ανάμεσα στις πάμπολλες άλλες που επιφέρουν αυτά τα νεοφιλελεύθερα διατάγματα.

Ο νέος νόμος νομιμοποιεί πλέον τις παράνομες και καταχρηστικές απολύσεις που γίνονταν προηγούμενα μόνον για «σπουδαίο και σοβαρό» λόγο, με το βάρος της απόδειξης να επαφίεται στον εργοδότη. Εφεξής, ακόμη και αν η απόλυση κριθεί παράνομη από τους Prud’hommes (Εργατοδικεία), ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα μόνον σε χρηματική αποζημίωση και όχι σε επαναπρόσληψη. Ακόμη και στην περίπτωση απόλυσης εγκύων γυναικών, ή για ανάπτυξη συνδικαλιστικής δράσης (ιδιαίτερα στις περίφημες μικρομεσαίες επιχειρήσεις), η αποζημίωση της απόλυσης μειώνεται στο μισό. Μέχρι σήμερα η επιχείρηση ήταν υποχρεωμένη σε περίπτωση απολύσεων να κοινοποιεί την αιτιολογία με επίσημο έγγραφο, και στη βάση αυτή οι εργαζόμενοι να αναπτύσσουν την επιχειρηματολογία τους ενώπιον των δικαστηρίων. Εφεξής ο εργοδότης δεν υποχρεούται να κοινοποιήσει τον λόγο των απολύσεων παρά μόνον την τελευταία στιγμή κατά την εκδίκαση της προσφυγής, έτσι ώστε οι μισθωτοί να μην μπορούν να ετοιμάσουν την νομική τους επιχειρηματολογία. Η εκτίμηση των λόγων απόλυσης για οικονομικούς λόγους, προκειμένου για πολυεθνικές φίρμες με θυγατρικές στη Γαλλία, γίνεται μόνον στο επίπεδο περίπτωσης οικονομικών δυσχερειών των θυγατρικών, παρόλο που οι μητρικές πολυεθνικές είναι κερδοφόρες στο συνολικό τους επίπεδο.

Προάγονται κάθε είδους μορφές προσωρινής εργασίας σε βάρος των συμβάσεων αορίστου χρόνου (Contrat a duree intetermine). Έτσι ενώ μέχρι σήμερα οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου (Contrat a duree determine) μπορούσαν να διαρκέσουν μόνον μέχρι 18 μήνες, και μετά να μετατραπούν σε αορίστου χρόνου, εφεξής η διάρκειά τους μπορεί να επεκτείνεται στα 5 χρόνια. ΟΙ εργοταξιακές συμβάσεις αορίστου χρόνου που τέλειωναν με το τέλος του έργου και ίσχυαν μόνον στις κατασκευές, τώρα επεκτείνονται σε όλους τους κλάδους, με αποτέλεσμα όταν ολοκληρώνεται ένα πρότζεκτ (συνήθως επιστημόνων και μηχανικών) να παίρνει τέλος η σύμβαση εργασίας ως εάν ήταν ορισμένου χρόνου. Η δοκιμαστική περίοδος μετά την πρόσληψη των μισθωτών (2 μήνες για εργατοτεχνίτες, 3 για τεχνικούς και 4 για στελέχη), επεκτείνεται πλέον επ’ αόριστον κατά την κρίση της επιχείρησης. Οι συμβάσεις εργασίας που συνάπτονται πλέον θα μπορούν να τροποποιηθούν ανά πάσα στιγμή από την εργοδοσία με απλή επιχειρησιακή συμφωνία, όπου η επιχείρηση θα έχει το δικαίωμα να αλλάξει τους όρους της σύμβασης, επιβάλλοντας π.χ. μείωση των μισθών, αύξηση του χρόνου εργασίας κ.ά.

Σε περίπτωση μεταβίβασης μιας επιχείρησης σε άλλους επιχειρηματίες, αυτοί πλέον δεν θα έχουν υποχρέωση να διατηρήσουν το ίδιο προσωπικό, έχοντας τη δυνατότητα να απολύσουν ακόμη και ολόκληρο το προηγούμενο εργατικό δυναμικό. Σε περίπτωση δυσχερειών της εταιρίας και διαμόρφωσης ενός «κοινωνικού σχεδίου ανασυγκρότησης», ο εργοδότης που απολύει τους εργαζόμενους λόγω των οικονομικών δυσκολιών, δεν υποχρεούται να τους επαναπροσλάβει όταν η παραγωγική μονάδα επιστρέψει στην κερδοφορία. Οι προβλεπόμενες από τις κλαδικές συλλογικές συμβάσεις, αλλά και από τον ίδιο το νόμο, νόμιμες πληρωμένες άδειες των μισθωτών σε περίπτωση γάμου, γέννησης παιδιού, θανάτου άμεσα συγγενικού προσώπου, φροντίδας άρρωστου παιδιού κλπ. καταργούνται, με απλή επιχειρησιακή συμφωνία, χωρίς την ανάγκη παρουσίας συνδικαλιστικών εκπροσώπων. Ακόμη και το 20λεπτο διάλλειμα ξεκούρασης εγκύων γυναικών οδηγείται σε κατάργηση με απλή επιχειρησιακή διαβούλευση.

Παράλληλα η πραγματοποίηση δημοψηφίσματος για ένα εργασιακό ζήτημα μεταξύ των εργαζομένων μιας επιχείρησης ήταν συνδικαλιστικό δικαίωμα. Εφεξής μόνον η εργοδοσία έχει το δικαίωμα διεξαγωγής δημοψηφίσματος, και μάλιστα και καθορισμού του θέματός του, τόση δημοκρατία στις επιχειρήσεις… Μέχρι σήμερα όταν μια κλαδική σύμβαση παραβιάζονταν από την επιχείρηση μπορούσε να γίνει προσφυγή στη δικαιοσύνη με το βάρος της απόδειξης να εναποτίθεται στον εργοδότη. Εφεξής το βάρος της απόδειξης βαρύνει τους εργαζομένους, αλλά και η όποια θετική δικαστική απόφαση δεν έχει σε καμία περίπτωση αναδρομικό χαρακτήρα. Επίσης, ενώ μέχρι πρόσφατα οι συζητήσεις και διαπραγματεύσεις για μισθολογικά θέματα γίνονταν κάθε χρόνο, εφεξής θα μπορούν να γίνονται μόνον κάθε 4 χρόνια κλπ.

Στις καπιταλιστικές αφετηρίες των μνημονιακών πολιτικών

Τίθεται έτσι το ερώτημα που αφορά τις αιτίες επιβολής αυτών των πολιτικών νεοφιλελεύθερων αναδιαρθρώσεων των εργασιακών σχέσεων και των οικονομικών δραστηριοτήτων, που όπως διαπιστώνεται έχουν κοινά ή παράλληλα χαρακτηριστικά όχι μόνον στις χώρες της Νότιας Ευρώπης με την μορφή των μνημονίων που συνοδεύουν τις διαδικασίες αντιμετώπισης του υπερδανεισμού, αλλά και εξίσου στις κεντρικές και κυρίαρχες χώρες της ευρωπαϊκής ηπείρου (Γερμανία και Γαλλία). Προέρχονται αυτές από τον υπερδανεισμό των επιμέρους εθνικών κρατών, από την υπέρμετρη χρηματιστικοποίηση των οικονομιών, από τον ασθενή, «στρεβλό και εξαρτημένο» χαρακτήρα ορισμένων εθνικών καπιταλισμών όπως ο ελληνικός, από τη «εκδικητική μανία» του δαίμονα των Βρυξελλών, από την απληστία και τη «βαρβαρότητα» των γερμανών βιομηχάνων κλπ ; Απεναντίας, εφόσον υιοθετεί κανείς την μαρξιστική ανάλυση και ανάγνωση των πραγμάτων, που συνεχίζει να βρίσκει την επιβεβαίωσή της στις ίδιες τις εξελίξεις της οικονομικής πραγματικότητας, προκύπτει ότι το σύνολο αυτών των κυμάτων μέτρων ολοκληρωτικής απορρύθμισης της εργασίας προέρχεται από τις πολιτικές των αστικών τάξεων να αντιμετωπίσουν τη μακροχρόνια καπιταλιστική κρίση και να βρουν διεξόδους σε βάρος της μισθωτής εργασίας και των λαϊκών στρωμάτων ευρύτερα και προς όφελος του επιχειρηματικού κεφαλαίου [ πρόσφατα στοιχεία, πίνακες και διαγράμματα στην ανάλυση του Michel Husson “Dix ans de crise…et puis Macron”, Δέκα χρόνια κρίσης …και μετά ο Μακρόν, Defend Democracy Press ].

Σε αντίθεση με την κεϋνσιανή αντίληψη που αποδίδει την κρίση στην χρηματιστική αστάθεια και στις πολιτικές της λιτότητας που κρίνονται αντί-παραγωγικές, η μαρξιστική κριτική επικεντρώνεται στην τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους, το οποίο για να αποκατασταθεί απαιτεί την απαξίωση μεγάλων τμημάτων του κεφαλαίου. Η καπιταλιστική δυναμική που καθορίζεται από την διατήρηση του ποσοστού κέρδους σε επαρκή επίπεδα, εξαρτάται κυρίως από τα κέρδη της παραγωγικότητας της εργασίας, από το επίπεδο της πραγματικής αμοιβής της μισθωτής εργασίας και από την εξέλιξη της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου. Διαπιστώνεται στατιστικά (Long Term Productivity Database της Τράπεζας της Γαλλίας) ότι στην περίοδο από το 1960 μέχρι το 2015 όλοι οι σχετικοί δείκτες (παραγωγικότητα της εργασίας, οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, κατά κεφαλήν ΑΕΠ) βρίσκονται σε μια πτωτική πορεία που ξεκινάει από ένα δείκτη 7 για να φτάσει στον δείκτη 1. Στην ίδια περίοδο έτσι ο σύνθετος δείκτης της καπιταλιστικής δυναμικής (το επίπεδο της ετήσιας ανάπτυξης) πέφτει από ένα επίπεδο 5 στο επίπεδο του 0,5. Η έκρηξη της πρώτης μεταπολεμικής κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου (μέσα της δεκαετίας του 1970 – αρχές της δεκαετίας του 1980) συνδέεται με την πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους, ως αποτέλεσμα της εξάντλησης και σαφούς επιβράδυνσης των κερδών της παραγωγικότητας της εργασίας. Έτσι ο νεοφιλελευθερισμός που εγκαινιάζεται από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, επιδιώκοντας να διατηρήσει το επίπεδο του ποσοστού κέρδους, καταφεύγει στην συνεχή μείωση του πραγματικού μισθού (του μεταβλητού δηλαδή κεφαλαίου).

