Η Γερμανία αναγνώρισε ως γενοκτονία τον Μεγάλο Λιμό της Ουκρανίας

Πέμπτη, 01/12/2022 - 09:55

Το Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο της Γερμανίας αναγνώρισε χθες Τετάρτη ως γενοκτονία από τον σοβιετικό ηγέτη Ιωσήφ Στάλιν τον Μεγάλο Λιμό της Ουκρανίας την περίοδο 1932-33.

Υπέρ του ψηφίσματος τάχθηκαν όλα τα κόμματα εκτός από την Αριστερά και την Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD).

Το Χολοντομόρ, όπως ονόμασαν τον λιμό οι Ουκρανοί (από τις λέξεις «holod», που σημαίνει «πείνα», και «mor», που σημαίνει «εξόντωση»), «συνιστά έγκλημα κατά της ανθρωπότητας», αναφέρεται στο κείμενο που εγκρίθηκε από την Bundestag, όπως μεταδίδει η ανταποκρίτρια του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων.

Την απόφαση χαιρέτισε αμέσως ο πρέσβης της Ουκρανίας στο Βερολίνο, ο Ολέξιι Μακέγιεφ, κάνοντας λόγο, σε δήλωσή του στη Deutsche Welle, για «πολύ σημαντική απόφαση την οποία οι Ουκρανοί περίμεναν για δεκαετίες», ενώ στάθηκε στο ότι συντονίστηκαν «όλα τα δημοκρατικά κόμματα» και στο ότι εντόπισαν ομοιότητες με τον «γενοκτονικό πόλεμο» που διεξάγει σήμερα η Ρωσία εναντίον της Ουκρανίας.

Η ίδια η Ουκρανία χαρακτήρισε το Χολοντομόρ «γενοκτονία» εναντίον του λαού της το 2006.

Η Ρωσία απορρίπτει την κατηγορία. Αντιτείνει ότι από τον Μεγάλο Λιμό στη Σοβιετική Ένωση υπέφεραν όχι μόνο οι Ουκρανοί, αλλά και Ρώσοι, Καζάκοι και Γερμανοί του Βόλγα.

Με αφορμή την Ημέρα Μνήμης του Χολοντομόρ, που τιμάται κάθε τέταρτο Σάββατο του Νοεμβρίου, ο ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι κατηγόρησε ξανά τη Μόσχα ότι χρησιμοποιεί σήμερα ανάλογες μεθόδους. «Κάποτε ήθελαν να μας καταστρέψουν με την πείνα, τώρα με το σκοτάδι και το κρύο. Αλλά δεν θα λυγίσουμε», έγραψε ο κ. Ζελένσκι στο Telegram, αναφερόμενος στις ρωσικές επιθέσεις εναντίον πολιτικών υποδομών, ιδίως του δικτύου ηλεκτροδότησης και ύδρευσης.

Εκτός από την Ουκρανία και τη Γερμανία, τον Μεγάλο Λιμό έχουν ακόμη αναγνωρίσει ως γενοκτονία, σύμφωνα με το αρχείο του Μουσείου Χολοντομόρ, η Αυστραλία, η Βραζιλία, ο Ισημερινός, η Εσθονία, ο Καναδάς, η Κολομβία, η Γεωργία, η Ουγγαρία, η Λετονία, η Λιθουανία, το Μεξικό, η Παραγουάη, το Περού, η Πολωνία, η Πορτογαλία, η Τσεχία, οι ΗΠΑ και το Βατικανό.

«Ένοχος για γενοκτονία» – Πρωτοφανής δικαστική απόφαση για μαχητή του ISIS

Τετάρτη, 01/12/2021 - 12:01
Ένας Ιρακινός της τζιχαντιστικής οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος καταδικάστηκε σήμερα από γερμανικό δικαστήριο για «γενοκτονία» των Γιαζίντι, στην πρώτη απόφαση αυτού του είδους που λαμβάνεται παγκοσμίως.

Οι δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου της Φρανκφούρτης έκριναν τον 29χρονο Τάχα Αλ Τζουμάιλι κυρίως «ένοχο για γενοκτονία, έγκλημα κατά της ανθρωπότητας που προκάλεσε τον θάνατο, εγκλήματα πολέμου και συνέργεια σε εγκλήματα πολέμου».

Η ετυμηγορία αυτή έχει ιστορικό βάρος για την αναγνώριση των ωμοτήτων που διαπράχθηκαν από το Ισλαμικό Κράτος κατά αυτής της μειονότητας: είναι όντως η πρώτη φορά στον κόσμο που ένα δικαστήριο αποφαίνεται ότι οι σφαγές αυτές συνιστούν «γενοκτονία», ενώ έχουν ήδη αναγνωριστεί ως γενοκτονία από ερευνητές του ΟΗΕ.

Η ανάγνωση της ετυμηγορίας διεκόπη λίγο μετά την ανακοίνωση της ετυμηγορίας, καθώς ο καταδικασθείς λιποθύμησε.

