12 Οκτωβρίου 1944 / Ένα σπάνιο βίντεο από την απελευθέρωση της Αθήνας από τους ναζί

12 Οκτωβρίου 1944 / Ένα σπάνιο βίντεο από την απελευθέρωση της Αθήνας από τους ναζί

Σάββατο, 12/10/2024 - 10:28

Στις 12 Οκτωβρίου του 1944 η Αθήνα απελευθερώνεται από τη ναζιστική μπότα.

Κατά τη διάρκεια της νύχτας οι Γερμανοί ανασυγκροτούνται και τα ξημερώματα αρχίζουν να αποχωρούν. Όσοι ελάχιστοι έχουν μείνει πίσω συγκεντρώνονται στο Σύνταγμα και με επικεφαλής τον στρατηγό Φέλμι καταθέτουν βιαστικά στεφάνι στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. Χωρίς επισημότητες στις 9.15 ένας στρατιώτης τους υποστέλλει τη σημαία με τη σβάστικα από τον ιερό βράχο της Ακρόπολης, σημαίνοντας τη λήξη της Κατοχής, που διήρκεσε 1.625 μέρες.

Θα είναι μια απελευθέρωση γλυκιά που θα σκορπίσει τη χαρά, με τους Αθηναίους να βγαίνουν στους δρόμους να πανηγυρίσουν, φωνάζοντας «Χριστός Ανέστη».

Θα είναι όμως παράλληλα και μια απελευθέρωση πικρή. Οι τελευταίοι μήνες της Κατοχής έχουν βαφτεί με αίμα. Οι Γερμανοί, σίγουροι πλέον για την ήττα τους έχουν εκδικηθεί. Κομμένο, Καλάβρυτα, Δίστομο, Χορτιάτης, Γιαννιτσά. Τα σπέρματα ενός νέου εθνικού διχασμού έχουν πέσει και σύντομα θα έρθει ο Δεκέμβρης.

Το σπάνιο βίντεο – ντοκουμέντο που ακολουθεί είναι ένα απόσπασμα από την «χαμένη» ταινία επικαίρων της Φίνος Φιλμ για το τέλος της ναζιστικής Κατοχής στην Αθήνα, η οποία δεν προβλήθηκε τότε στην Ελλάδα.

Τα ιστορικής σημασίας επίκαιρα ανακαλύφθηκαν από το Ροβήρο Μανθούλη σε κινηματογραφικά αρχεία στις ΗΠΑ και παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα στην αρχική τους μορφή ενσωματωμένα στο ντοκιμαντέρ του «Βίοι παράλληλοι του Εμφυλίου»

Τα πλάνα αλλά και η περιγραφή είναι συγκλονιστικά:

Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το βιβλιου του ιστορικού Μενέλαου Χαραλαμπίδη, «Η Εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα», όπου περιγράφει τη μεγάλη αυτή μέρα.

Το πρωινό της 12ης Οκτωβρίου 1944, ένα άγημα Γερμανών στρατιωτών κατέθεσε στεφάνι στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, παρουσία του Δημάρχου Αθηναίων και λίγων επισήμων. Μετά από τρεισήμισι χρόνια Κατοχής, οι Γερμανοί έφευγαν από την Αθήνα, αφήνοντας πίσω τους μια κατεστραμμένη πόλη: 40 – 45.000 νεκροί από πείνα, τουλάχιστον 1.800 εκτελεσμένοι και 2.000 περίπου νεκροί από τις εμφύλιες συγκρούσεις που συστηματικά οι κατακτητές υποδαύλιζαν.

Αρκετές εβδομάδες πριν την Απελευθέρωση, επικρατούσε στην Αθήνα ένα εντελώς παράδοξο κλίμα: το κέντρο της πόλης βρίσκονταν υπό κατοχή, ενώ οι γύρω συνοικίες είχαν «απελευθερωθεί». Οι κάτοικοι του κέντρου μετέβαιναν καθημερινά στις προσφυγικές κυρίως συνοικίες για να συμμετέχουν στους πανηγυρισμούς των κατοίκων τους και να παρακολουθήσουν τις παρελάσεις του ΕΛΑΣ και τις γιορτές της ΕΠΟΝ στους κεντρικούς δρόμους και τις πλατείες.

Το πανηγυρικό κλίμα κορυφώθηκε στις 12 Οκτωβρίου 1944, ημέρα της απελευθέρωσης της Αθήνας. Λίγο μετά την υποστολή της ναζιστικής σημαίας από τον βράχο της Ακρόπολης και ενώ γερμανικά στρατιωτικά φορτηγά διέσχιζαν ακόμη την Πανεπιστημίου με προορισμό την Λιοσίων και την Αχαρνών, εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου συνέρρευσαν στο κέντρο της πόλης, γιορτάζοντας το τέλος της πιο σκληρής δοκιμασίας που έζησαν οι κάτοικοί της από τότε που η Αθήνα ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους. Όμως, το ξέφρενο πανηγύρι των Αθηναίων δεν επισκίασε το μεγάλο ερώτημα εκείνης της ημέρας: ποια στάση θα κρατούσε το ΕΑΜ τις πρώτες ώρες μετά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων; Με ποιο τρόπο θα αξιοποιούσε το γεγονός ότι η πρωτεύουσα του κράτους βρίσκονταν σε κενό εξουσίας; Με άλλα λόγια, τι θα γινόταν τις κρίσιμες ώρες που ο ΕΛΑΣ θα μπορούσε να καταλάβει τα κτίρια και τους στρατώνες των Σωμάτων και Ταγμάτων Ασφαλείας και τέλος τα Παλαιά Ανάκτορα, με τις δυνάμεις που είχε ήδη στην Αθήνα, χωρίς να χρειαστεί η επέμβαση του εμπειροπόλεμου ΕΛΑΣ του βουνού;

Ήδη από το καλοκαίρι του 1944, η ανησυχία για τη στάση που θα τηρούσε το ΕΑΜ, οδήγησε την κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Γεωργίου Παπανδρέου σε εγρήγορση. Γνωρίζοντας ότι οι βρετανικές δυνάμεις θα μπορούσαν να εισέλθουν στην Αθήνα μετά την αποχώρηση των Γερμανών, προσπάθησε να καλύψει το κρίσιμο χρονικό κενό με τη δημιουργία του Εθνικού Στρατού Αθηνών.

Στις αρχές Αυγούστου του 1944 ο υποστράτηγος Παναγιώτης Σπηλιωτόπουλος, διορίστηκε στρατιωτικός διοικητής Αττικής, από τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου. Μια από τις πρώτες εντολές που έλαβε ήταν να θέσει όλες τις εθνικές οργανώσεις, εκτός των εαμικών, υπό ενιαία διοίκηση στο νέο σώμα που θα ονομαζόταν Εθνικός Στρατός Αθηνών. Ο Σπηλιωτόπουλος εφαρμόζοντας ουσιαστικά ένα σχέδιο αμύνης απέναντι στον ΕΛΑΣ, διένειμε τους άνδρες των μη εαμικών αντιστασιακών οργανώσεων, αλλά και της αμιγώς αντικομμουνιστικής οργάνωσης «Χ» σε κεντρικά ξενοδοχεία και κτίρια της Αθήνας:

«…Ουσιαστικά η όλη επιχείρηση αντανακλούσε την πολιτική κατάσταση που επικρατούσε τις παραμονές της απελευθέρωσης. Η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση αναζητούσε ένα στρατιωτικό στήριγμα που θα της έδινε την ευκαιρία να μεταφέρει την πολιτική της εξουσία στην Αθήνα και στη συνέχεια να την εδραιώσει με την πολιτικοστρατιωτική συμβολή των Βρετανών. Η δημιουργία του Εθνικού Στρατού Αθηνών αποκλειστικά από ένοπλα τμήματα των εθνικών οργανώσεων, καταδείκνυε τη βαθιά καχυποψία της κυβέρνησης απέναντι στο ΕΑΜ. Η στρατιωτική αυτή δύναμη […] δεν απέκλειε απλώς τις εαμικές δυνάμεις, αλλά ενέτασσε στον Εθνικό Στρατό οργανώσεις όπως η “Χ” και ο ΕΔΕΣ, μέλη των οποίων συγκρούονταν την περίοδο εκείνη με τον ΕΛΑΣ στους δρόμους της Αθήνας.»

