Το “Καθεστώς Ερντογάν” και η θηλιά στην Τουρκική Δημοκρατία
του Θωμά Σίδερη
Ανέκαθεν οι τουρκικές κυβερνήσεις έχτιζαν και παραμετροποιούσαν το δικό τους βαθύ κράτος. Ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν πρωτοτύπησε και σε αυτό. Αφού το αποκήρυξε με μανία τη δεκαετία του ’90, στη συνέχεια δημιούργησε το πιο βαθύ και πιο σκοτεινό κράτος της σύγχρονης τουρκικής δημοκρατίας. Είναι το διαβόητο “καθεστώς Ερντογάν”.
Από το 2013 και μετά, η παρέμβαση του “καθεστώτος Ερντογάν” στα μέσα ενημέρωσης ήταν απροκάλυπτη και ωμή. Με μοναδικό επιχείρημα την προσβολή του προσώπου του, βλέποντας παντού ορατούς και αόρατους εχθρούς της τουρκικής δημοκρατίας και ενεργοποιώντας το άρθρο 21 του νόμου 6572, ο Ερντογάν έβαλε τους δημοσιογράφους με την πλάτη σοτν τοίχο, έστησε σκηνές εκφοβισμού και κατατρομάκράτησής τους, έφτιαξε σκηνικά εξοντωτικών ανακρίσεων και άνοιξε τις πόρτες των κελιών για δεκάδες εκατοντάδες ανθρώπους των μέσων ενημέρωσης που απλώς δεν ήταν φερέφωνά του.
Σε αυτό ακριβώς το κρίσιμο χρονικό διάστημα, όπου ο “Σουλτάνος του Βοσπόρου” ξεδίπλωσε πλήρως τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του, φιμώνοντας κάθε αντίθετη φωνή, αναφέρεται μια 95σελιδη έκθεση τεσσάρων κορυφαίων βρετανών νομικών που είδε πρόσφατα το φως της δημοσιότητας. Ειδικότερα, συντάκτες της έκθεσης είναι ο λόρδος Γουλφ, πρώην αρχιδικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Βρετανίας, ο καθηγητής Τζέφρυ Τζόουελ, διοικητής του κέντρου Μπίνγκχαμ για το Κράτος Δικαίου και ηγετική φυσιογνωμία σε θέματα δημόσιου δικαίου, ο Έντουαρντ Γκαρνιέ, βουλευτής των Συντηρητικών, γενικός δικηγόρος και πρώην Γενικός Εισαγγελέας για την Αγγλία και Ουαλία και η Σάρα Πεϊλίν, δικηγόρος, με ειδίκευση στους νόμους για τα μέσα ενημέρωσης και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Προσεγγίζοντας τον περιορισμό της ελευθερίας του τύπου περιπτωσιολογικά, καταλήγει σε ένα ενδιαφέρον όσο και τεκμηριωμένο συμπέρασμα: η τουρκική κυβέρνηση θα πρέπει να παραπεμφθεί στο Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για τα εγκλήματα που έχει διαπράξει κατά της ελευθερίας της έκφρασης και του τύπου.
Μία από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι ο Χιδεγιάτ Καρατζά, έγκλειστος στις τουρκικές φυλακές εδώ και πολλούς μήνες. Ο Καρατζά είναι γενικός διευθυντής στον όμιλο Σαμανιολού, με 14 τηλεοπτικούς σταθμούς στην κατοχή του, οι οποίοι κατά το “καθεστώς Ερντογάν” βρίσκονται κοντά στο κίνημα Χιζμέτ ή εκφράζουν εν πολλοίς τις θέσεις του. Το ίδιο ανελέητο κυνηγητό έχουν υποστεί και εργαζόμενοι στην εφημερίδα Ζαμάν, τη μεγαλύτερη σε κυκλοφορία τουρκική εφημερίδα. Όπως όμως τονίζεται στην έκθεση, δεν είναι μόνο οι δημοσιογράφοι που δέχονται επιθέσεις επειδή ασκούν κριτική στον Ερντογάν και αυτόματα κατηγοριοποιούνται ως “εχθροί του κράτους” και “υποστηρικτές του Χιζμέτ”, είναι και απλοί πολίτες που εικάζεται ότι υποστηρίζουν το κίνημα.
