12 Οκτωβρίου 1944 / Ένα σπάνιο βίντεο από την απελευθέρωση της Αθήνας από τους ναζί

12 Οκτωβρίου 1944 / Ένα σπάνιο βίντεο από την απελευθέρωση της Αθήνας από τους ναζί

Σάββατο, 12/10/2024 - 10:28

Στις 12 Οκτωβρίου του 1944 η Αθήνα απελευθερώνεται από τη ναζιστική μπότα.

Κατά τη διάρκεια της νύχτας οι Γερμανοί ανασυγκροτούνται και τα ξημερώματα αρχίζουν να αποχωρούν. Όσοι ελάχιστοι έχουν μείνει πίσω συγκεντρώνονται στο Σύνταγμα και με επικεφαλής τον στρατηγό Φέλμι καταθέτουν βιαστικά στεφάνι στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. Χωρίς επισημότητες στις 9.15 ένας στρατιώτης τους υποστέλλει τη σημαία με τη σβάστικα από τον ιερό βράχο της Ακρόπολης, σημαίνοντας τη λήξη της Κατοχής, που διήρκεσε 1.625 μέρες.

Θα είναι μια απελευθέρωση γλυκιά που θα σκορπίσει τη χαρά, με τους Αθηναίους να βγαίνουν στους δρόμους να πανηγυρίσουν, φωνάζοντας «Χριστός Ανέστη».

Θα είναι όμως παράλληλα και μια απελευθέρωση πικρή. Οι τελευταίοι μήνες της Κατοχής έχουν βαφτεί με αίμα. Οι Γερμανοί, σίγουροι πλέον για την ήττα τους έχουν εκδικηθεί. Κομμένο, Καλάβρυτα, Δίστομο, Χορτιάτης, Γιαννιτσά. Τα σπέρματα ενός νέου εθνικού διχασμού έχουν πέσει και σύντομα θα έρθει ο Δεκέμβρης.

Το σπάνιο βίντεο – ντοκουμέντο που ακολουθεί είναι ένα απόσπασμα από την «χαμένη» ταινία επικαίρων της Φίνος Φιλμ για το τέλος της ναζιστικής Κατοχής στην Αθήνα, η οποία δεν προβλήθηκε τότε στην Ελλάδα.

Τα ιστορικής σημασίας επίκαιρα ανακαλύφθηκαν από το Ροβήρο Μανθούλη σε κινηματογραφικά αρχεία στις ΗΠΑ και παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα στην αρχική τους μορφή ενσωματωμένα στο ντοκιμαντέρ του «Βίοι παράλληλοι του Εμφυλίου»

Τα πλάνα αλλά και η περιγραφή είναι συγκλονιστικά:

Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το βιβλιου του ιστορικού Μενέλαου Χαραλαμπίδη, «Η Εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα», όπου περιγράφει τη μεγάλη αυτή μέρα.

Το πρωινό της 12ης Οκτωβρίου 1944, ένα άγημα Γερμανών στρατιωτών κατέθεσε στεφάνι στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, παρουσία του Δημάρχου Αθηναίων και λίγων επισήμων. Μετά από τρεισήμισι χρόνια Κατοχής, οι Γερμανοί έφευγαν από την Αθήνα, αφήνοντας πίσω τους μια κατεστραμμένη πόλη: 40 – 45.000 νεκροί από πείνα, τουλάχιστον 1.800 εκτελεσμένοι και 2.000 περίπου νεκροί από τις εμφύλιες συγκρούσεις που συστηματικά οι κατακτητές υποδαύλιζαν.

Αρκετές εβδομάδες πριν την Απελευθέρωση, επικρατούσε στην Αθήνα ένα εντελώς παράδοξο κλίμα: το κέντρο της πόλης βρίσκονταν υπό κατοχή, ενώ οι γύρω συνοικίες είχαν «απελευθερωθεί». Οι κάτοικοι του κέντρου μετέβαιναν καθημερινά στις προσφυγικές κυρίως συνοικίες για να συμμετέχουν στους πανηγυρισμούς των κατοίκων τους και να παρακολουθήσουν τις παρελάσεις του ΕΛΑΣ και τις γιορτές της ΕΠΟΝ στους κεντρικούς δρόμους και τις πλατείες.

Το πανηγυρικό κλίμα κορυφώθηκε στις 12 Οκτωβρίου 1944, ημέρα της απελευθέρωσης της Αθήνας. Λίγο μετά την υποστολή της ναζιστικής σημαίας από τον βράχο της Ακρόπολης και ενώ γερμανικά στρατιωτικά φορτηγά διέσχιζαν ακόμη την Πανεπιστημίου με προορισμό την Λιοσίων και την Αχαρνών, εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου συνέρρευσαν στο κέντρο της πόλης, γιορτάζοντας το τέλος της πιο σκληρής δοκιμασίας που έζησαν οι κάτοικοί της από τότε που η Αθήνα ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους. Όμως, το ξέφρενο πανηγύρι των Αθηναίων δεν επισκίασε το μεγάλο ερώτημα εκείνης της ημέρας: ποια στάση θα κρατούσε το ΕΑΜ τις πρώτες ώρες μετά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων; Με ποιο τρόπο θα αξιοποιούσε το γεγονός ότι η πρωτεύουσα του κράτους βρίσκονταν σε κενό εξουσίας; Με άλλα λόγια, τι θα γινόταν τις κρίσιμες ώρες που ο ΕΛΑΣ θα μπορούσε να καταλάβει τα κτίρια και τους στρατώνες των Σωμάτων και Ταγμάτων Ασφαλείας και τέλος τα Παλαιά Ανάκτορα, με τις δυνάμεις που είχε ήδη στην Αθήνα, χωρίς να χρειαστεί η επέμβαση του εμπειροπόλεμου ΕΛΑΣ του βουνού;

Ήδη από το καλοκαίρι του 1944, η ανησυχία για τη στάση που θα τηρούσε το ΕΑΜ, οδήγησε την κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Γεωργίου Παπανδρέου σε εγρήγορση. Γνωρίζοντας ότι οι βρετανικές δυνάμεις θα μπορούσαν να εισέλθουν στην Αθήνα μετά την αποχώρηση των Γερμανών, προσπάθησε να καλύψει το κρίσιμο χρονικό κενό με τη δημιουργία του Εθνικού Στρατού Αθηνών.

Στις αρχές Αυγούστου του 1944 ο υποστράτηγος Παναγιώτης Σπηλιωτόπουλος, διορίστηκε στρατιωτικός διοικητής Αττικής, από τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου. Μια από τις πρώτες εντολές που έλαβε ήταν να θέσει όλες τις εθνικές οργανώσεις, εκτός των εαμικών, υπό ενιαία διοίκηση στο νέο σώμα που θα ονομαζόταν Εθνικός Στρατός Αθηνών. Ο Σπηλιωτόπουλος εφαρμόζοντας ουσιαστικά ένα σχέδιο αμύνης απέναντι στον ΕΛΑΣ, διένειμε τους άνδρες των μη εαμικών αντιστασιακών οργανώσεων, αλλά και της αμιγώς αντικομμουνιστικής οργάνωσης «Χ» σε κεντρικά ξενοδοχεία και κτίρια της Αθήνας:

«…Ουσιαστικά η όλη επιχείρηση αντανακλούσε την πολιτική κατάσταση που επικρατούσε τις παραμονές της απελευθέρωσης. Η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση αναζητούσε ένα στρατιωτικό στήριγμα που θα της έδινε την ευκαιρία να μεταφέρει την πολιτική της εξουσία στην Αθήνα και στη συνέχεια να την εδραιώσει με την πολιτικοστρατιωτική συμβολή των Βρετανών. Η δημιουργία του Εθνικού Στρατού Αθηνών αποκλειστικά από ένοπλα τμήματα των εθνικών οργανώσεων, καταδείκνυε τη βαθιά καχυποψία της κυβέρνησης απέναντι στο ΕΑΜ. Η στρατιωτική αυτή δύναμη […] δεν απέκλειε απλώς τις εαμικές δυνάμεις, αλλά ενέτασσε στον Εθνικό Στρατό οργανώσεις όπως η “Χ” και ο ΕΔΕΣ, μέλη των οποίων συγκρούονταν την περίοδο εκείνη με τον ΕΛΑΣ στους δρόμους της Αθήνας.»

Το πρώτο βράδυ της Απελευθέρωσης πρόσφερε μια μεγάλη ανακούφιση στους άνδρες του Εθνικού Στρατού Αθηνών και τα μέλη της κυβέρνησης Παπανδρέου. Ο ΕΛΑΣ της Αθήνας όχι μόνο δεν επιχείρησε να καταλάβει την πόλη, αλλά αντίθετα ήταν ο κύριος παράγοντας διατήρησης της τάξης τη νύχτα εκείνη, αλλά και τις επόμενες ημέρες:

«Την απόλυτη τήρηση των υποχρεώσεων που είχε αναλάβει ο ΕΛΑΣ της Αθήνας απέναντι στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας πιστοποιεί και έγγραφο της βρετανικής Force 133, στο οποίο αναφέρεται ότι Βρετανός πληροφοριοδότης, έκανε το γύρο των προαστίων της Αθήνας, συμπεριλαμβανομένων και των εαμικών προπυργίων, τη νύχτα της 12ης Οκτωβρίου: “Απόλυτη ησυχία παντού. Καμία ταραχή και οι δρόμοι σχεδόν άδειοι. Ο ΕΛΑΣ και άλλα όργανα περιπολούν με τάξη”.»

Η στάση αυτή αντανακλούσε την απόφαση της ηγεσίας του ΚΚΕ και του ΕΑΜ να «παραμερίσει» την επαναστατική λύση, στρεφόμενη προς τη νομιμότητα. Άλλωστε η μαζικότητα των εαμικών οργανώσεων αποτελούσε εγγύηση για μια άνετη επικράτηση του ΕΑΜ όχι πλέον ως αντιστασιακής οργάνωσης, αλλά ως πολιτικού φορέα. Την κατάσταση, σε ότι είχε να κάνει με την στάση του ΕΛΑΣ κατά την ημέρα της απελευθέρωσης αλλά και σε όλη τη διάρκεια μέχρι την άφιξη της εξόριστης κυβέρνησης, ξεκαθάριζε η ημερήσια διαταγή του 1ου Συντάγματος της 1ης Ταξιαρχίας του ΕΛΑΣ Αθηνών, την παραμονή της απελευθέρωσης:

«Συναγωνιστές. Μπήκαμε στην πιο αποφασιστική φάση του αγώνα μας μετά από την τρίχρονη σκληρή δοκημασία που σ’ αυτήν θα πρέπει να δείξωμεν την επαναστατηκότητά μας πάνω στην εξασφάληση της τάξης και ησυχίας. Σύνθημά μας μπένει μακριά από ανησυχίες (άσκοπους πυροβολισμούς, ατομικός έλεγχος ταυτοτήτων) […] Συναγωνιστές, προσοχή στη βαθειά κατανόηση της νίκης που ζητάμε να επιτύχωμε και η οποία διαφέρει κατά πολύ από τις νίκες της σκληρής δοκημασίας, είνε νίκη που θάχη σαν αποτέλεσμα να κερδήσωμε την μεγάλη έκπληξη στα μάτια των συμμάχων μας και όλης της ανθρωπότητας του να παρουσιασθούμε σαν στρατός επιβολής, με πειθαρχία εμφάνηση και ταχήτητα πρωτοφανή και πρωτότυπο στην εκτέλεση των διαταγών.»

Υπό αυτή την οπτική, της μεταφοράς δηλαδή της αντιπαράθεσης ανάμεσα στο ΕΑΜ και τις αντιεαμικές δυνάμεις από τις ένοπλες συγκρούσεις των προηγούμενων μηνών στον πολιτικό ανταγωνισμό των ημερών μετά την αποχώρηση των κατακτητών, πρέπει να εξεταστούν οι μεγάλες διαδηλώσεις της Απελευθέρωσης. Μετά το αυθόρμητο «ξέσπασμα» των κατοίκων κατά τη διάρκεια των πανηγυρισμών της 12ης Οκτωβρίου 1944, τις επόμενες δύο ημέρες το ΕΑΜ πραγματοποίησε τεράστιες και άρτια οργανωμένες διαδηλώσεις, παρουσιάζοντας την εντυπωσιακή δύναμη που είχε πλέον στην Αθήνα. Σε αυτές «πρώτο λόγο» είχαν οι κάτοικοι των εργατικών συνοικιών της Αθήνας και του Πειραιά, αλλά και ένα σημαντικό τμήμα των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων, η ζωή των οποίων εξαθλιώθηκε κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Στις 15 Οκτωβρίου ήρθε η σειρά των εθνικών οργανώσεων, του μη εαμικού χώρου δηλαδή, να κάνουν επίδειξη ισχύος στους κεντρικούς δρόμους της πρωτεύουσας:

«Η διαδήλωση αυτή πρόβαλε ξεκάθαρα σε επίπεδο εικόνας, συμβολισμών και συνθημάτων, τον ταξικό χαρακτήρα της επερχόμενης σύγκρουσης. Η έκδηλη διαφοροποίηση των δύο στρατοπέδων, έγινε ορατή τις τρεις αυτές πρώτες ημέρες μετά την απελευθέρωση, διότι για πρώτη φορά δινόταν η ευκαιρία δημόσιας και μαζικής έκφρασής της, σε ξεχωριστές εκδηλώσεις. Η διαμάχη του ΕΑΜ με το μη εαμικό χώρο γινόταν πλέον περισσότερο απτή: ο καθένας μπορούσε να δει την απήχηση που είχε η κάθε πλευρά μέσα από τον όγκο και τον παλμό των διαδηλώσεων και να μάθει, κωδικοποιημένα, τις βασικές πολιτικές τους θέσεις μέσα από τη συνθηματολογία τους. Η εικόνα των διαδηλωτών που ζητωκραύγαζαν στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας, οπτικοποιούσε πτυχές της διαμάχης, αναδεικνύοντας το βαθύ διχασμό της ελληνικής κοινωνίας και πως αυτός καταγραφόταν ακόμη και στις ενδυματολογικές διαφοροποιήσεις τους, όπως παρατήρησε ο Γιώργος Θεοτοκάς παρακολουθώντας τη διαδήλωση των “εθνικών” οργανώσεων:

“Πραγματικά η σημερινή διαδήλωση ήταν πολύ αισθητά πιο καλοντυμένη και ευπαρουσίαστη από τη χτεσινή και περιείχε αρκετές κομψές γυναίκες. Είναι η πρώτη φορά αυτές τις μέρες που ένιωσα στην Ελλάδα τόσο έντονα, τόσο ξεκάθαρα κι απόλυτα τον κοινωνικό διχασμό, την ατμόσφαιρα του ταξικού πολέμου”.»

Η κατάληξη της πορείας αυτής ήταν τραγική και αποτέλεσε μια ακόμη τεράστια δοκιμασία για τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ στην Αθήνα. Καθώς ομάδες από τις οργανώσεις του ΕΑΜ Βύρωνα και Καισαριανής κατηφόριζαν την οδό Πανεπιστημίου προς την πλατεία Ομονοίας, δέχτηκαν καταιγισμό πυρών από άνδρες αντικομμουνιστικών οργανώσεων που βρίσκονταν υπό περιορισμό, αλλά ένοπλοι, στο ξενοδοχείο «Ερμής». Από τα πυρά σκοτώθηκαν τουλάχιστον επτά μέλη εαμικών οργανώσεων και τραυματίστηκαν 82. Για τους υποστηρικτές του ΕΑΜ η κατάσταση ήταν ξεκάθαρη: ακόμη και μετά την Απελευθέρωση, οι συνεργάτες των Γερμανών προξενούσαν θύματα. Επιπρόσθετα, η επιλογή της κυβέρνησης Παπανδρέου να θέσει υπό περιορισμό τους άνδρες των δωσιλογικών οργανώσεων, όχι στα στρατόπεδα που βρίσκονταν στην περιφέρεια της πόλης, αλλά σε κεντρικά ξενοδοχεία της Αθήνας και μάλιστα χωρίς να τους αφοπλίσει, γεννούσε εύλογα ερωτήματα για το ποιοι ήταν αυτοί που επιθυμούσαν τη δημιουργία ενός ομαλού κλίματος και ποιοι το υπονόμευαν:

«Αμέσως μετά το επεισόδιο επενέβησαν επιτόπου ο επιτελάρχης του στρατιωτικού διοικητή Αττικής, Παυσανίας Κατσώτας και ο διευθυντής της Αστυνομίας Άγγελος Έβερτ, με διαταγή των οποίων αφοπλίστηκαν τα μέλη των οργανώσεων αυτών, ενώ για την αποφυγή παρόμοιων επεισοδίων τοποθετήθηκαν ισχυρές βρετανικές φρουρές στις πλατείες Συντάγματος και Ομονοίας. Όμως για τους υποστηρικτές του ΕΑΜ το γεγονός ότι οι συνεργάτες του κατακτητή όχι μόνον παρέμεναν οπλισμένοι αλλά και προκαλούσαν νέα θύματα, αποδείκνυε την πρόθεση της κυβέρνησης Παπανδρέου και των Βρετανών να διατηρήσουν ετοιμοπόλεμα τα στοιχεία αυτά για μια ενδεχόμενη ένοπλη σύγκρουσή τους με τον ΕΛΑΣ. Το ΕΑΜ, στην προσπάθειά του να αποδείξει έμπρακτα την τήρηση των δεσμεύσεών του απέναντι στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, δεν απάντησε ένοπλα στην επίθεση που δέχτηκαν τα μέλη του στις 15 Οκτωβρίου. Έχοντας ως δεδομένη την πολιτική του κυριαρχία σε ολόκληρη την πρωτεύουσα, επεδίωκε τη συμβολή του στο κλίμα ομαλότητας για να μπορέσει να κεφαλαιοποιήσει σε πολιτικό επίπεδο την απόλυτη επικράτησή του σε Αθήνα και Πειραιά:

ΑΘ“Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, εάν ήθελε το ΕΑΜ, μπορούσε στις 15 Οκτωβρίου, με τις βοηθητικές του μόνον δυνάμεις, να προκαλέσει λουτρό αίματος των αντιπάλων του και να ελέγξει την πρωτεύουσα. Απλώς δεν το ήθελε, για τους λόγους που υποδεικνύει το ημερολόγιο του Ζέβγου, η κατευναστική επιρροή του οποίου ομολογείται και από εκπροσώπους της συντηρητικής πλευράς […] Αλλά η εαμική αντίδραση παρέμεινε στο επίπεδο της καταγγελίας, χωρίς αντίποινα”.