Το πρώτο βράδυ της Απελευθέρωσης πρόσφερε μια μεγάλη ανακούφιση στους άνδρες του Εθνικού Στρατού Αθηνών και τα μέλη της κυβέρνησης Παπανδρέου. Ο ΕΛΑΣ της Αθήνας όχι μόνο δεν επιχείρησε να καταλάβει την πόλη, αλλά αντίθετα ήταν ο κύριος παράγοντας διατήρησης της τάξης τη νύχτα εκείνη, αλλά και τις επόμενες ημέρες:

«Την απόλυτη τήρηση των υποχρεώσεων που είχε αναλάβει ο ΕΛΑΣ της Αθήνας απέναντι στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας πιστοποιεί και έγγραφο της βρετανικής Force 133, στο οποίο αναφέρεται ότι Βρετανός πληροφοριοδότης, έκανε το γύρο των προαστίων της Αθήνας, συμπεριλαμβανομένων και των εαμικών προπυργίων, τη νύχτα της 12ης Οκτωβρίου: “Απόλυτη ησυχία παντού. Καμία ταραχή και οι δρόμοι σχεδόν άδειοι. Ο ΕΛΑΣ και άλλα όργανα περιπολούν με τάξη”.»

Η στάση αυτή αντανακλούσε την απόφαση της ηγεσίας του ΚΚΕ και του ΕΑΜ να «παραμερίσει» την επαναστατική λύση, στρεφόμενη προς τη νομιμότητα. Άλλωστε η μαζικότητα των εαμικών οργανώσεων αποτελούσε εγγύηση για μια άνετη επικράτηση του ΕΑΜ όχι πλέον ως αντιστασιακής οργάνωσης, αλλά ως πολιτικού φορέα. Την κατάσταση, σε ότι είχε να κάνει με την στάση του ΕΛΑΣ κατά την ημέρα της απελευθέρωσης αλλά και σε όλη τη διάρκεια μέχρι την άφιξη της εξόριστης κυβέρνησης, ξεκαθάριζε η ημερήσια διαταγή του 1ου Συντάγματος της 1ης Ταξιαρχίας του ΕΛΑΣ Αθηνών, την παραμονή της απελευθέρωσης:

«Συναγωνιστές. Μπήκαμε στην πιο αποφασιστική φάση του αγώνα μας μετά από την τρίχρονη σκληρή δοκημασία που σ’ αυτήν θα πρέπει να δείξωμεν την επαναστατηκότητά μας πάνω στην εξασφάληση της τάξης και ησυχίας. Σύνθημά μας μπένει μακριά από ανησυχίες (άσκοπους πυροβολισμούς, ατομικός έλεγχος ταυτοτήτων) […] Συναγωνιστές, προσοχή στη βαθειά κατανόηση της νίκης που ζητάμε να επιτύχωμε και η οποία διαφέρει κατά πολύ από τις νίκες της σκληρής δοκημασίας, είνε νίκη που θάχη σαν αποτέλεσμα να κερδήσωμε την μεγάλη έκπληξη στα μάτια των συμμάχων μας και όλης της ανθρωπότητας του να παρουσιασθούμε σαν στρατός επιβολής, με πειθαρχία εμφάνηση και ταχήτητα πρωτοφανή και πρωτότυπο στην εκτέλεση των διαταγών.»

Υπό αυτή την οπτική, της μεταφοράς δηλαδή της αντιπαράθεσης ανάμεσα στο ΕΑΜ και τις αντιεαμικές δυνάμεις από τις ένοπλες συγκρούσεις των προηγούμενων μηνών στον πολιτικό ανταγωνισμό των ημερών μετά την αποχώρηση των κατακτητών, πρέπει να εξεταστούν οι μεγάλες διαδηλώσεις της Απελευθέρωσης. Μετά το αυθόρμητο «ξέσπασμα» των κατοίκων κατά τη διάρκεια των πανηγυρισμών της 12ης Οκτωβρίου 1944, τις επόμενες δύο ημέρες το ΕΑΜ πραγματοποίησε τεράστιες και άρτια οργανωμένες διαδηλώσεις, παρουσιάζοντας την εντυπωσιακή δύναμη που είχε πλέον στην Αθήνα. Σε αυτές «πρώτο λόγο» είχαν οι κάτοικοι των εργατικών συνοικιών της Αθήνας και του Πειραιά, αλλά και ένα σημαντικό τμήμα των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων, η ζωή των οποίων εξαθλιώθηκε κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Στις 15 Οκτωβρίου ήρθε η σειρά των εθνικών οργανώσεων, του μη εαμικού χώρου δηλαδή, να κάνουν επίδειξη ισχύος στους κεντρικούς δρόμους της πρωτεύουσας:

«Η διαδήλωση αυτή πρόβαλε ξεκάθαρα σε επίπεδο εικόνας, συμβολισμών και συνθημάτων, τον ταξικό χαρακτήρα της επερχόμενης σύγκρουσης. Η έκδηλη διαφοροποίηση των δύο στρατοπέδων, έγινε ορατή τις τρεις αυτές πρώτες ημέρες μετά την απελευθέρωση, διότι για πρώτη φορά δινόταν η ευκαιρία δημόσιας και μαζικής έκφρασής της, σε ξεχωριστές εκδηλώσεις. Η διαμάχη του ΕΑΜ με το μη εαμικό χώρο γινόταν πλέον περισσότερο απτή: ο καθένας μπορούσε να δει την απήχηση που είχε η κάθε πλευρά μέσα από τον όγκο και τον παλμό των διαδηλώσεων και να μάθει, κωδικοποιημένα, τις βασικές πολιτικές τους θέσεις μέσα από τη συνθηματολογία τους. Η εικόνα των διαδηλωτών που ζητωκραύγαζαν στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας, οπτικοποιούσε πτυχές της διαμάχης, αναδεικνύοντας το βαθύ διχασμό της ελληνικής κοινωνίας και πως αυτός καταγραφόταν ακόμη και στις ενδυματολογικές διαφοροποιήσεις τους, όπως παρατήρησε ο Γιώργος Θεοτοκάς παρακολουθώντας τη διαδήλωση των “εθνικών” οργανώσεων:

“Πραγματικά η σημερινή διαδήλωση ήταν πολύ αισθητά πιο καλοντυμένη και ευπαρουσίαστη από τη χτεσινή και περιείχε αρκετές κομψές γυναίκες. Είναι η πρώτη φορά αυτές τις μέρες που ένιωσα στην Ελλάδα τόσο έντονα, τόσο ξεκάθαρα κι απόλυτα τον κοινωνικό διχασμό, την ατμόσφαιρα του ταξικού πολέμου”.»

