Γρηγορότερα, περισσότερα, παραπέρα ανάπτυξη, δεν έχει μέλλον!

Δευτέρα, 10/10/2016 - 15:02
Γιώργος Κολέμπας

Η οικονομική ανάπτυξη, δεν υπήρχε από πάντα. Πώς μπόρεσε, επομένως, να γίνει η πιο ισχυρή ιδεολογικά δικαιολογία του καπιταλισμού;
 
Όταν συναντήθηκαν, στις αρχές του περασμένου Σεπτέμβρη, οι ηγέτες των οικονομικά ισχυρών χωρών του κόσμου για τη Σύνοδο Κορυφής της G-20 στη Hangzhou της Κίνας, και πάλι διατράνωσαν τη βούλησή τους και υποσχέθηκαν: Ανάπτυξη πάνω απ 'όλα!

Από την προπαρασκευαστική συνάντηση στις αρχές Αυγούστου ήδη, είχαν παραπονεθεί οι υπουργοί Οικονομικών και οι κεντρικοί τραπεζίτες, ότι η χαμηλή παγκόσμια ανάπτυξη, από την εμφάνιση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης πριν από επτά χρόνια, έγινε η «νέα κανονικότητα». Αλλά όπως και τα τελευταία χρόνια, οι κυβερνήσεις και οι εταιρείες σε όλο τον κόσμο ήλπιζαν ότι η σύνοδος κορυφής θα δημιουργούσε τις συνθήκες για επιστροφή σε προ κρίσης ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης και, συνεπώς, επιστροφή στην ευημερία, τη δικαιοσύνη και την αειφορία.

 Αλλά αυτές οι υποσχέσεις χάνουν όλο και περισσότερο σε αξιοπιστία. Η εστίαση σε μια συνεχή αύξηση των ΑΕΠ, στο κέντρο της μοντέρνας θρησκείας της συνεχούς επέκτασης που εκφράζεται με το δόγμα του " γρηγορότερα, περισσότερα, περαιτέρω αναβάθμιση", δέχεται πλέον μεγάλη κριτική. Διότι ανεξάρτητες αναλύσεις δείχνουν: από την ανάπτυξη επωφελούνται ιδιαίτερα οι πλουσιότεροι, η ανισότητα αυξάνεται, η φέρουσα οικολογική ικανότητα του πλανήτη έχει προ πολλού υπερκερασθεί, και οι ρυθμοί ανάπτυξης μειώνονται σταθερά. Ορισμένοι μάλιστα μιλούν για μακροπρόθεσμη στασιμότητα.

Η ιδέα της ανάπτυξης βιώνει μια ιδεολογική κρίση. Παρ 'όλα αυτά, Οι G 20 δεν είναι μόνοι με το αίτημά τους: Η πολιτική και κοινωνική έμφαση στην οικονομική ανάπτυξη ως πανάκεια και ως καθολικό μέτρο της προόδου, του εκσυγχρονισμού και της μεγέθυνσης συνεχίζεται αμείωτη. Πώς είναι δυνατόν να συνεχίζουν οι κυβερνήσεις και οι διεθνείς οργανισμοί να επικεντρώνονται στην ανάπτυξη, παρά την εξέχουσα κριτική και την άνοδο του κοινωνικού σκεπτικισμού; Για να γίνει αυτό κατανοητό, αξίζει να ρίξουμε μια ματιά στην ιστορία.

Η πρόοδος ταυτίζεται με την συνεχή επέκταση

Η οικονομική ανάπτυξη εμφανίζεται τόσο αυτονόητη, που ξεχνιέται εύκολα το γεγονός ότι όχι μόνο η πραγματικότητα της οικονομικής ανάπτυξης, αλλά και η συζήτηση γύρω από αυτήν είναι εκπληκτικά νέα φαινόμενα. Σχετικοί ρυθμοί ανάπτυξης υπάρχουν για πρώτη φορά μετά την καπιταλιστική εκβιομηχάνιση που βασίσθηκε στα ορυκτά καύσιμα, τον 18ο αιώνα.

Η έμφαση στην ανάπτυξη με τη σύγχρονη έννοια, εμφανίσθηκε μόνο από τα μέσα του 20ου αιώνα. Η διεθνής τυποποίηση των στατιστικών στοιχείων που καθορίζουν το ΑΕΠ σε κάθε χώρα,  έκαναν δυνατή, από τη 10ετία του 1940 και μετά, τη σύλληψη ενός σχεδίου για μια συγκρίσιμη και ενιαία- στο χρόνο και το χώρο- «οικονομία». Μόνο έτσι μπόρεσε να μετρηθεί τι θα πρέπει να αυξηθεί: οι συνολικές συναλλαγές στην αγορά εντός εθνικών συνόρων, κάθε χρόνο.