Αυτή η νέα νεοφιλελεύθερη περίοδος της καπιταλιστικής εξέλιξης κατορθώνει μ’ αυτό τον τρόπο (κατεδάφιση του κοινωνικού κράτους) να διατηρήσει και να προσαυξήσει το ποσοστό κέρδους τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες (μεταξύ 1980 και 2015 στην πρώτη περίπτωση αυξάνεται από ένα δείκτη 10 στον δείκτη 14, στην δεύτερη περίπτωση από έναν δείκτη 15 στον δείκτη 22). Το αποτέλεσμα είναι η συνεχής πτώση των μισθών που στη διάρκεια της περιόδου 1970 – 2014 έπεσαν από το 54,5 % της συμμετοχής στο ΑΕΠ (παγκόσμιος μέσος όρος) στο 50,5%. Προφανώς το ερώτημα που τέθηκε με την μείωση των μισθών ήταν το ποιος θα αγοράζει πλέον τα παραγόμενα προϊόντα αφού είχε επιβληθεί η λιτότητα. Η νεοφιλελεύθερη απάντηση που δόθηκε ήταν η αύξηση των εισοδημάτων των ανώτερων αστικών στρωμάτων (εμβάθυνση των ταξικών ανισοτήτων), η αύξηση της πίστωσης (συνεχής δανεισμός) και η διέξοδος στις διεθνείς αγορές (παγκοσμιοποίηση). Προέκυψε έτσι μια έντονη «χρηματιστικοποίηση» των οικονομικών δραστηριοτήτων, που σε καμία περίπτωση βέβαια δεν ήταν αιτία της κρίσης (της οποίας τα αίτια συνέχισαν να εντοπίζονται στην πραγματική παραγωγική οικονομία), αλλά ήταν περισσότερο ένα σύμπτωμα της φθίνουσας πορείας της καπιταλιστικής δυναμικότητας.

Χρησιμοποιήθηκε έτσι η διέξοδος στις αγορές των αναδυόμενων οικονομιών με την διαδικασία της παραγωγικής παγκοσμιοποίησης με την έντονη αλληλοδιαπλοκή των οικονομιών με την μορφή των «παγκόσμιων αλυσίδων αξίας» (global value chains). Ωστόσο, αυτή η διαδικασία που βασίζονταν κυρίως στην ανάπτυξη της κινεζικής οικονομίας, φάνηκε να εξαντλείται με την εκδήλωση της μεγάλης κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου του 2008, με αποτέλεσμα η παραγωγικότητα της εργασίας, ενώ είχε εμφανίσει αυξητική πορεία μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2000, να πάρει ξανά την κατιούσα, λιγότερο στις αναδυόμενες οικονομίες (BRICS) και περισσότερο στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Έτσι, εφόσον η μείωση των μισθών έφτασε σε ορισμένα ιστορικά όρια, και αφού οι «παγκόσμιες αλυσίδες αξίας» εμφάνισαν πλέον σαφή υποχώρηση (ιδιαίτερα στην τελευταία πενταετία 2010 – 15), ενώ οι τεχνολογικές αναδιαρθρώσεις δεν μπορούσαν πλέον να επιφέρουν αύξηση στα κέρδη από την παραγωγικότητα της εργασίας, τα διεθνή οικονομικά κέντρα προέκριναν την μαζική καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων (κυρίως με την επέκταση της ρομποτικής) και μια μηδενική σχεδόν ανάπτυξη : Σε κάθε περίπτωση έντονη ήταν η ανάγκη να βαθύνει ακόμη περισσότερο η κοινωνική καταστροφή του κόσμου της εργασίας (εκκαθαρίσεις θέσεων εργασίας, λιτότητα και ελαστικοποίηση).

Προωθήθηκε έτσι ο διαχωρισμός των παραγωγικών μονάδων σε επιχειρήσεις υψηλής παραγωγικότητας που έπρεπε να στηριχθούν και σε «επιχειρήσεις – ζόμπι» που εμφάνιζαν χαμηλή παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα και χρειάζονταν να εκκαθαριστούν : Οι «ζωντανές – νεκρές» επιχειρήσεις έπρεπε λοιπόν να εκκαθαριστούν γιατί αποτελούσαν εμπόδιο στην «δημιουργική καταστροφή» κεφαλαίου και στην αποδοτική χρησιμοποίηση των παραγόντων της παραγωγής. Άρα ήρθαν στην επιφάνεια της αστικής οικονομικής πολιτικής οι μεγάλες διαρθρωτικές αλλαγές, δηλαδή η ολοσχερής ελαστικοποίηση των μορφών απασχόλησης, παρατεταμένες πολιτικές μείωσης των μισθών, εκκαθαρίσεις των μη επαρκώς αξιοποιουμένων κεφαλαίων (διατήρηση της ανεργίας σε υψηλά επίπεδα). Υιοθετείται δηλαδή η μαρξιστική διαπίστωση ότι ο καπιταλισμός δεν ξεπερνάει την κρίση του παρά απαξιώνοντας το αναποτελεσματικό τμήμα του κεφαλαίου. Αυτό βέβαια φέρνει το παραγωγικό κεφάλαιο σε μια ορισμένη αντίθεση με το πλασματικό (χρηματιστικό) κεφάλαιο που είχε προωθήσει ο ίδιος ο νεοφιλελευθερισμός, διασφαλίζοντας την σταθερή κερδοφορία των μεγαλομετόχων των επιχειρήσεων, ωστόσο όμως οι ανάγκες ανάκαμψης της δυναμικής του παραγωγικού κεφαλαίου απευθύνουν μια αυστηρή προειδοποίηση για την επαναφορά στην τάξη του νόμου της αξίας.

Μ’ αυτή την δεδομένη κατάσταση πραγμάτων ο ίδιος ο κεϋνσιανισμός εμφανίζεται εξολοκλήρου αναποτελεσματικός στο μέτρο που η αύξηση της αγοραστικής δύναμης και της ζήτησης που ευαγγελίζεται βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την επικρατούσα καπιταλιστική λογική της οποίας η μοναδική έγνοια είναι η αποκατάσταση του ποσοστού της επιχειρηματικής κερδοφορίας : Ο καπιταλισμός δεν μπορεί να λειτουργήσει αποδεχόμενος μικρότερη αποδοτικότητα του κεφαλαίου, έτσι ώστε οι κυρίαρχες τάξεις να στερηθούν των προνομίων τους. Έτσι η μοναδική διέξοδος που προκρίνεται από τα κυρίαρχα αστικά κέντρα, και που εκφράζεται με τον πλέον εμβληματικό τρόπο από την γαλλική προεδρία Ε. Μακρόν, είναι η εμβάθυνση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών μέσα από νεοφιλελεύθερες αναδιαρθρώσεις : Δημιουργική καταστροφή κεφαλαίων, αύξηση της ανεργίας, ελαστικοποίηση της απασχόλησης, αποψίλωση δικαιωμάτων και εισοδήματος της μισθωτής εργασίας. Εφόσον ο σύγχρονος καπιταλισμός αδυνατεί να επανακτήσει τα κέρδη από την παραγωγικότητα της εργασίας, δεν μπορεί να λειτουργήσει παρά με το μοντέλο του ακραίου νεοφιλελευθερισμού. Γι’ αυτούς τους λόγους η αντιμετώπιση των μνημονιακών πολιτικών σε πανευρωπαϊκό επίπεδο δεν μπορεί να γίνει παρά από μια αντικαπιταλιστική πολιτική που συνδέει οργανικά τις άμεσες εργατικές ανάγκες με μεταβατικές ριζοσπαστικές ρήξεις και τομές.

Αντιπαράθεση στον διεθνοποιημένο ευρωπαϊκό καπιταλισμό

Συνάγεται συμπερασματικά ότι οι νεοφιλελεύθερες αναδιαρθρώσεις των εργασιακών σχέσεων και των οικονομικών δομών, που έχουν καταγραφεί στην ελληνική κοινωνική πραγματικότητα της τελευταίας επταετίας εφαρμογής των τεσσάρων συνεχών μνημονίων (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ), δηλαδή μείωσης των μισθών και συντάξεων, ολοσχερούς περιορισμού και μείωσης των επιδομάτων ανεργίας, κατάργησης της ισχύος των συλλογικών συμβάσεων, ιδιωτικοποίησης των κοινωφελών επιχειρήσεων που έχουν απομείνει στην δημόσια κυριότητα, γενίκευσης των συμβάσεων προσωρινής και μερικής απασχόλησης κλπ., δεν αποτελεί πρωτοτυπία του ελληνικού καπιταλισμού και του πολιτικού φάσματος των μνημονιακών κομμάτων. Η ίδια πολιτική, με διαφοροποιημένες ή πανομοιότηπες μορφές έχει ασκηθεί και συνεχίζει να υλοποιείται στο σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών, και μάλιστα του ίδιου του ευρωπαϊκού κέντρου (Γερμανία και Γαλλία), όπως εξίσου και της περιφέρειας (Ιταλία, Ισπανία, χώρες της πρώην Ανατολικής Ευρώπης). Ο υπερδανεισμός των εθνικών κρατών που είναι αποτέλεσμα των ακραίων νεοφιλελεύθερων πολιτικών διαχείρισης της κρίσης, χρησιμοποιείται ως μέσον εκβιασμού προκειμένου αφενός να επιβληθεί ένας δρακόντειος δημοσιονομικός έλεγχος ως προϋπόθεση της οικονομικής «εξυγίανσης», και αφετέρου για να επιβληθούν μορφές αύξησης της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας των επιμέρους εθνικών καπιταλισμών, μέσα από την κατακόρυφη κοινωνική υποτίμηση της μισθωτής εργασίας.

Έτσι, αυτά τα διαδοχικά κύματα μέτρων αποδόμησης του Εργατικού Δικαίου στην ευρωπαϊκή ήπειρο, είναι αποτέλεσμα των πολιτικών αντιμετώπισης της κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου (που στην ελληνική οικονομία προσέλαβε ακόμη πιο οξυμένες διαστάσεις) προς όφελος των επιχειρήσεων και σε βάρος του κόσμου της μισθωτής εργασίας, και όχι απλά έκφραση μιας «εκδικητικής μανίας» των «ξένων επικυρίαρχων» και μετατροπής της ελληνικής εργατικής τάξης σε ευρωπαϊκό «πειραματόζωο» : Πολύ μεγαλύτερα «πειραματόζωα» αποδεικνύονται οι πολλαπλάσιες σε μέγεθος εργατικές τάξεις των ηγεμονικών ευρωπαϊκών χωρών, τόσο στη διάρκεια της δεκαετίας του 2000, όσο και στην διάρκεια της τρέχουσας δεκαετίας του 2010. Προκύπτει άρα ότι η αντιπαράθεση που διατρέχει τις οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ζώνης του Ευρώ δεν έχει πρωτίστως τα χαρακτηριστικά «εθνικών και πατριωτικών» αντιπαραθέσεων, αλλά τα βαθειά ταξικά χαρακτηριστικά της αντιπαλότητας ανάμεσα στις επιμέρους εργατικές τάξεις και στις νεοφιλελεύθερες αναδιαρθρώσεις του διεθνοποιημένου καπιταλισμού σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.