Οι λίγες εβδομάδες που ακολούθησαν μέχρι την έναρξη των Δεκεμβριανών, κύλησαν μέσα σε ένα κλίμα αναζήτησης πολιτικών ισορροπιών με την απειλή προσφυγής στην ένοπλη βία και από τις δύο πλευρές που συγκρούστηκαν το Δεκέμβρη. Σε ένα πολωμένο κλίμα το οποίο τροφοδοτούνταν διαρκώς από το διχασμό της βάσης της ελληνικής κοινωνίας, μια οποιαδήποτε αιτία μπορούσε να οδηγήσει στην έναρξη της εμφύλιας σύγκρουσης. Η διαφωνία σχετικά με τη διάλυση των αντιστασιακών οργανώσεων και τη σύνθεση του υπό δημιουργία εθνικού στρατού, ήταν κάτι παραπάνω από μια απλή αιτία. Οι συσχετισμοί ανάμεσα στις εαμικές και μη δυνάμεις στον υπό δημιουργία εθνικό στρατό, αποτέλεσαν ανυπέρβλητο εμπόδιο για τη βιωσιμότητα της βραχύβιας κυβέρνησης εθνικής ενότητας. Στις 3 Δεκεμβρίου 1944, ξέσπασε με σαφώς μεγαλύτερη σφοδρότητα μια σύγκρουση που είχε την αφετηρία της στα διχαστικά γεγονότα του τελευταίου χρόνου της Κατοχής. Η πολιτική ηγεσία της χώρας, συμπεριλαμβανομένων και των υπουργών του ΕΑΜ, είχε χάσει την ευκαιρία για μια ειρηνική μετάβαση στη μεταπολεμική περίοδο».

Ακρόπολη: Φωτογραφία-ιστορικό ντοκουμέντο πριν 181 χρόνια

Ακρόπολη: Φωτογραφία-ιστορικό ντοκουμέντο πριν 181 χρόνια

Πέμπτη, 08/08/2024 - 14:00

Ακρόπολη: το σήμα κατατεθέν της Αθήνας και όλης της Ελλάδας. Είναι το πολυφωτογραφημένο αρχαίο μνημείο της χώρας και η ιστορία της ισχυρό «κίνητρο» για την έλευση τουριστών από κάθε γωνιά του κόσμου. Όσοι πάλι αδυνατούν να την επισκεφθούν, θαυμάζουν το σπουδαίο αυτό δημιούργημα των αρχαίων Ελλήνων, που χρονολογείται από τον 5ο αιώνα π.Χ., από φωτογραφίες και ιστορικά βιβλία.

Ωστόσο, πάντα τραβούν το ενδιαφέρον οι φωτογραφίες από το παρελθόν, οι οποίες εκτός από το λαμπρό μνημείο δείχνουν και την παλιά Αθήνα.

Το exploringgreece εξασφάλισε την παλιότερη φωτογραφία της Ακρόπολης, η οποία τραβήχτηκε πριν από 181 χρόνια από τον καλλιτέχνη Josepf-Filibert Girault de Prangey το 1842.

Ποιοτικά μπορεί να μην είναι σαν αυτές που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε από την Ακρόπολη, αλλά αυτή η εικόνα έχει άλλη μαγεία, αφού μας μεταφέρει σε μια άλλη εποχή, στην παλιά Αθήνα.

Η παλαιότερη φωτογραφία της Ακρόπολης πριν 181 χρόνια

Ένα ιστορικό ντοκουμέντο από την Ακρόπολη: Η παλαιότερη φωτογραφία της χρονολογείται το 1842.

Η παλαιότερη σωζόμενη, λοιπόν, φωτογραφία της Ακρόπολης έχει τραβηχτεί από τον Λόφο των Νυμφών και το Αστεροσκοπείο.

Φωτογράφος ήταν ο ζωγράφος ο Josepf-Filibert Girault de Prangey. Διδάχτηκε από τον εφευρέτη της Δαγκεροτυπίας Louis Daguerre. Η φωτογραφία τραβήχτηκε το 1842 μετά την απελευθέρωση του ελληνικού κράτους.

Η καταστροφή και η ανασυγκρότηση της Αθήνας

Η εικόνα της Αθήνας αλλά και της Ακρόπολης ήταν πολύ διαφορετική. Η δεύτερη πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους είχε υποστεί σοβαρότατες καταστροφές.

Ιδιαίτερα στο διάστημα της ενδεκάμηνης πολιορκίας της από τον Κιουταχή – μεταξύ Ιουνίου 1826 και Μαΐου 1827. Η τουρκική φρουρά αποχώρησε οριστικά από το φρούριο της Ακρόπολης την 31η Μαρτίου 1833.

Χαρακτηριστικό είναι ότι ο αντιβασιλέας Georg Maurer, ο οποίος έφτασε στην Αθήνα το 1833 κατά τη διάρκεια της πρώτης επίσκεψης του Όθωνα, έγραφε:

«Η Αθήνα που πριν από τον Απελευθερωτικό Πόλεμο αριθμούσε περίπου 3.000 σπίτια, τώρα δεν είχε ούτε 300. Τα άλλα είχαν μεταβληθεί σε έναν άμορφο σωρό από πέτρες».

Η εικόνα της Αθήνας άλλαξε σημαντικά και καθοριστικά μετά την άφιξη του αρχιτέκτονα, πολεοδόμο και επιχειρηματία Σταμάτη Κλεάνθη και του Σούμπερτ.

Τον Νοέμβριο του 1831 οι δύο αρχιτέκτονες εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα και αμέσως έφεραν την αλλαγή. Έβαλαν στα σχέδια τη συστηματική τοπογράφηση της πόλης συντάσσοντας στη συνέχεια την πολεοδομική τους πρόταση, εν όψει της πιθανής εγκατάστασης εκεί της πρωτεύουσας του νεοσύστατου κράτους.

Μια αλήθεια που πολλοί δεν γνωρίζουν

Αθηναίοι, Έλληνες και ξένοι τουρίστες μπορεί να έχουν επισκεφθεί πολλές φορές την Ακρόπολη και το μουσείο.

Αυτό όμως που δεν ξέρουν πολλοί είναι ότι πολλά τμήματα του γλυπτού διακόσμου, του επιστυλίου και των φατνωμάτων της οροφής έφεραν γραπτό διάκοσμο με κόκκινο, μπλε και χρυσό χρώμα.

Ο Παρθενώνας, δηλαδή, δεν είχε πάντα αυτό το λευκό χρώμα που βλέπουμε σήμερα αλλά ήταν ντυμένος με ζωηρά χρώματα σε διάφορα μέρη του.

Extra: Αν είσαι τουρίστας… πώς να πας στην Ακρόπολη

Ο πιο εύκολος τρόπος να πάει κανείς στην Ακρόπολη ή στο μουσείο της Ακρόπολης είναι το Μετρό.

Η γραμμή Μ1 με στάση στο Θησείο, η γραμμή Μ2 με την ομώνυμη στάση Ακρόπολη και η γραμμή Μ3 με στάση στο Μοναστηράκι είναι οι τρεις επιλογές.

Το γράμμα μιας αντιδικτατορικής αγωνίστριας στον Γιάννη Κάτρη

Σάββατο, 18/11/2023 - 18:30

Στο βιβλίο του Γ. Κάτρη «Η γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα, 1960-1970» εκδ. Παπαζήση, στις σελίδες 142-167 υπάρχει το γράμμα της αντιδικτατορικής αγωνίστριας που έμεινε γνωστή με το ψευδώνυμο Ηλέκτρα Παππά. Το έστειλε στον Γιάννη Κάτρη εν μέσω της Χούντας. 

Προειδοποίηση περιεχομένου: Αστυνομικά βασανιστήρια, έμφυλη βία.

Το γράμμα μιας αντιδικτατορικής αγωνίστριας στον Γιάννη Κάτρη μέρος 1ο

Με γνώμονα την ιστορική μνήμη δημοσιεύουμε μέρη το γράμμα μιας αντιδικτατορικής αγωνίστριας, που έμεινε γνωστή με το ψευδώνυμο «Ηλέκτρα Παππά» στον Γιάννη Κάτρη.

Σκοπός να αναδείξουμε το απάνθρωπο πρόσωπο της Χούντας, τα βασανιστήρια και την παντελή έλλειψη οποιουδήποτε δικαιώματος.

Αποτελεί ένα μικρό ευχαριστώ προς τους αγωνιστές για την ελεύθερη χώρα που μας παρέδωσαν.

Αναδημοσιεύοντας ένα μέρος του 3ου κεφαλαίου σας ζητάμε να αναζητήσετε το βιβλίο αυτό στα βιβλιοπωλεία, καθώς αξίζει να υπάρχει σε κάθε βιβλιοθήκη.

Ποιος ήταν ο αγωνιστής-δημοσιογράφος Γιάννης Κάτρης

Ο Γιάννης Κάτρης, κορυφαίο στέλεχος της ελληνικής δημοσιογραφίας, γεννήθηκε στο Άργος, μεγάλωσε στην Πάτρα και από το 1940 έμεινε στην Αθήνα. Στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο του 1940-41 πήρε μέρος σαν απλός στρατιώτης, τραυματίστηκε και παρασημοφορήθηκε, ζώντας από κοντά την έξαρση της νίκης, αλλά και την προδοσία της συνθηκολόγησης. Στην Κατοχή πήρε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση και δούλεψε στον παράνομο Τύπο. Για τις αταλάντευτες δημοκρατικές αντιφασιστικές αρχές του υπέστη πολλές διώξεις, ενώ στον Εμφύλιο Πόλεμο για πέντε χρόνια δοκίμασε τις πιο απάνθρωπες εμπειρίες από το κολαστήριο της Μακρονήσου και τις "πειθαρχημένες διαβιώσεις" της Ικαρίας και του Αϊ-Στράτη.

 

Μόλις έγινε το απριλιανό πραξικόπημα, διέφυγε στο εξωτερικό και έζησε τέσσερα χρόνια στις ΗΠΑ και τρία στην Αγγλία. Στην περίοδο της αναγκαστικής αυτοεξορίας του έγραψε το βιβλίο "Η γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα, 1960-1970", τη σημαντικότερη ίσως μελέτη για τα πολιτικά και κοινωνικά δεδομένα που οδήγησαν στη γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα και στην εκδήλωση της απριλιανής χούντας.

Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1971 στα ελληνικά (Δυτική Ευρώπη) και στα αγγλικά (Αμερική, Καναδάς). Στην Ελλάδα κυκλοφόρησε το 1974. Στις 2 Φεβρουαρίου 1976, κι ενώ έχει επέλθει η Μεταπολίτευση, ο Γιάννης Κάτρης και ο εκδότης του Βίκτωρ Παπαζήσης θα δικαστούν στο Α΄Τριμελές Πλημμελειοδικείο για "περιύβριση Αρχής", επειδή στο βιβλίο καταγγέλλονται τα βασανιστήρια και οι βασανιστές της Γενικής Ασφάλειας στη διάρκεια της δικτατορίας. Η σχετική διαδικασία ανακινήθηκε από τον υπουργό Δημοσίας Τάξεως Σόλωνα Γκίκα. Μαζί με τη δίωξη των υπευθύνων, συγγραφέα και εκδότη, θα ζητηθεί και η κατάσχεση του βιβλίου διότι υπάρχει "κίνδυνος" να δημιουργηθούν για το Αστυνομικό Σώμα "εσφαλμέναι και βλαπτικαί εντυπώσεις"! Μάρτυρες κατηγορίας θα καταθέσουν οι βασανιστές και φύλακες της Χούντας Καραπαναγιώτης, Μπάμπαλης, Λάμπρου και άλλοι γνωστοί χαμαιλέοντες του Παπαδόπουλου και του Ιωαννίδη. Ο τίτλος του επόμενου δίτομου έργου του, "Ο προδομένος λαός - Το χρονικό μιας πενταετίας (1975-1980)", που εκδόθηκε το 1979, αποδίδει απόλυτα το πνεύμα της εποχής.

 

(Από το επίσημο βιογραφικό του σημείωμα)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ  Η ΜΠΑΛΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΦΡΙΚΗΣ

—«Εσείς που μέσα μπαίνετε αφήστε κάθε ελπίδα».
(Από την «Κόλαση» του Ντάντε)

Κατά το τέλος Ιουνίου 1969 πήρα από την Ελλάδα το παρακάτω γράμμα, χωρίς υπογραφή:
«Θέλω να ελπίζω ότι ένα άλλο γράμμα μου με πολλές πυκνογραμμένες σελίδες, που έστειλα μέσω Γενεύης σήμερα, θα φθάσει τελικά στα χέρια σας. Δεν ετόλμησα να το εμπιστευτώ στο ταχυδρομείο. Ένας φίλος που έφευγε για την Ελβετία δέχτηκε να το πάρει. Ξηλώσαμε μαζί τον πάτο της βαλίτσας του, απλώσαμε τα χαρτιά με συμμετρία για να μην εξέχει τίποτε και τον ξαναράψαμε με προσοχή. Στο αεροδρόμιο, από μακρυά, παρακολουθούσα τον έλεγχο του τελωνείου. Όταν η βαλίτσα πέρασε — χωρίς να την ανοίξουν — άφησα να βγει βαθειά η κρατημένη μου ανάσα. Και από την εξέδρα του αεροδρομίου, την εξέδρα με τα δακρυσμένα μάτια, είδα σε λίγο το ατσαλένιο πουλί να ξεκολλάει από την ελληνική γη και μουγκρίζοντας ν' αφήνει τον αέρα της σκλαβιάς. Εγώ γύριζα πίσω στη μοίρα μου. Αλλά το γράμμα τώρα θα περνάει τα σύνορα και θα πετάει μακρυά από το κλουβί του φόβου, σε χώρες ελεύθερες.

Δεν έχει καμιά λογοτεχνική αξίωση το φτωχό μου γράμμα. Λέει όμως την αλήθεια και μόνο την αλήθεια. Και απευθύνεται στις ζεστές καρδιές όλου του κόσμου με την πονεμένη κραυγή: Κάνετε ό,τι μπορείτε σεις οι ελεύθεροι για μας τους σκλάβους. Κάντε κάτι...».

Το γράμμα με τις πολλές πυκνογραμμένες σελίδες ήρθε από τη Γενεύη λίγες ημέρες αργότερα. Και διαβάζοντάς το ανατρίχιαζα σε κάθε σελίδα, σε κάθε γραμμή. Οι λιτές φράσεις, οι απλές σκέψεις, έκαιγαν σαν πυρωμένο σίδερο. Αισθάνομαι το ιερό χρέος να το παραθέσω ακέραιο — χωρίς καμιά αφαίρεση ή προσθήκη — σ' αυτό το βιβλίο. 

Οι μόνες διορθώσεις που έκρινα ότι έπρεπε να κάνω — και έκανα — είναι ένα ονοματεπώνυμο και μια διεύθυνση. Μη έχοντας το δικαίωμα να εκθέσω σε κίνδυνο μια ξένη ζωή άλλαξα το όνομα και (μια διεύθυνση κατοικίας) του προσώπου που έγραψε το γράμμα. Τίποτ' άλλο.

22 Νοέμβρη 1967

Δεν μένω πια σπίτι μου, στο όμορφο διαμέρισμα της οδού Χάρητος. Μια νύχτα, τον περασμένο μήνα χτύπησε δυνατά η πόρτα μου. Κατάλαβα… Από καιρό είχα καταστρώσει το σχέδιο διαφυγής. Έτσι, ενώ αγωνίζονταν να σπάσουν την πόρτα εγώ κατέβηκα από την είσοδο της υπηρεσίας στο ισόγειο και πηδώντας ένα τοίχο δυόμιση μέτρα ύψος βρέθηκα στη νυχτερινή ερημιά του πίσω δρόμου. Είχα μια διεύθυνση για καταφύγιο σε ώρα μεγάλης ανάγκης.

Βαδίζοντας με μεγάλη προφύλαξη από τους πιο σκοτεινούς δρόμους μπόρεσα να φτάσω…
Τώρα είμαι παράνομη. Μένω στο υπόγειο μιας φτωχής γειτονιάς. Με κομμένα και αλλαγμένα στο χρώμα μαλλιά, φορώντας γυαλιά, έχω αλλάξει μορφή και δουλεύω στον μυστικό, τον αλογόκριτο τύπο. Εκτελώ καθήκοντα «συνδέσμου» για την εφημερίδα του Πατριωτικού Μετώπου. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να πηγαίνω, με ακρίβεια δευτερολέπτου, σε πολλά σημεία της Αθήνας και να μαζεύω χειρόγραφα. Χρησιμοποιώ ένα ποδήλατο που στο τιμόνι έχει ένα καλαθάκι. Στο σημείο της συναντήσεως αφήνω το ποδήλατο στο πεζοδρόμιο και κυττάζω κάποια βιτρίνα. Ο άνθρωπος με τα χειρόγραφα περνάει ξυστά από το πεζοδρόμιο, αφήνει το φάκελο στο καλαθάκι του ποδηλάτου και φεύγει. Όταν τελειώσω τη συγκέντρωση των χειρογράφων συναντώ σε κάποιο σημείο ενός δρόμου, που κάθε φορά αλλάζει, το βοηθό του αρχισυντάκτη και με αστραπιαία ταχύτητα παραδίνω το πολύτιμο υλικό. Ο κίνδυνος παραμονεύει κάθε στιγμή. Αλλά όταν καμαρώνεις την τυπωμένη παράνομη εφημερίδα και ξέρεις ότι θα πάει σε δέκα χιλιάδες σπίτια και θα διαβαστεί από πολύ περισσότερο κόσμο η ικανοποίηση που αισθάνεσαι δεν διώχνει, βέβαια, τον κίνδυνο, αλλά διώχνει το φόβο του
κινδύνου. Ας είναι…

Εδώ και λίγες μέρες ένας που δούλευε στα «μαγνητόφωνα» πιάστηκε. Και με ειδοποίησαν να τον αντικαταστήσω. Να πώς γινόταν η δουλειά με τα μαγνητόφωνα: Νοικιάζαμε ένα τρίκυκλο για μεταφορές και το σταθμεύαμε σ’ ένα πολυσύχναστο μέρος. Μέσα στο τρίκυκλο υπήρχε ένα κιβώτιο με το μαγνητόφωνο και το μεγάφωνο. Όταν ο οδηγός απομακρυνθεί σε απόσταση ασφαλείας, το ρυθμισμένο μαγνητόφωνο αρχίζει να
λειτουργεί. Ώσπου να ειδοποιηθεί και να καταφθάσει η αστυνομία τα συνθήματα της αντιστάσεως τα έχουν ακούσει χιλιάδες άνθρωποι.

Αισθάνθηκα υπερήφανη που το ντεπούτο μου στην καινούργια δουλειά σημείωσε επιτυχία. Ήταν γύρω στις οκτώ το βράδυ στην πλατεία Συντάγματος. Πήχτρα ο κόσμος. Ξαφνικά άρχισε να ξεχύνεται η απαγορευμένη θεία μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. Το τραγούδι της Φαραντούρη έλεγε:
«Σώπα, όπου νάναι θα σημάνουν οι καμπάνες. Αυτό το χώμα κανείς δεν μπορεί να μας το πάρει».
Ο κόσμος ανατριχιάζει. Εγώ κλαίω. Η μουσική και το τραγούδι σταματάνε.