Μόνο μετά από αυτό επικράτησε η ιδέα ότι είναι δυνατή η μακροπρόθεσμη, σταθερή και απεριόριστη ανάπτυξη. Η οικονομική ή η κοινωνική πρόοδος γενικά, εξισώθηκε με τη συνεχή επέκταση των συναλλαγών στην αγορά.

Ακόμα και στις πολιτικές συζητήσεις, αμέσως μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο, η ιδέα της οικονομικής ανάπτυξης ήταν εμφανώς απούσα. Τα βασικά ενδιαφέροντα της τότε συζήτησης ήταν η πλήρης απασχόληση, η σταθερότητα και η ανοικοδόμηση. Όμως, στα επόμενα χρόνια, η με αυτήν την έννοια ανάπτυξη, εκτοξεύθηκε στην πρώτη γραμμή των στόχων της πολιτικής, στο πλαίσιο της αποαποικιοποίησης και του Ψυχρού Πολέμου, που επικράτησε. Και δεν διήρκησε πολύ ώσπου-από τα μέσα του 1950- η οικονομική ανάπτυξη να γίνει αποδεκτή σαν μέτρο της προόδου, όχι μόνο στις βιομηχανικές καπιταλιστικές χώρες, αλλά παγκοσμίως.

Εθνικά κράτη και πολιτικά συστήματα δεν ανταγωνίζονταν πια σε σχέση με την ισότητα, τη χειραφέτηση ή την απασχόληση, αλλά από την άποψη της ποσότητας των αγαθών και των υπηρεσιών, που θα μπορούσε να παράγει μια χώρα. Η πολιτική έμφαση στην ανάπτυξη κατά την περίοδο αυτή, πήρε τη μορφή διακήρυξης των κομμάτων σε κάθε χώρα για τον στόχο της αύξησης του ΑΕΠ της.

Η Αντίληψη ότι όλοι μπορούν να επωφεληθούν από την μεγέθυνση της τούρτας

Οι πιο γνωστές διακηρύξεις για ανάπτυξη έγιναν στη Σοβιετική Ένωση. Ο Nikita Chruschtschow δήλωνε για παράδειγμα το 1958: « Η ανάπτυξη της βιομηχανικής και γεωργικής παραγωγής είναι ο πολιορκητικός κριός με τον οποίο θα καταστρέψουμε το καπιταλιστικό σύστημα». Αλλά όχι μόνο χώρες του κεντρικού πλάνου της οικονομίας έκαναν τέτοιες διακηρύξεις για πολιτικούς στόχους μεγέθυνσης των οικονομικών αριθμών. Από την πρώτη υπουργική συνάντηση των χωρών του ΟΟΣΑ τον Νοέμβριο του 1961, η οικονομική οργάνωση υιοθέτησε το διασημότερο στόχο της Δύσης για την ανάπτυξη: το ακαθάριστο εθνικό προϊόν(ΑΕΠ) των χωρών του ΟΟΣΑ θα πρέπει να αυξηθεί μέσα σε 10 χρόνια κατά 50%.

Αυτό συμβόλιζε το όραμα που επικρατούσε τότε για την ανθρώπινη πρόοδο. Ο ίδιος ο ΟΟΣΑ είχε περιγραφεί πολύ εύστοχα τότε  από έναν ανώτερο διευθυντή του, σαν τη « Σφραγίδα Ανάπτυξης των βιομηχανικών χωρών», στην οποία «η ανάπτυξη χάριν της ανάπτυξης ήταν ο υπέρτατος και αδιαμφισβήτητος στόχος». Πολύπλοκα κοινωνικά προβλήματα - από την εκπαίδευση και τις διαφορές των φύλων, μέχρι την αναπτυξιακή πολιτική- υποβιβάσθηκαν έτσι στις οικονομικές πτυχές τους, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι άλλες τους διαστάσεις.

Στις μεταπολεμικές δεκαετίες, στο μοντέλο ανάπτυξης αποδόθηκε έτσι ένας ρόλος κλειδί: Το ζήτημα της διανομής εκτοπίσθηκε μέσω των πολιτικών ανάπτυξης και οι κοινωνικές συγκρούσεις αντιμετωπίσθηκαν ως τεχνικά προβλήματα, τα οποία – έτσι η υπόθεση - μπορεί να επιλυθούν από οικονομικούς εμπειρογνώμονες. Η ιδεολογία της ανάπτυξης δημιούργησε λοιπόν την ιδέα ότι όλοι μπορούν να επωφεληθούν από την αυξανόμενη πίττα, και έβαλε την ανάπτυξη στο κέντρο του «γενικού συμφέροντος».

