Οι πιο μαύρες σελίδες της ιστορίας του νεοσύστατου ελληνικού κράτους άρχισαν να γράφονται αμέσως μετά την απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό.
Αγωνιστές της Επανάστασης, κάποιοι σακατεμένοι από τις μάχες, χήρες και ορφανά γύριζαν στους δρόμους ρακένδυτοι ζητιανεύοντας ένα κομμάτι ψωμί. Αντίθετα, εκλεκτοί του Παλατιού και όσοι είχαν προσβάσεις στο φαύλο πολιτικό σύστημα της εποχής απολάμβαναν παχυλούς μισθούς και συντάξεις.
Ο Νικήτας Σταματελόπουλος, που έμεινε στην ιστορία ως Νικηταράς ο Τουρκοφάγος, ο Γεωργάκης Ολύμπιος, ο στρατηγός Δημήτριος Μακρής, ο Φιλικός Παναγιώτης Σέκερης και ο νομομαθής Κρητικός Μανουήλ Βερνάρδος είναι μερικοί από τους αγωνιστές που θυσίασαν τα πάντα για την ελευθερία και πέθαναν πάμφτωχοι, ενώ υπάρχει και ένα πλήθος λιγότερο γνωστών πολεμιστών που ξεχάστηκαν στη δυστυχία τους.
Ο στρατηγός Ιωάννης Μακρυγιάννης περιγράφει, γλαφυρά, στ’ Απομνημονεύματά του αυτή την αθλιότητα σημειώνοντας (Βιβλίο Γ’, Κεφ. 4) μεταξύ άλλων:
«(…) οι αγωνισταί και χήρες των σκοτωμένων κι᾿ αρφανά παιδιά τους, κ’ εκείνοι οπού θυσιάσαν το δικόν τους στα δεινά της πατρίδος ας γκεζερούν (= περιπλανώνται άσκοπα) εις τους δρόμους ξυπόλυτοι και ταλαιπωρημένοι κι ας λένε "ψωμάκι". Οι ακαθαρσίες της Κωσταντινόπολης και της Ευρώπης καρότζες, μπάλους, πολυτέλειες, λούσια (= λούσα) πλήθος. Αυτείνοι αφεντάδες μας κ’ εμείς είλωτές τους».
Ο Μακρυγιάννης ήταν από τους λίγους που είχαν αρχίσει να παίρνουν τον μισθό του βαθμού τους. Γι’ αυτόν ήταν 360 δραχμές, ένας πολύ καλός μισθός για την εποχή, αλλά όπως γράφει (Βιβλίο Γ’, Κεφ. 2):
«Είδα αυτό, και πέθαιναν και οι άνθρωποι εις τα παλιοκλήσια, οπλαρχηγοί κι’ άλλοι, κι’ από την πείνα κι’ από το κρύον, τότε στοχάστηκα: Οι αγωνισταί να πεθαίνουν της πείνας, κ’ εμείς να πλερωνώμαστε ολίγοι άνθρωποι; Εμείς οι ολίγοι φέραμεν την λευτεριά; Να κόψωμεν κ’ εμείς τον μιστόν μας, είτε να πάρουν και οι αδελφοί μας συναγωνισταί!».
Αυτή η πρόταση του Μακρυγιάννη και οι διαμαρτυρίες του στην Αντιβασιλεία προκάλεσαν τη δυσαρέσκεια των Βαυαρών, ενώ και ο αρχηγός του Γαλλικού Κόμματος και στέλεχος των πρώτων κυβερνήσεων Ιωάννης Κωλέττης τον κατηγόρησε ότι προετοίμαζε αντιμοναρχική επανάσταση…
Δυστυχώς, η θλιβερή αυτή κατάσταση συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια, με αποτέλεσμα πολλοί αγωνιστές να προσδοκούν, μάταια, τη δικαίωσή τους με την απονομή ενός στρατιωτικού βαθμού βάσει της προσφοράς τους στο νεοσύστατο στράτευμα είτε με τη χορήγηση κάποιας αξιοπρεπούς σύνταξης.
«Σε κάποιους δόθηκαν καταχρηστικώς βαθμοί, σε άλλους δεν εδόθησαν οι ανάλογοι», είχε πει, στις 11 Ιουλίου 1849, σε συνεδρίαση της Γερουσίας (σ.σ. νομοθετικό σώμα που λειτούργησε παράλληλα με τη Βουλή) ένας γερουσιαστής, που δεν σώζεται το όνομά του, κατά τη συζήτηση νομοσχεδίου για την προικοδότηση με τη χορήγηση εθνικών γαιών σε ορφανές θυγατέρες στρατιωτικών.
Καθώς η προίκα ήταν βασικό ζήτημα για τον γάμο κάθε κοπέλας έγινε μεγάλη συζήτηση, αφού οι γερουσιαστές ζήτησαν τη χορήγηση ανάλογων αμοιβών για όλους τους αγωνιστές.
