ΞΕΠΟΥΛΗΜΕΝΟΙ

Τρίτη, 24/05/2016 - 17:00

Του ΝΙΚΟΥ ΜΠΟΓΙΟΠΟΥΛΟΥ*

«(…) Ξεπουλημένα γουρούνια!

Δεν ανήκουν άραγε σ’ αυτό το χοιροστάσιο όλοι εκείνοι που για κάποια χρήματα ή για λίγη δόξα, για ένα πορτοφόλι, μια εσάρπα, μια κορδέλα, μετατρέπουν τις πεποιθήσεις τους σε άχυρα κάτω από τα πόδια των μεγάλων;

Εκείνοι, οι ακόμα πιο αξιολύπητοι, που για να απολαμβάνουν το προνόμιο της αργομισθίας ή για να φανούν κάπως πιο λαμπεροί, μετατρέπονται σε αυλικούς, βαλέδες και παράσιτα στις παρακάμαρες των υπουργών ή στις τραπεζαρίες των πλουσίων;

Κι αυτός ο δημοσιογράφος που πουλάει την πένα του σε όποιον πληρώνει καλύτερα, αυτός ο χρονογράφος που γλείφει τις μπότες για να αφηγείται τάχα πώς τις γυαλίζουν, ο νταβατζής, ο ξερόλας γραφιάς, όλοι αυτοί οι τύποι, ξεπουλημένα γουρούνια.

Ξεπουλημένο γουρούνι

εκείνος ο γελωτοποιός που διατηρεί το κύρος του και κερδίζει το ψωμί του κάνοντας τον παλιάτσο μπροστά στο πλήθος,

ξεπουλημένο γουρούνι, εκείνος ο κλαψιάρης ποιητής που ζητιανεύει τι θα φάει - όχι τι θα πιει - στις επιτροπές και τα υπουργεία!

Ξεπουλημένα γουρούνια,

όλα εκείνα τα ανθρωπάκια που κάποτε παρίσταναν τους ενθουσιώδεις ή τους σκληρούς και τους άκαμπτους, που επιδείκνυαν την υποτιθέμενη ανεξαρτησία και εκκεντρικότητά τους, ενώ κάποιο ωραίο πρωί, εντελώς κενοί, τελειωμένοι, έδεσαν ένα κόκκινο μεταξωτό φουλάρι στο λαιμό, στόλισαν τη μουσούδα τους με ένα τετράγωνο σκούφο όπως τα αδέλφια τους τα γουρούνια των πανηγυριών και στριφογυρίζοντας και γρυλίζοντας προχώρησαν αυτόβουλα προς τη σκάφη της μετριότητας.

Ξεπουλημένο γουρούνι

όποιος ζει από τις κολακείες στην εξουσία ή τη συγκατάβαση στην αντιπολίτευση, κάνει τα θελήματα της μιας ή της άλλης και ζητάει σαν αντάλλαγμα για τα θελήματά του μια μικρή υποψηφιότητα σε κάποια κωμόπολη (…).

Θεωρούν τους εαυτούς τους προστατευόμενους κάποιου υπουργού, ή εθελοντές μιας κάποιας πολύ σπουδαίας υπόθεσης! Δεν είναι όμως εθελοντές, αλλά ξεπουλημένα γουρούνια!

Δεν διατρέχουν κανέναν άλλον κίνδυνο πέραν του να σκεπαστούν είτε από μία βροχή φτυσιμάτων, είτε από την ανουσιότητα των λιβανισμάτων!»

***

Το απόσπασμα που προηγήθηκε γράφτηκε στις 30 του Νοέμβρη 1876, από τον κομμουνάρο Ζυλ Βαλές.

Ο Ζυλ Βαλές, ο φλογερός επαναστάτης, συγγραφέας και δημοσιογράφος, που συμμετείχε στην εξέγερση της Κομμούνας ως μέλος της Επιτροπής Παιδείας κι εξέδιδε την εφημερίδα «Ο Δρόμος», πέντε χρόνια μετά την κατάπνιξη της Παρισινής Κομμούνας, αφιέρωσε αυτά τα λόγια στους ξεπουλημένους του καιρού του.

Τα αφιέρωσε σε κείνα τα ανθρωπάκια, που μόλις οι ίδιοι βολεύτηκαν φρόντισαν να προδώσουν το λαό που υποτίθεται ότι θα υπηρετούσαν.

Που με διαβατήριο την οβιδιακή μεταμόρφωσή τους και με σημαία την «πορτοφόλα» τους, περάσανε σαν τα ποντίκια στο απέναντι στρατόπεδο, εξασφαλίζοντας την πάρτη τους.

Οι στίχοι του Βαλές είναι μια ακτινογραφία των ασπαλάκων και των ξεπουλημένων της εποχής του. Και όλων των εποχών.