Άρα μια αντιμνημονιακή πολιτική με την ευρύτερη έννοια του όρου δεν μπορεί να βασίζεται σε μια αντίληψη «εθνικής (αστικής) ανάπτυξης», με όρους ενός διαταξικού πατριωτικού μετώπου (μισθωτής εργασίας, αλλά και μικροαστικών στρωμάτων, και μικρομεσαίων επιχειρήσεων και αστικών παραγωγικών δυνάμεων), αλλά με όρους ενός ταξικού μετώπου των εργαζομένων τάξεων στους επιμέρους εθνικούς κοινωνικούς σχηματισμούς, όσο και σε πανευρωπαϊκό κοινωνικό επίπεδο. Το ζήτημα δεν είναι η «παραγωγική ανασυγκρότηση» των οικονομιών που έχουν υποστεί τις συνέπειες της «δημιουργικής καταστροφής» παραγωγικών δυνάμεων ως αποτέλεσμα της απαξίωσης των ανεπαρκώς αξιοποιουμένων (ζημιογόνων) κεφαλαίων, αλλά ο ίδιος ο στρατηγικός κοινωνικός μετασχηματισμός των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων, όχι προφανώς με έναν κενό πολιτικό λόγο στη συγκυρία («εδώ και τώρα κομμουνισμός»), αλλά με μια οργανική διασύνδεση των άμεσων ζωτικών λαϊκών αναγκών με ένα ριζοσπαστικό μεταβατικό αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης στο ιστορικό παρόν.

Η αριστερή αντιμετώπιση των θεσμών της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης δεν μπορεί να προάγεται με όρους εθνικών περιχαρακώσεων και διαχωρισμών, αλλά με όρους εργατικής ταξικής διαπάλης απέναντι στις νεοφιλελεύθερες ανασυγκροτήσεις των εθνικών καπιταλισμών και της Ιερής Συμμαχίας των αστικών τάξεων στο ευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτό το μήνυμα έρχεται από τις μαζικές εργατικές κινητοποιήσεις στη γερμανική οικονομία των μέσων της δεκαετίας του 2000, το ίδιο από τις συνδικαλιστικές απεργίες της τριετίας 2015 – 17 στη γαλλική κοινωνία, το ίδιο από τις μαζικές απεργίες στην αυτοκινητοβιομηχανία της Κεντρικής Ευρώπης το 2017 (Σλοβακία, Ουγγαρία, Τσεχία), το ίδιο από τις ελληνικές πανεργατικές απεργίες του 2010 – 12, που κατέληξαν στην πολιτική στήριξη του ΣΥΡΙΖΑ, κι’ αυτός οδήγησε τις λαϊκές προσδοκίες στα τάρταρα. Η θέση της κάθε επιμέρους εργατικής τάξης είναι στην κοινή της συμπαράταξη με τον εργαζόμενο κόσμο των υπολοίπων ευρωπαϊκών χωρών, και όχι με τις αστικές και μικροαστικές εθνικές τους δυνάμεις, για την ανατροπή των νεοφιλελεύθερων αναδιαρθρώσεων στο εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.

Θεσσαλονίκη – Οκτώβριος 2017

Πηγή: ΠΡΙΝ

Τάσος Μαυρόπουλος:«Δασικές πυρκαγιές στα χρόνια των μνημονίων»

Τρίτη, 08/08/2017 - 17:00
Δήλωση του Τάσου Μαυρόπουλου, μέλους Π.Σ. ΛΑΕ:


«Δασικές πυρκαγιές στα χρόνια των μνημονίων»

Η διαχείριση των δασικών πυρκαγιών είναι εξαρτημένη από τα μνημόνια που απαγορεύουν την αντιμετώπιση των αιτιών οι οποίες προκαλούν τα καταστροφικά αποτελέσματα σε περιβάλλον, ζωές και περιουσίες.

Με τις δραματικές περικοπές δαπανών, έχουν ελαχιστοποιηθεί οι δυνατότητες των εμπλεκομένων φορέων για τις προληπτικές δράσεις και το Πυροσβεστικό Σώμα καλείται ν’ αντιμετωπίσει τις πυρκαγιές χωρίς τα απαραίτητα μέσα και εξοπλισμό που απαιτούνται σ’ αυτές τις περιπτώσεις αντιμετωπίζοντας έτσι αυξημένους κινδύνους.

Η μικροκομματική πολιτική αντιπαράθεση των μνημονιακών κομμάτων, αποσκοπεί στη μετάθεση των δικών τους ευθυνών για τα καταστροφικά αποτελέσματα.

Όταν ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, έχουν επιλέξει με τα μνημόνια να δίνουν τα λεφτά του Ελληνικού λαού και την περιουσία της χώρας στους δανειστές για την αποπληρωμή ενός παράνομου χρέους,

όταν απαξιώνουν τη δασική υπηρεσία αντί να αναβαθμίσουν την λειτουργία της για ουσιαστική και αποτελεσματική διαχείριση του δάσους,

όταν επιχειρησιακά αποψιλώνουν το Π.Σ. και δεν εγγυώνται ούτε την υποστήριξη και λειτουργία των ήδη υπαρχόντων μέτρων,

όταν δημιουργούν επιχειρησιακό κενό 500 πυροσβεστών νέας και παραγωγικής ηλικίας για να εξυπηρετήσουν τη FRAPORT,

όταν η επιλογή της ηγεσίας δεν έχει την έγκριση, τον έλεγχο και την υποστήριξη του κοινοβουλίου,

όταν η Εθνική Σχολή Πολιτικής Προστασίας έχει παραπεμφθεί στις καλένδες,

όταν η Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας δεν αναβαθμίζεται.

Τότε κάθε χρόνο θα αυξάνονται οι πιθανότητες να έχουμε καταστροφικά αποτελέσματα από τις πυρκαγιές.

Δασικές πυρκαγιές θα έχουμε κάθε χρόνο, τα αποτελέσματά τους όμως είναι ανάλογα με τις πολιτικές που ασκούνται.

Αποτελεσματική πρόληψη και καταστολή με μνημόνια δεν γίνεται και υπόλογοι στον Ελληνικό λαό είναι τα κόμματα που τα ψήφισαν και τα εφαρμόζουν.

ΛΑΪΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Η ηγεσία της ΓΣΕΕ έφτασε στο έσχατο κατάντημα να διοργανώνει ημερίδα δικαιολόγησης των μνημονίων

Σάββατο, 10/06/2017 - 21:05
Να ακυρωθεί τώρα η ημερίδα της ντροπής της ηγεσίας της ΓΣΕΕ







Η συμβιβασμένη και παραδομένη πλειοψηφία της Διοίκησης της ΓΣΕΕ έχει βαρύτατες και ιστορικές συνδικαλιστικές και πολιτικές ευθύνες, γιατί 7 χρόνια τώρα, αντί να οργανώσει με σχέδιο, αποφασιστικότητα και με τις αναγκαίες κοινωνικές συμμαχίες, τους αγώνες των εργαζομένων για την αποτροπή και ανατροπή των καταστροφικών μνημονίων, τους οδηγούσε ή σε αγωνιστικήαδράνεια ή σε κινητοποιήσεις – φωτοβολίδες εκτονωτικού χαρακτήρα.




Η πλειοψηφία της Διοίκησης της ΓΣΕΕ έχει επίσης βαρύτατες συνδικαλιστικές και πολιτικές ευθύνες, γιατί με τη συμβιβαστική και εξωνημένη στάση της απέναντι στις μνημονιακές κυβερνήσεις και το μεγάλο κεφάλαιο, έδωσε θανάσιμα χτυπήματα στην αξιοπιστία και αποτελεσματικότητα ολόκληρου του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, με αποτέλεσμα όχι μόνο την αγωνιστική αδράνεια, αλλά και την απομαζικοποίηση του στον ιδιωτικό τομέα και στην εργαζόμενη νεολαία.

Η πλειοψηφία της Διοίκησης της ΓΣΕΕ ξεπέρασε τον εαυτό της σε όρκους μνημονιακής υποταγής, όταν πριν το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015, κάλεσε του εργαζόμενους να στηρίξουν το ντροπιαστικό ΝΑΙ, που στην ουσία ήταν ΝΑΙ στα μνημόνια της φτωχοποίησης, της υποτέλειας και της ταπείνωσης.




Αυτή η συμβιβασμένη και εξωνημένη πλειοψηφία της ΓΣΕΕ έφτασε αυτή την περίοδο στον ακρότατο αυτοεξευτελισμό της. Ενώ ουσιαστικά άφησε την κυβέρνηση να περάσει το 4ο μνημόνιο “αβρόχοις ποσί”, την ίδια στιγμή διοργανώνει μέσω ΙΝΕ/ΓΣΕΕ ημερίδα στις 13 Ιούνη “για τη 2η αξιολόγηση και την προοπτική της οικονομίας” με βασικούς ομιλητές τους αρχιμνημονιακούςΕυκλείδη Τσακαλώτο (Υπουργό Οικονομικών), Γ. Στουρνάρα (Διοικητή της τράπεζας της Ελλάδας), Κ. Χατζηδάκη (αντιπρόεδρο της ΝΔ) και Φ. Σαχινίδη (πρώην Υπουργό Οικονομικών του ΠΑΣΟΚ).




Με όλους αυτούς δηλαδή, που μαζί με τους δανειστές και τις μνημονιακές κυβερνήσεις, που συμμετέχουν ή συμμετείχαν ''έσφαζαν'' και ''σφάζουν'' στο γόνατο το λαό και τη νεολαία, ξεπουλώντας την δημόσια περιουσία και την ίδια τη χώρα μας.