Η κατάληξη της πορείας αυτής ήταν τραγική και αποτέλεσε μια ακόμη τεράστια δοκιμασία για τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ στην Αθήνα. Καθώς ομάδες από τις οργανώσεις του ΕΑΜ Βύρωνα και Καισαριανής κατηφόριζαν την οδό Πανεπιστημίου προς την πλατεία Ομονοίας, δέχτηκαν καταιγισμό πυρών από άνδρες αντικομμουνιστικών οργανώσεων που βρίσκονταν υπό περιορισμό, αλλά ένοπλοι, στο ξενοδοχείο «Ερμής». Από τα πυρά σκοτώθηκαν τουλάχιστον επτά μέλη εαμικών οργανώσεων και τραυματίστηκαν 82. Για τους υποστηρικτές του ΕΑΜ η κατάσταση ήταν ξεκάθαρη: ακόμη και μετά την Απελευθέρωση, οι συνεργάτες των Γερμανών προξενούσαν θύματα. Επιπρόσθετα, η επιλογή της κυβέρνησης Παπανδρέου να θέσει υπό περιορισμό τους άνδρες των δωσιλογικών οργανώσεων, όχι στα στρατόπεδα που βρίσκονταν στην περιφέρεια της πόλης, αλλά σε κεντρικά ξενοδοχεία της Αθήνας και μάλιστα χωρίς να τους αφοπλίσει, γεννούσε εύλογα ερωτήματα για το ποιοι ήταν αυτοί που επιθυμούσαν τη δημιουργία ενός ομαλού κλίματος και ποιοι το υπονόμευαν:

«Αμέσως μετά το επεισόδιο επενέβησαν επιτόπου ο επιτελάρχης του στρατιωτικού διοικητή Αττικής, Παυσανίας Κατσώτας και ο διευθυντής της Αστυνομίας Άγγελος Έβερτ, με διαταγή των οποίων αφοπλίστηκαν τα μέλη των οργανώσεων αυτών, ενώ για την αποφυγή παρόμοιων επεισοδίων τοποθετήθηκαν ισχυρές βρετανικές φρουρές στις πλατείες Συντάγματος και Ομονοίας. Όμως για τους υποστηρικτές του ΕΑΜ το γεγονός ότι οι συνεργάτες του κατακτητή όχι μόνον παρέμεναν οπλισμένοι αλλά και προκαλούσαν νέα θύματα, αποδείκνυε την πρόθεση της κυβέρνησης Παπανδρέου και των Βρετανών να διατηρήσουν ετοιμοπόλεμα τα στοιχεία αυτά για μια ενδεχόμενη ένοπλη σύγκρουσή τους με τον ΕΛΑΣ. Το ΕΑΜ, στην προσπάθειά του να αποδείξει έμπρακτα την τήρηση των δεσμεύσεών του απέναντι στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, δεν απάντησε ένοπλα στην επίθεση που δέχτηκαν τα μέλη του στις 15 Οκτωβρίου. Έχοντας ως δεδομένη την πολιτική του κυριαρχία σε ολόκληρη την πρωτεύουσα, επεδίωκε τη συμβολή του στο κλίμα ομαλότητας για να μπορέσει να κεφαλαιοποιήσει σε πολιτικό επίπεδο την απόλυτη επικράτησή του σε Αθήνα και Πειραιά:

ΑΘ“Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, εάν ήθελε το ΕΑΜ, μπορούσε στις 15 Οκτωβρίου, με τις βοηθητικές του μόνον δυνάμεις, να προκαλέσει λουτρό αίματος των αντιπάλων του και να ελέγξει την πρωτεύουσα. Απλώς δεν το ήθελε, για τους λόγους που υποδεικνύει το ημερολόγιο του Ζέβγου, η κατευναστική επιρροή του οποίου ομολογείται και από εκπροσώπους της συντηρητικής πλευράς […] Αλλά η εαμική αντίδραση παρέμεινε στο επίπεδο της καταγγελίας, χωρίς αντίποινα”.

Οι λίγες εβδομάδες που ακολούθησαν μέχρι την έναρξη των Δεκεμβριανών, κύλησαν μέσα σε ένα κλίμα αναζήτησης πολιτικών ισορροπιών με την απειλή προσφυγής στην ένοπλη βία και από τις δύο πλευρές που συγκρούστηκαν το Δεκέμβρη. Σε ένα πολωμένο κλίμα το οποίο τροφοδοτούνταν διαρκώς από το διχασμό της βάσης της ελληνικής κοινωνίας, μια οποιαδήποτε αιτία μπορούσε να οδηγήσει στην έναρξη της εμφύλιας σύγκρουσης. Η διαφωνία σχετικά με τη διάλυση των αντιστασιακών οργανώσεων και τη σύνθεση του υπό δημιουργία εθνικού στρατού, ήταν κάτι παραπάνω από μια απλή αιτία. Οι συσχετισμοί ανάμεσα στις εαμικές και μη δυνάμεις στον υπό δημιουργία εθνικό στρατό, αποτέλεσαν ανυπέρβλητο εμπόδιο για τη βιωσιμότητα της βραχύβιας κυβέρνησης εθνικής ενότητας. Στις 3 Δεκεμβρίου 1944, ξέσπασε με σαφώς μεγαλύτερη σφοδρότητα μια σύγκρουση που είχε την αφετηρία της στα διχαστικά γεγονότα του τελευταίου χρόνου της Κατοχής. Η πολιτική ηγεσία της χώρας, συμπεριλαμβανομένων και των υπουργών του ΕΑΜ, είχε χάσει την ευκαιρία για μια ειρηνική μετάβαση στη μεταπολεμική περίοδο».

12 Οκτώβρη: Η (ανολοκλήρωτη) Απελευθέρωση – του Νίκου Μπογιόπουλου

Πέμπτη, 12/10/2017 - 10:00
Νίκος Μπογιόπουλος


«Ώρα έντεκα π.μ. – Η ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΦΤΕΡΟΥΓΙΖΕΙ ΠΑΝΩ ΑΠ’ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΜΑΣ – Οι Γερμανοί εκκενώνουν οριστικά την πρωτεύουσα – Ο γερμανός διοικητής και όλο το στρατηγείο του Λυκαβηττού ανεχώρησαν – Η Αθήνα κηρύχτηκε ανοχύρωτη.


Πριν φύγουν και οι τελευταίοι Ούννοι ο λαός ξεχύθηκε με σημαίες και ζητωκραυγές στους δρόμους. Απ’ το Πανεπιστήμιο, απ’ τις Τράπεζες, απ’ όλα τα κέντρα οι τηλεβόες του ΕΛΑΣ σαλπίζουν το χαρμόσυνο μήνυμα. Οι συνοικίες σε παραλήρημα ενθουσιασμού ετοιμάζονται για το μεγάλο γιορτασμό. Στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη αντιπροσωπείες του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ κατέθεσαν στεφάνι. Έξαλλος από τον ενθουσιασμό ο συγκεντρωμένος κατά χιλιάδες λαός ζητωκραύγαζε. Δακρύζοντας οι πολίτες αγκάλιαζε ο ένας τον άλλο (…). Η γερμανική σημαία κατέβηκε απ’ την Ακρόπολη και τα τελευταία γερμανικά τμήματα έφυγαν το πρωί απ’ την Αθήνα» (Ριζοσπάστης, 12/10/1944).

Ήταν σαν σήμερα, ημέρα Πέμπτη και τότε, πριν από 73 χρόνια, όταν το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ και η ΕΠΟΝ απελευθέρωναν την Αθήνα από την μπότα του ναζί κατακτητή.

Ηταν  μια συγκλονιστική μέρα.

Την επομένη της  λαοπλημμύρας στην πρωτεύουσα το κλίμα της γιορτής της Απελευθέρωσης μεταφέρεται από τον Τύπο σε όλη την Ελλάδα. Υπό τον τίτλο «ΛΕΥΤΕΡΙΑ! ΛΕΥΤΕΡΙΑ! Η ΑΘΗΝΑ ΓΙΟΡΤΑΖΕΙ», ο «Ριζοσπάστης» γράφει:

«Χάθηκε το βρωμερό κουρέλι του φασισμού απ’ την Ακρόπολη. Τούτο το σύνθημα περίμενε η Αθήνα. Η μπαρουτοκαπνισμένη Αθήνα, που γνώρισε την πείνα και το βόλι του κατακτητή, το στιλέτο του προδότη, η αδάμαστη Αθήνα, που τρία χρόνια πάλεψε, ξεχύθηκε ζωντανή ανθρωποθάλασσα να διαλαλήσει τη Νίκη, να γιορτάσει τη Λευτεριά της. Πέντε λεφτά φτάσανε για να κολυμπήσει όλη η πόλη στο γαλάζιο. Για ν’ ανέβουν οι ΕΠΟΝίτες στα καμπαναριά και ν’ αντηχήσουν χαρούμενα οι καμπάνες. Διαδηλώσεις, που πρώτη φορά βλέπει η Αθήνα, ξεχύνονται από παντού. Από το Σύνταγμα ως την Ομόνοια ένα ρεύμα είναι ο κόσμος. Γελούν, δακρύζουν, αγκαλιάζονται. Λευ-τε-ρω-θή-κα-με ! Νι-κή-σα-με !