Ο Ιρακινός Τάχα αλ Τζουμάιλι, ο οποίος εντάχθηκε στις τάξεις του Ισλαμικού Κράτους το 2013, κρίθηκε ένοχος επειδή άφησε το καλοκαίρι του 2015 στην Φαλούτζα, στο Ιράκ, να πεθάνει από την δίψα μια 5χρονη της μειονότητας Γιαζίντι, την οποία είχε «αγοράσει ως σκλάβα» μαζί με την μητέρα της, σύμφωνα με το κατηγορητήριο.

Για το έγκλημα αυτό, η 30χρονη πρώην σύζυγος του Τζουμάιλι, η Γένιφερ Βένις, καταδικάστηκε σε κάθειρξη 10 ετών τον περασμένο μήνα για «έγκλημα κατά της ανθρωπότητας που προκάλεσε τον θάνατο» του παιδιού.

Η μητέρα του κοριτσιού, η Νόρα Μπ., μίλησε στο δικαστήριο για τον εφιάλτη που έζησε το παιδί της, «το οποίο είχε δέσει (ο κατηγορούμενος) σε ένα παράθυρο» έξω από το σπίτι ενώ η θερμοκρασία «μπορεί να έφτανε τους 50 βαθμούς Κελσίου», σύμφωνα με την εισαγγελία.

Ο Ιρακινός ήθελε να τιμωρήσει με αυτόν τον τρόπο το κοριτσάκι, το οποίο κακομεταχειριζόταν, επειδή είχε ουρήσει στο κρεβάτι του.

Η μειονότητα των Γιαζίντι υπέστη μεγάλη δίωξη από το Ισλαμικό Κράτος, το οποίο χρησιμοποιούσε τις γυναίκες ως σκλάβες για σεξουαλικούς σκοπούς και σκότωνε τους άνδρες κατά εκατοντάδες αφότου οι τζιχαντιστές εισέβαλαν στα όρη του Σιντζάρ, στο βορειοδυτικό Ιράκ, τον Αύγουστο του 2014.

Η μητέρα του κοριτσιού αυτού εκπροσωπείτο από τρεις δικηγόρους, μεταξύ των οποίων η Λιβανοβρετανίδα Αμάλ Κλούνεϊ. Αυτή ηγείται μαζί με την τιμηθείσα με το Νόμπελ Ειρήνης του 2018 Νάντια Μουράντ, η οποία ήταν θύμα σεξουαλικής δουλείας του Ισλαμικού Κράτους και κατάγεται από το ίδιο χωριό με το θύμα, μιας εκστρατείας για την αναγνώριση των εγκλημάτων αυτών που διαπράχθηκαν κατά των Γιαζίντι ως γενοκτονία.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

101 χρόνια από την Γενοκτονία των Ποντίων: Η σφαγή και ο ξεριζωμός του ποντιακού ελληνισμού από το κίνημα των Νεότουρκων και των εθνικιστών του Κεμάλ

Τρίτη, 19/05/2020 - 15:00

Η 19η Μαΐου αποτελεί μια άκρως σημαντική επέτειο για ολόκληρο τον ελληνισμό, Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, όπως αυτή καθιερώθηκε το 1994 με ομόφωνη απόφαση της Βουλής των Ελλήνων

Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου αναφέρεται ευρέως στις σφαγές και τους εκτοπισμούς εναντίον Ελληνικών πληθυσμών στην περιοχή του Πόντου που πραγματοποιήθηκαν από το κίνημα των Νεότουρκων και των εθνικιστών του Κεμάλ κατά την περίοδο 1914-1923.



Τα γεγονότα αυτά κατέληξαν στην εξαφάνιση του ελληνικών κοινοτήτων από την περιοχή όπου διαβιούσαν επί τρεις χιλιετίες.

Οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν για αυτές τις πράξεις των Νεότουρκων ήταν η εκτόπιση, η εξάντληση από έκθεση σε κακουχίες, τα βασανιστήρια, η πείνα και η δίψα, οι πορείες θανάτου στην έρημο και συχνότατα οι εν ψυχρώ δολοφονίες ή εκτελέσεις.

Ο αριθμός των θυμάτων σύμφωνα με τις περισσότερες Ελληνικές, αλλά και κάποιες ξένες, πηγές υπολογίζεται σε πάνω από 300.000 (το Κεντρικό Συμβούλιο Ποντίων στη Μαύρη Βίβλο του κάνει αναφορά σε 353.000 θύματα). Υπάρχουν ωστόσο και άλλες μεμονωμένες πηγές που κατεβάζουν τα θύματα σε περίπου 100 ως 150 χιλιάδες άτομα.
  Οι επιζώντες κατέφυγαν στον Άνω Πόντο (στην ΕΣΣΔ) και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922, στην Ελλάδα.

 

Η διεθνής βιβλιογραφία και τα κρατικά αρχεία πολλών χωρών εμπεριέχουν πλήθος μαρτυριών για τις δολοφονίες και τους διωγμούς που διαπράχθηκαν κατά των Ποντίων κατοίκων της οθωμανικής αυτοκρατορίας, κάτι που συνέβη παράλληλα και με διώξεις ή και για πολλούς γενοκτονίες εις βάρος και άλλων πληθυσμών, δηλαδή των Αρμενίων και των Ασσυρίων, με αποτέλεσμα ορισμένοι ερευνητές να θεωρήσουν τις επιμέρους διώξεις ως τμήματα μιας ενιαίας πολιτικής εις βάρος των Ελλήνων ή γενικότερα των Χριστιανών της Μικράς Ασίας.

