Πτώση-ρεκόρ για το προσδόκιμο ζωής στις ΗΠΑ και την Ευρώπη

Πέμπτη, 30/09/2021 - 21:16
Πηγή: Patrick Martin – wsws.org

Μετάφραση/Επιμέλεια: Ανδρέας Κοσιάρης

Έκθεση που δημοσιεύτηκε την περασμένη Δευτέρα από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και δημοσιεύτηκε στο International Journal of Epidemiology, διαπιστώνει πως η μείωση του προσδόκιμου ζωής σε 29 χώρες, μεταξύ των οποίων οι ΗΠΑ, η Χιλή και 27 χώρες της Ευρώπης, είναι η μεγαλύτερη στη σύγχρονη ιστορία.

Για τη Δυτική Ευρώπη, η μείωση του προσδόκιμου ζωής είναι η χειρότερη από τα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Για την Ανατολική Ευρώπη, είναι η χειρότερη από την κατάρρευση του Σοβιετικού μπλοκ το 1989-1991, που οδήγησε στην επανόρθωση του καπιταλισμού και τη διάλυση των δημόσιων συστημάτων υγείας και άλλων κοινωνικών δικτύων στήριξης.

Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, η μείωση του προσδόκιμου ζωής είναι η χειρότερη από τότε που κρατούνται επίσημα στοιχεία, το 1933, καταμεσής της Μεγάλης Ύφεσης. Με άλλα λόγια, η COVID-19 είναι η χειρότερη συμφορά που συνέβη στην αμερικανική κοινωνία στη ζωντανή μνήμη.

Οι μειώσεις του προσδόκιμου ζωής ήταν κατά μέσο όρο πάνω από ένα ολόκληρο έτος στις 29 χώρες που μελετήθηκαν. Η μεγαλύτερη μείωση, 2,2 έτη, ήταν για τους άνδρες στις Ηνωμένες Πολιτείες, διπλάσια από τον μέσο όρο στις 29 χώρες.

Αυτή η μαζική κοινωνική οπισθοδρόμηση δεν προκαλείται από τον ιό SARS-CoV-2, αλλά από την άρνηση των κυρίαρχων τάξεων σε αυτές τις χώρες να διεξάγουν οποιονδήποτε σοβαρό αγώνα εναντίον του. Αντί να επιδιώκουν την καταστολή της πανδημίας και την εξάλειψη του ιού, έχουν εφαρμόσει μια πολιτική «πρώτα τα κέρδη», διατηρώντας την καπιταλιστική παραγωγή πάση θυσία, ειδικά με τη θυσία της ανθρώπινης ζωής.

Η μελέτη πραγματοποιήθηκε από επιστήμονες στο Κέντρο Δημογραφικής Επιστήμης του Leverhulme στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, οι οποίοι δημιούργησαν μια βάση δεδομένων με στοιχεία για το προσδόκιμο ζωής και από τις 29 χώρες, η οποία στη συνέχεια αναλύθηκε για τον προσδιορισμό των τάσεων από το 2019 έως τα μέσα του 2020 με βάση το φύλο και την ηλικία. Σε τρεις μόνο σκανδιναβικές χώρες υπήρξε κάποια βελτίωση. Σε όλες τις άλλες, παρατηρήθηκε πτώση τόσο για άνδρες όσο και για γυναίκες, άνω και κάτω των 60 ετών.

Σύμφωνα με τη μελέτη, «Το μέγεθος αυτών των μειώσεων αντιστάθμισε τα περισσότερα κέρδη στο προσδόκιμο ζωής τα πέντε χρόνια πριν από την πανδημία. Από τις 29 χώρες, γυναίκες από 15 και άνδρες από 10 χώρες κατέληξαν με χαμηλότερο προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση το 2020 από ό,τι το 2015».

Υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο κύριων περιοχών που καλύπτονται από την έκθεση, της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών. Στην Ευρώπη, οι θάνατοι μεταξύ ατόμων ηλικίας άνω των 60 ετών ήταν ο κύριος παράγοντας για τη μείωση του προσδόκιμου ζωής. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ωστόσο, «η αυξημένη θνησιμότητα της μέσης ηλικίας (0-59 ετών) ήταν ο μεγαλύτερος συνεισφέρων παράγοντας στις απώλειες προσδόκιμου ζωής μεταξύ 2019 και 2020 στις ΗΠΑ μεταξύ των ανδρών».

