Τριμηνιαία έκθεσή του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής: Έξοδος στις αγορές δεν σημαίνει τέλος της εποπτείας

Πέμπτη, 01/02/2018 - 15:00
«Η έξοδος στις αγορές δεν σημαίνει το τέλος της εποπτείας, ούτε ισοδυναμεί με το τέλος της λιτότητας», αναφέρει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής στην τριμηνιαία έκθεσή του για το διάστημα Οκτώβριος - Δεκέμβριος 2017, που είναι η τελευταία υπό τον συντονισμό του Παναγιώτη Λιαργκόβα, η θητεία του οποίου έληξε τον Νοέμβριο και δεν θα ανανεωθεί, κατόπιν απόφασης της Επιτροπής Κανονισμού της Βουλής.

Μεταξύ άλλων, το Γραφείο Προϋπολογισμού τονίζει ότι «η Ελλάδα, ακόμα και αν όλα πάνε καλά, θα υπάγεται στους ισχύοντες για τα κράτη-μέλη περιορισμούς της δημοσιονομικής διακυβέρνησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και ειδικά της Ευρωζώνης» και υπενθυμίζει ότι η εποπτεία για κράτη-μέλη που έχουν δανειστεί από τον ΕΜΣ προβλέπεται να είναι ενισχυμένη.


Εξάλλου, σημειώνει ότι τον ρόλο της «τρόικας» αναλαμβάνουν, με διαφορετική βέβαια μορφή, οι ίδιες οι αγορές. Στο σημείο αυτό το Γραφείο Προϋπολογισμού προειδοποιεί τα εξής: «Στον βαθμό που η οικονομική πολιτική χαρακτηρίζεται από συνέπεια αναφορικά με τους στόχους της (π.χ. δημοσιονομική σταθερότητα), οι αγορές θα ανταμείβουν τη χώρα με αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας και χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού. Αν όμως οι αγορές διαπιστώσουν ότι οι κυβερνήσεις δεν χαρακτηρίζονται από συνέπεια στην άσκηση οικονομικής πολιτικής (π.χ. εφαρμόζουν πελατειακές πρακτικές για την εξασφάλιση πολιτικού οφέλους), θέτοντας σε κίνδυνο την δημοσιονομική σταθερότητα, οι αγορές θα είναι τιμωρητικές, ανεβάζοντας τα επιτόκια και δυσκολεύοντας ή/και ακυρώνοντας τυχόν πρόσβαση σε δανειακά κεφάλαια».

Στην έκθεση διευκρίνιζεται ότι η έξοδος στις αγορές δεν ισοδυναμεί με το τέλος της λιτότητας, καθώς η χώρα:  

α) Έχει δεσμευθεί θεσμοθετώντας μια σειρά συγκεκριμένων δημοσιονομικών στόχων για τα χρόνια μετά το 2018: πρωτογενή πλεονάσματα και μέτρα στο ασφαλιστικό σύστημα το 2019 και στη φορολογία το 2020, συνολικά της τάξης του 2% ΑΕΠ προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% ΑΕΠ μέχρι το 2022. 

β) Θα πρέπει, στη συνέχεια, να διατηρήσει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2% του ΑΕΠ μέχρι το 2060, τα οποία ενδέχεται να αποδειχθούν ανέφικτα αν η χώρα δεν ακολουθήσει τον δρόμο της διατηρήσιμης ανάπτυξης. 

Ακόμη, σημειώνεται ότι παρά τις συμβατικές δεσμεύσεις και το γεγονός ότι η κυβέρνηση εφαρμόζει εν πολλοίς το τρίτο πρόγραμμα, παραμένει αδιευκρίνιστο τι θα συμβεί μετά το τέλος του προγράμματος. Το Γραφείο Προϋπολογισμού υπενθυμίζει μάλιστα ότι ο αναπληρωτής υπουργός οικονομικών Γ. Χουλιαράκης είπε πρόσφατα ότι είναι υπαρκτό το ενδεχόμενο επανόδου στις παλιές κακές δημοσιονομικές συνήθειες και συνεπώς «δεν είναι μικρός ο κίνδυνος ενός δημοσιονομικού παραστρατήματος», καθώς το 2019 θα είναι εκλο γικό έτος.