Ότι αυτό είναι περισσότερο ιδεολογία παρά πραγματικότητα, επικρίνεται, αφότου υπάρχει η αναπτυξιακή αφήγηση. Ειδικά στα τέλη της δεκαετίας του '60 και τα χρόνια του '70, υπήρξε μια πολύ ευρεία συζήτηση στην κοινωνία σχετικά με τα κοινωνικά και περιβαλλοντικά κόστη αυτής της επιμονής στην ανάπτυξη. Από τότε που αυτή η κριτική περιθωριοποιήθηκε από την έννοια της «βιώσιμης ανάπτυξης» και από ένα κύμα νεοφιλελεύθερου ριζοσπαστισμού της αγοράς, επανέρχεται δριμύτερη, μετά τη Μεγάλη Ύφεση του 2008.

Με τον όρο «Αποανάπτυξη»-ο οποίος όρος μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο επιτυχημένος για να εκφράσει την οπισθοχώρηση του ιδεολογήματος της ανάπτυξης και την «από-μεγέθυνση»- αυτή η προϋπάρχουσα κριτική έγινε πάλι αιχμηρή και έχει πάρει τη μορφή ενός πολιτικού ρεύματος. Το κίνημα έχει θέσει ως στόχο να ξεπερασθεί η αφήγηση αυτή της ανάπτυξης και το οικονομικό και καταναλωτικό μοντέλο που τη συνοδεύει και την νομιμοποιεί. Αντ 'αυτού, ψάχνει για εναλλακτικές λύσεις.

Δεν αρκεί να επικεντρωθεί κανείς στην ανάπτυξη

Η ανάπτυξη στις σύγχρονες κοινωνίες έχει γίνει ίσως το πιο ισχυρό ιδεολογικό όπλο του καπιταλισμού. Όπως και στις άλλες ιδεολογίες πρόκειται, στο βάθος, για φαντασιακές λύσεις σε πραγματικές κοινωνικές αντιφάσεις και συγκρούσεις. Δεν είναι μόνο η ανισότητα - όπως έχει πρόσφατα επεξηγηθεί από τον Πικετί και άλλους - και το άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ πλούσιων και φτωχών που δικαιολογούνται ως προσωρινά φαινόμενα, τα οποία πρέπει να αντιμετωπιστούν με μεγαλύτερη ανάπτυξη στο μέλλον.

Και άλλες επίσης κοινωνικές διαιρέσεις, που έχουν δημιουργηθεί στη βάση του ρατσισμού και του σεξισμού παρουσιάζονται σαν να μπορούν να αρθούν με οικονομικά μέσα. Η ένταξη στην αγορά εργασίας, οι μελλοντικές αυξήσεις των μισθών και η επιχειρηματική επιτυχία για όλους, πρόκειται κάποια χρονική στιγμή να διευθετηθούν, με αυτόν τον τρόπο υποστηρίζεται η ιδέα της ανάπτυξης.
Ωστόσο, στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής, της έλλειψης πόρων και των τρεχουσών τάσεων στασιμότητας, αυτή η πεποίθηση αποδεικνύεται σαν την μεγαλύτερη ουτοπία. Ως αποτέλεσμα της χρηματιστικοποίησης και της αύξησης των ανισοτήτων, από την περισσότερη ανάπτυξη στις βιομηχανικές χώρες, επωφελούνται για δεκαετίες κυρίως οι εταιρείες και οι πλούσιοι.

Επειδή η ανάπτυξη δεν μετρά την ευημερία, αλλά την αύξηση των συναλλαγών στα πλαίσια της αγοράς, πράγμα που αποτελεί και τη βάση των επιχειρηματικών κερδών, τα συμφέροντα των λίγων παρουσιάζονται ως το γενικό συμφέρον. Για να επιλύει κανείς τις πραγματικές κοινωνικές συγκρούσεις, επομένως, δεν αρκεί να βασίζεται στην περισσότερη ανάπτυξη. Θα πρέπει να διερευνήσει, να δοκιμάσει και να ακολουθήσει άλλους δρόμους.

Ήταν ίσως τυχαίο ότι σχεδόν ταυτόχρονα με τη Σύνοδο Κορυφής των G-20, έλαβε χώρα στη Βουδαπέστη το 5ο Διεθνές Συνέδριο  για την Αποανάπτυξη, όπου ακριβώς αυτό αναλύθηκε. Ενώ οι «από πάνω» προσπαθούν να κρατήσουν στη ζωή το προβληματικό μοντέλο της ανάπτυξης, παρά τα διάφορα φαινόμενα της κρίσης, οι «από κάτω» αναπτύσσουν ήδη συγκεκριμένες ουτοπίες για την ευζωία τους, που δεν εξαρτώνται από την ανάπτυξη. Οι ιδέες κυμαίνονται: από τη δοκιμή εναλλακτικών τρόπων διαβίωσης με κοινοτικούς κήπους και εργαστήρια επισκευών, μέχρι για διάφορες μορφές αντίστασης- διαμαρτυρίας και για επιστημονική ανάλυση οικονομικών συστημάτων που δεν βασίζονται στην «ανάπτυξη».

