«Τρίτο κύμα» αντεργατικών μέτρων: Τα ψιλά γράμματα της έκθεσης Πισσαρίδη | Τάσος Γιαννόπουλος
Σε «δόσεις» φαίνεται ότι θα ολοκληρωθεί η πλήρης απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων
Το πρώτο μεγάλο χτύπημα στις εργασιακές σχέσεις επετεύχθη το φθινόπωρο του 20019 με το «αναπτυξιακό νομοσχέδιο» με το οποίο, μεταξύ άλλων, θεσπίστηκαν ρήτρες απόκλισης από τις κλαδικές συμβάσεις εργασίας και έγινε ουσιαστικά αδύνατη η μονομερής προσφυγή των συνδικάτων στη διαιτησία, στις περιπτώσεις που οι εργοδότες δεν συμφωνούν στην υπογραφή συλλογικής σύμβασης. Είχε, προηγηθεί, το καλοκαίρι του 2019, η υποβάθμιση του ΣΕΠΕ, η κατάργηση της αιτιολογημένης απόλυσης και η κατάργηση της συνευθύνης αρχικού εργοδότη - εργολάβου.
Αυτήν την περίοδο ετοιμάζεται ακόμα ένα ακόμα νομοσχέδιο - σάρωμα εργατικών και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων (έχουμε αναφερθεί αναλυτικά) που θα παγιώσει τις απλήρωτες υπερωρίες, θα δυσχεράνει την πραγματοποίηση απεργιών και θα απονεκρώσει το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας.
Φαίνεται όμως ότι η νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση δεν σταματάει εδώ. Με βάση τις προτάσεις της επιτροπής Πισσαρίδη (δόθηκε στη δημοσιότητα την Τρίτη 24/11/20), μπαίνουν στο τραπέζι από τώρα νέες αλλαγές τόσο στα εργασιακά, όσο και στο σύνολο της κοινωνικής πολιτικής (επιδόματα, φροντίδα υπερηλίκων κ.α.).
Εστιάζοντας στις προτάσεις για την Εργασία, αξίζει να κρατήσουμε ότι, η επιτροπή Πισσαρίδη, με πρόσχημα την ανάγκη για «αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας» (η χαμηλή παραγωγικότητα οφείλεται στην «απουσία των κατάλληλων δεξιοτήτων καθώς και την περιορισμένη κινητικότητα μεταξύ θέσεων εργασίας»), εισηγείται μεταξύ άλλων:
α) Αυξομειούμενο επίδομα ανεργίας: προτείνει δηλαδή τον «επανασχεδιασμό του επιδόματος ανεργίας», ώστε να μην είναι σταθερό και συνδεδεμένο με τον κατώτατο μισθό αλλά με τις προηγούμενες αμοιβές του ανέργου. Να οριστεί δηλαδή, στο 55% του μέσου μηνιαίου μισθού του ανέργου στα προηγούμενα 3 έτη, με ανώτατο όριο επιδόματος τα 1.200 ευρώ για έξι μήνες, αντί για δώδεκα μήνες που είναι τώρα. Θα πληρώνεται υπό την προϋπόθεση ότι ο άνεργος αναζητά ενεργά εργασία ή συμμετέχει σε προγράμματα κατάρτισης. Ρίχνει, με απλά λόγια, την ευθύνη για την μη εύρεση εργασίας στον ίδιο τον άνεργο.
Αν ο άνεργος μετά τους 6 μήνες παρά τις ενεργές προσπάθειες για εύρεση εργασίας δεν έχει βρει δουλειά, θα λαμβάνει για έως επιπλέον 6 μήνες, το επίδομα ανεργίας στο επίπεδο που είναι σήμερα, δηλ. στο 55% του κατώτατου μισθού. Η χρηματοδότηση του επιδόματος ανεργίας θα μπορούσε να προέλθει από τα αποθεματικά του ΟΑΕΔ.
β) χαμηλό επίπεδο κατώτατου μισθού, ο οποίος θα αποφασίζεται πλέον από «Συμβούλιο Εμπειρογνωμόνων», χωρίς τη συμμετοχή των εργατικών οργανώσεων (βλέπε «ομάδες συμφερόντων»!): όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, η έκθεση, «αν ο κατώτατος μισθός καθοριστεί σε πολύ υψηλό επίπεδο, αυτό μπορεί να αυξήσει την ανεργία, αποκλείοντας από την αγορά εργασίας άτομα με χαμηλές δεξιότητες. Οι άνεργοι είναι οι μεγάλοι χαμένοι σε αυτή την περίπτωση, καθώς οι προοπτικές να βρουν εργασία μειώνονται. Ο κατώτατος μισθός επομένως θα πρέπει να καθορίζεται με οικονομικά ορθολογικό τρόπο, λαμβάνοντας υπόψη τα συμφέροντα ων εχόντων εργασία αλλά και των ανέργων».