Επίσης, υπογραμμίζεται ότι «δεν πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες σχετικά με το μέγεθος και τη διάρκεια της κατανόησης των εταίρων για κάποιες αποκλίσεις από τους στόχους που έχουν τεθεί π.χ. στο ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων ή για τις δυνατότητες της ΕΚΤ να διευκολύνει την έξοδο στις αγορές διατηρώντας το waiver ακόμα και αν οι ελληνικοί τίτλοι δεν αξιολογού- νται καταλλήλως από τις αγορές».

«Η απόδοση από το δεκαετές ομόλογο του ελληνικού δημοσίου κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2017, βάσει στοιχείων της Τράπεζας της Ελλάδος, σημείωσε σημαντική υποχώρηση, καθώς από το 5,56% τον Σεπτέμβριο, διαμορφώθηκε στο 4,44% τον Δεκέμβριο, που αποτελεί το χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων ετών, λόγω και της εξαιρετικά ευνοϊκής ευρωπαϊκής και διεθνούς συγκυρίας. Να σημειωθεί ωστόσο, ότι όταν αρχίσει να ομαλοποιείται η νομισμα- τική πολιτική της ΕΚΤ (ολοκλήρωση των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης), τα εξαιρετικά χαμηλά αυτά επιτόκια θα αυξηθούν, με άμεσο κόστος και για την Ελλάδα», προστίθεται.

Η οικονομία ανακάμπτει

Το Γραφείο Προϋπολογισμού διαπιστώνει «ότι το 2017 η οικονομία επί τέλους ανακάμπτει, μολονότι ο ρυθμός μεγέθυνσης είναι συγκριτικά μικρότερος σε σχέση με τον μέσο ρυθμό της Ευρωζώνης, αλλά και με τις προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί».

Πάντως, παρατηρεί ότι τα στοιχεία για το ΑΕΠ του εννεαμήνου Ιανουάριος - Σεπτέμβριος 2017 θέτουν εν αμφιβόλω την αισιόδοξη πρόβλεψη της ελληνικής κυβέρνησης και των θεσμών για ρυθμό μεγέθυνσης 1,6% το 2017. 

Ακόμη, εκτιμά ότι η ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο τις τάσεις ανάκαμψης, αλλά υπενθυμίζει ότι τα έγγραφα που κοινοποιήθηκαν στους υπουργούς και η απόφαση του Eurogroup της 22ας Ιανουαρίου 2018 υπογράμμισαν όχι μόνον όσα επιτεύχθηκαν μέχρι σήμερα, αλλά και ποιες εκκρεμότητες έμειναν. Υπενθύμισαν επίσης βασικά θεσμικά ελλείμματα της χώρας που θα πρέπει να εξαλειφθούν για να περάσει σε τροχιά διατηρήσιμης ανάπτυξης.

«Η πτώση του ποσοστού ανεργίας σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια οφείλεται και στη σημαντική εξάπλωση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, οι οποίες τον Νοέμβριο του 2017 ανήλθαν στο 58,04%», συμπληρώνει. 

Ζητούμενο η διατηρήσιμη ανάπτυξη

Σύμφωνα με την έκθεση, η Ελλάδα έχει βρεθεί σε μια «παγίδα λιτότητας», όπου οι συνεχείς αυξήσεις φορολογίας και μειώσεις δαπανών μειώνουν το ΑΕΠ, αυξάνουν το χρέος και φτωχοποιούν τον πληθυσμό.

Ακόμη, τονίζεται ότι όσο δεν ρυθμίζεται, το χρέος θα παραμένει ως «δαμόκλειος σπάθη» πάνω από την ελληνική οικονομία, θα επηρεάζει αρνητικά τις προσδοκίες των οικονομικών παραγόντων και θα εμποδίζει την ανάπτυξη.

