Μάνα πες στους φασίστες…
Μάνα, μη φοβηθείς… Μάνα, μην κλάψεις…
Γιώργος Μουργής
από nostimonimar
από nostimonimar
Μάνα… Σε άκουσα να λες ότι δε θες να βάζεις στο στόμα σου το όνομα του φονιά
Μάνα, να το λες το όνομα του Ρουπακιά και κάθε φασίστα χρυσαυγίτη, κι ας είναι μαρτύριο κάθε φορά που τους κοιτάς στα μάτια.
Μάνα, να το λες θυμωμένα, αγριεμένα, κατάματα. Σιγά μην μπορούν να σε κοιτάξουν στα μάτια… Σιγά μην μπορούν να τα βάλουν με τα μάτια σου… Σιγά μην μπορούν να τα βάλουν με τη λευτεριά που μας χάρισε η ψυχή του Παύλου αντάμα με την ψυχή σου.
Μάνα, ο γιος σου δεν τα ’βαλε μόνο με τους χιτλερίσκους χρυσαυγίτες και τους κοπρόμυαλους που με την ψήφο τους ξεθάψαν απ’ την κόλαση το κακοφορμισμένο πτώμα του ναζισμού. Η φωνή του ξεμπρόστιαζε κι εκείνους που τους χρησιμοποιούν στα σκοτεινά, άνομα σχέδιά τους. Και να το ξέρεις, η φωνή και τα τραγούδια του θα εξακολουθούν να τους λιγοστεύουν, κι ας μην είναι πια μαζί μας.
Μάνα, θα χρειαστεί να περάσεις ξανά μαρτύριο. Ο Παύλος θα είναι εκεί κοντά σου να σε ζεσταίνει, να σε κρατά απ’ το χέρι. Το ίδιο που ’κανες εσύ εκείνο το ξημέρωμα στον θάλαμο. Ο Παύλος κρατάει την ψυχή του ζεστή, μαζί και τις δικές μας, από εκείνη τη νύχτα της τελευταίας αγκαλιάς που του χάρισες. Αυτή η ζεστασιά που κράτησες στα χέρια σου τραγουδιέται μέχρι τα σήμερα.
Μάνα, πες ξανά στους φασίστες χρυσαυγίτες ότι το αίμα του Παύλου από τη μαχαιρωμένη του καρδιά κυλάει ακόμη. Δεν θα στερέψει ποτέ, για να μη στεγνώσουν τα χέρια των φονιάδων και το ξεπλύνουν. Για να κουβαλάν το σημάδι του Παύλου και κάθε αντιφασίστα πάνω τους για πάντα.
Μάνα, σε κείνο το πεζοδρόμιο που τον κράτησε η Χρύσα για τελευταία φορά, τα τάγματα εφόδου των χρυσαυγιτών δεν ξαναπάτησαν. Τα εξαφάνισε ο γιος σου με την ψυχή του, κι όπως εκείνοι φύτεψαν το μαχαίρι στην καρδιά του, στην καρδιά μας ο Παύλος φύτεψε ένα μεγάλο δέντρο αντιφασιστικό, που θα καρπίζει για πάντα.
Μάνα, θέλω να αντέξεις όπως ο γιος σου άντεξε για να δείξει τον φονιά του. Να αντέξεις για να τους δείχνεις ότι δεν τους φοβόμαστε, όπως κι εκείνος δεν τους φοβήθηκε, για να τους δείχνεις ότι η δική μας λευτεριά είναι η λευτεριά που μας χάρισε ο γιος σου. Να δείχνεις τους φονιάδες που μολύνουν τις ψυχές μας, που ντροπιάζουν τις ζωές μας. Εμείς θα τους ξερνάμε στον βόθρο αλύπητα μέχρι να γίνουν ένα με τα απόβλητά τους.
Μάνα, πες στους φασίστες, αν νομίζουν ότι ξεμπέρδεψαν με μια μαχαιριά, τα δικά μας μαχαίρια για τη λευτεριά τα έχουμε ακονισμένα. Όσο κι αν πονάς, ο Παύλος είναι καλά εκεί πάνω. Ραπάρει αντάρτικα μαζί με όσους έπεσαν στις μάντρες, στα σκοπευτήρια, στις πλατείες απ’ τους φασίστες κι άφηναν τότε πίσω τους μανάδες μόνες σαν κι εσένα. Έχει μαζί του τον Αλέξη, τον Βαγγέλη, τον Θανάση, τον Σαχτζάτ.
Μάνα, πες στους φασίστες, ακόμη κι αν εμείς δεν ξέρουμε να γράφουμε τραγούδια με μουσική, τραγουδάμε το όνομά του μέσα από τα συνθήματά μας όπου κι αν βρεθούμε. Ο Παύλος ζει, μάνα. Τσάκισε τους ναζί μονάχος του εκείνο το βράδυ. Ο Παύλος ζει, μάνα, γιατί τους περίμενε «όσους τον απειλούσαν με πίσω μαχαιριές» φωνάζοντας «σιγά μη φοβηθώ!», με το κορμί ίσια μπροστά τους. Κι αν τα βράδια σού λείπει, μάζευε τα δάκρυα και φώναζέ μας να ερχόμαστε όλοι. Να ποτίζουμε το δέντρο που φύτεψε ο Παύλος στην Αμφιάλη. Να ξεδιψάει η ψυχή του. Να μένει δυνατή να πατάει με τα τραγούδια του τα φίδια στο κεφάλι.
Μάνα, σε αφήνω στην ησυχία σου, να ακούσεις πόση φασαρία κάνει ο Παύλος με την παρέα του και τα τραγούδια του. Αυτά που σκοτώνουν το κουφάρι κάθε φασίστα. Και μην ανάψεις φως. Δε χρειάζεται. Και σε σένα και σε ’μάς φέγγει το φως του γιου σου. Αυτό που μας χάρισε με τα μάτια του· «το φως της οικουμένης». Αυτό που σαν άσβεστη φωτιά κατακαίει τα σωθικά των φονιάδων του και σε ’μάς δείχνει τον δρόμο για να τους συναντήσουμε στη μάχη του αντιφασισμού για λογαριασμό του.
Μάγδα συγγνώμη, αλλά η μάνα του Παύλου και κάθε αντιφασίστα είναι και δική μας μάνα…