Το έγγραφο που «έκαψε» τον Λιακουνάκο
Ένα έγγραφο της τράπεζας HSBC ήταν όπως φαίνεται αυτό που «έκαψε» τον επιχειρηματία Θωμά Λιακουνάκο και οδήγησε τις αρχές στη σύλληψή του. Πρόκειται για έγγραφο που αποδεικνύει πως η offshore εταιρεία Interaction, μέσω της οποίας δίνονταν οι μίζες στον Άκη Τσοχατζόπουλο, στον Γιάννη Σμπώκο και σε άλλα πρόσωπα ήταν δικών του συμφερόντων. Ο ίδιος φέρεται να το επιβεβαίωσε και στην απολογία του στον ανακριτή, μετά την οποία κρίθηκε προφυλακιστέος και οδηγήθηκε στις Φυλακές Κορυδαλλού.
Στο έγγραφο, που φέρνει στη δημοσιότητα το Πρώτο Θέμα, φαίνεται πως ο Θωμάς Λιακουνάκος δημιούργησε την Interaction το 1999 με σκοπό δίνει μίζες στα πολιτικά πρόσωπα που τον διευκόλυναν να κερδίζει συμβόλαια για αγορά οπλικών συστημάτων αξίας εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ. Από το 1996 μέχρι το 2003 η αυτοκρατορία του Θωμά Λιακουνάκου εξασφάλισε συμβόλαια πώλησης όπλων στις ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις που αθροιστικά υπερβαίνουν τα 5,7 δισ. ευρώ. Μερικές δεκάδες εκατομμύρια από αυτά τα ποσά διανεμήθηκαν σε πολιτικά πρόσωπα, όπως οι Ακης Τσοχατζόπουλος και Γιάννης Σμπώκος, ώστε αυτοί να εγκρίνουν τις συμβάσεις.
Ο Θωμάς Λιακουνάκος αλλά και όσοι έπαιρναν τις μίζες είχαν δημιουργήσει ένα δίκτυο εταιρειών και μεσαζόντων ώστε να καλύπτουν τα ίχνη τους. Όπως γράφει το Πρώτο Θέμα, η διαδρομή ξεκινούσε από τις κατασκευάστριες εταιρείες, όπως η σουηδική Ericsson, που κέρδισε το συμβόλαιο για την προμήθεια των τεσσάρων ιπτάμενων ραντάρ, οι οποίες στη συνέχεια κατέβαλαν προμήθεια στον εν Ελλάδι αντιπρόσωπο Θωμά Λιακουνάκο για να τη διανείμει με τη σειρά του στους Τσοχατζόπουλο και Σμπώκο μέσα από δίκτυο άλλων υπεράκτιων εταιρειών και μεσαζόντων, οι οποίοι ενεργούσαν για λογαριασμό των ήδη καταδικασμένων σε πολυετείς καθείρξεις.
Σε πολλές περιπτώσεις, όπως στην υπόθεση των ιπτάμενων ραντάρ, φαίνεται πως η «ομερτά» μεταξύ των Λιακουνάκου, Τσοχατζόπουλου και Σμπώκου ξεκινούσε πριν από την υπογραφή της σύμβασης και οι «ωφέλιμες πληρωμές», δηλαδή η καταβολή των μιζών, συνεχίζονταν μέχρι και μία δεκαετία μετά, γεγονός που αν μη τι άλλο αποδεικνύει τη στενή συνεργασία και την εμπιστοσύνη μεταξύ των εμπόρων όπλων και των πολιτικών που ενέκριναν τις αγορές των οπλικών συστημάτων. Ο Λιακουνάκος φέρεται να δωροδοκούσε τον πρώην υπουργό Άμυνας και το δεξί του χέρι, Γιάννη Σμπώκο, επί μια δεκαετία, προκειμένου εκείνοι να ανάψουν το πράσινο φως για την προμήθεια των τεσσάρων ραντάρ από τη σουηδική Ericsson.
