Ύπνος και ορμόνες: Μία αμφίδρομη σχέση /18 Μαρτίου - Παγκόσμια Ημέρα Ύπνου

Παρασκευή, 18/03/2022 - 14:58

Η Παγκόσμια Ημέρα Ύπνου είναι μία διεθνής ενημερωτική πρωτοβουλία που καθιερώθηκε το 2008 από την Παγκόσμια Εταιρεία Ύπνου (World Sleep Society).  Γιορτάζεται κάθε χρόνο την τελευταία Παρασκευή πριν από την εαρινή ισημερία (εφέτος η Ημέρα είναι η 18η Μαρτίου) με στόχο να φέρει στο προσκήνιο έναν από τους κύριους, αλλά και πιο παραμελημένους, πυλώνες της υγείας: τον επαρκή, ποιοτικό ύπνο.


Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο ύπνος είναι καθοριστικός για τη διαφύλαξη της υγείας και της ευεξίας σε όλη τη διάρκεια της ζωής. Ο επαρκής και ποιοτικός ύπνος τις κατάλληλες ώρες του 24ωρου μπορεί να προστατεύσει την ψυχική και τη σωματική υγεία, την ποιότητα ζωής και την ασφάλεια.


Οι ώρες ύπνου που χρειαζόμαστε κάθε ημέρα αλλάζουν στην πορεία της ζωής. Κυμαίνονται από 12-16 ώρες το 24ωρο στα βρέφη ηλικίας 4-12 μηνών έως τουλάχιστον 7 ώρες κάθε βράδυ για τους ενήλικες άνω των 18 ετών. Για τα παιδιά σχολικής ηλικίας ως φυσιολογική διάρκεια ύπνου θεωρούνται οι 9-12 ώρες κάθε βράδυ και για τους εφήβους οι 8-10 ώρες. Ο ύπνος διαρκείας κάτω των 5 ωρών θεωρείται στέρηση, ενώ μεταξύ 5 και 7 ωρών χαρακτηρίζεται ως μικρής διάρκειας.


Όπως αναφέρουν ειδικοί από την Ελληνική Ενδοκρινολογική Εταιρεία, ο κύκλος του ύπνου και της εγρήγορσης ρυθμίζεται με βάση τους κιρκάδιους ρυθμούς (βιολογικό ρολόι). Πολλές ζωτικές λειτουργίες (π.χ. αρτηριακή πίεση, σωματική θερμοκρασία) ακολουθούν αυτούς τους ρυθμούς και γι' αυτό παρουσιάζουν διακυμάνσεις στη διάρκεια του 24ωρου. 


Ο ύπνος είναι αποτέλεσμα αλλά και συνιστώσα των κιρκάδιων διεργασιών του οργανισμού, που πηγάζουν από την εναλλαγή σκότους (νύχτας) και φωτός (ημέρας), όπως την αντιλαμβάνεται ο αμφιβληστροειδής χιτώνας του ματιού. Η σχετική πληροφορία μεταφέρεται από τα μάτια στον υποθάλαμο του εγκεφάλου, ο οποίος είναι ο ρυθμιστής του «βιολογικού ρολογιού» του οργανισμού μας. 
Έτσι, ο ύπνος ως φυσιολογική διαδικασία αποτελεί για τον άνθρωπο (και για τα άλλα έμβια όντα) βασικό συστατικό στοιχείο της ομοιοστασίας/ισορροπίας του οργανισμού. Η ισορροπία αυτή επιτυγχάνεται από ένα πολύπλοκο βιολογικό σύστημα, που λειτουργεί σε επίπεδο κυττάρων, ιστών και οργάνων και ακολουθεί συγκεκριμένο ρυθμό ενεργοποίησης-απενεργοποίησης στη διάρκεια του 24ωρου. Το σύστημα αυτό αλληλεπιδρά με το εξωτερικό περιβάλλον με στόχο την προσαρμογή του οργανισμού και την επιβίωση.


Άρρηκτο τμήμα αυτού του συστήματος αποτελούν οι ενδοκρινείς αδένες, που παράγουν τις ορμόνες του οργανισμού. Το ενδοκρινικό σύστημα έχει αμφίδρομη σχέση με τον ύπνο, καθώς ο ύπνος επιδρά ποικιλοτρόπως σε αυτό και, αντίστροφα, η λειτουργία του επηρεάζει τη διάρκεια και την ποιότητα του ύπνου. Έτσι, οτιδήποτε διαταράσσει το ένα από τα δύο, πλήττει και το άλλο.
Η παραγωγή των ορμονών επηρεάζεται σημαντικά από τους κιρκάδιους κύκλους, από την εναλλαγή ύπνου-εγρήγορσης, από την πρόσληψη ή τη στέρηση τροφής και από τις συνθήκες του εξωτερικού περιβάλλοντος (φυσικό και κοινωνικό). Η γνωστή φράση «ο ύπνος θρέφει τα παιδιά» έχει πλέον επιβεβαιωθεί με επιστημονικά δεδομένα, που δείχνουν ότι λ.χ. η έκκριση της αυξητικής ορμόνης αυξάνεται σε συγκεκριμένες φάσεις του ύπνου. Άλλο παράδειγμα είναι το γνωστό jet lag (η διαταραχή στον ύπνο μετά από διηπειρωτικά ταξίδια) που οφείλεται σε δυσλειτουργία του κιρκάδιου ρυθμού έκκρισης κορτιζόνης (της ορμόνης που «ξυπνάει» τον οργανισμό).