Και πάνω απ’ όλα, μια φωνή που αγκαλιάζει όλη την Αθήνα, που κλείνει όλους τους σκληρούς τρίχρονους αγώνες, όλη την πίστη στη λευτεριά, όλη τη χαρά της Νίκης:

Ε-Α-Μ ! Ε-Α-Μ ! (…). Ανεβασμένοι στ’ αυτοκίνητα, ρίχνουν οι ΕΑΜίτες τα συνθήματα, που τ’ αρπάζει με μια φωνή ο κόσμος και τα κάνει βουή και σάλπισμα για να φτάσουν απ’ άκρη σ’ άκρη της Ελλάδας. Κανένα άσυλο στους προδότες! Λευτεριά – Λαοκρατία!(…) ΕΛΑΣίτες περνούν σ’ αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες. Ακράτητος ο κόσμος τους κυκλώνει: Ζήτω ο Λαϊκός Στρατός! Ζήτω ο Στρατός της Λευτεριάς μας! Το δίκοχο του ΕΛΑΣίτη, όπου εμφανιστεί, ξεσηκώνει θύελλα ενθουσιασμού. (…) το πένθιμο εμβατήριο αντηχεί από χιλιάδες στόματα που υπόσχονται πίστη στον αγώνα, το τελικό τσάκισμα του Φασισμού και τη Λαοκρατία (…)».

«Η Απελευθέρωση της Αθήνας», ξυλογραφία της Βάσως Κατράκη



     Ανάμεσα στα εκατομμύρια των πατριωτών που ξεχύθηκαν στους δρόμους και ζητωκραύγαζαν το θάνατο του αγκυλωτού του φασισμού, κάποιοι ισχυρίζονται ότι «ήταν και αυτοί εκεί». Είναι οι ίδιοι που προσπαθούν να κρύψουν την απουσία των προγόνων τους και τη δική τους πίσω από την «αθώα» φρασούλα: «Τότε όλοι οι Έλληνες ήταν μαζί»…. Όμως:

    1) Άλλο πράγμα ο ελληνικός λαός που πολεμούσε τους Γερμανούς στις πόλεις και στα βουνά, κι άλλο πράγμα εκείνοι που είχαν πάρει τον «πατριωτισμό» τους – μαζί με το χρυσό της χώρας – και τον είχαν φυγαδεύσει στα ασφαλέστατα «χαρακώματα» του Καΐρου και του Λονδίνου. 

    2) Άλλο πράγμα ο ελληνικός λαός που μαχόταν το ναζισμό διεκδικώντας για αντίτιμο μια Ελλάδα της λευτεριάς, της δημοκρατίας και της λαϊκής αναδημιουργίας, κι άλλο πράγμα εκείνοι που το 1944 έσπευδαν να συνταχθούν με τη «εξόριστη» βασιλική κυβέρνηση στην Αίγυπτο. Ήταν, μάλιστα, τόσο «διαθέσιμοι» στην υπηρεσία των Ανακτόρων, που για το λόγο αυτό «βραβεύονταν» με την ανάθεση ρόλου πρωθυπουργού της «κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητας».

    3) Άλλο πράγμα το ΕΑΜ κι άλλο εκείνοι που συνεργάστηκαν με τον Χίτλερ, οι δοσίλογοι, οι ταγματασφαλίτες και οι γερμανοντυμένοι. Στους οποίους, αν και προδότες, οι του Καΐρου και του Λονδίνου, όταν επέστρεψαν, στο πλαίσιο της «εθνικής τους ενότητας», επιδαψίλευσαν τιμές και αξιώματα…

    4) Άλλο πράγμα αυτοί που πολεμούσαν και τραγουδούσαν «το ΕΑΜ μας έσωσε απ’ τη πείνα, θα μας σώσει κι από τη σκλαβιά» κι άλλο πράγμα οι «παπατζήδες» που (στις 2-5-1944) σε ομιλία τους στην Αλεξάνδρεια, παρουσία των αξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού, έκαναν λόγο για τη «βρωμιά του ΕΑΜ»!

    5) Άλλο πράγμα αυτοί που πολέμησαν τον Χίτλερ και με τα ίδια όπλα πολέμησαν τον Τσόρτσιλ και τον Βαν Φλιτ, κι άλλο εκείνοι που για να καταπνιγεί κάθε εγχείρημα λαϊκής κυριαρχίας στον τόπο τηλεγραφούσαν στον Τσόρτσιλ τα εξής:«Δύναμαι να σας διαβεβαιώσω ότι η σταθερότης της ελληνικής κυβερνήσεως θα διατηρηθεί πλήρως κατά τας επικείμενους κρίσιμους στιγμάς. Δεν γνωρίζω τους λόγους διά την απουσία της Βρετανίας. Μόνον η άμεσος παρουσία εντυπωσιακών βρετανικών δυνάμεων εις την Ελλάδα και ως τας τουρκικάς ακτάς θα ήτο δυνατό να μεταβάλει την κατάστασιν» (Γεώργιος Παπανδρέου, 22/9/1944, τηλεγράφημα προς τον Τσόρτσιλ).

     6) Άλλο πράγμα αυτοί που έδωσαν την ψυχή, την καρδιά και το αίμα τους για τη λευτεριά της Ελλάδας και για τη σωτηρία του λαού, κι άλλο οι μαυραγορίτες, τα κόμματά τους και οι εφημερίδες που έφταναν να δίνουν ακόμα και το παράγγελμα των εκτελεστικών αποσπασμάτων (!), αυτοί που κράδαιναν ενάντια στο μεγαλειώδες κίνημα της Αντίστασης τη «νομιμότητα» του κατακτητή και των ντόπιων οργάνων του και έγραφαν: «Καλώς συνετάγη ο νόμος που τιμωρεί με θάνατο τους Ελληνες υπηκόους όσοι μετέχουν σε πολεμικές εχθροπραξίες κατά των Γερμανών» («Καθημερινή», 1/6/1941).

    7) Άλλο πράγμα οι εκτελεσμένοι στον τοίχο της Καισαριανής κι άλλο πράγμα οι «Τσολάκογλου» και οι «Ραλληδες». Άλλο πράγμα ο Έκτωρ Τσιρονίκος, ο  δοσίλογος και συνεργάτης των Γερμανών επί Κατοχής. Ο αντιπρόεδρος στη γερμανοδιορισμένη «κυβέρνηση» του Ιωάννη Ράλλη, της κυβέρνησης δηλαδή των γερμανοτσολιάδων που ίδρυσε τα «Τάγματα Ασφαλείας». Κάτι τέτοιοι σαν τον Τσιρονίκο, με τέτοια «πατριωτική» προϋπηρεσία, είναι που απαρτίζουν τους «ήρωες» της Χρυσής Αυγής. Έτσι, στο περιοδικό της Χρυσής Αυγής, στη δεύτερη σελίδα, μέσα σε ειδικό πλαίσιο ώστε να τονίζεται ευδιάκριτα ο ναζισμός τους, δημοσιεύτηκε κείμενο (τεύχος Δεκέμβρη 1983) υπό τον τίτλο «ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ», το οποίο καταλήγει ως εξής: «Γιατί ΕΜΕΙΣ, μόνο ΕΜΕΙΣ είμαστε ΕΘΝΙΚΟΣΟΣΙΑΛΙΣΤΕΣ, μελλοντικοί ανατροπείς της διαφθοράς, μελλοντικοί Δημιουργοί της Πολιτείας του Ήλιου, της Πολιτείας του Ελληνικού Μεγαλείου, της ΕΘΝΙΚΟΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ».