Όπως προκύπτει από το σχετικό έγγραφο της HSBC, που περιλαμβάνεται και στη δικογραφία, η εταιρεία Interaction είχε λάβει τα χρήματα από την Ericsson, τα οποία στη συνέχεια κατέληγαν στις τσέπες των Ακη Τσοχατζόπουλου και Γιάννη Σμπώκου. Το μοίρασμα των χρημάτων, σύμφωνα με το Πρώτο Θέμα, αναλάμβαναν στη συνέχει οι εταιρείες Highwood και Rea International, οι οποίες ελέγχονταν από τον Γιάννη Σμπώκο και συνεργάτες του, αφού πρώτα τα παράνομα εμβάσματα είχαν ταξιδέψει σε διάφορους λογαριασμούς σε τράπεζες της Ευρώπης προκειμένου να χαθούν τα ίχνη τους.
Στο έγγραφο, που φέρνει στη δημοσιότητα το Πρώτο Θέμα, φαίνεται πως ο Θωμάς Λιακουνάκος δημιούργησε την Interaction το 1999 με σκοπό δίνει μίζες στα πολιτικά πρόσωπα που τον διευκόλυναν να κερδίζει συμβόλαια για αγορά οπλικών συστημάτων αξίας εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ. Από το 1996 μέχρι το 2003 η αυτοκρατορία του Θωμά Λιακουνάκου εξασφάλισε συμβόλαια πώλησης όπλων στις ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις που αθροιστικά υπερβαίνουν τα 5,7 δισ. ευρώ. Μερικές δεκάδες εκατομμύρια από αυτά τα ποσά διανεμήθηκαν σε πολιτικά πρόσωπα, όπως οι Ακης Τσοχατζόπουλος και Γιάννης Σμπώκος, ώστε αυτοί να εγκρίνουν τις συμβάσεις.
Ο Θωμάς Λιακουνάκος αλλά και όσοι έπαιρναν τις μίζες είχαν δημιουργήσει ένα δίκτυο εταιρειών και μεσαζόντων ώστε να καλύπτουν τα ίχνη τους. Όπως γράφει το Πρώτο Θέμα, η διαδρομή ξεκινούσε από τις κατασκευάστριες εταιρείες, όπως η σουηδική Ericsson, που κέρδισε το συμβόλαιο για την προμήθεια των τεσσάρων ιπτάμενων ραντάρ, οι οποίες στη συνέχεια κατέβαλαν προμήθεια στον εν Ελλάδι αντιπρόσωπο Θωμά Λιακουνάκο για να τη διανείμει με τη σειρά του στους Τσοχατζόπουλο και Σμπώκο μέσα από δίκτυο άλλων υπεράκτιων εταιρειών και μεσαζόντων, οι οποίοι ενεργούσαν για λογαριασμό των ήδη καταδικασμένων σε πολυετείς καθείρξεις.
Σε πολλές περιπτώσεις, όπως στην υπόθεση των ιπτάμενων ραντάρ, φαίνεται πως η «ομερτά» μεταξύ των Λιακουνάκου, Τσοχατζόπουλου και Σμπώκου ξεκινούσε πριν από την υπογραφή της σύμβασης και οι «ωφέλιμες πληρωμές», δηλαδή η καταβολή των μιζών, συνεχίζονταν μέχρι και μία δεκαετία μετά, γεγονός που αν μη τι άλλο αποδεικνύει τη στενή συνεργασία και την εμπιστοσύνη μεταξύ των εμπόρων όπλων και των πολιτικών που ενέκριναν τις αγορές των οπλικών συστημάτων. Ο Λιακουνάκος φέρεται να δωροδοκούσε τον πρώην υπουργό Άμυνας και το δεξί του χέρι, Γιάννη Σμπώκο, επί μια δεκαετία, προκειμένου εκείνοι να ανάψουν το πράσινο φως για την προμήθεια των τεσσάρων ραντάρ από τη σουηδική Ericsson.
