Πολυμερείς συμφωνίες ΤΤΙΡ, CETA, TPP, TiSA, EAEU, SCO, CELAC, ALBA και καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση
Το κείμενο είναι βασισμένο στην εισήγηση του Γ. Τόλιου (διδάκτωρ οικονομικών), στην εκδήλωση του περιοδικού "Μαρξιστική Σκέψη": "Η κρίση της Παγκοσμιοποίησης" (21/9).
Εισαγωγή
Η μεγάλη ανάπτυξη της διεθνούς ανταλλαγής εμπορευμάτων και υπηρεσιών και εξαγωγής «επενδυτικών» και «δανειακών» κεφαλαίων, μεταξύ μεγάλων επιχειρήσεων, πολυεθνικών ομίλων και μεταξύ κρατών, αποτελούν ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά του σύγχρονου καπιταλισμού. Τις τελευταίες δεκαετίες με την υιοθέτηση του νεοφιλελεύθερου «υποδείγματος» διαχείρισης της καπιταλιστικής οικονομίας, την προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων και της απορρύθμισης των εθνικών οικονομιών, τη συρρίκνωση του «κράτους πρόνοιας» και ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων, τις εκτεταμένες διασυνοριακές εξαγορές-συγχωνεύσεις, την αυξανόμενη ισχύ των πολυκλαδικών-πολυεθνικών ομίλων, την ένταση της εξαγωγής κεφαλαίων μεταξύ χωρών και ενίσχυσης των περιφερειακών ολοκληρώσεων, επιταχύνθηκαν οι διαδικασίες παγκοσμιοποίησης των οικονομιών.
Στο φόντο των παραπάνω εξελίξεων η υπογραφή μεταξύ χωρών, συμφωνιών «διμερούς» (bilateral) και «πολυμερούς» (multilateral) χαρακτήρα, αποτελούν ένα νέο ποιοτικό γνώρισμα του σύγχρονου καπιταλισμού. Στο παρόν άρθρο θα εξετάσουμε τις σημαντικότερες από τις «πολυμερείς συμφωνίες» (ΤΤΙΡ, TPP, CETA, TiSA, EAEU, SCO, CELAC, ALBA) και τις συνακόλουθες ενδοκαπιταλιστικές, ενδοϊμπεριαλιστικές και γεωπολιτικές αντιθέσεις μεταξύ των βασικών καπιταλιστικών κέντρων, για ξαναμοίρασμα των σφαιρών οικονομικής και πολιτικής επιρροής στον κόσμο. Θα διερευνήσουμε επίσης τους εναλλακτικούς δρόμους αξιοποίησης των πλεονεκτημάτων «διεθνοποίησης» των οικονομιών, σε όφελος των λαών και εργαζόμενων του πλανήτη.
1.Από τον ΠΟΕ[1] στις «διμερείς» και «πολυμερείς» διακρατικές συμφωνίες
Καμπή στη διαδικασία «παγκοσμιοποίησης» των οικονομιών, αποτέλεσε η δημιουργία του ΠΟΕ (1994), ως αποτέλεσμα μετεξέλιξης της GATT («Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου» του ΟΗΕ), σε διευρυμένη «πολυμερή» συμφωνία, την οποία έχουν υπογράψει ως τώρα 164 χώρες. Ωστόσο η όλη συγκρότηση και ο προσανατολισμός του ΠΟΕ, στηρίχτηκε στα νεοφιλελεύθερα δόγματα της «απελευθέρωσης του εμπορίου» μεταξύ χωρών, που εξυπηρετούν κυρίως τα συμφέροντα των αναπτυγμένων χωρών. Το 1999 στο Σίατλ των ΗΠΑ πραγματοποιήθηκαν μεγάλες συγκεντρώσεις και πορείες διαμαρτυρίας κατά των ρυθμίσεων του ΠΟΕ, από ένα ποικιλόχρωμο κίνημα οργανώσεων από διάφορες χώρες και περιοχές του κόσμου, σηματοδοτώντας τη γέννηση του κινήματος κατά της «νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης».
Το 2001 στη σύνοδο του ΠΟΕ στη Ντόχα του Κατάρ, ξεκίνησε νέος γύρος διαπραγματεύσεων, ο οποίος ονομάστηκε «Γύρος Ντόχα», με στόχο την παραπέρα φιλελευθεροποίηση του εμπορίου, με τη στήριξη παράλληλα της ανάπτυξης των «λιγότερο αναπτυγμένων χωρών» (LDCs). Ωστόσο παρά τις αλλεπάλληλες συναντήσεις στα πλαίσια του ΠΟΕ, οι διαπραγματεύσεις μετά από δέκα πέντε έτη, οδηγήθηκαν ουσιαστικά σε αδιέξοδο. Ειδικότερα στην 10η σύνοδο του ΠΟΕ στο Ναϊρόμπι Κένυας (Δεκέμβρης 2015), η «ατζέντα της Ντόχα» εγκαταλείφθηκε και αντί αυτής αποφασίστηκε η «Ατζέντα 2030 για τη βιώσιμη ανάπτυξη».[2]
Ο βαθύτερος λόγος ήταν η απροθυμία των αναπτυγμένων χωρών να στηρίξουν την ανάπτυξη των LDCs και από την άλλη η άρνηση των τελευταίων να δεχτούν τις υπερβολικές αξιώσεις των ιμπεριαλιστικών χωρών, πχ. άνοιγμα αγοράς στα βιομηχανικά προϊόντα κά. Απέναντι στην ομάδα των G-7 που αποτελούν το πυρήνα των ιμπεριαλιστικών χωρών με «στεφάνι» την ομάδα των G-20 ισχυρότερων οικονομιών, δημιουργήθηκε ένα μέτωπο G-90 χωρών (κυρίως φτωχές, χαμηλού βαθμού ανάπτυξης), οι οποίες προσπάθησαν να θέσουν κάποια εμπόδια στις ανισότιμες σχέσεις που με διάφορους τρόπους του επιβάλλουν οι ισχυρές χώρες. Αυτός ήταν και ο κυριότερος λόγος που οι εκπρόσωποι των τριών ιμπεριαλιστικών κέντρων (ΗΠΑ-ΕΕ-Ιαπωνία), προσανατολίστηκαν στην υπογραφή «διμερών» και «πολυμερών» συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου (Free Trade Agreements) για την προώθηση των στρατηγικών τους σχεδίων.
2. Οι «Συμφωνίες Ελευθέρου Εμπορίου» ως νέες μορφές προώθησης
της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης
Για καλύτερη κατανόηση των οικονομικών σχέσεων μεταξύ καπιταλιστικών χωρών, έχει ιδιαίτερη σημασία η μεθοδολογική παρατήρηση του Λένιν ότι «οι σχέσεις αυτές είναι έντονα αντιφατικές» και χαρακτηρίζονται από «τάσεις συνεργασίας» και «τάσεις αντιπαράθεσης». Σήμερα στον κόσμο, εκτός από τα τρία παραδοσιακά ιμπεριαλιστικά κέντρα (ΗΠΑ-ΕΕ-Ιαπωνία), έχουμε την εμφάνιση νέων κέντρων, των λεγόμενων «αναδυόμενων οικονομιών», οι οποίες έχουν συμπτύξει την ομάδα των BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Ν.Αφρική). Βασικό ρόλο στην ομάδα παίζουν η Κίνα και η Ρωσία. Η πρώτη από πλευράς όγκου ΑΕΠ, έχει ήδη εκτοπίσει τις ΗΠΑ από την πρώτη θέση, ενώ η δεύτερη έχοντας ισχυρή γεωπολιτική θέση και στρατιωτική-πυρηνική ισχύ, παίζει σημαντικό ρόλο τις διεθνείς εξελίξεις.
Τα «παλιά» και «νέα» καπιταλιστικά κέντρα, εκτός από την επιδίωξη ανάπτυξης «διμερών» οικονομικών σχέσεων μεταξύ τους αλλά και με άλλες χώρες, επιδιώκουν την υπογραφή «πολυμερών συμφωνιών» και τη δημιουργία «ζωνών ελευθέρων ανταλλαγών» και ανάπτυξης πολύμορφης οικονομικής συνεργασίας. Το σύνολο των «διμερών» και «πολυμερών» συμφωνιών, μεταξύ χωρών που είχαν κοινοποιηθεί στον ΠΟΕ ως το Φεβρουάριο 2016, ανέρχονταν σε 625 συμφωνίες σε όλο τον κόσμο.
Από πλευράς «τυπολογίας» διακρίνουμε τρία είδη συμφωνιών, που ως ένα βαθμό σηματοδοτούν και διαφορετική ποιότητα οικονομικών σχέσεων: Πρώτον, τις «συμφωνίες ελευθέρου εμπορίου», τύπου ΤΤΙΡ, CETA, ΤPP, ΤiSA, που στηρίζονται στα δόγματα του νεοφιλελευθερισμού και στις οποίες κυρίαρχο ρόλο παίζουν τα τρία ιμπεριαλιστικά κέντρα ΗΠΑ, ΕΕ, Ιαπωνία. Κεντρική επιδίωξη των «συμφωνιών ελευθέρου εμπορίου» είναι η ενίσχυση της κερδοφορίας των πολυεθνικών με την ασύδοτη εκμετάλλευση εργαζόμενων και λαών, τόσο στις αναπτυσσόμενες όσο και στις αναπτυγμένες χώρες. Δεύτερον, πολυμερείς συμφωνίες με κυρίαρχο ρόλο των αναδυόμενων οικονομιών, ιδιαίτερα της Ρωσίας και Κίνας (EAEU, SCO), που επιδιώκουν ενίσχυση της οικονομικής και γεωπολιτικής τους επιρροής, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα οικονομικά πλεονεκτήματα στις συνεργαζόμενες χώρες. Τέλος τις πολυμερείς συμφωνίες μεταξύ αναπτυσσόμενων χωρών (CELAC, ALBA), που στηρίζονται λίγο-πολύ σε σχέσεις συνεργασίας αμοιβαίου οφέλους.
Ωστόσο στα πλαίσια του καπιταλισμού, η αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων της οικονομικής συνεργασίας μεταξύ χωρών, βαίνει κατά κανόνα σε όφελος των ισχυρότερων χωρών και ιδιαίτερα των μεγάλων επιχειρήσεων και πολυεθνικών εταιριών, καθώς και των ηγετικών ελίτ που εξυπηρετούν τα συμφέροντα τους. Δεν είναι τυχαίο στις τελευταίες δεκαετίες, σε συνθήκες νεοφιλελεύθερης επίθεσης κατά θεμελιωδών δικαιωμάτων λαών και εργαζόμενων, εντείνεται η ανισοκατανομή εισοδήματος και πλούτου σε παγκόσμια κλίμακα, ενώ η φτωχοποίηση αγκαλιάζει όλο και μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού όχι μόνο στις αναπτυσσόμενες, αλλά και στις αναπτυγμένες χώρες.
Με βάση τα επίσημα στοιχεία το 2014,[3] το 8,6% του παγκόσμιου πληθυσμού είχε το 85,3% του παγκόσμιου πλούτου, ενώ στο 69,8% αναλογούσε μόλις το 2,9% του πλούτου. Οι εκατομμυριούχοι άνω των 30 εκατ. δολ. ήταν 220.000 άτομα, μεταξύ αυτών 576 έλληνες, ενώ οι δισεκατομμυριούχοι ανέρχονταν σε 2.500 άτομα, μεταξύ αυτών 11 έλληνες. Μεγάλο μέρος του πλούτου της παγκόσμια ελίτ (περί τα 7,6 τρις δολ.), κρύβεται σε «φορολογικούς παραδείσους» μέσω off-shore εταιριών, ενώ η απώλεια φόρων για τα κράτη φθάνει 190 δις δολ. ετησίως.[4] Στη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας, υπάρχει σταθερή μείωση του μεριδίου των φτωχών με αντίστοιχη αύξηση του μεριδίου των πολύ πλουσίων.!! Ειδικότερα ο πλούτος των 62 πλουσιότερων ανθρώπων του κόσμου, στο διάστημα 2010-14, αυξήθηκε από 1,22 τρις δολ., σε 1.76 τρις δολ. (αύξηση 44%), ενώ αντίθετα ο πλούτος του φτωχότερου 50% του πληθυσμού (3,6 δισεκατομμύρια άτομα), μειώθηκε πάνω από 1 τρις δολ. (-44%). Και μόνο αυτό φέρνει επιτακτικά στο προσκήνιο την ανάγκη υπέρβασης του κοινωνικά άδικου και «παρασιτικού» χαρακτήρα του καπιταλιστικού συστήματος, με την εφαρμογή πολιτικής «απαλλοτρίωσης των απαλλοτριωτών».!!
3. Η συμφωνία ΤΤΙΡ (Διατλαντική Εταιρική Σχέση Εμπορίου & Επενδύσεων
Η ένταση της ανισοκατανομής εισοδήματος και οι ανισότιμες σχέσεις μεταξύ καπιταλιστικών χωρών, γεννούν κρίσεις και κοινωνικές εκρήξεις, ενώ εντείνουν τις ενδοκαπιταλιστικές, ενδοϊμπεριαλιστικές και γεωπολιτικές αντιθέσεις. Η προώθηση των «συμφωνιών ελευθέρου εμπορίου» παρ’ ότι γενικά μειώνουν δασμούς και εμπόδια στις συναλλαγές, κάνουν φθηνότερες και ταχύτερες τις εμπορικές ανταλλαγές, ενισχύουν την ανάπτυξη, κά, ο τρόπος κατανομής των πλεονεκτημάτων της συνεργασίας, δεν είναι για όλους τους λαούς, ούτε για τους εργαζόμενους επωφελής, με αποτέλεσμα την ένταση των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών αντιθέσεων. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στην περίπτωση της Τ.Τ.Ι.Ρ. (Transatlantic Trade & Investment Partnership) που η προετοιμασία της γίνεται με άκρα μυστικότητα «στα νεοφιλελεύθερα εργαστήρια» των πολυεθνικών με τη συμμετοχή διαφόρων εκπροσώπων εταιρικών lobbies.!
Το ιστορικό ίδρυσης μιας «κοινής αγοράς» μεταξύ των δύο ιμπεριαλιστικών κέντρων, ξεκίνησε το 1990 με τη «διατλαντική δήλωση» για τις σχέσεις ΕΕ-ΗΠΑ, σε συνέχεια με τη «διατλαντική ατζέντα» το 1995 και την ίδρυση της TABD (Trans - Atlantic Business Dialogue), ενός κλειστού «λόμπυ» των μεγάλων αμερικανικών και ευρωπαϊκών εταιριών. Στην πρώτη «οικονομική διυπουργική διάσκεψη» ΕΕ-ΗΠΑ στις Βρυξέλλες (Νοέμβρης ’05), τέθηκαν οι βάσεις δημιουργίας μιας «διατλαντικής αγοράς χωρίς σύνορα» ως το 2015. Ωστόσο η κρίση το 2009 ανέκοψε τα σχέδια τα οποία ωστόσο ενεργοποιήθηκαν το 2011. Στις αρχές του 2013 ο πρόεδρος Μπάρακ Ομπάμπα ανακοίνωσε την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων για δημιουργία της «Διατλαντικής Εταιρικής Σχέσης Εμπορίου και Επενδύσεων» (ΤΤΙΡ) με στόχο την υπογραφή της πριν τις αμερικανικές εκλογές του 2016, επιδιώκοντας εκτός από την υστεροφημία του, «τη διατήρηση της πρωτοκαθεδρίας των ΗΠΑ στην παγκόσμια οικονομία».[5]
Παρ’ ότι οι σχέσεις ΕΕ-ΗΠΑ εμφανίζουν κατά καιρούς εντάσεις και υφέσεις, συνολικά ενισχύονται οι δεσμοί και η αμοιβαία αλληλεξάρτηση των οικονομιών, χωρίς ωστόσο να εξαλείφονται οι ανταγωνισμοί μεταξύ τους. Αυτό άλλωστε είναι μόνιμο χαρακτηριστικό μεταξύ ιμπεριαλιστικών χωρών ακόμα και στις συνθήκες της «νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης». Στην αντιφατική σχέση «προσέγγισης» και «αντιπαράθεσης» δρουν «de facto» και «de jure» οικονομικοί, πολιτικοί και γεωπολιτικοί παράγοντες. Ειδικότερα στον οικονομικό τομέα οι «de facto» παράγοντες που ωθούν στη δημιουργία της «διατλαντικής κοινής αγοράς», είναι οι πολύμορφες οικονομικές σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ τους (εμπόριο προϊόντων και υπηρεσιών, αμοιβαίες επενδύσεις κά). Σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις,[6] από την προώθηση της ΤΤΙΡ, οι εξαγωγές των ΗΠΑ προς την ΕΕ προβλέπεται να αυξηθούν σε βάθος δεκαετίας κατά 160 δις δολ. (37%), ενώ αντίστοιχα οι εξαγωγές της ΕΕ προς τις ΗΠΑ κατά 187 δις δολ. (28%). Παράλληλα θα ενισχυθεί ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ γύρω στο 0,4% - 0,5% κατά μέσο όρο το χρόνο για τις δύο πλευρές, χωρίς ωστόσο να συνεπάγεται και ωφέλεια των λαών.
Τα κυριότερα πλεονέκτημα της συμφωνίας δεν είναι τόσο η μείωση των εμπορικών δασμών (έτσι κι αλλιώς είναι χαμηλοί), ούτε οι κούφιες υποσχέσεις περί αύξησης θέσεων εργασίας (αντίθετα προβλέπεται μείωση 1 εκατομμύριο θέσεις). Η προώθηση της ΤΤΙΡ θα είναι βασική πηγή νέων κερδών για τις πολυεθνικές, μέσα από τις ρυθμίσεις για τα μη δασμολογικά εμπόδια, τα παραγωγικά «πρότυπα», τα εταιρικά δικαιώματα, τις αυξημένες εγγυήσεις επενδύσεων, τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και πάνω απ’ όλα από την καθιέρωση χαμηλότερων επιπέδων προστασίας (standards) σε ότι αφορά το περιβάλλον, τα εργασιακά δικαιώματα, τη διατροφική ασφάλεια, τη δημόσια υγεία, δημόσιες υπηρεσίες, κά.