Και μια ζεστή φωνή, παλλόμενη από συγκίνηση, ακούγεται: «Σας μιλάει το Πατριωτικό Μέτωπο. Ο φασισμός θα συντριβεί. Η Δημοκρατία θ’ αναστηθεί…». Η φωνή είναι γνωστή. Είναι του Μίκη, γραμμένη σε
μαγνητοταινία. Ο Θεοδωράκης βρίσκεται στα νύχια της Χούντας, αλλά η φωνή του είναι ελεύθερη.
Από τον κρυψώνα μου είδα τα λεφούσια της αστυνομίας νάρχονται. Καιρός να φύγω…

Οσμίζομαι ότι πλησιάζει και η δική μου ώρα. Δεν μπορώ να διατηρηθώ περισσότερο στην παρανομία. Ένα ρίγος στη σπονδυλική στήλη με παραλύει. Το πρωί, ενώ από το παραθυράκι του υπόγειου έκανα την καθημερινή κατόπτευση του δρόμου, είδα στο απέναντι πεζοδρόμιο μια φάτσα που το ένστικτο μου λέει
ότι είναι ύποπτη. Κοιτούσε δήθεν χαζά τη βιτρίνα στο αντικρυνό μαγαζάκι.

Από καιρό σε καιρό βημάτιζε στο πεζοδρόμιο και περιεργαζότανε τα διάφορα σπιτάκια της γειτονιάς. Έπειτα από μια ώρα εξακολουθούσε να είναι στο ίδιο μέρος. Δεν έχω πια καμιά αμφιβολία. Έχουν φαίνεται επισημάνει την ακτίνα του σπιτιού, αλλά όχι το ίδιο το σπίτι. Δεν πήγα στη «δουλειά» μου εκείνη την ημέρα. Μπόρεσα όμως να ειδοποιήσω την οργάνωση. Στις δυο το μεσημέρι διαπίστωσα από το παρατηρητήριό μου αλλαγή φρουράς. Μια καινούργια φάτσα κατέφθασε, αντάλλαξε ένα νεύμα με τον πρωινό και πήρε τη θέση του. Αυτός κοιτάζει επίμονα το σπίτι μου. Ο κλοιός σφίγγεται. Ξέρω ότι η ώρα μου πλησιάζει και όμως δεν μπορώ να
κάνω τίποτε. Τώρα οι πολιορκητές είναι τρεις και καλύπτουν εκ περιτροπής ολόκληρο το εικοσιτετράωρο. Είμαι σαν το ανήμπορο ζώο που το έχουν ζώσει τα άγρια σκυλιά…

Οι προμήθειές μου σε τρόφιμα έχουν τελειώσει…

22 Νοεμβρίου:
Σήμερα ξύπνησα πεινασμένη. Από την κλειδαρότρυπα βλέπω ότι έξω από την πόρτα μου είναι δυο μπουκάλια γάλα. Δεν ανοίγω όμως να τα πάρω. Η τακτική μου είναι να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι λείπω από το σπίτι. Η πείνα είναι προτιμότερη από… Στη σκέψη αυτή αισθάνομαι να κουλουριάζεται πάνω μου ένα φίδι και να με σφίγγει, να με σφίγγει… Τη νύχτα, στις ελάχιστες ώρες που κοιμήθηκα ονειρεύτηκα το Μανώλη. Είμαστε μαζί, αγαπημένοι, σε κάποιο άγνωστο κάτασπρο νησί. Τον φιλούσα, με χάιδευε. Ξύπνησα τη στιγμή που ένα γλυκό σύννεφο τύλιγε την ψυχή μου. Ήταν το τελευταίο χαρούμενο όνειρο της ζωής μου. Από δω και πέρα θα ζω συντροφευμένη με τους αχώριστους εφιάλτες μου.

23 Νοεμβρίου 1967

Αποφάσισα να φύγω και ό,τι θέλει ας γίνει. Τα προβλήματα ήσαν δυο: πώς θα διαφύγω και πού θα πάω. Να βγω από την κεντρική πόρτα αποκλείεται. Θάπεφτα στο στόμα του λύκου. Θα επιχειρήσω να βρω διέξοδο από πίσω. Όπως στην οδό Χάρητος. Ως προς το πού να πάω, αν ξέφευγα, η οργάνωση μου είχε πει από καιρό ότι δεν υπήρχε διαθέσιμη στέγη. Δεν έμενε παρά το πατρικό μου σπίτι. Αλλά δεν θα με αναζητούσαν πρώτα απ’ όλα εκεί; Δεν είχα όμως άλλη εκλογή. Ετοιμάσθηκα, έθαψα τις σημειώσεις μου στον κρυψώνα και στις τέσσαρες το πρωί ξεκίνησα. Το σκοτάδι έξω ήταν πηχτό. Πέρασα από το πλυσταριό και ανέβηκα στο διάδρομο του ισόγειου, που συνδέεται με τον πίσω δρόμο μ’ ένα παραθυράκι. Το άνοιξα και πέρασα τα πόδια μου.
Γλιστρώντας πέρασε και το κεφάλι μου. Όταν τα πόδια ακούμπησαν στο πεζοδρόμιο κι έκανα να σηκωθώ το αριστερό μου αυτί αισθάνθηκε την κρύα επαφή με την κάννη ενός περιστρόφου. Τέσσερα χέρια με άρπαξαν.

Κάποιος μου έχωσε στο στόμα ένα μαντήλι. Ο άλλος πειθάρχησε τα χέρια μου σε σιδερένια βραχιόλια. Ακούστηκε το κλικ της χειροπέδης. Σηκωτή με κουβάλησαν στο τζιπ που ήταν κρυμμένο στη γωνία του δρόμου. Ξεκίνησε.

Ήμουνα, στα νύχια των θηρίων. Η σκέψη μου, με μια πυρετική υπερένταση, δούλευε στο ίδιο μοτίβο: «Ήρθε η ώρα σου. Πρέπει ν’ αντέξεις. Ξέχασε τα ονόματα που ξέρεις. Το πολύ να πεθάνεις. Πρέπει, πρέπει, πρέπει..».
Να την η Μπουμπουλίνας. Φτάσαμε. Το καφετί κτίριο. Άλλοτε υπουργείο Εργασίας. Σήμερα η έδρα της Γενικής Ασφαλείας Αθηνών. Το τζιπ σταματάει μπροστά στην κεντρική είσοδο. Με σπρώχνουν μέσα. Η ώρα κοντεύει τέσσαρες και μισή, αλλά η κίνηση μέσα στο κτίριο δείχνει σα νάναι μέρα. Η Μπουμπουλίνας δουλεύει ασταμάτητα ολόκληρο το 24ωρο. Ένα σωρό κόσμος ανεβαίνει και κατεβαίνει τις σκάλες… Όλοι νέοι, οι περισσότεροι αρτίστικα ντυμένοι, κρατάνε στα χέρια βιβλία. Ο αέρας που έχουνε, η άνεση που κινούνται, δείχνουν ότι βρίσκονται στο σπίτι τους. Δεν είναι κρατούμενοι. Είναι χαφιέδες της Ασφάλειας, που προσπαθούνε να μοιάζουνε με φοιτητές. Το καθεστώς των συνταγματαρχών τους προσέλαβε κατά χιλιάδες. Είναι έκτακτοι υπάλληλοι και πληρώνονται όχι με μισθό, αλλά με το «κεφάλι». Κάθε επιτυχής κατάδοση που θα οδηγήσει στη σύλληψη ενός «εχθρού» πληρώνεται με 500 δραχμές. Για τα ελληνικά μέτρα είναι ένα γερό μεροκάματο. Καθώς με ανέβαζαν στο τέταρτο η κίνηση δυναμώνει. Πόρτες ανοίγουν και κλείνουν βιαστικά, ένα σωρό γραφιάδες, ανακριτές, δήμιοι.

Τα τηλέφωνα κουδουνίζουν, οι γραφομηχανές δουλεύουν, τα ραδιόφωνα στη διαπασών, μοτοσικλέτες με τις μηχανές αναμμένες. Ένα πανδαιμόνιο. Ο μηχανισμός του εγκλήματος δουλεύει σκληρά.
Στο τέταρτο, δυο μεγάλα χολ και συνέχεια τα κελιά. Τα ξεχωρίζεις από μια τρύπα που έχει το καθένα στο ύψος κανονικού άντρα, του φρουρού. Με πέταξαν μέσα σ’ ένα απ’ αυτά. Έπειτα από τα εκτυφλωτικά φώτα των διαδρόμων το πηχτό σκοτάδι του κελιού ηρέμησε τα τεντωμένα νεύρα μου. Οι χειροπέδες με τα χέρια στριμμένα στην πλάτη με πονούσαν. Το μαντήλι στο στόμα μ’ έπνιγε.

Κουλουριάστηκα στο τσιμεντένιο πάτωμα κι έκλεισα τα μάτια. Από το χολ έφταναν στο κελί μου παράξενοι θόρυβοι. Ανασηκώθηκα και πλησίασα στην τρύπα του φρουρού. Είχε γυρισμένες τις πλάτες του. Μπόρεσα και είδα την πρώτη φρικτή εικόνα της Μπουμπουλίνας. Δυο – δυο οι βασανιστές κουβαλούσαν μέσα σε κουβέρτες σακατεμένα παλικάρια. Από την εσωτερική σκάλα τους ανέβαζαν στην ταράτσα. Ένας πήγαινε μόνος του. Περπατούσε δύσκολα με τα τέσσερα. Οι συνοδοί τον κλωτσούσαν για να βιαστεί. Κάποια στιγμή γύρισε το πρόσωπο προς τη μεριά του. Θεέ μου, αυτός είναι ο Γληνός, τον ξέρω. Είχε πιαστεί πριν από ένα μήνα. Κι ακόμη τον βασανίζουν.

Αυτοί που ανέβαιναν το Γολγοθά της ταράτσας διασταυρώθηκαν στη σκάλα μ’ έναν άλλον που τον κατέβαζαν. Το κεφάλι του εξέχει από την κουβέρτα κι είναι πεσμένο, δείχνει άψυχο. Προλαβαίνω να τον δω. Είναι ο Παπαζής, ένας λεβέντης ως εκεί πάνω. Μοιάζει με πληγωμένο περήφανο αετό που τα γεράκια έχουν πέσει πάνω του και τον κατασπαράζουν. Όχι, δεν μπορώ ν’ αντέξω εγώ η φτωχιά, αδύναμη γυναίκα.

Και όμως πρέπει… Ξαναγύρισα στη γωνιά μου. Έτρεμα ολόκληρη. Κάποια στιγμή με πήρε ο ύπνος. Ήταν μέρα όταν ανοίγοντας τα μάτια μου αντίκρισα μπροστά μου το ψυχρό κι αγέλαστο πρόσωπο του Καραπαναγιώτη. Στεκότανε ορθός, ακίνητος, με γυάλινα πράσινα μάτια, και με κοιτούσε: «Εγώ είμαι ο Καραπαναγιώτης», είπε με ήρεμη φωνή, ζυγιάζοντας κάθε λέξη. «Μ’ έχεις ακουστά;» Κράτησα την αναπνοή μου για να μην φαίνεται η ταραχή μου κι έδειξα ότι το μαντήλι στο στόμα μ’ εμπόδιζε ν’ απαντήσω. Άπλωσε το χέρι του και το τράβηξε. «Ναι», είπα.

—Τι άλλο έχεις ακούσει για μένα;
—Ότι είσαι βασανιστής.
—Ποιος στο είπε αυτό;
—Το ξέρει όλη η Αθήνα.
—Ποιος συγκεκριμένος άνθρωπος στο είπε;

Πολύ γρήγορα είχαμε φθάσει στο κρίσιμο σημείο. Ονόματα λοιπόν ήθελε. Και άρχιζε το παιγνίδι με ανοιχτά χαρτιά. Αν ήθελα να πολεμήσω έπρεπε να κάνω κι εγώ το ίδιο. Συγκέντρωσα όση αυτοκυριαρχία μπορούσα να δείξω ότι έχω, στύλωσα τα μάτια μου περιφρονητικά απάνω του και είπα: «Άκουσε, Καραπαναγιώτη, είμαι έτοιμη για όλα. Δεν σε φοβάμαι».
Στα ψυχρά πράσινα μάτια άστραψε μια κόκκινη φλογίτσα.
Το θηρίο ήταν έτοιμο να χιμήξει. Είδα το χέρι του να χουφτώνει το περίστροφο που κρεμότανε από τη ζώνη του. Τον άκουσα να λέει: «Αυτό που είπες τώρα δεν θα το λες αύριο».

Από το στόμα μου βγήκε η κοφτή απάντηση:
«Οι άντρες που απειλούν δεμένες γυναίκες δεν είναι άντρες». Τον προκαλούσα με την κρυφή ελπίδα να χάσει την αυτοκυριαρχία του και να με πυροβολήσει. Ήταν το μικρότερο κακό που μπορούσε να μου συμβεί.
Έχασε την αυτοκυριαρχία του, αλλά δεν πυροβόλησε. «Θα τα ξαναπούμε», μου σφύριξε φεύγοντας. Και πρόσθεσε: «Και πολύ σύντομα».
Έτρεμα ολόκληρη. Ήξερα όμως ότι τον πρώτο γύρο της πρώτης μέρας μου στη Μπουμπουλίνα δεν τον είχε κερδίσει ο Καραπαναγιώτης.

Το γράμμα μιας αντιδικτατορικής αγωνίστριας στον Γιάννη Κάτρη μέρος 2ο

25 Νοεμβρίου

Χθες βράδυ στις οκτώ με ανέβασαν στην ταράτσα. Ήρθαν δυο στο κελί μου και μου είπαν να τους ακολουθήσω. Περάσαμε στο διάδρομο, το χολ, και μπροστά ο ένας, στη μέση εγώ και από πίσω ο άλλος, ανεβήκαμε την εσωτερική σκάλα. Ο ένας έφυγε. Ρούφηξα με ηδονή τον καθαρό αέρα και αγωνιζόμουνα να συγκρατήσω την καρδιά μου που πήγαινε να σπάσει. Ο φρουρός μου αμίλητος. Περιεργάστηκα την ταράτσα. Μια συνηθισμένη μεγάλη ταράτσα. Στο βάθος το συνηθισμένο επίσης πλυσταριό. Στη μέση του πλυσταριού ένας πάγκος με σκοινιά λυμένα στις δυο άκρες του. Στη γωνιά πεταμένα δυο – τρία ρόπαλα σπασμένα. Ένα ντουλάπι ανοιχτό και μέσα κρεμασμένοι βούρδουλες από σύρμα. Δυο σιδερένιοι σωλήνες λυγισμένοι. Πιο κει ένα βαρέλι άδειο. Τότε δεν ήξερα ακόμη τον προορισμό του. Τώρα τον ξέρω.

Καθώς το χτυπάει κάποιος αλλοιώνεται και πολλαπλασιάζεται και η πιο σπαρακτική κραυγή. Η μοτοσικλέτα είναι για να σκεπάζει τις φωνές. Το βαρέλι για να δυναμώνει τον τρόμο. Στη σειρά 3-4 ντους για τους λιποθυμισμένους. Στη συνέχεια του πλυσταριού υπάρχει ένα πολύ μικρό δωμάτιο. Στον τοίχο το άνοιγμα μιας τρύπας. Ίσα – ίσα για να χωράει ένα ανθρώπινο σώμα. Αυτή η τρύπα φτάνει ως το υπόγειο. Δεν την χρησιμοποιούν συχνά αυτήν την τρύπα. Είναι ένα είδος χαριστικής βολής. Πότε – πότε, όταν το θύμα δεν δίνει τα ονόματα που του ζητάνε και έχουν εξαντλήσει όλα τα μαρτύρια, τότε το τοποθετούν μέσα στην τρύπα, με το κεφάλι προς τα μέσα. Δεν το σπρώχνουν όμως. Γιατί, όπως είπαν και σε μένα, «εμείς δεν είμαστε φονιάδες σαν και σας». Αλλά τι συμβαίνει; Το παλικάρι ή το κορίτσι που βάζουν στην τρύπα, χάνει τις αισθήσεις του και το βάρος του σώματος κάνει μόνο του τη βουτιά του θανάτου. Καμιά φορά μένει σφηνωμένο ως την άλλη μέρα. Αλλά είναι άψυχο. Τότε κάποιος το σπρώχνει και πέφτει σα βολίδα στο υπόγειο. Μεταφέρεται στο νεκροτομείο με την ένδειξη:

«Αυτόχειρ αγνώστων στοιχείων». Η τρύπα είναι πάλι ελεύθερη…
Βήματα ακούστηκαν στη σκάλα. Η καρδιά μου χτύπησε δυνατά. Μπροστά μου πάλι τα γυάλινα μάτια του Καραπαναγιώτη.

Έδιωξε το φρουρό, με άρπαξε από το λαιμό και αμίλητος μ’ εκσφενδόνισε στον τοίχο. Το κεφάλι μου χτύπησε, κλονίστηκα κι έπεσα μπρούμυτα με τα χέρια δεμένα πίσω. Αγωνιζόμουνα να κρατήσω τις αισθήσεις μου. Μερικές σταγόνες αίμα κύλησαν από το μέτωπο στα μάτια. Έβλεπα θαμπά κόκκινα τα πόδια του Καραπαναγιώτη, το τσιμεντένιο πάτωμα πιτσιλισμένο από το αίμα του κεφαλιού μου, τα σπασμένα μπαμπού. Στο βάθος η ανταύγεια από τα φώτα της νυχτερινής Αθήνας… Ήθελα να σηκωθώ, αλλά δεν τα κατάφερα. Ο Καραπαναγιώτης έσκυψε και με σήκωσε τραβώντας με από τα δεμένα χέρια.

Τότε ένοιωσα τον πρώτο δυνατό πόνο. Δάγκωσα τα χείλια μου για να μη φωνάξω. Έτσι κρεμασμένη με πήγε κάτω από ένα ντους και άνοιξε τη βρύση.
Το νερό ξέπλυνε το αίμα και ξεκαθάρισε τα μάτια μου. Με κάθησε στον πάγκο. Εκείνη την ώρα μπήκαν στο πλυσταριό άλλοι τρεις. Από περιγραφές γνώρισα τον Μπάμπαλη και το Σπανό. Ο τρίτος ήταν καινούργιος. Με έριξαν ανάσκελα και μ’ έδεσαν στον πάγκο. Τα χέρια με τις χειροπέδες στην πλάτη πονούσαν. Τα μάτια ξανακοκκίνισαν από το αίμα του κεφαλιού. Χτυπούσαν με λύσσα και οι τρεις. Από το λαιμό και κάτω οι βουρδουλιές έπεφταν με ρυθμό. Όταν ο ένας βούρδουλας υψωνότανε ο άλλος έπεφτε. Ανάπνεα δύσκολα.

Αυτό κράτησε σχεδόν μισή ώρα. Κάθε δέκα λεπτά περίπου ο καθένας σταματούσε εκ περιτροπής για να ξεκουραστεί. Τώρα όλα χόρευαν μπροστά μου. Οι βούρδουλες που ανεβοκατέβαιναν, τα γυάλινα μάτια του Καραπαναγιώτη, πιο κει αυτός που ανανέωνε τις δυνάμεις του παίρνοντας βαθιές εισπνοές για να ξαναρχίσει, στο βάθος η φωτισμένη Αθήνα, όλα τώρα μπερδεύονταν σ’ ένα πυρρίχιο χορό του μυαλού. Ας έχανα τουλάχιστον για λίγο τις αισθήσεις μου. Ακόμη κι ο Χριστός είπε: «παρελθέτω…». Θεέ μου παντοδύναμε, βοήθησέ με ν’ ανθέξω. Βοήθησέ με να πεθάνω.