Όπως προκύπτει από το σχετικό έγγραφο της HSBC, που περιλαμβάνεται και στη δικογραφία, η εταιρεία Interaction είχε λάβει τα χρήματα από την Ericsson, τα οποία στη συνέχεια κατέληγαν στις τσέπες των Ακη Τσοχατζόπουλου και Γιάννη Σμπώκου. Το μοίρασμα των χρημάτων, σύμφωνα με το Πρώτο Θέμα, αναλάμβαναν στη συνέχει οι εταιρείες Highwood και Rea International, οι οποίες ελέγχονταν από τον Γιάννη Σμπώκο και συνεργάτες του, αφού πρώτα τα παράνομα εμβάσματα είχαν ταξιδέψει σε διάφορους λογαριασμούς σε τράπεζες της Ευρώπης προκειμένου να χαθούν τα ίχνη τους.
Το έγγραφο
Ο Θωμάς Λιακουνάκος αποδέχτηκε πως η Interaction ήταν δικών του συμφερόντων - την είχε ιδρύσει μαζί με ακόμη δύο άτομα, ένα εκ των οποίων έχει αποβιώσει -, ωστόσο υποστήριξε πως ο σκοπός της ίδρυσής της δεν ήταν αυτός που αναφέρεται στο κατηγορητήριο, αλλά να εξυπηρετηθούν νόμιμες επιχειρηματικές του δραστηριότητες. Ως διαχειριστή της εταιρείας κατονόμασε τον Βρετανό δικηγόρο και συγκατηγορούμενό του Peter Coleridge. Αναφερόμενος στο έγγραφο της HSBC που του παρουσιάστηκε ως απόδειξη της δράσης του, ο Θωμάς Λιακουνάκος φέρεται να αμφισβήτησε τη γνησιότητά του
Όπως σημειώνεται στο δημοσίευμα του Πρώτου Θέματος, από τη μέχρι τώρα πορεία των ερευνών από τις δικαστικές αρχές, οι οποίες ξεσκονίζουν τις συμβάσεις εξοπλιστικών προγραμμάτων που υπεγράφησαν την τελευταία 20ετία στην Ελλάδα, ιδιαίτερα εντυπωσιακό είναι το στοιχείο ότι οι δικαστικοί λειτουργοί που έχουν αναλάβει τις συγκεκριμένες έρευνες πέφτουν συνεχώς πάνω στα ίδια και τα ίδια πρόσωπα, που στις περισσότερες περιπτώσεις φαίνεται να αποτελούν τους ενδιάμεσους στη διακίνηση μαύρου χρήματος. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια των ερευνών εντοπίζεται συνεχώς νέο χρήμα από μίζες που προστίθενται στον πακτωλό των εκατομμυρίων τα οποία διακινήθηκαν στην Ελλάδα, με τελικούς, όπως προκύπτει, αποδέκτες πολιτικούς και άλλους κρατικούς αξιωματούχους. Τα πρόσωπα αυτά πρωταγωνιστούν τώρα και στη δικογραφία για την προμήθεια των τεσσάρων ιπτάμενων ραντάρ τύπου Erieye από τον σουηδικό κολοσσό Ericsson, τα οποία είχε αναλάβει να προμηθεύσει στην Πολεμική Αεροπορία ο Θωμάς Λιακουνάκος. Το πρόγραμμα αυτό κόστισε στο Ελληνικό Δημόσιο πάνω από 530 εκατ. ευρώ. Ηταν το 1999 όταν το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Εθνικής Αμυνας κατείχε ο Ακης Τσοχατζόπουλος, καταδικασμένος σήμερα σε 20 χρόνια κάθειρξη για μίζες από την προμήθεια των ρωσικών οπλικών συστημάτων Tor -M1. Δεξί του χέρι στο υπουργείο, ο Γιάννης Σμπώκος, ο οποίος έχει καταδικαστεί για την ίδια υπόθεση σε 16 χρόνια κάθειρξη.