Αν και ακόμα βρισκόμαστε στην αρχή: οικονομική ανάπτυξη δεν υπήρχε πάντα, και αργά ή γρήγορα θα έρθει το τέλος της. Είναι εκ των ουκ άνευ να σκεφθούμε όλοι «οι από κάτω» πάνω στο ζήτημα της «μετά την ανάπτυξη εποχής», για το πέρασμα σε μετακαπιταλιστικές κοινωνίες, σε κοινωνίες ευζωίας, στη βάση της λιγότερης κατανάλωσης, του μικρότερου οικολογικού αποτυπώματος, της κοινωνικής ισότητας και δικαιοσύνης, της αυτοκυβέρνησης με άμεση δημοκρατία και των κοινοτικών τρόπων θέσμισης και οργάνωσης. 

Όπως δήλωσε και ο καθηγητής του αυτόνομου πανεπιστημίου της Βαρκελώνης Γιώργος Καλλής, εκ των πρωταγωνιστών των συνεδρίων για την από-ανάπτυξη: «Το ερώτημα είναι: ποια κατεύθυνση παίρνουμε; Σήμερα κυριαρχεί η άποψη ότι θα πρέπει να σώσουμε την οικονομική ανάπτυξη με οποιοδήποτε κόστος. Με λιτότητα, με μείωση παροχών και με ξεζούμισμα των τελευταίων αποθεμάτων. Η κοινότητα της Αποανάπτυξης προτιμά καλύτερα να δημιουργήσει κάτι νέο».

Πηγή topikopoiisi.eu

Θεός και Κεφάλαιο: Μια κριτική παρουσίαση του βιβλίου του Κώστα Λάμπου

Κυριακή, 04/09/2016 - 13:39
Γιώργος Κολέμπας

Ο συγγραφέας από την αρχή δηλώνει ευθέως ότι ο στόχος του βιβλίου του είναι η αποκάλυψη του «σκοταδιστικού και εξουσιαστικού» μύθου του παντοδύναμου θεού και της μεταθανάτιας ζωής, που στηρίζεται στην άγνοια, στο φόβο, στο δόλο και στη βία. Ταυτόχρονα δηλώνει ότι το βιβλίο θέλει να βοηθήσει στη χάραξη του δρόμου της γνώσης, της συνείδησης, της ανθρωπιάς και της πάλης για έναν καλύτερο γήινο κόσμο.


Όπως υποστηρίζει, η κάθε εξουσία, όταν οργανώθηκε σε κράτος και νομοθέτησε για την ατομική ιδιοκτησία γης και μέσων παραγωγής, μετέτρεψε τον σκοταδιστικό αυτό μύθο σε σωτηριολογική θρησκεία, σε εξουσιαστική ιδεολογία, σε εργαλείο εκφοβισμού, αλλοτρίωσης και υποταγής των εξουσιαζόμενων.

Αντίθετα, οι εξουσιαζόμενοι προσπάθησαν πάντα, σε όλη την εξέλιξη της ιστορίας, συνειδητά ή ασυνείδητα, να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις απελευθέρωσης από τους σκοταδιστικούς μύθους, τις εξουσιαστικές ιδεολογίες και τα ιερατεία, ώστε ταυτόχρονα να γίνει πιο εύκολη και η απελευθέρωσή τους από την καταπίεση και εκμετάλλευση από τις εξουσιαστικές ελίτ, με στόχο την κοινωνική ισότητα.



Μέσα από τους αγώνες τους απεκόμισαν εμπειρία και γνώσεις τέτοιες, ώστε να τους γίνει κατανοητό ότι η απελευθέρωσή τους αν ποτέ επιτευχθεί, δεν μπορεί παρά να είναι δικό τους έργο. Δεν μπορούν να την περιμένουν από κάποιον μεσσία ή σωτήρα. Έτσι αυτή τους η εμπειρία τους οδηγεί και στο να απομυθοποιήσουν τον εξουσιαστικό ρόλο των θρησκειών, οι οποίες σε όλα τα μήκη και τα πλάτη, ενώ υποκριτικά διατείνονται ότι είναι με το μέρος των φτωχών και περιθωριοποιημένων και ότι αυτοί είναι οι “μακάριοι”, στην πραγματικότητα στηρίζουν τους εξουσιαστές-εκμεταλλευτές τους.