Ομως, ο υπουργός Οικονομικών και μετέπειτα πρωθυπουργός Δημήτριος Βούλγαρης, γνωστός με το προσωνύμιο «Τζουμπές» λόγω της μακριάς μπέρτας του, δεν δέχτηκε το αίτημα των γερουσιαστών επαναλαμβάνοντας μια υπόσχεση που είχε δοθεί από πολλούς υπουργούς, ότι για τους άλλους το θέμα θα λυθεί με το νομοσχέδιο για τη χορήγηση συντάξεων…
Μάταια, ένας γερουσιαστής τού θύμισε ότι η Εθνική Συνέλευση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 με το ψήφισμα 5 ζητούσε να οριστεί επιτροπή που θα εξέταζε ποιοι είχαν δικαίωμα απαίτησης αποζημιώσεων, αναφέροντας ακόμα πως «στην Ελλάδα, την εποχή του Αγώνα, δεν υπήρξε ιδιαιτέρα τάξη στρατιωτικών αλλ' άπαντες επολέμησαν κατά δύναμιν, και συνεισέφεραν έκαστος διαφοροτρόπως εις τον υπέρ ανεξαρτησίας αγώνα.
Μετά την άφιξη του Καποδίστρια έμεινε ένα στρατιωτικό σώμα και υπόλοιποι επανήλθαν στις οικιακές υποθέσεις τους ή στο πολιτικό στάδιο. Επειτα ελθούσα η Αντιβασιλεία θεώρησε αναγκαίο για την ασφάλεια του κράτους την ύπαρξη τακτικού στρατού, διώρισε δε και επιτροπή διά να εξετάση τας εκδουλεύσεις εκάστου των αγωνιστών και ανταμείψη αυτούς αναλόγως των εκδουλεύσεών των διά τους ανήκοντος βαθμού. Εγιναν πολλά παράπονα από διάφορους αγωνιστές».
Τα επόμενα χρόνια, οι ξεχασμένοι και αδικημένοι αγωνιστές, οι χήρες και τα ορφανά τους άρχισαν να στέλνουν αιτήματα προς τα υπουργεία, στις οποίες εξέθεταν τους αγώνες τους και ζητούσαν συνήθως οικονομική βοήθεια.
Τα αιτήματα, μετά την αναγκαστική παραχώρηση Συντάγματος από τον Οθωνα, άρχισαν να κατευθύνονται στη Βουλή και τη Γερουσία. Δυστυχώς, όμως, το αποτέλεσμα δεν άλλαξε. Παρότι τα δύο νομοθετικά Σώματα εμφανίζονταν να συνηγορούν στα αιτήματα, τα υπουργεία δεν έκαναν τίποτα…
Σε κάποιες περιπτώσεις, που προκαλούνταν συζήτηση στη Βουλή ή στη Γερουσία, συνήθως με αφορμή την εισαγωγή νομοσχεδίου για τη συνταξιοδότηση χηρών και ορφανών κάποιου πολιτικού, οι υπουργοί υπόσχονταν ότι σύντομα θα κατατεθεί νομοσχέδιο που θα ρυθμίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης όλων.
Μια τέτοια συζήτηση έγινε στις 28 Ιανουαρίου 1849 στη Γερουσία, όταν εισήχθη νομοσχέδιο «περί χορηγήσεως μηνιαίας συντάξεως εις την χήραν και τα ορφανά του Κωνσταντίνου Θ. Κολοκοτρώνη».
Το νομοσχέδιο προέβλεπε ότι θα χορηγούνταν μηνιαία σύνταξη 400 δραχμών, που αντιστοιχούσε στον μισθό του διευθυντή της Αστυνομίας Αθηνών-Πειραιώς, στη χήρα και στα τέσσερα ορφανά του τρίτου από τα τέσσερα παιδιά του γενναίου οπλαρχηγού, ο οποίος ήταν βουλευτής Γόρτυνος και υπουργός επί του Βασιλικού Οίκου και των Εξωτερικών Σχέσεων.
Τελικά, το νομοσχέδιο ψηφίστηκε, αλλά ένας από τους γερουσιαστές παίρνοντας τον λόγο κάλεσε την κυβέρνηση για λόγους ίσης μεταχείρισης να παρουσιάσει, χωρίς άλλη αναβολή, νομοσχέδιο που θα κανονίζει τα προσόντα των συνταξιούχων. Με πρόταση άλλου γερουσιαστή εκδόθηκε και σύσταση προς τα υπουργεία, ενώ οι παριστάμενοι υπουργοί για μία ακόμα φορά διαβεβαίωναν ότι θα υλοποιηθεί η απόφαση της Γερουσίας.
