Τον 20ο αιώνα, οι ερευνητές συχνά πειραματίζονταν με κρατούμενους, άτομα με ειδικές ανάγκες, ακόμα και με παιδιά χωρίς τη συγκατάθεση κανενός! Μία από τις μελέτες ήταν το «Τερατώδες Πείραμα» (ονομασία που όντως δόθηκε στο πείραμα).
Ένας λογοθεραπευτής ήθελε να διαπιστώσει αν γίνεται να θεραπευτούν από τον τραυλισμό μέσα από αυτή την δοκιμασία. Τελικά όμως έμεινε στην Iστορία ως ο εμπνευστής ενός από τα πιο σκληρά πειράματα σε παιδιά.
Προσωπικό τραύμα και επιστημονικό ενδιαφέρον
Όταν ο Ουέντελ Τζόνσον ήταν 5 ετών, ένας δάσκαλος ενημέρωσε τους γονείς του ότι παιδί άρχισε να τραυλίζει. Από εκείνη τη στιγμή, το αγόρι άρχισε να έχει προβλήματα με την ομιλία και να επαναλαμβάνει τους ίδιους ήχους αρκετές φορές. Οι γονείς προσπάθησαν να θεραπεύσουν το παιδί από το τραύλισμα με τη βοήθεια μεθόδων της εποχής εκείνης.
Το αγόρι υποβλήθηκε σε ειδική θεραπεία, διάβαζε κείμενα, σηκώνοντας ταυτόχρονα αλτήρες και έπαιρνε ειδικά συμπληρώματα. Αλλά τίποτα δεν βοηθούσε. Μεγαλώνοντας, ντράπηκε για την ομιλία του, μισούσε κυριολεκτικά το τραύλισμά του και, έχοντας ωριμάσει, μετέτρεψε αυτήν την πάθησή του σε επιστημονικό ενδιαφέρον.
Μετά το λύκειο, ο Ουέντελ μπήκε στο Πανεπιστήμιο της Αϊόβα για να σπουδάσει το αντικείμενο που τον ενδιάφερε. Αυτό το πανεπιστήμιο ήταν ένα από τα σημαντικότερα κέντρα μελέτης της παθολογίας του λόγου.
Εκεί οι μαθητές συχνά πραγματοποιούσαν σκληρά πειράματα όπως πυροβολισμό δίπλα στον ομιλητή για να ελέγξουν πώς ο φόβος επηρεάζει το τραύλισμα, τοποθέτηση γύψου στα χέρια των «πειραματόζωων» και καταγραφή όλων των ελαττωμάτων της ομιλίας.
Στη δεκαετία του ’40 η επιστημονική κοινότητα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αιτία του τραυλίσματος είναι η φυσιολογία και η κληρονομικότητα. Ο Τζόνσον είχε διαφορετική άποψη.
Με βάση τη δική του εμπειρία, πίστευε ότι το τραύλισμα ήταν μια συμπεριφορά που τη διδάχτηκε και μπορούσε να αλλάξει. Για να αποδείξει τη θεωρία του, σχεδίασε ένα πείραμα που έμεινε στην ιστορία ως το «Τερατώδες Πείραμα».
Πείραμα σε ορφανά παιδιά
Το 1938, ο Τζόνσον κάλεσε τη Μαίρη Τούντορ, 22χρονη φοιτήτρια κλινικής ψυχολογίας, να συνυπογράψει το πείραμα. Το πανεπιστήμιο συνεργαζόταν με ένα ορφανοτροφείο στο Ντάβενπορτ και ο Τζόνσον συμβούλεψε το κορίτσι να κάνει έρευνα εκεί. Η Μαίρη πήρε σημειωματάρια, ένα μαγνητόφωνο και πήγε στο ορφανοτροφείο που στέγαζε κυρίως παιδιά ανθρώπων που σκοτώθηκαν στον Εμφύλιο Πόλεμο.
Η Μαίρη επέλεξε 22 ορφανά από 5 έως 15 ετών, αλλά δεν αποκάλυψε σε κανέναν την ουσία του πειράματος. Στα παιδιά ανακοίνωσαν ότι απλώς θα κάνουν μαθήματα με έναν λογοθεραπευτή. Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε δύο ομάδες των 11 ατόμων. Κάθε ομάδα είχε 5 παιδιά που ήδη τραύλιζαν.
Στη μια ομάδα, τα 11 παιδιά επιβραβεύονταν για την ευφράδεια του λόγου τους καθ’ όλη τη διάρκεια του πειράματος. Στη δεύτερη ομάδα οι υπεύθυνοι του πειράματος μεταχειρίστηκαν τα «πειραματόζωά» τους αρνητικά. Τους επισήμαναν συνεχώς ότι τραύλιζαν και τους συμβούλευαν να μην επαναλαμβάνουν τις ίδιες λέξεις.
Μήνες ταπείνωσης
Το πείραμα άρχισε τον Ιανουάριο του 1939 και ολοκληρώθηκε τον Μάιο του ίδιου έτους. Η Μαίρη επισκεπτόταν το ορφανοτροφείο και για 45 λεπτά μιλούσε με κάθε παιδί. Στη μια ομάδα ενθάρρυνε τα παιδιά και τα έπεισε ότι τα προβλήματα ομιλίας ήταν απλώς ένα στάδιο που θα ξεπεράσουν.