Η επαρκής διάρκεια και η καλή ποιότητα του ύπνου είναι προϋπόθεση για την ομαλή λειτουργία κάποιων ενδοκρινικών αξόνων. Κύριοι εκπρόσωποι αυτών είναι α) η έκκριση της αυξητικής ορμόνης στα παιδιά και η συνεπαγόμενη αύξηση του ύψους, β) η ενεργοποίηση της ενήβωσης στα παιδιά μέσω της ομαλής αύξησης των γοναδοτροπινών κατά το νυκτερινό ύπνο, γ) η παραγωγή των ορμονών του φύλου, κυρίως της τεστοστερόνης και δ) η έκκριση της κορτιζόλης. 


Αντίστροφα, η διάρκεια και η ποιότητα του ύπνου επηρεάζονται από ορισμένες ορμόνες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αντιδιουρητική ορμόνη, η οποία αυξάνεται στη διάρκεια του ύπνου για να μειωθεί η διούρηση και να αποτραπούν οι διακοπές του ύπνου.


Επιπλέον, η ομαλή εναλλαγή ύπνου-εγρήγορσης επηρεάζει την ενεργειακή ισορροπία του οργανισμού μέσω της έκκρισης της λεπτίνης (ορμόνη που καταστέλλει την  πείνα) και της γκρελίνης (αύξηση της όρεξης), αλλά και του φυσιολογικού μεταβολισμού των υδατανθράκων (έκκριση ινσουλίνης και ευαισθησία των ιστών σε αυτή).
Τα ενδοκρινικά προβλήματα από τον ύπνο


Η στέρηση του ύπνου και η αϋπνία μπορούν να προκαλέσουν: 


Διαταραχές του άξονα έκκρισης της κορτιζόλης, που μπορεί να συνοδεύεται από αυξημένη νοσηρότητα, κυρίως από την καρδιά και τα αιμοφόρα αγγεία.
Διαταραχή του μεταβολισμού των υδατανθράκων με συχνότερη εμφάνιση σακχαρώδη διαβήτη και μεταβολικού συνδρόμου, ειδικά στους πάσχοντες από σύνδρομο άπνοιας του ύπνου.
Αύξηση της όρεξης και της ανάγκης για λήψη τροφής, με αποτέλεσμα την αύξηση του σωματικού βάρους και την παχυσαρκία.
Διαταραχές του φυσιολογικού καταμήνιου κύκλου στις γυναίκες και μείωση των επιπέδων τεστοστερόνης στους άνδρες (ειδικά όταν η διάρκεια του ύπνου είναι λιγότερη από 3 ώρες).
Διαταραχές της αύξησης-ανάπτυξης και της ενήβωσης στα παιδιά.


Στο σημείο αυτό θα πρέπει να γίνει ειδική αναφορά στις διαταραχές της φυσιολογικής εναλλαγής ύπνου-εγρήγορσης στους εργαζομένους σε κυλιόμενες βάρδιες ή αποκλειστικά τη νύχτα. 


Οι άνθρωποι αυτοί βρίσκονται σε εγρήγορση και σιτίζονται στη διάρκεια της βιολογικής νύκτας, ενώ κοιμούνται και στερούνται τροφής στη διάρκεια της βιολογικής ημέρας. Το επακόλουθο είναι η ανάπτυξη ποικίλων ενδοκρινικών διαταραχών, οι οποίες αφορούν: α) στην έκκριση της κορτιζόλης, β) στη δράση της ινσουλίνης και στον μεταβολισμό των υδατανθράκων, γ) στην παραγωγή και στη δράση της λεπτίνης (ανορεξιογόνος) και της γκρελίνης (ορεξιογόνος), και δ) στην έκκριση μελατονίνης (είναι «υπναγωγός» ορμόνη, που παράγεται κατά την έλλειψη έντονου φωτός). 
Στους εργαζομένους αυτούς έχει διαπιστωθεί αυξημένη συχνότητα προδιαβήτη, σακχαρώδη διαβήτη, παχυσαρκίας και καρδιαγγειακών νοσημάτων, ενώ παραμένει ασαφής ο κίνδυνος εμφάνισης ορμονοεξαρτώμενων όγκων. 


Πολλές από τις επιπτώσεις του γήρατος, εξάλλου, φαίνεται να σχετίζονται με τις διαταραχές ύπνου που εμφανίζουν οι ηλικιωμένοι (μείωση της διάρκειάς του το βράδυ και μικρές περίοδοι ύπνου στη διάρκεια της ημέρας). 


Πρόβλημα μπορεί να αποτελέσει και η υπερυπνία (υπερβολικά πολύς ύπνος) αν και δεν υπάρχουν ακόμα επαρκή δεδομένα από μελέτες. Υποστηρίζεται ωστόσο ότι η διαταραχή αυτή, ειδικά με τη μορφή της ναρκοληψίας, ίσως να σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης σακχαρώδη διαβήτη, αν και υπάρχουν και αντίθετες απόψεις.