Τώρα ξεκουραζόταν ο Καραπαναγιώτης. Άναψε ένα τσιγάρο. Τράβηξε δυο – τρεις ρουφηξιές και πλησίασε. Με το τσιγάρο στο στόμα σήκωσε τα μανίκια του πουκάμισού του. Οι άλλοι σταμάτησαν. Ο Καραπαναγιώτης έλυσε τα σκοινιά των ποδιών. Έπειτα με αργές κινήσεις σήκωσε τη φούστα μου ψηλά. Τράβηξε ακόμη μια δυνατή ρουφηξιά από το τσιγάρο του, τίναξε τη στάχτη του και το έσβησε στο μηρό μου, πάνω από την κάλτσα. Έβγαλα ένα ουρλιαχτό πόνου και ένοιωσα να βυθίζομαι στο χάος. Τότε χτύπησε κάποιος το βαρέλι και ο ήχος της κολάσεως με ξαναγύρισε στον κόσμο των ανθρώπων. Ο Καραπαναγιώτης πίεζε ακόμη το τσιγάρο πάνω στην καμένη σάρκα για να σβήσει και την τελευταία μικρή κάφτρα. Όταν τέλειωσε είπε: «Δεν προτιμάς
να πάμε στο γραφείο;». Η φωνή μου δεν έβγαινε. Με πολλή προσπάθεια ψιθύρισα: «Κτήνος».
Με ξανάδεσαν και άρχισαν να με χτυπάνε πάλι.

Κάθε φορά που έβλεπα τον βούρδουλα υψωμένο παρακαλούσα το Θεό να μην πιέσει πάνω στο καμένο σημείο του ποδιού. Οι παρακλήσεις μου δεν εισακούονταν όλες τις φορές. Ο πόνος με βύθιζε ξανά στο χάος. Ίσως να πέθαινα και να λυτρωνόμουνα από τα χέρια τους. Ναι, σίγουρα πέθαινα…

Μανώλη, μάνα, πατέρα, συγχωρείστε με. Σας αγαπάω όλους. Αγαπάω τον κόσμο όλο…

26 Νοεμβρίου

Δεν είμαι σίγουρη αν είναι 26 ή 27 ή και 25 Νοεμβρίου. Είμαι σίγουρη ότι είναι νύχτα. Το καταλαβαίνω από το πηχτό σκοτάδι του κελιού. Αναπνέω δύσκολα. Και σε κάθε εισπνοή πονάω σα να με σουβλίζουνε και να με καίνε μαζί. Είμαι όμως ζωντανή. Ακούω στους διαδρόμους και στη σκάλα το πήγαινε-έλα. Η ταράτσα δεν σταματάει ποτέ.

Το κλειδί στριφογύρισε στην κλειδαριά. Στο άνοιγμα της πόρτας φάνηκε η σωματώδης σκιά. Ο Καραπαναγιώτης. «Έχεις να πεις τίποτα;» ρώτησε. «Ναι, είπα. Ότι είσαι ένας φονιάς». Χύμηξε. Το πληγιασμένο κορμί δεν αισθανότανε τα χτυπήματα, τις κλωτσιές. Ευχαριστώ, Παναγιά μου, θ’ αντέξω… Μανιασμένος με τράβηξε από τις χειροπέδες.
Δυο με τύλιξαν σε κουβέρτα και μ’ ανέβασαν. Κατ’ ευθείαν μ’ έδεσαν στον πάγκο. Ο Καραπαναγιώτης είπε: «Φωνάξτε το γιατρό της υπηρεσίας». Σε λίγα λεπτά ο γιατρός ανέβηκε. Ένα ήρεμο πρόσωπο εξοικειωμένο με την ταράτσα. «Για κύτταξε, κύριε Κιούπη, αντέχει ακόμη; Μας κάνει πολύ τη δύσκολη». Ο γιατρός κύριος Νικόλαος Κιούπης έβγαλε το στηθοσκόπιο και με εξέτασε. Ευσυνείδητα γνωμάτευσε: «Αντέχει ακόμη. Αλλά όχι για πολύ». Ο Καραπαναγιώτης είπε: «Καλά, γιατρέ. Αλλά μη φεύγεις, σε παρακαλώ».

Μ’ έλυσαν από τον πάγκο. Μήπως φοβήθηκαν ότι θα πεθάνω; Δεν ήταν αυτό. Ο Καραπαναγιώτης με σήκωσε από τις χειροπέδες και πλησιάζοντας τον τοίχο με κρέμασε από έναν γάντζο. Ο πόνος τρύπησε το μυαλό. Έγειρα το κεφάλι και με το κάψιμο της πρώτης βουρδουλιάς ο κόσμος μέσα μου έσβησε.
Συνήλθα εισπνέοντας ένα μπαμπάκι με κάτι σαν αιθέρα, που είχε βάλει στη μύτη του ο γιατρός. «Ένα όνομα και πας σπίτι σου», είπε ο Καραπαναγιώτης. Το ψιθύρισμά μου είχε τον τόνο της άγριας ικεσίας:
«Σκοτώστε με».

—Για αφήστε μένα, είπε μια φωνή. Το μόνο που πρόσεξα καθώς πλησίαζε ήταν ότι είχε βλογιοκομμένο πρόσωπο. Έκανε μια κίνηση και μούσκισε το μπούστο. Έπιασε τον αριστερό μαστό και τον έστυψε με όλη του τη δύναμη. Η σιχασιά ήταν δυνατότερη από τον πόνο.
Άφησε το μαστό και άναψε ένα σπίρτο. Η φλογίτσα έδειξε μερικές σταγόνες ιδρώτα γύρω στα σημάδια της βλογιάς. Αλλά η φλογίτσα πλησίαζε. Το κτήνος είχε καρφώσει τα μάτια του στα δικά μου, ηδονιζόμενο προκαταβολικά με τις αντιδράσεις μου. Η φλογίτσα άγγιξε τη ρόγα. Τσίριξε η καμένη σάρκα.
Το σπίρτο πήγαινε γύρω – γύρω στη ρόγα ώσπου έσβησε.
Βογγητά σφαγμένου ζώου έβγαιναν από μέσα μου. Ο θάνατος δεν έρχεται όταν τον αποζητάς. Ευτυχώς που έρχεται πότε – πότε το λιποθύμισμα και μαζί και η φευγαλέα λησμονιά της φρίκης.

Γρήγορα με ξαναζωντάνεψαν. Τώρα οπόνος, ένας άγνωστος πόνος, έρχεται από τα νύχια. Θεέ μου, θα πω ονόματα, δεν έχω άλλη δύναμη μέσα μου. Ο τρίτος βασανιστής, ενώ είχα χάσει τις αισθήσεις μου, θέλοντας να με ξυπνήσει είχε πάρει μια καρφίτσα, κατέβασε τις κάλτσες μου και έμπηξε την καρφίτσα στη σάρκα κάτω από τα νύχια. Η καρφίτσα έμπαινε όλο και πιο βαθιά. Τα μάτια μου θάμπωναν ξανά. Κύριε γιατρέ, κύριε Κιούπη, δεν θα πεις το «όχι άλλο»;
Αλλά ο κύριος Κιούπης είχε φύγει. Ο Καραπαναγιώτης, πιο έμπειρος και από γιατρός, σταμάτησε τον άνθρωπο με την καρφίτσα. «Φτάνει, του είπε. Έχει έγκαυμα δευτέρου βαθμού. Δεν της κάνω το χατήρι να πεθάνει. Η δουλειά πρέπει να γίνεται όμορφα και πολιτισμένα, χωρίς ζοριλίκια»…

8 Δεκεμβρίου

Είμαι στο κελί μου δυο μέρες τώρα χωρίς να μ’ αγγίξει κανείς, χωρίς να με πάνε στην ταράτσα. Πονάω παντού και καίω από τον πυρετό. Αλλά το κελλί είναι η βάση της Μπουμπουλίνας. Συντροφευμένη από τον πόνο και τον πυρετό — θα πιστέψετε; — αισθάνομαι όμορφα. Άντεξα ως τώρα. Έχω κι άλλη συντροφιά. Το φρουρό μου από το έξω μέρος της πόρτας. Αλλάζει κάθε τέσσερες ώρες. Έχω δει μόνον αυτόν που έχει βάρδια 10-2 την ημέρα. Χτες μου έδωσε από την τρύπα ένα κομμάτι ψωμί και ένα πλαστικό δοχείο με νερό. Συμπαθητική ουδέτερη φυσιογνωμία. Την ώρα που μούδινε ψωμί και νερό ξεθάρρεψα και τον ρώτησα: «Ανεβαίνεις και συ στην ταράτσα;». «Όχι», είπε. «Δεν έχω υπηρεσία στις ανακρίσεις». Και αφού κοίταξε δεξιά –
αριστερά πρόσθεσε σιγά μ’ έναν αταίριαστο στη Μπουμπουλίνας ανθρώπινο τόνο: «Όλοι μιλάνε για σας. Έχετε ψυχή». Μου γύρισε την πλάτη και ξαναπήρε το απρόσωπο ύφος.

9 Δεκεμβρίου

Ούτε τη νύχτα που πέρασε με θυμήθηκαν. Είναι άραγε καλό σημάδι; Ή προετοιμάζουν κάτι; Και τι;

10 Δεκεμβρίου

Στις 9 το πρωί σήμερα με πήγαν χωρίς χειροπέδες, κρατώντας με από τις μασχάλες, στο γραφείο του κυρίου Λάμπρου. Είναι διευθυντής, αρχηγός των «ανακριτικών» ομάδων της Μπουμπουλίνας. Αργότερα έμαθα ότι έχει σπουδάσει στην Αμερική σε σχολή ψυχολογικού πολέμου. Μου φέρθηκε ευγενικά. Μου πρόσφερε καρέκλα. Έπειτα μου μίλησε για τον πατέρα μου, έναν αξιοσέβαστο, όπως τον χαρακτήρισε, παράγοντα της οικονομικής ζωής της χώρας. Πώς έμπλεξα με τους εχθρούς της πατρίδος; Αλλά ποτέ δεν είναι αργά. Και προσφέρεται, ο ίδιος, για να προστατεύσει την εθνική υπόληψη της οικογένειάς μου, να με βοηθήσει, παραβιάζοντας ακόμη και το καθήκον του, ώστε να επαναφερθώ στους κόλπους της υγιούς κοινωνίας. Βέβαια,
μερικοί υπάλληλοι της Γενικής Ασφαλείας, από υπερβάλλοντα ζήλο, συμπεριφέρονται καμιά φορά με ανάρμοστον τρόπον προς τους κρατουμένους, αλλά το κάνουν για να τους επαναφέρουν εις την εθνικήν οδόν, δηλαδή για το καλό τους! «Εγώ όμως δεν τα εγκρίνω αυτά».

Τα λόγια του μου προκαλούσαν ναυτία.

«Εγώ δεν θα σας ζητήσω ονόματα, συνέχισε. Μόνο μια απλή δήλωση. Έτσι για να υπάρχει στο φάκελό σας και να μην σας ξαναενοχλήσει ποτέ κανένας».
Άνοιξε ένα συρτάρι, πήρε ένα τυπωμένο χαρτί και μου το έδωσε.
«Διάβασέ το με την ησυχία σου, είπε. Και μόλις το υπογράψεις είσαι ελεύθερη».

Το χαρτί έγραφε: «Βαθύτατα συγκεκινημένη από την στοργικήν μεταχείρισιν της οποίας έτυχον κατά την κράτησίν μου και από το πατρικόν ενδιαφέρον των Αρχών Ασφαλείας προς εμέ την παραπλανηθείσαν εκφράζω την βαθυτάτην μου ευγνωμοσύνην και δηλώ ότι εφεξής θέλω προσφέρει και την τελευταίαν ρανίδα του αίματός μου υπέρ της Εθνικής Στρατιωτικής Κυβερνήσεως, η οποία αγωνίζεται διά την πραγματικήν Δημοκρατίαν».

12 Δεκεμβρίου

Από χθες τη νύχτα είμαι ένας χαμένος άνθρωπος. Θυμάμαι αυτή τη φράση της Νέλλης και τώρα τη νοιώθω να τυλίγει εμένα την ίδια. Όχι, δεν υπέγραψα την δήλωση του Λάμπρου. Ούτε έδωσα ονόματα. Αλλά ωστόσο είμαι ένας χαμένος άνθρωπος. Άμα σας διηγηθώ τι μου συνέβη θα με καταλάβετε. Πιο καλά θα με νοιώσουν όσες γυναίκες διαβάσουν το γράμμα μου.

Από το απόγευμα διαισθανόμουνα ότι η νύχτα αυτή θα ήταν κρίσιμη για όλη μου τη ζωή. Χωρίς να έχω καμιά ένδειξη, ήξερα από μια νευρική υπερευαισθησία ότι στις οκτώ θα ξανάβλεπα την ταράτσα. Στις οκτώ παρά τέταρτο η αγωνία μου είχε φθάσει στο ζενίθ. Ακόμη κι ο μόνιμος πόνος του κορμιού είχε παραμεριστεί από το τέντωμα των νεύρων. Μυριζόμουνα έναν απροσδιόριστο κίνδυνο, που μπροστά του ο φυσικός πόνος έσβηνε. Στις 8 παρά ένα λεπτό μούρθε να βάλω τις φωνές ή να χτυπήσω το κεφάλι μου στον τοίχο. Μετά τις οκτώ κατέρρευσα. Φαντάζομαι ότι κάτι ανάλογο θα αισθάνεται ο κατάδικος που οδηγείται στην ηλεκτρική καρέκλα και τη στιγμή που ο δήμιος πάει να πατήσει το κουμπί ειδοποιείται ότι η εκτέλεση αναβάλλεται. Γιατί κι εγώ
ήξερα ότι για αναβολή επρόκειτο. Το αργότερο ως αύριο.


Στις εννέα άνοιξε η πόρτα. Ο Καραπαναγιώτης. «Τι έκανες με το χαρτί που σούδωσε ο κύριος διοικητής;» ρώτησε. Από τη σιωπή μου κατάλαβε. Ανεβήκαμε. Με υποβάσταζε ο Κραβαρίτης. Άλλοι δυο, φρεσκοξυρισμένοι, προχωρούσαν μπροστά. Ο Καραπαναγιώτης από πίσω. Ένας από τους αγνώστους βλαστημούσε γιατί είχε εισιτήριο για το θέατρο και δεν προλάβαινε. Η ταράτσα η ίδια, όπως την είχα αφήσει πριν έξη μέρες. Ωραία η θέα του Λυκαβητού. Και η Ακρόπολη φωτισμένη. Όλη η Αθήνα είναι όμορφη και φαντάζει ακόμη πιο όμορφη όταν την ατενίζεις ψηλά από το κολαστήριο της ταράτσας. Σπίτια φωτισμένα και μέσα ζούνε άνθρωποι. Άντρες που γυρίζουν από τις δουλειές τους, γυναίκες που μαγειρεύουν, ζευγάρια που καυγαδίζουν γι’ ασήμαντες εγωιστικές αφορμές. Παιδιά που διαβάζουν για το αυριανό σχολείο.


Κάποια κοπελίτσα παίζει πιάνο. Τη φαντάζομαι να τεντώνει τα χεράκια της να πιάσει τις οκτάβες. Κοντά στο κολαστήριο μια μαιευτική κλινική. Κάποια ξεγεννάει δύσκολα. Ακούγονται οι δυνατές φωνές της. Καινούργιες ζωές έρχονται στον κόσμο. Και δεν ξέρουν ότι γεννιούνται πλάι στη ζούγκλα, ότι ο κόσμος όλο και πάει να ξαναγίνει μια απέραντη ζούγκλα… Ήσυχοι, καλοί άνθρωποι, που σας λένε η σπονδυλική στήλη της κοινωνίας, δεν είμαι παρά μια ανήμπορη γυναίκα και τα θεριά γύρω ακονίζουν τα δόντια τους έτοιμα να χυμήξουν. Αν δεν ξυπνήσετε θα χιμήξουν και στις δικές σας γυναίκες και στα δικά σας παιδιά…

Χίμηξαν και οι τέσσερες μαζί.

Αυτός που ήταν πίσω μου, έτσι όπως είχαν σχηματίσει κύκλο γύρω μου, μούδωσε μια δυνατή κλωτσιά στο κάτω μέρος της πλάτης. Έχασα την ισορροπία μου και κλονίστηκα. Προτού πέσω ο μπροστινός με κλώτσησε στο πρόσωπο. Καθώς ταλαντευόμουνα ο πλαϊνός με χτύπησε με γροθιά στο στομάχι και ενώ έβγαινε από μέσα μου ακατάσχετος εμετός εξακολουθούσε το κυκλικό παιγνίδι της μπάλας. Κάποιος αστόχησε και κυλίστηκα χάμω. Τότε το παιγνίδι άλλαξε. Ο Καραπαναγιώτης πήδησε στην κοιλιά μου. Ο Κραβαρίτης έκανε το ίδιο πάνω στο καμένο στήθος. Ένας τρίτος έβαλε το πόδι του στο λαιμό μου και τον πίεζε. Η αναπνοή μου σταμάτησε. Να, ο θάνατος επί τέλους έρχεται να με λυτρώσει. Όχι. Το πόδι τραβήχτηκε από το λαιμό. Τέσσερα χέρια με σήκωσαν και με πέταξαν στον πάγκο. Μου έβγαλαν όλα τα ρούχα. Θεόγυμνη, μ’ έδεσαν σφιχτά. Ο Καραπαναγιώτης έσκυψε και έφερε τα σκοινιά στα σημεία που να πιέζουν τις πληγές της καμένης ρόγας του αριστερού στήθους και του δεξιού μηρού. «Θα πάθεις κι άλλα χειρότερα», είπε. Στο χέρι σου είναι να γλυτώσεις». Δεν είχα δύναμη να μιλήσω. Η φωνή δεν έβγαινε. Με υπεράνθρωπη προσπάθεια έδωσα στο
στόμα το σχήμα που παίρνει όταν θέλει να φτύσει. Αλλά δεν βγήκε παρά ένα μικρό κομματάκι ματωμένο σάλιο που κόλλησε στο δεξί του μάγουλο. Ένα γερό χαστούκι με επανέφερε στην τάξη.