Αυτό είναι μόνο ένα από τα πολλά ευρήματα που δείχνουν ότι η εργατική τάξη στις Ηνωμένες Πολιτείες, και ιδιαίτερα οι άνδρες εργαζόμενοι, έχουν υποστεί δυσανάλογο αντίκτυπο από την πανδημία.

Η έκθεση διαπίστωσε: «Παρά το γεγονός ότι έχουν νεότερο πληθυσμό, οι ΗΠΑ έχουν επίσης υψηλότερες συννοσηρότητες σε αυτές τις ηλικιακές ομάδες σε σύγκριση με τους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς με μεγαλύτερη ευπάθεια στην COVID-19. Άλλοι παράγοντες, όπως αυτοί που συνδέονται με την ανομοιογένεια στην πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας και τον δομικό ρατσισμό, μπορούν επίσης να βοηθήσουν στην εξήγηση της αυξημένης θνησιμότητας».

Αυτές οι συννοσηρότητες περιλαμβάνουν τα υψηλότερα ποσοστά καρδιακών παθήσεων, καρκίνου και διαβήτη, που σε πολλές περιπτώσεις συνδέονται με το άγχος στον χώρο εργασίας και την υπερβολική εργασία, τον αντίκτυπο του αλκοολισμού, του εθισμού στα οπιοειδή και άλλων μορφών κατάχρησης ναρκωτικών που προκαλούνται από παρόμοιες αιτίες.

Υπάρχει επίσης μια συσσωρευμένη επίδραση από την κατάκλυση των εγκαταστάσεων υγειονομικής περίθαλψης από ασθενείς με COVID, καθώς όσοι αναζητούν φροντίδα για καρδιακές παθήσεις, καρκίνο και άλλες καταστάσεις μπορεί να μην μπορούν να αποκτήσουν πρόσβαση. Η έκθεση σημειώνει: «Τα αναδυόμενα στοιχεία δείχνουν περαιτέρω ότι η πλεονάζουσα θνησιμότητα που δεν προερχόταν από την CΟVID-19 συγκεντρώθηκε σε ηλικίες εργασίας».

Η μελέτη της Οξφόρδης δεν προχώρησε περαιτέρω και δεν εξέτασε τον αντίκτυπο της οικονομικής ανισότητας στο προσδόκιμο ζωής και στα ποσοστά θανάτων από την COVID. Όμως, πρόσφατα δεδομένα από μια μελέτη στο Οντάριο του Καναδά, διαπίστωσαν ότι όσοι είχαν χαμηλότερο εισόδημα είχαν πενταπλάσιο ποσοστό μόλυνσης από την COVID.

Ενώ ο ιός που προκαλεί την COVID-19 δεν ενδιαφέρεται αν ο ανθρώπινος στόχος του είναι πλούσιος ή φτωχός, δεν μπορεί να ειπωθεί το ίδιο για την κερδοσκοπική οργάνωση της κοινωνίας μας, που καθορίζει ποιοι άνθρωποι θα εκτεθούν στον θανατηφόρο ιό και για πόσο χρονικό διάστημα, και πόσο υγιείς και ανθεκτικοί στη μόλυνση θα είναι. Το κερδοσκοπικό σύστημα υγειονομικής περίθαλψης δεν αδιαφορεί για την τάξη και τον πλούτο όταν αποφασίζει ποια θεραπεία θα λάβει ένα άτομο που έχει μολυνθεί από τον ιό.

Η εργατική τάξη σε κάθε χώρα εισήλθε στην πανδημία του κορωνοϊού σε μειονεκτική θέση σε σύγκριση με τους καπιταλιστές εκμεταλλευτές, οι οποίοι είχαν μεγαλύτερη πρόσβαση σε υγειονομικούς πόρους και λιγότερες συννοσηρότητες πριν από την πανδημία και μεγαλύτερη ικανότητα απομόνωσης και προστασίας όταν εκατομμύρια αρρώσταιναν και πέθαιναν.