Τα προβλήματα ύπνου από τις ενδοκρινικές διαταραχές 


Από την άλλη μεριά, κάποιες από τις γνωστές και σχετικά κοινές διαταραχές του ενδοκρινικού συστήματος έχουν τεκμηριωμένη αρνητική επίδραση στη διάρκεια και την ποιότητα του ύπνου.

Συγκεκριμένα:
Η υπερέκκριση αυξητικής ορμόνης που στους ενήλικες εκδηλώνεται ως μεγαλακρία, προκαλεί στο περίπου 60% των πασχόντων σύνδρομο υπνικής άπνοιας. Το σύνδρομο διαταράσσει τη διάρκεια και την ποιότητα του ύπνου.


Ο υπερθυρεοειδισμός μπορεί να προκαλέσει αϋπνία.


Ο υποθυρεοειδισμός, όταν είναι αθεράπευτος ή ανεπαρκώς ρυθμιζόμενος,  μπορεί να προκαλέσει αποφρακτική άπνοια ύπνου και υπερυπνία.
Η ανεπάρκεια στην έκκριση της κορτιζόλης σχετίζεται με υπνηλία και με κακή ποιότητα ύπνου. 
Η υπερέκκριση κορτιζόλης (σύνδρομο Cushing), αναλόγως με τη βαρύτητά της, προκαλεί αποφρακτική άπνοια ύπνου στο 18% των πασχόντων.
Η ανεπάρκεια στην παραγωγή ορμονών του φύλου από βλάβη των όρχεων στους άνδρες ή των ωοθηκών στις γυναίκες μειώνει τη διάρκεια και κυρίως την ποιότητα του ύπνου. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις αποτελούν οι θεραπείες με αντιανδρογόνα για τον καρκίνο του προστάτη και η εμμηνόπαυση στις γυναίκες.
Η διαταραχή στην έκκριση μελατονίνης, που παρατηρείται σε εργαζόμενους σε κυλιόμενες βάρδιες και στο jet lag, μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένη διάρκεια ύπνου, κακή ποιότητα ύπνου ή αϋπνία. Η χορήγηση εξωγενώς μελατονίνης μπορεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα.


Συμπερασματικά, ο ύπνος και το ενδοκρινικό σύστημα είναι αλληλένδετα και αλληλοεπηρεαζόμενα. Ο επαρκής και ποιοτικός ύπνος είναι αναγκαίος για τη σωστή λειτουργία του ενδοκρινικού συστήματος. Από την άλλη, οι διαταραχές στη λειτουργία του ενδοκρινικού συστήματος μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά τον ύπνο. Η αρμονική λειτουργία των δύο είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της ομοιοστασίας του ανθρώπινου οργανισμού.
 

Ελληνική Ενδοκρινολογική Εταιρεία: Ύπνος και ορμόνες

Παρασκευή, 10/09/2021 - 17:04
Ο καλός και επαρκής ύπνος, τουλάχιστον 6-7 συνεχόμενες ώρες, δεν είναι πολυτέλεια,  αλλά ανάγκη καθώς η εναλλαγή ύπνου-εγρήγορσης ρυθμίζει πολλές και σημαντικές λειτουργίες του οργανισμού. Στη σύγχρονη εποχή, όμως, δεν του δίνουμε την προσοχή που θα έπρεπε, με συνέπεια να υπονομεύουμε την υγεία μας.

Όλοι ζούμε με βάση τους κιρκάδιους (24ωρους δηλαδή) ρυθμούς, οι οποίοι αποτελούν ένα εσωτερικό «ρολόι» που ρυθμίζει όλες τις σωματικές λειτουργίες, από την αρτηριακή πίεση και τις κινήσεις του εντέρου μέχρι τον μεταβολισμό και βέβαια τον ίδιο τον κύκλο ύπνου- εγρήγορσης, εξηγεί  η κ. Ανδρομάχη Βρυωνίδου-Μπομποτά, πρόεδρος της Ελληνικής Ενδοκρινολογικής Εταιρείας, διευθύντρια του Τμήματος Ενδοκρινολογίας & Μεταβολισμού-Διαβητολογικό Κέντρο στο Νοσοκομείο Κοργιαλένειο-Μπενάκειο ΕΕΣ. Ο «κεντρικός διακόπτης» του «ρολογιού» αυτού βρίσκεται στον υποθάλαμο του εγκεφάλου, ο οποίος αντιλαμβάνεται το χρόνο με βάση τον φυσικό φωτισμό (από τον αμφιβληστροειδή χιτώνα του ματιού μας). Το υπόλοιπο σώμα συγχρονίζεται με αυτόν τον «διακόπτη» μέσω της παραγωγής νευρικών και ορμονικών μηνυμάτων, η οποία αυξομειώνεται στη διάρκεια της ημέρας και της νύχτας.