Ομως, περίπου δύο χρόνια αργότερα αποδείχτηκε και πάλι ότι οι κυβερνήσεις της εποχής, ίσως για να συντηρήσουν ένα φαύλο σύστημα επιλεκτικών συνταξιοδοτήσεων, δεν προχωρούσαν στην καθιέρωση αντικειμενικών κριτηρίων συνταξιοδότησης.
Αφορμή έδωσε η προώθηση νομοσχεδίου «περί συντάξεως στην οικογένεια του δολοφονηθέντος υπουργού Ν. Κορφιωτάκη», το οποίο κατατέθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 1850 στη Βουλή προβλέποντας σύνταξη 300 δραχμών τον μήνα για τη χήρα και τα τέσσερα ορφανά του Κορφιωτάκη (για την πολιτική δολοφονία Κορφιωτάκη βλ. «Εφ.Συν.»/«Νησίδες», φ. 19-20.10.2019).
Το ποσό θεωρήθηκε υπερβολικό καθώς, όπως αναφέρθηκε, την ίδια στιγμή η οικογένεια του Υδραίου ναυάρχου Αναστάσιου Τσαμαδού, ενός από τους επικεφαλής των ελληνικών ναυτικών δυνάμεων στη Πτώση της Σφακτηρίας, έπαιρνε σύνταξη 80 δραχμές, του Οδυσσέα Ανδρούτσου 48 δραχμές και του στρατηγού Ανδρέα Γριβογιώργη, που έπεσε κατά την έξοδο του Μεσολογγίου, μόλις 8 δραχμές!
Για να σχηματίσει ο αναγνώστης μια πληρέστερη εικόνα της αξίας των χρημάτων και των οικογενειακών αναγκών της εποχής, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι πολλές χήρες είχαν τη φροντίδα, εκτός των παιδιών τους, των ορφανών στενών συγγενών τους και σίγουρα των ηλικιωμένων γονέων. Για παράδειγμα, η Στάνα, χήρα του Γεωργάκη Ολύμπιου, εκτός από τα τρία παιδιά της, δύο αγόρια και ένα κορίτσι, φρόντιζε τρία ανίψια και την ηλικιωμένη μητέρα της με τη σύνταξη των 140 δραχμών που της είχε χορηγηθεί. Γι’ αυτό, η εφημερίδα «Συνένωσις» με αφορμή τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου 1845 έγραφε στο φύλλο εκείνης της ημέρας:
«Ο Γεώργιος Ολύμπιος ήτον πλούσιος αλλ’ ό,τι είχε μετά της ζωής του το έδωκεν εις το έθνος, εκτός άλλων ποσοτήτων, 65.000 δραχμών έδωκε εις μόνον τον Υψηλάντην. (…) Η οικογένεια του Γεωργίου Ολυμπίου εις Αθήνας ψωμοζητεί σήμερον, εκατόν τεσσαράκοντα δραχμών έχει σύνταξιν, οι δε υιοί της ανθυπολοχαγοί της τιμής δεν λαμβάνουσιν ουδένα μισθόν, με τοιαύτη μικράν σύνταξιν πώς δύναται να ζήση οικογένεια εκ δύο νεανιών, εκ μιας θυγατρός, εκ τριών ανεψιών και εκ μιας μητρός; (…) Οι υιοί του Γεωργίου Ολυμπίου δεν δύνανται να εξέλθωσιν της οικίας των επειδή οι αγκώνες των είναι τετρυπημένοι, η γυνή του Γεωργίου Ολυμπίου δεν έχει φόρεμα να εξέλθη και να παρακαλέση τους υπουργούς. Η ασθένεια προς τοις άλλοις δυστυχήμασι επέπεσε εις αυτόν τον οίκον (…) αυτή δε ετοιμάζεται γυμνή και εκτραχηλισμένη να φύγη από την Ελλάδα».
Γι’ αυτό, κάποιες χήρες με τις αιτήσεις τους εκλιπαρούσαν για αύξηση των πενιχρών συντάξεών τους, όπως η Αργυρή, χήρα του οπλαρχηγού από τη Μάνη Γεώργιου Καπετανάκη, από τους πρώτους που μπήκαν, στις 22 Μαρτίου 1821, στην Καλαμάτα, η οποία έπαιρνε σύνταξη 20 δραχμών και έπρεπε να προικίσει την κόρη της…
Το ίδιο ζητούσαν και αγωνιστές όπως ο Γεώργιος Αγγέλου, για τον οποίο δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα, πέρα από το ότι είχε πολλά τραύματα από τις μάχες, έπρεπε να προικίσει δύο κορίτσια και η σύνταξή του ήταν μόλις 12 δραχμές!
