Πέθανε ο εμβληματικός ποιητής του «Σύσσημον ή Τα Κεφάλαια»
Σάββατο, 29/07/2023 - 14:37«Επος της παρακμής» και «θηριώδες κατόρθωμα της σύγχρονης ελληνικής ποίησης» έχει χαρακτηριστεί το εκτεταμένο opus incertum του ιδιοσυγκρασιακού δημιουργού που είχε αναφέρει ως πηγές έμπνευσης την ποίηση του Γάλλου Κρετιέν ντε Τρουά, τα κείμενα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη αλλά και το ποιητικό έργο του Μίλτου Σαχτούρη και του Νίκου Καρούζου
Ενας από τους πιο σημαντικούς μα και ιδιαίτερους και αινιγματικούς σύγχρονους ποιητές μας, που δεν ενδιαφέρθηκε για την προβολή, που με το ελεύθερο πνεύμα του, την έντονη προσωπικότητα και τον δυναμικό λόγο του κέρδισε την εκτίμηση και τον σεβασμό των λογοτεχνικών κύκλων, ο Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος έφυγε χθες από τη ζωή, έπειτα από μάχη με τον καρκίνο σε ηλικία 78 ετών. Αφησε όμως το «αντιφέγγισμά» του, ένα εμβληματικό έργο ζωής και πνοής: «Σύσσημον ή Τα Κεφάλαια».
Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1945 στα Εξάρχεια. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές και τη θητεία του εργάστηκε για δεκαεννιά χρόνια ως οικονομικούς διευθυντής σε φαρμακαποθήκη, μερίδιο της οποίας είχε κληρονομήσει. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του περιοδικού «Εκηβόλος» μαζί με τον Βασίλη Διοσκουρίδη και την Τζούλια Τσακίρη. Από το 1985 αφιερώθηκε σε ένα εκτεταμένο opus incertum – μια μακρά αφήγηση σε ελεύθερο στίχο με τον τίτλο «Σύσσημον ή Τα Κεφάλαια», το οποίο έχει κυκλοφορήσει κατ’ αρχάς σε φυλλάδια εκτός εμπορίου, και, αργότερα, από τις εκδόσεις «Ινδικτος» και «Το Ροδακιό». Παράλληλα, ασχολήθηκε με τη μετάφραση, ιδίως αρχαίου δράματος – μάλιστα ο Λευτέρης Βογιατζής είχε επιλέξει δική του μετάφραση για την «Αντιγόνη» που ανέβασε στην Επίδαυρο και πιο πρόσφατα ο Χάρης Φραγκούλης για τον «Οιδίποδα».
Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος για το « Σύσσημον ή Τα Κεφάλαια» έγραφε το 2015 –με το ξεχωριστό του ύφος– πως: «Με βαθιά αυτοκριτική είναι ένα έργο-ναυάγιο· όμως, ηπιότερα αν προσεγγίσουμε και το ονομάσουμε, είναι ένα έργο-αντιφέγγισμα· αλλά στο ερώτημα τίνος φέγγους είναι αντιφέγγισμα θα σωπάσουμε· αυτό ας μείνει αναπάντητο, είναι το πρέπον». Ηταν ουσιαστικά το έργο της ζωής του στο οποίο αφιέρωσε μια 20ετία και όπως ο ίδιος είχε εξηγήσει η δημοσιοποίηση είχε γίνει σταδιακά κατ’ αρχάς: «Για το κείμενο που περιέχουν οι σελίδες αυτού του βιβλίου υπήρξε μια αρχική φάση “κλειστής” κυκλοφορίας – κράτησε από το 1988 έως το 1999. Εκείνα τα έντεκα χρόνια εφτά μεγάλα χειρόγραφα τετράδια μιας αφήγησης σε ελεύθερο στίχο έγιναν εφτά τυπωμένες συνέχειες, ήγουν εφτά φυλλάδια εκτός εμπορίου (με διαστάσεις 30,2 x 22,5 εκ., χωρίς σελιδαρίθμηση) δουλεμένα στη μονοτυπία. [...] Τα δύο πρώτα φυλλάδια τυπώθηκαν από τον “Εκηβόλο”, το τρίτο από τον Σταύρο Μουστάνη και τη “Λέσχη”, το τέταρτο από τον “Ικαρο”, με φροντίδα της Γεωργίας Παπαγεωργίου, και τα πέμπτο, έκτο και έβδομο από την “Εταιρεία Φίλων του Περιοδικού Εκηβόλος και των Εκδόσεων Το Ροδακιό” – η φροντίδα και η επιμέλεια ήταν του Βασίλη Διοσκουρίδη και της Τζούλιας Τσιακίρη. Κατόπι –μετά το 1999–, όταν άρχισε η εργασία στα δύο κεφάλαια που θα απάρτιζαν τη συνέχεια, το όγδοο δηλαδή φυλλάδιο του βιβλίου, ξανακοιτάχτηκε παράλληλα όλο το έργο και ξαναδουλεύτηκε. Αλλα έξι χρόνια πέρασαν. [...]».