Το ζητούμενο είναι η διατηρήσιμη ανάπτυξη, που μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν:

  • Συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις: Αυτό που εξακολουθεί να χρειάζεται η χώρα είναι μια ριζική αλλαγή των συστημάτων κινήτρων και αντικινήτρων, των κανόνων του παιχνιδιού και των θεσμών που τους εφαρμόζουν. 
  • Συνεχιστεί η δημοσιονομική σταθερότητα, αλλά με άλλο μίγμα, χωρίς υπερφορολόγηση, αφού «η εξάντληση της φοροδοτικής ικανότητας έχει οδηγήσει πολλά νοικοκυριά στα όρια της φτώχειας: Το κέντρο βάρους της δημοσιονομικής προσαρμογής θα πρέπει στο μέλλον να μετατεθεί περισσότερο στην περιστολή της κακοδιαχείρισης στο δημόσιο (όπου υπάρχουν ακόμα περιθώρια), στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και στη σταδιακή μείωση των φόρων. 
  • Υπάρξει γενναία ρύθμιση του χρέους μακροπρόθεσμα με ταυτόχρονη συζήτηση για το απαιτούμενο ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων: Όσο δεν ρυθμίζεται, το χρέος θα παραμένει ως «δαμόκλειος σπάθη» πάνω από την ελληνική οικονομία, θα επηρεάζει αρνητικά τις προσδοκίες των οικονομικών παραγόντων και θα εμποδίζει την ανάπτυξη.   
  • Χαρτογραφηθεί ένα εθνικό αναπτυξιακό σχέδιο.
  • Υπάρξει συναίνεση και συνεννόηση:  Καμία χώρα που ήταν σε πρόγραμμα δεν κατάφερε να βγει από την κρίση, χωρίς να διαθέτει μια αποφασισμένη ηγεσία και ένα ελάχιστο πεδίο συναίνεσης, χωρίς δηλαδή να έχει αποκαταστήσει ένα πνεύμα εθνικής και κοινωνικής συνεννόησης για να πετύχει τους στόχους της.







πηγή: // naftemporiki/

Χώρα φτωχών και ανέργων η Ελλάδα σύμφωνα με Έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής

Παρασκευή, 26/09/2014 - 12:35
Για μια χώρα εκατομμυρίων φτωχών και ανέργων, κάνουν λόγο τα αδιάψευστα στοιχεία του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής την ώρα που ο Έλληνας Πρωθυπουργός διαπιστώνει ότι «μήνα με τον μήνα η Ελλάδα γίνεται μια χώρα φυσιολογική». Ειδικότερα όπως αποκαλύπτεται, με βάση την έρευνα εισοδημάτων και συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών 2,5 εκατομμύρια άτομα βρίσκονται κάτω από το χρηματικό όριο της σχετικής φτώχειας, με βάση το εισόδημα του μεσαίου νοικοκυριού (το 60%).

Νέο άδειασμα του οικονομικού επιτελείου από το Γραφείο Προϋπολογισμού

Τρίτη, 28/01/2014 - 19:58
«Ο στόχος της εσωτερικής υποτίμησης επιδιώχθηκε σχεδόν αποκλειστικά μέσω των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας και κυρίως με τη μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας ενώ αγνοήθηκε (ή δεν επιδιώχθηκε επιτυχώς) η ταυτόχρονη μεταρρύθμιση στην αγορά αγαθών»

«Ελλιπείς, περιστασιακές και αποσπασματικές» χαρακτηρίζει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής τις μεταρρυθμίσεις οι οποίες εφαρμόζονται στην Ελλάδα, υπογραμμίζοντας ότι ο στόχος της εσωτερικής υποτίμησης επιδιώχθηκε κυρίως με τη μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας. Μεταξύ άλλων, αναγνωρίζεται η μείωση των ελλειμμάτων, εκφράζεται η άποψη περί «υπερφορολόγησης» των Ελλήνων πολιτών και διατυπώνονται επιφυλάξεις ως προς τα τελικά οφέλη μιας επιστροφής στις αγορές το 2014.