Ειδικότερα η ΤΤΙΡ επιδιώκει το άνοιγμα των δημοσίων αγαθών και προμηθειών (υγείας, παιδείας, υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, δημόσια έργα) στην κερδοσκοπική δράση των πολυεθνικών εταιριών. Δηλαδή ότι έχει απομείνει από το λεγόμενο «κοινωνικό κράτος» και την παροχή «δημοσίων αγαθών» θα γίνει αντικείμενο ανεξέλεγκτης κερδοσκοπικής εκμετάλλευσης από τις πολυεθνικές, με μεγάλο κοινωνικό κόστος. Επίσης απροσδιόριστο κόστος θα έχει η απορρύθμιση των προδιαγραφών ασφάλειας προϊόντων, προστασίαw της δημόσιας υγείας και του περιβάλλοντος με την εναρμόνιση των επιπέδων προστασίας σε χαμηλότερα επίπεδα (standards). Ειδικότερα η αντικατάσταση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας REACH για τον «εκ των προτέρων» (ex ante) έλεγχο στα χημικά προϊόντα, με τον «εκ των υστέρων» (ex poste) έλεγχο που ακολουθούν οι ΗΠΑ, συνεπάγεται κατάργηση της «αρχής της προφύλαξης», με απροσδιόριστες συνέπειες στη δημόσια υγεία, στους καταναλωτές και στο περιβάλλον.
Επίσης τίθενται υπό αίρεση θεμελιώδη εργασιακά δικαιώματα, με την επιδίωξη «εξίσωσης προς τα κάτω», με στόχο τη μείωση του εργατικού κόστους και την αύξηση των κερδών πολυεθνικών. Στην πράξη η προώθηση της Συμφωνίας ΤΤΙΡ σημαίνει για τους εργαζόμενους και στις δύο όχθες του ατλαντικού, χαμηλότεροι μισθοί, μεγαλύτερη ανεργία, μικρότερη εργασιακή προστασία, συρρίκνωση των δικαιωμάτων (συλλογικές συμβάσεις, συνδικαλιστικές ελευθερίες, κά), περικοπές στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και στις συντάξεις, κά.
Από την άλλη απορρυθμίζονται οι κανόνες ασφαλείας στα τρόφιμα με την κατάργηση της αρχής της «προφύλαξης» και ανοίγει ο δρόμος στην παραγωγή «μεταλλαγμένων» τροφίμων, την παραγωγή βοδινού κρέατος με ορμόνες, τη χρήση χλωρίου στην απολύμανση κρέατος πουλερικών κά, όπως ισχύει σήμερα στις ΗΠΑ. Σύμφωνα με έγγραφα των διαπραγματεύσεων που αποκάλυψε η Greenpeace,[7] οι ΗΠΑ επιδιώκουν να «γεμίσουν» την ευρωπαϊκή αγορά με γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα, γεγονός που θα έχει καταστρεπτικές συνέπειες, στη «συμβατική» στη «βιολογική» και στην «παραδοσιακή» γεωργία, καθώς επίσης σε παραγωγούς, καταναλωτές και στην διατροφική ασφάλεια των ευρωπαϊκών χωρών.
Με την προώθηση της ΤΤΙΡ αποδυναμώνονται επίσης οι ρυθμίσεις για την προστασία του περιβάλλοντος και του κλίματος, οι ρυθμίσεις που αφορούν τα προσωπικά δεδομένα και την ιδιωτική ζωή, η ελευθερία πρόσβασης στο διαδίκτυο, οι τραπεζικές εγγυήσεις από κραχ κά. Πρόκειται για σημαντικές πτυχές της ποιότητας ζωής και της προστασίας θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών, που στο όνομα της διασφάλισης υψηλών κερδών στις πολυεθνικές, επιχειρείται όχι απλά η εκμετάλλευση αλλά και ο πολύμορφος έλεγχος των αντιδράσεων και καθυπόταξης των λαών και εργαζόμενων, στην ιδιότυπη δικτατορία των ισχυρών.
Τέλος με την προώθηση της ΤΤΙΡ, οι πολυεθνικές θα μπορούν να ενάγουν τις εθνικές κυβερνήσεις σε ιδιωτικά δικαστήρια, απαιτώντας αποζημιώσεις για διαφυγόντα κέρδη από πράξεις δημοσίων αρχών και κοινωνικών οργανώσεων, ακόμα και όταν πρόκειται για την εξυπηρέτηση κοινωνικών, περιβαλλοντικών ή αναπτυξιακών στόχων. Οι επίλυση των διαφορών θα αντιτίθεται σε δικαστήρια ISDS (Investor State Dispute Settlements), που ελέγχονται από εκπροσώπους εταιριών προσδίδοντας έτσι στο υπερεθνικό κεφάλαιο νομική υπόσταση ισοδύναμη κράτους. Πρόκειται για κρίσιμο πολιτικό ζήτημα εθνικής ανεξαρτησίας και λαϊκής κυριαρχίας.
Υπό αυτές τις συνθήκες η «διατλαντική ελίτ» ΗΠΑ-ΕΕ, ελέγχοντας το 60% του παγκόσμιου ΑΕΠ, έχοντας ως στρατιωτικό «βραχίονα» το ΝΑΤΟ και «πολιορκητικό κριό» τη νεοφιλελεύθερη πολιτική, γίνεται άκρως επικίνδυνη για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των εργαζόμενων και των λαών όχι μόνο της ΕΕ και των ΗΠΑ, αλλά «εν δυνάμει» ολόκληρου του κόσμου. Οι εμπειρίες από την ευρωπαϊκή ενοποίηση και ιδιαίτερα την «ευρωζώνη» - την πλέον προωθημένη βαθμίδα καπιταλιστικής ολοκλήρωσης - με τους νεοφιλελεύθερους πυλώνες και τα Μνημόνια, δείχνουν στον καθρέφτη του μέλλοντος, τις αρνητικές συνέπειες που θα έχει η ενδεχόμενη υπογραφή και η εφαρμογή της συγκεκριμένης συμφωνίας.
Ελπιδοφόρο μήνυμα αποτελεί το μεγάλο κύμα καταγγελιών και κινητοποιήσεων κατά της ΤΤΙΡ που αναπτύσσεται όλο και περισσότερο στις χώρες της ΕΕ και στις ΗΠΑ, ενώ βρίσκει ευρύτερη απήχηση στους λαούς και εργαζόμενους του πλανήτη. Σημαντικό ρόλο στην ευαισθητοποίηση των λαών παίζουν οι πρωτοβουλίες και οι δράσεις των αριστερών δυνάμεων τόσο στο ευρωκοινοβούλιο[8] όσο και στις κοινωνίες των χωρών της ΕΕ. Στόχος η αποκάλυψη των συνεπειών και η πίεση στις εθνικές κυβερνήσεις για μη υπογραφή της ΤΤΙΡ και σε κάθε περίπτωση να περάσουν από τα εθνικά κοινοβούλια. Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει άμεσα να πάρει σαφή θέση κατά της ΤΤΙΡ και να δηλώσει άρνηση υπογραφής της συμφωνίας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι αντιρρήσεις και επιφυλάξεις εκφράζονται από ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών δυνάμεων στις χώρες της ΕΕ, ακόμα και από μερίδες του επιχειρηματικού κόσμου που αντιλαμβάνονται ότι η εφαρμογή της θα πλήξει τα συμφέροντα τους. Οι συγκεκριμένες αντιδράσεις αντανακλώνται και σε επίπεδο κυβερνήσεων ορισμένων χωρών της ΕΕ. Είναι ενδεικτικό ότι ο πρωθυπουργός της Γαλλίας Μανουέλ Βαλς δήλωσε ότι «οι διαπραγματεύσεις θα καταλήξουν σε ναυάγιο αν δεν διασφαλιστούν τα ευρωπαϊκά κριτήρια σους τομείς της υγείας και του περιβάλλοντος».[9] Ασφαλώς οι συγκεκριμένες αντιδράσεις αντανακλούν «εν πολλοίς» και ενδοκαπιταλιστικές-ενδοιμπεριαλιστικές αντιθέσεις, αλλά ταυτόχρονα δείχνουν το εύρος των προβλημάτων που δημιουργεί η προώθηση της.
4. Οι συμφωνίες CETA, TPP, TiSA: Τα «Μνημόνια» των πολυεθνικών
Αντίστοιχες συνέπειες με την ΤΤΙΡ έχουν και οι συμφωνίες CETA, TPP, TiSA, οι οποίες αποκαλούνται «Μνημόνια» των πολυεθνικών και η προώθηση τους είναι υπό την αιγίδα των πολυεθνικών των ΗΠΑ και της ΕΕ. Ειδικότερα:
4.1. Η C.E.T.A. ή «Συνολική Οικονομική & Εμπορική Συμφωνία» (Comprehensive Economic Trade Agreement) μεταξύ ΕΕ-Καναδά, αφορά την απελευθέρωση από 2016, της αγοράς προϊόντων, υπηρεσιών και επενδύσεων μεταξύ των δύο πλευρών. Πρωταγωνιστικό ρόλο στην ολοκλήρωση του πλαισίου συμφωνίας (2014) έπαιξαν τα lobbies των εταιριών του τομέα υπηρεσιών (Business-Europe και European Services Forum). Οι οικονομικές σχέσεις ΕΕ-Καναδά ήδη βρίσκονται σε υψηλό επίπεδο και με τη νέα συμφωνία θα αναπτυχθούν περαιτέρω. Το 2014 η αξία των διμερών εμπορικών ανταλλαγών ανέρχονταν σε 59,1 δις €, των υπηρεσιών σε 28,8 δις και των επενδύσεων της ΕΕ στον Καναδά σε 225 δις, ενώ του Καναδά στην ΕΕ σε 117 δις €. Η προβλεπόμενη κατάργηση του 99% των δασμών και εμποδίων στις υπηρεσίες ενέργειας, τηλεπικοινωνιών, χρηματοπιστωτικών, ναυτιλιακών μεταφορών, εξαγωγές αυτοκινήτων, κά, θα φέρουν μεγάλα κέρδη στις ευρωπαϊκές πολυεθνικές, ενώ στα βιομηχανικά, αγροτικά και αλιευτικά προϊόντα, το ισοζύγιο είναι υπέρ Καναδά. Εξαιρούνται από την συμφωνία μόνο οι υπηρεσίες που αφορούν την άσκηση κρατικής εξουσίας με την προϋπόθεση ότι δεν παρέχονται «σε εμπορική βάση, ούτε σε ανταγωνισμό με έναν ή περισσότερους οικονομικούς φορείς». Έτσι περιορίζεται το πεδίο της κρατικής εξουσίας σε βασικές λειτουργίες, όπως «επιβολή του νόμου, δικαστική λειτουργία, υπηρεσίες κεντρικής τράπεζας» κά.
Κάτι ανάλογο ισχύει με τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, όπου τα κ-μ της ΕΕ περιορίζονται να επιλέξουν μεταξύ ενός μικρού αριθμού υπηρεσιών αποκλειστικής αρμοδιότητας του κράτους. Από τις άλλες δημόσιες υπηρεσίες (εκπαίδευσης, υγείας, κοινωνικής πρόνοιας, κά) εξαιρούνται όσες ρητά αναφέρονται (αρνητικός κατάλογος), ενώ ταυτόχρονα εφαρμόζεται η αρχή της «μη αντιστρεψιμότητας», δηλαδή μη επιστροφής στην προηγούμενη κατάσταση. Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται οριστικό «κλείδωμα» των ιδιωτικοποιήσεων που έχουν συντελεστεί. Γενικά ο τομέας δημοσίων αγαθών, δημοσίων έργων και δημοσίων προμηθειών, τα πνευματικά δικαιώματα, κά, βρίσκονται στο στόχαστρο της ανεξέλεγκτης κερδοσκοπικής δράσης των πολυεθνικών, με αρνητικές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες για τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα.
Τέλος όπως και η ΤΤΙΡ, η συμφωνία CETA, προβλέπει τη λειτουργία ειδικού μηχανισμού ISDS επίλυσης διαφορών (Investor State Dispute Settlements), που παρέχει το δικαίωμα στις εταιρίες να ενάγουν μια κυβέρνηση για μέτρα ή ρυθμίσεις που αφορούν δημόσια αγαθά και υπηρεσίες, οι οποίες μειώνουν τα κέρδη τους διεκδικώντας αποζημιώσεις. Ο Καναδάς έχει ήδη πικρή εμπειρία από τη λειτουργία του μηχανισμού ISDS στα πλαίσια της συμφωνίας ελευθέρου εμπορίου NAFTA (North America Free Trade Agreement) μεταξύ των χωρών ΗΠΑ-Καναδά-Μεξικού που εφαρμόστηκε για πρώτη φορά.[10] Είναι προφανές ότι κάτω από το βάρος της ενδεχόμενης επιβολής κυρώσεων, οι κυβερνήσεις σε μεγάλο βαθμό γίνονται υποχείριο των πολυεθνικών. Στην ουσία οι τεχνοκράτες των Βρυξελών με τους «λομπίστες» των πολυεθνικών, θα αποφασίζουν ποιοι νόμοι πρέπει να ψηφιστούν και ποιοί να καταργηθούν, αδιαφορώντας για τις επιλογές των κυβερνήσεων και τελικά για τη βούληση των λαών. Γιαυτό και μόνο το λόγο η συγκεκριμένη συμφωνία δεν πρέπει να περάσει, ούτε από τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, ούτε πολύ περισσότερο από τα εθνικά κοινοβούλια τα οποία θα πρέπει να έχουν αποφασιστική άποψη.
4.2. H T.P.P. ή «Συμφωνία των Χωρών του Ειρηνικού» (Trans-Pacific Partnership), αφορά 12 χώρες του Ειρηνικού με κυρίαρχη παρουσία των ΗΠΑ. Οι ρίζες της ΤΡΡ βρίσκονται στη «Διακήρυξη Bogor» (1994) του οργανισμού APEC (Asia Pacific Economic Cooperation), για τη δημιουργία μακροπρόθεσμα, μιας ελεύθερης αγοράς στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού εμπορευμάτων, υπηρεσιών και κεφαλαίων, ως το 2020.[11] Αρχικά την πρωτοβουλία ξεκίνησαν τέσσερις χώρες (Χιλή, Ν.Ζηλανδία, Σιγκαπούρη και Μπρουνέϊ), ενώ στην πορεία προστέθηκαν άλλες οκτώ μεταξύ αυτών ΗΠΑ, Ιαπωνία, Καναδάς, Μεξικό, Περού, Αυστραλία, Μαλαισία, και Βιετνάμ.
Η απόφαση εισόδου των ΗΠΑ έγινε για την ενίσχυση όχι μόνο της οικονομικής αλλά και της γεωπολιτικής παρουσίας τους στη Ν.Α.Ασία και Ειρηνικό, ιδιαίτερα μετά την υπογραφή της διμερούς συμφωνίας της ΕΕ-Ν.Κορέας, καθώς και τις συζητήσεις για πιθανή εισδοχή της Κίνας και της Ιαπωνίας στην ΤΡΡ. Όπως τονίζεται σε ειδική έκθεση προς τον πρόεδρο των ΗΠΑ, σχετικά με τις «εμπορικές συμφωνίες», η ανάσχεση της επιρροής της Κίνας στην περιοχή έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εισδοχή των ΗΠΑ στην ΤΡΡ.[12] Γιαυτό άλλωστε η Κίνα αποκλείστηκε από τη συμφωνία.
Η συμφωνία έχει ιδιαίτερη σημασία διότι αφορά 800 εκατ. πληθυσμό, καλύπτει 40% του παγκόσμιου εμπορίου προϊόντων και υπηρεσιών ύψους 2,4 τρις δολ και αξία παραγωγής 30 τρις δολ. Η συμφωνία προβλέπει την κατάργηση 98% των δασμών σε πολλά αγροτικά προϊόντα, με ωφελημένες τις ΗΠΑ, Αυστραλία και Ν.Ζηλανδία και Βιετνάμ, ενώ ωφελημένη θα είναι επίσης η αυτοκινητοβιομηχανία της Ιαπωνίας και των ΗΠΑ. Ωφελημένες θα είναι επίσης οι πολυεθνικές φαρμακοβιομηχανίες και η Monsanto με τα μεταλλαγμένα προϊόντα, ενώ ισχύουν όσα ήδη αναφέραμε για το ρόλο του μηχανισμού ISDS. Δηλ. αν μια χώρα επιβάλει αυστηρότερες ρυθμίσεις για λόγους περιβάλλοντος, υγείας, ελέγχου τροφίμων, βιοποικιλότητας, κά, οι πολυεθνικές θα έχουν δικαίωμα προσφυγής σε ιδιωτικά δικαστήρια τύπου ISDS για την επιβολή προστίμων, ενώ ποινικοποιείται η δράση όσων εμποδίζουν την ασυδοσία τους.
Ασφαλώς η προώθηση της ΤΡΡ δεν είναι επωφελής για όλες τις πολυεθνικές, διότι θίγει επιχειρηματικά συμφέροντα μεταξύ χωρών, αλλά και εντός χωρών πρώτα απ’ όλα στις ΗΠΑ. Δεν είναι τυχαίο που ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων για την προεδρία, Ντόναλτ Τραμπ και πολλά μέλη του Κογκρέσου, έχουν εκφραστεί κατά της συμφωνίας. Από την άλλη η συμφωνία ΤΡΡ έχει όλες τις «αμαρτίες» των συμφωνιών ελευθέρου εμπορίου στο πεδίο της απασχόλησης, προστασίας της υγείας, των εργασιακών δικαιωμάτων, του περιβάλλοντος κά.