Συγκεκριμένα, οι άνδρες εργάτες ήταν πιο πιθανό να εργάζονται σε βιομηχανίες που θεωρούνται «αναγκαίες» (εκτός από την ίδια την υγειονομική περίθαλψη), όπως η συσκευασία κρέατος και η παραγωγή άλλων τροφίμων, η αποθήκευση και ο εφοδιασμός, η ηλεκτρική ενέργεια και άλλες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, και οι μεταφορές.

Η έκθεση της Οξφόρδης καταλήγει με αυτήν την προειδοποίηση για τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της πανδημίας: «Παρόλο που η COVID-19 μπορεί να θεωρηθεί ως παροδικό σοκ στο προσδόκιμο ζωής, τα στοιχεία πιθανής μακροπρόθεσμης νοσηρότητας λόγω μακράς COVID και των επιπτώσεων της καθυστερημένης περίθαλψης για άλλες ασθένειες, καθώς και για των επιπτώσεων στην υγεία και των αυξανόμενων ανισοτήτων που απορρέουν από την κοινωνική και οικονομική διαταραχή της πανδημίας, υποδηλώνουν ότι τα σημάδια της πανδημίας της COVID-19 στην υγεία του πληθυσμού μπορεί να είναι πιο μακροχρόνια».

Η μελέτη βασίστηκε στην ανάλυση δεδομένων που συλλέχθηκαν πριν από την παραγωγή εμβολίων και την έναρξη του μαζικού εμβολιασμού. Αλλά ο άνισος εμβολιασμός λιγότερου από το μισό του παγκόσμιου πληθυσμού, που κυμαίνεται από περισσότερο από 70% στην Κίνα και σε μέρη της βιομηχανικής Δύσης, έως 5% ή λιγότερο στην Αφρική, δεν σταμάτησε την εξάπλωση του SARS-CoV- 2, και ο ιός συνεχίζει να μεταλλάσσεται.

Η μελέτη σημείωσε ότι 1,8 εκατομμύρια πέθαναν παγκοσμίως από την COVID-19 το 2020, χωρίς να αναφέρεται το προφανές του πολύ υψηλότερου αριθμού νεκρών το 2021 — 2,9 εκατομμύρια μέχρι στιγμής, για ένα σύνολο 4,7 εκατομμυρίων — έτσι η μείωση του προσδόκιμου ζωής θα είναι πιθανότατα ακόμη μεγαλύτερη φέτος.

Η επιστήμη είναι σαφής ότι ο COVID-19 μπορεί να εξουδετερωθεί σε περιοχές και να εξαλειφθεί παγκοσμίως, αλλά μόνο εάν υπάρχει η πολιτική βούληση για την υλοποίηση ενός προγράμματος μέγιστης κοινωνικής πάλης ενάντια στην πανδημία: το κλείσιμο σχολείων και χώρων εργασίας εκτός από τα πραγματικά απαραίτητα για τη διατήρηση της ζωής — όχι των εταιρικών κερδών — και μια πολιτική δημόσιας υγείας σε πλήρη κλίμακα που περιλαμβάνει μάσκες, κοινωνικές αποστάσεις, τεστ και εντοπισμό.

Κανένα τμήμα της άρχουσας τάξης δεν θα πραγματοποιήσει ένα τέτοιο πρόγραμμα, το οποίο θα πληρωνόταν μέσω της απαλλοτρίωσης του πλούτου που οι καπιταλιστές έχουν αποσπάσει από την εργασία των εργαζομένων για αμέτρητες δεκαετίες. Αυτή η πολιτική θα πραγματοποιηθεί μόνο μέσω της πολιτικής κινητοποίησης της εργατικής τάξης ως ανεξάρτητης κοινωνικής δύναμης, που θα παλεύει για τα δικά της συμφέροντα και τα συμφέροντα όλων εκείνων που επιθυμούν να θέσουν τέρμα σε αυτή τη θανατηφόρα απειλή για την ανθρωπότητα.