Οι μίζες και οι διαδρομές
Σύμφωνα με τα στοιχεία της δικογραφίας, ο κατηγορούμενος επιχειρηματίας πριν και μετά την υπογραφή της εν λόγω σύμβασης και τουλάχιστον μέχρι το 2009 -δηλαδή για διάστημα σχεδόν δέκα ετών- κατέβαλε «χρηματικά ωφελήματα» τα οποία ανέρχονται τουλάχιστον στο ποσό των 756.291 δολαρίων, των 24.97.029 σουηδικών κορονών και επιπλέον των 1.601.777,7 ευρώ. Συνολικά (με βάση τη σημερινή ισοτιμία του ευρώ με το δολάριο και τη σουηδική κορόνα), μόνο για το πρόγραμμα των ιπτάμενων ραντάρ ο Θωμάς Λιακουνάκος κατηγορείται από την Ελληνική Δικαιοσύνη ότι «λάδωσε» με το ποσό των 4,9 εκατ. ευρώ εκείνους που είχαν ρόλο να προωθήσουν ή να μην παρακωλύσουν την προμήθεια των Erieye.
Χαρακτηριστικά αναφέρει η ανακρίτρια στο κατηγορητήριο που συνέταξε σε βάρος του επιχειρηματία για δωροδοκία και ξέπλυμα μαύρου χρήματος: «Τα χρήματα διακινήθηκαν σε διάφορες τράπεζες σε Ελλάδα, Ελβετία, Μόναχο και άλλες χώρες και σε ενδιάμεσους δήθεν δικαιούχους φυσικά και νομικά πρόσωπα και εν τέλει κατέληξαν στην Ελλάδα στον πρώην υπουργό Εθνικής Αμυνας Απόστολο-Αθανάσιο Τσοχατζόπουλο και τον πρώην γενικό διευθυντή του ίδιου υπουργείου Ιωάννη Σμπώκο ή άλλα άτομα που ενεργούσαν για λογαριασμό τους, προκειμένου αυτοί, κατά παράβαση του υπηρεσιακού τους καθήκοντος, να προωθήσουν στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους και των εν γένει καθηκόντων τους, εν πάση περιπτώσει να μην παρακωλύσουν για οποιονδήποτε λόγο την ανάθεση της εν λόγω προμήθειας στη σουηδική εταιρεία Ericsson».
Στο κατηγορητήριο αναφέρονται ακόμη ως συγκατηγορούμενοι του Λιακουνάκου οι Peter Coleridge, Bertil Hellstrom, Bengt Forssberg, Torbjorn Nilsson, Carl-Olof Blomqvist, Yngne Brogerg, Ronald Hagman, Sven Christer Nilsson και Kurt Hellstrom, καθώς και τρία ακόμη πρόσωπα άγνωστα μέχρι στιγμής στην ανάκριση.
Σε γράφημα των δικαστικών αρχών, το οποίο παρουσιάζει το Πρώτο Θέμα, καταγράφεται αναλυτικά η διαδρομή των χρημάτων μέσα από ένα δίκτυο εταιρειών, ώστε αυτά να φτάσουν κάποια στιγμή στους αποδέκτες τους στην Ελλάδα. Η σουηδική Ericsson, κύρια ανάδοχος της σύμβασης των ιπτάμενων ραντάρ, κατέθετε μεγάλα χρηματικά ποσά στον λογαριασμό που διατηρούσε η εταιρεία Interaction Limited -με πραγματικούς ιδιοκτήτες τον Θωμά Λιακουνάκο και τον συγκατηγορούμενό του Peter Coleridge- στην τράπεζα HSBC του Μονακό. Από την Interaction του Λιακουνάκου οι μίζες έφταναν στη Rea International και τη Highwood, που ελέγχονταν από τον Γιάννη Σμπώκο. Πίσω από τη Rea International -σύμφωνα με τη δικογραφία- βρίσκονται οι αδελφοί Πέτρος και Γεώργιος Χριστοδουλίδης, οι οποίοι είναι κατηγορούμενοι και στην υπόθεση της προμήθειας των γερμανικών υποβρυχίων, τα οποία κόστισαν στο Ελληνικό Δημόσιο 2,4 δισ. ευρώ. Σε ό,τι αφορά την εταιρεία Highwood, σύμφωνα με τη δικογραφία, αυτή είναι συμφερόντων του Γιάννη Σμπώκου και φέρεται να έχει εκπρόσωπο τον Γιώργο Καμάρη.