Η ΛΑΕ θεωρεί τη διοργάνωση αυτή της ημερίδας από την ηγεσία της ΓΣΕΕ, όχι απλά ως ένα νέο συνδικαλιστικό ατόπημα της, αλλά ως μέγιστη πολιτική πρόκληση. Με την πασαρέλα αυτή όλων των ηθικών και φυσικών αυτουργών των μνημονίων προκαλεί τα αισθήματα της εργατικής τάξης και του λαού, που 7 χρόνια υποφέρουν και εξαθλιώνονται κάτω από το ζυγό των μνημονιακών πολιτικών. Γι' αυτό η απάντηση, όχι μόνο των αγωνιστικών συνδικάτων και των εργαζομένων, αλλά και των αντιμνημονιακών, αριστερών πατριωτικών δυνάμεων σ΄ αυτή την πολιτική πρόκληση πρέπει να είναι άμεση, μαζική και μαχητική με στόχο την ματαίωση της ντροπιαστικής αυτής πρόκλησης για τον κόσμο της μισθωτής εργασίας και τους απόμαχους της δουλειάς.




Οι εργαζόμενοι έχουν ανάγκη από συνδικάτα ζωντανά, με δημοκρατικές εσωτερικές λειτουργίες, αγωνιστικά, που θα ενοποιούν και θα ενεργοποιούν τους εργαζόμενους με βάση τα πραγματικά προβλήματα τους και τις λύσεις τους και θα μπορούν να συγκροτήσουν μια νέα κοινωνική συμμαχία με στόχο την ανατροπή των μνημονιακών πολιτικών.




Να ακυρωθεί τώρα η ημερίδα της ντροπής της ηγεσίας της ΓΣΕΕ.

Αποσπάσματα από τις 53 σελίδες του προσχεδίου της τελικής συμφωνίας Ελλάδας-πιστωτών της 22ας Μαΐου δημοσιεύει η Handelsblatt

Τρίτη, 09/05/2017 - 09:00
Handelsblatt: Το προσχέδιο της τελικής συμφωνίας Ελλάδας-πιστωτών της 22ας Μαΐου

Αποσπάσματα από το προσχέδιο της τελικής συμφωνίας Ελλάδας-πιστωτών της 22ας Μαΐου δημοσιεύει η γερμανική οικονομική εφημερίδα Handelsblatt, σε άρθρο με τίτλο «Ελαφρύνσεις έναντι μεταρρυθμίσεων»: «Στις 53 σελίδες του προσχεδίου περιλαμβάνονται τα μέτρα και οι μεταρρυθμίσεις που θα πρέπει να εφαρμόσει η ελληνική κυβέρνηση. Το εμπιστευτικό έγγραφο που επιγράφεται "Απόρρητο: Μόνο για υπηρεσιακή χρήση" βρίσκεται στη διάθεση της Handelsblatt. Πολλά προαπαιτούμενα μέτρα θα πρέπει να εφαρμοστούν άμεσα, ενώ άλλα, όπως η μεταρρύθμιση του φορολογικού και του συνταξιοδοτικού, το 2019 και το 2020.

Σύμφωνα με το προσχέδιο στόχος των μέτρων είναι να διασφαλιστεί πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022.

Έγγραφο του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης (ΕΣΜ), το οποίο, επίσης, βρίσκεται στη διάθεση της γερμανικής εφημερίδας, μιλά ωστόσο μια διαφορετική γλώσσα. Τίτλος του: "Ελαφρύνσεις του ελληνικού χρέους: Δυνατότητες για κίνητρα". Το έγγραφο περιλαμβάνει διάφορες δυνατότητες για ελάφρυνση του χρέους με ταυτόχρονη ωστόσο διασφάλιση της συνέχισης των μεταρρυθμίσεων από την Αθήνα. Το ζήτημα συζητήθηκε προφανώς από εκπροσώπους των θεσμών. Σε σχετικό ερώτημα πάντως εκπρόσωπος του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών απάντησε στην εφημερίδα ότι το υπουργείο δεν σχολιάζει έγγραφα των θεσμών.

Μεταξύ άλλων στο έγγραφο του ΕΣΜ γίνεται λόγος για τη δυνατότητα επιμήκυνσης της αποπληρωμής τόκων μέχρι το 2050, καθώς και ο καθορισμός ενός πλαφόν, συνεχίζει η γερμανική εφημερίδα. Αυτό θα μπορούσε να γίνει σε τρία βήματα: κατ΄ αρχήν μέχρι το 2030, μετά μέχρι το 2040 και τέλος μέχρι το 2050. Η επιμήκυνση θα λαμβάνει χώρα μόνο υπό την προϋπόθεση ότι η Αθήνα πετυχαίνει τους οικονομικούς στόχους. Και άλλες ελαφρύνσεις θα μπορούσαν να συνδεθούν με παρόμοιες προϋποθέσεις, συνεχίζει η εφημερίδα. Στο έγγραφο ωστόσο τονίζεται ότι το ΔΝΤ έχει διαφορετική άποψη και πως απαιτούνται μετά το τέλος του προγράμματος το 2018 σημαντικές ελαφρύνσεις χωρίς προϋποθέσεις, διότι διαφορετικά τα μέτρα δεν θα είναι πειστικά για τις χρηματαγορές. Και ως γνωστόν, τονίζει η οικονομική εφημερίδα, το Ταμείο έχει βαρύνουσα διαπραγματευτική θέση, μιας και το Βερολίνο επιθυμεί διακαώς τη συμμετοχή του στο τρίτο πρόγραμμα.




ΑΠΕ

Κατά 30% αυξήθηκαν οι δαπάνες Υγείας για τα νοικοκυριά μεταξύ 2010-2015

Δευτέρα, 24/04/2017 - 21:00
Αύξηση κατά 30% παρουσίασαν την περίοδο 2010-2015 οι ιδιωτικές δαπάνες για την Υγεία, καθώς τα νοικοκυριά υποχρεώθηκαν να καλύψουν από την τσέπη τους το κενό που άφησε πίσω της η μείωση της δημόσιας δαπάνης. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από τη μελέτη του Ιδρύματος Βιομηχανικών και Οικονομικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), σύμφωνα με την οποία η δημόσια δαπάνη για την Υγεία μειώθηκε το ίδιο διάστημα κατά 13%, λόγω της δημοσιονομικής προσαρμογής στην οποία υποχρεώθηκε η χώρα.

Η ανάλυση του ΙΟΒΕ επιβεβαιώνει τη διαπίστωση που προκύπτει από παρόμοιες μελέτες (Health Care του ΟΑΣΑ) ότι οι πολίτες καλύπτουν το κενό που άφησε η δημόσια Υγεία με άμεσες καταβολές από τον οικογενειακό προϋπολογισμό, καθώς πολύ μικρό είναι το ποσοστό που καταφεύγει στην ιδιωτική ασφάλιση, προκειμένου να εξασφαλίσει πρόσβαση σε νοσοκομειακή περίθαλψη και ιατρική φροντίδα. Η συμμετοχή της ιδιωτικής ασφάλισης, παρά το γεγονός ότι αυξήθηκε στο σύνολο της ιδιωτικής δαπάνης, συνεχίζει εντούτοις να καλύπτει ένα μικρό μέρος της, που σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΟΒΕ, περιορίζεται στο 3,6% της συνολικής χρηματοδότησης των δαπανών Υγείας από 1,9% το 2009.

Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με τη μελέτη Healthcare at a glance του ΟΑΣΑ, η χώρα μας είναι στις πρώτες θέσεις μεταξύ των χωρών με τις υψηλότερες «out of pocket» δαπάνες Υγείας, αυτές δηλαδή που οι πολίτες υποχρεώνονται να πληρώσουν από την τσέπη τους, εκτός του οργανωμένου, δημόσιου ή ιδιωτικού συστήματος Υγείας. Το ποσοστό αυτό φθάνει το 35% και είναι το τρίτο υψηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ενωση, μετά την Κύπρο και τη Βουλγαρία, ενώ στη Γαλλία το αντίστοιχο ποσοστό είναι μόλις 7%.

Οι λεγόμενες «out of pocket» δαπάνες που πληρώνουν οι Ελληνες έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια –συγκεκριμένα από το 31% που ήταν το 2013 – ενώ μεταξύ αυτών το υψηλότερο ποσοστό, που ανέρχεται στο 48%, κατευθύνεται για την κάλυψη νοσοκομειακών δαπανών, δηλαδή αυτές που πληρώνει κάποιος όταν χρειαστεί να νοσηλευθεί και οι οποίες είναι εξ ορισμού οι πιο ακριβές. Πρόκειται επίσης για ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρωπαϊκή Ενωση αμέσως μετά την Κύπρο και το Βέλγιο, όπου τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 60% και 52%.

Η μείωση άλλωστε του διαθέσιμου εισοδήματος έχει οδηγήσει στην άνοδο του ποσοστού της μηνιαίας δαπάνης για την Υγεία. Σύμφωνα με τις τις Ερευνες Οικογενειακών Προϋπολογισμών (ΕΟΠ) της ΕΛΣΤΑΤ, το 2008 οι δαπάνες Υγείας αποτελούσαν το 6,7% των συνολικών δαπανών των νοικοκυριών, ενώ το 2015 το ποσοστό αυτό αυξήθηκε στο 7,5% των συνολικών τους δαπανών.

Οπως εξηγεί το ΙΟΒΕ, αν και ο μέσος όρος μηνιαίας δαπάνης ανά νοικοκυριό για την Υγεία το 2015 παρουσίασε μείωση κατά 26,1% σε απόλυτα μεγέθη σε σχέση με το 2008 (107 ευρώ έναντι 142,1 ευρώ το 2008), το ποσοστό τους στο σύνολο των δαπανών των ελληνικών νοικοκυριών είναι υψηλότερο σε σχέση με το 2008. Η εξέλιξη αυτή αποτυπώνει τη μειωμένη αγοραστική αξία των νοικοκυριών, την αυξημένη συμμετοχή των ασθενών στη δαπάνη του φαρμάκου αλλά και την ανελαστικότητα της δαπάνης για τις συγκεκριμένες κατηγορίες υπηρεσιών Υγείας.

Από την ποσοστιαία σύνθεση της συνολικής δαπάνης, προκύπτει ότι τα 2/3 της κατευθύνονται για την κάλυψη νοσοκομειακών αναγκών, ενώ το υπόλοιπο προορίζεται για τη φαρμακευτική περίθαλψη. Οπως διαπιστώνει το ΙΟΒΕ, μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης το βάρος των δαπανών των νοικοκυριών μετατοπίστηκε κυρίως προς την κάλυψη της φαρμακευτικής και νοσοκομειακής περίθαλψης, ενώ μικρή μείωση σημειώθηκε στις δαπάνες για τις οδοντιατρικές και παραϊατρικές υπηρεσίες. Συγκεκριμένα, το διάστημα 2009-2015 οι δαπάνες τόσο για φάρμακα όσο και για νοσοκομειακή περίθαλψη ενισχύθηκαν κατά 14,5 ποσοστιαίες μονάδες λόγω της αυξημένης συμμετοχής των ασθενών στη φαρμακευτική δαπάνη, στην πρώτη περίπτωση.