Την ίδια ώρα που ο Τούρκος Πρόεδρος ζητά ευρωπαϊκή δίοδο και η Γερμανίδα Καγκελάριος άφησε κάποια χαραμάδα μετά την πρόσφατη επίσκεψή της στην Άγκυρα, η έκθεση των Βρετανών δικηγόρων αναφέρει χαρακτηριστικά ότι έχει ανατραπεί σε μεγάλο βαθμό το μεταρρυθμιστικό πλαίσιο που είχε θέσει ως όρο η Ευρωπαϊκή Ένωση στην Τουρκία όσον αφορά στις ενταξιακές διαδικασίες. Σημειώνει, μάλιστα, ότι σαράντα χιλιάδες αστυνομικοί, δικαστικοί υπάλληλοι, δικαστές και εισαγγελείς έχουν μετατεθεί, φυλακιστεί ή έχουν χάσει τις θέσεις τους είτε γιατί ενεπλάκησαν στη διερεύνηση των σκανδάλων διαφθοράς -όπου εμπλέκονται τουλάχιστον τέσσερις πρώην υπουργοί και φυσικά ο ίδιος ο Τούρκος Πρόεδρος- είτε γιατί εμφανίζονται ως υποστηρικτές του κινήματος Χιζμέτ.
Ο κατάλογος των δημοσιογράφων που απειλούνται, δέχονται δολοφονικές επιθέσεις, προσάγονται στα ανακριτικά γραφεία ή φυλακίζονται, όπως καταγράφεται και στην έκθεση των βρετανών δικηγόρων, φαίνεται πως δεν έχει τέλος. Ήδη νέα κρούσματα καταγράφηκαν πριν μερικές εβδομάδες όταν αρθογράφοι της εφημερίδας Σοτζού καταδικάστηκαν σε ένα χρόνο φυλάκιση για προσβολή του Τούρκου Προέδρου και ο αρχισυντάκτης του καθημερινού φύλλου της Ζαμάν οδηγήθηκε εκ νέου στη φυλακή την εβδομάδα που αποκαλύφθηκε ότι ο γιος του Ερντογάν, Μπιλάλ, διέφυγε οικογενειακώς στην Ιταλία. Τον περασμένο Σεπτέμβριο οικονομικοί εισαγγελείς εισέβαλαν στην εφημερίδα Μπουγκούν, μέλος του Ιπέκ Μίντια Γκρουπ, όταν αποκάλυψε τις όχι και τόσο υπόγειες σχέσεις του “καθεστώτος Ερντογάν” με το ISIS, ενώ την τελευταία εβδομάδα προ των εκλογών, με κατευθυνόμενες ενέργειες της Άγκυρας, επιχειρήθηκε η αλλαγή των διοικητικών συμβουλίων σε 22 εταιρείες του ομίλου Κόζα Ιπέκ Χόλντιγκ λόγω της κριτικής στάσης των μέσων ενημέρωσης που έχει στην κατοχή του έναντι του Ερντογάν. Το κερασάκι στην τούρτα είναι βέβαια ο ίδιος ο Τούρκος πρόεδρος, ο οποίος αφού κατέστησε τον δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό TRT ως τέλειο μηχανισμό προπαγάνδας του καθεστώτος του, προσπαθεί να ελέγξει και ένα μεγάλο μέρος των ιδιωτικών ΜΜΕ. Άλλοτε απειλώντας και εκβιάζοντας τους ιδιοκτήτες του με οικονομικούς εισαγγελείς και άλλοτε προσφέροντας ζεστό χρήμα στις κατασκευαστικές και άλλες επιχειρήσεις που συνδέονται με μιντιακούς ομίλους.
Το κατέβασμα των διακοπτών των μέσων κοινωνικής δικτύωσης με προσωπική εντολή του Ερντογάν κατά τη διάρκεια των αιματηρών γεγονότων του Γκεζί, εξαφανίζοντας την Τουρκία από τον παγκόσμιο χάρτη του διαδικτύου, ή η απαγόρευση της μεταβατικής κυβέρνησης Νταβούτογλου για αποκλεισμό οποιασδήποτε μορφήςuploading από την πολύνεκρη βομβιστική επίθεση της Άγκυρας, αποτελούν απλώς δύο κόμπους του “καθεστώτος Ερνοτγάν” στη θηλιά που έχει βάλει εδώ και χρόνια στην τουρκική δημοκρατία.