Κατόπιν εισήγησης του τότε Πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, η Βουλή των Ελλήνων αναγνώρισε τη γενοκτονία το 1994 και ψήφισε την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως «Ημέρας Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο». Το 1998 η Βουλή ψήφισε ομόφωνα την ανακήρυξη της 14ης Σεπτεμβρίου ως «ημέρα εθνικής μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το Τουρκικό Κράτος».

Η Ελλάδα διεξάγει από τότε μια εκστρατεία για τη διεθνή αναγνώριση της γενοκτονίας Ποντίων. Πέρα από το ελληνικό κράτος ο διωγμός των Ποντίων αναγνωρίζεται επισήμως ως γενοκτονία από την Κύπρο, την Αρμενία, την Σουηδία, ορισμένες ομοσπονδιακές δημοκρατίες της Ρωσίας, εννέα πολιτείες των ΗΠΑ (Φλόριντα, Τζώρτζια, Μασαχουσέτη, Νιου Τζέρσεϊ, Νέα Υόρκη, Πενσυλβάνια, Νότια Καρολίνα, Ρόουντ Άιλαντ και από τις 11/9/2019 Καλιφόρνια, ενώ υπάρχει και μια γενική αναφορά -οιονεί αναγνώριση- σε γενοκτονία Ελλήνων και από την πολιτεία της Αλαμπάμα), τη βουλή της αυστραλιανών πολιτειών της Νότιας Αυστραλίας και της Νέας Νότιας Ουαλίας, την Αυστρία (ακολουθούμενη λίγες ημέρες αργότερα από το Δήμο της Βιέννης) και την Ολλανδία.

Στο Καναδά οι πόλεις Οττάβα και Τορόντο έχουν αναγνωρίσει την 19η Μαΐου ως ημέρα μνήμης της Ποντιακής γενοκτονίας.

Ωστόσο η Ποντιακή γενοκτονία έχει οριστεί και αναγνωριστεί από τη Διεθνή Ένωση Μελετητών Γενοκτονιών (IAGS) το Δεκέμβριο 2007 και εξέδωσε το εξής ψήφισμα

«ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι η άρνηση μιας γενοκτονίας αναγνωρίζεται παγκοίνως ως το έσχατο στάδιο γενοκτονίας, που εξασφαλίζει την ατιμωρησία για τους δράστες της γενοκτονίας, και ευαπόδεικτα προετοιμάζει το έδαφος για τις μελλοντικές γενοκτονίες,
ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι η Οθωμανική γενοκτονία εναντίον των μειονοτικών πληθυσμών κατά τη διάρκεια και μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, παρουσιάζεται συνήθως ως γενοκτονία εναντίον μόνο των Αρμενίων, με λίγη αναγνώριση των ποιοτικά παρόμοιων γενοκτονιών, εναντίον άλλων χριστιανικών μειονοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας,
ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΤΑΙ ότι είναι πεποίθηση της Διεθνούς Ένωσης των Μελετητών Γενοκτονιών, ότι η Οθωμανική εκστρατεία εναντίον των χριστιανικών μειονοτήτων της αυτοκρατορίας, μεταξύ των έτων 1914 και 1923, συνιστούν γενοκτονία εναντίον των Αρμενίων, Ασσυρίων, Ποντίων και των Έλλήνων της Ανατολίας.
ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΤΑΙ η Ένωση να ζητήσει από την κυβέρνηση της Τουρκίας να αναγνωρίσει τις γενοκτονίες εναντίον αυτών των πληθυσμών, να ζητήσει επίσημα συγγνώμη, και να λάβει τα κατάλληλα και σημαντικά μέτρα προς την αποκατάσταση (μη επανάληψη).»

ενώ έχει τύχει αναγνώρισης και από μερικές διεθνείς οργανώσεις και φορείς, όπως οι Ευρωπαίοι Δημοκράτες Φοιτητές.

Τέλος ψηφίσματα της Γερουσίας των ΗΠΑ κάνουν αναφορά γενικά για γενοκτονία κατά Ελλήνων.








Το κύμα διωγμού και εξόντωσης των ελληνικών πληθυσμών του Πόντου διακρίνεται ιστορικά σε τρεις συνεχόμενες φάσεις: από την έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ως την κατάληψη της Τραπεζούντας από τον ρωσικό στρατό (1914-1916), η δεύτερη τελειώνει με το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου (1916-1918) και η τελευταία ολοκληρώνεται με την εφαρμογή του Συμφώνου για την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (1918-1923).

