Ανδριάντας του μεγάλου Έλληνα συνδικαλιστή ηγέτη Λούη Τίκα στο Τρίνινταντ των ΗΠΑ. Αποκαλυπτήρια - Εκδηλώσεις 23 Ιουνίου:
Κυριακή, 29/04/2018 - 15:00Η ιστορία του Λούη Τίκα και η «σφαγή του Λάντλοου» το 1914
Στις 23 Ιουνίου 2018, στην πόλη Τρίνινταντ της Πολιτείας Κολοράντο των ΗΠΑ, έχει προγραμματιστεί να γίνουν τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του μεγάλου συνδικαλιστή ηγέτη, του 'Ελληνα Ηλία Σπαντιδάκη (Λούης Τίκας), γράφει η ομογενειακή ιστοσελίδα Calami.us.
O Λουης Τίκας δολοφονήθηκε από την Εθνοφυλακή του Κολοράντο, στη «σφαγή του Λάντλοου» 20 Απριλίου 1914, στη διάρκεια της μεγάλης εργατικής απεργίας στα ορυχεία Ροκφέλερ, στην περιοχή Λάντλοου, κοντά στην πόλη Τρίνιταντ, στα νότια της Πολιτείας.
Τα αποκαλυπτήρια θα συνοδευτούν από εκδηλώσεις, ενώ η ημέρα θα τιμηθεί με διακηρύξεις της Πολιτείας Κολοράντο και της Πόλης Ντένβερ. 'Εχει προσκληθεί να παραστεί και ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, Αλέξης Τσίπρας.
Ο ανδριάντας θα στηθεί με πρωτοβουλία του «Ιδρύματος Ελληνισμού Αμερικής», με τις χορηγίες Ομογενών. Η πόλη Τρίνιταντ δέχτηκε σχετικό αίτημα του Ιδρύματος, τον προηγούμενο χρόνο. Το 'Ιδρυμα, είχε πρωτοστατήσει και στην τοποθέτηση του ανδριάντα του «Δρ. Παπ» (Παπανικολάου), τον προηγούμενο χρόνο, στο πανεπιστήμιο του Μαϊάμι, Φλόριδα. 'Οπως δηλώνει ο πρόεδρος του Ιδρύματος, Μιχάλης Σέρβος, «ήταν υποχρέωση του Ελληνισμού Αμερικής να τιμήσει τον μεγάλο ήρωα συνδικαλιστή, σύμβολο των συνδικαλιστικών αγώνων στις ΗΠΑ».
Η ζωή του ήρωα συνδικαλιστή
Ο Λούης Τίκας (1886-1914) γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Ρέθυμνο της Κρήτης. Τον χρόνο 1906 σε ηλικία 20 χρονών μετανάστευσε στις ΗΠΑ και από την Νέα Υόρκη, όπου πρωτοέφτασε, κατάληξε στο νότιο Κολοράντο, γιά να εργαστεί στα ορυχεία. Τον χρόνο 1910 έγινε Αμερικανός πολίτης και λειτούργησε καφενείο στην πόλη Ντένβερ, στην οποίαν τότε ζούσαν περίπου 240 'Ελληνες, με κέντρο την οδό «Μάρκετ» γνωστή ως «Greek Town». Oι περισσότεροι 'Eλληνες, ήταν εργάτες στα ορυχεία.
Ο Τίκας, έγινε μέλος της συνδικαλιστικής 'Ενωσης των «Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου» (Wobblies). Εργάστηκε στα ορυχεία στην περιοχή Πουέμπλο. Αναδείχτηκε σε ηγετική μορφή ανάμεσα στους συμπατριώτες του, επειδή μιλούσε καλύτερα αγγλικά απ’ οποιονδήποτε άλλον και έστελνε τα εμβάσματα στην Ελλάδα για λογαριασμό των συμπατριωτών του, που δεν ήξεραν πώς να φερθούν στο ταχυδρομείο και στην τράπεζα.