Βέβαια, σε ακόμα χειρότερη κατάσταση βρίσκονταν οι οικογένειες των αγωνιστών που δεν έπαιρναν καθόλου σύνταξη, όπως του Νικηταρά του Τουρκοφάγου, που είχε πεθάνει, πάμφτωχος και άρρωστος, 15 μήνες νωρίτερα, του Λυκούργου Λογοθέτη (πραγματικό όνομα Γεώργιος Παπλωματάς), πολιτικού και στρατιωτικού ηγέτη της σαμιακής επανάστασης του 1821, του Τριαντάφυλλου Ι. Τζουρά, σημαντικού αγωνιστή που πολέμησε σε πολλές μάχες (άλωση Τριπολιτσάς, Δερβενάκια, εκστρατεία Ολύμπου, πολιορκία Ακρόπολης κ.α.) ως επικεφαλής στρατιωτικού σώματος «μισθωμένου εξ ιδίων», και άλλων.
Η επιτροπή της Βουλής στην έκθεσή της για τη συνταξιοδότηση της χήρας Κορφιωτάκη υπογράμμιζε ότι ανάλογης προστασίας είχαν ανάγκη «πολλαί χήραι και ορφανά ανδρών υπέρ πατρίδος πεσόντων (...) ούσαι ενδεείς και άποροι», τελικά έκανε θετική εισήγηση και η Ολομέλεια ενέκρινε, κατά πλειοψηφία, το σχετικό νομοσχέδιο.
Ομως, λίγες ημέρες αργότερα η Γερουσία, ύστερα από θυελλώδη συνεδρίαση, απέρριψε τη συνταξιοδότηση της χήρας του υπουργού!
Καταλυτικό ρόλο είχε παίξει η αγόρευση του λόγιου γερουσιαστή Γεώργιου Ψύλλα, που άσκησε αυστηρή κριτική προς την κυβέρνηση του Αντώνιου Κριεζή (Δεκέμβριος 1849-Μάιος 1854), ο οποίος πριν γίνει πρωθυπουργός ήταν μεγάλος αυλάρχης της Βασιλικής Αυλής…
Ο Ψύλλας είχε ζητήσει, μεταξύ άλλων, να σταματήσει η χορήγηση σύνταξης «ειδικώς εις πρόσωπα ατομικών συμπαθειών» και να κατατεθεί νομοσχέδιο που θα προβλέπει γενικούς όρους χορήγησης συντάξεων.
Τη στάση του επικρότησε και ο Μακρυγιάννης, ο οποίος στα Απομνημονεύματά του (Βιβλίο Δ', Κεφ. 4) έγραψε, μεταξύ άλλων:
«Εις την Γερουσίαν το γκρέμισαν [το νομοσχέδιο] οι αξιοσέβαστοι Γερουσιασταί. (…) Ολα τα ταξίματα των υπουργών κι᾿ άλλα παρόμοια τα καταφρόνεσαν και τα καταφρονούν. Κι᾿ ο Γεώργιος Ψύλλας είναι πάντοτες το αγαθό τέκνο της πατρίδας, όπου μιλεί φρονίμως και πατριωτικώς εις το δίκιον και λέγει την γνώμη του ελεύτερα».
Τραγική ειρωνεία μοιάζει ότι ενώ πολλοί αγωνιστές του 1821 πέθαναν πάμφτωχοι και βλέποντας τις οικογένειές τους να δυστυχούν, ήρθε, μετά τον θάνατό τους, το κράτος να δώσει κάποιες συντάξεις-ψίχουλα στις χήρες τους. Κάτι τέτοιο έγινε με τη χήρα του Νικηταρά, Αγγελίνα, στην οποία απονεμήθηκε τελικά μόλις το 1854 μηνιαία σύνταξη 111 δραχμών και στη χήρα του Τζουρά, το 1853, 60 δραχμών…
Αντίθετα, είναι άγνωστο τι απέγινε με τη χήρα του Παναγιώτη Σέκερη (1783-1847), εύπορου εμπόρου και ηγετικού στελέχους της Φιλικής Εταιρείας, που διέθεσε όλη την περιουσία του για τις ανάγκες του Αγώνα.
Ο Σέκερης με την οικογένειά του επέστρεψαν, το 1830, από την Οδησσό στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν στο Ναύπλιο. Ομως, σεμνός καθώς ήταν δεν πήρε αξιώματα ούτε κάποια αξιόλογη δημόσια θέση. Μόνο κάποια στιγμή ξεκίνησε προσπάθειες για να αποζημιωθεί, κάπως, για την υλική και ηθική προσφορά του στον Αγώνα.
Με μια αναφορά του στη Βουλή, με ημερομηνία 1η Απριλίου 1845, ζητούσε μόνο να του δοθεί μια μικρή ιδιοκτησία «δι’ ης να ασφαλίση την ύπαρξίν του εις τα έσχατα του βίου του και να αποκταστήση τα αδύνατα μέλη της οικογενείας του».
