Κατερίνα Γώγου: Μια ασυμβίβαστη καλλιτέχνις που σημάδεψε μια ολόκληρη γενιά
Κυριακή, 03/10/2021 - 17:39
«Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια. Στο μυαλό είναι ο στόχος το νου σου ε;», 28 χρόνια μετά τον θάνατο της, η Κατερίνα Γώγου έχει αφήσει το στίγμα της και εξακολουθεί να συγκλονίζει με τους στίχους και την ασυμβίβαστη σκέψη της.
Η ποιήτρια με τον οργισμένο στίχο, τους μελαγχολικούς συνειρμούς και τον αντισυμβατικό χαρακτήρα, σημάδεψε μία ολόκληρη εποχή ήττας και απογοήτευσης. Παρ' όλα αυτά, μέσα από τους σκοτεινούς στίχους της, διαφαίνεται η ομορφιά της αξιοπρέπειας, της αληλλεγγύης, του αγώνα για ένα καλύτερο μέλλον.
Η Κατερίνα Γώγου γεννήθηκε την 1η Ιουνίου 1940 στην Αθήνα και από τα έξι χρόνια της ξεκίνησε τη θεατρική της καριέρα ως παιδί - θαύμα. Το 1952 πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου «Ο Άλλος», δίπλα στον Γιώργο Παππά. Σπούδασε υποκριτική στη δραματική σχολή του Τάκη Μουζενίδη και χορό στη σχολή της Κούλας Πράτσικα. Τα πρώτα της επαγγελματικά βήματα στο θέατρο τα έκανε με τον θίασο του Ντίνου Ηλιόπουλου στο έργο των Ευαγγελίδη - Μαρή «Κύριος 5%».
Φήμη, όμως, απέκτησε στα κινηματογραφικά πλατό της Φίνος Φιλμ κατά τη δεκαετία του ‘60, παίζοντας δεύτερους ρόλους σε δεκάδες ταινίες, συνήθως κωμωδίες, στις οποίες ήταν η «θεότρελη» μικρή αδελφή, το «ατίθασο νιάτο» ή η σκανδαλιάρα υπηρέτρια. Χαρακτηριστικοί είναι οι ρόλοι της στις ταινίες «Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο» (1959), «Νόμος 4.000» (1962), «Δεσποινίς Διευθυντής» (1964), «Γάμος αλά ελληνικά» (1964), «Η γυνή να φοβήται τον άνδρα» (1965), «Μια τρελλή τρελλή οικογένεια» (1965).
Τον εμπορικό κινηματογράφο τον απαρνήθηκε στα χρόνια της μεταπολίτευσης, τα οποία τη βρήκαν πολιτικά ενταγμένη σε ομάδες της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς.
Έως τις αρχές της δεκαετίες του ΄70 ασχολήθηκε αποκλειστικά με την υποκριτική. Ο πρώτος της ρόλος σε ταινία του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου ήταν στο «Βαρύ Πεπόνι» (1977) του τότε συζύγου της Παύλου Τάσιου (1942-2011), με τον οποίο απέκτησε μία κόρη τη Μυρτώ Τάσιου (1967-2015).
Ακολούθησε η σπαρακτική της εμφάνιση, ως αφηγήτριας, στην «Παραγγελιά» (1980) του ιδίου, στην οποία απήγγειλε ποιήματα από τις συλλογές της «Τρία κλικ αριστερά» και «Ιδιώνυμο», που αγαπήθηκαν ιδιαίτερα από τη νεολαία της εποχής.
Η Αφροδίτη Μάνου έχει αναφέρει για την ποίηση της Γώγου: «ο τρόπος γραφής της δείχνει έναν άνθρωπο πάρα πολύ ευαίσθητο. Έναν άνθρωπο που έχει βγάλει το δέρμα του και ζει σε φοβερές εντάσεις». «Εμένα, οι φίλες μου είναι σύρματα τεντωμένα, στις ταράτσες παλιών σπιτιών, Εξάρχεια, Βικτώρια, Κουκάκι, Γκύζη, πάνω τους έχετε καρφώσει εκατομύρια σιδερένια μανταλάκια, τις ενοχές σας, αποφάσεις συνεδρίων, δανεικά φουστάνια, σημάδια από καύτρες, περίεργες ημικρανίες, απειλητικές σιωπές…κάνουν ό,τι λάχει»....