Ηδη από το 2007 ο ποιητής Χάρης Βλαβιανός εγκωμίαζε το «Σύσσημον ή Τα Κεφάλαια» σε άρθρο του στα «Νέα»: «Πολυθεματικό, πολυεστιακό, “ανοιχτό”, χτίζεται αργά μέσα στον χρόνο και εξελίσσεται ποιητικά και πνευματικά μαζί με τον δημιουργό του. Είναι μια σύνθεση μεγάλης πνοής και δύναμης, όπου η γραφή ολοκληρώνεται μέσα από την πράξη της διακοπής της. Μια οποιαδήποτε σελίδα του βιβλίου αντανακλά αυτήν την αίσθηση δυσκολίας – τη δυσκολία τού να υπάρχεις και να γράφεις: απομονωμένες προτάσεις και παράγραφοι χωρίζονται με κενά διαστήματα, σπάζουν με παρενθετικές παρατηρήσεις, με μέρη σε πλάγια γραφή και πλάγια γραφή σε παρενθέσεις, έτσι που το κείμενο δεν καταλαμβάνει ποτέ ένα ενιαίο, αδιάσπαστο οπτικό πεδίο».
Ο Χ. Βλαβιανός εντόπιζε και τις εκλεκτικές συγγένειες: «Πολυσχιδές και πολυεπίπεδο έργο, το “Σύσσημον” φέρει αναπόφευκτα τα ίχνη επιρροών και αναγνωστικών εμμονών του συγγραφέα: αρχαία τραγωδία, Πίνδαρος, μεσαιωνικές μυθιστορίες, ισλανδικές σάγκες, αλλά και τα “Αυτόγραφα” του Σολωμού και το “Μήτηρ Θεού” του Σικελιανού, τα οράματα του Γέιτς, τα “Κάντος” του Πάουντ, η “Ανάβαση” του Σεν Τζον Περς, τα “Τρία κρυφά ποιήματα” του Σεφέρη και το “Φωτόδεντρο” του Ελύτη».
Αλλά και ο Κωστής Παπαγιώργης έγραφε στη «Lifo» τον Οκτώβριο του 2006 για το ίδιο έργο: «Αυτό το εκτυφλωτικό σκότος 484 σελίδων, ήτοι η αδίδακτη τέχνη ενός ανθρώπου που έμαθε να αναμοχλεύει τα σωθικά του, μετουσιώνεται μαστορικά σε κοινό μάθημα και διαβάζεται νεράκι από το Α ώς το Ω. Οποια κι αν είναι η εκλεπτυσμένη μας ηλιθιότητα, καταλαβαίνουμε ότι δεν έχουμε να κάνουμε με ατομικά μυστικά, με απόκρυφες αμαρτίες· το βάθος είναι πάντα η κοινότητα, οι μεταστάσεις της βασανισμένης ψυχής που φέρνει και παίρνει τις γενιές, που ανακλαδίζεται μέσα στην Ιστορία χωρίς φανερό μέτρο και ρυθμό. Στα σκληρά τερτίπια της περιπλάνησης το “Σύσσημον” αριστεύει».
Την είδηση του θανάτου του μας μετέφερε ο αρχιτέκτονας, ομότιμος καθηγητής της Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ Τάσης Παπαϊωάννου που υπήρξε φίλος του καθώς και εκείνος που είχε σχεδιάσει το εξώφυλλο στο «Σύσσημον ή Τα Κεφάλαια. Βιβλίο πρώτο» όταν κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Ροδακιό».
Πηγή: efsyn.gr