Ο ανθρώπινος οργανισμός παράγει δεκάδες διαφορετικές ορμόνες, οι οποίες ρυθμίζουν τον τρόπο λειτουργίας κυττάρων, ιστών και οργάνων. Η παραγωγή και δράση όλων αυτών των ορμονών ελέγχεται από τους κιρκάδιους ρυθμούς, που την μεταβάλλουν αναλόγως με την ώρα της ημέρας.

Γιατί νυστάζουμε

Στη διάρκεια της ημέρας, π.χ., το φως του ήλιου παρεμποδίζει την παραγωγή μελατονίνης από την επίφυση του εγκεφάλου και διεγείρει την παραγωγή αδενοσίνης στα τμήματά του που ελέγχουν την εγρήγορση. Η μελατονίνη είναι η ορμόνη που προάγει τον ύπνο, επομένως η καταστολή της μας βοηθεί να μείνουμε ξύπνιοι. Η αδενοσίνη είναι ένα πανίσχυρο μόριο που παράγεται ως υποπροϊόν της πέψης των τροφίμων. Τα επίπεδά της αυξάνονται σταδιακά στη διάρκεια της ημέρας, για να προκαλέσουν το βράδυ υπνηλία.  
Καθώς πέφτει το σκοτάδι, αρχίζουν να αυξάνονται τα επίπεδα της μελατονίνης και σε συνδυασμό με την αδενοσίνη που έχει συσσωρευτεί στον εγκέφαλο, αρχίζουμε να νυστάζουμε. Όταν αποκοιμηθούμε, η μεν μελατονίνη θα παραμείνει αυξημένη, η δε αδενοσίνη θα μειωθεί, αφού θα αυξάνονται και οι ώρες που θα μένουμε νηστικοί. 

Το γεγονός ότι κοιμόμαστε, όμως, δεν σημαίνει πως ο οργανισμός πέφτει σε αδράνεια. Αντιθέτως, «στη διάρκεια του ύπνου διαφοροποιείται η έκκριση  πολλών ορμονών που ρυθμίζουν ζωτικές σωματικές λειτουργίες», λέει η κ. Μαρινέλλα Τζανέλα, γενική γραμματέας της Ελληνικής Ενδοκρινολογικής Εταιρείας, διευθύντρια της Κλινικής Ενδοκρινολογίας & Μεταβολισμού του Νοσοκομείου Ευαγγελισμός. «Για παράδειγμα, στα πρώτα στάδια του ύπνου αυξάνεται η παραγωγή της αυξητικής ορμόνης, η οποία προάγει την αύξηση σε ύψος (στα παιδιά μέχρι την ενήβωση) αλλά και επιτελεί σημαντικές αναβολικές δράσεις. Αυξάνονται επίσης τα επίπεδα της αντιδιουρητικής ορμόνης (ADH) την οποίοι εκκρίνει ο υποθάλαμος του εγκεφάλου για να καταστείλει την ανάγκη ούρησης τη νύχτα και να εξασφαλίσει την ηρεμία στον ύπνο».

Σημαντικές αλλαγές παρατηρούνται επίσης σε ορμόνες, όπως η κορτιζόλη (η ορμόνη της εγρήγορσης και του στρες). Η κορτιζόλη εμφανίζει τα υψηλότερα επίπεδά της το πρωί με την αφύπνιση του ατόμου και τα επίπεδα αυτά αρχίζουν να μειώνονται σταδιακά ώστε τα μεσάνυχτα και τις πρώτες ώρες του ύπνου να φτάνουν στο ελάχιστο και ο οργανισμός χαλαρώνει λέει η κ. Τζανέλα. «Και αυτές είναι μερικές μόνο από τις παρατηρούμενες ορμονικές αλλαγές κατά τον ύπνο».

Διαφορές μεταξύ των φύλων

Οι κιρκάδιοι ρυθμοί δεν είναι ακριβώς ίδιοι μεταξύ ανδρών και γυναικών. Γι' αυτό τον λόγο παρατηρούνται αρκετές διαφορές στον ύπνο μεταξύ των δύο φύλων, κατά την κ. Γεωργία Κάσση, ειδική γραμματέα της Ελληνικής Ενδοκρινολογικής Εταιρείας, διευθύντρια ΕΣΥ, επιστημονικά υπεύθυνη του Ενδοκρινολογικού Τμήματος του Νοσοκομείου Αλεξάνδρα.
 
Ειδικότερα, οι γυναίκες έχουν την τάση να μπαίνουν πιο νωρίς για ύπνο, αλλά και να ξυπνούν νωρίτερα το πρωί απ' ό,τι οι άνδρες. Μπορεί επίσης να αποκοιμηθούν πιο εύκολα από τους άνδρες και να κάνουν πιο αδιατάρακτο ύπνο. Μπορεί, όμως, να συμβεί και το αντίστροφο, καθώς οι ορμονικές διακυμάνσεις της εμμήνου ρύσεως, της εγκυμοσύνης και κυρίως της εμμηνόπαυσης μπορεί να διαταράξουν σημαντικά τον ύπνο τους. 