 
Πηγή: info-war.gr

Το 2060 ένας στους τρεις Ευρωπαίους θα είναι πάνω από 65 ετών - Βραδυφλεγής βόμβα το δημογραφικό στην Ελλάδα

Κυριακή, 16/06/2019 - 16:00

Οι Ευρωπαίοι μπορούν να προσβλέπουν σε ζωές πιο μακριές, υγιείς και δραστήριες, χάρη στις συνεχείς προόδους στη βιοϊατρική και στην ποιότητα ζωής, που έχουν ως αποτέλεσμα το μέσο προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση ενός ανθρώπου στην Ευρωπαϊκή Ένωση να είναι σήμερα περίπου τα 81 έτη, εννέα χρόνια πάνω από το μέσο παγκόσμιο όρο.

         Το προσδόκιμο ζωής του μέσου Ευρωπαίου προβλέπεται ότι στο μέλλον θα αυξάνεται κατά δύο χρόνια ανά δεκαετία.

Αν αυτή η τάση όντως επιβεβαιωθεί, τότε -σύμφωνα με μια νέα μελέτη του Κοινού Κέντρου Ερευνών (Joint Research Centre-JRC) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Διεθνούς Ινστιτούτου Ανάλυσης Εφαρμοσμένων Συστημάτων- το 2060 το 32% του πληθυσμού της ΕΕ, δηλαδή σχεδόν ο ένας στους τρεις κατοίκους, θα είναι άνω των 65 ετών, έναντι ποσοστού 19% το 2015 και μόνο 13% το 1960.

         Επιπλέον, έως το 2060 η ΕΕ θα διαθέτει ένα μικρότερο εργατικό δυναμικό (215 εκατομμύρια έναντι 245 εκατομμυρίων το 2015), αλλά ακόμη καλύτερα μορφωμένο (το 59% θα έχει μετα-δευτεροβάθμια εκπαίδευση το 2060, έναντι 35% το 2015). Όμως επειδή, αν και πιο μορφωμένοι, οι μελλοντικοί Ευρωπαίοι εργαζόμενοι θα είναι συνολικά λιγότεροι λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, αυτό θα αποτελέσει μεγάλη πρόκληση για τα ασφαλιστικά-συνταξιοδοτικά συστήματα και το κράτος πρόνοιας. Λιγότεροι εργαζόμενοι θα πρέπει να υποστηρίζουν με τις εισφορές τους περισσότερους ηλικιωμένους και συνταξιούχους, οι οποίοι θα εξαρτώνται από τους πρώτους.

    Η αναλογία ανενεργού-ενεργού πληθυσμού -δηλαδή ο βαθμός εξάρτησης των συνταξιούχων και λοιπών μη απασχολούμενων από τους εργαζόμενους- ήταν περίπου 1,05 στην ΕΕ το 2015 (δηλαδή 105 μη εργαζόμενοι ήσαν εξαρτημένοι από 100 εργαζόμενους) και προβλέπεται -με τις σημερινές τάσεις- να αυξηθεί στο 1,36 το 2060, αν και θα υπάρχουν μεγάλες διαφορές από χώρα σε χώρα. Χώρες που συνδυάζουν υπογεννητικότητα, υψηλό προσδόκιμο ζωής και χαμηλή απασχόληση, θα έχουν το μεγαλύτερο πρόβλημα.
Για την Ελλάδα π.χ. προβλέπεται αναλογία 1,69 (169 μη εργαζόμενοι θα εξαρτώνται από 100 εργαζόμενους) και για την Ιταλία 1,72, ενώ στο άλλο άκρο θα βρίσκονται χώρες όπως η Σουηδία (1,04) και η Δανία (1,05). 

         Η μελέτη του JRC εξετάζει διάφορα σενάρια για να βελτιωθεί η κατάσταση.
Από τις τρεις βασικές κυριότερες επιλογές (αύξηση της γεννητικότητας, της εισροής μεταναστών από χώρες εκτός ΕΕ και της απασχόλησης), οι ερευνητές θεωρούν πιο κρίσιμο να διευρυνθεί η απασχόληση.

Δηλαδή ένα ολοένα μεγαλύτερο μέρος του ευρωπαϊκού πληθυσμού, που βρίσκεται σε ηλικία για εργασία, να βρίσκει όντως δουλειές. Μεταξύ άλλων, αυτό αφορά την περαιτέρω διεύρυνση της συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας.