4.3. Η «Συμφωνία Εμπορίου των Υπηρεσιών» T.i.S.A. (Trade in Services Agreement), αποτελεί πνευματικό παιδί του lobby της βιομηχανίας υπηρεσιών των ΗΠΑ (Coalition of Service Industry-CSI) και του διεθνούς lobby των πολυεθνικών στον τομέα υπηρεσιών (Global Service Coalition-GSC).[13] Πρόκειται για μια νέα συμφωνία που αγκαλιάζει εκτός από τις ΗΠΑ και ΕΕ, άλλες 20 χώρες,[14] ενώ οι ρυθμίσεις της κρατούνται ως «εφτασφράγιστο μυστικό». Η TiSA αφορά το άνοιγμα στο πολυεθνικό κεφάλαιο, της αγοράς υπηρεσιών υγείας, παιδείας, στέγασης, συγκοινωνιών, ταχυδρομείων, τηλεπικοινωνιών, ηλεκτρονικού εμπορίου, αεροπορικών και ακτοπλοϊκών μεταφορών, τραπεζικών και ασφαλιστικών υπηρεσιών, καθώς και δημόσιων υπηρεσιών, που καλύπτουν το 74% της ευρωζώνης.[15]
Οι μόνες υπηρεσίες που εξαιρούνται είναι του «στενού κρατικού πυρήνα» και δεν προσφέρονται για εμπορική αξιοποίηση, ούτε ανταγωνίζονται άλλους προμηθευτές. Προβλέπεται επίσης ίση μεταχείριση των εγχώριων (ιδιωτικών και δημόσιων) με ξένους προμηθευτές, ενώ εφ’ όσον προχωρήσει το άνοιγμα της αγοράς γίνεται «μη αντιστρέψιμο».! Η ενδεχόμενη υλοποίηση της θα γίνει πραγματικός εφιάλτης για εκατομμύρια πολίτες, ιδιαίτερα για φτωχούς και εργαζόμενους, που δεν έχουν δυνατότητα να αγοράσουν τις αναγκαίες υπηρεσίες σε υψηλές τιμές. Εάν η TiSA τεθεί σε εφαρμογή θα τροφοδοτήσει μια «κούρσα» εξίσωσης «προς τα κάτω» των επιπέδων κάλυψης υπηρεσιών πρώτης ανάγκης. Η εφαρμογή της θα εξασφαλίσει προφανώς υψηλότερα εταιρικά κέρδη σε βάρος των εργαζόμενων, των αγροτών, των καταναλωτών και του περιβάλλοντος.
Είναι χαρακτηριστικό ότι θεσμοθετείται απεριόριστη «ελεύθερη πρόσβαση» των πολυεθνικών, ενώ απαγορεύεται η λήψη προστατευτικών μέτρων για τις εγχώριες αγορές. Επίσης μπορεί να βάζει εμπόδια στα κρατικά όργανα για την επαναφορά κοινωνικών υπηρεσιών στον έλεγχο του δημοσίου, ακόμα και σε περίπτωση αποτυχίας της ιδιωτικοποίησης τους. Η επεξεργασία της TiSA άρχισε το 2012-2013 και το περιεχόμενο της δεν προβλέπεται να ανακοινωθεί πριν τεθεί σε ισχύ το 2020, όταν δηλαδή δεν θα είναι δυνατή οποιαδήποτε αλλαγή.! Πρόκειται για πραγματική δικτατορία του πολυεθνικού κεφαλαίου.!
Με την TiSA μπαίνουν σε άμεσο κίνδυνο θεμελιώδη εργασιακά δικαιώματα. Η δημιουργία ενιαίας αγοράς υπηρεσιών με χώρες που έχουν χαμηλότερα εργασιακά δικαιώματα, σημαίνει ότι στο όνομα του ανταγωνισμού θα υπάρχει τάση εξίσωσης δικαιωμάτων προς τα κάτω, με χαμηλότερες αμοιβές, χειρότερες συνθήκες εργασίας, λιγότερα εργασιακά δικαιώματα, κά. Προβλέπεται μάλιστα ότι οι εργαζόμενοι μετανάστες θα θεωρούνται «ανεξάρτητοι προμηθευτές υπηρεσιών» με λιγότερες αμοιβές και εργασιακά δικαιώματα.! Επίσης η ενδεχόμενη υπογραφή της θα αποδυναμώσει τα όποια μέτρα ελέγχου έχουν ληφθεί για τον περιορισμό της ασυδοσίας του τραπεζικού κεφαλαίου, η οποία αποτέλεσε βασική αιτία της τελευταίας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Επίσης η εφαρμογή της TiSA θα είναι σε βάρος των αναπτυσσομένων χωρών, τόσο στο πεδίο της προσφοράς κοινωνικών υπηρεσιών από το δημόσιο, όσο στην επιβίωση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων από τον ανταγωνισμό των πολυεθνικών και την αδυναμία συμμετοχή τους σε δημόσιες προμήθειες.
5. Συμφωνίες EAEU, SCO, BRICS
Οι συμφωνίες EAEU, SCO, BRICS, αποτελούν απάντηση των ανερχόμενων καπιταλιστικών κέντρων ή των «αναδυόμενων οικονομιών», κυρίως της Ρωσίας και Κίνας, στις «συμφωνίες ελευθέρου εμπορίου» που προωθούν τα ιμπεριαλιστικά κέντρα ΗΠΑ-ΕΕ-Ιαπωνία. Παρ’ ότι οι συμφωνίες γίνονται σε καπιταλιστικά πλαίσια, έχουν χαρακτήρα ισότιμης και αμοιβαία επωφελούς συνεργασίας, εξυπηρετώντας τις ιδιαίτερες οικονομικές και γεωπολιτικές επιδιώξεις των χωρών BRICS (Βραζιλίας-Ρωσίας-Ινδίας-Κίνας-Ν.Αφρικής). Ειδικότερα:
5.1. Η EAEU/EEU/EAU («Ευρω-Ασιατική Οικονομική Ένωση», ή Ευρωπαϊκή Οικονομική Ένωση ή Ευρω-Ασιατική Ένωση), αποτελεί μια «κοινή αγορά» 5 χωρών της Ευρασίας (Ρωσίας, Καζακστάν, Λευκορωσίας, Αρμενίας, Κιργιστάν), με 183 εκατ. κατοίκους και ΑΕΠ 4 τρις δολ., η οποία τέθηκε σε ισχύ στις αρχές του 2015.[16] Πρωταγωνιστικό ρόλο στην EAUE παίζει η Ρωσία, η οποία προσφέρει ευνοϊκούς όρους συνεργασίας στις άλλες χώρες, ιδιαίτερα στον ενεργειακό τομέα και τον τεχνολογικό τομέα. Στα αρχικά σχέδια ήταν να συμμετάσχει και η Ουκρανία, αλλά στην πορεία με τις εξελίξεις και με την ανάμειξη των ΗΠΑ και ΕΕ η συμμετοχή της ακυρώθηκε. Τα κ-μ της EΑEU έχουν δεσμευτεί να εξασφαλίσουν ελεύθερη κυκλοφορία προϊόντων, υπηρεσιών, κεφαλαίων και εργατικού δυναμικού, ενώ υπάρχουν διασφαλίσεις και για εξαιρέσεις σε ειδικές περιπτώσεις.
Η EΑEU ακολουθεί συντονισμένη πολιτική σε βασικούς τομείς (ενέργεια, βιομηχανία, γεωργία, μεταφορές, κά), ενώ επιτρέπεται η αμοιβαία συμμετοχή σε έργα και προμήθειες δημοσίου. Η EΑEU διαθέτει υπερεθνικά και διακυβερνητικά όργανα, καθώς και την «Ευρασιατικό Αναπτυξιακό Ταμείο» που δίνει δάνεια με ευνοϊκούς όρους. Η EUEU έχει υπογράψει συμφωνίες συνεργασίας με Κίνα, Ινδία, Βιετνάμ, Αίγυπτο και χώρες της «Μερκοσούρ» Λατινικής Αμερικής, ενώ είναι ανοικτή σε προσχωρήσεις νέων μελών. Τελικός στόχος της EUEU είναι η ενίσχυση της ανάπτυξης, της ανταγωνιστικότητας των οικονομιών και της ανόδου του βιοτικού επιπέδου των λαών.
5.2. Η S.C.O. ή «Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης» (Shanghai Cooperation Organization), συμμετέχουν 6 χώρες (Κίνα, Ρωσία, Καζακστάν, Κιργισία, Τατζικιστάν, Ουζμπεκιστάν), με κύριο ρόλο της Κίνας και Ρωσίας, ενώ Ινδία και το Πακιστάν είναι συνδεδεμένα μέλη και προοπτικά το Ιράν. Η συνεργασία αφορά μεγάλη γκάμα θεμάτων (ζητήματα ασφάλειας, εγκληματικότητας, στρατιωτική συνεργασία, κυβερνοχώρος, ανταλλαγή πληροφοριών, οικονομική συνεργασία, πολιτιστικές σχέσεις, κά). Στον οικονομικό τομέα η συνεργασία εκφράζεται με κοινά σχέδια για ενέργεια, νερά, έλεγχο κίνησης κεφαλαίων, τραπεζικός τομέας κά. Ο SCO έχει δημιουργήσει ειδική Αναπτυξιακή Τράπεζα (SCO Interbank Consortium). Από γεωπολιτική άποψη η SCO αποτελεί κλειδί για το έλεγχο της Κεντρικής Ασίας (Ευρασίας) και αντικειμενικά λειτουργεί ως αντίβαρο στο ΝΑΤΟ. Διακηρυγμένος στόχος της SCO είναι «η εδραίωση ενός ορθολογικού και δίκαιου κόσμου», ενώ έχει καλέσει ανοικτά τη Δύση ….να εγκαταλείψει την Κεντρική Ασία.!!
Ωστόσο η στρατηγική της Κίνας δεν εξαντλείται με την SCO. Θέτοντας ως προτεραιότητα την οικονομική επέκταση στον κόσμο και αποφεύγοντας την ανάμειξη της στις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις των συνεργαζόμενων χωρών, έχει βάλει σε κίνηση δύο μεγάλες πρωτοβουλίες που την προσεχή δεκαετία θα κάνουν πιο αισθητή την παρουσία της στην παγκόσμια οικονομική και πολιτική ζωή. Η πρώτη αφορά τη δημιουργία μιας «Περιοχής Ελευθέρου Εμπορίου Ασίας-Ειρηνικού» (ΠΕΕΑΕ) με τη συμμετοχή της Κίνας, Αυστραλίας, Βιετνάμ, Ιαπωνίας, Ινδίας, Ινδονησίας, Λάος, Καμπότζη, Μαλαισία, Μπρουνέϊ, Μιαμάρ, Ν.Κορέα, Ν.Ζηλανδία, Ταϋλάνδη, Σιγκαπούρη, Φιλιππίνες), η οποία αποτελεί απάντηση στη συμφωνία ΤΡΡ που ηγούνται οι ΗΠΑ.!
Η δεύτερη αφορά τη δημιουργία ενός σύγχρονου «Δρόμου του Μεταξιού». Το 2013 ο κινέζος πρόεδρος Σι-Τζινπίνγκ, ανακοίνωσε επίσημα την πρωτοβουλία «Μια Ζώνη, ένας Δρόμος» (OBOR),[17] που θα ξεκινά από την Κίνα και σταδιακά θα ενώνει την υπόλοιπη Ασία με την Ευρώπη και Αφρική. Το OBOR θα έχει την χερσαία και τη θαλάσσια διαδρομή. Η χερσαία «Οικονομική Ζώνη του Δρόμου του Μεταξιού» θα καλύπτει τις χώρες της Μέσης Ασίας, Μέσης Ανατολής, Τουρκία, Βαλκάνια, Μόσχα, Ρότερνταμ και θα καταλήγει στη Βενετία, ενώ ο «Θαλάσσιος Δρόμος» θα ξεκινά από Κίνα, Ινδονησία, Μπάγκλαντές, Ινδία, Σρι-Λάνκα, Κένυα, Σαουδική Αραβία, Αίγυπτο, Πειραιάς, Βενετία. (Απ’ εδώ και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της Κίνας για εξαγορά του ΟΛΠ).
Το σχέδιο OBOR αποτελεί στην ουσία απάντηση στη συμφωνία ΤΤΙΡ που προωθούν ΗΠΑ-ΕΕ. Ο χρηματοδοτικός μοχλός στήριξης του σχεδίου δεν είναι ένας αλλά πολλοί. Κατ’ αρχήν είναι το κινεζικό «Ταμείο για το Δρόμο του Μεταξιού» (Silk Road Found) με 40 δις δολ., η «Ασιατική Τράπεζα Υποδομών» (ΑΙΙΒ) με βασικό μέτοχο το Πεκίνο και άλλα 57 κράτη από τις πέντε ηπείρους, μεταξύ αυτών της Βρετανίας, Γαλλίας, Γερμανίας ….εξαιρουμένων των ΗΠΑ.! Φυσικά στο νέο «Δρόμο του Μεταξιού» θα υπάρξουν εμπόδια ως το 2020 που υπολογίζεται ως χρόνος ολοκλήρωσης του. Αξίζει να αναφέρουμε ότι το 2001 ο ρώσος πρόεδρος Πούτιν είχε προτείνει στην ΕΕ τη δημιουργία μιας «ζώνης ελευθέρων συναλλαγών» από τη Λισαβόνα ως το Βλαδιβοστόκ, αλλά η Γερμανία δεν έδειξε προθυμία …προφανώς ούτε και οι ΗΠΑ ήταν …ενθουσιασμένες από μια τέτοια εξέλιξη.!
5.3. Οι BRICS ως «αντίπαλο δέος» στους G-7
Οι γεωπολιτικές αντιπαραθέσεις μεταξύ των τριών ιμπεριαλιστικών κέντρων (ΗΠΑ-ΕΕ-Ιαπωνίας) και των «αναδυόμενων» καπιταλιστικών κέντρων των χωρών BRICS (Βραζιλίας-Ρωσίας-Ινδίας-Κίνας-Ν.Αφρικής), παίρνουν ποικίλες εκφάνσεις στις οποίες συνυπάρχουν οι τάσεις «συνεργασίας» και «αντιπαράθεσης». Αυτό εκδηλώνεται τόσο σε θεσμικό όσο και μη θεσμικό επίπεδο. Ειδικότερα η άτυπη συσπείρωση των G-7 (ΗΠΑ, Ιαπωνίας, Γερμανίας, Αγγλίας, Γαλλίας, Ιταλίας) εκφράζει βασικά τα συμφέροντα των τριών ιμπεριαλιστικών κέντρων, τα οποία αξιοποιούν προς όφελος τους δύο βασικούς διεθνείς χρηματοπιστωτικούς φορείς, το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα.
Σε αντίθεση οι BRICS προβάλλουν μια διαφορετική ποιότητα σχέσεων μεταξύ τους και προς άλλες χώρες, λειτουργώντας πρακτικά ως «αντίπαλο δέος» στους G-7. Προτάσσουν το στοιχείο της ισότιμης συνεργασίας και του διαλόγου, αντί της ανισοτιμίας και αντιπαράθεσης. Στα διεθνή fora οι BRICS ως ανεξάρτητος οργανισμός, τάσσονται υπέρ της οικονομικής και πολιτικής συνεργασίας των χωρών, της επίλυσης των διεθνών προβλημάτων με βάση το διεθνές δίκαιο και τον αξιόπιστο διάλογο, καθώς τον εκδημοκρατισμό των διεθνών οργανισμών (ΔΝΤ), του ΟΗΕ και του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Οι χώρες BRICS αναπτύσσουν μεταξύ τους συνεργασία σε πάνω από 30 τομείς (αγροτικά, επιστήμη, τεχνολογία, πολιτισμό, δικτυακή διακυβέρνηση, πνευματικά δικαιώματα, υγεία, τουρισμό κά), στη βάση της μη-επέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις, της ισότητας και του αμοιβαίου οφέλους (wiw-win). Παράγουν το 20% του παγκόσμιου ΑΕΠ και αντιπροσωπεύουν το 42% του παγκόσμιου πληθυσμού. Στον οικονομικό-χρηματοπιστωτικό τομέα έχουν ιδρύσει τη «Νέα Αναπτυξιακή Τράπεζα» (NDB)[18] με έδρα τη Σαγκάη και αρχικό κεφάλαιο 50 δις με προοπτική τα 100 δις. Στόχος είναι η χρηματοδότηση προγραμμάτων ανάπτυξης μεταξύ τους και με αναπτυσσόμενες χώρες. Έχουν ιδρύσει ειδικό αποθεματικό ταμείο «CRA» (τύπου ΔΝΤ) με κεφάλαια ύψους 100 δις δολ. (Contingent Reserves Arrangement), για την παροχή έκτακτης οικονομικής στήριξης στα μέλη του, ενώ σχεδιάζουν τη δημιουργία δικού τους «οίκου αξιολόγησης» σπάζοντας το αμερικανικό «μονοπώλιο» των Moody’s, S & P και Fitch.
6. Οι Συμφωνίες CELAC, ALBA προοδευτική απάντηση στις διαδικασίες «παγκοσμιοποίησης»
Ανάμεσα στις πολυμερείς συμφωνίες ελευθέρου εμπορίου, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν δύο συμφωνίες (CELAC, ALBA) που αφορούν χώρες της Κεντρικής και Λατινικής Αμερικής, οι οποίες ως ένα βαθμό αποτελούν την προοδευτική απάντηση στις διαδικασίες παγκοσμιοποίησης των οικονομιών και είναι πιο κοντά στην αναγκαιότητα της ισότιμης και αμοιβαία επωφελούς συνεργασίας μεταξύ χωρών.