«Ρε σεις, είπε ο Καραπαναγιώτης στρεφόμενος στους άλλους, θέλει κανείς να τη γλεντήσει; Παίρνω γω την ευθύνη».
Το βλέμμα μου πήγε διαδοχικά και στους τέσσαρες. Περιεργάζονταν το γυμνό μου κορμί, όχι όμως σαν πραγματικοί αρσενικοί. Ο Καραπαναγιώτης απομακρύνθηκε προς το κεφαλόσκαλο κι έμπηξε μια φωνή: «Ρε Φώτη, τσακίσου κι έλα απάνω». Πέρασαν ένα-δυο λεπτά νεκρικής σιγής. Ακούγονταν οι φωνές της γυναίκας που γεννούσε στο διπλανό μαιευτήριο. Κάποιο κοντινό ραδιόφωνο μετέδιδε ότι «ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός εύρεν ικανοποιητικάς τας συνθήκας διαβιώσεως των κρατουμένων εν Ελλάδι». Ο Κραβαρίτης γελούσε δυνατά…

Από το κεφαλόσκαλο πρόβαλε η ζωώδης μορφή του Φώτη. Κοντός και πλατύς σαν παλαιστής με γαμψή μύτη. Το μισό χείλος ήταν κομμένο και άφηνε να φαίνονται δυο χρυσά δόντια. Η έκφρασή του δεν είχε τίποτα το ανθρώπινο. Το βλέμμα του έπεσε λαίμαργο πάνω στο γυμνό γυναικείο κορμί.

«Κοίτα, ρε Φώτη, τι μεζέ έχω για σένα. Φύτεψέ της ένα Φωτάκι να θυμάται την ταράτσα σ’ όλη της τη ζωή».
Ένας μορφασμός που πρέπει να σήμαινε γέλιο και χαρά διέστειλε την απαίσια μορφή. Χωρίς να πει τίποτε πέταξε το σακάκι του και ξεκουμπώθηκε μπροστά. Μισοπεθαμένη από φόβο και πόνο μπόρεσα να φωνάξω: «κτηνάνθρωποι, δεν φοβάστε το Θεό;». Ο Φώτης ξαναγέλασε. Ο Κραβαρίτης πήρε ένα κομμάτι σφουγγαρόπανο και μου τόχωσε στο στόμα. Τώρα οι τέσσερεις θεατές ήταν πολύ κοντά. Ο Φώτης έπεσε πάνω μου. Είδε όμως ότι τα πόδια μου ήταν δεμένα και δεν μπορούσε να τ’ ανοίξει. Μουγκρίζοντας για το εμπόδιο ανασηκώθηκε και μισόγυμνος έλυσε τα σχοινιά. Έκλεισα τα μάτια μου τη στιγμή που μου σήκωσε τα πόδια, αλλά τα ξανάνοιξα από τον οξύ πόνο καθώς με ξέσκιζε εισορμώντας μέσα μου. Ένας δεύτερος οξύτερος πόνος ήρθε όταν τα χρυσά δόντια του μπήχτηκαν βαθιά στο πληγωμένο αριστερό στήθος. Με παίδεψε πολλή ώρα. Κάθε φορά που τελείωνε το μουγκρητό ικανοποιήσεως του γουρουνιού σκέπαζε τις κραυγές από το μαιευτήριο. Ο χορός των βασανιστών σκυμμένος πάνω μου φώναζε: «Μπράβο, Φώτη… Κι άλλο…».

Όταν αποκαμωμένος τραβήχτηκε τα ελεύθερα πόδια μου σε μια υπέρτατη προσπάθεια εκτινάξεως του έδωσαν μια τρομερή κλωτσιά στο πρόσωπο. Κλονίστηκε για μια στιγμή, το μάτι του θόλωσε και είδα στα τεράστια χέρια του, καθώς τα άπλωνε προς το λαιμό μου, την έκφραση του στραγγαλιστή. Οι άλλοι πάλεψαν σκληρά για να τον συγκρατήσουν. Σηκωτό τον πέταξαν από τη σκάλα…

23 Ιανουαρίου 1968
 
Είμαι πάλι στο δικό μου σπίτι της οδού Χάρητος. Με άφησαν ελεύθερη την άλλη μέρα των Χριστουγέννων. Τη φοβερή εκείνη νύχτα της 12 Δεκεμβρίου με κουβάλησαν με μια κουβέρτα από την ταράτσα όχι στο κελί μου, αλλά σ’ ένα από τα απομονωτήρια του υπογείου. Εκεί που καταλήγει η τρύπα του θανάτου από το πλυσταριό. Εδώ ο αέρας είναι λίγος, η ατμόσφαιρα πνιγερή.

Το πάτωμα δεν έχει τσιμέντο.
Όταν με άδειασαν από την κουβέρτα στο κελί το γυμνό πληγιασμένο κορμί μου ανακατεύθηκε με τη γλύτσα και τα πεταμένα ρούχα μου. Ήταν λάσπη που μύριζε αίμα και ακαθαρσίες. Το μάκρος του κελιού μόλις έπαιρνε το σώμα μου αν είχα διπλωμένα τα πόδια.

Ήμουνα όμως χωρίς χειροπέδες κι έτσι μπόρεσα να ντυθώ, να κρατάω τη μύτη μου και ν’ αναπνέω με το στόμα. Στα πρώτα δέκα λεφτά, παρά τους πόνους, την αιμορραγία και την εξάντληση, στεκόμουνα ορθή. Αυτή η βρώμικη λάσπη μου έφερνε εμετό. Και ο εμετός γινότανε το επίστρωμα της λάσπης. Δεν άντεξα για πολύ. Έπεσα κάτω και παραδόθηκα άνευ όρων στη λάσπη και στους εμετούς. Έζησα εκεί ως τις 26 Δεκεμβρίου. Αλλά δεν με βασάνισαν άλλο.

Και δεν ξαναείδα ούτε τον Καραπαναγιώτη, ούτε τους άλλους, ούτε το βιαστή μου.
Στις 26 το μεσημέρι ένας αστυφύλακας με στολή με πήγε στο γραφείο του Λάμπρου. Μέσα στο γραφείο αντίκρισα τον πατέρα μου.

Κράτησα τους λυγμούς μου. Δεν ήθελα να δώσω ικανοποίηση στον κύριο διοικητή που στεκότανε όρθιος. Ο πατέρας μπροστά στο φάντασμα που έβλεπε είχε καταρρεύσει.

«Είσαι ελεύθερη», είπε ψυχρά ο Λάμπρου.
Και νάμαι πάλι από τη φρίκη της Μπουμπουλίνας στη θαλπωρή και στις ανέσεις του πατρικού σπιτιού.
Η μητέρα ήταν ακόμη στην κλινική. Είχε πάθει καρδιακή προσβολή την ημέρα που έμαθε ότι μ’ έπιασαν. Ο πατέρας είπε ότι ήταν θαύμα που σώθηκε. Σε τρεις μέρες γύρισε σπίτι. Εμένα με εξέτασε συμβούλιο γιατρών και με υπέβαλε σε πολύπλευρη συστηματική θεραπεία. Το κάψιμο του μηρού έχει αφήσει μια βαθειά ούλη. Πιο αποκρουστική είναι η πληγή του στήθους. Είχε αρχίσει μόλυνση και χρειάστηκε να εγχειριστώ. Μου κόψανε το μισό στήθος. Ο αριστερός ώμος είχε υποστεί εξάρθρωση από το κρέμασμα. Ένα σπασμένο πλευρό μπήκε σε νάρθηκα. Έχω συνεχείς ιλίγγους και μου κάνουν ηλεκτροθεραπεία.

Υπάρχει όμως και κάτι ακόμη πιο φοβερό και αγιάτρευτο. Σήμερα το πρωί βεβαιώθηκα οριστικά ότι είμαι έγκυος. Έχω μέσα στα σπλάχνα μου το σπόρο της απαίσιας εκείνης νύχτας.

Πηγή: 2020mag.gr

Η εξέγερση στο Πολυτεχνείο το ’73 και η εισβολή του τανκ μέσα από σπάνια έγχρωμα πλάνα

Πέμπτη, 16/11/2023 - 21:44

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου στην Αθήνα, τον Νοέμβριο του 1973 ήταν η κορυφαία αντιδικτατορική εκδήλωση ενάντια στη Χούντα των Συνταγματαρχών η οποία έληξε τα ξημερώματα της 17ης Νοεμβρίου με την εισβολή ενός τανκ. Τα γεγονότα άφησαν νεκρούς, τραυματίες και οδήγησαν σε φυλακίσεις και βασανιστήρια.

Η Aylon Film Archives δημοσιοποίησε ένα βίντεο περίπου 13 λεπτών από τις μέρες μεταξύ 14 και 17 Νοεμβρίου 1973 που αξίζει να βλέπουμε κάθε χρόνο, ως ιστορικό τεκμήριο μιας μνήμης που δεν πρέπει να ζήσουμε ξανά στον τόπο.

Τα πλάνα τραβήχτηκαν από τον Νικόλα Βερνίκο, από το παράθυρο γωνιακού δωματίου στον 1ο όροφο του απέναντι από το Πολυτεχνείο ξενοδοχείου ΑΚΡΟΠΟΛ. Τα πλάνα που βλέπουμε δείχνουν από το παράθυρο την κατάσταση στην οδό Πατησίων και είναι αρκετά σκοτεινά.

Στο 7:03 λεπτό του φιλμ βλέπουμε για πρώτη φορά την κάνη του ενός τανκ που στεκόταν κάτω από το παράθυρο του κινηματογραφιστή. Λίγο αργότερα, στο 7:12 το τανκ προχωρώντας, σπρώχνει ένα λεωφορείο στη μέση του δρόμου. Ο προβολέας σαρώνει τη γωνία Τοσίτσα και Πατησίων για να καταλήξει στα κάγκελα και την πύλη του Πολυτεχνείου.

Στο 7:45 λεπτό καταφθάνουν τα τεθωρακισμένα οχήματα μεταφέροντας πλήθος οπλισμένων στρατιωτών, ανεβαίνοντας την Πατησίων.

Στο επόμενο πλάνο 7:50 ομάδα γιατρών-νοσηλευτών με άσπρες στολές διασχίζουν τον δρόμο μεταφέροντας ένα φορείο με κάποιον άνθρωπο σκεπασμένο με σεντόνι, ενώ ακολουθούνται από αστυνομικούς.

Στο 8:59 ο οδηγός του άρματος μάχης που βρισκόταν κάτω από το «Ακροπόλ» σκαρφαλώνει και παίρνει τη θέση του. Ομάδες στρατιωτών παρατάσσονται ενώ στα κάγκελα της πύλης συνεχίζονται οι διαπραγματεύσεις.

Κοντινό πλάνο της πύλης με τη σημαία. Η κάμερα χάνεται μέσα στο σκοτάδι και επανέρχεται με κοντινό στην πύλη και τις διαπραγματεύσεις ενώ το τανκ πλησιάζει περισσότερο προς την πύλη και στρίβει λίγο προς τη μεριά της οδού Πολυτεχνείου.

Κοντινό στην οροφή ενός λεωφορείου που φωτίζεται από τον προβολέα. Ο κινηματογραφιστής δεν προλαβαίνει τη στιγμή που το άρμα πέφτει πάνω στην πύλη, αλλά αμέσως μετά το βλέπουμε να την έχει ρίξει και να μπαίνει πιο μέσα ενώ εισβάλλουν στρατιώτες (11:03 λεπτό).

Σύντομα αρχίζει η έξοδος των φοιτητών από την πεσμένη πλέον πύλη.

 

Η περιγραφή του βίντεο αναλυτικά:

Η Εξέγερση ξεκίνησε στις 14 Νοεμβρίου με κατάληψη του Μετσόβιου Πολυτεχνείου Αθηνών από φοιτητές και σπουδαστές και η οποία κλιμακώθηκε σε αντιδικτατορική διαδήλωση, καθώς συνέρρευσαν και χιλιάδες πολιτών και έληξε τα ξημερώματα της 17ης Νοεμβρίου, με την εισβολή ενός τανκ στην κεντρική είσοδο του πανεπιστημιακού συγκροτήματος, οπότε εισέβαλε η αστυνομία και ο στρατός. Ακολούθησαν γεγονότα που άφησαν νεκρούς, τραυματίες και οδήγησαν πολλούς σε φυλακίσεις και βασανιστήρια.

Ο κινηματογραφιστής Νίκος Α. Βερνίκος βρίσκεται σε δωμάτιο του ξενοδοχείου «Ακροπόλ», απέναντι από το Πολυτεχνείο. Κινηματογραφεί τα γεγονότα κρυφά.

Πρώτο πλάνο στην ταινία το εξώφυλλο της εφημερίδας «Το Βήμα», η οποία κάνει αναφορά στις κινητοποιήσεις, με ημερομηνία 16 Νοεμβρίου.

Αμέσως μετά βρισκόμαστε έξω από την περίφραξη του Πολυτεχνείου, όπου βλέπουμε αναρτημένα πικέτες, πλακάτ και πανό, διακρίνουμε ένα που γράφει «Ελευθερία», την Ελληνική σημαία, κόσμο μέσα και έξω από τον χώρο του ιδρύματος και με zoom out o κινηματογραφιστής μας δίνει γενικά πλάνα με τους φοιτητές σκαρφαλωμένους στα κάγκελα και πολίτες που συγκεντρώνονται, από το φως καταλαβαίνουμε πως είναι πρωί.

Αστυνομικοί έχουν κλείσει την πρόσβαση στην Πατησίων και εκτρέπουν τους πολίτες που κατευθύνονται προς την επίμαχη περιοχή. Η ροή των αυτοκινήτων διακόπτεται και οι οδηγοί προωθούνται από την οδό Μάρνη, απέναντι από το Αρχαιολογικό μουσείο, στην αντίθετη πλευρά. Όλο και περισσότεροι νέοι συγκεντρώνονται, μέχρι που ο χώρος γεμίζει ασφυκτικά.

Πλάνα από τις στέγες και τα κτίρια του Πολυτεχνείου, διακρίνουμε το κτίριο Αβέρωφ και φοιτητές που βρίσκονται εκεί. Φοιτητές με καθρέφτες τυφλώνουν την κάμερα ώστε να αποτρέψουν την κινηματογράφηση για να μη χρησιμοποιηθεί εναντίον τους.

Ο πεζόδρομος της οδού Τοσίτσα έχει καταληφθεί από πλήθος πολιτών συμπαραστεκόμενων στον αγώνα των φοιτητών, που παίρνουν την ευκαιρία να ενωθούν με το αντιδικτατορικό κίνημα.

Καθώς φτάνει το απόγευμα, η οδός Πατησίων έχει γεμίσει από κόσμο μέχρι το κέντρο της πόλης.

Αρχίζει να πέφτει το φως, και σύμφωνα με το χρονικό των γεγονότων γύρω στις 7 το απόγευμα επεμβαίνει η αστυνομία και διαλύει τον όγκο των διαδηλωτών έξω απ’ το Πολυτεχνείο.

Βλέπουμε τις φωτιές μέσα και έξω από το Πολυτεχνείο που άναψαν οι φοιτητές για να αντιμετωπίσουν τα δακρυγόνα που είχε ρίξει νωρίτερα η αστυνομία. Οι φωτιές συνεχίζουν στην Πατησίων στην κατεύθυνση προς Ομόνοια.

Ένα ασθενοφόρο αναχωρεί από την Τοσίτσα ενώ αυτοκίνητα της αστυνομίας με προβολείς σαρώνουν τον χώρο προς την κεντρική πύλη.

 

17 Νοέμβρη 1973: Πολυτεχνείο EUROKINISSI

 

Η μαρτυρία

Ο δημιουργός του βίντεο, Νίκος Βερνίκος, γράφει στη λεζάντα που συνοδεύει το ντοκουμέντο, όπως αναρτήθηκε στο YouTube.

“Αυτά τα πλάνα γυρίστηκαν από το παράθυρο ενός γωνιακού δωματίου στον 1ο όροφο του ξενοδοχείου “Acropol”, το οποίο βρίσκεται απέναντι από το Εθνικό (Μετσόβιο) Πολυτεχνικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, από τον Νικόλα Βερνίκο μεταξύ 14 και 17 Νοεμβρίου 1973.

Σε ένα κοντινό δωμάτιο βρισκόταν το ολλανδικό συνεργείο με επικεφαλής τον Albert Coerant (βραβευμένο για την ταινία για το Polytechneio), ο οποίος, ταυτόχρονα, τραβούσε τα γεγονότα. (ΣΣ. Τα γνωστά σε όλους πλάνα από τη νύχτα του Πολυτεχνείου)

Είχα νοικιάσει το δωμάτιο για την υποστήριξη των φοιτητών – μελών του Ελληνικού Ευρωπαϊκού Κινήματος Νέων. Ήταν μια οργάνωση για την κινητοποίηση του φοιτητικού κινήματος ενάντια στη δικτατορία. Ο αδερφός μου Γιώργος Α. Βέρνικος, ο οποίος είχε ηγετική θέση στο EKIN, ήταν επίσης μέλος της επιτροπής κατάληψης της Νομικής Σχολής τον Φεβρουάριο του 1973 και ήταν σε συνεχή επαφή και συντονισμό με την επιτροπή κατάληψης του Πολυτεχνείου.

Από αυτήν την αίθουσα, εκτός από την βοήθεια των φοιτητών, παρέχονταν πληροφορίες μέσω τηλεφώνου (από τη Demi Vezyrouli και την NAV) στα ευρωπαϊκά μέσα ενημέρωσης, ειδικά στα BBC, Le Monde και Deutsche Welle, όπου ο αείμνηστος Παύλος Μπακογιάννης ήταν συνεργάτης για τα ελληνικά θέματα όπως και οι δημοσιογράφοι Βάσος Μαθιόπουλος και Άγγελος Μαρόπουλος.

Η μαγνητοσκόπηση αυτών των περιστατικών γύρω από το Πολυτεχνείο πραγματοποιήθηκε μέσα από τις κλειστές ξύλινες περσίδες με ανοιχτά τα παράθυρα και με κομμένη την ανάσα.

Τα μεσάνυχτα της Παρασκευής 16 προς  Σάββατο 17 Νοεμβρίου στη γωνία του ξενοδοχείου Acropol σταμάτησε ένα τανκ που περίμενε να παρέμβει. Το κράνος του όρθιου οδηγού έφτανε σχεδόν στο κάτω μέρος του γωνιακού παραθύρου.

Λίγο πριν από την επίθεση στο Πολυτεχνείο και ενώ υπήρχε απόλυτη σιωπή, ένας μικρός θόρυβος δημιουργήθηκε στο δωμάτιο από τους φίλους, τους συμφοιτητές και το τηλέφωνο.

Ο στρατιώτης γύρισε τον προβολέα του θωρακισμένου οχήματος στην πρόσοψη του ξενοδοχείου, προσπαθώντας να εντοπίσει την πηγή του θορύβου. Σταμάτησε για μια στιγμή στο παράθυρο πίσω του και λίγο πιο πάνω, ήταν το σκοτεινό, με κλειστές περσίδες, παράθυρο του δωματίου μας. Το φως του προβολέα μπήκε μέσα από τις περσίδες. Ο στρατιώτης προσπαθούσε να καταλάβει από πού προερχόταν ο θόρυβος, που ήταν διαφορετικός από τον ήχο των πυροβολισμών. Καθώς κινήθηκε, φώτησε τους τοίχους και ειδικά την οροφή του δωματίου προς όλες τις κατευθύνσεις.

Η αναπνοή όσων ήταν παρόντες στο δωμάτιο, σταμάτησε. Έμειναν σαν το μαρμάρινο άγαλμα του Χαλεπά την “Κοιμωνένη” στα κρεβάτια και στο πάτωμα. Αναπνεύσαμε όταν έφυγε το φως.