Η υπογραφή του εν λόγω δημοσιεύματος (και μάλιστα με κεφαλαία γράμματα) είναι: «ΕΚΤΩΡ ΤΣΙΡΟΝΙΚΟΣ».

Να λοιπόν που η Ιστορία και η αλήθεια είναι πεισματάρικα πράγματα. Και επιμένουν: Όπως και σήμερα, έτσι και τότε, «μαζί» και «ενωμένος» στον αγώνα για την Απελευθέρωση και στη γιορτή για την Απελευθέρωση ήταν, πράγματι, ο ελληνικός λαός. Οι δοσίλογοι και οι πατριδοκάπηλοι ήταν – και θα είναι πάντα – στην άλλη μπάντα.

Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που στην Ελλάδα η 12η Οκτωβρίου, η ημέρα της Απελευθέρωσης της Αθήνας και της Ελλάδας – που έμελλε να μείνει μια ανολοκλήρωτη απελευθέρωση για τον λαό και τον τόπο – είναι μια «ξεχασμένη» επέτειος για την άρχουσα τάξη και το κράτος της.

Και έχουν απόλυτο δίκιο. Για ποιο πράγμα να γιορτάσουν αυτοί, άλλωστε; Τι να γιορτάσουν; Την απουσία τους από τον αγώνα του ελληνικού λαού για την λευτεριά του; Την προδοσία τους και τη συνεργασία τους με τον κατακτητή; Ή την κατοπινή τους πρόσδεση με τον ευρωατλαντισμό;




Αναδημοσίευση από: imerodromos.gr

Η απελευθέρωση της Αθήνας από τους Γερμανούς σαν σήμερα πριν από 72 χρόνια στις 12 Οκτωβρίου 1944

Τετάρτη, 12/10/2016 - 12:15
Πριν από 72  χρόνια, στις 12 Οκτωβρίου του 1944 η Αθήνα απελευθερώθηκε από τους Ναζί και ο ελληνικός λαός κατέβηκε στους δρόμους της ελληνικής πρωτεύουσας πανηγυρίζοντας τον τερματισμό μιας ζοφερής περιόδου τρισήμιση ετών σκλαβιάς υπό τον γερμανικό ζυγό.

Μια σημαντική ημερομηνία η οποία είναι λιγότερο γνωστή και αρκετές φορές ενδεχομένως να παραβλέπεται λόγω του ότι η Ελλάδα έχει ως εθνική επέτειο  την 28η Οκτωβρίου, ημέρα κατά την οποία εισήλθε στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Στις 12 Οκτωβρίου, ημέρα Πέμπτη, η Αθήνα γιόρτασε την απελευθέρωσή της μετά από τις 1.264 μέρες κατά τις οποίες υφίστατο την καταπίεση των χιτλερικών στρατιωτικών δυνάμεων.

«Ώρα έντεκα π.μ. – Η ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΦΤΕΡΟΥΓΙΖΕΙ ΠΑΝΩ ΑΠ’ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΜΑΣ – Οι Γερμανοί εκκενώνουν οριστικά την πρωτεύουσα – Ο γερμανός διοικητής και όλο το στρατηγείο του Λυκαβηττού ανεχώρησαν – Η Αθήνα κηρύχτηκε ανοχύρωτη. Πριν φύγουν και οι τελευταίοι Ούννοι ο λαός ξεχύθηκε με σημαίες και ζητωκραυγές στους δρόμους. Απ’ το Πανεπιστήμιο, απ’ τις Τράπεζες, απ’ όλα τα κέντρα οι τηλεβόες του ΕΛΑΣ σαλπίζουν το χαρμόσυνο μήνυμα. Οι συνοικίες σε παραλήρημα ενθουσιασμού ετοιμάζονται για το μεγάλο γιορτασμό. Στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη αντιπροσωπείες του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ κατέθεσαν στεφάνι. Έξαλλος από τον ενθουσιασμό ο συγκεντρωμένος κατά χιλιάδες λαός ζητωκραύγαζε. Δακρύζοντας οι πολίτες αγκάλιαζε ο ένας τον άλλο (…). Η γερμανική σημαία κατέβηκε απ’ την Ακρόπολη και τα τελευταία γερμανικά τμήματα έφυγαν το πρωί απ’ την Αθήνα» (Ριζοσπάστης, 12/10/1944).

Το πρωινό της 12ης Οκτωβρίου ο βασανισμένος λαός της Αθήνας δονούνταν από την κραυγή «φεύγουν».

.



Την επομένη, 13 του Οκτώβρη, ο «Ριζοσπάστης» ήταν αφιερωμένος στη μέρα της απελευθέρωσης. «ΖΗΤΩ Η ΛΕΥΤΕΡΗ ΑΘΗΝΑ ΜΑΣ!», έγραφε στην πρώτη του σελίδα με μεγάλα, κεφαλαία γράμματα. Στην ίδια σελίδα φιλοξενούνταν ανακοίνωση του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ για το θέμα και «Χαιρετισμός του ΕΑΜ προς το μαχόμενο έθνος».

Ο ΕΛΑΣ απελευθερώνει την Ελλάδα.

Στις 14 Οκτωβρίου, 2 μέρες μετά την απελευθέρωση, κατέφθασαν στην πρωτεύουσα και τα πρώτα βρετανικά στρατεύματα, ενώ ο Γεώργιος Παπανδρέου, επικεφαλής της κυβέρνησης «Εθνικής Ενότητας ήρθε μόλις στις 18 Οκτωβρίου, συνοδευόμενος από τον Βρετανό στρατηγό Σκόμπυ. 


Μέλη του ΚΚΕ στην οδό Κοραή με σημαίες, πανό και χωνιά, Οκτώβριος 1944. Αρχείο ΕΡΤ/Συλλογή Π.Πουλίδη

Τι επόμενες μέρες ο ΕΛΑΣ άρχισε να απελευθερώνει πόλεις το ένα μετά το άλλο αστικά κέντρα. Την Θήβα, τη Λαμία, τον Βόλο, τη Λάρισα, την Ελασσόνα, την Έδεσσα και άλλες πόλεις. Στις 30 Οκτωβρίου τμήματα της 11ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ απελευθέρωσαν τη Θεσσαλονίκη.

Μέχρι της 3 Νοέμβρη τα τελευταία Γερμανικά στρατεύματα εγκατέλειψαν το ελληνικό έδαφος κάτω από τα συνεχή κτυπήματα του ΕΛΑΣ. Οι τελευταίες μάχες δόθηκαν στη Κρήτη με αποκλεισμένα  τμήματα  Γερμανικού και Ιταλικού στρατού στις περιοχές Αποκορώνου - Κυδωνίας.



Η απελευθέρωση της Ελλάδας δεν έπεσε από τον ουρανό. Ήταν αποτέλεσμα του μακροχρόνιου αγώνα που διεξήγαγε ο ΕΛΑΣ και κατέληξε στη γενική αντεπίθεση του Αυγούστου του 1944. Η κατάσταση που είχε διαμορφωθεί σηματοδοτήθηκε από την συντριβή των χιτλερικών δυνάμεων και την προέλαση του κόκκινου στρατού προς τη Σόφια και το Βελιγράδι. Το γεγονός επέσπευσε την αποχώρηση των Γερμανικών στρατευμάτων μπροστά στον κίνδυνο να εγκλωβιστούν χωρίς οδό διαφυγής. Μάλιστα είχαν αρχίσει ήδη να αποσύρουν τις φρουρές τους από διάφορα νησιά του Αιγαίου.