6.1. Η CELAC ή «Κοινότητα των Χωρών Καραϊβικής και Λατινικής Αμερικής» (Community of Latin American and Caribbean States), ιδρύθηκε το 2011 και αποτελεί προοδευτική μορφή περιφερειακής ολοκλήρωσης 33 χωρών Καραϊβικής-Λατινικής Αμερικής (Βραζιλία, Κούβα, Βενεζουέλα, Βολιβία, Νικαράγουα, Αργεντινή, Περού, Χιλή, Ισημερινός, Ουρουγουάη, κά). Ο πληθυσμός των χωρών της CELAC ανέρχεται σε 591 εκατ. άτομα και το ΑΕΠ σε 9,1 τρις δολ. Βασικό στόχο έχει την ανάπτυξη εμπορικών και οικονομικών σχέσεων, στη βάση της ισότιμης συνεργασίας και προώθηση της ανάπτυξης τους. Το γεγονός ότι στη CELAC συμμετέχουν όλες οι αριστερές-προοδευτικές κυβερνήσεις των χωρών της Λατινικής Αμερικής δίνουν στην Κοινότητα μια άλλη ποιότητα οικονομικών σχέσεων. Στην πράξη η CELAC αποτελεί απάντηση στον «Οργανισμό Αμερικανικών Κρατών» (OAS) που ιδρύθηκε το 1948 και ουσιαστικά βρισκόταν υπό τον έλεγχο των ΗΠΑ.
6.2. Η ALBA ή «Μπολιβαριανή Συμμαχία για τους Λαών της Αμερικής» (Bolivarian Alliance for the Peoples of Our America), αποτελεί επίσης εναλλακτική απάντηση στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και ειδικότερα στην «Ζώνη Ελευθέρου Εμπορίου Αμερικής» (FTAA ή ALCA) που προσπάθησαν να ιδρύσουν οι ΗΠΑ. Η ALBA δημιουργήθηκε το 2009 με πρωτοβουλία των αριστερών κυβερνήσεων της Κούβας και Βενεζουέλας και στην πορεία εντάχτηκαν άλλες 9 χώρες κυρίως αριστερού-προοδευτικού προσανατολισμού (Βολιβία, Νικαράγουα, Εκουαδόρ, Δομινικανή Δημοκρατία, Αντίκουα-Μπαρμπούντα, Γρενάδα, Αγ.Βικέντιος-Γρεναδίνες, Saint Kitts-Nevis, Saint Lucia). Έχει μικρότερο αριθμό χωρών, ωστόσο είναι πιο προωθημένη από πλευράς ριζοσπαστικού προσανατολισμού.
Ο συνολικός πληθυσμός των χωρών της ALBA ανέρχεται σε 70 εκατ. και το ΑΕΠ σε 650 δις δολ. Αρχικά η Κούβα βοηθούσε τη Βενεζουέλα με τη διάθεση χιλιάδων γιατρών και δασκάλων, ενώ η τελευταία της παρείχε πετρέλαιο σε πολύ χαμηλές τιμές. Η ALBA είναι οργανισμός διεθνούς συνεργασίας που βασίζεται στην ιδέα της οικονομικής και κοινωνικής αλληλεγγύης και της αμοιβαίας ενίσχυσης της ανάπτυξης των χωρών Λ.Αμερικής-Καραϊβικής. Επιδιώκει την προώθηση της οικονομικής ολοκλήρωσης στη βάση τις αρχές της ισότιμης συνεργασίας και του αμοιβαίου οφέλους, της αλληλεγγύης, της μη ανάμειξης στις εσωτερικές υποθέσεις και είναι γενικά στον αντίποδα των «συμφωνιών ελευθέρου εμπορίου» (FTA).
Η ALBA, έχει δημιουργήσει δικό της αυτόνομο περιφερειακό νομισματικό σύστημα (sucre) για τις ανταλλαγές μεταξύ των 11 χωρών. Επίσης προχώρησε στη συμφωνία Petro-Caribe δίνοντας φθηνό πετρέλαιο στις χώρες Καραϊβικής, καθώς και στην ενεργειακή συμφωνία Petro-Sur μεταξύ των εθνικών εταιριών ενέργειας, εξασφαλίζοντας σε χαμηλές τιμές ενέργεια στις φτωχότερες χώρες της ALBA. τέλος έχουν υπογράψει τη συμφωνία Una-sur που αφορά τη βιώσιμη ανάπτυξη της γεωργίας σε όφελος των τοπικών κοινωνιών, καθώς και την ίδρυση του τηλεοπτικού δικτύου Tele-sur που εκπέμπει σε όλες τις χώρες της Λατινικής Αμερικής.
7. Η προοδευτική απάντηση στις διαδικασίες «παγκοσμιοποίησης»
Η αυξανόμενη «παγκοσμιοποίηση» των οικονομιών, αποτελεί βαθμίδα ανάπτυξης των διεθνών οικονομικών σχέσεων. Το κρίσιμο ερώτημα που προβάλλει δεν είναι αν είμαστε υπέρ ή κατά της «παγκοσμιοποίησης», αλλά στο χαρακτήρα, στο περιεχόμενο των διεθνών οικονομικών σχέσεων. Δηλαδή εάν αναπτύσσονται στη βάση της ισότιμης συνεργασίας και του αμοιβαίου οφέλους των χωρών. Στο βαθμό που στον κόσμο κυριαρχεί ο καπιταλισμός δεν μπορεί να υπάρξει γόνιμο και σταθερό έδαφος ανάπτυξης μιας άλλης ποιότητας διεθνών σχέσεων που συνδέονται με το σοσιαλισμό.
Ασφαλώς στις χώρες που υπάρχουν αριστερές και προοδευτικές κυβερνήσεις, όπως έδειξε η πείρα των χωρών της Λ.Αμερικής και στο παρελθόν οι χώρες της ΚΟΜΕΚΟΝ, μπορούν να γίνουν βήματα προς μια τέτοια κατεύθυνση. Ωστόσο σε συνθήκες ισχυρής παρουσίας των τριών ιμπεριαλιστικών κέντρων στον κόσμο και της διαμόρφωσης νέων καπιταλιστικών κέντρων, είναι δύσκολο να αλλάξουν ριζικά οι διεθνείς οικονομικές σχέσεις. Το στοιχείο της ανισοτιμίας, της εκμετάλλευσης, της επιβολής κλπ στον ένα ή άλλο βαθμό θα παραμένει κυρίαρχο.
Ωστόσο ο αγώνας για την ανατροπή της σημερινής κατάστασης πραγμάτων δεν σταματάει. Οι αντιδράσεις των λαών και των εργαζόμενων χρειάζεται να κινηθούν προς τρεις κατευθύνσεις. Πρώτον, τη συντονισμένη δράση λαών και κοινωνικών κινημάτων για την αποτροπή έγκρισης και εφαρμογής των συμφωνιών TTIP, TPP, CETA, TiSA, οι οποίες πλήττουν εθνική ανεξαρτησία, λαϊκή κυριαρχία, θεμελιώδη δημοκρατικά και εργασιακά δικαιώματα και παραδίδουν κρίσιμους τομείς της οικονομίας και των δημοσίων αγαθών στις πολυεθνικές εταιρίες. Ιδιαίτερη σημασία έχει η ανάληψη δράσεων από τα συνδικάτα, τόσο για την προστασία θεμελιωδών εργασιακών δικαιωμάτων, όσο και την αποτροπή της ιδιωτικοποίησης δημοσίων αγαθών στους τομείς κοινής ωφέλειας και κοινωνικών υπηρεσιών. Χρησιμοποίηση επίσης των κατάλληλων μορφών αντίστασης (τοπικά δημοψηφίσματα, πίεση στις κυβερνήσεις και εθνικά κοινοβούλια, διεθνείς ημέρες δράσης κατά συμφωνιών, κά).[19] Η αποτροπή της έγκρισης και της εφαρμογής των συμφωνιών είναι ρεαλιστικά δυνατό.
Δεύτερον, χρειάζεται να προβληθούν οι προϋποθέσεις γόνιμης αξιοποίησης των πλεονεκτημάτων της «παγκοσμιοποίησης» των οικονομικών σχέσεων με την προώθηση «διμερών» και «πολυμερών» συμφωνιών, στη βάση των αρχών της ισότιμης συνεργασίας και του αμοιβαίου οφέλους. Τα θετικά στοιχεία που έχει το πλαίσιο συνεργασίας των χωρών BRICS, μπορεί να αξιοποιηθεί ως εναλλακτική διέξοδος και αντίβαρο ιδιαίτερα για τις μικρότερες χώρες, στην αποφυγή της ασφυκτικής πίεσης των τριών ιμπεριαλιστικών κέντρων.
Τρίτον, ο επιτυχής αγώνας κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης είναι ασφαλώς η ανατροπή της κυριαρχίας των πολυεθνικών σε κάθε χώρα και σε ευρύτερες ενότητες χωρών. Ιδιαίτερα για την Ελλάδα που στενάζει από τα Μνημόνια και το «ζουρλομανδύα» της ευρωζώνης, η ανατροπή των μνημονιακών πολιτικών, με κατάργηση της λιτότητας, βαθιά διαγραφή χρέους, μετάβαση στο εθνικό νόμισμα και ανάκτηση της χαμένης «εν πολλοίς» εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας, έχει ζωτική σημασία για τον ελληνικό λαό και ιδιαίτερα τη νεολαία. Με τέτοια ανατροπή ανοίγει ο δρόμος για ριζοσπαστικές αλλαγές με ορίζονται το σοσιαλισμό, ενώ διευκολύνονται και οι γενικότερες ανατροπές στην ευρωζώνη και την ΕΕ. Η ελληνική κυβέρνηση έχει ηθικό και πολιτικό χρέος να καταγγείλει επίσημα τις πολυμερείς και ιδιαίτερα την ΤΤΙΡ, την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ ως αντιπολίτευση, είχε καταθέσει στις 14.10.2014, ειδική επερώτηση στη Βουλή, επισημαίνοντας το έλλειμμα δημοκρατίας και ενημέρωσης όσον αφορά το περιεχόμενο της και είχε ζητήσει άμεση διακοπή των συνομιλιών και πλατιά ενημέρωση του ελληνικού λαού.
Ειδικότερα στο κείμενο της επερώτησης τονίζεται μεταξύ άλλων ότι «…η υπογραφή της Συμφωνίας θα επιτρέψει στις αμερικάνικες πολυεθνικές να ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα στο σύνολο των χωρών της ΕΕ με βάση τις αντίστοιχες προδιαγραφές της νομοθεσίας των ΗΠΑ, που αρνούνται να κυρώσουν τις διεθνείς συμβάσεις εργασίας για θεμελιώδη δικαιώματα, όπως οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, η ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και το δικαίωμα του συνδικαλίζεσθαι. ….Εκπεφρασμένος στόχος της συμφωνίας είναι το ‘άνοιγμα’ των αγορών δημοσίων υπηρεσιών και των κρατικών προμηθειών στις πολυεθνικές, προετοιμάζοντας το έδαφος για νέα κύματα ιδιωτικοποιήσεων, αυτή τη φορά σε ευαίσθητους τομείς όπως την υγεία και την παιδεία, με προφανή στόχο την πλήρη ιδιωτικοποίηση του κοινωνικού κράτους.
….Ειδικά για την Ελλάδα που ταλανίζεται από βαθειά και μακροχρόνια ύφεση, ο μηχανισμός ISDS είναι βέβαιο ότι θα αποβεί καταστροφικός, ανεξάρτητα μάλιστα από τη στρατηγική που θα ακολουθήσει για την έξοδο από την οικονομική κρίση. …Η επίφαση δημοκρατικής νομιμοποίησης από την πλευρά της ΕΕ και του Συμβουλίου επικεντρώνεται στην τελική έγκριση της Συμφωνίας από το νέο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο όμως επί της ουσίας δεν ασκεί κανένα έλεγχο ούτε έχει λόγο επί των διαπραγματεύσεων, θα κληθεί δε να εγκρίνει ή να απορρίψει – πράγμα εξαιρετικά απίθανο - τη Συμφωνία στο σύνολο της, όταν οι συνομιλίες τελεσφορήσουν, χωρίς το δικαίωμα της παραμικρής τροποποίησης»….
Κατόπιν των ανωτέρω ερωτάται η κυβέρνηση: «Γιατί δεν έχει ενημερωθεί ακόμα η Εθνική αντιπροσωπεία και ο ελληνικός λαός για αυτήν την συμφωνία υψίστης οικονομικής και πολιτικής σημασίας που θα καθορίσει το μέλλον όλης της Ευρώπης και αναπόφευκτα θα έχει και απτές, άμεσες και πολύπλευρες συνέπειες στην καθημερινότητα των Ελλήνων πολιτών; …Πως συνάδει με το δημοκρατικό και πατριωτικό καθήκον της κυβέρνησης το γεγονός ότι διαβουλεύεται για ένα μείζον θέμα της αρμοδιότητας της με στελέχη ξένων πολυεθνικών, τη στιγμή που δεν έχει καν ενημερώσει το Ελληνικό Κοινοβούλιο;»….
Σε αυτά και σε πολλά ακόμα κρίσιμα ερωτήματα καλείται να απαντήσει η σημερινή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ που από πολέμιοι των Μνημονίων όταν ήταν στην αντιπολίτευση, έφθασαν να γίνουν φορείς υλοποίησης ενός τρίτου και ενός τέταρτου επερχόμενου Μνημονίου. Ωστόσο την τελική απάντηση θα δώσει …στην κυβέρνηση και σε όλες τις μνημονιακές δυνάμεις ο ελληνικό λαός, όπως και όλοι οι λαοί και οι εργαζόμενοι στην ΕΕ και στον κόσμο …στις κυρίαρχες ελίτ και στα κάθε μορφής Μνημόνια των πολυεθνικών εταιριών. Η απάντηση στο κρίσιμο δίλημμα …«σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» είναι προφανής.!
[1]. Ο κυριότερος στόχος ίδρυσης του ΠΟΕ (Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου), ήταν ο περιορισμός και η εξάλειψη ποικίλων «εμποδίων» στην ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου (δασμοί, τέλη, φόροι, ποσοτικοί περιορισμοί, κά). Οι κυριότερες ρυθμίσεις αφορούσαν το εμπόριο αγροτικών και κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων, τα βιομηχανικά πρότυπα, ασφάλεια προϊόντων, τραπεζικές και τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες, κρατικές προμήθειες, ασφάλεια τροφίμων, πνευματικά δικαιώματα, κά. (Βλ. σχετικά www.WTO.org)
[2]. WTO: Tenth WTO Ministerial Conference, Nairobi, 2015, Ministerial Declaration, Adopted on 19 December 2015 : WT/MIN(15)/DEC, www.wto.org
[3]. Wealth-X, USB Millionaire, «Το Βήμα, 16.8.15»
[4]. www.oxfam.org, «Εφημερίδα των Συντακτών», 19.1.16
[5]. Σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters, ο Μπάρακ Ομπάμα «με την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων για την ΤΤΙΡ με την ΕΕ και σε συνδυασμό με την υπογραφή της αντίστοιχης ΤΡΡ για το «ελεύθερο εμπόριο» στην περιοχή του Ειρηνικού, θέτει τον ακρογωνιαίο λίθο στην προσπάθεια της Ουάσιγκτον να διατηρήσει την πρωτοκαθεδρία στην παγκόσμια οικονομία». (Εφημερίδα των Συντακτών, 27.4.16)
[6]. Κέντρο Ερευνών Οικονομικής Πολιτικής (CEPR), «Ναυτεμπορική», 8.2.16
[7]. «Εφημερίδα των Συντακτών», 4.5.16
[8]. Η ευρωκοινοβουλευτική ομάδα της Αριστεράς (GUE/NGL), διοργάνωσε την 17ην Νοέμβρη 2016, ειδική διάσκεψη στις Βρυξέλλες, με τίτλο «ΤΤΙΡ, TPP, CETA, TiSA or Democracy and Substantial Development», με στόχο την ανάδειξη των συνεπειών από την προώθηση των συγκεκριμένων συμφωνιών και την ανάδειξη εναλλακτικής πολιτικής στην οικονομική συνεργασία των χωρών.
[9]. Εφημερίδα των Συντακτών, 27.4.16
[10]. Η καναδική κυβέρνηση υποχρεώθηκε να πληρώσει στις εταιρίες πετρελαίου Exxon-Mobil 17,3 εκατ. δολ., επειδή επέτρεψε σε τοπικές εταιρίες να κάνουν έρευνες εξόρυξης στην περιοχή Labrador και Newfounlandlan του Καναδά. Συνολικά από τις 77 γνωστές περιπτώσεις εκδίκασης προσφυγών των πολυεθνικών, στα πλαίσια της NAFTA, οι 35 ήταν σε βάρος του Καναδά, οι 22 σε βάρος του Μεξικού και οι 20 σε βάρος των ΗΠΑ. «The Council of Canadians”, Acting for Social Justice (2015).
[11]. http://www.apec.org/meeting-papers, Declarations (November 15, 1994)
[12]. T.Rajamoorthy, “And Then There Were Twelve: The Origins and Evolutions of the TPPA”, Third World Resurgence, July 2013, p. 4.
[13]. Public Service International, TiSA Versus Public Services, http//:www.world-psi.org/sites, (April 28, 2014)
[14]. Εκτός από τις ΗΠΑ και ΕΕ, συμμετέχουν, Αυστραλία, Ελβετία, Καναδάς, Χιλή, Ταϊβάν, Κολομβία, Κόστα-Ρίκα, Χονγκ-Κονγκ, Ισλανδία, Ισραήλ, Ιαπωνία, Λιχντενστάιν, Μεξικό, Ν.Ζηλανδία, Νορβηγία, Πακιστάν, Παναμάς, Παραγουάη, Περού, Ν.Κορέα και Τουρκία
[15]. TiSA: What is it all about? European Parliamentary Group GUE/NGL, www.guengl.eu
[16]. http://www.eaeu.org
[17]. Μ.Βεργόλια, «Ο σύγχρονος ‘Δρόμος του Μεταξιού’ ανταγωνίζεται το δολάριο». «Εφημερίδα των Συντακτών», 16-17/4/16
[18]. New Development Bank, www.ndb.org
[19]. Ιδιαίτερη επιτυχία σημείωσε η πανευρωπαϊκή κινητοποίηση στα πλαίσια της παγκόσμιας πρωτοβουλίας «International Days of Action» κατά των συμφωνιών TTIP, CETE, και TiSA στο διάστημα 10-17 Οκτώβρη 2015. Στην Ελλάδα, στην πλατεία Συντάγματος, έγινε συγκέντρωση με πρωτοβουλία 46 οργανώσεων ευρέως φάσματος, με αφορμή τη συγκέντρωση 1 εκατομμυρίου υπογραφών κατά της TTIP και CETA και τέθηκε στόχος για συγκέντρωση 3 εκατομμυρίων υπογραφών.