*Δημοσιεύθηκε στο e-nikos.gr 

“ΚΙ ΗΘΕΛΕ ΑΚΟΜΗ ΠΟΛΥ ΦΩΣ ΝΑ ΞΗΜΕΡΩΣΕΙ”…

Παρασκευή, 11/03/2016 - 15:04
Του ΝΙΚΟΥ ΜΠΟΓΙΟΠΟΥΛΟΥ*

«Δεν είμαι επαγγελματίας ποιητής», έλεγε. «Αισθάνομαι την ποίηση σαν τρόπο έκφρασης επειδή δεν μπορούσα να εκφραστώ διαφορετικά. Δηλαδή ήταν η εποχή τόσο πιεσμένη, τόσο δύσκολη, που μόνο εκφράζοντας τον πόνο του μπορούσε κανείς να την αντέξει».  

Υπήρξε βαθύς γνώστης της σημασίας του λόγου. Υπήρξε βαθύς γνώστης της σημασίας της σιωπής.  

Πριν «φύγει» (τον Ιούνιο του 2005), σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του και μετά από μια σχεδόν δεκαπεντάχρονη ποιητική «σιωπή», εξηγούσε:«Στο αλλοιωμένο τοπίο της εποχής μας δε θα ξαναγράψω. Το έργο μου το ολοκλήρωσα. Επιλέγω τη σιωπή».  

Σήμερα συμπληρώνονται 91 χρόνια από την γέννησή του, στις 10 Μάρτη 1910.



Ο Μανώλης Αναγνωστάκης, ο «ερωτικός και πολιτικός μαζί» ποιητής όπως αυτοπροσδιοριζόταν, στην υποταγή και στην συνθηκολόγηση που αναζητά εύσημα «ρεαλισμού», απαντούσε: «Όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα».

Υπήρξε μια ξεχωριστή μορφή της ελληνικής ποίησης που με την Τέχνη του συντήρησε «φωλιές νερού μέσα στις φλόγες».

Υπήρξε ένας από τους κορυφαίους ποιητές της γενιάς του, έδωσε το «παρών» σε κρίσιμες στιγμές της ιστορίας και των αγώνων του λαού και    «φορτωμένος» με αυτήν ακριβώς την εμπειρία το είχε διατυπώσει έτσι: «Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει»…

---000_Anagnostakis

«Μιλῶ γιὰ τὰ τελευταῖα σαλπίσματα τῶν νικημένων στρατιωτῶν
Γιὰ τὰ κουρέλια ἀπὸ τὰ γιορτινά μας φορέματα
Γιὰ τὰ παιδιά μας ποὺ πουλᾶν τσιγάρα στοὺς διαβάτες
Μιλῶ γιὰ τὰ λουλούδια ποὺ μαραθήκανε στοὺς τάφους καὶ τὰ σαπίζει ἡ βροχὴ
Γιὰ τὰ σπίτια ποὺ χάσκουνε δίχως παράθυρα σὰν κρανία ξεδοντιασμένα
Γιὰ τὰ κορίτσια ποὺ ζητιανεύουν δείχνοντας στὰ στήθια τὶς πληγές τους
Μιλῶ γιὰ τὶς ξυπόλυτες μάνες ποὺ σέρνονται στὰ χαλάσματα
Γιὰ τὶς φλεγόμενες πόλεις τὰ σωριασμένα κουφάρια στοὺς δρόμους
Τοὺς μαστρωποὺς ποιητὲς ποὺ τρέμουνε τὶς νύχτες στὰ κατώφλια
Μιλῶ γιὰ τὶς ἀτέλειωτες νύχτες ὅταν τὸ φῶς λιγοστεύει τὰ ξημερώματα
Γιὰ τὰ φορτωμένα καμιόνια καὶ τοὺς βηματισμοὺς στὶς ὑγρὲς πλάκες
Γιὰ τὰ προαύλια τῶν φυλακῶν καὶ γιὰ τὸ δάκρυ τῶν μελλοθανάτων.



Μὰ πιὸ πολὺ μιλῶ γιὰ τοὺς ψαράδες
Π᾿ ἀφήσανε τὰ δίχτυά τους καὶ πήρανε τὰ βήματά Του
Κι ὅταν Αὐτὸς κουράστηκε αὐτοὶ δὲν ξαποστάσαν
Κι ὅταν Αὐτὸς τοὺς πρόδωσε αὐτοὶ δὲν ἀρνηθῆκαν
Κι ὅταν Αὐτὸς δοξάστηκε αὐτοὶ στρέψαν τὰ μάτια
Κι οἱ σύντροφοί τους φτύνανε καὶ τοὺς σταυρῶναν
Κι αὐτοί, γαλήνιοι, τὸ δρόμο παίρνουν επ᾿ ἄκρη δὲν ἔχει
Χωρὶς τὸ βλέμμα τους νὰ σκοτεινιάσει ἢ νὰ λυγίσει


Ὄρθιοι καὶ μόνοι μὲς στὴ φοβερὴ ἐρημία τοῦ πλήθους»



(Μανώλης Αναγνωστάκης, «Μιλώ…»)  




*Δημοσιεύθηκε στο e-nikos.gr 


Σελίδα 2 από 2