    Παράλληλα, προτείνεται να ενθαρρυνθεί και η συνέχιση της εργασίας πέρα από τα 65 χρόνια. Σύμφωνα με την έκθεση, η ηλικία των 65 δεν πρέπει πια να θεωρείται συνώνυμη με το τέλος της παραγωγικής ζωής ενός ανθρώπου και η ηλικία συνταξιοδότησης πρέπει να γίνει πιο ευέλικτη στο μέλλον.

   Αν όλα τα κράτη μέλη βελτίωναν έως το 2060 το ποσοστό απασχόλησης του εργατικού δυναμικού τους για να φθάσουν τις χώρες με την καλύτερη επίδοση σήμερα (π.χ. Σουηδία), τότε η ΕΕ δεν θα εξαρτιόταν τόσο από την αύξηση της εισροής μεταναστών ως εργατικού δυναμικού, ούτε από την αύξηση της γεννητικότητας.

         Η έκθεση θεωρεί σημαντική τη μετανάστευση για τις μελλοντικές δημογραφικές εξελίξεις στην ΕΕ, τόσο για το μέγεθος του εργατικού δυναμικού, όσο και του συνολικού πληθυσμού της Ευρώπης. Χωρίς καθόλου έξωθεν μετανάστευση, ο πληθυσμός της ΕΕ προβλέπεται ότι -λόγω υπογεννητικότητας- θα μειωθεί στα 466 εκατομμύρια το 2060, δηλαδή στα επίπεδα της δεκαετίας του 1980, ενώ με τη μετανάστευση, μπορεί να φθάσει τα 521 εκατομμύρια.

   Όμως, από την άλλη, η έκθεση επισημαίνει ότι η μετανάστευση δεν μπορεί να επιβραδύνει σημαντικά τη γήρανση του ευρωπαϊκού πληθυσμού (η οποία θεωρείται δημογραφικά σχεδόν αναπότρεπτη), ούτε να λύσει από μόνη της τη δυσμενή αναλογία εργαζομένων/συνταξιούχων σε βάθος χρόνου. Σύμφωνα με τα σενάρια της μελέτης, ακόμη και με διπλάσια μετανάστευση, που θα αυξήσει τον πληθυσμό της ΕΕ στα 632 εκατομμύρια το 2060, το ποσοστό των ηλικιωμένων άνω των 65 ετών δεν θα υποχωρήσει κάτω από το 29% (ενώ χωρίς καθόλου μετανάστευση, από την άλλη, θα έφθανε το 34%). Αν εξάλλου η γεννητικότητα αυξηθεί κατά 25%, το ποσοστό του πληθυσμού της τρίτης ηλικίας το 2060 υπολογίζεται γύρω στο 30%. Με άλλα λόγια, μετανάστευση και γεννητικότητα είναι ανεπαρκείς, χωρίς να «βάλει το χεράκι» της η διεύρυνση της απασχόλησης.

   Το πρόβλημα της Ελλάδας

    Πριν ενάμισι αιώνα, η Ευρώπη είδε ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της να φεύγει για το Νέο Κόσμο, κυρίως τις ΗΠΑ. Μεταξύ 1850-1913 πάνω από 40 εκατομμύρια Ευρωπαίοι μετανάστευσαν. Τώρα η κατάσταση έχει αντιστραφεί και η Ευρώπη υποδέχεται κύματα μεταναστών.

Αλλά, σύμφωνα με τη μελέτη, σε μερικές χώρες της ΕΕ, όπως η Ελλάδα, λόγω και της πρόσφατης οικονομικής κρίσης, στο ισοζύγιο των ροών της μετανάστευσης (πόσοι φεύγουν από τη χώρα και πόσοι έρχονται σε αυτήν) η ζυγαριά εξακολουθεί να γέρνει υπέρ των εκροών, καθώς η μορφωμένη νέα γενιά αναζητά καλύτερη τύχη σε άλλες χώρες.

   Η μελέτη επίσης προειδοποιεί ότι μερικές χώρες του ευρωπαϊκού Νότου (όπως η Ελλάδα) μπορεί να αντιμετωπίσουν περαιτέρω συρρίκνωση πληθυσμού έως το 2060, αλλά και γήρανση του, καθώς -παράλληλα με την ενδημική υπογεννητικότητα τους- συνεχίζουν να μεταναστεύουν σε άλλες χώρες δυναμικά τμήματα του εργατικού δυναμικού τους, ένα φαινόμενο που εν μέρει οφείλεται στη «διαρροή εγκεφάλων».