πηγή rproject
Εισαγωγή
Η μεγάλη ανάπτυξη της διεθνούς ανταλλαγής εμπορευμάτων και υπηρεσιών και εξαγωγής «επενδυτικών» και «δανειακών» κεφαλαίων, μεταξύ μεγάλων επιχειρήσεων, πολυεθνικών ομίλων και μεταξύ κρατών, αποτελούν ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά του σύγχρονου καπιταλισμού. Τις τελευταίες δεκαετίες με την υιοθέτηση του νεοφιλελεύθερου «υποδείγματος» διαχείρισης της καπιταλιστικής οικονομίας, την προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων και της απορρύθμισης των εθνικών οικονομιών, τη συρρίκνωση του «κράτους πρόνοιας» και ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων, τις εκτεταμένες διασυνοριακές εξαγορές-συγχωνεύσεις, την αυξανόμενη ισχύ των πολυκλαδικών-πολυεθνικών ομίλων, την ένταση της εξαγωγής κεφαλαίων μεταξύ χωρών και ενίσχυσης των περιφερειακών ολοκληρώσεων, επιταχύνθηκαν οι διαδικασίες παγκοσμιοποίησης των οικονομιών.
Στο φόντο των παραπάνω εξελίξεων η υπογραφή μεταξύ χωρών, συμφωνιών «διμερούς» (bilateral) και «πολυμερούς» (multilateral) χαρακτήρα, αποτελούν ένα νέο ποιοτικό γνώρισμα του σύγχρονου καπιταλισμού. Στο παρόν άρθρο θα εξετάσουμε τις σημαντικότερες από τις «πολυμερείς συμφωνίες» (ΤΤΙΡ, TPP, CETA, TiSA, EAEU, SCO, CELAC, ALBA) και τις συνακόλουθες ενδοκαπιταλιστικές, ενδοϊμπεριαλιστικές και γεωπολιτικές αντιθέσεις μεταξύ των βασικών καπιταλιστικών κέντρων, για ξαναμοίρασμα των σφαιρών οικονομικής και πολιτικής επιρροής στον κόσμο. Θα διερευνήσουμε επίσης τους εναλλακτικούς δρόμους αξιοποίησης των πλεονεκτημάτων «διεθνοποίησης» των οικονομιών, σε όφελος των λαών και εργαζόμενων του πλανήτη.
1.Από τον ΠΟΕ[1] στις «διμερείς» και «πολυμερείς» διακρατικές συμφωνίες
Καμπή στη διαδικασία «παγκοσμιοποίησης» των οικονομιών, αποτέλεσε η δημιουργία του ΠΟΕ (1994), ως αποτέλεσμα μετεξέλιξης της GATT («Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου» του ΟΗΕ), σε διευρυμένη «πολυμερή» συμφωνία, την οποία έχουν υπογράψει ως τώρα 164 χώρες. Ωστόσο η όλη συγκρότηση και ο προσανατολισμός του ΠΟΕ, στηρίχτηκε στα νεοφιλελεύθερα δόγματα της «απελευθέρωσης του εμπορίου» μεταξύ χωρών, που εξυπηρετούν κυρίως τα συμφέροντα των αναπτυγμένων χωρών. Το 1999 στο Σίατλ των ΗΠΑ πραγματοποιήθηκαν μεγάλες συγκεντρώσεις και πορείες διαμαρτυρίας κατά των ρυθμίσεων του ΠΟΕ, από ένα ποικιλόχρωμο κίνημα οργανώσεων από διάφορες χώρες και περιοχές του κόσμου, σηματοδοτώντας τη γέννηση του κινήματος κατά της «νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης».
Το 2001 στη σύνοδο του ΠΟΕ στη Ντόχα του Κατάρ, ξεκίνησε νέος γύρος διαπραγματεύσεων, ο οποίος ονομάστηκε «Γύρος Ντόχα», με στόχο την παραπέρα φιλελευθεροποίηση του εμπορίου, με τη στήριξη παράλληλα της ανάπτυξης των «λιγότερο αναπτυγμένων χωρών» (LDCs). Ωστόσο παρά τις αλλεπάλληλες συναντήσεις στα πλαίσια του ΠΟΕ, οι διαπραγματεύσεις μετά από δέκα πέντε έτη, οδηγήθηκαν ουσιαστικά σε αδιέξοδο. Ειδικότερα στην 10η σύνοδο του ΠΟΕ στο Ναϊρόμπι Κένυας (Δεκέμβρης 2015), η «ατζέντα της Ντόχα» εγκαταλείφθηκε και αντί αυτής αποφασίστηκε η «Ατζέντα 2030 για τη βιώσιμη ανάπτυξη».[2]
Ο βαθύτερος λόγος ήταν η απροθυμία των αναπτυγμένων χωρών να στηρίξουν την ανάπτυξη των LDCs και από την άλλη η άρνηση των τελευταίων να δεχτούν τις υπερβολικές αξιώσεις των ιμπεριαλιστικών χωρών, πχ. άνοιγμα αγοράς στα βιομηχανικά προϊόντα κά. Απέναντι στην ομάδα των G-7 που αποτελούν το πυρήνα των ιμπεριαλιστικών χωρών με «στεφάνι» την ομάδα των G-20 ισχυρότερων οικονομιών, δημιουργήθηκε ένα μέτωπο G-90 χωρών (κυρίως φτωχές, χαμηλού βαθμού ανάπτυξης), οι οποίες προσπάθησαν να θέσουν κάποια εμπόδια στις ανισότιμες σχέσεις που με διάφορους τρόπους του επιβάλλουν οι ισχυρές χώρες. Αυτός ήταν και ο κυριότερος λόγος που οι εκπρόσωποι των τριών ιμπεριαλιστικών κέντρων (ΗΠΑ-ΕΕ-Ιαπωνία), προσανατολίστηκαν στην υπογραφή «διμερών» και «πολυμερών» συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου (Free Trade Agreements) για την προώθηση των στρατηγικών τους σχεδίων.
2. Οι «Συμφωνίες Ελευθέρου Εμπορίου» ως νέες μορφές προώθησης
της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης
Για καλύτερη κατανόηση των οικονομικών σχέσεων μεταξύ καπιταλιστικών χωρών, έχει ιδιαίτερη σημασία η μεθοδολογική παρατήρηση του Λένιν ότι «οι σχέσεις αυτές είναι έντονα αντιφατικές» και χαρακτηρίζονται από «τάσεις συνεργασίας» και «τάσεις αντιπαράθεσης». Σήμερα στον κόσμο, εκτός από τα τρία παραδοσιακά ιμπεριαλιστικά κέντρα (ΗΠΑ-ΕΕ-Ιαπωνία), έχουμε την εμφάνιση νέων κέντρων, των λεγόμενων «αναδυόμενων οικονομιών», οι οποίες έχουν συμπτύξει την ομάδα των BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Ν.Αφρική). Βασικό ρόλο στην ομάδα παίζουν η Κίνα και η Ρωσία. Η πρώτη από πλευράς όγκου ΑΕΠ, έχει ήδη εκτοπίσει τις ΗΠΑ από την πρώτη θέση, ενώ η δεύτερη έχοντας ισχυρή γεωπολιτική θέση και στρατιωτική-πυρηνική ισχύ, παίζει σημαντικό ρόλο τις διεθνείς εξελίξεις.
Τα «παλιά» και «νέα» καπιταλιστικά κέντρα, εκτός από την επιδίωξη ανάπτυξης «διμερών» οικονομικών σχέσεων μεταξύ τους αλλά και με άλλες χώρες, επιδιώκουν την υπογραφή «πολυμερών συμφωνιών» και τη δημιουργία «ζωνών ελευθέρων ανταλλαγών» και ανάπτυξης πολύμορφης οικονομικής συνεργασίας. Το σύνολο των «διμερών» και «πολυμερών» συμφωνιών, μεταξύ χωρών που είχαν κοινοποιηθεί στον ΠΟΕ ως το Φεβρουάριο 2016, ανέρχονταν σε 625 συμφωνίες σε όλο τον κόσμο.
Από πλευράς «τυπολογίας» διακρίνουμε τρία είδη συμφωνιών, που ως ένα βαθμό σηματοδοτούν και διαφορετική ποιότητα οικονομικών σχέσεων: Πρώτον, τις «συμφωνίες ελευθέρου εμπορίου», τύπου ΤΤΙΡ, CETA, ΤPP, ΤiSA, που στηρίζονται στα δόγματα του νεοφιλελευθερισμού και στις οποίες κυρίαρχο ρόλο παίζουν τα τρία ιμπεριαλιστικά κέντρα ΗΠΑ, ΕΕ, Ιαπωνία. Κεντρική επιδίωξη των «συμφωνιών ελευθέρου εμπορίου» είναι η ενίσχυση της κερδοφορίας των πολυεθνικών με την ασύδοτη εκμετάλλευση εργαζόμενων και λαών, τόσο στις αναπτυσσόμενες όσο και στις αναπτυγμένες χώρες. Δεύτερον, πολυμερείς συμφωνίες με κυρίαρχο ρόλο των αναδυόμενων οικονομιών, ιδιαίτερα της Ρωσίας και Κίνας (EAEU, SCO), που επιδιώκουν ενίσχυση της οικονομικής και γεωπολιτικής τους επιρροής, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα οικονομικά πλεονεκτήματα στις συνεργαζόμενες χώρες. Τέλος τις πολυμερείς συμφωνίες μεταξύ αναπτυσσόμενων χωρών (CELAC, ALBA), που στηρίζονται λίγο-πολύ σε σχέσεις συνεργασίας αμοιβαίου οφέλους.
Ωστόσο στα πλαίσια του καπιταλισμού, η αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων της οικονομικής συνεργασίας μεταξύ χωρών, βαίνει κατά κανόνα σε όφελος των ισχυρότερων χωρών και ιδιαίτερα των μεγάλων επιχειρήσεων και πολυεθνικών εταιριών, καθώς και των ηγετικών ελίτ που εξυπηρετούν τα συμφέροντα τους. Δεν είναι τυχαίο στις τελευταίες δεκαετίες, σε συνθήκες νεοφιλελεύθερης επίθεσης κατά θεμελιωδών δικαιωμάτων λαών και εργαζόμενων, εντείνεται η ανισοκατανομή εισοδήματος και πλούτου σε παγκόσμια κλίμακα, ενώ η φτωχοποίηση αγκαλιάζει όλο και μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού όχι μόνο στις αναπτυσσόμενες, αλλά και στις αναπτυγμένες χώρες.
Με βάση τα επίσημα στοιχεία το 2014,[3] το 8,6% του παγκόσμιου πληθυσμού είχε το 85,3% του παγκόσμιου πλούτου, ενώ στο 69,8% αναλογούσε μόλις το 2,9% του πλούτου. Οι εκατομμυριούχοι άνω των 30 εκατ. δολ. ήταν 220.000 άτομα, μεταξύ αυτών 576 έλληνες, ενώ οι δισεκατομμυριούχοι ανέρχονταν σε 2.500 άτομα, μεταξύ αυτών 11 έλληνες. Μεγάλο μέρος του πλούτου της παγκόσμια ελίτ (περί τα 7,6 τρις δολ.), κρύβεται σε «φορολογικούς παραδείσους» μέσω off-shore εταιριών, ενώ η απώλεια φόρων για τα κράτη φθάνει 190 δις δολ. ετησίως.[4] Στη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας, υπάρχει σταθερή μείωση του μεριδίου των φτωχών με αντίστοιχη αύξηση του μεριδίου των πολύ πλουσίων.!! Ειδικότερα ο πλούτος των 62 πλουσιότερων ανθρώπων του κόσμου, στο διάστημα 2010-14, αυξήθηκε από 1,22 τρις δολ., σε 1.76 τρις δολ. (αύξηση 44%), ενώ αντίθετα ο πλούτος του φτωχότερου 50% του πληθυσμού (3,6 δισεκατομμύρια άτομα), μειώθηκε πάνω από 1 τρις δολ. (-44%). Και μόνο αυτό φέρνει επιτακτικά στο προσκήνιο την ανάγκη υπέρβασης του κοινωνικά άδικου και «παρασιτικού» χαρακτήρα του καπιταλιστικού συστήματος, με την εφαρμογή πολιτικής «απαλλοτρίωσης των απαλλοτριωτών».!!
3. Η συμφωνία ΤΤΙΡ (Διατλαντική Εταιρική Σχέση Εμπορίου & Επενδύσεων
Η ένταση της ανισοκατανομής εισοδήματος και οι ανισότιμες σχέσεις μεταξύ καπιταλιστικών χωρών, γεννούν κρίσεις και κοινωνικές εκρήξεις, ενώ εντείνουν τις ενδοκαπιταλιστικές, ενδοϊμπεριαλιστικές και γεωπολιτικές αντιθέσεις. Η προώθηση των «συμφωνιών ελευθέρου εμπορίου» παρ’ ότι γενικά μειώνουν δασμούς και εμπόδια στις συναλλαγές, κάνουν φθηνότερες και ταχύτερες τις εμπορικές ανταλλαγές, ενισχύουν την ανάπτυξη, κά, ο τρόπος κατανομής των πλεονεκτημάτων της συνεργασίας, δεν είναι για όλους τους λαούς, ούτε για τους εργαζόμενους επωφελής, με αποτέλεσμα την ένταση των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών αντιθέσεων. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στην περίπτωση της Τ.Τ.Ι.Ρ. (Transatlantic Trade & Investment Partnership) που η προετοιμασία της γίνεται με άκρα μυστικότητα «στα νεοφιλελεύθερα εργαστήρια» των πολυεθνικών με τη συμμετοχή διαφόρων εκπροσώπων εταιρικών lobbies.!
Το ιστορικό ίδρυσης μιας «κοινής αγοράς» μεταξύ των δύο ιμπεριαλιστικών κέντρων, ξεκίνησε το 1990 με τη «διατλαντική δήλωση» για τις σχέσεις ΕΕ-ΗΠΑ, σε συνέχεια με τη «διατλαντική ατζέντα» το 1995 και την ίδρυση της TABD (Trans - Atlantic Business Dialogue), ενός κλειστού «λόμπυ» των μεγάλων αμερικανικών και ευρωπαϊκών εταιριών. Στην πρώτη «οικονομική διυπουργική διάσκεψη» ΕΕ-ΗΠΑ στις Βρυξέλλες (Νοέμβρης ’05), τέθηκαν οι βάσεις δημιουργίας μιας «διατλαντικής αγοράς χωρίς σύνορα» ως το 2015. Ωστόσο η κρίση το 2009 ανέκοψε τα σχέδια τα οποία ωστόσο ενεργοποιήθηκαν το 2011. Στις αρχές του 2013 ο πρόεδρος Μπάρακ Ομπάμπα ανακοίνωσε την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων για δημιουργία της «Διατλαντικής Εταιρικής Σχέσης Εμπορίου και Επενδύσεων» (ΤΤΙΡ) με στόχο την υπογραφή της πριν τις αμερικανικές εκλογές του 2016, επιδιώκοντας εκτός από την υστεροφημία του, «τη διατήρηση της πρωτοκαθεδρίας των ΗΠΑ στην παγκόσμια οικονομία».[5]
Παρ’ ότι οι σχέσεις ΕΕ-ΗΠΑ εμφανίζουν κατά καιρούς εντάσεις και υφέσεις, συνολικά ενισχύονται οι δεσμοί και η αμοιβαία αλληλεξάρτηση των οικονομιών, χωρίς ωστόσο να εξαλείφονται οι ανταγωνισμοί μεταξύ τους. Αυτό άλλωστε είναι μόνιμο χαρακτηριστικό μεταξύ ιμπεριαλιστικών χωρών ακόμα και στις συνθήκες της «νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης». Στην αντιφατική σχέση «προσέγγισης» και «αντιπαράθεσης» δρουν «de facto» και «de jure» οικονομικοί, πολιτικοί και γεωπολιτικοί παράγοντες. Ειδικότερα στον οικονομικό τομέα οι «de facto» παράγοντες που ωθούν στη δημιουργία της «διατλαντικής κοινής αγοράς», είναι οι πολύμορφες οικονομικές σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ τους (εμπόριο προϊόντων και υπηρεσιών, αμοιβαίες επενδύσεις κά). Σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις,[6] από την προώθηση της ΤΤΙΡ, οι εξαγωγές των ΗΠΑ προς την ΕΕ προβλέπεται να αυξηθούν σε βάθος δεκαετίας κατά 160 δις δολ. (37%), ενώ αντίστοιχα οι εξαγωγές της ΕΕ προς τις ΗΠΑ κατά 187 δις δολ. (28%). Παράλληλα θα ενισχυθεί ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ γύρω στο 0,4% - 0,5% κατά μέσο όρο το χρόνο για τις δύο πλευρές, χωρίς ωστόσο να συνεπάγεται και ωφέλεια των λαών.
Τα κυριότερα πλεονέκτημα της συμφωνίας δεν είναι τόσο η μείωση των εμπορικών δασμών (έτσι κι αλλιώς είναι χαμηλοί), ούτε οι κούφιες υποσχέσεις περί αύξησης θέσεων εργασίας (αντίθετα προβλέπεται μείωση 1 εκατομμύριο θέσεις). Η προώθηση της ΤΤΙΡ θα είναι βασική πηγή νέων κερδών για τις πολυεθνικές, μέσα από τις ρυθμίσεις για τα μη δασμολογικά εμπόδια, τα παραγωγικά «πρότυπα», τα εταιρικά δικαιώματα, τις αυξημένες εγγυήσεις επενδύσεων, τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και πάνω απ’ όλα από την καθιέρωση χαμηλότερων επιπέδων προστασίας (standards) σε ότι αφορά το περιβάλλον, τα εργασιακά δικαιώματα, τη διατροφική ασφάλεια, τη δημόσια υγεία, δημόσιες υπηρεσίες, κά.
