Περί έθνους- Η ελληνική ιδιαιτερότητα
Ο ποιητής και ζωγράφος Νίκος Εγγονόπουλος πίστευε στη συνέχεια του ελληνικού έθνους, γράφει ο Μίκης στην επιστολή που είχε στείλει στην εφημερίδα «Καθημερινή», τον Μάρτιο του 2007, με τίτλο «Ο ψεύτικος μανδύας της δήθεν προοδευτικότητας».
Ήταν η εποχή που η «σχολή» των Αρνητών της ελληνικότητας εγκαινίαζε μια νέα επιθετική τακτική με στόχο, αυτή τη φορά, τους μαθητές του Δημοτικού και με αιχμή του δόρατος το βιβλίο της ΣΤ’ Δημοτικού, το οποίο, πέραν του αντιπαιδαγωγικού του περιεχομένου, αποδομούσε τους αγώνες του έθνους για την ελευθερία. Απέναντί τους συντάχθηκαν οι δάσκαλοι και οι διανοητές του δημοκρατικού πατριωτικού χώρου και της πατριωτικής Αριστεράς.
Ο Θεοδωράκης συμμετέχει στον δημόσιο διάλογο– που είχε πάρει διαστάσεις ανοιχτής αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο «σχολών» σκέψης– για το βιβλίο της ΣΤ’ Δημοτικού και ξεκινά ένα νέο αγώνα: Αυτόν της υπεράσπισης της εθνικής μας ταυτότητας. (Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι ο τότε υπουργός Παιδείας Ευριπίδης Στυλιανίδης απέσυρε το βιβλίο από τα σχολεία).
Τον Ιούλιο του 2007, εκδίδεται το βιβλίο των Γιώργου Κοντογιώργη και Μίκη Θεοδωράκη με τίτλο «Ελληνικότητα και “διανόηση”». Με το παρόν πόνημα θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε το κείμενο του Θεοδωράκη «Για το πρόβλημα της ελληνικότητας», το οποίο συμπεριλαμβάνεται στην κοινή έκδοση και παρατίθεται αυτούσιο στους «Μονολόγους στο Λυκαυγές».
Οι δύο συγγραφείς εξηγούν ιστορικά το φαινόμενο της άρνησης της συνέχειας του ελληνικού έθνους από τους κύκλους της «εκσυγχρονιστικής διανόησης» (η οποία διαπλέκεται με την υποταγμένη στις ευρωπαϊκές Δυνάμεις ολιγαρχία), εντοπίζουν τη ρίζα και τους λόγους της άρνησης του ελληνικού ανθρωποκεντρικού παραδείγματος και προτείνουν μια άλλη θέαση της ελληνικής ιστορίας. Δεν συντάσσονται, όμως, πλάι στην παραδοσιακή σχολή της ιστοριογραφίας, αντιθέτως πιστεύουν ότι αυτή παραμορφώνει «τον χαρακτήρα της ελληνικής εξέλιξης και ταυτότητας στην προσπάθειά της να επεξεργασθεί έναν ελληνισμό εμπνεόμενη από τους εθνικισμούς της Δύσης». Αντιλαμβάνονται την ελληνικότητα «όχι ως ένα στοιχείο έπαρσης και στείρου εθνικισμού αλλά ως περιεχόμενο και κώδικα ζωής».
Ο Θεοδωράκης συμφωνεί με τη θεωρία του Κοντογιώργη για «το ελληνικό κοσμοσύστημα» και προσθέτει τον καθοριστικό ρόλο της ελληνικής γλώσσας και Τέχνης (κυρίως της δημοτικής ποίησης και του δημοτικού τραγουδιού) στη διατήρηση της ελληνικής συλλογικής συνείδησης, της εθνικής ταυτότητας και στη διαιώνιση της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Το ελληνικό ανθρωποκεντρικό γινόμενο και το πρωτοανθρωποκεντρικό πρόταγμα της Δύσης
Οι δύο συγγραφείς ομονοούν ότι «το έθνος δεν σηματοδοτεί απλώς το ανήκειν σε μια κοινή ταυτότητα αλλά το ανήκειν εν ελευθερία». Ο άνθρωπος που βιώνει μία κατάσταση ατομικής ελευθερίας αρχίζει να συγκροτεί μια προσωπική συνείδηση, η οποία εξελίσσεται σε συλλογική συνείδηση και συνείδηση κοινωνίας, όταν αρχίζει να «διαλογίζεται για το “είναι” του, για την ύπαρξή του, για την κοινωνική του υπόσταση, για τον “άλλον”».