Στη δεύτερη ομάδα των παιδιών έλεγε ότι το προσωπικό του ορφανοτροφείου ήταν δυσαρεστημένο με τα προβλήματα ομιλίας τους. Έλεγε ότι τα παιδιά δεν έχουν αρκετή δύναμη θέλησης για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα: «Μην μιλάς αν δεν μπορείς να το κάνεις κανονικά».
Τα αποτελέσματα δεν άργησαν να εμφανιστούν. Έπειτα από μερικές συνεδρίες, τα παιδιά που τα μεταχειρίστηκαν αρνητικά έγιναν πιο ήσυχα και ντροπαλά. Δεν ήθελαν να μιλήσουν καθόλου. Πολλά άρχισαν να καλύπτουν το στόμα τους με τα χέρια ή να χτυπούν τα δάχτυλά τους ενώ μιλούσαν.
Τα ορφανά άρχισαν να αντιμετωπίζουν προβλήματα στο σχολείο. Αρνήθηκαν να διαβάζουν δυνατά ή να απαντούν στις ερωτήσεις του δασκάλου. Ένα από τα αγόρια άρχισε να προειδοποιεί τους άλλους για τα προβλήματά του με την ομιλία.
Όταν η Μαίρη ρώτησε ένα από τα κορίτσια που συμμετείχαν στο πείραμα αν η καλύτερή της φίλη ήξερε για το τραύλισμα, κούνησε το κεφάλι της: «Θα ντρεπόμουν πολύ να της το πω». Τα παιδιά μιλούσαν νευρικά, λαχάνιαζαν, τσαλάκωναν τα ρούχα και έκλειναν τα μάτια τους.
Οι συνέπειες του πειράματος
Ως αποτέλεσμα, η ομιλία των παιδιών από την πρώτη ομάδα έμεινε στο ίδιο επίπεδο. Μόνο ένα παιδί είχε αξιοσημείωτες βελτιώσεις. Τα παιδιά από τη δεύτερη ομάδα τα οποία υποβλήθηκαν σε ανοιχτό εκφοβισμό άρχισαν να έχουν προβλήματα με την αυτοεκτίμησή τους. Έγιναν πιο σιωπηλά και λιγότερο σίγουρα για τον εαυτό τους. Δυσκολεύτηκαν να μιλήσουν με άλλους.
Πέντε παιδιά, που αρχικά μιλούσαν κανονικά, άρχισαν να έχουν προβλήματα ομιλίας!
Μετά την ολοκλήρωση του πειράματος, η Μαίρη συνειδητοποίησε τη σοβαρότητα της ζημιάς που είχε προκαλέσει στα παιδιά. Επέστρεψε στο ορφανοτροφείο τρεις φορές για να κάνει επιπλέον μαθήματα με την πληγείσα ομάδα και να επαινέσει τα παιδιά. Τελικά δεν μπόρεσε να διορθώσει την κατάσταση. Αργότερα έγραψε στον Τζόνσον ότι ήλπιζε για ένα θετικό αποτέλεσμα για τα ορφανά, αλλά παραδέχτηκε ότι το πείραμα «έκανε μεγάλη ζημιά στα παιδιά».
Τον 20ο αιώνα, οι επιστήμονες δεν έδιναν σημασία στην ηθική κατά τη διεξαγωγή πειραμάτων. Συχνά σε τέτοια πειράματα συμμετείχαν άτομα με αναπηρίες και φυλακισμένοι, οπότε η έρευνα του Τζόνσον δεν ήταν ασυνήθιστη. Ωστόσο, ο επιστήμονας δεν δημοσίευσε τα αποτελέσματα του πειράματος.
Κριτική στο πείραμα
Παρά τα καλοπροαίρετα κίνητρα για τη διεξαγωγή της μελέτης και τη συμβολή στην επιστήμη (το έργο απέδειξε ότι το τραύλισμα είναι ένα επίκτητο χαρακτηριστικό κι όχι γενετικό), οι συνέπειές του ήταν τραγικές:
Τα παιδιά που είχαν προβλήματα ομιλίας, ανέπτυξαν και ψυχολογικά προβλήματα. Βίωναν τις συνέπειες του πειράματος για πολλά χρόνια. Ένα από τα κορίτσια που συμμετείχαν το έσκασε από το ορφανοτροφείο λίγα χρόνια αργότερα επειδή αυτή η εμπειρία το τραυμάτισε.
Παρά το καλοπροαίρετο κίνητρο –να βοηθήσουν τους συμμετέχοντες να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα ομιλίας– κανένα από τα παιδιά δεν έδωσε τη συγκατάθεσή του για να πραγματοποιηθεί το πείραμα και δεν ήξερε καν τι συνέβαινε.
Τα αποτελέσματα της έρευνας δημοσιεύθηκαν για πρώτη φορά το 2001. Τότε, από τις σκληρές μεθόδους, η μελέτη έλαβε την ονομασία «Τερατώδες Πείραμα».
Στη συνέχεια τρία άτομα μήνυσαν το Πανεπιστήμιο της Αϊόβα και ζήτησαν αποζημίωση. Είχαν ακόμα δυσκολίες με την ομιλία και τη χαμηλή αυτοεκτίμηση. Το πανεπιστήμιο τους κατέβαλε αποζημίωση ένα εκατομμύριο δολάρια, ενώ εξέδωσε επίσημη συγγνώμη για το πείραμα.
Ο Τζόνσον πέθανε 30 χρόνια νωρίτερά και μέχρι το τέλος της ζωής του θεωρούνταν ένας από τους κορυφαίους ειδικούς στον τομέα της παθολογίας του λόγου.