Η Βουλή είδε, όπως πάντα, θετικά το αίτημα και το διαβίβασε στο υπουργείο Οικονομικών, απ’ όπου δεν έγινε τίποτα. Ο Σέκερης πέθανε πάμφτωχος στις 29 Ιανουαρίου 1847 και δύο χρόνια αργότερα, στις 10 Φεβρουαρίου 1849, η χήρα του ζητούσε, με δική της αναφορά, τη χορήγηση μηνιαίας σύνταξης…
Κάτι ανάλογο συνέβαινε και με άλλους αγωνιστές, όπως ο Γεώργιος Κουφαργυράκος ή Κουφαργυράκης, από την Τρίπολη, που ζητούσε «μηνιαίαν σύνταξιν προς περίθαλψιν της πολυαρίθμου οικογενείας του». Κατέθεσε τουλάχιστον τρεις αναφορές στη Βουλή (18.8.1848, 29.1.1849 και 16.10.1849), που όλες αντιμετωπίστηκαν… θετικά, χωρίς να πάρει, τελικά, σύνταξη…
Δύο αναφορές είχε καταθέσει και ο Γεώργιος ή Κοσμάς Αρκαδοπολίτης, που είχε πολεμήσει δίπλα στους Νικηταρά, Καραϊσκάκη, Οδυσσέα Ανδρούτσο και Μακρυγιάννη, και από μία οι πυρπολητές Ανάργυρος Ζαρέμας, Αντώνης Μυτιληναίος κ.ά.
Ανάμεσα στις χήρες που ζητούσαν οικονομική στήριξη ήταν οι χήρες του Υδραίου καραβοκύρη Νικόλαου Θεοδ. Γκίκα, που διέθεσε τα χρήματά του και τα πλοία του στον Αγώνα, του Σπετσιώτη καπετάν Ανάργυρου Λεμπέση, που πήρε μέρος σε πολλές ναυμαχίες με τη θρυλική «ναβέτα» του, το τρικάταρτο ιστιοφόρο του, του Μυκονιάτη Γεώργιου Δαμασκηνού, που διέθεσε όλη την περιουσία του στον Αγώνα, του Υδραίου πυρπολητή Ιωάννη-Γκίκα Θεοδοσίου και άλλων.
◢ Οι ξεχασμένοι αγωνιστές
Ο Μανουήλ Βερνάρδος (1777-1852) ήταν τυπογράφος, νομομαθής και μέλος της Φιλικής Εταιρείας από το Ρέθυμνο.
Ο Κρητικός αγωνιστής ήταν απ’ αυτούς που διέθεσαν όλη την περιουσία τους στον Αγώνα και έφτασε να κηδεύσει την κόρη του με συνεισφορές φιλάνθρωπων, ζητώντας, απεγνωσμένα, μια οικονομική στήριξη από το κράτος του Οθωνα.
Οπως γνωρίζουμε ο Βερνάρδος διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα από τον επίσκοπο Λάμπης Μεθόδιο, που ήταν θείος του. Αργότερα εγκατέλειψε την Κρήτη και έφτασε στο Ιάσιο, όπου ίδρυσε το 1812 τυπογραφείο. Αυτό λειτούργησε μέχρι το 1821 και πραγματοποίησε τουλάχιστον 21 εκδόσεις ελληνικών βιβλίων, μεταξύ των οποίων και το βιβλίο «Ασματα και πονήματα διαφόρων» με στιχουργήματα του Ρήγα Φεραίου και δικά του καθώς και φιλελληνικά κείμενα.
Το 1818 μυήθηκε, από τον ιατρό Ρίζο Καρεάδη, στη Φιλική Εταιρεία και εργάστηκε για την προετοιμασία του απελευθερωτικού αγώνα μαζί με άλλους Φιλικούς.
Μετά την έναρξη της επανάστασης στη Μολδοβλαχία αγωνίστηκε υπό τις διαταγές του Υψηλάντη, αλλά μετά την αποτυχία της διέφυγε αρχικά στην Οδησσό και στη συνέχεια στη Βενετία.
Τον Σεπτέμβριο του 1824 πήγε στο Ναύπλιο και ανέλαβε τη Γραμματεία του υπουργείου Δικαίου (1824-1825). Ελαβε μέρος στην Γ' και στην Δ' Εθνοσυνέλευση ως πληρεξούσιος των Κρητών και κατά την περίοδο του Καποδίστρια διορίστηκε πρόεδρος του Πρωτόκλητου Δικαστηρίου Κυκλάδων.
Κατά την περίοδο του Οθωνα υπηρέτησε επίσης ως δικαστικός στην Αθήνα και στη Λαμία. Ωστόσο, αργότερα παύθηκε από τη δικαστική θέση και στερούμενος τον μισθό του περιήλθε σε δεινή οικονομική κατάσταση.