Οι ιστορικές ρίζες του ελληνικού έθνους συνδέονται με τη συγκρότηση της ανθρωποκεντρική κοινωνίας «από την εποχή των κρητομυκηναϊκών χρόνων έως τις παρυφές του 20ου αιώνα». Εδώ να επισημάνουμε ότι ούτε ο Θεοδωράκης ούτε ο Κοντογιώργης ισχυρίζονται ότι η έννοια του έθνους παραμένει ίδια ανά τους αιώνες. Αντίθετα επισημαίνουν ότι «μέσα στο πέρασμα του χρόνου και ιδίως στη διάρκεια της οικουμενικής φάσης του ελληνικού κοσμοσυστήματος, η έννοια του έθνους θα εξελιχθεί, θα ενσωματώσει διάφορα στοιχεία, συνακόλουθα με τις μεταμορφώσεις του ελληνισμού και τον ρόλο του στην Ιστορία, θα γίνει δε χωνευτήρι των εθνοτήτων– χωρίς να τις καταργεί–, οι οποίες έρχονταν σε επαφή μαζί του»(234). Στο πλαίσιο αυτό, ο ελληνισμός θα ενσωματώσει τη ρωμιοσύνη και στη συνέχεια τον χριστιανισμό, όπου στο πρόσωπο της Ορθοδοξίας θα βρει την ελληνική εκδοχή του.
Ο Θεοδωράκης και ο Κοντογιώργης εντοπίζουν την αντίθεση μεταξύ του ελληνικού και του ευρωπαϊκού παραδείγματος στο γεγονός ότι κατά την περίοδο που στην Ευρώπη δημιουργούνται τα έθνη (δηλαδή μόλις στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα), ο ελληνισμός είναι ήδη από αιώνες συγκροτημένος πολιτικά «ως κοσμοσύστημα μικρής κλίμακας με γνώμονα τη θεμελιώδη κοινωνία της πόλης και εντέλει σε ανθρωποκεντρικές βάσεις».
Σε αντίθεση με τα ευρωπαϊκά έθνη, το ελληνικό έθνος προϋπήρξε του Κράτους και δεν κατασκευάστηκε από αυτό. Το ελληνικό έθνος ουδέποτε επεδίωξε να δημιουργήσει ενιαίο κράτος, αλλά εκφράστηκε με το σύστημα των πόλεων-κρατών και των Κοινών, με το «κοσμοσύστημα των πόλεων», όπως το ονομάζει ο Κοντογιώργης.
Η Ευρώπη, κατά τη φάση που έδυε η Φεουδαρχία, αγωνίστηκε να οικοδομήσει το έθνος για να συντελέσει στην απελευθέρωση των κοινωνιών της. Ο νεότερος κόσμος, στη μετάβασή του από τη φεουδαρχία στην ανθρωποκεντρική κοινωνία, θα συγκροτήσει για πρώτη φορά συλλογική συνείδηση έθνους και συλλογική ταυτότητα εμπνεόμενος από το ελληνικό ανθρωποκεντρικό παράδειγμα. Όμως, την στιγμή που η Ευρώπη προτάσσει ως διακύβευμα το αίτημα της κοινωνίας εν ελευθερία (κυρίως από τη Γαλλική Επανάσταση και μετά) αυτό για τον ελληνισμό είναι ήδη παρελθόν.