Α' και Β' φάση

Το κύμα διώξεων ξεκίνησε στον Πόντο με την μορφή εκτοπίσεων το 1915. Η τουρκική ήττα κατά τον ρωσσο-τουρκικό πόλεμο στην περιοχή, στο Σαρικαμίς στην βόρεια περιοχή της Μικράς Ασίας το 1915, αποδόθηκε στους Έλληνες που υπηρετούσαν στον οθωμανικό στρατό. Ως συνέπεια αυτού, όλοι οι στρατολογημένοι Πόντιοι εξαναγκάστηκαν σε στρατολόγηση στα τάγματα εργασίας. Έτσι δεν άργησαν να εκδηλώνονται κύματα λιποταξίας, με τον κόσμο να καταφεύγει στα βουνά. Μάλιστα στην επαρχία Κερασούντας, για αυτό τον λόγο, κάηκαν 88 χωριά ολοσχερώς μέσα σε τρεις μήνες. Οι Έλληνες της επαρχίας, περίπου 30.000, αναγκάστηκαν να διανύσουν, πεζοί, πορεία προς την Άγκυρα κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Αναπόφευκτα το ένα τέταρτο αυτών πέθαναν καθ' οδόν .

Οι εκτοπίσεις συνεχίζονταν ακατάπαυστα και κατά την εποχή που τα ρωσικά στρατεύματα εισήλθαν στην Τραπεζούντα στις αρχές του 1916. Ιδιαίτερα με το πρόσχημα ότι οι Πόντιοι υποστήριζαν τις κινήσεις των Ρώσων μεγάλος αριθμός κατοίκων από τις περιοχές της Σινώπης και της Κερασούντας εκτοπίστηκαν στην ενδοχώρα της Μικράς Ασίας. Σημειώθηκαν επίσης και εξαναγκαστικοί εξισλαμισμοί γυναικών.

 
Πόντιοι αντάρτες.

Οι διώξεις προκάλεσαν τη δημιουργία θυλάκων αντίστασης από τους Πόντιους. Τελικά οι διώξεις εντάθηκαν με την έκδοση διατάγματος, τον Δεκέμβριο του 1916, που προέβλεπε την εξορία όλων των ανδρών από 18 ως 40 ετών και τη μεταφορά των γυναικόπαιδων στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Η εφαρμογή αυτού του μέτρου ξεκίνησε από την Άνω Αμισό και στην Μπάφρα. Στην επαρχία Αμάσειας 72.375 Έλληνες, από τους συνολικά 136,768, εκτοπίστηκαν, από τους οποίους το 70% πέθανε από τις κακουχίες. Πολλοί Πόντιοι θέλησαν να αντισταθούν οργανώνοντας, στις ορεινές εκτάσεις του Πόντου, αντάρτικα εναντίον του τακτικού στρατού, όπως στη Σάντα.

Στον Άγιο Γεώργιο Πατλάμ της Κερασούντας είχαν συγκεντρωθεί 3.000 Έλληνες, οι οποίοι έγκλειστοι και σε συνθήκες ασιτίας από τις οθωμανικές αρχές, βρήκαν αργό θάνατο. Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου εξορίστηκαν συνολικά 235.000 Πόντιοι, ενώ 80.000 μετανάστευσαν στη Ρωσία. Ταυτόχρονα όμως, λιγότερο έντονες ήταν οι διώξεις που υπέστησαν, τότε, οι Έλληνες του ανατολικού Πόντου, στην περιοχή της Τραπεζούντας, κυρίως λόγω της ικανότητας του μητροπολίτη Χρύσανθου να συνδιαλλάσσεται με τις τοπικές αρχές, αλλά και από το γεγονός ότι από τον Απρίλιο του 1916 η περιοχή καταλήφθηκε από τον ρωσικό στρατό.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις του επίσκοπου Τραπεζούντας, ο αριθμός των θυμάτων αυτών των πολιτικών ανήλθε, για εκείνο το διάστημα, σε 100.000 περίπου. Δεν έπαψαν και οι διαμαρτυρίες από Αυστριακούς και Αμερικανούς διπλωμάτες κατά της οθωμανικής κυβέρνησης.


Γ' φάση

Ύστερα από την συνθηκολόγηση της Ρωσίας και την απόσυρση του ρωσικού στρατού από την περιοχή, εντάθηκαν οι διώξεις στην περιοχή. Με την άφιξη του Κεμάλ Ατατούρκ, τον Μάιο του 1919, στην περιοχή και την έξαρση του κινήματός του εντάθηκε η δράση ατάκτων ομάδων (τσετών) κατά των χριστιανικών πληθυσμών.

O Τοπάλ Οσμάν.

Στις 29 Μαϊου ο Κεμάλ ανέθεσε στον τσέτη Τοπάλ Οσμάν την επιχείρηση για τη διενέργεια μαζικών επιχειρήσεων κατά του τοπικού πληθυσμού. Σε αυτό το πλαίσιο, πραγματοποιήθηκαν οι σφαγές και οι εκτοπίσεις των Ελλήνων στη Σαμψούντα και σε 394 χωριά της περιοχής, κατοικημένα από ελληνικούς πληθυσμούς. Σχετικές αναφορές έχουν καταγραφεί από το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, καθώς και από τον Αμερικανό πρέσβη Χένρυ Μοργκεντάου.[31]

Μεταξύ Φεβρουαρίου και Αυγούστου 1920 πραγματοποιήθηκε η πυρπόληση της Μπάφρας και η μαζική εξόντωση των 6.000 Ελλήνων που είχαν σπεύσει να βρουν προστασία στις εκκλησίες της περιοχής. Συνολικά από τους 25.000 Έλληνες που ζούσαν στις περιοχές της Μπάφρας και του Ααζάμ, το 90% δολοφονήθηκε, ενώ από τους υπόλοιπους, οι περισσότεροι εκτοπίστηκαν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας.