Σε αναφορά που έστειλε στις 28 Ιουνίου 1846 στη Βουλή, ο Μανουήλ Βερνάρδος ανέφερε ότι αφού στερήθηκε τα μοναδικά έσοδά του με την παύση του από τη θέση του δικαστικού, περιήλθε σε «έσχατη πενία», η οποία «τον ηνάγκασε να πωλήση παν ό,τι είχε να διαθρέψη την οικογένειάν του και ότι εκ της ενδείας αποθανούσα η θυγατήρ του Φαίδρα ενταφιάσθη με συνεισφοράς φιλανθρώπων τινων».
Το μόνο που ζητούσε ήταν η χορήγηση μιας σύνταξης. Ομως, παρότι επανήλθε με άλλες δύο αιτήσεις, στις 5 Οκτωβρίου 1849 και στις 13 Μαρτίου 1851, δεν προκύπτει να έλαβε ποτέ σύνταξη…
Ο Δημήτριος Μακρής (1772-1841) ήταν αγωνιστής της Επανάστασης του 1821. Ηταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας και ένας από τους ισχυρότερους οπλαρχηγούς του αγώνα στη Δυτική Στερεά Ελλάδα.
Αρχικά ήταν κλέφτης στο σώμα του καπετάνιου Γιώργου Σφαλτού και ανέλαβε μετά τον θάνατό του την αρχηγία του σώματος. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία λίγο πριν από την Ελληνική Επανάσταση και έδωσε το έναυσμα στη Δυτική Ελλάδα στις 5 Μαΐου 1821. Πρωταγωνίστησε στην πολιορκία του Μεσολογγίου, όπου στην ηρωική έξοδο οδήγησε την αριστερή πτέρυγα της φρουράς.
Οπως έγραψε σε αφιέρωμα το «Δελτίον της Εστίας» (αριθμ. τ. 377/18.3.1844), το ξίφος που κρατούσε εκείνη τηνμέρα ανήκε στον παλαιό αρματολό καπετάν Τσούτσο, που είχε πεθάνει το 1732. Για το δε τουφέκι του, που είχε το όνομα «Λιάρος», είχε γραφτεί το εξής ποίημα:
«Τούρκικα έστρωνες κουφάρια
εις τον πύρινόν σου δρόμον
εις τους χρόνους της σκλαβιάς μας
το τουφέκι σου ο Λιάρος
έσπειρε παντού τον τρόμον».
Σε άρθρο της εφημερίδας «Αθηνά», στις 14 Ιουνίου του 1858, διαβάζουμε σχετικά ότι «ο Μακρής παρά των συνεπαρχιωτών του ηγαπάτο θρησκευτικώς, διό και κατέστη τοσούτον ισχυρός, ώστε κατά τους χρόνους της Επαναστάσεως και όταν ακόμη ο Μαυροκορδάτος διηύθυνε τα της Δυτικής Ελλάδος, ουδεμία προκήρυξις και γενική διαταγή εδημοσιεύετο ή ετοιχοκολλείτο άνευ της συγκαταθέσεως αυτού και της αδείας του επισήμως εκφραζομένης διά του κήρυκος "κατά διαταγήν του καπετάν Μακρή"».
Η συνέχεια περιλαμβάνει τη δράση του Μακρή στην Πελοπόννησο, μέχρι που ξαναγύρισε στη Ρούμελη, υπό τον Καραϊσκάκη πλέον, και τη συμμετοχή του στην απελευθέρωση περιοχών ανατολικότερα της Αιτωλίας, στην οποία επέστρεψε μετά τη Μάχη της Αράχοβας και τη σήκωσε πάλι στα όπλα.
Με την ανάληψη της αρχιστρατηγίας των ελληνικών δυνάμεων από τον Τσωρτς ορίστηκε «αρχηγός των όπλων» της Δυτικής Ρούμελης. Τον βαθμό αυτό διατήρησε μέχρι την ανακήρυξη της Ανεξαρτησίας της Ελλάδας, οπότε και επέστρεψε οριστικά στο Μεσολόγγι.
Ποτέ δεν δέχτηκε άλλο τίτλο απ’ αυτόν του καπετάνιου του Μεσολογγίου και όταν ο νεαρός βασιλιάς Οθωνας τον κάλεσε στα ανάκτορα για να τον διορίσει υπασπιστή του, αυτός αρνήθηκε λέγοντας περήφανα: «Μεγαλειότατε, δεν ξέρω εγώ να τσακάω τη μέση μου».