Επομένως, οι ελευθερίες και τα συστήματα που προτείνει ο νεότερος κόσμος, στη σημερινή φάση της μεταφεουδαλικής του οικοδόμησης, βρίσκονται σε πρωτόλεια (πρωτο-ανθρωποκεντρική) κατάσταση σε σχέση με το ελληνικό παράδειγμα του παρελθόντος.
Το ελληνικό έθνος μετά την απελευθέρωσή του από την Τουρκοκρατία θα βρεθεί εγκιβωτισμένο μέσα σ’ ένα κράτος κατασκεύασμα της ολιγαρχίας, εχθρικό προς την κοινωνία, και θα υποχρεωθεί να ενστερνισθεί το «πρωτοανθρωποκεντρικό» πρόταγμα της Δύσης ως προοδευτικό ιστορικό βήμα. Δηλαδή θα υποχρεωθεί να ζήσει το παρόν του με τους όρους του μακρινού του παρελθόντος, στο αρχικό στάδιο της συγκρότηση της ανθρωποκεντρικής κοινωνίας. Έτσι, ο ελληνισμός θα εισέλθει στη νεότερη εποχή «οπισθοδρομώντας ανθρωποκεντρικά– δηλαδή από την άποψη του κεκτημένου των ελευθεριών– προτάσσοντας όχι το επιχείρημα της προόδου αλλά του εξευρωπαϊσμού».
Η άρνηση της συνέχειας του ελληνικού έθνους
Ξεκίνησε από τις ολιγαρχίες της Ευρώπης, μόλις αντιλήφθηκαν ότι οι πρωτεργάτες της Επανάστασης του 1821 αποφάσισαν να ονομάσουν Ελλάδα την απελευθερωμένη από τον τουρκικό ζυγό πατρίδας τους. Στην προσπάθειά τους να αποδείξουν ότι αυτές είναι οι μοναδικές κληρονόμοι του ελληνικού πολιτισμού, κατασκεύασαν το ιδεολόγημα της μη συνέχειας του ελληνικού έθνους. Τότε, με προεξάρχοντα τον Φαλμεράγιερ, προπαγάνδισαν ότι οι Νεοέλληνες δεν αποτελούν έθνος αλλά μια πανσπερμία φυλών (Αλβανών, Σλάβων, Τούρκων, Τσιγγάνων κ.λ.π.). Επομένως δεν έχουν το δικαίωμα να αυτοαποκαλούνται Έλληνες.
Από τότε έως σήμερα, η ευρωπαϊκή διανόηση δεν μας θεωρεί Έλληνες –γι αυτό άλλωστε μας αποκαλούν «Greeks», «Grecs», κ.λ.π. αντίθετα με τους Τούρκους και τους λαούς της Ανατολής που μας αποκαλούν «Γιουνάν», δηλαδή Ίωνες. Η ευρωπαϊκή ιντελιγκέτσια, όπως και η ετερόφωτη από τη Δύση ελληνική, αναγνωρίζουν το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού για όλες τις εθνότητες της Οικουμένης πλην των Ελλήνων (Σ.τ.σ.).
Η ελλαδική άρχουσα τάξη, ευθύς εξαρχής, απαξίωσε την ελληνική κοινωνία και αδιαφόρησε για το καθολικό αίτημα της εθνικής ολοκλήρωσης, μια και ο στόχος της ήταν η πλήρης υποταγή της Ελλάδας στις ευρωπαϊκές Δυνάμεις. Προκειμένου να επιτύχει την «παραρτηματική πρόσδεση» στη Δύση, έπρεπε να αποδομήσει τον ελληνισμό και γι αυτό είχε ανάγκη από μια ανάλογη ιδεολογία, την οποία κατασκεύασαν οι «διανοούμενοι» των επιστημών του κράτους.