Ο κατώτατος μισθός «θα πρέπει να αποφασίζεται από ένα Συμβούλιο Εμπειρογνωμόνων με τριετή θητεία (ώστε να μη συμπίπτει απαραίτητα με τον πολιτικό κύκλο μιας κυβέρνησης). Τα μέλη του συμβουλίου θα πρέπει να είναι διαπρεπείς προσωπικότητες, από τον πανεπιστημιακό χώρο μεταξύ άλλων, με γνώση των οικονομικών και κοινωνικών θεμάτων, και δεν θα πρέπει να εκπροσωπούν ομάδες συμφερόντων».
Η κυβέρνηση θα πρέπει να θεωρεί την πρόταση του Συμβουλίου δεσμευτική ενώ δεν θα υπάρχει πλέον τυπική διασύνδεση μεταξύ του επιπέδου του κατώτατου μισθού και οποιωνδήποτε μεταβιβάσεων από το κράτος, επιδομάτων, συντάξεων, κλπ.
γ) Περαιτέρω «απελευθέρωση» των απολύσεων (το ονομάζει «Προσαρμογή Εργατικού Δυναμικού»): εδώ η πρόταση δεν είναι τόσο λεπτομερής αλλά προδιαθέτει για παρεμβάσεις που θα αφήνουν απροστάτευτους τους εργαζόμενους, πάντα με την πρόφαση την ανάγκη δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας. Με τα λόγια της επιτροπής, «περιορισμοί στη δυνατότητα μιας επιχείρησης να μεταβάλλει τον αριθμό των απασχολούμενων αποθαρρύνουν τη δημιουργία θέσεων εργασίας και εμποδίζουν την ανακατανομή του εργατικού δυναμικού προς επιτυχημένους και αναπτυσσόμενους τομείς και επιχειρήσεις. Η διασφάλιση των κανονισμών υγείας και ασφάλειας, καθώς και η αποτροπή διακρίσεων είναι ύψιστης σημασίας, το ίδιο και η προστασία των εργαζομένων από αθέμιτες απολύσεις»...
δ) Υπερωρίες (και μάλιστα απλήρωτες) μέχρι τη δύση του ηλίου; Κεντρική θέση έχει επίσης η πρόταση για «εξορθολογισμό της χρήσης και του κόστους των υπερωριών». Χωρίς να το εξειδικεύει η επιτροπή, μπορεί εύκολα κάποιος να φανταστεί τι θα σημαίνει αυτό για τα ωράρια. «Η ευελιξία στη χρήση υπερωριών είναι σημαντική για την οικονομική δραστηριότητα. Το κόστος των υπερωριών είναι σκόπιμο να ευθυγραμμιστεί με εκείνο σε άλλα κράτη μέλη της ΕΕ», αναφέρει χαρακτηριστικά. Με τον ευφημισμό του «εξορθολογισμού» προτείνεται και η κατάργηση της «εκ των προτέρων ενημέρωσης για υπερωριακή απασχόληση για την κάλυψη έκτακτων αναγκών». Βέβαια, οι προτάσεις αυτές ίσως καταστούν αχρείαστες και περιττές μετά το επικείμενο νομοθέτημα Βρούτση για τις απλήρωτες υπερωρίες.
ε) Όλα τα υπόλοιπα επιδόματα σε ένα: προτείνεται η ενοποίηση των επιδομάτων σε ένα, με εξαίρεση των επιδομάτων ανεργίας, αναπηρίας και στέγασης που θα καταβάλλεται στους αδύναμους οφειλέτες. Το ενοποιημένο αυτό επίδομα θα πρέπει να δίνεται σε άτομα με χαμηλό οικογενειακό εισόδημα ακόμη και εάν εργάζονται και να είναι σχεδιασμένο ώστε να ενισχύει τα κίνητρα για την εργασία. Η διαχείριση των επιδομάτων θα πρέπει να γίνεται μέσω μιας ενιαίας ψηφιακής πύλης, με έλεγχο των εισοδοημάτων από τις φορολογικές αρχές, με σημαντικές αλλαγές στον τομέα των τεκμηρίων.
Στον σχεδιασμό αυτό σημαντικό ρόλο διαδραματίσει το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα (ΕΕΕ). Στην έκθεση προτείνεται η σταδιακά απόσυρσή του όταν ο μισθός του δικαιούχου αυξάνεται, σε συνδυασμό με ένα νέο επίδομα Εργασίας (ΕΕΡΓ). Ένα άτομο που δεν εργάζεται και δεν έχει άλλα εισοδήματα θα λαμβάνει το ΕΕΕ. Εάν αρχίσει να εργάζεται, τότε συνεχίζει να λαμβάνει το ΕΕΕ, καθώς επιπλέον και το ΕΕΡΓ, έως ένα ανώτατο όριο. Αύξηση του εισοδήματος πάνω από το όριο αυτό θα συνεπάγεται σταδιακή μείωση του συνολικού επιδόματος, μέχρι αυτό να μηδενιστεί. Προκειμένου δε, το κόστος ενός συστήματος που συνδυάζει το ΕΕΕ με το ΕΕΡΓ θα πρέπει να προσδιοριστεί σε «εφικτά» επίπεδα, οι Σοφοί προτείνουν τον εξορθολογισμό των υπόλοιπων επιδομάτων και συγχώνευσής τους με το ΕΕΕ και το ΕΕΡΓ.