Μελέτες έχουν δείξει ότι οι διαταραχές του ύπνου, όπως η αϋπνία και οι συχνές αφυπνίσεις στη διάρκεια της νύχτας, είναι συχνότερες στις γυναίκες. Σε αυτό μπορεί να συμβάλλει και το εντονότερο στρες που συχνά νιώθουν. «Όταν το στρες είναι μακροχρόνιο οδηγεί σε υπερπαραγωγή της φλοιοεπινεφριδιοτρόπου ορμόνης (ACTH) στον εγκέφαλο, που με τη σειρά της οδηγεί σε αυξημένη παραγωγή κορτιζόλης από τα επινεφρίδια», εξηγεί η κ. Τζανέλα, «με σημαντικές μεταβολικές επιπτώσεις. Εκτός από το  στρες, στη σημερινή κοινωνία,  σημαντικοί παράγοντες διαταραχών στον ύπνο είναι το κυλιόμενο ωράριο σε πολλούς εργαζόμενους (π.χ. υγειονομικοί, φύλακες κ.λπ.) και βεβαίως τα ταξίδια σε ζώνη με σημαντική διαφορά ώρας (το γνωστό jet lag)».

Οι κίνδυνοι από την έλλειψη ύπνου

Ωστόσο ο ύπνος και η ορμονική λειτουργία του οργανισμού είναι αλληλένδετα. Οτιδήποτε διαταράσσει τον ύπνο, επηρεάζει και τις ορμόνες. Οτιδήποτε επηρεάζει τις ορμόνες, επηρεάζει και τον ύπνο. Το επακόλουθο είναι ένας φαύλος κύκλος που μπορεί να αποδειχθεί επιζήμιος για την υγεία.  

«Η καλή ρύθμιση του βιολογικού ρολογιού του οργανισμού έχει ζωτική σημασία για την υγεία. Οι ακανόνιστες διατροφικές συνήθειες και το άστατο πρόγραμμα ύπνου μπορούν να το απορρυθμίσουν, αυξάνοντας τον κίνδυνο πολλών νοσημάτων», προειδοποιεί η κ. Βρυωνίδου-Μπομποτά. 

Βραχυπρόθεσμα, η έλλειψη ύπνου και ο κακής ποιότητας ύπνος μπορεί να οδηγήσουν σε κόπωση, υπνηλία στη διάρκεια της ημέρας, μειωμένη ικανότητα μάθησης και μνήμης, οξυθυμία και επιρρέπεια στα ατυχήματα. Μπορεί επίσης να εξασθενήσουν το ανοσοποιητικό σύστημα, η ομαλή λειτουργία του οποίου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον επαρκή και ποιοτικό ύπνο.

Μακροπρόθεσμα, οι συνέπειες της έλλειψης ύπνου μπορεί να είναι πολύ σοβαρές. «Πολλές μελέτες έχουν συσχετίσει την χρόνια έλλειψη ύπνου με μεταβολικές και ενδοκρινικές αλλαγές στις οποίες συμπεριλαμβάνονται η μειωμένη αντοχή στη γλυκόζη, η μειωμένη ευαισθησία στην ινσουλίνη, η αυξημένη κορτιζόλη το βράδυ, η διαταραχή στα επίπεδα των ορμονών (γκρελίνη, λεπτίνη) που ρυθμίζουν την πείνα  και η απορρύθμιση των ορμονών του στρες», λέει η κ. Κάσση. «Οι αλλαγές αυξάνουν τον κίνδυνο παχυσαρκίας, υπέρτασης, διαβήτη τύπου 2, αλλά και καρδιαγγειακών παθήσεων. Η έλλειψη ύπνου έχει επίσης σχετισθεί με τον υπογοναδισμό (χαμηλά επίπεδα τεστοστερόνης) στους άνδρες, ενώ μπορεί να αυξήσει ακόμα και τον κίνδυνο κατάθλιψης και αγχωδών διαταραχών».

Τι πρέπει να προσέχουμε

«Ο ύπνος έχει πολύπλοκη και αμφίδρομη σχέση με το ενδοκρινικό (ορμονικό) σύστημα και η ομαλή λειτουργία του ενός είναι απαραίτητη για την ομαλή λειτουργία του άλλου», τονίζει η κ. Βρυωνίδου-Μπομποτά. «Επομένως, πρέπει να τηρούμε όλοι ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα ύπνου και διατροφής στη ζωή μας, το οποίο θα ακολουθούμε και στις αργίες. Απαραίτητο είναι ακόμα να αποφεύγουμε όσο είναι δυνατό τη χρήση ψηφιακών μέσων το απόγευμα και το βράδυ, γιατί το φως τους μπορεί να καταστείλει τη μελατονίνη και να παρεμποδίσει τον ύπνο. Καλό είναι επίσης να αποφεύγουμε την καφεΐνη μετά το μεσημέρι, γιατί συνδέεται με τους υποδοχείς της αδενοσίνης, εμποδίζοντας και αυτή τον ύπνο. Όσοι πάσχουν ήδη   απο μεταβολικές ή ορμονικές διαταραχές πρέπει να τηρούν τις συστάσεις των θεραπόντων ιατρών τους για να τις διατηρούν υπό έλεγχο. Και όσοι αισθάνονται υπνηλία την ημέρα πρέπει να συμβουλεύονται έναν γιατρό για να βρεθεί και να αντιμετωπιστεί η αιτία της κόπωσής τους».
 