Κορμός αυτής της ιδεολογίας ήταν το ανυπόστατο επιχείρημα ότι το ελληνικό έθνος δημιουργήθηκε το 1830, χωρίς να έχει την παραμικρή σχέση με το παρελθόν. Στη συνέχεια, συμπεριέλαβαν τον Μεσαίωνα στην ελληνική ιστορία, προκειμένου να αρνηθούν την ανθρωποκεντρική κατάκτηση (δηλαδή τις ελευθεριακές και δημοκρατικές κατακτήσεις) αλλά και όλες τις προοδευτικές κατακτήσεις του ελληνισμού και να προτάξουν ως διακύβευμα όχι την εθνική ολοκλήρωση αλλά τον εξευρωπαϊσμό.
Τις τελευταίες δεκαετίες, τα μέλη των κύκλων του εγχώριου διανοουμενισμού (που έχουν καταλάβει τα ελληνικά πανεπιστήμια) έχουν επιδοθεί σε μια άνευ προηγουμένου εκστρατεία– η οποία αγγίζει, αν δεν ξεπερνά, τα όρια της ιδεολογικής τρομοκρατίας– αποδόμησης της έννοιας του έθνους και της έννοιας της ελληνικότητας. Αρνούνται το γεγονός ότι ο ελληνισμός έζησε και έδρασε με όρους ελευθερίας μέσα σε συγκροτημένες κοινωνίες συλλογικών αποφάσεων και τοποθετούν την Ελλάδα (και συνακόλουθα την ελληνική κοινωνία) στην περιφέρεια της Ευρώπης. Οικοδομούν και επιβάλουν στη συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας (και κυρίως της φοιτητιώσας νεολαίας) «το αξιωματικό επιχείρημα του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι». Αξιολογούν τη διαφορετικότητα της ελληνικής κοινωνίας και την επιμονή της να διατηρεί το παράδειγμα του παρελθόντος ως «παραδοσιακή», επομένως οπισθοδρομική και κατώτερη «του προοδευτικού γινομένου που ενσάρκωνε η Δύση».
Οι «εκσυγχρονιστές» αρνούνται ότι το πρόταγμα της Επανάστασης του 1821 ήταν εθνικο-απελευθερωτικό και όχι εθνοκεντρικό, και ότι η Επανάσταση ούτε πραγματοποιήθηκε με όρους Γαλλικής Επανάστασης ούτε στόχευε στη δημιουργία ενός δυτικού τύπου κράτους έθνους. Άλλωστε, ο Ρήγας Φεραίος και οι άλλοι κήρυκες της Επανάστασης δεν οραματίζονταν ένα κράτος πανομοιότυπο με το κράτος της δυτικής κρατικής δεσποτείας (ή της απόλυτης μοναρχίας) ούτε ένα εθνικό κράτος κατά τα δυτικά πρότυπα, αλλά την αποκατάσταση του ελληνικού οικουμενικού κοσμοσυστήματος. «Είχαν δηλαδή μια αντίληψη για το έθνος κοσμοσυστημική και οικουμενική, όχι εθνοκρατική».
Η επίσημη δυτική ιστοριογραφία τοποθετεί «το τέλος των πόλεων στο τέλος της Δυτικής Ρώμης, ώστε να ταξινομηθεί το Βυζάντιο στον Μεσαίωνα ως φεουδαρχία». Άλλωστε, πώς θα μπορούσε να παραδεχτεί ότι όταν αυτή ζούσε στον Μεσαίωνα, την ίδια στιγμή ο ελληνικός κόσμος εξακολουθούσε να βιώνει το ανθρωποκεντρικό του προηγούμενο;
Φυσικά, η εγχώρια «διανόηση» αποδέχεται την επίσημη δυτική ιστοριογραφία ως θέσφατο και αναπαράγει την επιχειρηματολογία της τόσο στα σχολικά εγχειρίδια όσο και στα πανεπιστημιακά συγγράμματα, ενώ για να αιτιολογήσει την υποταγή της έχει επιβάλει την άποψη ότι η ελληνική επιστημονική κοινότητα αδυνατεί εξ αντικειμένου να παραγάγει πρωτότυπο έργο. Βεβαίως αυτή την ανικανότητα οι «εκσυγχρονιστές» της ντόπιας «διανόησης» δεν την περιορίζουν στον επιστημονικό χώρο, αλλά την απλώνουν σε όλους τους κλάδους της ζωής και της δημιουργίας, και κυρίως στην Τέχνη. Έτσι, οι Έλληνες δημιουργοί, συγγραφείς, ζωγράφοι, συνθέτες «και ιδιαίτερα όσοι “επιμένουν ελληνικά”, κατατάσσονται συλλήβδην στον χώρο των πτωχών συγγενών σε σχέση με τον οποιονδήποτε ξένο της ίδιας κατηγορίας».