Οι προύχοντες και οι προσωπικότητες του πνεύματος, συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο από τα αποκαλούμενα "Δικαστήρια της Ανεξαρτησίας" στην Αμάσεια, κατά τον Σεπτέμβριο του 1921. Παράλληλα, σημειώνονταν και εξαναγκαστικές αποσπάσεις νεαρών κοριτσιών και αγοριών από τις οικογένειές του, τα οποία δίνονταν για τα χαρέμια των εύπορων Τούρκων.




Πλήθος θυμάτων

Το ζήτημα του πλήθους των θυμάτων των διωγμών κατά τη δεκαετία που διήρκεσε ως και τη Μικρασιατική Καταστροφή απασχολεί μελετητές και ακτιβιστές που επιζητούν την αναγνώρισή των γεγονότων ως γενοκτονίας και συναρτάται με το ερώτημα του πλήθους των Ελλήνων που ζούσαν στη Μικρά Ασία την περίοδο έναρξης του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Στην περίπτωση του Πόντου, ο μελετητής και πρόσφυγας ο ίδιος Γεώργιος Βαλαβάνης καθιέρωσε το 1925 τον αριθμό των 353 χιλιάδων θυμάτων, τον οποίο εν συνεχεία αναπαρήγαγαν οι ακτιβιστές της ποντιακής γενοκτονίας με αποτέλεσμα να γίνει επίσημα αποδεκτός και να επαναλαμβάνεται σε όλες τις σχετικές τελετές μνήμης.
Ο πολιτικός επιστήμονας Ρούντολφ Ράμμελ εκτιμά ότι στοίχισε τη ζωή περίπου 326.000-382.000 Ελλήνων.

Τον αριθμό των 350.000 νεκρών στον Πόντο κατά την περίοδο της Αρμενικής γενοκτονίας, 1915-1923, επαναλαμβάνουν οι μελετητἐς γενοκτονιών Σάμιουελ Τότεν και Πωλ Μπάρτροπ.
Όπως απέδειξε, ωστόσο, ο δημοσιογράφος Τάσος Κωστόπουλος, ο αριθμός αυτός του Βαλαβάνη προέκυψε με την αυθαίρετη πρόσθεση 50.000 στον αριθμό των 303.238 εκτοπισθέντων που ανέφερε ένα φυλλάδιο του 1922, οι οποίο παρουσιάζονταν όχι ως εκτοπισμένοι αλλά ως εξολοθρευθέντες. Ο Κωστόπουλος υπολογίζει σε περίπου 100-150.000 τους εξολοθρευθέντες την περίοδο 1912-1924 στον Πόντο.




Γενοκτονία των Αρμενίων: Η ματωμένη «αυγή» των νεότουρκων

Παρασκευή, 24/04/2020 - 16:30

Η Γενοκτονία των Αρμενίων θεωρείται η πρώτη μαζική εθνοτική σφαγή, με ανάλογα χαρακτηριστικά, του 20ού αιώνα και, ως τέτοια, εκλαμβάνεται από τους ιστορικούς ως ένα είδος αιματηρού «προοίμιου» του Ολοκαυτώματος των Εβραίων και των άλλων ναζιστικών εθνοτικών εγκλημάτων των ναζί, όπως εκείνα εναντίον των Σλάβων και των Ρομά.
Πολύ περισσότερο που η Γενοκτονία των Αρμενίων έχει, όπως θα τεκμηριωθεί στην συνέχεια, μια ιδιαίτερα μακρά γερμανική πτυχή.

Ο ματωμένος πρόλογος

 

Οι Αρμένιοι Χριστιανοί ήταν μία από τις σημαντικότερες εθνοτικές και θρησκευτικές μειονότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ιδιαίτερα καλλιεργημένος λαός, με εμπορική δεινότητα και πλούσιες παραδόσεις, οι Αρμένιοι διακρίνονταν, επιπλέον και από ανυπότακτο πνεύμα. Αυτό τους στοίχισε πολλές χιλιάδες νεκρούς πριν την αυγή ακόμα του 20ού αιώνα.

Στα τέλη της 10ετίας του 1880, η αρμένικη πνευματική και πολιτική πρωτοπορία οργανώθηκε, διεκδικώντας αυτονομία, γεγονός που αύξησε τις αμφιβολίες των οθωμανικών αρχών για την αφοσίωση ευρέων στρωμάτων του αρμενικού πληθυσμού που ζούσαν στην αυτοκρατορία.

Στις 17 Οκτωβρίου του 1895, Αρμένιοι επαναστάτες κατέλαβαν την Εθνική Τράπεζα στην Κωνσταντινούπολη, έπιασαν ομήρους και απαίτησαν ευρεία γεωγραφική και πολιτική αυτονομία του αρμένικου πληθυσμού. Αν και με την μεσολάβηση της Γαλλίας το συμβάν αυτό τέλειωσε αναίμακτα και ειρηνικά, ωστόσο, οι Οθωμανοί προχώρησαν σε σειρά πογκρόμ εναντίον των Αρμενίων. Υπολογίζεται ότι μέχρι και το 1896, είχαν δολοφονηθεί όχι λιγότεροι από 80.000 Αρμένιοι.