Ο Κώστας υποστηρίζει: μαζί με την αμφισβήτηση της εξουσίας, φτάσαμε σήμερα στο σημείο, πολλοί “υπήκοοι” να αμφισβητούν και να αποστασιοποιούνται ταυτόχρονα από τον μύθο του θεού και όσους άλλους τον συνοδεύουν, δηλαδή τον μύθο της “αθάνατης ψυχής” ή της “μεταθανάτιας ζωής”. Αυτή η απομυθοποίηση-αποκάλυψη κάνει δυνατό σήμερα το σπάσιμο του φαύλου κύκλου “μεταξύ εξουσίας και θρησκείας, και η θρησκεία αποδυναμώνεται σταδιακά ως υποτιθέμενο καταφύγιο  των κυνηγημένων από το κεφάλαιο και την εξουσία”, όπως το διατυπώνει χαρακτηριστικά ο Κώστας στο προλογικό του σημείωμα. Παρόλο, λέω εγώ τώρα, που φαινομενικά υπάρχει η εντύπωση ότι αντίθετα ενδυναμώνεται ο ρόλος της θρησκείας σαν καταφύγιο των κατατρεγμένων. «Ο θεός …δεν πέθανε» ακόμα, παρ’ όλες τις προβλέψεις του διαφωτισμού. Για αυτό και είναι πάλι δραματικά επίκαιρη η κριτική της θρησκείας και προέχει κάθε κριτικής για την κάθε ετερονομία που διαμορφώνει σήμερα την ατομική και κοινωνική συνείδηση.

Το θέμα βέβαια εξακολουθεί να παραμένει ταμπού για πολλούς συνανθρώπους μας, που εξακολουθούν να πιστεύουν ότι η κριτική της θρησκείας αποτελεί “προσβολή της πίστης” τους. Τα δε ιερατεία καταγγέλλουν όσους ασχολούνται για “έγκλημα καθοσιώσεως”. Αυτό κάνει πολλούς αξιόλογους διανοητές να αποφεύγουν να αγγίξουν το ζήτημα, είτε από φόβο, είτε από υστεροβουλία, και η σιωπή τους είναι χρυσός για τα ιερατεία και τη γενικότερη εξουσία, που την εκλαμβάνουν ως συμφωνία και αποδοχή. Η σιωπή τους αυτή είναι προδοσία της ίδιας της κοινωνίας που υποτίθεται ότι υπηρετούν, γιατί συνεισφέρουν στον στραγγαλισμό της κοινωνικής και ατομικής συνείδησης, η οποία καταλήγει έτσι στον “ωχαδερφισμό”, την συνενοχή και την αλλοτρίωση.

Η ιστορία των θρησκειών-πέρα από το αντικειμενικό γεγονός ότι κανένας άνθρωπος δεν επέλεξε τη θρησκεία  και την πίστη του, αλλά με το που γεννιέται του τη φυτεύουν στο κεφάλι και στο συναίσθημα μέσα από τη κοινωνικοποίησή του-έχει δείξει ότι όλες “επιβλήθηκαν με τη βία των εξουσιών και λειτούργησαν ως ιδεολογίες υποταγής”. Με εξέχουσα περίπτωση τον χριστιανισμό που ταυτίσθηκε με το κράτος και την κοσμική εξουσία από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο και πήρε τα χαρακτηριστικά «σκοταδιστικής απολυταρχικής, εξουσιαστικής και κατακτητικής ιδεολογίας, η οποία πρώτα-πρώτα κατάστρεψε την κοινοκτημοσύνη και την κοινοβιακή ζωή των πρωτοχριστιανών…». Μάλιστα πολλοί κατακτημένοι λαοί αναγκάσθηκαν ως και τη θρησκεία τους να αλλάξουν, για να εξυπηρετεί καλύτερα τους κατακτητές τους.
Πάντα η πραγματική εξουσία εξασφαλίζει την επιβολή της και μέσα από τη θρησκευτική ιδεολογία, αυτή είναι μια βασική θέση του βιβλίου. Μέσω αυτής μετατρέπει τους εξουσιαζόμενους σε μοιρολάτρες και δουλικούς, που αποδέχονται την καταπίεση και εκμετάλλευση σαν “θεία βούληση και δοκιμασία”. Τους κάνει να αποδέχονται τη διαμεσολάβηση της θεοκρατικής ψευδαίσθησης, στις κοινωνικές σχέσεις και στις σχέσεις με τη φύση και τις άλλες μορφές ζωής, πράγμα που υπονομεύει τον αυτοσεβασμό και την αρμονική συμβίωση. Υπονομεύει την αυτοπεποίθηση και τις δυνατότητες που έχει ο καθένας για συμμετοχή στα κοινά, για κοινωνικό έλεγχο και αυτοδιεύθυνση της κοινωνίας.

Οι ίδιοι οι θρησκευτικοί λειτουργοί γνωρίζουν ότι όλα όσα αναπόδεικτα ισχυρίζονται για τον θεό, την αθάνατη ψυχή, τη μεταθανάτια ζωή και την νεκρανάσταση, είναι συνειδητά ψέματα, αλλά τα αποκρύπτουν χάριν των εξουσιαστικών ιερατείων και της διαπλοκής τους με την οικονομικοπολιτική ελίτ, συντηρώντας δεισιδαιμονίες.