«Ήταν ένα κάρο φορτωμένο νέους και νέες που ξεφωνίζανε. Στο άλογο που τραβούσε το κάρο καθότανε καβάλα μια γυναίκα μελαχρινή σα γύφτισσα που είχε στο κεφάλι και στους ώμους ένα σάλι επαναστατικά κατακόκκινο. Φορούσε κίτρινο φουστάνι κι είχε διάφορα χαϊμαλιά στο στήθος, κρατούσε μια ελληνική σημαιούλα και ξεφώνιζε τραγουδώντας: «Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη…». Μια παρέα μάγκες γυρίζανε με ένα χαρτονένιο Χίτλερ κρεμασμένο σε ένα κοντάρι και φωνάζανε ρυθμικά «Εμπατίρησε»(καινούργια λέξη argot).. Πολλά τραμ και καμιόνια ανεβοκατέβαιναν τους κεντρικούς δρόμους φορτωμένα παιδιά του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ που φωνάζανε συνθήματα των οργανώσεών τους. Είδα και μια παρέλαση πιτσιρίκων με ξύλινα τουφέκια, του «παιδικού μετώπου» του ΕΑΜ», γράφει ο συγγραφέας Γιώργος Θεοτοκάς για  τη «μεγάλη ημέρα» (Γιώργος Θεοτοκάς,Τετράδια Ημερολογίου, Αθήνα: Εστία).



Απελευθέρωση

Τη 12η Οκτωβρίου κυριαρχούν οι αυθόρμητες εκδηλώσεις του αθηναϊκού λαού για την απελευθέρωση της πόλης. Σε όλη τη διάρκεια των πανηγυρισμών επικρατεί  απόλυτη τάξη σε αντίθεση με ότι συνέβη σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.  Διασκεδάζοντας τους φόβους των πολιτικών του αντιπάλων για «λουτρό αίματος» και παρά τη διάχυτη επιθυμία για εκδίκηση απέναντι στους συνεργάτες των κατακτητών, η ηγεσία του ΕΑΜ τήρησε τις υποχρεώσεις της απέναντι στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας τιθασεύοντας τη μεγάλη δύναμή του κινήματος.

Το Α΄ Σώμα Στρατού του ΕΛΑΣ στην Αθήνα παρόλο που θα μπορούσε να προχωρήσει σε κατάληψη του συνόλου της πόλης, καθώς απουσίαζε μια οργανωμένη επαρκής ένοπλη δύναμη, όχι μόνο πρωτοστάτησε στην τήρηση της τάξης αλλά περιφρούρησε και προστάτευσε τις υποδομές της Αθήνας και του Πειραιά. Τμήματα μηχανικού του ΕΛΑΣ έκοψαν τα σύρματα των υπονομεύσεων στο αεροδρόμιο του Ελληνικού (Χασανίου), στο φράγμα του Μαραθώνα ενώ δυνάμεις της ΙΙ Μεραρχίας του ΕΛΑΣ Αττικής συγκρούστηκαν με τους υποχωρούντες Γερμανούς στο Κακοσάλεσι (Β. Μπαρτζιώτας, Η Εθνική Αντίσταση στην αδούλωτη Αθήνα, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή 1984)

Ο Βρετανός συνταγματάρχης της SOE, Ρ. Σέπαρντ, σύνδεσμος του Στρατιωτικού Διοικητή με το Βρετανικό Στρατηγείο, ο οποίος επισκέφθηκε το βράδυ της 12ης Οκτωβρίου τις συνοικίες της πόλης και τις περιοχές που έλεγχε το ΕΑΜ, διαπίστωσε απόλυτη ησυχία παντού, ενώ ο ΕΛΑΣ και άλλες οργανώσεις περιπολούσαν με πειθαρχία στους σχεδόν έρημους δρόμους (Χρονολόγιο γεγονότων 1940-1944. Από τα έγγραφα του βρετανικού υπουργείου των εξωτερικών Foreign Office 371 Τόμος Β 1944, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών 2004).

Την ίδια ημέρα μονάδα Βρετανών αλεξιπτωτιστών ρίπτεται στα Μέγαρα. Η μονάδα αυτή από κοινού με τη Βρετανική Ταξιαρχία, που θα αφιχθεί στις 14 Οκτωβρίου, θα κινηθεί προς την Αθήνα μαζί με τις άλλες βρετανικές μονάδες της επιχείρησης ΜΑΝΝΑ οι οποίες θα αρχίσουν να φτάνουν στις 15 του μηνός.


Σκοπευτήριο Καισαριανής. Κατάθεση στεφάνου από τον στρατιωτικό διοικητή του ΕΛΑΣ, στρατηγό Στέφανο Σαράφη, στη μνήμη των εκτελεσμένων αντιστασιακών από τις δυνάμεις Κατοχής. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής εκτελέστηκαν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής 645 αντιστασιακοί, Γενικά Αρχεία του Κράτους – Κεντρική Υπηρεσία – Βασίλης Τσακιράκης.

Η  απελευθέρωση της Ελλάδας έθετε στο επίκεντρο το ζήτημα της δομής της μεταπολεμικής εξουσίας. Η Αντίσταση κατά των αρχών κατοχής είχε αναδείξει νέες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις οι οποίες με προεξάρχον το ΕΑΜ ασκούσαν εξουσία σε εκτεταμένες περιοχές της ορεινής Ελλάδας. Επιπρόσθετα, διέθεταν αξιόμαχο στρατό, τον ΕΛΑΣ, το δεύτερο μεγαλύτερο αντάρτικο στρατό στην Ευρώπη, ο οποίος είχε επιδείξει σημαντικές επιτυχίες εναντίον των στρατευμάτων Κατοχής. Το ΕΑΜ, λαμβάνοντας υπόψη του τη διεθνή συγκυρία, παράλληλα με τη δημιουργία της Κυβέρνησης του Βουνού υπέγραψε το Εθνικό Συμβόλαιο του Λιβάνου (20 Μαΐου 1944), προσχώρησε στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας υπό τον Γ. Παπανδρέου (2 Σεπτεμβρίου 1944) και στην Καζέρτα συμφώνησε στην υπαγωγή των αντάρτικων δυνάμεων στη συμμαχική διοίκηση (26 Σεπτεμβρίου 1944).

Ο παλαιός πολιτικός κόσμος, συσπειρωμένος γύρω από την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου σχεδίαζε την επιστροφή του στην πολιτική σκηνή. Μία επιστροφή η οποία θα στηρίζονταν στη βρετανική διπλωματία και στα βρετανικά όπλα. Η επιχείρηση  ΜΑΝΝΑ προέβλεπε την απόβαση βρετανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα αμέσως μετά την υποχώρηση των Γερμανών με επίκληση την «τήρηση του νόμου και της τάξης» αλλά κατ’ ουσία για την εξασφάλιση του πολιτικού ελέγχου.


Πλακάτ του ΕΑΜ που προβάλει το αίτημα για την τιμωρία όσων συνεργάστηκαν με τους κατακτητές, Γενικά Αρχεία του Κράτους – Κεντρική Υπηρεσία – Βασίλης Τσακιράκης

Στη χώρα παρέμεναν και τα Τάγματα Ασφαλείας, στρατιωτικά σώματα τα οποία οργανώθηκαν από τις δοσιλογικές κυβερνήσεις και εξοπλίστηκαν από τους Γερμανούς και τα οποία επανειλημμένως είχαν καταδικάσει η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση και οι Βρετανοί.

Οι τελευταίες γερμανικές ωμότητες

Eξαιτίας των χιτλερικών ναζιστών και των φασιστών και των τεράστιων οικονομικών συμφερόντων που υπηρετούσαν, στον πόλεμο αυτό χάθηκαν κοντά 70 εκατ. ψυχές. Μέσα σ΄αυτούς και εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες. Στα Καλάβρυτα, στην Κάνδανο, στην Κοκκινιά, στο Δίστομο, στην Καισαριανή, στο Δοξάτο, στο Μεσόβουνο, στο Χορτιάτη και σε τόσα μέρη σε όλη την Ελλάδα οι ναζιστές και οι φασίστες έκαναν εγκλήματα τρομερά.