Και επέστρεψε στο Μεσολόγγι, όπου έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Για την Ιστορία, να πούμε ότι η χήρα του Δημητρίου Μακρή, Ευπραξία, ζήτησε και αυτή το 1849 με αναφορά της μια σύνταξη για τις ανάγκες της. Ομως, δεν προκύπτει να πήρε τίποτα, εκτός από καλές προθέσεις…
Ο Νικήτας Σταματελόπουλος, γνωστότερος ως Νικηταράς ο Τουρκοφάγος (Νέδουσα Μεσσηνίας 1782-Πειραιάς 25 Σεπτεμβρίου 1849) ήταν μια ηγετική μορφή της Επανάστασης του 1821, που παρότι η μεγάλη προσφορά του στον Αγώνα αναγνωρίστηκε απ’ όλουςκ διώχθηκε, μετά την απελευθέρωση, ανηλεώς από τους Βαυαρούς.
Η εφημερίδα «Αιών» στο αφιέρωμά της για τον θάνατο του Νικηταρά (φ. 28.9.1849) ανέφερε ότι ο γενναίος οπλαρχηγός «ηγάπα μέχρι σεβασμού και Κολοκοτρώνην και Υψηλάντην και Κυβερνήτην (ενν. τον Καποδίστρια) και πάντα μη ξενίζοντα· διά τούτο κατεδιώχθη μετ’ άλλων πολλών επί των έξωθεν υποκινηθέντων εμφυλίων πολέμων του 1824 (…) διά τούτο προεγράφη μετ’ άλλων πολλών τω 1833, ως πολέμιος δήθεν του θρόνου».
Ετσι, το 1839 ο Νικηταράς, που ανήκε στο Ρωσικό Κόμμα, συνελήφθη με την άδικη κατηγορία της συμμετοχής σε μια συνωμοσία εναντίον του Οθωνα και φυλακίστηκε στη Πύλο, ενώ λίγο πριν από τη δίκη του μεταφέρθηκε στην Αθήνα.
Στη διάρκεια της κράτησής του «εν τω στρατώνι των Αθηνών ξένοι βάρβαροι επειράθησαν τον διά καπνού πνιγηρόν θάνατό του», ανέφερε η εφημερίδα «Αιών».
Η δίκη του έγινε στις 11 Ιουλίου 1840 και καθώς δεν υπήρχαν στοιχεία αθωώθηκε. Ομως η αθωωτική απόφαση προκάλεσε την οργή της κυβέρνησης, η οποία με την προσυπογραφή του Οθωνα τον φυλάκισε στην Αίγινα. Από τότε άρχισε το μαρτύριό του. Οι Βαυαροί τον έβγαζαν στον δρόμο, τον χτυπούσαν με μπαστούνια και τον περιγελούσαν μπρος στα μάτια των Ελλήνων που έρχονταν να δουν τον ήρωά τους.
Ανάμεσα στους θεατές ήταν και η μία κόρη του η οποία δεν άντεξε να βλέπει τον πατέρα της σε αυτή την κατάσταση και τρελάθηκε, ενώ αυτός αρρώστησε με ζάχαρο το οποίο του κατέστρεψε την όραση.
Τελικά, στις 18 Σεπτεμβρίου 1841, με παρέμβαση του στρατηγού Μακρυγιάννη, αμνηστεύτηκε και αποφυλακίστηκε σχεδόν τυφλός.
Εκτός, όμως, από τις φυλακίσεις και τα βασανιστήρια, η Βαυαρική Αντιβασιλεία είχε αφαιρέσει, βίαια, μεταξύ του 1836 και του 1837, ένα μεγάλο μέρος από ένα αγρόκτημα που είχε ο Νικηταράς στη θέση Σερεμέτι, μεταξύ του Αργους και του Ναυπλίου και προσδοκούσε να ζήσει απ’ αυτό την οικογένειά του.
Οπως περιγράφει ο ίδιος σε μια αναφορά που κατέθεσε στις 28 Απριλίου 1846 στη Βουλή και στη Γερουσία, αναγκάστηκε την περίοδο των φυλακίσεών του να δανειστεί με υψηλό τόκο, με αποτέλεσμα να βρίσκεται καταχρεωμένος και να αναγκάζεται να πληρώνει μεγάλα πρόστιμα
Η αναφορά του Νικηταρά είχε θετική αποδοχή από τα νομοθετικά όργανα, αλλά τα υπουργεία στα οποία διαβιβάστηκε φαίνεται ότι την άφησαν παραπεταμένη σε κάποια συρτάρια…
Σε αυτό το διάστημα του απονεμήθηκε ο βαθμός του υποστράτηγου, αλλά το μόνο που του δόθηκε ήταν μια άδεια επαιτείας κάθε Παρασκευή στον ναό της Ευαγγελίστριας, προφανώς στην Αθήνα (στον Πειραιά δεν υπήρχε ακόμα αυτός ο ναός).
Αργότερα του χορηγήθηκε μια πενιχρή σύνταξη και έζησε με αυτή μέχρι τον θάνατό του, στις 25 Σεπτεμβρίου 1849. Ετάφη, όπως ήταν η επιθυμία του, δίπλα στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.