Ο περιορισμός της δημόσιας χρηματοδότησης, σύμφωνα με την ανάλυση του ΙΟΒΕ, φαίνεται να οφείλεται κυρίως στη μείωση των δαπανών από τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης (ΟΚΑ), ενώ οριακή είναι και η μείωση των δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης. Αξίζει να σημειωθεί πως η χρηματοδότηση από τους ΟΚΑ το 2014 αποτελούσε το 31,3% της συνολικής χρηματοδότησης, όταν το 2009 ξεπερνούσε το 43,1%. Το έλλειμμα αυτό καλύφθηκε από τη συμμετοχή των νοικοκυριών, είτε με τη μορφή των ιδιωτικών πληρωμών είτε έμμεσα με την ιδιωτική ασφάλιση. Οι ιδιωτικές πληρωμές κατέγραψαν αύξηση από 28,4% το 2009, σε 35,4% το 2014 και η χρηματοδότηση από την ιδιωτική ασφάλιση από 1,9% το 2009 σε 3,6% το 2014.





ergasianet.gr

Ο Εφιάλτης της κρίσης για τους Έλληνες, αποτυπωμένος σε έρευνα της ΓΣΕΒΕΕ για τη φτωχοποίηση των ελληνικών νοικοκυριών!

Τετάρτη, 25/01/2017 - 19:00
Τα κυριότερα συμπεράσματα της έρευνας του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ που έγινε σε συνεργασία με την εταιρεία ΜARC ΑΕ σε πανελλαδικό δείγμα 1000 νοικοκυριών, στο διάστημα 14 έως 23 Νοεμβρίου 2016 έχουν ως εξής:

ΕΙΣΟΔΗΜΑ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ

1. Πάνω από 37% των νοικοκυριών δηλώνει ότι διαβιώνει με ετήσιο οικογενειακό εισόδημα που βρίσκεται στην κατώτερη εισοδηματική κλίμακα (37,1% αναφέρει ότι διαθέτει εισόδημα <10,000€, ποσοστό οριακά αυξημένο σε σχέση με το 36,3% του 2015). Στην πιο δεινή θέση είναι τα νοικοκυριά με έναν τουλάχιστον άνεργο, όπου καταγράφεται ποσοστό άνω του 50%.

2. Το 75,3% των νοικοκυριών παρουσίασε μείωση των εισοδημάτων το 2016 σε σχέση με το 2015, με σαφέστατη την τάση διεύρυνσης της ανισότητας υπέρ των ανώτερων εισοδηματικών κλιμακίων (στην κατηγορία άνω των 30,000€ παρουσιάζεται αύξηση στο 11,1% του πληθυσμού). Ιδιαίτερα ευάλωτα είναι τα μονομελή νοικοκυριά και όσα έχουν ένα άνεργο στο νοικοκυριό. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι μόνο το 1,5% του πληθυσμού καταφέρνει να αποταμιεύσει. Σύμφωνα με στοιχεία της AMECO, η καθαρή αποταμίευση του ιδιωτικού τομέα το 2015 μειώθηκε κατά 9,5 δις. Σε πρόσφατη μελέτη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, επισημαίνεται ότι τα ελληνικά νοικοκυριά έχουν απολέσει το 35,9% της αξίας των περιουσιακών τους στοιχείων μετά την έναρξη της κρίσης.

3. Το 16,0% των νοικοκυριών δηλώνει ότι τα εισοδήματά του δεν επαρκούν για να καλύψουν ούτε τις βασικές τους ανάγκες, εύρημα που συνάδει με το ποσοστό ακραίας φτώχειας που σημειώνεται στη χώρα (το οποίο υπολογίζεται στο 40% του ενδιάμεσου εισοδήματος, ΕΛΣΤΑΤ). Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της EurostatΈρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών), το κατώφλι σχετικής φτώχειας μειώθηκε από τις 7,178 στο 2010 στις 4,512€ το 2015, ένδειξη κατάρρευσης των μεσαίων εισοδημάτων. Αν λαμβάναμε ως μέτρο σύγκρισης το κατώφλι φτώχειας του 2010, τότε περίπου τα μισά νοικοκυριά θα θεωρούνταν σήμερα φτωχά.

4. Ενδεικτικό της εκτεταμένης εισοδηματικής επισφάλειας  είναι το γεγονός ότι στο ενδεχόμενο μιας έκτακτης ανάγκης πληρωμής 500€, το 15,8% δηλώνει ότι δεν θα μπορούσε να την πραγματοποιήσει, ενώ το 51,4% θα κάλυπτε αυτή τη δαπάνη με μεγάλη δυσκολία.

5. Σχεδόν τα 2/3 των νοικοκυριών (65,3%) αναγκάζονται να κάνουν περικοπές για να εξασφαλίσουν τα αναγκαία προς το ζην. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα πολυμελή (άνω 5 ατόμων) νοικοκυριά, τα νοικοκυριά με ανέργους και χαμηλό εισόδημα αντιμετωπίζουν σοβαρότερο πρόβλημα κάλυψης των βασικών αναγκών.

6. Αποθαρρυντικό είναι το γεγονός ότι οι προσδοκίες των νοικοκυριών για το νέο έτος παραμένουν συντριπτικά αρνητικές, καθώς το 73,5% αναμένει επιδείνωση της οικονομικής του κατάστασης (μόνο το 5,1% αναμένει βελτίωση των οικονομικών του δυνατοτήτων). Τούτο συναρτάται με τις προβολές των νοικοκυριών σχετικά με την ικανότητα τους να ανταποκριθούν στις τρέχουσες και μελλοντικές υποχρεώσεις.

ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ-ΑΝΕΡΓΙΑ

7. Το 32,6% των νοικοκυριών, δηλαδή σχεδόν 1,1 εκ. νοικοκυριά έχουν στην οικογένεια ένα τουλάχιστο άτομο σε ανεργία.
Το ποσοστό της μακροχρόνιας ανεργίας ανέρχεται στο 73,3% του συνολικού αριθμού των ανέργων. Από το σύνολο των άνεργων μελών των νοικοκυριών, μόνο το 9,5% λαμβάνει επίδομα ανεργίας. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα ευάλωτη ομάδα πληθυσμού, για την οποία απαιτείται να διαμορφωθεί ένα ελάχιστο πλαίσιο κοινωνικής προστασίας που θα συνδυάζει οικονομική- κοινωνική στήριξη και παροχές σε είδος, με σκοπό την επανένταξη στην αγορά εργασίας και όχι την περιθωριοποίηση.

8. Η οικονομική επισφάλεια δεν διατρέχει μόνο άνεργους αλλά και εργαζόμενους. Περισσότερα από 1 στα 5 νοικοκυριά (22,4%) έχουν ένα μέλος στην οικογένεια που εργάζεται για λιγότερα χρήματα από τον επίσημα καθορισμένο κατώτατο μισθό των 586€ (490,00€ καθαρή αμοιβή).

9. Εκρηκτικές διαστάσεις φαίνεται ότι έχει λάβει το φαινόμενο της οικονομικής μετανάστευσης.  Το 9,7% των νοικοκυριών δηλώνει ότι είχε ένα τουλάχιστο μέλος που μετανάστευσε στο εξωτερικό για να βρει εργασία (αυτό αντιστοιχεί σε πάνω από 400,000 οικογένειες). Ο αριθμός αυτός συγκλίνει σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία των στατιστικών αρχών, όπου υπάρχει η εκτίμηση της μετανάστευσης περισσότερων από 500,000 Ελλήνων πολιτών από την απαρχή της κρίσης (427,000 την περίοδο 2008-2013).
Ακόμη πιο ανησυχητική είναι η προοπτική συνέχισης του φαινομένου, καθώς το 42% των νοικοκυριών θα εξέταζε σοβαρά το ενδεχόμενο να μεταναστεύσει στο εξωτερικό, αν υπήρχαν οι προϋποθέσεις για εξεύρεση εργασίας. Στις νεότερες ηλικίες 18-35 ετών, το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 67,7%.

10. Τα νοικοκυριά που δηλώνουν εισοδήματα από επιχειρηματική δραστηριότητα ως κύρια πηγή εισοδήματος παραμένουν στο χαμηλό 9% (από 12,6% το 2012), ποσοστό που αναμένεται να υποχωρήσει με την εφαρμογή του νέου υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών. Σταθερά υψηλό, αλλά οριακά μειούμενο είναι το ποσοστό των νοικοκυριών (49,2%) που δηλώνει  τη σύνταξη κάποιου μέλους ως την κυριότερη πηγή εισοδήματος. Η μικρή μείωση (έναντι 52% το Δεκέμβριο του 2014) πιθανότατα οφείλεται στην προοδευτική οριζόντια μείωση του επιπέδου των συντάξεων).

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ

11. Το 21,3% των νοικοκυριών έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία, ενώ το 58,2% των οφειλετών έχει υπαχθεί σε κάποιου είδους ρύθμιση, ένδειξη της αδυναμίας τους να ανταποκριθούν στα υπέρογκα φορολογικά βάρη. Ασφαλώς, οι ρυθμίσεις που θεσπίστηκαν, και ιδιαίτερα των 100 δόσεων έχουν επιφέρει θετικά αποτελέσματα στη διαχείριση των φορολογικών βαρών. Συνολικά, από την έναρξη της κρίσης, πάνω από 160,000 νοικοκυριά έχουν υποστεί δέσμευση/ ή κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων. Αξίζει να αναφερθεί ότι οι φόροι ως %ΑΕΠ καταγράφουν την υψηλότερη τιμή στις χώρες της περιφέρειας.

12. Το 27,3% των νοικοκυριών με δανειακές υποχρεώσεις έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τις τράπεζες (αφορά περίπου 430,000 νοικοκυριά). Εντονότερο πρόβλημα αντιμετωπίζουν τα φτωχότερα και μονομελή νοικοκυριά (άνω του 40%).

13. Το 34% των νοικοκυριών εκτιμά ότι δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις φορολογικές υποχρεώσεις το επόμενο έτος, ενώ ειδικότερα, το 15,1% των νοικοκυριών με ιδιόκτητο ακίνητο δηλώνει ότι αδυνατεί να πληρώσει τους φόρους για τα ακίνητα που διαθέτει (ΕΝΦΙΑ). Είναι χαρακτηριστικό ότι το 24,7% των ιδιοκτητών είναι διπλά υπόχρεοι για το ακίνητό τους: παράλληλα με την καταβολή ΕΝΦΙΑ πρέπει να καταβάλλουν και τις δόσεις του στεγαστικού δανείου.