Οι φωτογραφίες της συλλογής Ντολντ, που υπάρχουν στην πολιτειακή βιβλιοθήκη του Ντένβερ, δείχνουν τον Τίκα ως έναν Αμερικανό πολίτη χωρίς μουστάκι -κάτι ασυνήθιστο για την κρητική κοινότητα- που δεν θα ξεχώριζε από έναν ντόπιο.
Την εποχή που ο Λούης Τίκας έφτασε στο Ντένβερ, το μεγάλο αφεντικό ήταν ο Λεωνίδας Σκλήρης, από τη Σπάρτη, ένα είδος εργατοπατέρα που έλεγχε τους 'Ελληνες εργάτες, όχι μόνο στο Κολοράντο αλλά στην Γιούτα και στην Νεβάδα. Τους εύρισκε δουλειά στα ορυχεία με συνθήκες μεσαιωνικές και αμοιβές χειρότερες από των άλλων εθνοτήτων.
Οι «'Ελληνες του Σκλήρη» εργάζονταν για $ 1,75 την ημέρα, ενώ οι Γερμανοί και οι Ουαλοί έπαιρναν $ 2,50.
Η κατάσταση στα ορυχεία ήταν μεσαιωνική. Από 1910 ίσαμε 1913, συνολικά 618 ανθρακωρύχοι είχαν χάσει τη ζωή τους σε εργατικά ατυχήματα.
Τα ημερομίσθια ήταν τόσο χαμηλά, ώστε πολλές οικογένειες ικανοποιούνταν με τις «αποζημιώσεις θανάτου» που έφταναν τα εφτακόσια δολάρια (χώρια το φέρετρο των είκοσι δολαρίων). Ανάμεσά τους δούλευαν 350 περίπου Έλληνες. Η δουλειά τους ήταν πολύ σκληρή, με αποτέλεσμα σε δύο χρόνια να υπάρχουν 13 θάνατοι Ελλήνων και πολλοί τραυματισμοί.
Το 1912, ο Λούης Τίκας εγκατέλειψε το καφενείο. Τον Νοέμβριο του 1912 βρισκόταν στα ορυχεία του Φρέντερικ στο Κολοράντο, που ήταν σκλαβοπάζαρα.
Στις 19 Νοεμβρίου ήταν επικεφαλής των 63 Ελλήνων που κατέβηκαν σε απεργία.
Τότε αναδείχτηκε η ηγετική κορφή του συνδικαλιστή Τίκα, με αποτέλεσμα να κερδίσει την εμπιστοσύνη των συμπατριωτών του, που αναζητούσαν τρόπους να απαλλαγούν από εργατοπατέρες τύπου «Σκλήρη».
Στην διάρκεια αυτής της απεργίας, συνέβησαν πολλά: 'Οργιο εγκάθετων, «προβοκάτσιες» (μπήκε φωτιά στο κτίριο δίπλα στο πηγάδι του ορυχείου), συλλήψεις και φυλακίσεις.
Ο Λούης Τίκας δεν ανεχόταν την εκμετάλλευση και την αδικία. Ήρθε σε επαφή με την «'Ενωση Ανθρακωρύχων Αμερικής» (United Mine Workers of America), άρχισε να περιοδεύει στις ανθρακοφόρες περιοχές του Ντένβερ και του Πουέμπλο και να συγκεντρώνει στατιστικά στοιχεία για ατυχήματα και τραυματισμούς την περίοδο 1912-13. Επίσης, για την πολιτική των εταιριών και τη συμπεριφορά των υπευθύνων. Ενημερώνει πως αν οι συνθήκες δεν αλλάξουν θα ξεκινήσει ''βιομηχανικός πόλεμος'', όπως τον ονομάζει.