Με το βιβλίο αυτό ο Κώστας προσπαθεί να επαναφέρει στο προσκήνιο του δημόσιου διαλόγου το ζήτημα της φύσης και του ρόλου  των θρησκειών, ώστε “οι δυνάμεις της εργασίας, της επιστήμης και του πολιτισμού”, όπως χαρακτηρίζει τις κοινωνικές δυνάμεις της οποιασδήποτε αλλαγής, να καταλήξουν σε μια κοινή αντίληψη για τον κόσμο, τη ζωή και την κοινωνία που   θέλουμε να ζήσουμε. Προτείνει να δράσουμε συντονισμένα όλοι ενάντια στη θεοκρατούμενη παρακμιακή καπιταλιστική βαρβαρότητα, αποκαθιστώντας στην ανθρώπινη συνείδηση τη δυνατότητα που έχει η ίδια να δημιουργήσει αυτοδιευθυνόμενες κοινωνίες, στις οποίες η οικονομία να τις υπηρετεί, καταργώντας το κεφάλαιο, τις σχέσεις ανισότητας και εκμετάλλευσης, καθώς και τις εξουσιαστικές πολιτικές σχέσεις.

Σε αυτή τη διαδικασία, ο μεγαλύτερος σύμμαχος είναι το μυαλό του καθένα μας και της συλλογικότητάς μας, ο ατομικός και συλλογικός νους, λέει ο Κώστας. Η δε αχίλλειος πτέρνα είναι το παιδικό μυαλό, που το κάθε φορά κυρίαρχο εκπαιδευτικό σύστημα το θεωρεί “σκουπιδοτενεκέ” και το λοβοτομεί, εμφυσώντας του τον μύθο και την άγνοια. Για αυτό πρέπει να σταματήσουμε αυτόν τον βιασμό των παιδικών εγκεφάλων, καλλιεργώντας την κριτική και ολοκληρωμένη σκέψη, ώστε να μπορούν να κάνουν τις δικές τους επιλογές ζωής, σε μια ομαλή κοινωνικοποίηση της νέας γενιάς. Το εξουσιαστικό σύστημα χαράζει ανεξίτηλα στον παιδικό εγκέφαλο, αυτά που υποστηρίζουν τα ιερατεία, ότι δηλαδή η ανθρώπινη φύση είναι ατελής και άπληστη και για αυτό και αμαρτωλή σε σχέση με τη “θεία βούληση”. Για αυτό και το πρόβλημα της οικονομικής και κοινωνικής ανισότητας, της ανελευθερίας, των πολέμων, και του ανταγωνισμού δεν έχει λύση επί γης, λένε τα ιερατεία.

Ο Κώστας υποστηρίζει όμως ότι στην ουσία της η ανθρώπινη φύση είναι κοινωνική κατασκευή και άρα αν αλλάξουμε τις κοινωνικές συνθήκες, θα αλλάξουμε και τον κυρίαρχο σημερινό ανθρωπολογικό τύπο. Και εμείς με τον Γιάννη Μπίλλα, γράφοντας τον ανθρωπολογικό τύπο της αποανάπτυξης- τοπικοποίησης, θεωρούμε ότι δεν μπορούμε να αλλάξουμε την κοινωνία, αν δεν αλλάξουμε ταυτόχρονα τον κυρίαρχο ανθρωπολογικό της τύπο. Όμως θεωρούμε ότι η ανθρώπινη φύση δεν είναι μόνο κοινωνική κατασκευή, συμμετέχει στη διαμόρφωσή της και η βιολογία της και η οικογεωγραφία στην οποία αναπτύσσεται. Εδώ διαφαίνεται και μια διαφωνία μας με τον Κώστα, αν και στο κεφάλαιο «Ψυχή σημαίνει Άνθρωπος» υποστηρίζει και αυτός το ίδιο αλλά με άλλα λόγια: «…η ανθρώπινη φύση ή η λεγόμενη ψυχή, δεν είναι παρά συνάρτηση υλικών, φυσικών και κοινωνικών όρων …με αυτήν την έννοια ψυχή σημαίνει άνθρωπος, ως ενιαίο οργανικό σύνολο των υλικών στοιχείων, των βιολογικών συστημάτων, των συναισθηματικών βιωμάτων, των πνευματικών-νοητικών ιδιοτήτων και των δημιουργικών δραστηριοτήτων του, όπως όλα αυτά συνδιαμορφώνονται ως ενιαίο Όλον στο πλαίσιο του ιστορικού, κοινωνικού και φυσικού περιβάλλοντος» . 