14. Το 34,5% εκτιμά ότι δεν θαμπορέσει να ανταποκριθεί στις δανειακές του υποχρεώσεις το επόμενο έτος. 1 στα 4 νοικοκυριά που διαμένουν σε ιδιόκτητο σπίτι έχουν στεγαστικό δάνειο, ενώ το 31,5 % εξ αυτών των οφειλετών έχει καθυστερημένες οφειλές.

15. Συνολικά, το ύψος των δανείων των νοικοκυριών ανέρχεται, με βάση στοιχεία της ΤτΕ σε 94,8 δις. Τα 67,2 δις αφορούν στεγαστικά δάνεια και τα 27,6 καταναλωτικά δάνεια. Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα των νοικοκυριών ανέρχονται στο 45,7%.

16. Από τα στοιχεία της έρευνας, προκύπτει ότι οι τράπεζες έχουν προχωρήσει σε ρυθμίσεις στο 40% των στεγαστικών δανείων. Ωστόσο, 1 στα 4 (24,3%) νοικοκυριά εκφράζουν φόβο ότι θα χάσουν το σπίτι τους εξ αιτίας τόσο των συσσωρευμένων υποχρεώσεων όσο και των επιπρόσθετων επιβαρύνσεων (δανειακών, φορολογικών και άλλων).

ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ

17. Συνεχίζεται η πτωτική πορεία της εγχώριας ζήτησης καθώς σχεδόν στο σύνολο των αγαθών και υπηρεσιών σημειώνεται αρνητικό ισοζύγιο. Σχετικά με τις τάσεις κατανάλωσης,  μεγάλο τμήμα του πληθυσμού σημείωσε περικοπές στις δαπάνες ένδυσης- υπόδησης (53%), στις εξόδους (48,2%) και στα είδη διατροφής (40,2%), ένδειξη στροφής στην κατανάλωση χαμηλότερης ποιότητας αγαθών.

18. Αντίθετα, διευρύνθηκε ο αριθμός νοικοκυριών δήλωσε ότι αύξησε την ιδιωτική δαπάνη για τους οικιακούς λογαριασμούς, την υγειονομική και φαρμακευτική περίθαλψη (3η συνεχή χρονιά) και την εκπαίδευση.  Αυτό συμβαίνει λόγω προφανώς της αύξησης της ιδιωτικής συμμετοχής και της μείωσης της δημόσιας δαπάνης, ειδικά στην υγεία. Η τάση αυτή διεύρυνσης της ιδιωτικής δαπάνης για την εξασφάλιση αγαθών κοινωνικού χαρακτήρα (υγεία, εκπαίδευση, λογαριασμοί κοινής ωφέλειας) αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για την διατήρηση της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής.

19. Πάνω από τα μισά νοικοκυριά δήλωσαν ότι καθυστέρησαν να λάβουν ιατρικές συμβουλές  και θεραπείας λόγω οικονομικής αδυναμίας.  Πάνω από 1 στα 3 νοικοκυριά έχει καθυστερήσει να επισκευάσει ηλεκτρική οικιακή συσκευή, ενώ αντίστοιχα το 35% καθυστερεί να κάνει service στο αυτοκίνητο.

20. Αξιοσημείωτη είναι η προσαρμογή των ελληνικών νοικοκυριών στη νέα ψηφιακή εποχή και τα capital controls. Περίπου τα μισά νοικοκυριά χρησιμοποιούν πλαστικό χρήμα και e-banking για αγορά αγαθών και πληρωμή λογαριασμών, αλλά παραμένει ένα 46% που προτιμά να πληρώνει μόνο με μετρητά. Αυτό σημαίνει ότι απαιτείται διαφορετικό μίγμα κινήτρων σε διαφορετικές ομάδες του πληθυσμού, αλλά και συμμόρφωση των τραπεζών με τις οδηγίες της ΤτΕ και το πνεύμα μετάβασης στη νέα ψηφιακή εποχή. Σημαίνει επίσης ότι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού αδυνατεί να προσαρμοστεί σε αυτή την συναλλακτική συνήθεια.


*Η ετήσια έρευνα που παρουσιάζεται διεξάγεται από το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ σε συνεργασία με την εταιρία MARC AE από το Δεκέμβριο του 2012. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε δείγμα 1.000 αντιπροσωπευτικά επιλεγμένων νοικοκυριών από όλη την Ελλάδα στο διάστημα 14 με 24 Νοεμβρίου 2016. Στόχος της έρευνας ήταν η καταγραφή των επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης στο εισόδημα, τις δαπάνες και τις νέες καταναλωτικές συμπεριφορές των νοικοκυριών, που προκύπτουν εξαιτίας των οικονομικών δυσκολιών, καθώς και η αποτύπωση της στάσης σχετικά με την ποιότητα διαβίωσης και τις φορολογικές και άλλες οικονομικές υποχρεώσεις. Τα ευρήματα αυτής της έρευνας μπορούν να συγκριθούν με τα αντίστοιχα των προηγούμενων ερευνών.





Η έρευνα εισοδήματος 2016 του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ πιστοποιεί το αρνητικό πρόσημο που διατρέχει  τη σχέση λιτότητας- επιχειρούμενης παραγωγικής αναδιάρθρωσης σε ένα περιβάλλον διευρυμένων αβεβαιοτήτων και εξωγενών κινδύνων που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία. Πρόκειται για ένα ιδιότυπο σπιράλ απομόχλευσης εισοδημάτων, κατανάλωσης και επένδυσης, που μας οδηγεί σε χαμηλότερη κοινωνική ευημερία και περιορισμένη δυνατότητα υπέρβασης της παγίδας στασιμότητας.

Φαίνεται ότι ο στόχος μετασχηματισμού του οικονομικού μοντέλου κατανάλωσης προς ένα περισσότερο φιλικό μοντέλο για τη διευκόλυνση επενδύσεων αποτυγχάνει διαδοχικά εν μέσω εφαρμογής σκληρών προγραμμάτων εσωτερικής υποτίμησης, που συνδυάζουν υπερφορολόγηση, ανισότητα και κάθετη πτώση των πραγματικών εισοδημάτων και της κατανάλωσης.

Οι ανισότητες που είχαν διαμορφωθεί καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης διευρύνονται και μέσα στο 2016, ενώ οι νέες ρυθμίσεις του τρίτου προγράμματος έχουν ήδη προσθέσει βάρη στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς και τα εισοδήματα των νοικοκυριών.  Από τα στοιχεία της έρευνας προκύπτει ότι το 75% των ελληνικών νοικοκυριών διαβιώνει με πολύ χειρότερους όρους (ποσοτικούς και ποιοτικούς) σε σχέση με το προηγούμενο διάστημα της κρίσης.

Τα στοιχεία αποτυπώνουν με το πιο ανάγλυφο τρόπο ότι τα ελληνικά νοικοκυριά αντιμετωπίζουν μεγάλες δυσκολίες στην αντιμετώπιση των καθημερινών υποχρεώσεων. Μάλιστα, ρυθμίσεις όπως η άρση της αναστολής πλειστηριασμών, η αύξηση των φόρων σε αγαθά ευρείας κατανάλωσης (τηλέφωνο, καπνός, αύξηση ΦΠΑ στα νησιά) οι πρόσθετες επιβαρύνσεις που προβλέπει το νέο ασφαλιστικό αναμένεται να συρρικνώσουν περαιτέρω την δυνητική κατανάλωση.

Σύμφωνα με στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί από διεθνείς και εγχώριους οργανισμούς, τόσο η εισοδηματική όσο και η περιουσιακή κατάσταση των ελληνικών νοικοκυριών έχει υποστεί σημαντικές απώλειες, οι οποίες δεν είναι γραμμικές, αλλά έχουν κατά κύριο λόγο επιδράσει κατά των χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων. Το πρόβλημα της ανισότητας λαμβάνει πλέον ανησυχητικές διαστάσεις διεθνώς και θεωρείται σημαντική απειλή για την παγκόσμια οικονομία. Σύμφωνα με μελέτη που παρουσιάστηκε στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ (WEF- GlobalRisksReport 2017), το 1% του πλουσιότερου πληθυσμού της γης νέμεται το 22% πλούτου (έρευνα 2015, έναντι 10% το 1980).

Στην Ελλάδα, η σωρευτική άσκηση πιέσεων από τους φόρους, τον πληθωρισμό και τα επιτόκια για τους δανειολήπτες έχουν μεγεθύνει το βαθμό απαξίωσης των εισοδημάτων και αξιών. Η πρόσφατη έρευνα που διεξήχθη από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα καταδεικνύει μείωση των περιουσιακών στοιχείων των ελληνικών νοικοκυριών κατά 35,9%, ενώ το κατώφλι της σχετικής φτώχειας στην ελληνική περίπτωση έχει υποχωρήσει δραματικά στα 4,500€ (από 7170 το 2010, EUSILC- Eurostat). Παραδόξως, οι επιπτώσεις στις χώρες που εφάρμοσαν αντίστοιχα προγράμματα προσαρμογής ήταν ηπιότερες για τα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα.

Όλα τα παραπάνω ενισχύουν την άποψη ότι η οικονομική προσαρμογή στη χώρα μας ήταν πολύ οξύτερη και βίαιη για τη «μεσαία τάξη», εγείροντας ερωτηματικά για την αναγκαιότητα συνέχισης της ίδιας οικονομικής πολιτικής, που συνδυάζει μειωμένες δημόσιες δαπάνες και αυξημένες φορολογικές επιβαρύνσεις. Η έναρξη εφαρμογής του προγράμματος κοινωνικού εισοδήματος αλληλεγγύης παρά τις θετικές προθέσεις που φέρει ως ρύθμιση, αδυνατεί να αντιμετωπίσει το ζήτημα της «αξιοπρεπούς διαβίωσης» και της καταπολέμησης της φτώχειας - καθώς προβλέπει μέγιστη ενίσχυση κατ’ άτομο 200€-  και ενδέχεται να οδηγήσει σημαντικό τμήμα του πληθυσμού σε μια ιδιότυπη ομηρία φτώχειας και απλήρωτης εργασίας. Το μέτρο αυτό πρέπει να συνδυαστεί με ένα οργανωμένο πλαίσιο κοινωνικής προστασίας, που θα συνδυάζει παροχές σε χρήμα και είδος, και θα διευθετεί αποτελεσματικά το ζήτημα της ιδιωτικής υπερχρέωσης.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας το 75,3% των νοικοκυριών παρουσίασε σημαντική μείωση των εισοδημάτων μέσα στο 2016. Ακόμη, πάνω από 1 στα 3 νοικοκυριά δηλώνουν ότι διαβιούν με ετήσιο οικογενειακό εισόδημα που βρίσκεται στην κατώτερη εισοδηματική κλίμακα (37,1% δηλώνουν εισόδημα <10,000€). Σταθερά υψηλό παραμένει το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνει ως κύρια πηγή εισοδήματος τη σύνταξη των μελών (αγγίζει το 50%).