Να δούμε πιο αναλυτικά τι άφησαν πίσω τους οι εγκληματίες οπαδοί του Χίτλερ, μετά από 4 χρόνια, 1940-1944, τεράστιων καταστροφών. Να σκεφτούμε τι πραγματικά πιστεύουν όσοι «Έλληνες»  υποστηρίζουν το Χίτλερ και τις μεθόδους του, είτε με τα λόγια είτε με τις πράξεις τους.

Οι ανθρώπινες απώλειες ήταν ανυπολόγιστες σε σχέση με τον πληθυσμό της χώρας. Στην διάρκεια της γερμανικής κατοχής, που κράτησε σαράντα δύο μήνες, πέρασαν από τα γερμανικά εκτελεστικά αποσπάσματα και τουφεκίσθηκαν 39.000 Έλληνες! Σκοτώθηκαν από σφαίρες «αδέσποτες» και άλλα «στρατιωτικά ατυχήματα 12.000. Σκοτώθηκαν σε μάχες 70.000.

Πέθαναν από πείνα σε ολόκληρη την Ελλάδα περίπου 600.000. Από αυτούς τα παιδιά, που πέθαναν από την ασιτία και τις κακουχίες των μανάδων τους, ήταν 300.000, δηλαδή, μία ολόκληρη γενιά.

Θανατώθηκαν με τρόπο εγκληματικό κι απάνθρωπο στα ναζιστικά και φασιστικά γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης κι επίσης άλλοι 60.000 Έλληνες, Εβραίοι το θρήσκευμα.

Φυλακίστηκαν στους σαράντα δύο μήνες κατοχής 200.000 κι οι περισσότεροι πέθαναν από τις κακουχίες και τα άγρια βασανιστήρια στην φυλακή ή λίγο μετά.

Προσβλήθηκαν άλλοι από βαριές ασθένειες ή έμειναν δια βίου ανίκανοι πάνω από 1.000.000.

Η άφιξη της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας – Ο Λόγος της Απελευθέρωσης



Η επίσημη άφιξη της Ελληνικής Κυβέρνησης υπό τον Γ. Παπανδρέου, στην οποία το ΕΑΜ συμμετείχε με έξι υπουργούς, έγινε το πρωί της Τετάρτης 18 Οκτωβρίου 1944.  Στην υποδοχή της βρέθηκε το σύνολο του αθηναϊκού λαού και τα μέλη της κυβέρνησης με επικεφαλής τον Γεώργιο Παπανδρέου έγιναν δεκτά με επευφημίες και   ενθουσιασμό.

18 Οκτωβρίου 1944. Ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου κατά την πρώτη ελεύθερη έπαρση της ελληνικής σημαίας στην Ακρόπολη, Γενικά Αρχεία του Κράτους – Κεντρική Υπηρεσία – Βασίλης Τσακιράκης
Την κυβέρνηση συνόδευε ο Βρετανός πρεσβευτής R. Leeper και ο αντιστράτηγος R. Scobie, αρχηγός των Συμμαχικών Δυνάμεων στην Ελλάδα, υπό τις διαταγές του οποίου έχουν υπαχθεί ο ΕΔΕΣ και ο ΕΛΑΣ με βάση τη Συμφωνία της Καζέρτας.  Η βρετανική παρουσία αποτελούσε μια διαρκή επισήμανση του ρόλου των Βρετανών στις εξελίξεις στην Ελλάδα και συνιστούσε εγγύηση του νόμου και της τάξης για τους αστούς πολιτικούς. Η επιστροφή των τελευταίων στο θώκο της εξουσίας περνούσε μέσα από τη βρετανική διπλωματία και τα βρετανικά όπλα.  (Π. Παπαστράτης, «Από την Απελευθέρωση στο Δεκέμβρη», στο Οι 150 μέρες που συγκλόνισαν την Ελλάδα. Απελευθέρωση – Δεκεμβριανά – Βάρκιζα, ένθετο εφημ. Επενδυτή, σειρά Ιστορικό Αρχείο, Φεβρουάριος 2013)

Σύμφωνα με το πρόγραμμα της ημέρας, αρχικά ο Παπανδρέου και μέλη της Κυβέρνησης κατευθύνθηκαν στην Ακρόπολη, όπου ύψωσαν την ελληνική σημαία την οποία μετέφεραν κορίτσια του Λυκείου Ελληνίδων με την συνοδεία ευζώνων και αντιστασιακών. Τιμητικά αγήματα του Ιερού Λόχου και του ΕΛΑΣ παρουσίασαν όπλα. Αμέσως μετά τη δοξολογία στη Μητρόπολη, στην οποία χοροστάτησε ο Αρχιεπίσκοπος και μελλοντικός Αντιβασιλέας Δαμασκηνός, ο Παπανδρέου εκφώνησε στην Πλατεία Συντάγματος τον «Λόγο της Απελευθέρωσης».

«Ποτέ δεν είχα δει την πλατεία σε τέτοιο σημείο πλημυρισμένη από λαό. Το δάσος οι σημαίες κι οι πινακίδες συνθέτανε μιαν εικόνα παρδαλή και ζωηρή, πολύ αλλιώτικη από το θέαμα των παλαιών αθηναϊκών συλλαλητηρίων, όπου έβλεπε κανείς μονάχα ένα γκρίζο πλήθος», γράφει στο ημερολόγιό του ο Θεοτοκάς.

Την ατμόσφαιρα της συγκέντρωσης περιγράφει γλαφυρά ο Θεμιστοκλής Τσάτσος αυτόπτης μάρτυς και Υπουργός Δικαιοσύνης τότε «…Η ερυθρά σημαία και τα λάβαρα με το σφυροδρέπανον εκυριάρχουν από άκρου εις άκρον. Ο Εθνικός ύμνος η εν οιονδήποτε Εθνικό άσμα δεν ηκούοντο. Μόνον η «Λαοκρατία». Θέσις δια μιαν έστω εθνικήν οργάνωσιν εις την Πλατείαν του Συντάγματος δεν υπήρχε. Μόνον Εαμικές οργανώσεις ηδυνήθησαν να καταλάβουν θέσιν επί της πλατείας. Γύρω γύρω μόνον, όπου είχον μαζευτεί όσοι δεν ενθουσιάζοντο ανά τετράδας ηκούετο η φωνή «Μεγάλη Ελλάδα»!». (Θ. Τσάτσος Αι παραμοναί της Απελευθερώσεως (1944), Αθήνα: Ίκαρος 1973).

Στο λόγο του ο πρωθυπουργός επισήμανε την αναγκαιότητα διατήρησης της Εθνικής Ενότητας έως τη διεξαγωγή των εκλογών, την εθνική ολοκλήρωση και την ανασύνταξη των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας. Παράλληλα επιβεβαίωσε με έμφαση την απόφαση να τιμωρηθούν οι προδότες της πατρίδας και οι εκμεταλλευτές της δυστυχίας του λαού διαβεβαιώνοντας ότι «Η Εθνική Νέμεσις θα είναι αδυσώπητος». Απευθυνόμενος σε ένα κοινό το οποίο συνεχώς τον διέκοπτε με τα συνθήματα «Λαοκρατία» και «Εθνική Νέμεση», δε δίστασε να εκφωνήσει εκτός κειμένου την περίφημη φράση «πιστεύομεν εις την Λαοκρατίαν».