Ορμόνες του έρωτα: φερομόνες, τεστοστερόνη, ντοπαμίνη, οξυτοκίνη, βασοπρεσίνη, κορτιζόνη και o ρόλος τους

Πέμπτη, 14/02/2019 - 23:00

της Κλεοπάτρας Ζουμπουρλή, μοριακής βιολόγου, medlabnews.gr

Τα τελευταία χρόνια η νευροενδοκρινολογία έχει εξηγήσει σχεδόν ολοκληρωτικά την ερωτική συμπεριφορά.

Όπως αποδεικνύεται από τις μελέτες και έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί πάνω στο θέμα, η ερωτική αγάπη και οι ερωτικοί δεσμοί είναι προϊόν νευροχημικών διαδικασιών. Συγκεκριμένα κάθε ερωτική έκφραση έχει και ανάλογο ορμονικό υπόβαθρο.


Η φύση παίζει μαζί μας παράξενα ερωτικά παιχνίδια με όπλο τις ορμόνες που εκκρίνονται, ιδίως από κάποιους νευρώνες του νωτιαίου μυελού. Η στιγμή της κορύφωσης της ερωτικής πράξης παρομοιάζεται από τους νευροεπιστήμονες με θύελλα που ξεσπά στον εγκέφαλο κάτι σαν έκρηξη πυροτεχνημάτων στο κέντρο του εγκεφάλου , στον υποθάλαμο, που δημιουργείται λόγω της μαζικής παραγωγής ορμονών. Υπάρχουν, επίσης, κάποιες ορμόνες, οι φερομόνες, από τις οποίες ξεκινά το παιχνίδι της σαγήνης επειδή σχετίζονται με την ερωτική ορμή. Είτε το θέλουμε είτε όχι, είμαστε δέσμιοι της χημείας και της φύσης. Κι αυτή η δέσμευση, που άρχισε εκατομμύρια χρόνια πριν, εξακολουθεί να ασκεί την ίδια έντονη επιρροή «τραβώντας» μας κυριολεκτικά από τη μύτη! Γι αυτό, άλλωστε, έχουμε την τάση να φοράμε κολόνιες και αρώματα. Θέλουμε να εκπέμπει το σώμα μας μυρωδιές και αρώματα για να είμαστε πιο ελκυστικοί και αρεστοί στους άλλους. Οι εταιρίες καλλυντικών δημιουργούν αρώματα και κολόνιες που είναι πραγματικά ακαταμάχητα. Όχι επειδή απλώς μυρίζουν ωραία αλλά επειδή περιέχουν παράγωγα φερομονών όπως η ανδροστενόνη, η γαλακτολίνη και εξαλτονίνη. Αυτού του τύπου οι κολόνιες μας κάνουν να νιώθουμε μια ευχάριστη έλξη για τους ανθρώπους που τα φορούν μόνο και μόνο γιατί μας άγγιξε το άρωμά τους!

Η παραγωγή φερομονών σχετίζεται και με το ανοσοποιητικό σύστημα. Θεωρείται ότι πρόκειται για μια προσπάθεια του οργανισμού να επιλέξει -βάσει της μυρωδιάς- τον ιδανικό σύντροφο, ώστε να υπάρχει η μεγαλύτερη δυνατή συμβατότητα των ανοσοποιητικών συστημάτων των δύο ατόμων, με απώτερο σκοπό να αποκτήσουν γερά παιδιά.
Όταν κάποιος είναι ερωτευμένος, το σώμα του βιώνει πραγματικές αλλαγές. Από πλευράς νευροχημείας, το ερωτικό φαινόμενο περιγράφεται ως διακρινόμενο σε τρεις φάσεις: τη φάση της Λαγνείας, τη φάση της Έλξης και τη φάση της Προσκόλλησης. Τα έντονα συναισθήματα που βιώνει ο ερωτευμένος σε κάθε μία από αυτές τις φάσεις οφείλονται σε συγκεκριμένες – ανά φάση – νευροχημικές ουσίες.