Ειδικότερα η ΤΤΙΡ επιδιώκει το άνοιγμα των δημοσίων αγαθών και προμηθειών (υγείας, παιδείας, υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, δημόσια έργα) στην κερδοσκοπική δράση των πολυεθνικών εταιριών. Δηλαδή ότι έχει απομείνει από το λεγόμενο «κοινωνικό κράτος» και την παροχή «δημοσίων αγαθών» θα γίνει αντικείμενο ανεξέλεγκτης κερδοσκοπικής εκμετάλλευσης από τις πολυεθνικές, με μεγάλο κοινωνικό κόστος. Επίσης απροσδιόριστο κόστος θα έχει η απορρύθμιση των προδιαγραφών ασφάλειας προϊόντων, προστασίαw της δημόσιας υγείας και του περιβάλλοντος με την εναρμόνιση των επιπέδων προστασίας σε χαμηλότερα επίπεδα (standards). Ειδικότερα η αντικατάσταση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας REACH για τον «εκ των προτέρων» (ex ante) έλεγχο στα χημικά προϊόντα, με τον «εκ των υστέρων» (ex poste) έλεγχο που ακολουθούν οι ΗΠΑ, συνεπάγεται κατάργηση της «αρχής της προφύλαξης», με απροσδιόριστες συνέπειες στη δημόσια υγεία, στους καταναλωτές και στο περιβάλλον.
Επίσης τίθενται υπό αίρεση θεμελιώδη εργασιακά δικαιώματα, με την επιδίωξη «εξίσωσης προς τα κάτω», με στόχο τη μείωση του εργατικού κόστους και την αύξηση των κερδών πολυεθνικών. Στην πράξη η προώθηση της Συμφωνίας ΤΤΙΡ σημαίνει για τους εργαζόμενους και στις δύο όχθες του ατλαντικού, χαμηλότεροι μισθοί, μεγαλύτερη ανεργία, μικρότερη εργασιακή προστασία, συρρίκνωση των δικαιωμάτων (συλλογικές συμβάσεις, συνδικαλιστικές ελευθερίες, κά), περικοπές στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και στις συντάξεις, κά.
Από την άλλη απορρυθμίζονται οι κανόνες ασφαλείας στα τρόφιμα με την κατάργηση της αρχής της «προφύλαξης» και ανοίγει ο δρόμος στην παραγωγή «μεταλλαγμένων» τροφίμων, την παραγωγή βοδινού κρέατος με ορμόνες, τη χρήση χλωρίου στην απολύμανση κρέατος πουλερικών κά, όπως ισχύει σήμερα στις ΗΠΑ. Σύμφωνα με έγγραφα των διαπραγματεύσεων που αποκάλυψε η Greenpeace,[7] οι ΗΠΑ επιδιώκουν να «γεμίσουν» την ευρωπαϊκή αγορά με γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα, γεγονός που θα έχει καταστρεπτικές συνέπειες, στη «συμβατική» στη «βιολογική» και στην «παραδοσιακή» γεωργία, καθώς επίσης σε παραγωγούς, καταναλωτές και στην διατροφική ασφάλεια των ευρωπαϊκών χωρών.
Με την προώθηση της ΤΤΙΡ αποδυναμώνονται επίσης οι ρυθμίσεις για την προστασία του περιβάλλοντος και του κλίματος, οι ρυθμίσεις που αφορούν τα προσωπικά δεδομένα και την ιδιωτική ζωή, η ελευθερία πρόσβασης στο διαδίκτυο, οι τραπεζικές εγγυήσεις από κραχ κά. Πρόκειται για σημαντικές πτυχές της ποιότητας ζωής και της προστασίας θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών, που στο όνομα της διασφάλισης υψηλών κερδών στις πολυεθνικές, επιχειρείται όχι απλά η εκμετάλλευση αλλά και ο πολύμορφος έλεγχος των αντιδράσεων και καθυπόταξης των λαών και εργαζόμενων, στην ιδιότυπη δικτατορία των ισχυρών.
Τέλος με την προώθηση της ΤΤΙΡ, οι πολυεθνικές θα μπορούν να ενάγουν τις εθνικές κυβερνήσεις σε ιδιωτικά δικαστήρια, απαιτώντας αποζημιώσεις για διαφυγόντα κέρδη από πράξεις δημοσίων αρχών και κοινωνικών οργανώσεων, ακόμα και όταν πρόκειται για την εξυπηρέτηση κοινωνικών, περιβαλλοντικών ή αναπτυξιακών στόχων. Οι επίλυση των διαφορών θα αντιτίθεται σε δικαστήρια ISDS (Investor State Dispute Settlements), που ελέγχονται από εκπροσώπους εταιριών προσδίδοντας έτσι στο υπερεθνικό κεφάλαιο νομική υπόσταση ισοδύναμη κράτους. Πρόκειται για κρίσιμο πολιτικό ζήτημα εθνικής ανεξαρτησίας και λαϊκής κυριαρχίας.
Υπό αυτές τις συνθήκες η «διατλαντική ελίτ» ΗΠΑ-ΕΕ, ελέγχοντας το 60% του παγκόσμιου ΑΕΠ, έχοντας ως στρατιωτικό «βραχίονα» το ΝΑΤΟ και «πολιορκητικό κριό» τη νεοφιλελεύθερη πολιτική, γίνεται άκρως επικίνδυνη για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των εργαζόμενων και των λαών όχι μόνο της ΕΕ και των ΗΠΑ, αλλά «εν δυνάμει» ολόκληρου του κόσμου. Οι εμπειρίες από την ευρωπαϊκή ενοποίηση και ιδιαίτερα την «ευρωζώνη» - την πλέον προωθημένη βαθμίδα καπιταλιστικής ολοκλήρωσης - με τους νεοφιλελεύθερους πυλώνες και τα Μνημόνια, δείχνουν στον καθρέφτη του μέλλοντος, τις αρνητικές συνέπειες που θα έχει η ενδεχόμενη υπογραφή και η εφαρμογή της συγκεκριμένης συμφωνίας.
Ελπιδοφόρο μήνυμα αποτελεί το μεγάλο κύμα καταγγελιών και κινητοποιήσεων κατά της ΤΤΙΡ που αναπτύσσεται όλο και περισσότερο στις χώρες της ΕΕ και στις ΗΠΑ, ενώ βρίσκει ευρύτερη απήχηση στους λαούς και εργαζόμενους του πλανήτη. Σημαντικό ρόλο στην ευαισθητοποίηση των λαών παίζουν οι πρωτοβουλίες και οι δράσεις των αριστερών δυνάμεων τόσο στο ευρωκοινοβούλιο[8] όσο και στις κοινωνίες των χωρών της ΕΕ. Στόχος η αποκάλυψη των συνεπειών και η πίεση στις εθνικές κυβερνήσεις για μη υπογραφή της ΤΤΙΡ και σε κάθε περίπτωση να περάσουν από τα εθνικά κοινοβούλια. Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει άμεσα να πάρει σαφή θέση κατά της ΤΤΙΡ και να δηλώσει άρνηση υπογραφής της συμφωνίας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι αντιρρήσεις και επιφυλάξεις εκφράζονται από ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών δυνάμεων στις χώρες της ΕΕ, ακόμα και από μερίδες του επιχειρηματικού κόσμου που αντιλαμβάνονται ότι η εφαρμογή της θα πλήξει τα συμφέροντα τους. Οι συγκεκριμένες αντιδράσεις αντανακλώνται και σε επίπεδο κυβερνήσεων ορισμένων χωρών της ΕΕ. Είναι ενδεικτικό ότι ο πρωθυπουργός της Γαλλίας Μανουέλ Βαλς δήλωσε ότι «οι διαπραγματεύσεις θα καταλήξουν σε ναυάγιο αν δεν διασφαλιστούν τα ευρωπαϊκά κριτήρια σους τομείς της υγείας και του περιβάλλοντος».[9] Ασφαλώς οι συγκεκριμένες αντιδράσεις αντανακλούν «εν πολλοίς» και ενδοκαπιταλιστικές-ενδοιμπεριαλιστικές αντιθέσεις, αλλά ταυτόχρονα δείχνουν το εύρος των προβλημάτων που δημιουργεί η προώθηση της.
4. Οι συμφωνίες CETA, TPP, TiSA: Τα «Μνημόνια» των πολυεθνικών
Αντίστοιχες συνέπειες με την ΤΤΙΡ έχουν και οι συμφωνίες CETA, TPP, TiSA, οι οποίες αποκαλούνται «Μνημόνια» των πολυεθνικών και η προώθηση τους είναι υπό την αιγίδα των πολυεθνικών των ΗΠΑ και της ΕΕ. Ειδικότερα:
4.1. Η C.E.T.A. ή «Συνολική Οικονομική & Εμπορική Συμφωνία» (Comprehensive Economic Trade Agreement) μεταξύ ΕΕ-Καναδά, αφορά την απελευθέρωση από 2016, της αγοράς προϊόντων, υπηρεσιών και επενδύσεων μεταξύ των δύο πλευρών. Πρωταγωνιστικό ρόλο στην ολοκλήρωση του πλαισίου συμφωνίας (2014) έπαιξαν τα lobbies των εταιριών του τομέα υπηρεσιών (Business-Europe και European Services Forum). Οι οικονομικές σχέσεις ΕΕ-Καναδά ήδη βρίσκονται σε υψηλό επίπεδο και με τη νέα συμφωνία θα αναπτυχθούν περαιτέρω. Το 2014 η αξία των διμερών εμπορικών ανταλλαγών ανέρχονταν σε 59,1 δις €, των υπηρεσιών σε 28,8 δις και των επενδύσεων της ΕΕ στον Καναδά σε 225 δις, ενώ του Καναδά στην ΕΕ σε 117 δις €. Η προβλεπόμενη κατάργηση του 99% των δασμών και εμποδίων στις υπηρεσίες ενέργειας, τηλεπικοινωνιών, χρηματοπιστωτικών, ναυτιλιακών μεταφορών, εξαγωγές αυτοκινήτων, κά, θα φέρουν μεγάλα κέρδη στις ευρωπαϊκές πολυεθνικές, ενώ στα βιομηχανικά, αγροτικά και αλιευτικά προϊόντα, το ισοζύγιο είναι υπέρ Καναδά. Εξαιρούνται από την συμφωνία μόνο οι υπηρεσίες που αφορούν την άσκηση κρατικής εξουσίας με την προϋπόθεση ότι δεν παρέχονται «σε εμπορική βάση, ούτε σε ανταγωνισμό με έναν ή περισσότερους οικονομικούς φορείς». Έτσι περιορίζεται το πεδίο της κρατικής εξουσίας σε βασικές λειτουργίες, όπως «επιβολή του νόμου, δικαστική λειτουργία, υπηρεσίες κεντρικής τράπεζας» κά.
Κάτι ανάλογο ισχύει με τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, όπου τα κ-μ της ΕΕ περιορίζονται να επιλέξουν μεταξύ ενός μικρού αριθμού υπηρεσιών αποκλειστικής αρμοδιότητας του κράτους. Από τις άλλες δημόσιες υπηρεσίες (εκπαίδευσης, υγείας, κοινωνικής πρόνοιας, κά) εξαιρούνται όσες ρητά αναφέρονται (αρνητικός κατάλογος), ενώ ταυτόχρονα εφαρμόζεται η αρχή της «μη αντιστρεψιμότητας», δηλαδή μη επιστροφής στην προηγούμενη κατάσταση. Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται οριστικό «κλείδωμα» των ιδιωτικοποιήσεων που έχουν συντελεστεί. Γενικά ο τομέας δημοσίων αγαθών, δημοσίων έργων και δημοσίων προμηθειών, τα πνευματικά δικαιώματα, κά, βρίσκονται στο στόχαστρο της ανεξέλεγκτης κερδοσκοπικής δράσης των πολυεθνικών, με αρνητικές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες για τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα.
Τέλος όπως και η ΤΤΙΡ, η συμφωνία CETA, προβλέπει τη λειτουργία ειδικού μηχανισμού ISDS επίλυσης διαφορών (Investor State Dispute Settlements), που παρέχει το δικαίωμα στις εταιρίες να ενάγουν μια κυβέρνηση για μέτρα ή ρυθμίσεις που αφορούν δημόσια αγαθά και υπηρεσίες, οι οποίες μειώνουν τα κέρδη τους διεκδικώντας αποζημιώσεις. Ο Καναδάς έχει ήδη πικρή εμπειρία από τη λειτουργία του μηχανισμού ISDS στα πλαίσια της συμφωνίας ελευθέρου εμπορίου NAFTA (North America Free Trade Agreement) μεταξύ των χωρών ΗΠΑ-Καναδά-Μεξικού που εφαρμόστηκε για πρώτη φορά.[10] Είναι προφανές ότι κάτω από το βάρος της ενδεχόμενης επιβολής κυρώσεων, οι κυβερνήσεις σε μεγάλο βαθμό γίνονται υποχείριο των πολυεθνικών. Στην ουσία οι τεχνοκράτες των Βρυξελών με τους «λομπίστες» των πολυεθνικών, θα αποφασίζουν ποιοι νόμοι πρέπει να ψηφιστούν και ποιοί να καταργηθούν, αδιαφορώντας για τις επιλογές των κυβερνήσεων και τελικά για τη βούληση των λαών. Γιαυτό και μόνο το λόγο η συγκεκριμένη συμφωνία δεν πρέπει να περάσει, ούτε από τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, ούτε πολύ περισσότερο από τα εθνικά κοινοβούλια τα οποία θα πρέπει να έχουν αποφασιστική άποψη.
4.2. H T.P.P. ή «Συμφωνία των Χωρών του Ειρηνικού» (Trans-Pacific Partnership), αφορά 12 χώρες του Ειρηνικού με κυρίαρχη παρουσία των ΗΠΑ. Οι ρίζες της ΤΡΡ βρίσκονται στη «Διακήρυξη Bogor» (1994) του οργανισμού APEC (Asia Pacific Economic Cooperation), για τη δημιουργία μακροπρόθεσμα, μιας ελεύθερης αγοράς στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού εμπορευμάτων, υπηρεσιών και κεφαλαίων, ως το 2020.[11] Αρχικά την πρωτοβουλία ξεκίνησαν τέσσερις χώρες (Χιλή, Ν.Ζηλανδία, Σιγκαπούρη και Μπρουνέϊ), ενώ στην πορεία προστέθηκαν άλλες οκτώ μεταξύ αυτών ΗΠΑ, Ιαπωνία, Καναδάς, Μεξικό, Περού, Αυστραλία, Μαλαισία, και Βιετνάμ.
Η απόφαση εισόδου των ΗΠΑ έγινε για την ενίσχυση όχι μόνο της οικονομικής αλλά και της γεωπολιτικής παρουσίας τους στη Ν.Α.Ασία και Ειρηνικό, ιδιαίτερα μετά την υπογραφή της διμερούς συμφωνίας της ΕΕ-Ν.Κορέας, καθώς και τις συζητήσεις για πιθανή εισδοχή της Κίνας και της Ιαπωνίας στην ΤΡΡ. Όπως τονίζεται σε ειδική έκθεση προς τον πρόεδρο των ΗΠΑ, σχετικά με τις «εμπορικές συμφωνίες», η ανάσχεση της επιρροής της Κίνας στην περιοχή έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εισδοχή των ΗΠΑ στην ΤΡΡ.[12] Γιαυτό άλλωστε η Κίνα αποκλείστηκε από τη συμφωνία.
Η συμφωνία έχει ιδιαίτερη σημασία διότι αφορά 800 εκατ. πληθυσμό, καλύπτει 40% του παγκόσμιου εμπορίου προϊόντων και υπηρεσιών ύψους 2,4 τρις δολ και αξία παραγωγής 30 τρις δολ. Η συμφωνία προβλέπει την κατάργηση 98% των δασμών σε πολλά αγροτικά προϊόντα, με ωφελημένες τις ΗΠΑ, Αυστραλία και Ν.Ζηλανδία και Βιετνάμ, ενώ ωφελημένη θα είναι επίσης η αυτοκινητοβιομηχανία της Ιαπωνίας και των ΗΠΑ. Ωφελημένες θα είναι επίσης οι πολυεθνικές φαρμακοβιομηχανίες και η Monsanto με τα μεταλλαγμένα προϊόντα, ενώ ισχύουν όσα ήδη αναφέραμε για το ρόλο του μηχανισμού ISDS. Δηλ. αν μια χώρα επιβάλει αυστηρότερες ρυθμίσεις για λόγους περιβάλλοντος, υγείας, ελέγχου τροφίμων, βιοποικιλότητας, κά, οι πολυεθνικές θα έχουν δικαίωμα προσφυγής σε ιδιωτικά δικαστήρια τύπου ISDS για την επιβολή προστίμων, ενώ ποινικοποιείται η δράση όσων εμποδίζουν την ασυδοσία τους.
Ασφαλώς η προώθηση της ΤΡΡ δεν είναι επωφελής για όλες τις πολυεθνικές, διότι θίγει επιχειρηματικά συμφέροντα μεταξύ χωρών, αλλά και εντός χωρών πρώτα απ’ όλα στις ΗΠΑ. Δεν είναι τυχαίο που ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων για την προεδρία, Ντόναλτ Τραμπ και πολλά μέλη του Κογκρέσου, έχουν εκφραστεί κατά της συμφωνίας. Από την άλλη η συμφωνία ΤΡΡ έχει όλες τις «αμαρτίες» των συμφωνιών ελευθέρου εμπορίου στο πεδίο της απασχόλησης, προστασίας της υγείας, των εργασιακών δικαιωμάτων, του περιβάλλοντος κά.