Ανέκαθεν οι τουρκικές κυβερνήσεις έχτιζαν και παραμετροποιούσαν το δικό τους βαθύ κράτος. Ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν πρωτοτύπησε και σε αυτό. Αφού το αποκήρυξε με μανία τη δεκαετία του ’90, στη συνέχεια δημιούργησε το πιο βαθύ και πιο σκοτεινό κράτος της σύγχρονης τουρκικής δημοκρατίας. Είναι το διαβόητο “καθεστώς Ερντογάν”.
Από το 2013 και μετά, η παρέμβαση του “καθεστώτος Ερντογάν” στα μέσα ενημέρωσης ήταν απροκάλυπτη και ωμή. Με μοναδικό επιχείρημα την προσβολή του προσώπου του, βλέποντας παντού ορατούς και αόρατους εχθρούς της τουρκικής δημοκρατίας και ενεργοποιώντας το άρθρο 21 του νόμου 6572, ο Ερντογάν έβαλε τους δημοσιογράφους με την πλάτη σοτν τοίχο, έστησε σκηνές εκφοβισμού και κατατρομάκράτησής τους, έφτιαξε σκηνικά εξοντωτικών ανακρίσεων και άνοιξε τις πόρτες των κελιών για δεκάδες εκατοντάδες ανθρώπους των μέσων ενημέρωσης που απλώς δεν ήταν φερέφωνά του.
Σε αυτό ακριβώς το κρίσιμο χρονικό διάστημα, όπου ο “Σουλτάνος του Βοσπόρου” ξεδίπλωσε πλήρως τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του, φιμώνοντας κάθε αντίθετη φωνή, αναφέρεται μια 95σελιδη έκθεση τεσσάρων κορυφαίων βρετανών νομικών που είδε πρόσφατα το φως της δημοσιότητας. Ειδικότερα, συντάκτες της έκθεσης είναι ο λόρδος Γουλφ, πρώην αρχιδικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Βρετανίας, ο καθηγητής Τζέφρυ Τζόουελ, διοικητής του κέντρου Μπίνγκχαμ για το Κράτος Δικαίου και ηγετική φυσιογνωμία σε θέματα δημόσιου δικαίου, ο Έντουαρντ Γκαρνιέ, βουλευτής των Συντηρητικών, γενικός δικηγόρος και πρώην Γενικός Εισαγγελέας για την Αγγλία και Ουαλία και η Σάρα Πεϊλίν, δικηγόρος, με ειδίκευση στους νόμους για τα μέσα ενημέρωσης και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Προσεγγίζοντας τον περιορισμό της ελευθερίας του τύπου περιπτωσιολογικά, καταλήγει σε ένα ενδιαφέρον όσο και τεκμηριωμένο συμπέρασμα: η τουρκική κυβέρνηση θα πρέπει να παραπεμφθεί στο Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για τα εγκλήματα που έχει διαπράξει κατά της ελευθερίας της έκφρασης και του τύπου.
Μία από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι ο Χιδεγιάτ Καρατζά, έγκλειστος στις τουρκικές φυλακές εδώ και πολλούς μήνες. Ο Καρατζά είναι γενικός διευθυντής στον όμιλο Σαμανιολού, με 14 τηλεοπτικούς σταθμούς στην κατοχή του, οι οποίοι κατά το “καθεστώς Ερντογάν” βρίσκονται κοντά στο κίνημα Χιζμέτ ή εκφράζουν εν πολλοίς τις θέσεις του. Το ίδιο ανελέητο κυνηγητό έχουν υποστεί και εργαζόμενοι στην εφημερίδα Ζαμάν, τη μεγαλύτερη σε κυκλοφορία τουρκική εφημερίδα. Όπως όμως τονίζεται στην έκθεση, δεν είναι μόνο οι δημοσιογράφοι που δέχονται επιθέσεις επειδή ασκούν κριτική στον Ερντογάν και αυτόματα κατηγοριοποιούνται ως “εχθροί του κράτους” και “υποστηρικτές του Χιζμέτ”, είναι και απλοί πολίτες που εικάζεται ότι υποστηρίζουν το κίνημα.