Το 1977 τιμήθηκε με βραβείο α’ γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης για την ερμηνεία της στο «Βαρύ Πεπόνι» και το 1984 με βραβείο β’ γυναικείου ρόλου στην ταινία του Αντρέα Θωμόπουλου «Όστρια ή το τέλος του παιγνιδιού», όπου είχε συνυπογράψει το σενάριο.
Εκτός από τη μεγάλη πορεία της στο θέατρο και στον κινηματογράφο, χάραξε σημαντική τροχιά και στη νεοελληνική ποίηση, κατορθώνοντας να περάσει στο συλλογικό επίπεδο τις αγωνίες της προσωπικής διαδρομής της στην τέχνη και τη ζωή. Η βαθιά πολιτική στάση της, η αναρχική της διάθεση, η περιθωριακή συνείδησή της και οι κοινωνικές ανησυχίες της διαπερνούν ολόκληρη την ποιητική της παραγωγή, που ξεκίνησε το 1978 και ολοκληρώθηκε το 2002, με τη μεταθανάτια έκδοση του «Με λένε Οδύσσεια».
H Κατερίνα Γώγου άφησε την τελευταία της πνοή στις 3 Οκτωβρίου 1993, μέσα στο ασθενοφόρο που τη μετέφερε στο «Ιπποκράτειο» της Αθήνας. Βρισκόταν σε κωματώδη κατάσταση, εξαιτίας υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ, ενώ αντιμετώπιζε πρόβλημα και με τα ναρκωτικά. Πέρασαν, όμως, δύο ημέρες έως την αναγνώριση του πτώματός της, επειδή ένας φίλος της που τη συνόδευε στις Πρώτες Βοήθειες εξαφανίστηκε αμέσως μετά τον θάνατό της.
Ποιήματα της Κατερίνας Γώγου έχουν μελοποιήσει μεταξύ άλλων, ο Κυριάκος Σφέτσας, ο Πάνος Κατσιμίχας, ο Κωνσταντίνος Βήτα, ο Ηλίας Λιούγκος, ο Παντελής Θεοχαρίδης και ο Τάσος Ρωσόπουλος.
Στις 21 Ιανουαρίου 2013 ανέβηκε για σειρά παραστάσεων στο θέατρο «Τζένη Καρέζη» το έργο της Σοφίας Αδαμίδου «Πέρασα με κόκκινο», εμπνευσμένο από την ποίηση της Κατερίνας Γώγου. Πρωταγωνιστούσε η Τζένη Κόλλια στον ρόλο της Γώγου.
Η Κατερίνα Γώγου γεννήθηκε την 1η Ιουνίου 1940 στην Αθήνα και από τα έξι χρόνια της ξεκίνησε τη θεατρική της καριέρα ως παιδί - θαύμα. Το 1952 πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου «Ο Άλλος», δίπλα στον Γιώργο Παππά. Σπούδασε υποκριτική στη δραματική σχολή του Τάκη Μουζενίδη και χορό στη σχολή της Κούλας Πράτσικα. Τα πρώτα της επαγγελματικά βήματα στο θέατρο τα έκανε με τον θίασο του Ντίνου Ηλιόπουλου στο έργο των Ευαγγελίδη - Μαρή «Κύριος 5%».
Φήμη, όμως, απέκτησε στα κινηματογραφικά πλατό της Φίνος Φιλμ κατά τη δεκαετία του ‘60, παίζοντας δεύτερους ρόλους σε δεκάδες ταινίες, συνήθως κωμωδίες, στις οποίες ήταν η «θεότρελη» μικρή αδελφή, το «ατίθασο νιάτο» ή η σκανδαλιάρα υπηρέτρια. Χαρακτηριστικοί είναι οι ρόλοι της στις ταινίες «Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο» (1959), «Νόμος 4.000» (1962), «Δεσποινίς Διευθυντής» (1964), «Γάμος αλά ελληνικά» (1964), «Η γυνή να φοβήται τον άνδρα» (1965), «Μια τρελλή τρελλή οικογένεια» (1965).
Τον εμπορικό κινηματογράφο τον απαρνήθηκε στα χρόνια της μεταπολίτευσης, τα οποία τη βρήκαν πολιτικά ενταγμένη σε ομάδες της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς.