Η ελληνικότητα στους καιρούς της εκσυγχρονιστικής αποδόμησης
Τι είναι ελληνικότητα; ρωτά ο Θεοδωράκης και απαντά: Ελληνικότητα είναι η ελληνική γλώσσα, το ελληνικό ήθος, η ιστορική παράδοση και οι πολιτιστικές αξίες του ελληνικού λαού, η ελληνική αισθητική και η ελληνική τέχνη, όπως εκφράστηκε ανά τους αιώνες με γνώμονα το ωραίο και το μέτρο του Παρθενώνα και με την αδιάσπαστη ενότητα μορφής και περιεχομένου.
Το πρόβλημα με την Σχολή της Άλλης Όχθης (όπως αποκαλεί ο Μίκης τους Αρνητές της ελληνικότητας και του ελληνικού έθνους) εστιάζεται στον τρόπο θέασης της Ιστορίας. Έχοντας ως πρότυπο τα ιστορικά δεδομένα της Ευρώπης από τον Μεσαίωνα έως τους νεότερους χρόνους αδυνατούν να διακρίνουν «το πολιτισμικό χάος που χωρίζει τον ελληνικό από τον ευρωπαϊκό κόσμο» και, όπως προαναφέραμε, εγγράφουν στην ελληνική ιστορία τον Μεσαίωνα, ώστε να παρουσιάσουν τον δημοκρατικά οργανωμένο ελληνισμό των Κοινών σαν ανθρώπινες μάζες δουλοπάροικων χωρίς ελευθερία και ταυτότητα, επομένως χωρίς δυνατότητα έκφρασης τόσο σε κοινωνικό όσο και σε καλλιτεχνικό επίπεδο. Παραβλέπουν– από άγνοια ή σκοπιμότητα;– ότι στην Ελλάδα η Τέχνη δεν υπήρξε προνόμιο των κυρίαρχων τάξεων όπως στη Δύση, και δεν λαμβάνουν υπόψη τους ότι ακόμα και σε συνθήκες Τουρκοκρατίας υπάρχει δημιουργία καλλιτεχνικού έργου, το οποίο «δεν υπολείπεται σε ποιότητα από εκείνο που χαρακτηρίζει τα μέλη μιας ελεύθερης κοινωνίας», επισημαίνει ο Θεοδωράκης. Άλλωστε, η ιστορία μας διδάσκει ότι κατά την περίοδο της Φεουδαρχίας οι δουλοπάροικοι δεν δημιούργησαν δική τους τέχνη. Γιατί τέχνη κάνουν μόνον οι ελεύθεροι άνθρωποι.