Την ίδια ώρα που ο Τούρκος Πρόεδρος ζητά ευρωπαϊκή δίοδο και η Γερμανίδα Καγκελάριος άφησε κάποια χαραμάδα μετά την πρόσφατη επίσκεψή της στην Άγκυρα, η έκθεση των Βρετανών δικηγόρων αναφέρει χαρακτηριστικά ότι έχει ανατραπεί σε μεγάλο βαθμό το μεταρρυθμιστικό πλαίσιο που είχε θέσει ως όρο η Ευρωπαϊκή Ένωση στην Τουρκία όσον αφορά στις ενταξιακές διαδικασίες. Σημειώνει, μάλιστα, ότι σαράντα χιλιάδες αστυνομικοί, δικαστικοί υπάλληλοι, δικαστές και εισαγγελείς έχουν μετατεθεί, φυλακιστεί ή έχουν χάσει τις θέσεις τους είτε γιατί ενεπλάκησαν στη διερεύνηση των σκανδάλων διαφθοράς -όπου εμπλέκονται τουλάχιστον τέσσερις πρώην υπουργοί και φυσικά ο ίδιος ο Τούρκος Πρόεδρος- είτε γιατί εμφανίζονται ως υποστηρικτές του κινήματος Χιζμέτ.
Ο κατάλογος των δημοσιογράφων που απειλούνται, δέχονται δολοφονικές επιθέσεις, προσάγονται στα ανακριτικά γραφεία ή φυλακίζονται, όπως καταγράφεται και στην έκθεση των βρετανών δικηγόρων, φαίνεται πως δεν έχει τέλος. Ήδη νέα κρούσματα καταγράφηκαν πριν μερικές εβδομάδες όταν αρθογράφοι της εφημερίδας Σοτζού καταδικάστηκαν σε ένα χρόνο φυλάκιση για προσβολή του Τούρκου Προέδρου και ο αρχισυντάκτης του καθημερινού φύλλου της Ζαμάν οδηγήθηκε εκ νέου στη φυλακή την εβδομάδα που αποκαλύφθηκε ότι ο γιος του Ερντογάν, Μπιλάλ, διέφυγε οικογενειακώς στην Ιταλία. Τον περασμένο Σεπτέμβριο οικονομικοί εισαγγελείς εισέβαλαν στην εφημερίδα Μπουγκούν, μέλος του Ιπέκ Μίντια Γκρουπ, όταν αποκάλυψε τις όχι και τόσο υπόγειες σχέσεις του “καθεστώτος Ερντογάν” με το ISIS, ενώ την τελευταία εβδομάδα προ των εκλογών, με κατευθυνόμενες ενέργειες της Άγκυρας, επιχειρήθηκε η αλλαγή των διοικητικών συμβουλίων σε 22 εταιρείες του ομίλου Κόζα Ιπέκ Χόλντιγκ λόγω της κριτικής στάσης των μέσων ενημέρωσης που έχει στην κατοχή του έναντι του Ερντογάν. Το κερασάκι στην τούρτα είναι βέβαια ο ίδιος ο Τούρκος πρόεδρος, ο οποίος αφού κατέστησε τον δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό TRT ως τέλειο μηχανισμό προπαγάνδας του καθεστώτος του, προσπαθεί να ελέγξει και ένα μεγάλο μέρος των ιδιωτικών ΜΜΕ. Άλλοτε απειλώντας και εκβιάζοντας τους ιδιοκτήτες του με οικονομικούς εισαγγελείς και άλλοτε προσφέροντας ζεστό χρήμα στις κατασκευαστικές και άλλες επιχειρήσεις που συνδέονται με μιντιακούς ομίλους.
Το κατέβασμα των διακοπτών των μέσων κοινωνικής δικτύωσης με προσωπική εντολή του Ερντογάν κατά τη διάρκεια των αιματηρών γεγονότων του Γκεζί, εξαφανίζοντας την Τουρκία από τον παγκόσμιο χάρτη του διαδικτύου, ή η απαγόρευση της μεταβατικής κυβέρνησης Νταβούτογλου για αποκλεισμό οποιασδήποτε μορφήςuploading από την πολύνεκρη βομβιστική επίθεση της Άγκυρας, αποτελούν απλώς δύο κόμπους του “καθεστώτος Ερνοτγάν” στη θηλιά που έχει βάλει εδώ και χρόνια στην τουρκική δημοκρατία.