 

Η Γενοκτονία

Συμβολική μέρα της Γενοκτονίας των Αρμενίων θεωρείται η 24η Απριλίου του 1915, όταν ξεκίνησε πογκρόμ εναντίον της Αρμένικης κοινότητας της Κωνσταντινούπολης από τους Νεότουρκους, στο οποίο λιντσαρίστηκαν εκατοντάδες άνθρωποι.

Το κίνημα των Νεότουρκων, το οποίο είχε αρχικά χαρακτηριστικά προοδευτικής επανάστασης, ξεσπά το 1908, στα γεωπολιτικά και ιστορικά σπαράγματα  της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ξεκίνησε ως κινηματική έκφραση αστικού εκσυγχρονισμού, προβάλλοντας μια σειρά αιτημάτων για μεταρρυθμίσεις και περιορισμό της απολυταρχίας, με αποτέλεσμα να συμπαρασύρει μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης και των φτωχών αγροτών. Αλλά το πραγματικό πρόσωπο του νέου καθεστώτος που εγκαθίδρυσαν δεν άργησε να φανεί. Ως είθισται σε αυτές τις περιπτώσεις, ξεκίνησαν με την άγρια καταστολή των εργατικών και αγροτικών κινητοποιήσεων που διεκδίκησαν την επέκταση των κοινωνικών αλλαγών και προς τα κατώτερα λαϊκά στρώματα. Μετά ήρθε η σειρά των εθνικών μειονοτήτων. «Ζυμώνοντας» τον «παντουρκισμό» ως κυρίαρχο μοτίβο της πολιτικής τους, οι Νεότουρκοι έδωσαν ειδικό βάρος στην καλλιέργεια και έμφαση μιας τουρκικής εθνικής ταυτότητας, κηρύσσοντας μεν επισήμως την τυπική ισότητα για όλους - ανεξαρτήτως εθνότητας - μπροστά στο νόμο, στην ουσία όμως αρνούμενοι πως υπάρχει εθνικό ζήτημα στην Τουρκία, επιδιώκοντας σε μια πορεία να αφομοιώσουν με τη βία τις μειονότητες. Ουσιαστικά, η τουρκική αστική τάξη διεκδικούσε το έθνος - κράτος της.

Και το διεκδικούσε με αίμα.

Ο βίαιος εκτουρκισμός των εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατίας κλιμακώθηκε με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, σε μια προσπάθεια των Νεότουρκων να «τσιμεντάρουν» την εξουσία τους. ‘Ετσι, αν και η απόφαση για εκτοπισμό των Αρμενίων από την ανατολική Τουρκία (σσ. ή δυτική Αρμενία όπως θεωρείται σήμερα από το Ερεβάν) λήφθηκε ήδη από το 1911, ωστόσο, οι Νεότουρκοι χρησιμοποίησαν ως αφορμή τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ως βολική δικαιολογία για την εφαρμογή της.

Υπολογίζεται ότι κατά την διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ζούσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία περισσότεροι από δύο εκατομμύρια Αρμένιοι. Από αυτούς, δυτικές και αρμενικές πηγές υποστηρίζουν ότι σφαγιάστηκε το 1,5 εκατομμύριο. Τουρκικές πηγές κάνουν λόγο για 600.000 έως 800.000 νεκρούς.

Με εντολές της κεντρικής κυβέρνησης στην Κωνσταντινούπολη, οι περιφερειακές αρχές, με την συνενοχή και συμμετοχή παρακρατικών ένοπλων ομάδων, αλλά και, σε ορισμένες περιπτώσεις, του τοπικού πληθυσμού, οι οθωμανικοί κατασταλτικοί μηχανισμοί πραγματοποίησαν μαζικές εκτελέσεις και απελάσεις. Οι ένοπλοι των στρατιωτικών σωμάτων και των υπηρεσιών ασφαλείας, καθώς και οι υποστηρικτές τους, εξόντωσαν την πλειοψηφία των Αρμένιων ανδρών σε ηλικία εργασίας, καθώς και χιλιάδες γυναίκες και παιδιά.

Κατά τη διάρκεια του εκτοπισμού των επιζώντων μέσα από την έρημο, δίχως τροφή και νερό, ηλικιωμένοι, γυναίκες και παιδιά έγιναν στόχοι επιθέσεων και λιντσαρίσματος από τις τοπικές αρχές, από συμμορίες νομάδων, αλλά και από ομάδες κατά τα άλλα «ευυπόληπτων πολιτών». Κατά τη διάρκεια αυτών των επιθέσεων και ληστειών των λιγοστών υπαρχόντων των εκτοπισμένων, έλαβαν χώρα και εξευτελισμοί, όπως για παράδειγμα το ξεγύμνωμα των θυμάτων, αδιακρίτως φύλου και η «εξέταση» των σωματικών κοιλοτήτων, βιασμοί, απαγωγή νέων γυναικών και των κοριτσιών, εκβιασμοί, βασανιστήρια και δολοφονίες.