Ο Τίκας, σύντομα αποκτά την εμπιστοσύνη των εργαζομένων και εξελίσσεται σε ηγετική μορφή. Ο «Λούης ο Έλληνας» (Louis the Greek) ή ο «Λίο ο Κρητικός» (Leo the Cretan), όπως τον αποκαλούσαν, έγινε θρύλος. Όμως, οι εταιρίες που ανήκαν κυρίως στον Τζον Ροκφέλερ, δεν υποχωρού, αλλά καιροφυλακτούν γιά να τον πλήξουν.
Η αιματηρή απεργία
Στις 23 Σεπτεμβρίου 1913 ξεκινά η μεγάλη απεργία στην πόλη Λάντλοου (Laddlow ή Ludlow), όπου υπήρχαν 13.000 ανθρακωρύχοι.
Στις αρχές της απεργίας, η εταιρεία για να την καταπνίξει προέβη σε έξωση των απεργών από τα οικήματα στα οποία τους στέγαζε και προσέλαβε απεργοσπάστες.
Οι απεργοί δεν πτοήθηκαν. Έστησαν σκηνές στην περιοχή σε στρατηγικό σημείο, ώστε να εμποδίζουν τους απεργοσπάστες να μπουν στα ορυχεία. Τον Οκτώβριο, ο καταυλισμός των απεργών λειτουργούσε σαν πόλη: πεντακόσιοι άνδρες, τριακόσιες πενήντα γυναίκες, τετρακόσια πενήντα παιδιά, ελληνικός φούρνος, ελληνικό καφενείο.
Η εταιρεία ζήτησε την παρέμβαση της εθνοφρουράς και ο κυβερνήτης του Κολοράντο συμφώνησε. Οι συγκρούσεις ήταν βιαιότατες. Τότε η οικογένεια Ροκφέλερ υπέβαλε το αίτημα να ντυθούν με στολές της εθνοφρουράς δικά της, έμπιστα πρόσωπα, αποφασισμένα αν χρειαστεί να ρίξουν στο ψαχνό. Ο κυβερνήτης το αποδέχθηκε και αυτό. Αλλά οι απεργοί δεν υποχώρησαν - ακόμη και όταν οι Ροκφέλερ έστειλαν ένα θωρακισμένο αυτοκίνητο το οποίο έφερε πολυβόλο και οι εθνοφρουροί το αποκαλούσαν Death Special.
Ήταν φανερό ότι στις 20 Απριλίου 1914 η εθνοφρουρά θα εισέβαλε και θα εκκένωνε τον καταυλισμό των απεργών.
Ήταν Δευτέρα του Πάσχα και οι περισσότεροι κοιμούνταν αφού την προηγούμενη γιόρταζαν το ελληνικό Πάσχα. Οι πιστολάδες της εταιρίας απαίτησαν από τον Λούη Τίκα να τους παραδώσει δύο Ιταλούς συνδικαλιστές. Ο Τίκας ζήτησε ένταλμα σύλληψης αλλά τέτοιο πράγμα δεν υπήρχε και ο Τίκας αρνήθηκε οποιαδήποτε διαπραγμάτευση.
Λίγο αργότερα έπεσε η πρώτη βολή: μερικοί από τους απεργούς ήταν οπλισμένοι. Το Κολοράντο αποτελούσε μέρος της Άγριας Δύσης. Ακολούθησε μάχη χαρακωμάτων ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά έτρεξαν να σωθούν στους γύρω λόφους.
Σύμφωνα με την μαρτυρία της Μαίρη Χάρρις, γνωστής και ως Mother Jones, πάνω από σαράντα άτομα σκοτώθηκαν από σφαίρες και από ασφυξία, ενώ ένα αγοράκι δέχτηκε μια σφαίρα στο κεφάλι καθώς προσπαθούσε να σώσει το γατάκι του. Σύμφωνα με την Mother Jones οι πιστολάδες είχαν καταναλώσει πολύ ουίσκι από το κοντινό σαλούν και βρίσκονταν σε έξαλλη κατάσταση. Τα επεισόδιο, που αποτελεί μαύρη σελίδα στην ιστορία των ΗΠΑ, ονομάστηκε «σφαγή του Λάντλοου».