Το θωρακισμένο όχημα κινήθηκε λίγο και κάλυψε το άλλο τανκ κοντά του, απέναντι από την πόρτα του Πολυτεχνείου. Οι πυροβολισμοί από ελεύθερους σκοπευτές ακούστηκαν από τους κάθετους δρόμους στην οδό Πατησίων.

Γύρω στις 2.30, αφού οι πολιορκημένοι αρνήθηκαν να φύγουν, το τανκ έριξε την είσοδο της πανεπιστημιακής πύλης, μπήκε στην αυλή, πάνω από σταθμευμένα αυτοκίνητα και μπήκε ο στρατός. Οι μαθητές φώναξαν «Ψωμί, Εκπαίδευση, Ελευθερία. Είμαστε αδέλφια» και έτρεχαν κυνηγημένοι από την αστυνομία και τον στρατό, ενώ σφαίρες σφύριζαν γύρω τους.

Πολλοί, μεταξύ των οποίων οι πρώτοι που τραυματίστηκαν νωρίτερα από τις σφαίρες, βρήκαν καταφύγιο στο ισόγειο του ξενοδοχείου Acropol. Μερικοί από αυτούς, που τραυματίστηκαν σοβαρά, μεταφέρθηκαν στο δωμάτιο του ξενοδοχείου μας. Η Torill Engleland Magreth, 22χρονη φοιτήτρια από το Molde της Νορβηγίας, δεν τα κατάφερε. Θανάσιμα τραυματισμένη από τους πυροβολισμούς, πέθανε από αιμορραγία στην καρωτιδική αρτηρία στα χέρια μου και στα χέρια του Γιώργου Λαζαρίδη, οδοντιάτρου που μετέφερε το σώμα στον κοντινό Σταθμό Πρώτων Βοηθειών στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου.

Στιγμές που ο χρόνος συρρικνώνεται και τα δευτερόλεπτα μοιάζουν με αιώνες και μένουν για πάντα στη μνήμη μας.

Ο Βερνίκος συνελήφθη το Σάββατο 17 Νοεμβρίου το μεσημέρι από τη Στρατιωτική Αστυνομία. Παρέμεινε στη φυλακή μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου και ανακρίθηκε και βασανίστηκε.

– Βέρνικος Α. Νικόλας”

ΤΑ ΘΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ

ΟΙ 24 ΠΛΗΡΩΣ ΤΕΚΜΗΡΙΩΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ

1. Σπυρίδων Κοντομάρης του Αναστασίου, 57 ετών, δικηγόρος (πρώην βουλευτής Κερκύρας της Ένωσης Κέντρου), κάτοικος Αγίου Μελετίου, Αθήνα. Στις 16.11.1973, γύρω στις 20.30-21.00, ενώ βρισκόταν στη διασταύρωση οδών Γεωργίου Σταύρου & Σταδίου, προσβλήθηκε από δακρυγόνα αέρια που έριχνε η Αστυνομία κατά των διαδηλωτών, με αποτέλεσμα να υποστεί έμφραγμα του μυοκαρδίου. Μεταφέρθηκε στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ., όπου διαπιστώθηκε ο θάνατος του.

2. Διομήδης Κομνηνός του Ιωάννη, 17 ετών, μαθητής, κάτοικος Λευκάδος 7, Αθήνα. Στις 16.11.1973, μεταξύ 21.30 και 21.45, ενώ βρισκόταν μαζί με άλλους διαδηλωτές στη διασταύρωση των οδών Αβέρωφ & Μάρνη, τραυματίστηκε θανάσιμα στην καρδιά από πυρά που έριξαν εναντίον του άνδρες της φρουράς του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως. Μεταφέρθηκε στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ. και από εκεί, νεκρός πλέον, στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών (όπως λεγόταν τότε το Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο).

3. Σωκράτης Μιχαήλ, 57 ετών, εμπειρογνώμων ασφαλιστικής εταιρείας, κάτοικος Περιστερίου Αττικής. Στις 16.11.1973, μεταξύ 21.00 και 22.30, ενώ βρισκόταν μεταξύ των οδών Μπουμπουλίνας και Σόλωνος, προσβλήθηκε από δακρυγόνα αέρια που έριχνε η Αστυνομία κατά των διαδηλωτών, με αποτέλεσμα να υποστεί απόφραξη της αριστεράς στεφανιαίας. Μεταφέρθηκε ημιθανής στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ. (F Σεπτεμβρίου), όπου και πέθανε.

4. Toril Margrethe Engeland του Per Reidar, 22 ετών, φοιτήτρια από το Molde της Νορβηγίας. Στις 16.11.1973, γύρω στις 23.30, τραυματίστηκε θανάσιμα στο στήθος από πυρά της φρουράς του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως. Μεταφέρθηκε από διαδηλωτές στο ξενοδοχείο «Ακροπόλ» και αργότερα, νεκρή ήδη, στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ι.Κ.Α. Ανακριβώς είχε αναφερθεί αρχικά από την Αστυνομία ως «Αιγυπτία Τουρίλ Τεκλέτ» και η παρεξήγηση αυτή επιβιώνει ακόμη σε κάποιους «καταλόγους νεκρών».

5. Βασίλειος Φάμελλος του Παναγιώτη, 26 ετών, ιδιωτικός υπάλληλος, από τον Πύργο Ηλείας, κάτοικος Κάσου 1, Κυψέλη, Αθήνα. Στις 16.11.1973, γύρω στις 23.30, τραυματίστηκε θανάσιμα στο κεφάλι από πυρά της φρουράς του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως. Μεταφέρθηκε από διαδηλωτές στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ. και από εκεί, νεκρός πλέον, στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών.

6. Γεώργιος Σαμούρης του Ανδρέα, 22 ετών, φοιτητής Παντείου, από την Πάτρα, κάτοικος πλατείας Κουντουριώτου 7, Κουκάκι. Στις 16.11.1973 γύρω στις 24.00, ενώ βρισκόταν στην ευρύτερη περιοχή του Πολυτεχνείου (Καλλιδρομίου και Ζωσιμάδων), τραυματίστηκε θανάσιμα στον τράχηλο από πυρά της αστυνομίας. Μεταφέρθηκε στο πρόχειρο ιατρείο του Πολυτεχνείου, όπου απεβίωσε. Από εκεί μεταφέρθηκε στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ι.Κ.Α. Ανακριβώς είχε αναφερθεί αρχικά από την Αστυνομία ως «Χαμουρλής».

7. Δημήτριος Κυριακόπουλος του Αντωνίου, 35 ετών, οικοδόμος, από τα Καλάβρυτα, κάτοικος Περιστερίου Αττικής. Κατά τις βράδυνες ώρες της 16.11.1973 ενώ βρισκόταν στην περιοχή του Πολυτεχνείου, προσβλήθηκε από δακρυγόνα αέρια και στη συνέχεια κτυπήθηκε από αστυνομικούς με συμπαγείς ράβδους, συνεπεία των οποίων πέθανε, από οξεία ρήξη αορτής, τρεις ημέρες αργότερα, στις 19.11.1973, ενώ μεταφερόταν στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ.

8. Σπύρος Μαρίνος του Διονυσίου, επονομαζόμενος Γεωργαράς, 31 ετών, ιδιωτικός υπάλληλος, από την Εξωχώρα Ζακύνθου. Κατά τις βράδυνες ώρες της 16.11.1973, ενώ βρισκόταν στην περιοχή του Πολυτεχνείου, κτυπήθηκε από αστυνομικούς με συμπαγείς ράβδους, και υπέστη κρανιοε-γκεφαλικές κακώσεις. Μεταφέρθηκε στο Θεραπευτήριο Πεντέλης, όπου πέθανε τη Δευτέρα, 19.11.1973, από οξύ αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο. Τάφηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, όπου στις 9.9.1974, έγινε τελετή στη μνήμη του.

9. Νικόλαος Μαρκούλης του Πέτρου, 24 ετών, εργάτης, από το Παρ-θένι Θεσσαλονίκης, κάτοικος Χρηστομάνου 67, Σεπόλια, Αθήνα, εργάτης. Κατά τις πρωινές ώρες της 17.11.1973, ενώ βάδιζε στην πλατεία Βάθης, τραυματίστηκε στην κοιλιά από ριπή στρατιωτικής περιπόλου. Μεταφέρθηκε στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών, όπου πέθανε τη Δευτέρα 19.11.1973.

10. Αικατερίνη Αργυροπούλου σύζυγος Αγγελή, 76 ετών, κάτοικος Κέννεντυ και Καλύμνου, Αγιοι Ανάργυροι Αττικής. Στις 10.00 της 17.11.1973, ενώ βρισκόταν στην αυλή του σπιτιού της, τραυματίστηκε στην πλάτη από σφαίρα. Διακομίστηκε στην κλινική «Παμμακάριστος» (Κάτω Πατήσια), όπου νοσηλεύτηκε επί ένα μήνα και κατόπιν μεταφέρθηκε στο σπίτι της, όπου πέθανε συνεπεία του τραύματος της μετά από ένα εξάμηνο (Μάιος 1974).

11. Στυλιανός Καραγεώργης του Αγαμέμνονος, 19 ετών, οικοδόμος, κάτοικος Μιαούλη 38, Νέο Ηράκλειο Αττικής. Στις 10.15 το πρωί της 17.11.1973, ενώ βρισκόταν μαζί με άλλους διαδηλωτές στην οδό Πατησίων, μεταξύ των κινηματογράφων «ΑΕΛΑΩ» και «ΕΑΛΗΝΙΣ», τραυματίστηκε από ριπή πολυβόλου που έρριξε εναντίον τους περίπολος πεζοναυτών που επέβαινε ενός τεθωρακισμένου οχήματος. Μεταφέρθηκε στο Κ.Α.Τ., όπου πέθανε μετά από 12 μέρες, στις 30.11.1973.

12. Μάρκος Καραμανής του Δημητρίου, 23 ετών, ηλεκτρολόγος, από τον Πειραιά, κάτοικος Χίου 35, Αιγάλεω. Στις 10.30 περίπου το πρωί της 17.11.1973, ενώ βρισκόταν στην ταράτσα πολυκατοικίας επί της πλατείας Αιγύπτου 1, τραυματίστηκε θανάσιμα στο κεφάλι από πυρά της στρατιωτικής φρουράς που ενέδρευε στην ταράτσα του Ο.Τ.Ε. (αυτουργός ο ανθυπολοχαγός Ιωάννης Λυμπέρης, 573ου Τάγματος Πεζικού). Μεταφέρθηκε στην κλινική «Παντάνασσα» (πλατεία Βικτωρίας), όπου διαπιστώθηκε ο θάνατος του.

13. Αλέξανδρος Σπαρτίδης του Ευστρατίου, 16 ετών, μαθητής, από τον Πειραιά, κάτοικος Αγίας Λαύρας 80, Αθήνα. Στις 10.30 με 11.00 περίπου το πρωί της 17.11.1973, ενώ βάδιζε στη διασταύρωση των οδών Πατησίων και Κότσικα, τραυματίστηκε θανάσιμα στην κοιλιά από πυρά της στρατιωτικής φρουράς που ενέδρευε στην ταράτσα του Ο.Τ.Ε. (αυτουργός ο ανθυπολοχαγός Ιωάννης Λυμπέρης, 573ου Τάγματος Πεζικού). Με διαμπερές τραύμα μεταφέρθηκε στο Κ.Α.Τ., όπου τον βρήκε νεκρό ο πατέρας του.

14. Δημήτριος Παπαϊωάννου, 60 ετών, διευθυντής ταμείου αλευροβιομηχάνων, κάτοικος Αριστομένους 105, Αθήνα. Γύρω στις 11.30 της 17.11.1973, ενώ βρισκόταν στην πλατεία Ομονοίας, προσβλήθηκε από δακρυγόνα αέρια που έριχνε η Αστυνομία. Μεταφέρθηκε στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ., όπου διαπιστώθηκε ο θάνατος του, συνεπεία εμφράγματος.

15. Γεώργιος Γεριτσίδης του Αλεξάνδρου, 47 ετών, εφοριακός υπάλληλος, κάτοικος Ελπίδος 29, Νέο Ηράκλειο Αττικής. Στις 12.00 της 17.11.1973, ενώ βρισκόταν μέσα στο αυτοκίνητο του στα Νέα Λιόσια, τραυματίστηκε θανάσιμα στο κεφάλι από πυρά που διέσχισαν τον ουρανό του αυτοκινήτου. Μεταφέρθηκε στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών, όπου πέθανε αυθημερόν.

16. Βασιλική Μπεκιάρη του Φωτίου, 17 ετών, εργαζόμενη μαθήτρια, από τα Αμπελάκια Βάλτου Αιτωλοακαρνανίας, κάτοικος Μεταγένους 8, Νέος Κόσμος. Στις 12.00 το μεσημέρι της 17.11.1973, ενώ βρισκόταν στην ταράτσα του σπιτιού της, τραυματίστηκε θανάσιμα στον αυχένα από πυρά. Μεταφέρθηκε στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών και στη συνέχεια στον «Ευαγγελισμό», όπου πέθανε αυθημερόν.

17. Δημήτρης Θεοδώρας του Θεοφάνους, 52 ετών, κάτοικος Ανακρέοντος 2, Ζωγράφου. Στις 13.00, της 17.11.1973, ενώ διέσχιζε με τη μητέρα του τη διασταύρωση της οδού Ορεινής Ταξιαρχίας με τη λεωφόρο Παπάγου στου Ζωγράφου, τραυματίστηκε θανάσιμα στο κεφάλι από πυρά στρατιωτικής περιπόλου με επικεφαλής αξιωματικό (πιθανόν ο ίλαρχος Σπυρίδων Σταθάκης του Κ.Ε.Τ/Θ), που βρισκόταν ακροβολισμένη στο λόφο του Αγίου Θεράποντος. Εξέπνευσε ακαριαία και όταν μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο των Παίδων, απλώς διαπιστώθηκε ο θάνατος του.

18. Αλέξανδρος Βασίλειος (Μπασρί) Καράκας, 43 ετών, Αφγανός τουρκικής υπηκοότητας, ταχυδακτυλουργός, κάτοικος Μύρων 10, Αγιος Παντελεήμονας, Αθήνα. Στις 13.00, της 17.11.1973, ενώ βάδιζε με τον 13χρονο γιο του στη διασταύρωση των οδών Χέϋδεν και Αχαρνών, τραυματίστηκε θανάσιμα στην κοιλιά από ριπή μυδραλίου τεθωρακισμένου στρατιωτικού οχήματος. Μεταφέρθηκε απευθείας στο νεκροτομείο, όπου διαπιστώθηκε ο θάνατος του.

19. Αλέξανδρος Παπαθανασίου του Σπυρίδωνος, 59 ετών, συνταξιούχος εφοριακός, από το ΚεράσοΒο Αιτωλοακαρνανίας, κάτοικος Νάξου 116, Αθήνα. Στις 13.30 της 18.11.1973, ενώ βάδιζε με τις ανήλικες κόρες του στη διασταύρωση των οδών Δροσοπούλου και Κύθνου, απέναντι από το ΙΣΤ’ Αστυνομικό Τμήμα, βρέθηκε εν μέσω πυρών, προερχομένων από τους αστυνομικούς του Τμήματος, με αποτέλεσμα να πάθει συγκοπή. Μεταφέρθηκε στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών, όπου διαπιστώθηκε ο θάνατος του.

20. Ανδρέας Κούμπος του Στέργιου 63 ετών, βιοτέχνης, από την Καρδίτσα, κάτοικος Αμαλιάδος 12, Κολωνός. Γύρω στις 11.00 με 12.00 της 18.11.1973, ενώ βάδιζε στη διασταύρωση των οδών Γ’ Σεπτεμβρίου και Καποδιστρίου, τραυματίστηκε στη λεκάνη από πυρά μυδραλίου τεθωρακισμένου στρατιωτικού οχήματος. Μεταφέρθηκε στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ., κατόπιν στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών και τέλος στο Κ.Α.Τ., όπου και πέθανε στις 30.1.1974.

21. Μιχαήλ Μυρογιάννης του Δημητρίου, 20 ετών, ηλεκτρολόγος, από τη Μυτιλήνη, κάτοικος Ασημάκη Φωτήλα 8, Αθήνα. Στις 12.00 το μεσημέρι της 18.11.1973, ενώ βάδιζε στη διασταύρωση των οδών Πατησίων και Στουρνάρη, τραυματίστηκε θανάσιμα στο κεφάλι από πυρά περιστρόφου αξιωματικού του Στρατού (αυτουργός ο συνταγματάρχης Νικόλςος Ντερτι-λής). Μεταφέρθηκε στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ. σε κωματώδη κατάσταση και κατόπιν στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών, όπου πέθανε αυθημερόν.

22. Κυριάκος Παντελεάκης του Δημητρίου, 44 ετών, δικηγόρος, από την Κροκέα Λακωνίας, κάτοικος Φερρών 5, Αθήνα. Στις 12.00 με 12.30 το μεσημέρι της 18.11.1973, ενώ βάδιζε στη διασταύρωση των οδών Πατησίων και Γλάδστωνος, τραυματίστηκε θανάσιμα από πυρά διερχομένου άρματος μάχης. Μεταφέρθηκε στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών, όπου και πέθανε στις 27.12.1973.

23. Ευστάθιος Κολινιάτης, 47 ετών, από τον Πειραιά, κάτοικος Νικο-πόλεως 4, Καματερό Αττικής. Κτυπήθηκε στις 18.11.1973 από αστυνομικούς με συμπαγείς ράβδους, και υπέστη κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, συνεπεία των οποίων πέθανε στις 21.11.1973.

24. Ιωάννης Μικρώνης του Αγγέλου, 22 ετών, φοιτητής στο τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών του Πανεπιστημίου Πατρών, από την Ανω Αλισσό Αχαΐας. Συμμετείχε στην κατάληψη του Πανεπιστημίου Πατρών. Κτυπήθηκε μετά τα γεγονότα, υπό συνθήκες που παραμένουν ακόμη αδιευκρίνιστες. Συνεπεία της κακοποίησης του υπέστη ρήξη του ήπατος, εξαιτίας της οποίας πέθανε στις 17.12.1973 στο Λαϊκό Νοσοκομείο Αθηνών, όπου νοσηλευόταν. Σύμφωνα με ορισμένες ενδείξεις, ο τραυματισμός του συνέβη στην Πάτρα, άλλες όμως πληροφορίες τον τοποθετούν στην Αθήνα. Η περίπτωση του παραμένει υπό έρευνα.

Πολυτεχνείο: Στη δημοσιότητα έγχρωμο φιλμ που απαθανάτισε την εξέγερση της 17ης Νοέμβρη 1973

Πέμπτη, 17/11/2022 - 19:14

Tα γεγονότα της 17ης Νοέμβρη 1973 στο Πολυτεχνείο αποτυπώνει μία σειρά έγχρωμων φιλμ. Με αφορμή την 49η επέτειο της εξέγερσης, ο Νικόλας Γιατρομανωλάκης κοινοποίησε στο Facebook τα ντοκουμέντα της εποχής.