 
 
 

Εκατοντάδες χιλιάδες Αρμένιοι πέθαναν χωρίς να φτάσουν ποτέ στα νεοτουρκικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Εκτός από τις δολοφονίες και τις απαγωγές, κάποιοι αυτοκτόνησαν, ενώ ένας τεράστιος αριθμός πέθαναν από την πείνα, την αφυδάτωση, την έκθεση στις σκληρές καιρικές συνθήκες και τις ασθένειες. Ελάχιστοι ήταν οι Τούρκοι από τον απλό λαό που τόλμησαν να αψηφήσουν τις διαταγές και να βοηθήσουν όπως μπορούσαν τα θύματα.

Ανεξάρτητα, πάντως, από τους αριθμούς - αν και κρίνοντας από αυτά που συνέβησαν η πραγματικότητα έρχεται σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς της τουρκικής ιστοριογραφίας - το βέβαιο είναι, πως, η σφαγή αυτή πληροί κάθε λέξη του ορισμού της Γενοκτονίας, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2 της Σύμβασης για την Πρόληψη και Καταστολή Εγκλημάτων Γενοκτονίας: «Οποιαδήποτε από τις παρακάτω πράξεις με στόχο τον μερικό ή ολικό αφανισμό μιας φυλετικής, εθνικής ή θρησκευτικής ομάδας, όπως:

  • Θανάτωση των μελών της ομάδας
  • Πρόκληση σοβαρής σωματικής ή ψυχικής βλάβης σε μέλη της ομάδας
  • Σκόπιμη επιβολή συνθηκών ζωής με στόχο το φυσικό αφανισμό, ολικό ή μερικό, μελών της ομάδας
  • Επιβολή μέτρων που αποσκοπούν στην παρεμπόδιση γεννήσεων εντός της ομάδας
  • Δια της βίας μεταφορά ανήλικων μελών της ομάδας σε κάποια άλλη».

Η μετ' εμποδίων αναγνώριση

Το θέμα είναι ότι υπάρχει ένα «παραθυράκι», πίσω από ο οποίο κρύβεται η σύγχρονη Τουρκία για να εξακολουθεί να αρνείται την Γενοκτονία των Αρμενίων, κουνώντας μάλιστα και το δάχτυλο(!) στις χώρες που την αναγνωρίζουν επίσημα. Το «παραθυράκι» αυτό είναι ότι όρος «Γενοκτονία» χρησιμοποιείται μόνο όταν οι παραπάνω πράξεις αποτελούν πρωταρχικό στόχο και πυρήνα λήψης της πολιτικής απόφασης. Όταν ο πρωταρχικός στόχος είναι διαφορετικός τα παραπάνω προκύπτουν σαν αποτέλεσμα άσκησης πολιτικής και τότε ο όρος «Γενοκτονία» αμφισβητείται.

Μέχρι στιγμής, οι χώρες που έχουν αναγνωρίσει επίσημα την γενοκτονία των Αρμενίων είναι: Αργεντινή, Βέλγιο, Καναδάς, Χιλή, Κύπρος, Ελλάδα, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Λιθουανία, Λίβανος, Ολλανδία (μαζί με των Ελλήνων και των Ασσυρίων), Πολωνία, Ρωσία, Σλοβακία, Σουηδία (μαζί με των Ελλήνων και των Ασσυρίων), Ελβετία, Ουρουγουάη, Βατικανό, Βενεζουέλα, Αρμενία, Αυστρία (μαζί με των Ελλήνων και των Ασσυρίων), Βολιβία, Τσεχία, Συρία, Ιράν.

Τη Γενοκτονία των Αρμενίων έχουν αναγνωρίσει, επίσης, οι 48 από τις 50 πολιτείες των ΗΠΑ, τέσσερις περιοχές της Ισπανίας (Βασκωνία, Καταλονία, Βαλεαρίδες Νήσοι, Ναβάρα), η Σκωτία, η Ουαλία και η Βόρειος Ιρλανδία από τη Μεγάλη Βρετανία και δύο Πολιτείες της Αυστραλίας (Νέα Νότιος Ουαλία και Νότια Αυστραλία.

Η γερμανική πτυχή

‘Οπως αναφέρθηκε εισαγωγικά, η Γενοκτονία των Αρμενίων έχει μια ιδιαίτερα μακρά και ενδιαφέρουσα γερμανική πτυχή. Ήδη, τον Ιανουάριο του 1916, η ημερήσια διάταξη του γερμανικού κοινοβουλίου περιείχε μια ερώτηση σχετικά με τη Γενοκτονία των Αρμενίων.

Ένα μήνα νωρίτερα, ο σοσιαλιστής βουλευτής - και μετέπειτα ιδρυτής του γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος και εκ των ηγετών της Γερμανικής Επανάστασης των Σπαρτακιστών του 1919 μαζί με την Ρόζα Λούξεμπουργκ - Καρλ Λίμπκνεχτ, υπέβαλε γραπτή ερώτηση προς τον Γερμανό καγκελάριο, στην οποία ανέφερε ότι οι Αρμένιοι είχαν «σφαγιασθεί κατά εκατοντάδες χιλιάδες»: Θα έκανε η Γερμανία κάτι για τους επιζώντες Αρμένιους τώρα;

Η ερώτηση του Λίμπκνεχτ ήταν η πρώτη πολιτική τοποθέτηση υπέρ των Αρμενίων σε κοινοβούλιο στην ιστορία. Παρόμοιο αίτημα είχε φτάσει στα χέρια του καγκελάριου από τις Καθολικές και Προτεσταντικές Εκκλησίες της Γερμανίας λίγες μέρες νωρίτερα. Ο καγκελάριος απάντησε ότι η Γερμανία «θα εξασφαλίσει ότι κανείς δεν θα υποστεί διώξεις για θρησκευτικούς λόγους». Φυσικά, τόσο η τότε πολιτική σκηνή της Γερμανίας, όσο οι Εκκλησίες και ο Λίμπκνεχτ γνώριζαν ότι αυτή η απάντηση ήταν μια επίφαση και μια απόλυτη απόρριψη του αιτήματος.