Ο Τίκας με απαράμιλλο θάρρος, ζήτησε να δει τον επικεφαλής της εθνοφρουράς, λοχαγό Καρλ Λίντερφελντ (Karl Linderfeld) κρατώντας λευκή σημαία.
Οι δυο τους συναντήθηκαν στο λόφο και μίλησαν για λίγο. Έπειτα οι αυτόπτες μάρτυρες είπαν ότι ο αξιωματούχος χτύπησε με πρωτοφανή αγριότητα τον Τίκα στο κεφάλι με την καραμπίνα του. Η καραμπίνα έσπασε στα δύο όπως και το κρανίο του Τίκα. Οι εθνοφρουροί βάλθηκαν να πυροβολούν το άψυχο σώμα. Ευθύς αμέσως εισέβαλαν στον καταυλισμό, ρίχνοντας αδιακρίτως εναντίον οτιδήποτε κουνιόταν.
Έδιωξαν τους απεργούς, σκότωσαν 18 άτομα, 10 εκ των οποίων ήταν παιδιά από τριών μηνών, ίσαμε 11 χρονών και έκαψαν τις σκηνές τους.
Όταν οι απεργοί ξαναμπήκαν μερικές ημέρες αργότερα στον καταυλισμό, βρήκαν το πτώμα του Τίκα. Η κηδεία του έγινε στις 27 Απριλίου 1914 και την νεκρώσιμη πομπή ακολούθησαν χιλιάδες εργάτες.
Οι συγκρούσεις τερματίστηκαν μόνον όταν ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Γούντρο Γουίλσον, έστειλε μονάδες του ομοσπονδιακού στρατού στην περιοχή. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, σκοτώθηκαν συνολικά 69 άτομα.
Στον θλιβερό απολογισμό θα πρέπει να προσθέσουμε και τα εξής: 400 απεργοί συνελήφθησαν, 332 από αυτούς παραπέμφθηκαν για φόνο και μόνο ένας, ο Τζον Λόουσον, καταδικάστηκε αλλά το Ανώτατο Δικαστήριο του Κολοράντο αργότερα τον αθώωσε.
Από την εθνοφρουρά παραπέμφθηκαν 22 άτομα - ανάμεσά τους και δέκα αξιωματικοί - και σε μια παρωδία δίκης, που ως τέτοια διδάσκεται σήμερα σε διάφορες πανεπιστημιακές σχολές, αθωώθηκαν όλοι, πλην του λοχαγού Λίντερφελντ, ο οποίος δολοφόνησε τον Τίκα. Όμως, η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν απλή πειθαρχική επίπληξη.
Σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τα γεγονότα του Λάντλοου, διάφοροι μεταρρυθμιστές και σοσιαλιστές οργάνωσαν πικετοφορίες σ’ όλη τη χώρα.
Ο συγγραφέας Άπτον Σίνκλαιρ (που αργότερα έγραψε το μυθιστόρημα «King Coal») στήθηκε επί μέρες έξω από τα γραφεία του Ροκφέλερ στη Νέα Υόρκη σε σιωπηλή διαδήλωση.
Στο Σικάγο πραγματοποιήθηκε μεγάλη διαδήλωση με πρωτοβουλία της εφημερίδας "Masses".
Ο Σίνκλαιρ και ο προοδευτικός δικαστής του Ντένβερ, Μπ. Μπ. Λίντσεϊ, ταξίδεψαν μαζί με γυναίκες απεργών σ’ όλη την Αμερική μιλώντας σε συγκεντρώσεις για την σφαγή του Λάντλοου..
Το χρονικό της απεργίας δεν γράφτηκε ποτέ. Είχε σχεδόν ξεχαστεί, ώσπου το 1944 ο τραγουδιστής Γούντι Γκάθρι έγραψε ένα τραγούδι με τίτλο «The Ludlow Massacre». Το τραγούδι ακουγόταν συχνά στις διαδηλώσεις της δεκαετίας του ’60.