Στην ανάρτησή του για τα γεγονότα στο Πολυτεχνείο που απαθανάτισε το έγχρωμο φιλμ, ο υφυπουργός Πολιτισμού, Νικόλας Γιατρομανωλάκης, αναφέρει:

«Τα φιλμ αυτά τραβήχτηκαν από το παράθυρο γωνιακού δωματίου στον 1ο όροφο του απέναντι από το Πολυτεχνείο ξενοδοχείου Acropole από τον Νίκο Α. Βερνίκο μεταξύ 14-17 Νοεμβρίου 1973.

Το δωμάτιο το είχα νοικιάσει και για την υποστήριξη των φοιτητών μελών της Ελληνοευρωπαϊκής Κίνησης Νέων (ΕΚΙΝ). Οργάνωση για την κινητοποίηση του φοιτητικού κινήματος ενάντια στη δικτατορία», αναφέρει.

«Η παρακολούθηση των γύρω από το Πολυτεχνείο γεγονότων γινόταν μέσα από το κατεβασμένο ξύλινο ρολό με ανοικτό το τζάμι, με κομμένη την ανάσα.
Μεσάνυκτα Παρασκευής 16 προς Σάββατο 17 Νοεμβρίου στη γωνία του Acropole ήταν σταθμευμένο τανκ που περίμενε να επέμβει. Το κράνος του όρθιου οδηγού έφτανε στο κάτω μέρος του γωνιακού παραθύρου.

Λίγο πριν την επέμβαση στο Πολυτεχνείου και ενώ επικρατούσε πλήρης ησυχία, δημιουργήθηκε μικρός θόρυβος μέσα στο δωμάτιο από τους παρευρισκόμενους φίλους συναγωνιστές φοιτητές και το τηλέφωνο. Ο στρατιώτης έστρεψε τη φωτιστική δέσμη του προβολέα του τανκ στην πρόσοψη του ξενοδοχείου, προσπαθώντας να εντοπίσει την πηγή του θορύβου. Σταμάτησε για λίγο στο από πίσω του και λίγο πιο πάνω ευρισκόμενο σκοτεινό, με το κατεβασμένο ρόλο, παράθυρο του δωματίου μας. Το φως του προβολέα έμπαινε μέσα από τις χαραμάδες. Ο στρατιώτης προσπαθούσε να καταλάβει από που ερχόταν ο θόρυβος που ξεχώρισε από τον ήχο των πυροβολισμών. Όπως εκινείτο φώτιζε τοίχους και ιδιαίτερα το ταβάνι του δωματίου προς όλες τις κατευθύνσεις. Η αναπνοή των παρευρισκόμενων στο δωμάτιο σταμάτησε».

Στο τότε ξενοδοχείο Acropole Palace, νυν Acropole Across το οποίο αυτή τη στιγμή προετοιμάζουμε ως τον πρώτο δημόσιο φορέα εστιασμένο στους ίδιους τους δημιουργούς, ένας χώρος θα αφιερωθεί μόνιμα στη προβολή όλου αυτού του υλικού και στις ημέρες εκείνες του 1973 που άλλαξαν την Ελλάδα και συνέδεσαν για πάντα τα δύο αυτά κτήρια που αντικρύζουν το ένα το άλλο.

Δείτε την ανάρτηση:

 

Δείτε το βίντεο του Νίκου Βερνίκου που κινηματογραφούσε τα γεγονότα κρυφά:

Πηγή: newsit.gr

Φωτιά – Εκθεση της Πυροσβεστικής «προειδοποιούσε» για τον κίνδυνο

Τρίτη, 10/08/2021 - 11:51
Ως περιοχές μεγάλης τρωτότητας για τις οποίες θα έπρεπε να υπάρχει επιχειρησιακή ετοιμότητα και ιδιαίτερη προσοχή προσδιορίζονταν σε έγγραφο της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας για τον σχεδιασμό δασοπυρόσβεσης του 2021 – το οποίο αποκαλύπτουν «Τα Νέα» – η Βαρυμπόμπη, η Ιπποκράτειος Πολιτεία κι άλλες τέσσερις που κατακάηκαν στην Αττική στον πύρινο όλεθρο των τελευταίων ημερών!

Ακόμη στο ίδιο έγγραφο υπήρχε ειδική μνεία για τον κίνδυνο που διατρέχουν στα περιφερειακά σημεία του οικιστικού ιστού το Κρυονέρι, το Καπανδρίτι, ο Αγιος Στεφανος κι άλλες περιοχές. Χωρίς να υπάρχει έγκαιρη αντίδραση του μηχανισμού δασοπροστασίας για καμία από αυτές τις περιοχές, με αποτέλεσμα να παραδοθούν σε σημαντικά τμήματά τους στις φλόγες με ανυπολόγιστες ζημιές και οδυνηρές συνέπειες για το περιβάλλον. 

Το έγγραφο που παρουσιάζει η εφημερίδα «Νέα» περιέχεται στο πολυσέλιδο «Σχέδιο Αντιμετώπισης Δασικών Πυρκαγιών Αττικής 2021» με βάση το οποίο λειτουργεί ο αντιπυρικός σχεδιασμός για το Λεκανοπέδιο και τα περιαστικά δάση. Οπως επισημαίνεται στο έγγραφο, στην πρώτη κατηγορία βρίσκονται οι περιοχές μεγάλης τρωτότητας (δηλαδή πρόκειται για περιοχές μείξης κατοικιών ή ανθρώπινων γενικότερα και άγριας δασώδους, πυκνώδους ή ποώδους βλάστησης της οποίας ο όγκος επηρεάζει την κίνηση της υπαίθριας πυρκαγιάς). Στην ίδια λίστα (συνολικά 14 περιοχές) «υψηλού κινδύνου» είναι εκτός των τριών προαναφερόμενων πυρόπληκτων περιοχών και οι Αφίδνες, η Δροσοπηγή, η περιοχή Μικροχωρίου – Καπανδριτίου από τις οποίες επίσης πέρασε η πύρινη λαίλαπα. Με καταστροφικές συνέπειες.

Ακόμη στο έγγραφο υπάρχει μνεία για δεύτερο βαθμό τρωτότητας σε «οικισμούς ή οικιστικές πυκνώσεις εντός δασικών περιοχών. Αυτές οι περιοχές είναι ο Κάλαμος, το Καπανδρίτι, το Πολυδένδρι, ο Διόνυσος, ο Αγιος Στέφανος, το Κρυονέρι, η Δροσιά, η Ανοιξη, η Ροδόπολη, η Χασιά». Από αυτές τις περιοχές οι περισσότερες επλήγησαν αυτό το καλοκαίρι.

Πηγή: ΤΑ ΝΕΑ

Αυτοί ήταν οι νεκροί του Πολυτεχνείου

Σάββατο, 17/11/2018 - 22:00

[Ντοκουμέντα]


Αναδημοσίευση από το Tvxs / 17 Νοε. 2018 / Μάρθα Κίσκιλα / :

Φέτος συμπληρώνονται 45 χρόνια από την αιματοβαμμένη εξέγερση του Πολυτεχνείου. Το ζήτημα των νεκρών κατά τη διάρκεια της εξέγερσης και την επιχείρηση καταστολής της έρχεται και πάλι στο προσκήνιο από τη γκεμπελική προπαγάνδα: Ο βουλευτής της Χρυσής Αυγής, Γιάννης Λαγός, από το βήμα της Βουλής μάλιστα, αρνήθηκε το «παραμύθι του Πολυτεχνείου» και ισχυρίστηκε ότι δεν υπήρχαν νεκροί...

Τεκμηριώνοντας τα γεγονότα του Νοεμβρίου 1973

 

Το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών το 2002, με διευθυντή τον Λεωνίδα  Καλλιβρετάκη διεξήγαγε έρευνα με τίτλο «Τεκμηριώνοντας τα γεγονότα του Νοεμβρίου 1973» για να διασαφηνίσει μεταξύ άλλων τον πραγματικό αριθμό και την ταυτότητα των νεκρών. «Στο πλαίσιο της έρευνάς μας, επιχειρείται η συγκέντρωση και επεξεργασία με επιστημονικές μεθόδους όλων των τεκμηρίων, από τα δημοσιεύματα της εποχής μέχρι τα αρχεία των νοσοκομείων, τις ανακρίσεις και λοιπές δικαστικές έρευνες που ακολούθησαν, τα βουλεύματα που εκδόθηκαν, τις καταθέσεις στη δίκη που ακολούθησε, καθώς και προσωπικές συνεντεύξεις από αυτόπτες μάρτυρες και συγγενείς των θυμάτων. Μέσα από αυτή τη διαδικασία φθάσαμε από τους εξωπραγματικούς αριθμούς που κυκλοφορούσαν, σε έναν περιορισμένο και απολύτως εξακριβωμένο και τεκμηριωμένο καταρχήν, αριθμό νεκρών, που δεν νομίζω ότι αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης», είχε αναφέρει ο κ. Καλλιβρετάκης σε προηγούμενη συνέντευξη του στο tvxs.gr.

«Η ιστορική έρευνα επιδίωξε να δει τα γεγονότα με ψυχραιμία, ακριβώς επειδή πιστεύουμε ότι η χαώδης και ατεκμηρίωτη πληροφόρηση που υπήρχε γύρω από το ζήτημα του Πολυτεχνείου, άφηνε το περιθώριο στους έμμεσους ή άμεσους υποστηρικτές του καθεστώτος και τους κάθε λογής «αναθεωρητές» της ιστορίας να μιλούν για «παραμύθια» και για “2-3 νεκρούς από αδέσποτες σφαίρες”», είχε επισημάνει. Όσο αφορά στους αρνητές της ύπαρξης νεκρών κατά τη διάρκεια της χούντας ο κ. Καλλιβρετάκης θεωρεί ότι «δεν θα πείθονταν ποτέ, ακόμη και αν τους έβαζες μπροστά στους νεκρούς και τους άφηνες να βάλουν "τον δάκτυλον εις τον τύπον των ήλων". Η στάση τους, όταν δεν είναι κακόβουλη, είναι πάντως ιδεολογική και δεν έχει να κάνει με την πειστικότητα των τεκμηρίων».

Οι μαρτυρίες

Τον Σεπτέμβριο του 1974, μετά την αντιπολίτευση, ανατέθηκε στον εισαγγελέα Δημήτριο Τσεβά, να διενεργήσει προκαταρκτική εξέταση. Μαρτυρίες για τα γεγονότα του Πολυτεχνείου υπάρχουν πολλές. «Τύψεις συνειδήσεως με οδήγησαν μπροστά σας», φέρεται να είχε πει στην κατάθεσή του στον εισαγγελέα Δημήτριο Τσεβά, ο Δημήτριος Πίμπας, πρώην πράκτορας της ΚΥΠ. Στη συνέχεια αναφέρθηκε σε «450 νεκρούς και ομαδικούς τάφους στο νεκροταφείο Ζωγράφου».

 

Αλλά και ο δημοσιογράφος, Γρηγόριος Παπαδάτος υπέβαλε στον Τσεβά ένα κατάλογο 59 ονομάτων, που ισχυριζόταν ότι αντιστοιχούσαν σε νεκρούς εκείνων των ημερών. Όμως ο εισαγγελέας έκρινε ότι ο Παπαδάτος δεν ήταν αξιόπιστη πηγή, καθώς προέκυψε ότι κυκλοφορούσε στην περιοχή του Πολυτεχνείου με την ταυτότητα του έφεδρου αξιωματικού, διατηρώντας επαφές με παρακρατικούς και βαθμοφόρους του στρατού και της χωροφυλακής. Παράλληλα, αποδείχτηκε ότι στο δημοψήφισμα του Δεκεμβρίου 1974 ήταν υπεύθυνος του γραφείου τύπου της «Βασιλικής Ενώσεως» και προπαγάνδιζε την ψήφο υπέρ του Κωνσταντίνου.

Ένας άλλος μάρτυρας που έκανε αποκαλύψεις, ήταν ο Παντελής Τσαγκουρνής, ένας στρατιώτης που κατά τη διάρκεια των γεγονότων υπηρετούσε στο Πεντάγωνο και κατέθεσε ότι είχε δει στο Επιτελείο μια αναφορά του συνταγματάρχη Ντερτιλή, βάσει της οποίας «ο μέχρι τότε αριθμός των νεκρών ήταν 423». Ωστόσο, στο δικαστήριο ανασκεύασε τους ισχυρισμούς του, υποστηρίζοντας ότι δεν ήταν σίγουρος αν το έγγραφο «έλεγε ότι υπήρχαν 423 νεκροί ή τραυματίαι». Παρόλο αυτά η προκαταρτική έρευνα ήδη είχε ταυτοποιήσει 1.103 τραυματίες.

Διαβάστε επίσης:

Η απόφαση του εισαγγελέα

Στο πόρισμά του στις 14 Οκτωβρίου του 1974, ο εισαγγελέας Δημήτρης Τσεβάς εκτίμησε ότι ο αριθμός των νεκρών φτάνει τους 34: 15 ταυτοποιημένοι, 3 πλήρως επιβεβαιωμένοι και 16 ανώνυμοι νεκροί για τους οποίους υπήρξαν επώνυμες καταθέσεις.

«Ανεξιχνίαστος παραμένει εισέτι ο ακριβής αριθμός των νεκρών. Σύ­ντονοι κατεβλήθησαν προς την κατεύθυνσιν αυτήν προσπάθειαι και πέραν των αμέσως ή εμμέσως περιερχομένων εις γνώσιν μου, έκκλησις δια του τύπου δημοσία διετυπώθη, όπως καταγγελθώσιν ή αναφερθώσι περιπτώ­σεις θανάτων ή και εξαφανίσεων ατόμων συνεπεία των γεγονότων του Πο­λυτεχνείου [...]. Κατά την διαδρομήν της ερεύνης εβεβαιώθησαν ή και απλώς επιθανολογήθησαν περιστατικά εδραιούντα παρ' εμοίτην πεποίθησιν ότι οι νεκροί εκ των γεγονότων του Πολυτεχνείου υπήρξαν περισσότε­ροι των επισήμως ανακοινωθέντων», έγραφε το πόρισμα.

Ο «επίσημος» κατάλογος

Σύμφωνα με τον επίσημο κατάλογο των νεκρών, που συντάχθηκε με μέριμνα της Προοδευτικής Ένωσης Μητέρων Ελλάδας, 52 άνθρωποι σκοτώθηκαν στο πλαίσιο των γεγονότων της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. «Ανάμεσά τους 9 που πιθανότατα αφορούν σε άτομα τα οποία σε πρώτη φάση είχαν θεωρηθεί νεκροί, αλλά μετά τη μεταπολίτευση προέκυ­ψε, όπως είδαμε, ότι είχαν μόνο τραυματιστεί. Δύο αποτελούν γνωστές πα­ραφθορές ονομάτων και στοιχείων διαπιστωμένων νεκρών που είχαν διορ­θωθεί ήδη δύο ημέρες μετά τα γεγονότα, αλλά συνεχίζουν να αναφέρονται μαζί με τις σωστές εκδοχές τους, επαναλαμβανόμενα έτσι εις διπλούν: Υπό τον ανύπαρκτο «Αιγύπτιο» Τορίλ Τεκλέτ εξακολουθεί 30 χρόνια μετά να υποκρύπτεται η νορβηγίδα φοιτήτρια Toril Margrethe Engeland, και υπό τον Γεώργιο Σαρμαλή, ο Γεώργιος Σαμούρης. Ως Διαμαντάκος πλέον εμφανίζεται η Μαρία Διαμαντάκη των καταλόγων του 1974-1975, όνομα που θεωρούμε ότι πιθανότατα υποκρύπτει τη Μαρία Δαμανάκη, λόγω της αρχι­κής φήμης ότι η εκφωνήτρια του Πολυτεχνείου είχε εκτελεστεί», είχε γράψει ο Λεωνίδας Καλλιβρετάκης παρουσιάζοντας την έρευνα.

Οι επώνυμοι νεκροί

Το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών είχε προχωρήσει στη σύνταξη ενός προσωρινού καταλόγου των επώνυμων νεκρών των γεγονότων του Νοεμβρίου του 1973 κατά χρονολογική κατάταξη.

1. Σπυρίδων Κοντομάρης του Αναστασίου, 57 ετών, δικηγόρος (πρώην βουλευτής Κερκύρας της Ένωσης Κέντρου), κάτοικος Αγίου Μελετίου, Αθήνα. Στις 16.11.1973, γύρω στις 20.30-21.00, ενώ βρισκόταν στη διασταύρωση οδών Γεωργίου Σταύρου & Σταδίου, προσβλήθηκε από δακρυγόνα αέρια που έρριχνε η Αστυνομία κατά των διαδηλωτών, με αποτέλεσμα να υποστεί έμφραγμα του μυοκαρδίου. Μεταφέρθηκε στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ., όπου διαπιστώθηκε ο θάνατός του.

2. Διομήδης Κομνηνός του Ιωάννη, 17 ετών, μαθητής, κάτοικος Λευκάδος 7, Αθήνα. Στις 16.11.1973, μεταξύ 21.30 και 21.45, ενώ βρισκόταν μαζί με άλλους διαδηλωτές στη διασταύρωση των οδών Αβέρωφ & Μάρνη, τραυματίστηκε θανάσιμα στην καρδιά από πυρά που έριξαν εναντίον του άνδρες της φρουράς του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως. Μεταφέρθηκε στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ. και από εκεί, νεκρός πλέον, στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών (όπως λεγόταν τότε το Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο).

3. Σωκράτης Μιχαήλ, 57 ετών, εμπειρογνώμων ασφαλιστικής εταιρείας, κάτοικος Περιστερίου Αττικής. Στις 16.11.1973, μεταξύ 21.00 και 22.30, ενώ βρισκόταν μεταξύ των οδών Μπουμπουλίνας και Σόλωνος,
προσβλήθηκε από δακρυγόνα αέρια που έρριχνε η Αστυνομία κατά των διαδηλωτών, με αποτέλεσμα να υποστεί απόφραξη της αριστεράς στεφανιαίας. Μεταφέρθηκε ημιθανής στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ. (3ης Σεπτεμβρίου), όπου και πέθανε.

4. Toril Margrethe Engeland του Per Reidar, 22 ετών, φοιτήτρια από το Molde της Νορβηγίας. Στις 16.11.1973, γύρω στις 23.30, τραυματίστηκε θανάσιμα στο στήθος από πυρά της φρουράς του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως. Μεταφέρθηκε από διαδηλωτές στο ξενοδοχείο «Ακροπόλ» και αργότερα, νεκρή ήδη, στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ι.Κ.Α. Ανακριβώς είχε αναφερθεί αρχικά από την Αστυνομία ως «Αιγυπτία Τουρίλ Τεκλέτ» και η παρεξήγηση αυτή επιβιώνει ακόμη σε κάποιους «καταλόγους νεκρών».