Η φάση της Λαγνείας οφείλεται στην παραγωγή τεστοστερόνης στους άντρες και οιστρογόνων στις γυναίκες, γεγονός που τους ωθεί να συνάψουν σεξουαλικές σχέσεις. Η τεστοστερόνη, πρόκειται για μια ορμόνη που αυξομειώνεται ανεβοκατεβάζοντας έτσι και την επιθυμία στο ερωτικό παιχνίδι. Η έλλειψή της είναι και καταλυτική για την εμφάνιση της κατάθλιψης. Πράγμα που συνοδεύεται και από την έλλειψη της επιθυμίας. Στους άνδρες, η ορμόνη τεστοστερόνη που μεταξύ άλλων αυξάνει την επιθετικότητα και τη σεξουαλική ορμή, μειώνεται. Αντίθετα στις γυναίκες, η τεστοστερόνη που συνήθως βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα και είναι υπεύθυνη για τη σεξουαλική ορμή των γυναικών, αυξάνεται. Το γεγονός ότι η τεστοστερόνη μειώνεται στους άνδρες ενώ αυξάνεται στις γυναίκες, ερμηνεύεται ως μια προσπάθεια της φύσης να μειώσει τις διαφορές μεταξύ των δύο. Η μείωση των διαφορών συμβάλλει στη σύναψη στενών και ισχυρών σχέσεων μεταξύ των ερωτευμένων. Ερευνητές μέτρησαν τα επίπεδα τεστοστερόνης στα ερωτευμένα ζευγάρια από ένα μέχρι δύο χρόνια μετά την έναρξη του έρωτά τους και βρήκαν ότι η τεστοστερόνη επέστρεψε στα φυσιολογικά της επίπεδα.
Η ερωτική έλξη είναι καθαρά θέμα βιοχημικών μεταβολών στο σώμα μας. Η φάση της Έλξης χαρακτηρίζεται από παραγωγή φαινυλεθυλαμίνης που απελευθερώνει ντοπαμίνη και σεροτονίνη, νευροδιαβιβαστές που ευθύνονται για τη ρύθμιση συναισθημάτων χαράς, ευτυχίας και ενθουσιασμού. Το αποτέλεσμα είναι ένα αίσθημα ευδαιμονίας. Τα προβλήματα προσωρινά εξαφανίζονται, το ίδιο και αισθήματα άγχους ή στρες, και κάποιες φορές παρατηρείται και αναλγητική δράση. Αξίζει επίσης να σημειωθεί εδώ πως, χημικά, τα αποτελέσματά της σεροτονίνης στην ερωτική τρέλα, είναι παρόμοια με τα συμπτώματα ανθρώπων με ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, πράγμα που μπορεί να εξηγήσει γιατί οι ερωτευμένοι δεν μπορούν να σκεφτούν τίποτε άλλο. Το ερωτικό πάθος, το «κουμαντάρει» η ορμόνη ντοπαμίνη. Είναι ο νευροδιαβιβαστής που έχει άμεση πρόσβαση στο κέντρο «επιβράβευσης – ικανοποίησης» του εγκεφάλου. Ανάλογα με την ποσότητα της ντοπαμίνης έχουμε και την μεγαλύτερη ή μικρότερη αίσθηση της ηδονής.
Στο στάδιο της καταπληκτικής εκείνης περίοδου που αισθανόμαστε πραγματικά ερωτοχτυπημένοι και δεν μπορούμε να σκεφτούμε τίποτα άλλο τρεις βασικοί νευροδιαβιβαστές, η αδρεναλίνη, η ντοπαμίνη και η σεροτονίνη, αποτελούν τους κύριους υπαίτιους για τα ακραία, αλλά υπέροχα αισθήματά μας.
Η αρχική κατάσταση κατά την οποία κάποιος αισθάνεται ότι ερωτεύεται συνδέεται με το άγχος που προκαλεί η επικείμενη συνάντηση με το αγαπημένο του πρόσωπο, που επιφέρει αύξηση των επιπέδων αδρεναλίνης και κορτιζόλης στο αίμα του. Αυτός είναι και ο λόγος που αισθανόμαστε την καρδιά μας να χτυπάει δυνατά, να ιδρώνουμε και να στεγνώνει το στόμα μας, όταν συναντηθούμε αναπάντεχα με το πρόσωπο που μας ενδιαφέρει.
Η ντοπαμίνη προκαλεί μία έντονη ορμή προς ευχαρίστηση, η οποία διεγείρει την επιθυμία και την ανάγκη ανταμοιβής, προκαλώντας στον εγκέφαλο τα ίδια αποτελέσματα που έχει η κοκαΐνη. Η αυξημένη έκκριση ντοπαμίνης ευθύνεται για το γεγονός ότι οι ερωτευμένοι νιώθουν μικρότερη ανάγκη για ύπνο και φαγητό, καθώς η προσοχή τους εστιάζεται και αντλεί ευχαρίστηση από τις πιο μικρές λεπτομέρειες της νέας σχέσης.
Ο τρίτος νευροδιαβιβαστής που συνθέτει την εικόνα του ερωτευμένου ατόμου, η σεροτονίνη, είναι μία από τις πιο σημαντικές χημικές ουσίες του έρωτα που μπορεί να εξηγήσει το γεγονός ότι το πρόσωπο με το οποίο είμαστε ερωτευμένοι εμφανίζεται συνεχώς στις σκέψεις μας.
Επίσης, με τη βοήθεια πλέον και μηχανημάτων, όπως ο μαγνητικός τομογράφος, οι επιστήμονες μπορούν να αντλήσουν στοιχεία για τη λειτουργία του εγκεφάλου την ώρα της διέγερσης τους. Έρευνες σε ερωτευμένα ζευγάρια έδειξαν ότι υπάρχει ενεργοποίηση ενός πολύπλοκου συστήματος στον εγκέφαλο, που προσομοιάζει με αυτό που συμβαίνει όταν γίνεται λήψη κοκαΐνης.