Ο Θωμάς Λιακουνάκος αποδέχτηκε πως η Interaction ήταν δικών του συμφερόντων - την είχε ιδρύσει μαζί με ακόμη δύο άτομα, ένα εκ των οποίων έχει αποβιώσει -, ωστόσο υποστήριξε πως ο σκοπός της ίδρυσής της δεν ήταν αυτός που αναφέρεται στο κατηγορητήριο, αλλά να εξυπηρετηθούν νόμιμες επιχειρηματικές του δραστηριότητες. Ως διαχειριστή της εταιρείας κατονόμασε τον Βρετανό δικηγόρο και συγκατηγορούμενό του Peter Coleridge. Αναφερόμενος στο έγγραφο της HSBC που του παρουσιάστηκε ως απόδειξη της δράσης του, ο Θωμάς Λιακουνάκος φέρεται να αμφισβήτησε τη γνησιότητά του
Όπως σημειώνεται στο δημοσίευμα του Πρώτου Θέματος, από τη μέχρι τώρα πορεία των ερευνών από τις δικαστικές αρχές, οι οποίες ξεσκονίζουν τις συμβάσεις εξοπλιστικών προγραμμάτων που υπεγράφησαν την τελευταία 20ετία στην Ελλάδα, ιδιαίτερα εντυπωσιακό είναι το στοιχείο ότι οι δικαστικοί λειτουργοί που έχουν αναλάβει τις συγκεκριμένες έρευνες πέφτουν συνεχώς πάνω στα ίδια και τα ίδια πρόσωπα, που στις περισσότερες περιπτώσεις φαίνεται να αποτελούν τους ενδιάμεσους στη διακίνηση μαύρου χρήματος. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια των ερευνών εντοπίζεται συνεχώς νέο χρήμα από μίζες που προστίθενται στον πακτωλό των εκατομμυρίων τα οποία διακινήθηκαν στην Ελλάδα, με τελικούς, όπως προκύπτει, αποδέκτες πολιτικούς και άλλους κρατικούς αξιωματούχους. Τα πρόσωπα αυτά πρωταγωνιστούν τώρα και στη δικογραφία για την προμήθεια των τεσσάρων ιπτάμενων ραντάρ τύπου Erieye από τον σουηδικό κολοσσό Ericsson, τα οποία είχε αναλάβει να προμηθεύσει στην Πολεμική Αεροπορία ο Θωμάς Λιακουνάκος. Το πρόγραμμα αυτό κόστισε στο Ελληνικό Δημόσιο πάνω από 530 εκατ. ευρώ. Ηταν το 1999 όταν το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Εθνικής Αμυνας κατείχε ο Ακης Τσοχατζόπουλος, καταδικασμένος σήμερα σε 20 χρόνια κάθειρξη για μίζες από την προμήθεια των ρωσικών οπλικών συστημάτων Tor -M1. Δεξί του χέρι στο υπουργείο, ο Γιάννης Σμπώκος, ο οποίος έχει καταδικαστεί για την ίδια υπόθεση σε 16 χρόνια κάθειρξη.