5. Βασίλειος Φάμελλος του Παναγιώτη, 26 ετών, ιδιωτικός υπάλληλος, από τον Πύργο Ηλείας, κάτοικος Κάσου 1, Κυψέλη, Αθήνα. Στις 16.11.1973, γύρω στις 23.30, τραυματίστηκε θανάσιμα στο κεφάλι από πυρά της φρουράς του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως. Μεταφέρθηκε από διαδηλωτές στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ. και από εκεί, νεκρός πλέον, στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών.

6. Γεώργιος Σαμούρης του Ανδρέα, 22 ετών, φοιτητής Παντείου, από την Πάτρα, κάτοικος πλατείας Κουντουριώτου 7, Κουκάκι. Στις 16.11.1973 γύρω στις 24.00, ενώ βρισκόταν στην ευρύτερη περιοχή του Πολυτεχνείου (Καλλιδρομίου και Ζωσιμάδων), τραυματίστηκε θανάσιμα στον τράχηλο από πυρά της αστυνομίας. Μεταφέρθηκε στο πρόχειρο ιατρείο του Πολυτεχνείου, όπου απεβίωσε. Από εκεί μεταφέρθηκε στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ι.Κ.Α. Ανακριβώς είχε αναφερθεί αρχικά από την Αστυνομία ως «Χαμουρλής».

7. Δημήτριος Κυριακόπουλος του Αντωνίου, 35 ετών, οικοδόμος, από τα Καλάβρυτα, κάτοικος Περιστερίου Αττικής. Κατά τις βράδυνες ώρες της 16.11.1973 ενώ βρισκόταν στην περιοχή του Πολυτεχνείου, προσβλήθηκε από δακρυγόνα αέρια και στη συνέχεια κτυπήθηκε από αστυνομικούς με συμπαγείς ράβδους, συνεπεία των οποίων πέθανε, από οξεία ρήξη αορτής, τρεις ημέρες αργότερα, στις 19.11.1973, ενώ μεταφερόταν στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ.

8. Σπύρος Μαρίνος του Διονυσίου, επονομαζόμενος Γεωργαράς, 31 ετών, ιδιωτικός υπάλληλος, από την Εξωχώρα Ζακύνθου. Κατά τις βράδυνες ώρες της 16.11.1973, ενώ βρισκόταν στην περιοχή του Πολυτεχνείου, κτυπήθηκε από αστυνομικούς με συμπαγείς ράβδους, και υπέστη κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις. Μεταφέρθηκε στο Θεραπευτήριο Πεντέλης, όπου πέθανε τη Δευτέρα, 19.11.1973, από οξύ αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο. Τάφηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, όπου στις 9.9.1974, έγινε τελετή στη μνήμη του.

9. Νικόλαος Μαρκούλης του Πέτρου, 24 ετών, εργάτης, από το Παρθένι Θεσσαλονίκης, κάτοικος Χρηστομάνου 67, Σεπόλια, Αθήνα, εργάτης. Κατά τις πρωινές ώρες της 17.11.1973, ενώ βάδιζε στην πλατεία Βάθης, τραυματίστηκε στην κοιλιά από ριπή στρατιωτικής περιπόλου. Μεταφέρθηκε στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών, όπου πέθανε τη Δευτέρα 19.11.1973.

10. Αικατερίνη Αργυροπούλου σύζυγος Αγγελή, 76 ετών, κάτοικος Κέννεντυ και Καλύμνου, Αγιοι Ανάργυροι Αττικής. Στις 10.00 της 17.11.1973, ενώ βρισκόταν στην αυλή του σπιτιού της, τραυματίστηκε στην
πλάτη από σφαίρα. Διακομίστηκε στην κλινική «Παμμακάριστος» (Κάτω Πατήσια), όπου νοσηλεύτηκε επί ένα μήνα και κατόπιν μεταφέρθηκε στο σπίτι της, όπου πέθανε συνεπεία του τραύματος της μετά από ένα εξάμηνο (Μάιος 1974).

11. Στυλιανός Καραγεώργης του Αγαμέμνονος, 19 ετών, οικοδόμος, κάτοικος Μιαούλη 38, Νέο Ηράκλειο Αττικής. Στις 10.15 το πρωί της 17.11.1973, ενώ βρισκόταν μαζί με άλλους διαδηλωτές στην οδό Πατησίων, μεταξύ των κινηματογράφων «ΑΕΛΑΩ» και «ΕΑΛΗΝΙΣ», τραυματίστηκε από ριπή πολυβόλου που έρριξε εναντίον τους περίπολος πεζοναυτών που επέβαινε ενός τεθωρακισμένου οχήματος. Μεταφέρθηκε στο Κ.Α.Τ., όπου πέθανε μετά από 12 μέρες, στις 30.11.1973.

12. Μάρκος Καραμανής του Δημητρίου, 23 ετών, ηλεκτρολόγος, από τον Πειραιά, κάτοικος Χίου 35, Αιγάλεω. Στις 10.30 περίπου το πρωί της 17.11.1973, ενώ βρισκόταν στην ταράτσα πολυκατοικίας επί της πλατείας Αιγύπτου 1, τραυματίστηκε θανάσιμα στο κεφάλι από πυρά της στρατιωτικής φρουράς που ενέδρευε στην ταράτσα του Ο.Τ.Ε. (αυτουργός ο ανθυπολοχαγός Ιωάννης Αυμπέρης, 573ου Τάγματος Πεζικού). Μεταφέρθηκε στην κλινική «Παντάνασσα» (πλατεία Βικτωρίας), όπου διαπιστώθηκε ο θάνατος του.

13. Αλέξανδρος Σπαρτίδης του Ευστρατίου, 16 ετών, μαθητής, από τον Πειραιά, κάτοικος Αγίας Λαύρας 80, Αθήνα. Στις 10.30 με 11.00 περίπου το πρωί της 17.11.1973, ενώ βάδιζε στη διασταύρωση των οδών Πατησίων και Κότσικα, τραυματίστηκε θανάσιμα στην κοιλιά από πυρά της στρα­τιωτικής φρουράς που ενέδρευε στην ταράτσα του Ο.Τ.Ε. (αυτουργός ο ανθυπολοχαγός Ιωάννης Δυμπέρης, 573ου Τάγματος Πεζικού). Με διαμπερές τραύμα μεταφέρθηκε στο Κ.Α.Τ., όπου τον βρήκε νεκρό ο πατέρας του.

14. Δημήτριος Παπαϊωάννου, 60 ετών, διευθυντής ταμείου αλευροβιομηχάνων, κάτοικος Αριστομένους 105, Αθήνα. Γύρω στις 11.30 της 17.11.1973, ενώ βρισκόταν στην πλατεία Ομονοίας, προσβλήθηκε από δα­
κρυγόνα αέρια που έριχνε η Αστυνομία. Μεταφέρθηκε στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ., όπου διαπιστώθηκε ο θάνατος του, συνεπεία εμφράγματος.

15. Γεώργιος Γεριτσίδης του Αλεξάνδρου, 47 ετών, εφοριακός υπάλληλος, κάτοικος Ελπίδος 29, Νέο Ηράκλειο Αττικής. Στις 12.00 της 17.11.1973, ενώ βρισκόταν μέσα στο αυτοκίνητο του στα Νέα Λιόσια, τραυματίστηκε θανάσιμα στο κεφάλι από πυρά που διέσχισαν τον ουρανό του αυτοκινήτου. Μεταφέρθηκε στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών, όπου πέθανε αυθημερόν.

16. Βασιλική Μπεκιάρη του Φωτίου, 17 ετών, εργαζόμενη μαθήτρια, από τα Αμπελάκια Βάλτου Αιτωλοακαρνανίας, κάτοικος Μεταγένους 8, Νέος Κόσμος. Στις 12.00 το μεσημέρι της 17.11.1973, ενώ βρισκόταν στην ταράτσα του σπιτιού της, τραυματίστηκε θανάσιμα στον αυχένα από πυρά. Μεταφέρθηκε στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών και στη συνέχεια στον «Ευαγγελισμό», όπου πέθανε αυθημερόν.

17. Δημήτρης Θεοδώρας του Θεοφάνους, 5 ετών, κάτοικος Ανακρέοντος 2, Ζωγράφου. Στις 13.00, της 17.11.1973, ενώ διέσχιζε με τη μητέρα του τη διασταύρωση της οδού Ορεινής Ταξιαρχίας με τη λεωφόρο Παπάγου στου Ζωγράφου, τραυματίστηκε θανάσιμα στο κεφάλι από πυρά στρατιωτικής περιπόλου με επικεφαλής αξιωματικό (πιθανόν ο ίλαρχος Σπυρίδων Σταθάκης του Κ.Ε.Τ/Θ), που βρισκόταν ακροβολισμένη στο λόφο του Αγίου Θεράποντος. Εξέπνευσε ακαριαία και όταν μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο των Παίδων, απλώς διαπιστώθηκε ο θάνατος του.

18. Αλέξανδρος Βασίλειος (Μπασρί) Καράκας, 43 ετών, Αφγανός τουρκικής υπηκοότητας, ταχυδακτυλουργός, κάτοικος Μύρων 10, Αγιος Παντελεήμονας, Αθήνα. Στις 13.00, της 17.11.1973, ενώ βάδιζε με τον
13χρονο γιο του στη διασταύρωση των οδών Χέϋδεν και Αχαρνών, τραυματίστηκε θανάσιμα στην κοιλιά από ριπή μυδραλίου τεθωρακισμένου στρατιωτικού οχήματος. Μεταφέρθηκε απευθείας στο νεκροτομείο, όπου διαπιστώθηκε ο θάνατος του.

19. Αλέξανδρος Παπαθανασίου του Σπυρίδωνος, 59 ετών, συνταξιούχος εφοριακός, από το ΚεράσοΒο Αιτωλοακαρνανίας, κάτοικος Νάξου 116, Αθήνα. Στις 13.30 της 18.11.1973, ενώ βάδιζε με τις ανήλικες κόρες του στη διασταύρωση των οδών Δροσοπούλου και Κύθνου, απέναντι από το ΙΣΤ' Αστυνομικό Τμήμα, βρέθηκε εν μέσω πυρών, προερχομένων από τους αστυνομικούς του Τμήματος, με αποτέλεσμα να πάθει συγκοπή. Μεταφέρθηκε στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών, όπου διαπιστώθηκε ο θάνατος του.

20. Ανδρέας Κούμπος του Στέργιου 63 ετών, βιοτέχνης, από την Καρδίτσα, κάτοικος Αμαλιάδος 12, Κολωνός. Γύρω στις 11.00 με 12.00 της 18.11.1973, ενώ βάδιζε στη διασταύρωση των οδών Γ' Σεπτεμβρίου και Καποδιστρίου, τραυματίστηκε στη λεκάνη από πυρά μυδραλίου τεθωρακισμένου στρατιωτικού οχήματος. Μεταφέρθηκε στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ., κατόπιν στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών και τέλος στο Κ.Α.Τ., όπου και πέθανε στις 30.1.1974.

21. Μιχαήλ Μυρογιάννης του Δημητρίου, 20 ετών, ηλεκτρολόγος, από τη Μυτιλήνη, κάτοικος Ασημάκη Φωτήλα 8, Αθήνα. Στις 12.00 το μεσημέρι της 18.11.1973, ενώ βάδιζε στη διασταύρωση των οδών Πατησίων και Στουρνάρη, τραυματίστηκε θανάσιμα στο κεφάλι από πυρά περιστρόφου αξιωματικού του Στρατού (αυτουργός ο συνταγματάρχης Νικόλαος Ντερτιλής). Μεταφέρθηκε στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ. σε κωματώδη κατάσταση και κατόπιν στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών, όπου πέθανε αυθημερόν.

22. Κυριάκος Παντελεάκης του Δημητρίου, 44 ετών, δικηγόρος, από την Κροκέα Λακωνίας, κάτοικος Φερρών 5, Αθήνα. Στις 12.00 με 12.30 το μεσημέρι της 18.11.1973, ενώ βάδιζε στη διασταύρωση των οδών Πατησίων και Γλάδστωνος, τραυματίστηκε θανάσιμα από πυρά διερχομένου άρματος μάχης. Μεταφέρθηκε στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών, όπου και πέθανε στις 27.12.1973.

23. Ευστάθιος Κολινιάτης, 47 ετών, από τον Πειραιά, κάτοικος Νικοπόλεως 4, Καματερό Αττικής. Κτυπήθηκε στις 18.11.1973 από αστυνομικούς με συμπαγείς ράβδους, και υπέστη κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, συνεπεία των οποίων πέθανε στις 21.11.1973.

24. Ιωάννης Μικρώνης του Αγγέλου, 22 ετών, φοιτητής στο τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών του Πανεπιστημίου Πατρών, από την Ανω Αλισσό Αχαΐας. Συμμετείχε στην κατάληψη του Πανεπιστημίου Πατρών. Κτυπήθηκε μετά τα γεγονότα, υπό συνθήκες που παραμένουν ακόμη αδιευκρίνιστες. Συνεπεία της κακοποίησης του υπέστη ρήξη του ήπατος, εξαιτίας της οποίας πέθανε στις 17.12.1973 στο Λαϊκό Νοσοκομείο Αθηνών, όπου νοσηλευόταν. Σύμφωνα με ορισμένες ενδείξεις, ο τραυματισμός του συνέβη στην Πάτρα, άλλες όμως πληροφορίες τον τοποθετούν στην Αθήνα. Η περίπτωση του παραμένει υπό έρευνα. Σε ορισμένους καταλόγους νεκρών αναφέρεται ανακριβώς ως «Κώστας Μικρώνης».

* Eικονική παράσταση των σημείων των δολοφονιών πάνω σε έναν χάρτη του κέντρου της Αθήνας

 

Πηγή: /Tvxs.gr /

Το "Ιλμίκ" η αποκαλυπτική ταινία-ντοκουμέντο για την ελευθερία του τύπου και τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Τουρκία ταξιδεύει στην Ευρώπη

Σάββατο, 29/10/2016 - 14:00
Το "Ιλμίκ" (η Θηλιά) του Θωμά Σίδερη* είναι μια αποκαλυπτική ταινία-ντοκουμέντο για την ελευθερία του τύπου και τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Τουρκία.
Το ντοκιμαντέρ "Ιλμίκ" (η Θηλιά) ταξιδεύει στην Ευρώπη και συναντά Τούρκους δημοσιογράφους που κατέφυγαν στο εξωτερικό μετά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου.
Θωμάς Σίδερης , «Ιλμίκ, δηλαδή «θηλιά». Πώς μια χώρα βάζει θηλιά στο δημοκρατικό πολίτευμα για δεκαετίες ολόκληρες, φιμώνοντας τον τύπο, καταπατώντας συστηματικά τις ατομικές και κοινωνικές ελευθερίες, φυλακίζοντας και σκοτώνοντας τους δημοσιογράφους. 
Ένα αποκαλυπτικό ντοκιμαντέρ για την Τουρκία, πριν και μετά το πραξικόπημα.Οι περισσότεροι Τούρκοι δημοσιογράφοι και ακαδημαϊκοί που μιλούν στο ντοκιμαντέρ βρίσκονται σήμερα στη φυλακή. Όμως η έρευνα συνεχίζεται ακόμα…».


O πρώτος κύκλος γυρισμάτων του «Ιλμίκ» ολοκληρώθηκε 2,5 εβδομάδες πριν το πραξικόπημα του περασμένου Ιουλίου.. Δώδεκα από τους δεκαεννέα δημοσιογράφους και φωτορεπόρτερ που μιλούν στο ντοκιμαντέρ βρίσκονται αυτή τη στιγμή στα λευκά κελιά φυλακών υψίστης ασφαλείας στο Σιλίβρι και αλλού.
Γυρίσματα έγιναν επίσης στην Ελλάδα, τη Γερμανία και το Βέλγιο, ενώ στον φακό του "Ιλμίκ" καταθέτουν τη δική τους μαρτυρία και ξεδιπλώνουν την προσωπική τους ιστορία μεταξύ άλλων: η Μερβέ, κόρη ενός καθηγητή πανεπιστημίου που βρίσκεται έγκλειστος σε φυλακή σε προάστιο της Σμύρνης, ο Μουχαρέμ (ψευδώνυμο), ένας πανίσχυρος βιομήχανος της Τουρκίας που διέφυγε στο εξωτερικό για να γλιτώσει τη ζωή του, αφήνοντας όμως πίσω την οικογένειά του, ο Εμράχ, διευθυντικό στέλεχος ανθρωπιστικής οργάνωσης που βρέθηκε στο στόχαστρο του καθεστώτος Ερντογάν, η Νεσιμπέ, γυναίκα του ανθρώπου-κλειδί που αποκάλυψε την υπόθεση «Βαριοπούλα», αλλά και η Μπούσρα που έφερε στο φως άγνωστες λεπτομέρειες της υπόθεσης Εργκένεκον και που σήμερα η τύχη της αγνοείται.
Επίσης ο Antony Bellanger, Γενικός Γραμματέας της IFJ (International Federation of Journalists), δίνει στο «Ιλμίκ» τη δική του πολύτιμη μαρτυρία.
H γερμανική εταιρεία ITEP PICTURES, κινηματογραφικών και τηλεοπτικών παραγωγών με έδρα στη Φρανκφούρτη, ανέλαβε την προώθηση του ντοκιμαντέρ στην ευρωπαϊκή αγορά αλλά και σε διεθνή φεστιβάλ.

Το τελικό στάδιο επεξεργασίας θα γίνει στη Γερμανία και το ντοκιμαντέρ θα κάνει πρεμιέρα στις Βρυξέλλες το πρώτο εξάμηνο του 2017 σε ειδική προβολή υπό την αιγίδα της Διεθνούς Oμοσπονδίας Δημοσιογράφων.

Επίσης, το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης Συντακτών Περιοδικού και Ηλεκτρονικού Τύπου (ΕΣΠΗΤ) έλαβε ομόφωνη απόφαση για τη στήριξη της παραγωγής του ντοκιμαντέρ.


Αφήγηση: Έρση Βατού, Άγης Γυφτόπουλος, Νικόλ Λιακοσταύρου και Θωμάς Σίδερης
Στη διεύθυνση φωτογραφίας για τα γυρίσματα που έγιναν στην Ελλάδα: Τάκης Μπαρδάκος
Μοντάζ: Δημήτρης Σιδηρόπουλος
Μουσική: Στάθης Άνινος.

Πλατφόρμα υποστήριξης:
https://www.indiegogo.com/projects/ilmik-press-unfreedom-in-turkey-democracy/x/14727665#/gallery
Μπλογκ ντοκιμαντέρ:
https://ilmikblog.wordpress.com/



Θωμάς Σίδερης κάνει εκπομπές στο ραδιόφωνο και είναι ο δημιουργός της εκπομπής Αφύλαχτη Διάβαση της ERTopen.
Επίσης ασχολείται με την έρευνα και τη συγγραφή κειμένων σε ντοκιμαντέρ. Είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος, μέλος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων και μέλος της Διεθνούς Ακαδημίας Κοινωνικών Επιστημών. Γράφει και μεταφράζει βιβλία και θεατρικά έργα, ενώ αρθογραφεί σε ελληνικά και διεθνή μέσα ενημέρωσης.