Η φάση της Προσκόλλησης έρχεται συνήθως ως μοιραία κατάληξη των δύο προηγούμενων σταδίων. Κατά την φάση αυτή, δημιουργούνται συναισθηματικοί δεσμοί ανάμεσα στο ζευγάρι ενώ οι συσχετιζόμενες χημικές ουσίες εκκρίνονται σε περίοδο από 90 μέρες έως και 3 χρόνια μετά τη φάση της Έλξης. Τα χημικά αυτά συνιστούν η ορμόνες οκυτοκίνη και βασοπρεσσίνη. Μια ηδονή που γίνεται σιγά – σιγά συναίσθημα όταν ενεργοποιείται η ορμόνη του έρωτα που είναι η οκυτοκίνη. Η οξυτοκίνη εκκρίνεται από τον υποθάλαμο στο κεντρικό νευρικό σύστημα και αποθηκεύεται στην υπόφυση. Είναι η ορμόνη της αφής και της αγάπης. Διεγείρει τα άτομα στο να είναι μαζί και να συνυπάρχουν αγαπημένα. Από αυτή την ορμόνη δημιουργείται και η αίσθηση της στοργής.

Η οκυτοκίνη είναι μία ισχυρή ορμόνη που παράγεται στους άντρες και τις γυναίκες κατά τη διάρκεια του οργασμού και ενισχύει το αίσθημα της σύνδεσης, της εγγύτητας και της οικειότητας που δημιουργείται ανάμεσα στο ζευγάρι. Συμβάλλει αποφασιστικά στη δημιουργία των συσπάσεων της μήτρας (οργασμό), την αγγειοδιαστολή (ξάναμμα), και στο θηλασμό (στοργική μητέρα).
Θεωρείται πάντως ως η ορμόνη της προσκόλλησης και της δέσμευσης, δημιουργεί αισθήματα ικανοποίησης, ασφάλειας και ηρεμίας και είναι επίσης εκείνη η οποία βοηθά, μέσω της έκκριση της κατά το θηλασμό, στο να δημιουργηθούν και να εδραιωθούν δεσμοί αγάπης μεταξύ μητέρας και παιδιού. Με παρόμοιο και ανάλογο τρόπο ενεργεί και μεταξύ των ερωτευμένων.
Η βασοπρεσσίνη ενισχύει τη μακροπρόθεσμη δέσμευση του ζευγαριού και επίσης εκλύεται μετά την ερωτική συνεύρεση. Πρόκειται για την ορμόνη που σχετίζεται με τα νεφρά και ελέγχει το αίσθημα της δίψας. Η ίδια αυτή ορμόνη αυξάνει την αφοσίωση του ενός ατόμου στο άλλο και ενισχύει την τάση τους να προστατεύουν το σύντροφό τους από άλλους επίδοξους διεκδικητές.
Σύμφωνα με έρευνα που έγινε το 2004, φέρεται να είναι υπεύθυνη για τη θεμελίωση της πίστης ανάμεσα σε ένα ζευγάρι που έχει εισέλθει στη φάση Προσκόλλησης. Σύμφωνα με τους ερευνητές, κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης συμβαίνει στη γυναίκα έκλυση βασοπρεσσίνης, η οποία κατόπιν συλλαμβάνεται από τον άνδρα μέσω ειδικών υποδοχέων, δίνοντας του αίσθημα πληρότητας και ικανοποίησης, και άρα την επιθυμία να παραμείνει με τη σύντροφο που έχει. Εντυπωσιακό εύρημα αποτελεί το ότι μια γενετική διαφοροποίηση σε έναν από αυτούς τους υποδοχείς βασοπρεσσίνης συνδέεται με το φόβο της δέσμευσης και κατά συνέπεια την απιστία. Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι η βασοπρεσσίνη σχετίζεται με το συναισθηματικό δέσιμο και την ερωτική πίστη στους άντρες.

Και στα δύο φύλα αυξάνεται σημαντικά η κορτιζόνη που είναι η κατ’ εξοχήν ορμόνη του στρες.
O συντονισμός όλων αυτών των ορμονών γίνεται από τον εγκέφαλο με βάση την μνήμη και καθοδήγηση από διάφορα γονίδια.
Όπως αποδεικνύεται, η ερωτική αγάπη και οι ερωτικοί δεσμοί είναι προϊόν νευροχημικών διαδικασιών. Αντίθετα με ό,τι πιστεύουμε και μας κάνει πολύ συχνά να απογοητευόμαστε και να εγκαταλείπουμε, φαίνεται πως η αντίληψη ότι όταν ο έρωτας σβήνει, δεν ξανανάβει, δεν είναι και τόσο σωστή. Το ερωτικό πάθος, αν και λιγότερο έντονο από ό,τι στην αρχή, μπορεί να αναβιώσει ξανά και ξανά σε μια σχέση στην οποία έχει αναπτυχθεί εμπιστοσύνη και οικειότητα. Διότι, επίσης αντίθετα με αυτό που πιστεύεται, δεν είναι η σεξουαλική επιθυμία που τροφοδοτεί το ερωτικό συναίσθημα, αλλά τα τρυφερά συναισθήματα που ξυπνούν την επιθυμία για τον άλλον.




Πηγή://medlabgr.blogspot.com/