Η επιστημονική επιτροπή του Γραφείου αναγνωρίζει ότι «η Ελλάδα κατάφερε να μειώσει αισθητά, να μηδενίσει ή και να μετατρέψει σε πλεονάσματα όλα τα ελλείμματα που είχε και πριν από την κρίση, με αποτέλεσμα να μην παρουσιάζει πλέον τις χειρότερες δημοσιονομικές επιδόσεις στην Ευρωζώνη», όπως και ότι το επιχειρηματικό κλίμα έχει βελτιωθεί, τα spreads έχουν πέσει, ο χρηματιστηριακός δείκτης ανεβαίνει και η φυγή κεφαλαίων ανακόπηκε.
 

Όπως επισημαίνει όμως, ο στόχος της εσωτερικής υποτίμησης επιδιώχθηκε κυρίως με τη μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας, ενώ υπήρξε «υπερφορολόγηση» των Ελλήνων πολιτών. Μάλιστα εκφράζονται επιφυλάξεις για τα τελικά οφέλη μιας επιστροφής στις αγορές το 2014.

Στις αβεβαιότητες του προγράμματος, η έκθεση αναφέρει τα στοιχεία πόλωσης που εμφανίζει το πολιτικό κλίμα στη χώρα μας, το οποίο διακυβεύει την επιστροφή στην ανάπτυξη.
 
Επιπλέον, χαρακτηρίζει «αγκάθι» την έξοδο της Ελλάδας στις αγορές, καθώς θα επιβαρύνει τη δημοσιονομική προσαρμογή τα επόμενα χρόνια, λόγω των πολύ υψηλών επιτοκίων.

Η επιστημονική επιτροπή αναφέρεται και στην ουσία της πρόσφατης πολιτικής αντιπαράθεσης με αντικείμενο τη φορολόγηση των Ελλήνων πολιτών σε σχέση με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους.

Σύμφωνα με την έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, οι φορολογικοί συντελεστές, τόσο για τα νοικοκυριά όσο και για τις επιχειρήσεις, είναι υψηλότεροι από το μέσο όρο των χωρών τόσο της Ε.Ε. όσο και της Ευρωζώνης.

Ειδικότερα, γίνεται σύγκριση των φορολογικών συντελεστών με τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς μέσους όρους ως εξής:


«Ο ΦΠΑ διαμορφώνεται στο 23% έναντι 21,5% στην Ε.Ε. και 20,5% στην Ευρωζώνη. Ο ανώτερος συντελεστής φόρου εισοδήματος για τα φυσικά πρόσωπα στην Ελλάδα διαμορφώνεται στο 46% έναντι 39,5% στην Ε.Ε. και 44,5% στην Ευρωζώνη, ενώ ο ανώτερος συντελεστής φόρου για τα νομικά πρόσωπα στην Ελλάδα διαμορφώνεται στο 26% (έναντι 21,8% στην Ε.Ε. και 25,9% στην Ευρωζώνη».

Πηγή thepressproject.gr

«Το δίλημμα για νέο Μνημόνιο είναι ψευτοδίλημμα»

Δευτέρα, 20/01/2014 - 17:40

«Το δίλημμα για νέο Μνημόνιο είναι ψευτοδίλημμα» δήλωσε μιλώντας στην εκπομπή «Live U» του STAR ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής Παναγιώτης Λιαργκόβας με αφορμή την ενδιάμεση έκθεση για τα μέλη των αρμόδιων Κοινοβουλευτικών Επιτροπών της Βουλής των Ελλήνων, υπό τον τίτλο «Η νέα οικονομική διακυβέρνηση στη ζώνη του ευρώ και η Ελλάδα. Οι μηχανισμοί εποπτείας και αλληλεγγύης υπό όρους μετά το Μνημόνιο».