Οι αποσπασματικές επισημάνσεις διεθνών οργανισμών για νέες προσαρμογές στο επίπεδο των συντάξεων και του αφορολόγητου, πριν γίνουν ορατές οι επιπτώσεις από το προηγούμενο κύμα περικοπών και νέων έμμεσων φόρων, πυροδοτούν νέο κύμα ανασφάλειας στα νοικοκυριά, αλλά και στις επιχειρήσεις αναφορικά με το κλίμα καταναλωτικής εμπιστοσύνης.

Άλλωστε, εξ αιτίας της κρίσης και άλλων παραγόντων, η ελληνική κοινωνία αντιμετωπίζει και ένα δομικό πρόβλημα που αφορά το δημογραφικό και την βιωσιμότητα του ασφαλιστικού. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, πάνω από 450,000 Έλληνες πολίτες έχουν μεταναστεύσει στο εξωτερικό για να βρουν εργασία, ενώ 2 στους 3 νέους (ηλικίας 18-35) εξετάζουν σοβαρά το ενδεχόμενο να μεταναστεύσουν αν τους δοθεί η κατάλληλη ευκαιρία για εργασία.

Προς αναμονή ολοκλήρωσης της β’ αξιολόγησης και ενδεχόμενης ανάληψης νέων δημοσιονομικών και ασφαλιστικών δεσμεύσεων από τη χώρα μας, η ΓΣΕΒΕΕ υπογραμμίζει την ανάγκη να παρασχεθεί επιπρόσθετος δημοσιονομικός χώρος και χρόνος στην ελληνική οικονομία, προκειμένου να αξιοποιηθεί για την τόνωση της επενδυτικής ζήτησης και της απασχόλησης. Παράλληλα, οι πολιτικές δυνάμεις που αρχίζουν να συγκλίνουν σε χαμηλότερους στόχους πρωτογενών πλεονασμάτων – γεγονός ασφαλώς θετικό- πρέπει να εργαστούν προς την κατεύθυνση παράλληλης διαμόρφωσης ενός εθνικού σχεδίου για την ανάπτυξη και την παραγωγική ανασυγκρότηση με κίνητρα για τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα με χαμηλότερη φορολόγηση, αναπροσαρμογή των ασφαλιστικών επιβαρύνσεων και υιοθέτηση ενός πλαισίου ρυθμίσεων που θα διασφαλίζουν την κοινωνική συνοχή και δε θα εντείνουν τον κοινωνικό αυτοματισμό.

Έρευνα ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ




Σχετικά αρχεία:

O Γιάννης Δελής από το ΚΚΕ στην ERTopen: Το πρόβλημα της ανεργίας είναι σύμφυτο με τον καπιταλισμό και την οικονομική του συγκρότηση (Vid)

Δευτέρα, 19/12/2016 - 10:14
Γιάννης Δελής: "Το πρόβλημα της ανεργίας είναι σύμφυτο με τον καπιταλισμό και την οικονομική του συγκρότηση"

Ο Γιάννης Δελής βουλευτής Α΄ Θεσσαλονίκης του ΚΚΕ σχολιάζει την επικαιρότητα στην ενημερωτική εκπομπή ραδιοεφημερίδα στο ραδιόφωνο της ERTopen στους 106.7 στα FM και διαδικτυακά στο www.ertopen.com , που παρουσίασε ο Νίκος Κλέτσας στις 15 Δεκεμβρίου 2016.

Ο Γιάννης Δελής σχολίασε μεταξύ άλλων τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις της επικαιρότητας, όπως την τροπολογία του ΚΚΕ για 13η και 14η σύνταξη, την ανεργία, τα πακέτα νέων μέτρων, το προσφυγικό και τη συνθήκη του Δουβλίνο, καθώς επίσης τις δηλώσεις του Κώστα Ζουράρι για τα νησιά, την υπόθεση των τηλεφωνικών υποκλοπών, την θέση του ΚΚΕ για τις γερμανικές αποζημιώσεις και την πολιτική πρόταση του κόμματος του.


Ακούστε το ηχητικό απόσπασμα της εκπομπής εδώ:

Έκθεση για την Υγεία: Πεθαίνοντας για οικονομικούς λόγους στην Ελλάδα των μνημονίων

Δευτέρα, 12/12/2016 - 13:00
Σύμφωνα με την έκθεση «Η υγεία με μία ματιά: Ευρώπη 2016», ένας στους έξι Έλληνες δεν καλύπτει τις ιατρικές ανάγκες του για οικονομικούς λόγους ή γιατί δεν έχει πρόσβαση σε υπηρεσίες ή ακόμη επειδή υπάρχουν μεγάλες λίστες αναμονής

Σε ελεύθερη πτώση κινούνται οι δαπάνες υγείας στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, ενώ αυξάνεται ο αριθμός των πολιτών που αμελούν την υγεία τους κυρίως για οικονομικούς λόγους. Στη χώρα μας, οι δαπάνες υγείας ανά κάτοικο ανέρχονται σε 1.663 ευρώ, όταν ο μέσος όρος στην Ευρώπη των 28 είναι 2.781 ευρώ. Μάλιστα ο ετήσιος ρυθμός αύξησης των δαπανών υγείας από το 2007 έως και το 2015 παρουσιάζει αρνητικό πρόσημο: -0,9% έναντι +1,2% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Συνολικά οι δαπάνες υγείας απορροφούν το 8,2% του ΑΕΠ (9,9% μέσος ευρωπαϊκός όρος).
Η Ελλάδα βρίσκεται στην 4η θέση στην ευρωπαϊκή κατάταξη σε ό,τι αφορά τις ιδιωτικές πληρωμές (out of pocket) με τα νοικοκυριά να δαπανούν σχεδόν διπλάσιες δαπάνες για την υγεία από τον οικογενειακό τους προϋπολογισμό (4,4% στην Ελλάδα έναντι 2,3% στην ΕΕ28). Την ίδια στιγμή, 1 στους 6 Έλληνες δεν καλύπτει τις ιατρικές ανάγκες του για οικονομικούς λόγους ή γιατί δεν έχει πρόσβαση σε υπηρεσίες ή ακόμη επειδή υπάρχουν μεγάλες λίστες αναμονής.

Τα παραπάνω στοιχεία προκύπτουν από την κοινή έκθεση του ΟΟΣΑ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής «Health at a Glance: Europe 2016» («Η υγεία με μία ματιά: Ευρώπη 2016»), η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα. Σύμφωνα με την έκθεση, οι δαπάνες υγείας το 2015 αντιπροσώπευαν το 9,9% του συνολικού ΑΕΠ της ΕΕ, έναντι 8,7% το 2005. Όπως αναφέρεται στην έκθεση, σε όλες τις χώρες, το ποσοστό του ΑΕΠ που καταναλώνεται σε δαπάνες υγείας αναμένεται να αυξηθεί κατά τα επόμενα έτη, κυρίως λόγω της γήρανσης του πληθυσμού και της διάδοσης νέων τεχνολογιών διάγνωσης και θεραπείας, ενώ παράλληλα οι κυβερνήσεις θα δεχθούν μεγαλύτερες πιέσεις για να ανταποκριθούν στις αυξανόμενες ανάγκες για μακροχρόνια περίθαλψη.



Σε τέσσερις χώρες της ΕΕ – (Κύπρος, Ελλάδα, Βουλγαρία και Ρουμανία) το 2014, ένα ποσοστό του πληθυσμού που ξεπερνούσε το 10% (στην Ελλάδα 17%) δεν διέθετε τακτική κάλυψη των δαπανών υγείας του. Στις περισσότερες χώρες της ΕΕ, το ποσοστό του πληθυσμού που δηλώνει ότι έχει εκκρεμείς ανάγκες περίθαλψης για οικονομικούς λόγους είναι αρκετά χαμηλό και είχε μειωθεί ακόμα περισσότερο κατά τα χρόνια που προηγήθηκαν της οικονομικής κρίσης, αλλά έχει αυξηθεί από το 2009 σε πολλές χώρες, ιδίως για τα νοικοκυριά χαμηλότερου εισοδήματος. Το 2014, οι φτωχοί ανέφεραν εκκρεμείς ιατρικές ανάγκες για οικονομικούς λόγους σε ποσοστό κατά μέσο όρο δεκαπλάσιο του αντίστοιχου ποσοστού των πλουσίων, σε όλες τις χώρες της ΕΕ.

Προσδόκιμο επιβίωσης

Σύμφωνα με την έκθεση, το προσδόκιμο επιβίωσης στα κράτη μέλη της ΕΕ έχει αυξηθεί κατά περισσότερο από 6 έτη από το 1990 και μετά, από τα 74,2 έτη το 1990 στα 80,9 έτη το 2014, αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν ανισότητες μεταξύ και εντός των χωρών. Οι κάτοικοι των χωρών της δυτικής Ευρώπης με το μεγαλύτερο προσδόκιμο επιβίωσης συνεχίζουν να ζουν κατά μέσον όρο τουλάχιστον 8 χρόνια περισσότερο από τους κατοίκους των χωρών της κεντρικής και της ανατολικής Ευρώπης με το χαμηλότερο προσδόκιμο επιβίωσης. Στην Ελλάδα, το προσδόκιμο επιβίωσης είναι στα 81,4 έτη, ενώ στην 1η θέση βρίσκονται η Ισπανία και η Σουηδία (83,3 έτη) και στην τελευταία θέση η Βουλγαρία και η Λετονία (74,5 έτη).

Το 2013, στις χώρες της ΕΕ, πάνω από 1,2 εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους εξαιτίας ασθενειών και τραυματισμών που θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί με αποτελεσματικότερες πολιτικές δημόσιας υγείας και πρόληψης, ή με πιο έγκαιρη και αποτελεσματική υγειονομική περίθαλψη.

Περισσότεροι από 1 στους 5 ενήλικες στις χώρες της ΕΕ εξακολουθούν να καπνίζουν καθημερινά (στην Ελλάδα το ποσοστό των ενήλικων καπνιστών ανέρχεται σε περίπου 28%). Περισσότεροι από 1 στους 5 ενήλικες στις χώρες της ΕΕ δήλωσαν το 2014 ότι καταναλώνουν μεγάλη ποσότητα οινοπνεύματος τουλάχιστον μία φορά κάθε μήνα. Επιπλέον, 1 στους 6 ενήλικες σε όλες τις χώρες της ΕΕ ήταν παχύσαρκος το 2014 έναντι 1 στους 9 ενήλικες το 2000.