4.3. Η «Συμφωνία Εμπορίου των Υπηρεσιών» T.i.S.A. (Trade in Services Agreement), αποτελεί πνευματικό παιδί του lobby της βιομηχανίας υπηρεσιών των ΗΠΑ (Coalition of Service Industry-CSI) και του διεθνούς lobby των πολυεθνικών στον τομέα υπηρεσιών (Global Service Coalition-GSC).[13] Πρόκειται για μια νέα συμφωνία που αγκαλιάζει εκτός από τις ΗΠΑ και ΕΕ, άλλες 20 χώρες,[14] ενώ οι ρυθμίσεις της κρατούνται ως «εφτασφράγιστο μυστικό». Η TiSA αφορά το άνοιγμα στο πολυεθνικό κεφάλαιο, της αγοράς υπηρεσιών υγείας, παιδείας, στέγασης, συγκοινωνιών, ταχυδρομείων, τηλεπικοινωνιών, ηλεκτρονικού εμπορίου, αεροπορικών και ακτοπλοϊκών μεταφορών, τραπεζικών και ασφαλιστικών υπηρεσιών, καθώς και δημόσιων υπηρεσιών, που καλύπτουν το 74% της ευρωζώνης.[15]
Οι μόνες υπηρεσίες που εξαιρούνται είναι του «στενού κρατικού πυρήνα» και δεν προσφέρονται για εμπορική αξιοποίηση, ούτε ανταγωνίζονται άλλους προμηθευτές. Προβλέπεται επίσης ίση μεταχείριση των εγχώριων (ιδιωτικών και δημόσιων) με ξένους προμηθευτές, ενώ εφ’ όσον προχωρήσει το άνοιγμα της αγοράς γίνεται «μη αντιστρέψιμο».! Η ενδεχόμενη υλοποίηση της θα γίνει πραγματικός εφιάλτης για εκατομμύρια πολίτες, ιδιαίτερα για φτωχούς και εργαζόμενους, που δεν έχουν δυνατότητα να αγοράσουν τις αναγκαίες υπηρεσίες σε υψηλές τιμές. Εάν η TiSA τεθεί σε εφαρμογή θα τροφοδοτήσει μια «κούρσα» εξίσωσης «προς τα κάτω» των επιπέδων κάλυψης υπηρεσιών πρώτης ανάγκης. Η εφαρμογή της θα εξασφαλίσει προφανώς υψηλότερα εταιρικά κέρδη σε βάρος των εργαζόμενων, των αγροτών, των καταναλωτών και του περιβάλλοντος.
Είναι χαρακτηριστικό ότι θεσμοθετείται απεριόριστη «ελεύθερη πρόσβαση» των πολυεθνικών, ενώ απαγορεύεται η λήψη προστατευτικών μέτρων για τις εγχώριες αγορές. Επίσης μπορεί να βάζει εμπόδια στα κρατικά όργανα για την επαναφορά κοινωνικών υπηρεσιών στον έλεγχο του δημοσίου, ακόμα και σε περίπτωση αποτυχίας της ιδιωτικοποίησης τους. Η επεξεργασία της TiSA άρχισε το 2012-2013 και το περιεχόμενο της δεν προβλέπεται να ανακοινωθεί πριν τεθεί σε ισχύ το 2020, όταν δηλαδή δεν θα είναι δυνατή οποιαδήποτε αλλαγή.! Πρόκειται για πραγματική δικτατορία του πολυεθνικού κεφαλαίου.!
Με την TiSA μπαίνουν σε άμεσο κίνδυνο θεμελιώδη εργασιακά δικαιώματα. Η δημιουργία ενιαίας αγοράς υπηρεσιών με χώρες που έχουν χαμηλότερα εργασιακά δικαιώματα, σημαίνει ότι στο όνομα του ανταγωνισμού θα υπάρχει τάση εξίσωσης δικαιωμάτων προς τα κάτω, με χαμηλότερες αμοιβές, χειρότερες συνθήκες εργασίας, λιγότερα εργασιακά δικαιώματα, κά. Προβλέπεται μάλιστα ότι οι εργαζόμενοι μετανάστες θα θεωρούνται «ανεξάρτητοι προμηθευτές υπηρεσιών» με λιγότερες αμοιβές και εργασιακά δικαιώματα.! Επίσης η ενδεχόμενη υπογραφή της θα αποδυναμώσει τα όποια μέτρα ελέγχου έχουν ληφθεί για τον περιορισμό της ασυδοσίας του τραπεζικού κεφαλαίου, η οποία αποτέλεσε βασική αιτία της τελευταίας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Επίσης η εφαρμογή της TiSA θα είναι σε βάρος των αναπτυσσομένων χωρών, τόσο στο πεδίο της προσφοράς κοινωνικών υπηρεσιών από το δημόσιο, όσο στην επιβίωση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων από τον ανταγωνισμό των πολυεθνικών και την αδυναμία συμμετοχή τους σε δημόσιες προμήθειες.
5. Συμφωνίες EAEU, SCO, BRICS
Οι συμφωνίες EAEU, SCO, BRICS, αποτελούν απάντηση των ανερχόμενων καπιταλιστικών κέντρων ή των «αναδυόμενων οικονομιών», κυρίως της Ρωσίας και Κίνας, στις «συμφωνίες ελευθέρου εμπορίου» που προωθούν τα ιμπεριαλιστικά κέντρα ΗΠΑ-ΕΕ-Ιαπωνία. Παρ’ ότι οι συμφωνίες γίνονται σε καπιταλιστικά πλαίσια, έχουν χαρακτήρα ισότιμης και αμοιβαία επωφελούς συνεργασίας, εξυπηρετώντας τις ιδιαίτερες οικονομικές και γεωπολιτικές επιδιώξεις των χωρών BRICS (Βραζιλίας-Ρωσίας-Ινδίας-Κίνας-Ν.Αφρικής). Ειδικότερα:
5.1. Η EAEU/EEU/EAU («Ευρω-Ασιατική Οικονομική Ένωση», ή Ευρωπαϊκή Οικονομική Ένωση ή Ευρω-Ασιατική Ένωση), αποτελεί μια «κοινή αγορά» 5 χωρών της Ευρασίας (Ρωσίας, Καζακστάν, Λευκορωσίας, Αρμενίας, Κιργιστάν), με 183 εκατ. κατοίκους και ΑΕΠ 4 τρις δολ., η οποία τέθηκε σε ισχύ στις αρχές του 2015.[16] Πρωταγωνιστικό ρόλο στην EAUE παίζει η Ρωσία, η οποία προσφέρει ευνοϊκούς όρους συνεργασίας στις άλλες χώρες, ιδιαίτερα στον ενεργειακό τομέα και τον τεχνολογικό τομέα. Στα αρχικά σχέδια ήταν να συμμετάσχει και η Ουκρανία, αλλά στην πορεία με τις εξελίξεις και με την ανάμειξη των ΗΠΑ και ΕΕ η συμμετοχή της ακυρώθηκε. Τα κ-μ της EΑEU έχουν δεσμευτεί να εξασφαλίσουν ελεύθερη κυκλοφορία προϊόντων, υπηρεσιών, κεφαλαίων και εργατικού δυναμικού, ενώ υπάρχουν διασφαλίσεις και για εξαιρέσεις σε ειδικές περιπτώσεις.
Η EΑEU ακολουθεί συντονισμένη πολιτική σε βασικούς τομείς (ενέργεια, βιομηχανία, γεωργία, μεταφορές, κά), ενώ επιτρέπεται η αμοιβαία συμμετοχή σε έργα και προμήθειες δημοσίου. Η EΑEU διαθέτει υπερεθνικά και διακυβερνητικά όργανα, καθώς και την «Ευρασιατικό Αναπτυξιακό Ταμείο» που δίνει δάνεια με ευνοϊκούς όρους. Η EUEU έχει υπογράψει συμφωνίες συνεργασίας με Κίνα, Ινδία, Βιετνάμ, Αίγυπτο και χώρες της «Μερκοσούρ» Λατινικής Αμερικής, ενώ είναι ανοικτή σε προσχωρήσεις νέων μελών. Τελικός στόχος της EUEU είναι η ενίσχυση της ανάπτυξης, της ανταγωνιστικότητας των οικονομιών και της ανόδου του βιοτικού επιπέδου των λαών.
5.2. Η S.C.O. ή «Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης» (Shanghai Cooperation Organization), συμμετέχουν 6 χώρες (Κίνα, Ρωσία, Καζακστάν, Κιργισία, Τατζικιστάν, Ουζμπεκιστάν), με κύριο ρόλο της Κίνας και Ρωσίας, ενώ Ινδία και το Πακιστάν είναι συνδεδεμένα μέλη και προοπτικά το Ιράν. Η συνεργασία αφορά μεγάλη γκάμα θεμάτων (ζητήματα ασφάλειας, εγκληματικότητας, στρατιωτική συνεργασία, κυβερνοχώρος, ανταλλαγή πληροφοριών, οικονομική συνεργασία, πολιτιστικές σχέσεις, κά). Στον οικονομικό τομέα η συνεργασία εκφράζεται με κοινά σχέδια για ενέργεια, νερά, έλεγχο κίνησης κεφαλαίων, τραπεζικός τομέας κά. Ο SCO έχει δημιουργήσει ειδική Αναπτυξιακή Τράπεζα (SCO Interbank Consortium). Από γεωπολιτική άποψη η SCO αποτελεί κλειδί για το έλεγχο της Κεντρικής Ασίας (Ευρασίας) και αντικειμενικά λειτουργεί ως αντίβαρο στο ΝΑΤΟ. Διακηρυγμένος στόχος της SCO είναι «η εδραίωση ενός ορθολογικού και δίκαιου κόσμου», ενώ έχει καλέσει ανοικτά τη Δύση ….να εγκαταλείψει την Κεντρική Ασία.!!
Ωστόσο η στρατηγική της Κίνας δεν εξαντλείται με την SCO. Θέτοντας ως προτεραιότητα την οικονομική επέκταση στον κόσμο και αποφεύγοντας την ανάμειξη της στις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις των συνεργαζόμενων χωρών, έχει βάλει σε κίνηση δύο μεγάλες πρωτοβουλίες που την προσεχή δεκαετία θα κάνουν πιο αισθητή την παρουσία της στην παγκόσμια οικονομική και πολιτική ζωή. Η πρώτη αφορά τη δημιουργία μιας «Περιοχής Ελευθέρου Εμπορίου Ασίας-Ειρηνικού» (ΠΕΕΑΕ) με τη συμμετοχή της Κίνας, Αυστραλίας, Βιετνάμ, Ιαπωνίας, Ινδίας, Ινδονησίας, Λάος, Καμπότζη, Μαλαισία, Μπρουνέϊ, Μιαμάρ, Ν.Κορέα, Ν.Ζηλανδία, Ταϋλάνδη, Σιγκαπούρη, Φιλιππίνες), η οποία αποτελεί απάντηση στη συμφωνία ΤΡΡ που ηγούνται οι ΗΠΑ.!
Η δεύτερη αφορά τη δημιουργία ενός σύγχρονου «Δρόμου του Μεταξιού». Το 2013 ο κινέζος πρόεδρος Σι-Τζινπίνγκ, ανακοίνωσε επίσημα την πρωτοβουλία «Μια Ζώνη, ένας Δρόμος» (OBOR),[17] που θα ξεκινά από την Κίνα και σταδιακά θα ενώνει την υπόλοιπη Ασία με την Ευρώπη και Αφρική. Το OBOR θα έχει την χερσαία και τη θαλάσσια διαδρομή. Η χερσαία «Οικονομική Ζώνη του Δρόμου του Μεταξιού» θα καλύπτει τις χώρες της Μέσης Ασίας, Μέσης Ανατολής, Τουρκία, Βαλκάνια, Μόσχα, Ρότερνταμ και θα καταλήγει στη Βενετία, ενώ ο «Θαλάσσιος Δρόμος» θα ξεκινά από Κίνα, Ινδονησία, Μπάγκλαντές, Ινδία, Σρι-Λάνκα, Κένυα, Σαουδική Αραβία, Αίγυπτο, Πειραιάς, Βενετία. (Απ’ εδώ και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της Κίνας για εξαγορά του ΟΛΠ).
Το σχέδιο OBOR αποτελεί στην ουσία απάντηση στη συμφωνία ΤΤΙΡ που προωθούν ΗΠΑ-ΕΕ. Ο χρηματοδοτικός μοχλός στήριξης του σχεδίου δεν είναι ένας αλλά πολλοί. Κατ’ αρχήν είναι το κινεζικό «Ταμείο για το Δρόμο του Μεταξιού» (Silk Road Found) με 40 δις δολ., η «Ασιατική Τράπεζα Υποδομών» (ΑΙΙΒ) με βασικό μέτοχο το Πεκίνο και άλλα 57 κράτη από τις πέντε ηπείρους, μεταξύ αυτών της Βρετανίας, Γαλλίας, Γερμανίας ….εξαιρουμένων των ΗΠΑ.! Φυσικά στο νέο «Δρόμο του Μεταξιού» θα υπάρξουν εμπόδια ως το 2020 που υπολογίζεται ως χρόνος ολοκλήρωσης του. Αξίζει να αναφέρουμε ότι το 2001 ο ρώσος πρόεδρος Πούτιν είχε προτείνει στην ΕΕ τη δημιουργία μιας «ζώνης ελευθέρων συναλλαγών» από τη Λισαβόνα ως το Βλαδιβοστόκ, αλλά η Γερμανία δεν έδειξε προθυμία …προφανώς ούτε και οι ΗΠΑ ήταν …ενθουσιασμένες από μια τέτοια εξέλιξη.!
5.3. Οι BRICS ως «αντίπαλο δέος» στους G-7
Οι γεωπολιτικές αντιπαραθέσεις μεταξύ των τριών ιμπεριαλιστικών κέντρων (ΗΠΑ-ΕΕ-Ιαπωνίας) και των «αναδυόμενων» καπιταλιστικών κέντρων των χωρών BRICS (Βραζιλίας-Ρωσίας-Ινδίας-Κίνας-Ν.Αφρικής), παίρνουν ποικίλες εκφάνσεις στις οποίες συνυπάρχουν οι τάσεις «συνεργασίας» και «αντιπαράθεσης». Αυτό εκδηλώνεται τόσο σε θεσμικό όσο και μη θεσμικό επίπεδο. Ειδικότερα η άτυπη συσπείρωση των G-7 (ΗΠΑ, Ιαπωνίας, Γερμανίας, Αγγλίας, Γαλλίας, Ιταλίας) εκφράζει βασικά τα συμφέροντα των τριών ιμπεριαλιστικών κέντρων, τα οποία αξιοποιούν προς όφελος τους δύο βασικούς διεθνείς χρηματοπιστωτικούς φορείς, το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα.
Σε αντίθεση οι BRICS προβάλλουν μια διαφορετική ποιότητα σχέσεων μεταξύ τους και προς άλλες χώρες, λειτουργώντας πρακτικά ως «αντίπαλο δέος» στους G-7. Προτάσσουν το στοιχείο της ισότιμης συνεργασίας και του διαλόγου, αντί της ανισοτιμίας και αντιπαράθεσης. Στα διεθνή fora οι BRICS ως ανεξάρτητος οργανισμός, τάσσονται υπέρ της οικονομικής και πολιτικής συνεργασίας των χωρών, της επίλυσης των διεθνών προβλημάτων με βάση το διεθνές δίκαιο και τον αξιόπιστο διάλογο, καθώς τον εκδημοκρατισμό των διεθνών οργανισμών (ΔΝΤ), του ΟΗΕ και του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Οι χώρες BRICS αναπτύσσουν μεταξύ τους συνεργασία σε πάνω από 30 τομείς (αγροτικά, επιστήμη, τεχνολογία, πολιτισμό, δικτυακή διακυβέρνηση, πνευματικά δικαιώματα, υγεία, τουρισμό κά), στη βάση της μη-επέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις, της ισότητας και του αμοιβαίου οφέλους (wiw-win). Παράγουν το 20% του παγκόσμιου ΑΕΠ και αντιπροσωπεύουν το 42% του παγκόσμιου πληθυσμού. Στον οικονομικό-χρηματοπιστωτικό τομέα έχουν ιδρύσει τη «Νέα Αναπτυξιακή Τράπεζα» (NDB)[18] με έδρα τη Σαγκάη και αρχικό κεφάλαιο 50 δις με προοπτική τα 100 δις. Στόχος είναι η χρηματοδότηση προγραμμάτων ανάπτυξης μεταξύ τους και με αναπτυσσόμενες χώρες. Έχουν ιδρύσει ειδικό αποθεματικό ταμείο «CRA» (τύπου ΔΝΤ) με κεφάλαια ύψους 100 δις δολ. (Contingent Reserves Arrangement), για την παροχή έκτακτης οικονομικής στήριξης στα μέλη του, ενώ σχεδιάζουν τη δημιουργία δικού τους «οίκου αξιολόγησης» σπάζοντας το αμερικανικό «μονοπώλιο» των Moody’s, S & P και Fitch.
6. Οι Συμφωνίες CELAC, ALBA προοδευτική απάντηση στις διαδικασίες «παγκοσμιοποίησης»
Ανάμεσα στις πολυμερείς συμφωνίες ελευθέρου εμπορίου, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν δύο συμφωνίες (CELAC, ALBA) που αφορούν χώρες της Κεντρικής και Λατινικής Αμερικής, οι οποίες ως ένα βαθμό αποτελούν την προοδευτική απάντηση στις διαδικασίες παγκοσμιοποίησης των οικονομιών και είναι πιο κοντά στην αναγκαιότητα της ισότιμης και αμοιβαία επωφελούς συνεργασίας μεταξύ χωρών.
6.1. Η CELAC ή «Κοινότητα των Χωρών Καραϊβικής και Λατινικής Αμερικής» (Community of Latin American and Caribbean States), ιδρύθηκε το 2011 και αποτελεί προοδευτική μορφή περιφερειακής ολοκλήρωσης 33 χωρών Καραϊβικής-Λατινικής Αμερικής (Βραζιλία, Κούβα, Βενεζουέλα, Βολιβία, Νικαράγουα, Αργεντινή, Περού, Χιλή, Ισημερινός, Ουρουγουάη, κά). Ο πληθυσμός των χωρών της CELAC ανέρχεται σε 591 εκατ. άτομα και το ΑΕΠ σε 9,1 τρις δολ. Βασικό στόχο έχει την ανάπτυξη εμπορικών και οικονομικών σχέσεων, στη βάση της ισότιμης συνεργασίας και προώθηση της ανάπτυξης τους. Το γεγονός ότι στη CELAC συμμετέχουν όλες οι αριστερές-προοδευτικές κυβερνήσεις των χωρών της Λατινικής Αμερικής δίνουν στην Κοινότητα μια άλλη ποιότητα οικονομικών σχέσεων. Στην πράξη η CELAC αποτελεί απάντηση στον «Οργανισμό Αμερικανικών Κρατών» (OAS) που ιδρύθηκε το 1948 και ουσιαστικά βρισκόταν υπό τον έλεγχο των ΗΠΑ.