Ο κοινωνικός δαρβινισμός και ο φιλελευθερισμός που τον ενστερνίζεται, υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος έτσι ήταν πάντα, είχε ιδιοτελή και ανταγωνιστική φύση, κληρονομημένη από το ζωικό βασίλειο από το οποίο κατάγεται, και άρα του έχουμε φτιάξει και το πιο κατάλληλο για αυτόν κοινωνικοοικονομικό σύστημα, τον καπιταλισμό, που ταιριάζει ακριβώς σε αυτή την κληρονομημένη ανθρώπινη φύση. Η εξελικτική ανθρωπολογία-βιολογία όμως σήμερα αποδεικνύει με σύγχρονα πειράματα με παιδιά κάτω του ενάμισι έτους, ότι ο άνθρωπος μπορεί να μη γεννιέται εγωιστής αλλά να φτιάχνεται, έχει ταυτόχρονα γενετικά και επιγεννετικά πολιτιστικά χαρακτηριστικά. Είναι ταυτόχρονα και οικο-βιολογική και κοινωνική κατασκευή. Πέρα από τις κοινωνικές συνθήκες, ζωτικής σημασίας είναι ότι την ατομική συνείδηση του κάθε ανθρώπου, τη διαμορφώνει και η κληρονομικότητά του. Η κοινωνικοποίησή του, όμως είναι αποφασιστική για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του. Αν η εξουσία τον κοινωνικοποιεί με βάση τις ακραίες ανισότητες και την κατασκευασμένη εικόνα του άπληστου, ιδιοτελή, ανταγωνιστικού, δηλαδή τον μαθαίνει να είναι βασικά εγωιστής, επειδή το λέει η θρησκεία ή το εγωιστικό γονίδιο, άλλο τόσο οι εξουσιαζόμενοι θα πρέπει, δημιουργώντας κατάλληλες κοινωνικές και οικονομικές δομές, να του αναπτύσσουν την άλλη πλευρά του, την ανιδιοτελή, την συνεργατική και την κοινοτίστικη. Γιατί ο άνθρωπος ενηλικιώθηκε ιστορικά και μέσα από την αντίληψή του για τα πλεονεκτήματα της ομάδας, της κοινότητας, της κοινωνίας, με βάση το «συνυπάρχειν», «συμβιώνειν», «συμπράττειν», «συναποφασίζειν».

Θα πρέπει λοιπόν πάλι, μέσα από την σημερινή κρίση του καπιταλισμού και των αξιών του, που είχε ως αιτία το γεγονός ότι το 1% του ανθρώπινου πληθυσμού κατέχει το 50% των πόρων του πλανήτη, τον οποίο οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε οικολογική καταστροφή, να εξασκήσουμε την τέχνη, γιατί τέχνη είναι, να μην είμαστε εγωιστές. Όπως δεν είναι κληρονομημένος ο άκρατος εγωισμός, έτσι δεν είναι και η ντετερμινιστική αποδοχή της ισότητας  , από την ανθρώπινη συνείδηση-φύση. Θα χρειασθεί να δημιουργήσουμε άμεσα ελκυστικά παραδείγματα που θα περάσουν σε αυτήν την ανιδιοτέλεια, τη συνεργατικότητα, τη συλλογικότητα, την ισότητα και την ισορροπία με τη μάνα φύση.

Σε επιστημονικό επίπεδο, το πιο δύσκολο είναι να απορρίψει κανείς την έννοια του θεού την ταυτισμένη με το αέναο συνολικό σύμπαν, το «όλον». Η μέχρι τώρα αδυναμία της αστροφυσικής να διατυπώσει μια «ολιστική» θεωρία( ενοποιημένη θεωρία), δίνει τη δυνατότητα να επανέρχεται η έννοια του θεού σαν την ενοποιητική δύναμη που εξασφαλίζει την ενότητα του σύμπαντος μετά την δημιουργία του από τον «δημιουργό» του. …(Σερν, σωματίδιο του θεού κ.λπ). Ο μύθος της δημιουργίας και του δημιουργού θεού πέρασε και περνά ακόμα στο ατομικό και συλλογικό φαντασιακό, γιατί εξασφαλίζει ακριβώς αυτή την ψευδαίσθηση της ενότητας που είναι υπαρξιακή ανάγκη, νομίζω, για την ανθρώπινη συνείδηση-φύση.  