Η Απελευθέρωση εύρισκε την Ελλάδα οικονομικά κατεστραμμένη και πολιτικά διχασμένη. Παρόλο που οι ανθρώπινες απώλειες και οι υλικές ζημιές που υπέστη η Ελλάδα στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν έχουν επιβεβαιωθεί με ικανοποιητική ακρίβεια, εκθέσεις ελληνικών κρατικών φορέων και διεθνών οργανισμών που συντάχθηκαν αμέσως μετά το τέλος του πολέμου καταγράφουν βαριές καταστροφές.   Η Ελλάδα απώλεσε περίπου το 10% του συνολικού πληθυσμού της (που τότε ανέρχονταν σε 7,3 εκατομμύρια) εξαιτίας της πείνας, των κακουχιών, των βομβαρδισμών, των πολεμικών συγκρούσεων και των εκτελέσεων ενώ 880.000 έμειναν ανάπηροι χωρίς να μπορούν να εργαστούν (έκθεση Αθ. Σμπαρούνη).  Οι Ισραηλιτικές Κοινότητες της Ελλάδας αποδεκατίστηκαν, καθώς η πλειοψηφία των μελών τους δολοφονήθηκε στα στρατόπεδα θανάτου. Οι απώλειες έφτασαν το 87% του προπολεμικού εβραϊκού πληθυσμού της Ελλάδος, από τα υψηλότερα ποσοστά της Ευρώπης.

Σε εφαρμογή της πολιτικής των τυφλών αντιποίνων και της «συλλογικής ευθύνης» του άμαχου πληθυσμού οι κατακτητές έκαψαν 1.170 χωριά, τα περισσότερα στην Ήπειρο. Η αγροτική και η βιομηχανική παραγωγή γνώρισαν δραματική πτώση. Ολική ήταν η καταστροφή του σιδηροδρομικού και οδικού δικτύου, του Ισθμού της Κορίνθου, των εγκαταστάσεων του πλήρως εκσυγχρονισμένου λιμανιού του Πειραιά και των αεροδρομίων. Το 75% του εμπορικού στόλου που προπολεμικά ήταν ο ένατος μεγαλύτερος σε χωρητικότητα, και το ¼ των οικοδομών, περίπου 1.500.000  σπίτια, καταστράφηκαν. Ατελείωτος ο κατάλογος με τις καταστροφές στο τηλεπικοινωνιακό δίκτυο, στις βιομηχανίες, στις επιχειρήσεις, στις υποδομές που εξαρθρώθηκαν (Έκθεση Κ. Α. Δοξιάδη για Υπουργείο Δημοσίων Έργων, 1946).



Χάρτης του Πειραιά με επισημάνσεις των περιοχών και του βαθμού των καταστροφών που προκάλεσαν οι Γερμανοί. Υφυπουργείο Ανοικοδομήσεως – Κ. Α. Δοξιάδης (επιμ.), Αι θυσίαι της Ελλάδος στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, Αθήνα 1946, Γενικά Αρχεία του Κράτους – Κεντρική Υπηρεσία

Ο συνδυασμός Κατοχής και πολέμου στέρησε από την κατεχόμενη οικονομία τα μέσα για τη συντήρηση και την αναπαραγωγή της και προσέδωσε στον σφετερισμό των παραγωγικών πόρων και των αγαθών της κατεχόμενης χώρας καταστροφικές διαστάσεις. Η Ελλάδα αναγκάστηκε να πληρώσει τόσο για τη στρατιωτική της Κατοχή όσο και για την εκπλήρωση στρατιωτικών σχεδίων του Άξονα στην Ανατολική Μεσόγειο. Μόνο το 1941-42 εκτιμήθηκε ότι τα έξοδα Κατοχής ανέρχονταν στο ισοδύναμο του 113,7% του εθνικού εισοδήματος (Έκθεση Αθ. Σμπαρούνη). Καθώς οι δαπάνες Κατοχής ολοένα αυξάνονταν για να λάβουν εν τέλει τρομακτικές διαστάσεις τα ελλείμματα του προϋπολογισμού αυξήθηκαν σε τρομακτικά επίπεδα : από 4% το 1938-9 σε 71% το 1941-2 και σε 93% το 1943-44 (Εκθέσεις της Τράπεζας της Ελλάδος) .
«Ένας νέος κόσμος θα υψωθεί από τα ερείπια» υποσχέθηκε ο Παπανδρέου στο Λόγο της Απελευθέρωσης. Αντί όμως να ξημερώσει ένας «νέος κόσμος» τον οποίο οραματίστηκαν και για τον οποίο αγωνίστηκαν όλοι όσοι αντιστάθηκαν στους κατακτητές και τους συνεργάτες τους, αυτό που περίμενε τον ελληνικό λαό ήταν νέα ερείπια.

Οι βδομάδες που ακολούθησαν την Απελευθέρωση κύλισαν μέσα σε μια διαρκή αναζήτηση πολιτικών ισορροπιών και ένα κλίμα πόλωσης που τροφοδοτούνταν από το διχασμό στη βάση της ελληνικής κοινωνίας, φανερό ήδη από το τελευταίο έτος της Κατοχής. Η αποστράτευση των αντάρτικων σωμάτων και η συγκρότηση του νέου ελληνικού στρατού αποτέλεσε το βασικότερο σημείο τριβής ανάμεσα στις πολιτικές παρατάξεις.  Η διαφωνία του ΕΑΜ ως προς το ζήτημα του αφοπλισμού του ΕΛΑΣ  οδήγησε στην παραίτηση των υπουργών του από την κυβέρνηση. Το ΕΑΜικό συλλαλητήριο την επόμενη της παραίτησης στις 3 Δεκεμβρίου 1944, χτυπήθηκε από την αστυνομία και οι δυνάμεις του ΕΑΜ προχώρησαν σε επιθέσεις σε αστυνομικά τμήματα και σε θύλακες κυβερνητικών δυνάμεων στου Γουδή και στου Μακρυγιάννη. Με την εμπλοκή των Βρετανών στο πλευρό των κυβερνητικών δυνάμεων η σύγκρουση γενικεύτηκε. Για 33 ημέρες στην Αθήνα διεξήχθησαν σφοδρές συγκρούσεις, τα Δεκεμβριανά, οι οποίες κατέληξαν σε στρατιωτική ήττα του ΕΛΑΣ και υποχώρηση των δυνάμεών του από την Αττική.

Πολιτικό επιστέγασμα της δεκεμβριανής σύγκρουσης αποτέλεσε η Συμφωνία της Βάρκιζας η οποία παρά τις ελπίδες που γέννησε για ομαλοποίηση της πολιτικής ζωής αποτέλεσε εν τέλει το προοίμιο ενός αιματηρού εμφυλίου πολέμου που συγκλόνισε τη χώρα για τρεισήμισι χρόνια.

Βιβλιογραφία

Εφημερίδες Ριζοσπάστης και Ελευθερία

προσβάσιμες στην ιστοσελίδα της Εθνικής Βιβλιοθήκης  www.nlg.gr/ns/main.html

Θεοτοκάς Γιώργος, Τετράδια Ημερολογίου 1939-1953, Αθήνα: Εστία

Β. Μπαρτζιώτας, Η Εθνική Αντίσταση στην αδούλωτη Αθήνα, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή 1984

Παπαστράτης Προκόπης, «Από την Απελευθέρωση στο Δεκέμβρη», στο Οι 150 μέρες που συγκλόνισαν την Ελλάδα. Απελευθέρωση – Δεκεμβριανά – Βάρκιζα, ένθετο εφημ. Επενδυτή, σειρά Ιστορικό Αρχείο, Φεβρουάριος 2012

Παράσχος Κώστας, Η Απελευθέρωση, Αθήνα: Ερμής 1983

Πεπονής Αναστάσης, Προσωπική Μαρτυρία, Αθήνα, Προσκήνιο 2001

Σπηλιωτοπούλου Μαρία και Παπαστράτης Προκόπης (επιμ.) Χρονολόγιο γεγονότων 1940-1944. Από τα έγγραφα του βρετανικού υπουργείου των εξωτερικών Foreign Office 371 Τόμος Β 1944, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών 2004

Τσάτσος Θεμιστοκλής Δ., Αι παραμοναί της Απελευθερώσεως (1944), Αθήνα: Ίκαρος 1973

Χαραλαμπίδης Μενέλαος, Η εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα, Αθήνα: Αλεξάνδρεα 2012

http://freeathens44.org/


πηγή topontiki, alfavita