6.2. Η ALBA ή «Μπολιβαριανή Συμμαχία για τους Λαών της Αμερικής» (Bolivarian Alliance for the Peoples of Our America), αποτελεί επίσης εναλλακτική απάντηση στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και ειδικότερα στην «Ζώνη Ελευθέρου Εμπορίου Αμερικής» (FTAA ή ALCA) που προσπάθησαν να ιδρύσουν οι ΗΠΑ. Η ALBA δημιουργήθηκε το 2009 με πρωτοβουλία των αριστερών κυβερνήσεων της Κούβας και Βενεζουέλας και στην πορεία εντάχτηκαν άλλες 9 χώρες κυρίως αριστερού-προοδευτικού προσανατολισμού (Βολιβία, Νικαράγουα, Εκουαδόρ, Δομινικανή Δημοκρατία, Αντίκουα-Μπαρμπούντα, Γρενάδα, Αγ.Βικέντιος-Γρεναδίνες, Saint Kitts-Nevis, Saint Lucia). Έχει μικρότερο αριθμό χωρών, ωστόσο είναι πιο προωθημένη από πλευράς ριζοσπαστικού προσανατολισμού.
Ο συνολικός πληθυσμός των χωρών της ALBA ανέρχεται σε 70 εκατ. και το ΑΕΠ σε 650 δις δολ. Αρχικά η Κούβα βοηθούσε τη Βενεζουέλα με τη διάθεση χιλιάδων γιατρών και δασκάλων, ενώ η τελευταία της παρείχε πετρέλαιο σε πολύ χαμηλές τιμές. Η ALBA είναι οργανισμός διεθνούς συνεργασίας που βασίζεται στην ιδέα της οικονομικής και κοινωνικής αλληλεγγύης και της αμοιβαίας ενίσχυσης της ανάπτυξης των χωρών Λ.Αμερικής-Καραϊβικής. Επιδιώκει την προώθηση της οικονομικής ολοκλήρωσης στη βάση τις αρχές της ισότιμης συνεργασίας και του αμοιβαίου οφέλους, της αλληλεγγύης, της μη ανάμειξης στις εσωτερικές υποθέσεις και είναι γενικά στον αντίποδα των «συμφωνιών ελευθέρου εμπορίου» (FTA).
Η ALBA, έχει δημιουργήσει δικό της αυτόνομο περιφερειακό νομισματικό σύστημα (sucre) για τις ανταλλαγές μεταξύ των 11 χωρών. Επίσης προχώρησε στη συμφωνία Petro-Caribe δίνοντας φθηνό πετρέλαιο στις χώρες Καραϊβικής, καθώς και στην ενεργειακή συμφωνία Petro-Sur μεταξύ των εθνικών εταιριών ενέργειας, εξασφαλίζοντας σε χαμηλές τιμές ενέργεια στις φτωχότερες χώρες της ALBA. τέλος έχουν υπογράψει τη συμφωνία Una-sur που αφορά τη βιώσιμη ανάπτυξη της γεωργίας σε όφελος των τοπικών κοινωνιών, καθώς και την ίδρυση του τηλεοπτικού δικτύου Tele-sur που εκπέμπει σε όλες τις χώρες της Λατινικής Αμερικής.
7. Η προοδευτική απάντηση στις διαδικασίες «παγκοσμιοποίησης»
Η αυξανόμενη «παγκοσμιοποίηση» των οικονομιών, αποτελεί βαθμίδα ανάπτυξης των διεθνών οικονομικών σχέσεων. Το κρίσιμο ερώτημα που προβάλλει δεν είναι αν είμαστε υπέρ ή κατά της «παγκοσμιοποίησης», αλλά στο χαρακτήρα, στο περιεχόμενο των διεθνών οικονομικών σχέσεων. Δηλαδή εάν αναπτύσσονται στη βάση της ισότιμης συνεργασίας και του αμοιβαίου οφέλους των χωρών. Στο βαθμό που στον κόσμο κυριαρχεί ο καπιταλισμός δεν μπορεί να υπάρξει γόνιμο και σταθερό έδαφος ανάπτυξης μιας άλλης ποιότητας διεθνών σχέσεων που συνδέονται με το σοσιαλισμό.
Ασφαλώς στις χώρες που υπάρχουν αριστερές και προοδευτικές κυβερνήσεις, όπως έδειξε η πείρα των χωρών της Λ.Αμερικής και στο παρελθόν οι χώρες της ΚΟΜΕΚΟΝ, μπορούν να γίνουν βήματα προς μια τέτοια κατεύθυνση. Ωστόσο σε συνθήκες ισχυρής παρουσίας των τριών ιμπεριαλιστικών κέντρων στον κόσμο και της διαμόρφωσης νέων καπιταλιστικών κέντρων, είναι δύσκολο να αλλάξουν ριζικά οι διεθνείς οικονομικές σχέσεις. Το στοιχείο της ανισοτιμίας, της εκμετάλλευσης, της επιβολής κλπ στον ένα ή άλλο βαθμό θα παραμένει κυρίαρχο.
Ωστόσο ο αγώνας για την ανατροπή της σημερινής κατάστασης πραγμάτων δεν σταματάει. Οι αντιδράσεις των λαών και των εργαζόμενων χρειάζεται να κινηθούν προς τρεις κατευθύνσεις. Πρώτον, τη συντονισμένη δράση λαών και κοινωνικών κινημάτων για την αποτροπή έγκρισης και εφαρμογής των συμφωνιών TTIP, TPP, CETA, TiSA, οι οποίες πλήττουν εθνική ανεξαρτησία, λαϊκή κυριαρχία, θεμελιώδη δημοκρατικά και εργασιακά δικαιώματα και παραδίδουν κρίσιμους τομείς της οικονομίας και των δημοσίων αγαθών στις πολυεθνικές εταιρίες. Ιδιαίτερη σημασία έχει η ανάληψη δράσεων από τα συνδικάτα, τόσο για την προστασία θεμελιωδών εργασιακών δικαιωμάτων, όσο και την αποτροπή της ιδιωτικοποίησης δημοσίων αγαθών στους τομείς κοινής ωφέλειας και κοινωνικών υπηρεσιών. Χρησιμοποίηση επίσης των κατάλληλων μορφών αντίστασης (τοπικά δημοψηφίσματα, πίεση στις κυβερνήσεις και εθνικά κοινοβούλια, διεθνείς ημέρες δράσης κατά συμφωνιών, κά).[19] Η αποτροπή της έγκρισης και της εφαρμογής των συμφωνιών είναι ρεαλιστικά δυνατό.
Δεύτερον, χρειάζεται να προβληθούν οι προϋποθέσεις γόνιμης αξιοποίησης των πλεονεκτημάτων της «παγκοσμιοποίησης» των οικονομικών σχέσεων με την προώθηση «διμερών» και «πολυμερών» συμφωνιών, στη βάση των αρχών της ισότιμης συνεργασίας και του αμοιβαίου οφέλους. Τα θετικά στοιχεία που έχει το πλαίσιο συνεργασίας των χωρών BRICS, μπορεί να αξιοποιηθεί ως εναλλακτική διέξοδος και αντίβαρο ιδιαίτερα για τις μικρότερες χώρες, στην αποφυγή της ασφυκτικής πίεσης των τριών ιμπεριαλιστικών κέντρων.
Τρίτον, ο επιτυχής αγώνας κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης είναι ασφαλώς η ανατροπή της κυριαρχίας των πολυεθνικών σε κάθε χώρα και σε ευρύτερες ενότητες χωρών. Ιδιαίτερα για την Ελλάδα που στενάζει από τα Μνημόνια και το «ζουρλομανδύα» της ευρωζώνης, η ανατροπή των μνημονιακών πολιτικών, με κατάργηση της λιτότητας, βαθιά διαγραφή χρέους, μετάβαση στο εθνικό νόμισμα και ανάκτηση της χαμένης «εν πολλοίς» εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας, έχει ζωτική σημασία για τον ελληνικό λαό και ιδιαίτερα τη νεολαία. Με τέτοια ανατροπή ανοίγει ο δρόμος για ριζοσπαστικές αλλαγές με ορίζονται το σοσιαλισμό, ενώ διευκολύνονται και οι γενικότερες ανατροπές στην ευρωζώνη και την ΕΕ. Η ελληνική κυβέρνηση έχει ηθικό και πολιτικό χρέος να καταγγείλει επίσημα τις πολυμερείς και ιδιαίτερα την ΤΤΙΡ, την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ ως αντιπολίτευση, είχε καταθέσει στις 14.10.2014, ειδική επερώτηση στη Βουλή, επισημαίνοντας το έλλειμμα δημοκρατίας και ενημέρωσης όσον αφορά το περιεχόμενο της και είχε ζητήσει άμεση διακοπή των συνομιλιών και πλατιά ενημέρωση του ελληνικού λαού.
Ειδικότερα στο κείμενο της επερώτησης τονίζεται μεταξύ άλλων ότι «…η υπογραφή της Συμφωνίας θα επιτρέψει στις αμερικάνικες πολυεθνικές να ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα στο σύνολο των χωρών της ΕΕ με βάση τις αντίστοιχες προδιαγραφές της νομοθεσίας των ΗΠΑ, που αρνούνται να κυρώσουν τις διεθνείς συμβάσεις εργασίας για θεμελιώδη δικαιώματα, όπως οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, η ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και το δικαίωμα του συνδικαλίζεσθαι. ….Εκπεφρασμένος στόχος της συμφωνίας είναι το ‘άνοιγμα’ των αγορών δημοσίων υπηρεσιών και των κρατικών προμηθειών στις πολυεθνικές, προετοιμάζοντας το έδαφος για νέα κύματα ιδιωτικοποιήσεων, αυτή τη φορά σε ευαίσθητους τομείς όπως την υγεία και την παιδεία, με προφανή στόχο την πλήρη ιδιωτικοποίηση του κοινωνικού κράτους.
….Ειδικά για την Ελλάδα που ταλανίζεται από βαθειά και μακροχρόνια ύφεση, ο μηχανισμός ISDS είναι βέβαιο ότι θα αποβεί καταστροφικός, ανεξάρτητα μάλιστα από τη στρατηγική που θα ακολουθήσει για την έξοδο από την οικονομική κρίση. …Η επίφαση δημοκρατικής νομιμοποίησης από την πλευρά της ΕΕ και του Συμβουλίου επικεντρώνεται στην τελική έγκριση της Συμφωνίας από το νέο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο όμως επί της ουσίας δεν ασκεί κανένα έλεγχο ούτε έχει λόγο επί των διαπραγματεύσεων, θα κληθεί δε να εγκρίνει ή να απορρίψει – πράγμα εξαιρετικά απίθανο - τη Συμφωνία στο σύνολο της, όταν οι συνομιλίες τελεσφορήσουν, χωρίς το δικαίωμα της παραμικρής τροποποίησης»….
Κατόπιν των ανωτέρω ερωτάται η κυβέρνηση: «Γιατί δεν έχει ενημερωθεί ακόμα η Εθνική αντιπροσωπεία και ο ελληνικός λαός για αυτήν την συμφωνία υψίστης οικονομικής και πολιτικής σημασίας που θα καθορίσει το μέλλον όλης της Ευρώπης και αναπόφευκτα θα έχει και απτές, άμεσες και πολύπλευρες συνέπειες στην καθημερινότητα των Ελλήνων πολιτών; …Πως συνάδει με το δημοκρατικό και πατριωτικό καθήκον της κυβέρνησης το γεγονός ότι διαβουλεύεται για ένα μείζον θέμα της αρμοδιότητας της με στελέχη ξένων πολυεθνικών, τη στιγμή που δεν έχει καν ενημερώσει το Ελληνικό Κοινοβούλιο;»….
Σε αυτά και σε πολλά ακόμα κρίσιμα ερωτήματα καλείται να απαντήσει η σημερινή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ που από πολέμιοι των Μνημονίων όταν ήταν στην αντιπολίτευση, έφθασαν να γίνουν φορείς υλοποίησης ενός τρίτου και ενός τέταρτου επερχόμενου Μνημονίου. Ωστόσο την τελική απάντηση θα δώσει …στην κυβέρνηση και σε όλες τις μνημονιακές δυνάμεις ο ελληνικό λαός, όπως και όλοι οι λαοί και οι εργαζόμενοι στην ΕΕ και στον κόσμο …στις κυρίαρχες ελίτ και στα κάθε μορφής Μνημόνια των πολυεθνικών εταιριών. Η απάντηση στο κρίσιμο δίλημμα …«σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» είναι προφανής.!
[1]. Ο κυριότερος στόχος ίδρυσης του ΠΟΕ (Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου), ήταν ο περιορισμός και η εξάλειψη ποικίλων «εμποδίων» στην ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου (δασμοί, τέλη, φόροι, ποσοτικοί περιορισμοί, κά). Οι κυριότερες ρυθμίσεις αφορούσαν το εμπόριο αγροτικών και κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων, τα βιομηχανικά πρότυπα, ασφάλεια προϊόντων, τραπεζικές και τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες, κρατικές προμήθειες, ασφάλεια τροφίμων, πνευματικά δικαιώματα, κά. (Βλ. σχετικά www.WTO.org)
[2]. WTO: Tenth WTO Ministerial Conference, Nairobi, 2015, Ministerial Declaration, Adopted on 19 December 2015 : WT/MIN(15)/DEC, www.wto.org
[3]. Wealth-X, USB Millionaire, «Το Βήμα, 16.8.15»
[4]. www.oxfam.org, «Εφημερίδα των Συντακτών», 19.1.16
[5]. Σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters, ο Μπάρακ Ομπάμα «με την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων για την ΤΤΙΡ με την ΕΕ και σε συνδυασμό με την υπογραφή της αντίστοιχης ΤΡΡ για το «ελεύθερο εμπόριο» στην περιοχή του Ειρηνικού, θέτει τον ακρογωνιαίο λίθο στην προσπάθεια της Ουάσιγκτον να διατηρήσει την πρωτοκαθεδρία στην παγκόσμια οικονομία». (Εφημερίδα των Συντακτών, 27.4.16)
[6]. Κέντρο Ερευνών Οικονομικής Πολιτικής (CEPR), «Ναυτεμπορική», 8.2.16
[7]. «Εφημερίδα των Συντακτών», 4.5.16
[8]. Η ευρωκοινοβουλευτική ομάδα της Αριστεράς (GUE/NGL), διοργάνωσε την 17ην Νοέμβρη 2016, ειδική διάσκεψη στις Βρυξέλλες, με τίτλο «ΤΤΙΡ, TPP, CETA, TiSA or Democracy and Substantial Development», με στόχο την ανάδειξη των συνεπειών από την προώθηση των συγκεκριμένων συμφωνιών και την ανάδειξη εναλλακτικής πολιτικής στην οικονομική συνεργασία των χωρών.
[9]. Εφημερίδα των Συντακτών, 27.4.16
[10]. Η καναδική κυβέρνηση υποχρεώθηκε να πληρώσει στις εταιρίες πετρελαίου Exxon-Mobil 17,3 εκατ. δολ., επειδή επέτρεψε σε τοπικές εταιρίες να κάνουν έρευνες εξόρυξης στην περιοχή Labrador και Newfounlandlan του Καναδά. Συνολικά από τις 77 γνωστές περιπτώσεις εκδίκασης προσφυγών των πολυεθνικών, στα πλαίσια της NAFTA, οι 35 ήταν σε βάρος του Καναδά, οι 22 σε βάρος του Μεξικού και οι 20 σε βάρος των ΗΠΑ. «The Council of Canadians”, Acting for Social Justice (2015).
[11]. http://www.apec.org/meeting-papers, Declarations (November 15, 1994)
[12]. T.Rajamoorthy, “And Then There Were Twelve: The Origins and Evolutions of the TPPA”, Third World Resurgence, July 2013, p. 4.
[13]. Public Service International, TiSA Versus Public Services, http//:www.world-psi.org/sites, (April 28, 2014)
[14]. Εκτός από τις ΗΠΑ και ΕΕ, συμμετέχουν, Αυστραλία, Ελβετία, Καναδάς, Χιλή, Ταϊβάν, Κολομβία, Κόστα-Ρίκα, Χονγκ-Κονγκ, Ισλανδία, Ισραήλ, Ιαπωνία, Λιχντενστάιν, Μεξικό, Ν.Ζηλανδία, Νορβηγία, Πακιστάν, Παναμάς, Παραγουάη, Περού, Ν.Κορέα και Τουρκία
[15]. TiSA: What is it all about? European Parliamentary Group GUE/NGL, www.guengl.eu
[16]. http://www.eaeu.org
[17]. Μ.Βεργόλια, «Ο σύγχρονος ‘Δρόμος του Μεταξιού’ ανταγωνίζεται το δολάριο». «Εφημερίδα των Συντακτών», 16-17/4/16
[18]. New Development Bank, www.ndb.org
[19]. Ιδιαίτερη επιτυχία σημείωσε η πανευρωπαϊκή κινητοποίηση στα πλαίσια της παγκόσμιας πρωτοβουλίας «International Days of Action» κατά των συμφωνιών TTIP, CETE, και TiSA στο διάστημα 10-17 Οκτώβρη 2015. Στην Ελλάδα, στην πλατεία Συντάγματος, έγινε συγκέντρωση με πρωτοβουλία 46 οργανώσεων ευρέως φάσματος, με αφορμή τη συγκέντρωση 1 εκατομμυρίου υπογραφών κατά της TTIP και CETA και τέθηκε στόχος για συγκέντρωση 3 εκατομμυρίων υπογραφών.
πηγή rproject