Με την ανάλυση που κάνει ο Κώστας με παράθεση πληθώρας στοιχείων και βιβλιογραφίας, προκύπτει ότι η σημερινή καθολική κρίση δεν είναι φυσικά κρίση της ανθρώπινης φύσης και της πολιτιστικής κληρονομιάς της, αλλά βασικά κρίση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής και του καπιταλισμού, που στηριζόμενος στην οικονομική- κοινωνική ανισότητα και την ιδιοκτησία, τη βία, την καταστροφή τόπων και ταυτοτήτων και στον πόλεμο, στρέφεται ακριβώς ενάντια στην ανθρώπινη φύση. Προκύπτει ο αντικοινωνικός και αντιανθρώπινος ρόλος των θρησκειών( η θρησκευτική πίστη ως όπλο μαζικής καταστροφής), που διέσπασαν τις κοινωνίες, έσπειραν διχόνοιες, αιματοκύλισαν και συνεχίζουν να αιματοκυλούν την ανθρωπότητα υπέρ των οργανωμένων εξουσιαστικών ελίτ που ηγεμονεύουν πάνω στην ανθρωπότητα (Η “αθάνατη ψυχή” ως φετίχ της ατομικής ιδιοκτησίας και ως “φιλοσοφική λίθος” της εξουσιαστικής ιδεολογίας).

Προκύπτει επίσης η αισιόδοξη άποψη πως η ανθρωπότητα-κοινωνία πορεύεται, αργά μεν, αλλά σταθερά προς την πνευματική και κοινωνική απελευθέρωση, προς την αταξικότητα, προς έναν καλύτερο κόσμο με επικράτηση του ανθρωπολογικού τύπου homo humanisticus universalis, δηλαδή του νέου ανθρώπου με χαρακτηριστικά συνειδητότητας, δημιουργικότητας και ευτυχίας. Αναφερόμενος στη διαφορά μεταξύ της μυθολογικής πολυθεϊστικής θρησκείας των αρχαίων Ελλήνων-με πολλούς ανθρωπόμορφους γήινους θεούς και μη μεταφυσικά στοιχεία συμβολισμού και σουρεαλισμού- και των μονοθεϊστικών θρησκειών-ενός μοναδικού παντοκράτορα εξουσιαστή θεού- που κατασκεύασαν οι κοσμικές αντίστοιχες εξουσίες για να δικαιολογήσουν τη θεία προέλευση της εξουσίας τους, την αιτιολογεί με την άμεση δημοκρατία στην αρχαία Ελλάδα, η οποία δεν χρειαζόταν ψευδαισθήσεις, σωτήρες, προφήτες και μεσσίες, σε αντίθεση με την ανάγκη της θεϊκής μάσκας της υπέρτατης εξουσίας του όποιου ηγεμόνα, βασιλιά ή αυτοκράτορα.
Για αυτό και μας καλεί να συμβάλουμε όλοι στον αγώνα του νέου Ανθρώπου για ένα καλύτερο μέλλον, με το να απαλλαγούμε από θρησκευτικές, φυλετικές, εθνικιστικές, ιδεολογικές-κομματικές εντάξεις και δογματισμούς και να επεξεργαστούμε και να υλοποιήσουμε συλλογικά ένα νέο όραμα για την ανθρωπότητα στη βάση της κοινωνικής ισότητας, της ισοκατανομής πόρων και εξουσίας με άμεση δημοκρατία. Ο τελικός στόχος η αταξική κοινωνία σε τοπική, εθνική και οικουμενική κλίμακα και ο σύγχρονος πολιτισμός του οικουμενικού ουμανισμού.   

Ως πότε θα τρώμε στη μάπα τον απροκάλυπτο και ξετσίπωτο κοσμικό χαρακτήρα της εξουσίας των ιερατείων τους, τις φαντασιώσεις τους, τα ψυχολογικά τους σύνδρομα, τις προκαταλήψεις και τους ψυχαναγκασμούς τους δήθεν στο όνομα της "αγάπης", τη δηλητηριώδη χολή τους, την εθελοδουλία ανάμεικτη με μισαλλοδοξία απέναντι στη διαφωνία, το θάνατο και το μίσος που ξερνούν μέσα από τις διώξεις, τις Ιερές Εξετάσεις τους, τις τζιχάντ τους, τα ανιστόρητα και γεμάτα εικόνες φρίκης και φόβου και απειλών "ιερών εγχειριδίων" τους, τη λογοκρισία τους, τη δαιμονοποίηση της φύσης, της γνώσης, της ευφυίας, της γυναίκας;

Ως πότε θα πρέπει να ανεχόμαστε να συνυπάρχουμε με τους μονοθεϊστικούς λέοντες και αμνούς μέσα στο λάκκο που κατάντησαν τον κόσμο;

Ως πότε δεν θα αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι ότι οι θρησκείες βάζουν με μανία στόχο την ανεξαρτησία της αντίληψής τους και την αυτοεπίγνωσή τους, μετατρέποντάς τους σε...ΨΥΧΟΠΑΘΕΙΣ;

* Ο Γιώργος Κολέμπας είναι πρώην εκπαιδευτικός ΜΕ (Μαθηματικός) και οικο - γεωργός στο Πήλιο


πηγή tvxs