Το μέσο ποσοστό του πληθυσμού άνω των 65 ετών στις χώρες της ΕΕ αυξήθηκε από ένα ποσοστό χαμηλότερο του 10% το 1960 σε σχεδόν 20% το 2015 και προβλέπεται ότι θα αυξηθεί ακόμα περισσότερο, στο 30% περίπου, μέχρι το 2060.

Στην Ελλάδα, το ποσοστό των ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών ανέρχεται στο 20,9% το 2015 από 9,3% που ήταν το 1960. Υπολογίζεται ότι περίπου 50 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ σήμερα πάσχουν από δύο ή περισσότερες χρόνιες παθήσεις, και οι περισσότεροι από αυτούς έχουν ηλικία άνω των 65 ετών.
Σε ό,τι αφορά τη χρήση των αντιβιοτικών, η Ελλάδα παραμένει η 1η χώρα σε κατανάλωση στην Ευρώπη.

Τέλος, από το 2000 και μετά, ο κατά κεφαλήν αριθμός ιατρών αυξήθηκε σε όλες σχεδόν τις χώρες της ΕΕ, κατά 20% κατά μέσο όρο (από 2,9 ιατρούς ανά 1.000 κατοίκους το 2.000 σε 3,5 το 2014). Ωστόσο, ο αριθμός των ειδικευμένων ιατρών αυξήθηκε ταχύτερα απ’ ό,τι ο αριθμός των γενικών ιατρών, με αποτέλεσμα να υπάρχουν σήμερα πάνω από δύο ειδικευμένοι ιατροί για κάθε γενικό ιατρό σε όλες τις χώρες της ΕΕ.

Όπως δήλωσε ο Vytenis Andriukaitis, ευρωπαίος επίτροπος για την υγεία και την ασφάλεια των τροφίμων, η έκθεση «δείχνει ότι στην ΕΕ πολλοί άνθρωποι πεθαίνουν κάθε χρόνο από ασθένειες που θα μπορούσαν ίσως να αποφευχθούν και οι οποίες συνδέονται με παράγοντες κινδύνου όπως το κάπνισμα και η παχυσαρκία». Από την πλευρά του ο Angel Gurria, γενικός γραμματέας του ΟΟΣΑ, πρόσθεσε: «Πολύ περισσότερες ζωές θα μπορούσαν να σωθούν εάν τα πρότυπα περίθαλψης βελτιώνονταν στο καλύτερο δυνατό επίπεδο σε όλες τις χώρες της ΕΕ».

ygeia-koinoniko-agatho

ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΑΠΟ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ ΠΟΥ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑΝ ΝΑ ΑΠΟΦΕΥΧΘΟΥΝ
Πεθαίνουν 550 χιλιάδες Ευρωπαίοι… χωρίς λόγο

Χρειαζόμαστε πιο αποτελεσματικά συστήματα υγείας: 550 000 άτομα σε ηλικία εργασίας πεθαίνουν κάθε χρόνο από ασθένειες που θα μπορούσαν ίσως να αποφευχθούν. Το 16 % των σημερινών ενηλίκων είναι παχύσαρκοι (από 11 % το 2000) και ένας στους πέντε εξακολουθεί να καπνίζει. Πολλές ζωές θα μπορούσαν να σωθούν χάρη, αφενός, στηδιοχέτευση περισσότερων πόρων σε στρατηγικές προαγωγής της υγείας και πρόληψης των ασθενειώνγια την αντιμετώπιση αυτών και άλλων παραγόντων κινδύνου, και αφετέρου, στη βελτίωση της ποιότητας της οξείας και της χρόνιας περίθαλψης.

Χρειαζόμαστε πιο προσβάσιμα συστήματα υγείας: το 27 % των ασθενών καταφεύγουν στο τμήμα επειγόντων περιστατικών επειδή δεν υπάρχει διαθέσιμη πρωτοβάθμια περίθαλψη-το 15 %, κατά μέσο όρο, των δαπανών για την υγεία καταβάλλεται απευθείας από τους ασθενείς, με μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ των χωρών- και οι φτωχοί Ευρωπαίοι έχουν, κατά μέσο όρο, δεκαπλάσιες πιθανότητες να αντιμετωπίσουν προβλήματα στην παροχή κατάλληλης υγειονομικής περίθαλψης για οικονομικούς λόγους σε σχέση με τους πιο εύπορους. Οι πολιτικές των κρατών μελών θα πρέπει να εστιάσουν στον περιορισμό των οικονομικών εμποδίων στην υγειονομική περίθαλψη, στην ενίσχυση της πρόσβασης στην πρωτοβάθμια περίθαλψη και στη μείωση των εξαιρετικά μεγάλων χρόνων αναμονής.


Χρειαζόμαστε πιο ανθεκτικά συστήματα υγείας: Σε ολόκληρη την ΕΕ, το ποσοστό του πληθυσμού άνω των 65 ετών αυξήθηκε από κάτω του από 10 % το 1960 σε σχεδόν 20 % το 2015, και προβλέπεται να αυξηθεί σε περίπου 30 % έως το 2060. Η γήρανση του πληθυσμού, σε συνδυασμό με τα αυξανόμενα ποσοστά χρόνιων παθήσεων και τους δημοσιονομικούς περιορισμούς, θα καταστήσει αναγκαία την πραγματοποίηση αλλαγών στον τρόπο παροχής της υγειονομικής περίθαλψης, όπως είναι η ανάπτυξη της ηλεκτρονικής υγείας (eHealth), η μείωση της παραμονής στο νοσοκομείο μέσω της καλύτερης οργάνωσης υπηρεσιών όσον αφορά την πρωτοβάθμια και την κατ’ οίκον περίθαλψη, και οι συνετότερες δαπάνες για φάρμακα, μεταξύ άλλων μέσα από την πλήρη αξιοποίηση των ευκαιριών για αντικατάσταση με γενόσημα.


ergasianet

ΜΕΤΑ-ΟΤΑ: Για μας, ο Φούχτελ συνεχίζει να είναι ανεπιθύμητος όπως τα μνημόνια τους

Πέμπτη, 03/11/2016 - 09:00
Όλοι και όλες στη συγκέντρωση διαμαρτυρίας την Πέμπτη 3 Νοέμβρη, στην πλατεία Συντάγματος, στο Ναύπλιο – ώρα 6μμ.

Η «διαπραγμάτευση» της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ με την τρόικα, η ψήφιση και εφαρμογή του 3ου μνημονίου, καθώς και η πλήρης αποδοχή των όρων που θέτουν Ε.Ε. και Ευρωζώνη για το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας και των παραγωγικών υπηρεσιών της χώρας, ξαναφέρνουν στο προσκήνιο τον «ξεχασμένο» για λίγο καιρό κ.Φούχτελ αλλά και την αναβίωση της Ελληνογερμανικής Συνέλευσης.

Ο ανεπιθύμητος κ. Φούχτελ, όπως τον χαρακτήριζε ο ΣΥΡΙΖΑ, όταν ήταν στην αντιπολίτευση, έγινε καλοδεχούμενος και «άξιος» συνομιλητής τους, όπως δήλωσαν πρόσφατα πρωτοκλασάτα κυβερνητικά στελέχη, μετά τις μεταξύ τους συναντήσεις.

Η αλήθεια όμως είναι ότιμέσω του Συμφώνου Ελληνογερμανικής Συνεργασίας, που υπογράφθηκε τον Μάιο του 2010 από τον Γ. Παπανδρέου και την Α. Μέρκελ και δεν εγκαταλείφθηκε από καμία μνημονιακή συγκυβέρνηση, ούτε και από τη σημερινή, επιχειρείται να ελέγξει η γερμανική κυβέρνηση μέσω της Τοπικής Αυτοδιοίκησης τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας μας (ενέργεια, υποδομές, διαχείριση απορριμμάτων κ.λπ.).

Εκεί άλλωστε αποσκοπούσε και η προκλητική ενέργεια του κ. Φούχτελ να αποστείλει το Σεπτέμβρη του 2014, οκτασέλιδο ερωτηματολόγιο εκ μέρους της «Ελληνογερμανικής Συμμαχίας» σε Δήμους και Περιφέρειες, ζητώντας να μάθει τα περιουσιακά στοιχεία των ΟΤΑ και τον ακριβή πληθυσμό τους.

Οι εργαζόμενοι στην Τοπική Αυτοδιοίκηση γνωρίζουν τα σχέδια που προωθεί ο πλασιέ των εταιρειών γερμανικών συμφερόντων κ. Φούχτελ στη διαχείριση απορριμμάτων και όχι μόνο, δεν ξεχνούν επίσης και την απαξιωτική και προσβλητική για αυτούς δήλωση του, «την δουλειά που κάνουν 3.000 εργαζόμενοι στην Ελλάδα, στην Γερμανία την κάνουν 1.000», ανοίγοντας το δρόμο στην κυβέρνηση για απόλυση 5.500 εργαζομένων (σχολικοί φύλακες – δημοτικοί αστυνόμοι) στους δήμους.

Μπορεί η κυβέρνηση να έχει γίνει το καλό παιδί της τρόικας και των δανειστών και να έχει ευθυγραμμιστεί στις εντολές τους, οι εργαζόμενοι όμως έχουν εντελώς διαφορετική άποψη και συνεχίζουν τον αγώνα για να μην μετατραπεί η χώρα μας σε προτεκτοράτο και η Τοπική Αυτοδιοίκηση το όχημα προώθησης και επιβολής των γερμανικών συμφερόντων.

Το ΜΕΤΑ-ΟΤΑ καλεί την ΠΟΕ-ΟΤΑ και τους εργαζόμενους στην Πελοπόννησο να αντιδράσουν δυναμικά στην νέα πρόκληση της κυβέρνησης και των πρόθυμων αιρετών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Να οργανώσουν κινητοποιήσεις διαμαρτυρίας ενάντια στην παρουσία και στη συνέχιση των δραστηριοτήτων του κ. Φούχτελ  και στις εργασίες του 6ου Συνεδρίου της Ελληνογερμανικής Συνέλευσης, που πραγματοποιείται στις 3, 4 και 5 Νοεμβρίου στο Ναύπλιο, και να συμμετάσχουν στη συγκέντρωση διαμαρτυρίας που οργανώνεται, από αυτοδιοικητικούς φορείς και άλλες κοινωνικές οργανώσεις, την Πέμπτη 3 Νοέμβρη, ώρα 6μμ., στην πλατεία Συντάγματος, στο Ναύπλιο.

ΜΕΤΑ-ΟΤΑ, 30-10-2016



ergasianet.gr