Όταν η ερώτηση του Λίμπκνεχτ τελικά απαντήθηκε στο κοινοβούλιο, μετατράπηκε σε μια μάλλον ντροπιαστική παράσταση των Γερμανών βουλευτών. Έχοντας λάβει ακόμη μια αόριστη απάντηση, ο Λίμπκνεχτ επέμεινε ότι οι μαρτυρίες και τα ντοκουμέντα συνηγορούν στο ότι πρόκειται για «εξόντωση των Αρμενίων», εισπράττοντας ειρωνικά γέλια και χλευασμούς.

Και όμως, πίσω από τις κλειστές πόρτες, το κυρίαρχο γερμανικό πολιτικό σύστημα γνώριζε ότι ο Λίμπκνεχτ είχε δίκιο. Από το Μάϊο του 1915 οι Γερμανοί διπλωμάτες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία βομβάρδισαν την Πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης και το Βερολίνο με αναφορές για γενοκτονία σε εξέλιξη. Πολλοί από αυτούς τους διπλωμάτες ζήτησαν από τους προϊσταμένους τους να παρέμβουν υπέρ των Αρμενίων για να σταματήσει η γενοκτονία. Μάταια.

Μετά το τέλος του Α 'Παγκοσμίου Πολέμου, το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών δημοσίευσε ένα μέρος αυτής της διπλωματικής αλληλογραφίας σχετικά με τους Αρμένιους για να το χρησιμοποιήσει υπέρ της ηττημένης Γερμανίας κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την ειρηνευτική συνθήκη του Παρισιού. Αυτή η απόπειρα απέτυχε, επειδή ακριβώς η ίδια η Γερμανία τεκμηρίωσε ότι ήξερε τι συνέβαινε αλλά δεν έκανε τίποτα για να το αποτρέψει, αντίθετα επέτρεψε στην οθωμανική ηγεσία να πραγματοποιήσει την Γενοκτονία.

Αν και η δημοσιοποίηση αυτής της αλληλογραφίας δεν βοήθησε την γερμανική επιχειρηματολογία, ωστόσο προκάλεσε μια έντονη συζήτηση στην γερμανική κοινωνία κατά τον μεσοπόλεμο περί του μαζικού φόνου ενός έθνους, με τους ναζί να δικαιολογούν απολύτως την σφαγή των Αρμενίων.

Όταν λοιπόν περίπου εκατό χρόνια αργότερα, το 2016, η Γερμανία αναγνώρισε την Γενοκτονία των Αρμενίων, ουσιαστικά, το γερμανικό κοινοβούλιο όχι μόνο συζήτησε και πήρε θέση για την ιστορία μιας άλλης χώρας, αλλά έκανε και μια δήλωση σχετικά με τη δική του «αρμενική» ιστορία.


Πτολεμαίδα: Μνημόσυνο για τα θύματα της γενοκτονίας του Θρακικού Ελληνισμού την περίοδο 1912 - 1918

Σάββατο, 06/04/2019 - 19:00
Τους προγόνους της, θύματα της γενοκτονικής συμπεριφοράς των Οθωμανών, που την περίοδο 1912- 1918 έπνιξαν στο αίμα τα χωριά της Ανατολικής Θράκης, τιμά η Θρακική Εστία Εορδαίας.

Την Κυριακή 7 Απριλίου, στις 9 το πρωί, στον Ιερό Ναό του Αγίου Στεφάνου και της Οσίας Παρασκευής της Επιβατινής θα τελέσει το καθιερωμένο μνημόσυνο

και θα ακολουθήσει δεξίωση στα γραφεία του Συλλόγου επί της Οδού Παυλίδη- Αδαμοπούλου 46






πηγή ΕΡΤ

Ο Ιστορικός και συγγραφέας Βλάσης Αγτζίδης, σε μια συζήτηση για την εκκωφαντική σιωπή της Γενοκτονίας των Ποντίων την Τρίτη 23/5 στις 22.00

Δευτέρα, 22/05/2017 - 14:12
«Ποντιακή Γενοκτονία : η Γενοκτονία της σιωπής».
Αύριο Τρίτη 23 Μάη 2017, 22:00 με 23:00 το βράδυ στην Ertopen - radio 106,7 και στην εκπομπή On the third day στην ΕΡTopen ο Ιστορικός και συγγραφέας Βλάσης Αγτζίδης, σε μια συζήτηση για την εκκωφαντική σιωπή της Γενοκτονίας των Ποντίων.