Έως τις αρχές της δεκαετίες του ΄70 ασχολήθηκε αποκλειστικά με την υποκριτική. Ο πρώτος της ρόλος σε ταινία του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου ήταν στο «Βαρύ Πεπόνι» (1977) του τότε συζύγου της Παύλου Τάσιου (1942-2011), με τον οποίο απέκτησε μία κόρη τη Μυρτώ Τάσιου (1967-2015).
Ακολούθησε η σπαρακτική της εμφάνιση, ως αφηγήτριας, στην «Παραγγελιά» (1980) του ιδίου, στην οποία απήγγειλε ποιήματα από τις συλλογές της «Τρία κλικ αριστερά» και «Ιδιώνυμο», που αγαπήθηκαν ιδιαίτερα από τη νεολαία της εποχής.
Η Αφροδίτη Μάνου έχει αναφέρει για την ποίηση της Γώγου: «ο τρόπος γραφής της δείχνει έναν άνθρωπο πάρα πολύ ευαίσθητο. Έναν άνθρωπο που έχει βγάλει το δέρμα του και ζει σε φοβερές εντάσεις». «Εμένα, οι φίλες μου είναι σύρματα τεντωμένα, στις ταράτσες παλιών σπιτιών, Εξάρχεια, Βικτώρια, Κουκάκι, Γκύζη, πάνω τους έχετε καρφώσει εκατομύρια σιδερένια μανταλάκια, τις ενοχές σας, αποφάσεις συνεδρίων, δανεικά φουστάνια, σημάδια από καύτρες, περίεργες ημικρανίες, απειλητικές σιωπές…κάνουν ό,τι λάχει»....
Το 1977 τιμήθηκε με βραβείο α’ γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης για την ερμηνεία της στο «Βαρύ Πεπόνι» και το 1984 με βραβείο β’ γυναικείου ρόλου στην ταινία του Αντρέα Θωμόπουλου «Όστρια ή το τέλος του παιγνιδιού», όπου είχε συνυπογράψει το σενάριο.
Εκτός από τη μεγάλη πορεία της στο θέατρο και στον κινηματογράφο, χάραξε σημαντική τροχιά και στη νεοελληνική ποίηση, κατορθώνοντας να περάσει στο συλλογικό επίπεδο τις αγωνίες της προσωπικής διαδρομής της στην τέχνη και τη ζωή. Η βαθιά πολιτική στάση της, η αναρχική της διάθεση, η περιθωριακή συνείδησή της και οι κοινωνικές ανησυχίες της διαπερνούν ολόκληρη την ποιητική της παραγωγή, που ξεκίνησε το 1978 και ολοκληρώθηκε το 2002, με τη μεταθανάτια έκδοση του «Με λένε Οδύσσεια».
H Κατερίνα Γώγου άφησε την τελευταία της πνοή στις 3 Οκτωβρίου 1993, μέσα στο ασθενοφόρο που τη μετέφερε στο «Ιπποκράτειο» της Αθήνας. Βρισκόταν σε κωματώδη κατάσταση, εξαιτίας υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ, ενώ αντιμετώπιζε πρόβλημα και με τα ναρκωτικά. Πέρασαν, όμως, δύο ημέρες έως την αναγνώριση του πτώματός της, επειδή ένας φίλος της που τη συνόδευε στις Πρώτες Βοήθειες εξαφανίστηκε αμέσως μετά τον θάνατό της.
Ποιήματα της Κατερίνας Γώγου έχουν μελοποιήσει μεταξύ άλλων, ο Κυριάκος Σφέτσας, ο Πάνος Κατσιμίχας, ο Κωνσταντίνος Βήτα, ο Ηλίας Λιούγκος, ο Παντελής Θεοχαρίδης και ο Τάσος Ρωσόπουλος.
Στις 21 Ιανουαρίου 2013 ανέβηκε για σειρά παραστάσεων στο θέατρο «Τζένη Καρέζη» το έργο της Σοφίας Αδαμίδου «Πέρασα με κόκκινο», εμπνευσμένο από την ποίηση της Κατερίνας Γώγου. Πρωταγωνιστούσε η Τζένη Κόλλια στον ρόλο της Γώγου.