Λίγες ημέρες μετά τον θάνατό του, η εφημερίδα «Αιών» έγραφε το εξής σχόλιο:
«Αποβιώσαντος του Κ. Μαυρομιχάλου προέτεινεν ευθύς ο τότε επί των Εσωτερικών Υπουργός Κωλέττης την ολόκληρον μεταβίβασιν του εκ Δρ. 500 μισθού του Μακαρίτου ως σύνταξιν εις την Σύζυγόν του. Αποβιώσαντος του Κ. Θ. Κολοκοτρώνου, προέτεινεν ευθύς ο τότε επί των Εσωτερικών Υπουργός Κ. Λόντος την εκ Δρ. 400 σύνταξιν εις τα τέκνα και την Χήραν του Μακαρίτου. Αλλ’ αποβιώσαντος εσχάτως του στρατηγού Νικηταρά, δεν ευρέθη ως φαίνεται, εις το παρόν Υπουργείον (= κυβέρνηση) φίλος του κανείς Υπουργός, διά να κάμη ό,τι και προς την οικογένειαν τούτου απητείτο».
Με τα χρόνια «ξεχάστηκαν» η άδικη συμπεριφορά που επιφυλάχθηκε στον γενναίο στρατηγό και πολύ περισσότερο ο χώρος της κράτησής του στις φυλακές της Αίγινας, μέχρι που ανακαλύφθηκε από έναν άλλο πολιτικό κρατούμενο, μιας άλλης εποχής, τον πολιτικό μηχανικό Γιώργο Μπελαβίλα.
Το περιστατικό διηγήθηκε ο αείμνηστος Γιώργος Μπελαβίλας, πατέρας του καθηγητή του ΕΜΠ και δημοτικού συμβούλου Πειραιά Νίκου Μπελαβίλα, στον δημοσιογράφο Νίκο Πηγαδά.
Η διήγηση υπάρχει στο βιβλίο του Νίκου Πηγαδά «Αίγινα… κάθε κελί σελίδα ιστορίας» (εκδόσεις «Το Ποντίκι», σελ. 17-18) και έχει ως εξής:
«Είμαστε κρατούμενοι στην τέταρτη αχτίνα, την "αχτίνα απομόνωσης", όπως την έλεγαν. Εκεί έτυχε να διαβάσω ένα βιβλίο για τη ζωή και τη δράση του Νικηταρά. Σ' αυτό γινόταν λόγος και για τις φυλακές της Αίγινας, όπου κρατήθηκε ο Τουρκοφάγος. Το βιβλίο ανέφερε συγκεκριμένα για ένα υπόγειο σκοτεινό μπουντρούμι όπου έζησε ο ήρωας και από το οποίο βγήκε τυφλός. Από τον προσανατολισμό του κελιού που περιέγραφε το βιβλίο συμπέρανα ότι το υπόγειο αυτό έπρεπε να βρίσκεται στον χώρο της τέταρτης αχτίνας.
»Το 1955 βούλωσε η αποχέτευση του θαλάμου, όπου ήμασταν περίπου 20 κρατούμενοι. Ζητήσαμε από τη διεύθυνση των φυλακών (διευθυντής ήταν ο περιβόητος Τουρνάς) να μας επιτρέψει να την αποφράξουμε. Εγώ ως μηχανικός επέβλεπα στην εκτέλεση των εργασιών. Σκάβοντας στο δάπεδο του προαυλίου τρία μέτρα από την πόρτα του θαλάμου διαπίστωσα ότι: »Ο σωλήνας της αποχέτευσης κατέληγε σ’ έναν υπόγειο χώρο, που λειτουργούσε σαν βόθρος. Τα τοιχώματά του όμως ήταν επιχρισμένα με ασβεστοκονίαμα, δηλαδή με υλικό υδροχαρές, που αποκλείεται να είχε χρησιμοποιηθεί σε βόθρο που συγκεντρώνονται υγρά. Αντίθετα χρησιμοποιείται σε χώρους διαμονής ανθρώπων.
»Με το πρόσχημα ότι ζητούσα χώρο για να περάσω την αποχέτευση, ζήτησα να μας επιτρέψουν να σκάψουμε τη γύρω περιοχή αυτού του υπόγειου χώρου. Τότε ανακάλυψα πως ο χώρος αυτός ήταν ένα υπόγειο εγκαταλελειμμένο κελί. Ενας πραγματικός κτιστός τάφος, που χρησιμοποιούνταν σαν βόθρος τα κατοπινά χρόνια. Ηταν το υπόγειο κελί όπου ο Οθωνας είχε φυλακίσει τον γενναίο και περήφανο Νικηταρά, που σ’ αυτό τυφλώθηκε».