Οι μίζες και οι διαδρομές
Σύμφωνα με τα στοιχεία της δικογραφίας, ο κατηγορούμενος επιχειρηματίας πριν και μετά την υπογραφή της εν λόγω σύμβασης και τουλάχιστον μέχρι το 2009 -δηλαδή για διάστημα σχεδόν δέκα ετών- κατέβαλε «χρηματικά ωφελήματα» τα οποία ανέρχονται τουλάχιστον στο ποσό των 756.291 δολαρίων, των 24.97.029 σουηδικών κορονών και επιπλέον των 1.601.777,7 ευρώ. Συνολικά (με βάση τη σημερινή ισοτιμία του ευρώ με το δολάριο και τη σουηδική κορόνα), μόνο για το πρόγραμμα των ιπτάμενων ραντάρ ο Θωμάς Λιακουνάκος κατηγορείται από την Ελληνική Δικαιοσύνη ότι «λάδωσε» με το ποσό των 4,9 εκατ. ευρώ εκείνους που είχαν ρόλο να προωθήσουν ή να μην παρακωλύσουν την προμήθεια των Erieye.
Χαρακτηριστικά αναφέρει η ανακρίτρια στο κατηγορητήριο που συνέταξε σε βάρος του επιχειρηματία για δωροδοκία και ξέπλυμα μαύρου χρήματος: «Τα χρήματα διακινήθηκαν σε διάφορες τράπεζες σε Ελλάδα, Ελβετία, Μόναχο και άλλες χώρες και σε ενδιάμεσους δήθεν δικαιούχους φυσικά και νομικά πρόσωπα και εν τέλει κατέληξαν στην Ελλάδα στον πρώην υπουργό Εθνικής Αμυνας Απόστολο-Αθανάσιο Τσοχατζόπουλο και τον πρώην γενικό διευθυντή του ίδιου υπουργείου Ιωάννη Σμπώκο ή άλλα άτομα που ενεργούσαν για λογαριασμό τους, προκειμένου αυτοί, κατά παράβαση του υπηρεσιακού τους καθήκοντος, να προωθήσουν στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους και των εν γένει καθηκόντων τους, εν πάση περιπτώσει να μην παρακωλύσουν για οποιονδήποτε λόγο την ανάθεση της εν λόγω προμήθειας στη σουηδική εταιρεία Ericsson».
Στο κατηγορητήριο αναφέρονται ακόμη ως συγκατηγορούμενοι του Λιακουνάκου οι Peter Coleridge, Bertil Hellstrom, Bengt Forssberg, Torbjorn Nilsson, Carl-Olof Blomqvist, Yngne Brogerg, Ronald Hagman, Sven Christer Nilsson και Kurt Hellstrom, καθώς και τρία ακόμη πρόσωπα άγνωστα μέχρι στιγμής στην ανάκριση.
Σε γράφημα των δικαστικών αρχών, το οποίο παρουσιάζει το Πρώτο Θέμα, καταγράφεται αναλυτικά η διαδρομή των χρημάτων μέσα από ένα δίκτυο εταιρειών, ώστε αυτά να φτάσουν κάποια στιγμή στους αποδέκτες τους στην Ελλάδα. Η σουηδική Ericsson, κύρια ανάδοχος της σύμβασης των ιπτάμενων ραντάρ, κατέθετε μεγάλα χρηματικά ποσά στον λογαριασμό που διατηρούσε η εταιρεία Interaction Limited -με πραγματικούς ιδιοκτήτες τον Θωμά Λιακουνάκο και τον συγκατηγορούμενό του Peter Coleridge- στην τράπεζα HSBC του Μονακό. Από την Interaction του Λιακουνάκου οι μίζες έφταναν στη Rea International και τη Highwood, που ελέγχονταν από τον Γιάννη Σμπώκο. Πίσω από τη Rea International -σύμφωνα με τη δικογραφία- βρίσκονται οι αδελφοί Πέτρος και Γεώργιος Χριστοδουλίδης, οι οποίοι είναι κατηγορούμενοι και στην υπόθεση της προμήθειας των γερμανικών υποβρυχίων, τα οποία κόστισαν στο Ελληνικό Δημόσιο 2,4 δισ. ευρώ. Σε ό,τι αφορά την εταιρεία Highwood, σύμφωνα με τη δικογραφία, αυτή είναι συμφερόντων του Γιάννη Σμπώκου και φέρεται να έχει εκπρόσωπο τον Γιώργο Καμάρη.