Ας αναρωτηθούμε: Ήταν οι Έλληνες που δημιούργησαν συλλογικά τη δημοτική ποίηση, τα δημοτικά τραγούδια και τον δημοτικό χορό; Είναι δείγμα ελευθερίας η δημιουργία αληθινού έργου τέχνης; Αν απαντήσουμε θετικά στα παραπάνω ερωτήματα, τότε ας μελετήσουμε και αναλύσουμε τις συνθήκες (κοινωνικό περιβάλλον, οικονομικές και διοικητικές σχέσεις κ.λ.π) στις οποίες έζησαν οι Έλληνες «ώστε να έχουν την απαιτούμενη πνευματική καλλιέργεια για τη δημιουργία και αποδοχή έργων τόσο υψηλού επιπέδου». Κι αλήθεια, πώς συνέβη η γλώσσα και η μουσική να παραμείνουν ζωντανές και συνεχώς εξελισσόμενες τόσους αιώνες ακόμα και κατά την περίοδο της οθωμανικής σκλαβιάς; Άραγε, «η Ορθοδοξία και κυρίως ο κλήρος σε επίπεδο κοινοτήτων έπαιξε ρόλο στη διατήρηση και εξέλιξη αυτού του πολιτισμού; Ποια η σημασία του ελληνικού λόγου των Ευαγγελίων και γενικά των βυζαντινών θρησκευτικών κειμένων και του βυζαντινού εκκλησιαστικού μέλους;» (216). Άραγε, ποιοι έκαναν την Επανάσταση του 1821 αν δεν υπήρχε τότε η Ελλάδα; Τι ήταν ο Ρήγας Φεραίος, ο Κοραής, ο Μακρυγιάννης, ο Διονύσιος Σολωμός και τόσοι άλλοι; Ποια γλώσσα μιλούσαν; Τι πίστευαν οι ίδιοι για τη συνέχεια του ελληνικού έθνους; Κι αλήθεια, ο Ρήγας βασανίστηκε και δολοφονήθηκε για κάτι που στην εποχή του δεν υπήρχε;
Ο Θεοδωράκης ολοκληρώνει το πόνημά του καλώντας την εκπαιδευτική κοινότητα να επαναπροσδιορίσει το περιεχόμενο της διδασκαλίας της ελληνικής ιστορίας με όρους ελληνικότητας, «προκειμένου οι νέες γενιές να αποκτήσουν τα ηθικά κυρίως ερείσματα που θα τους κάνουν μεθαύριο ολοκληρωμένους πολίτες, έτοιμους να αντιμετωπίσουν τη θύελλα της παγκοσμιοποίησης από θέση ισχύος που μπορεί να τους χαρίσει μόνο η αίσθηση ότι ανήκουν στον δικό τους κορμό, με τις δικές του ρίζες και ιδιαιτερότητες. Με τη δική τους ταυτότητα του ολοκληρωμένου Έλληνα, που είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει ισότιμα τους άλλους σε μια διεθνή συγκυρία που απειλεί να ισοπεδώσει τα πάντα ξεκινώντας από τις πολιτισμικές και εθνικές ιδιαιτερότητες, ώστε όλοι και όλα να μεταβληθούν σε μια άμορφη και άβουλη μάζα στη διάθεση των ισχυρών της γης» (238).
Ολοκληρώνοντας την παρουσίαση των «Μονολόγων στο Λυκαυγές» θα ήθελα να επισημάνω ότι το παρόν πόνημα, όπως και τα τέσσερα άρθρα που προηγήθηκαν, δεν αποτελούν παρά μια πρώτη προσέγγιση του βιβλίου.
Τα πέντε κείμενα, όπως και εκείνα για τους «Διαλόγους στο Λυκόφως», γράφτηκαν με την ελπίδα να αποτελέσουν το έναυσμα για την περαιτέρω μελέτη των δύο τελευταίων βιβλίων του Μίκη Θεοδωράκη, αλλά και του συνολικού συγγραφικού έργου του, από εκείνες και εκείνους που επιμένουν να σκέφτονται, να δρουν και να δημιουργούν ελληνικά· από όποιες και όποιους εξακολουθούν να αγαπούν την Ελλάδα και να οραματίζονται μια ελεύθερη, ανεξάρτητη και δυνατή πατρίδα.
Τέλος, αφιερώνω αυτή την προσπάθειά μου στους συναγωνιστές μου με την πίστη και την πεποίθηση ότι εμείς, παρά τα σημεία των καιρών και τις αντιξοότητες, θα συνεχίσουμε τον αγώνα, έστω και με τις μικρές μας δυνάμεις, για την απελευθέρωση της πατρίδας.
ΤΕΛΟΣ
Αναστασία Βούλγαρη
7 Ιουνίου 2017