Για τη Ρουμανία, για παράδειγμα, προβλέπεται ότι -με τη σημερινή τάση- ο πληθυσμός της θα μειωθεί από 19,9 εκατομμύρια το 2015 σε 13,8 εκατομμύρια το 2060 (μείωση 30%). Αν όμως σταματούσε η μετανάστευση Ρουμάνων σε άλλες χώρες της ΕΕ, τότε η μείωση του ρουμανικού πληθυσμού θα ήταν περίπου η μισή (14%) έως το 2060.



ΑΠΕ

Δύο μήνες μικρότερου προσδόκιμου ζωής για κάθε παραπανίσιο κιλό και ένας χαμένος χρόνος ζωής για κάθε πακέτο τσιγάρα τη μέρα σύμφωνα με νέα επιστημονική έρευνα

Κυριακή, 15/10/2017 - 13:00
Οι άνθρωποι που είναι υπέρβαροι, μειώνουν το προσδόκιμο ζωής τους κατά δύο μήνες κατά μέσο όρο για κάθε παραπανίσιο κιλό βάρους τους, σύμφωνα με μια νέα βρετανική επιστημονική έρευνα. Η μεγάλη γενετική μελέτη, με τη βοήθεια των γονιδίων που ευνοούν την μακροζωία, διαπίστωσε επίσης ότι το κάπνισμα ενός πακέτου τσιγάρων τη μέρα εφ' όρου ζωής αφαιρεί κατά μέσο όρο γύρω στα επτά χρόνια από το προσδόκιμο ζωής. Αλλά αν κανείς κόψει έγκαιρα το τσιγάρο, τελικά μπορεί να ελπίζει ότι θα ζήσει όσο αν δεν είχε ποτέ καπνίσει.

Από την άλλη, η μεγαλύτερη μόρφωση «χαρίζει» περισσότερα χρόνια ζωής. Σχεδόν ένα έτος προστίθεται στο προσδόκιμο ζωής για κάθε πρόσθετο χρόνο εκπαίδευσης. Σύμφωνα με την έρευνα, οι άνθρωποι που κόβουν το κάπνισμα, μορφώνονται περισσότερο και ταυτόχρονα είναι ανοικτοί σε νέες εμπειρίες, αναμένεται να ζήσουν περισσότερο. Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου, με επικεφαλής τον καθηγητή Τζιμ Ουίλσον, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό "Nature Communications", ανέλυσαν γενετικές πληροφορίες για πάνω από 600.000 άτομα, συσχετίζοντας αυτά τα δεδομένα με στοιχεία για τη διάρκεια της ζωής καθενός ανθρώπου.

Με αυτό τον τρόπο, οι επιστήμονες -με τη βοήθεια των υπολογιστών- κατάφεραν να εντοπίσουν γονίδια που έχουν την μεγαλύτερη επίδραση στην μακροζωία. Επειδή οι επιλογές στη ζωή και η συμπεριφορά κάθε ανθρώπου (μόρφωση, τάση για αλκοολισμό κ.α.) επηρεάζονται σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό από γενετικούς παράγοντες -πέρα ασφαλώς από τους περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς παράγοντες- οι ερευνητές μπόρεσαν έμμεσα να εντοπίσουν τους παράγοντες εκείνους στον τρόπο ζωής που έχουν την μεγαλύτερη επίδραση στο προσδόκιμο.

Βρήκαν έτσι ότι το κάπνισμα και ο καρκίνος των πνευμόνων έχουν τη σημαντικότερη επίπτωση και είναι αυτά που κόβουν τα περισσότερα χρόνια ζωής. Επίσης, η συσσώρευση λίπους και άλλοι παράγοντες που σχετίζονται με την παχυσαρκία και το διαβήτη, επιδρούν αρνητικά στην μακροζωία. Εντοπίσθηκε επίσης ένα «κακό» γονίδιο που αυξάνει τη χοληστερίνη στο αίμα και αφαιρεί οκτώ μήνες ζωής, καθώς και ένα «καλό» γονίδιο που ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα και προσθέτει σχεδόν μισό χρόνο στο προσδόκιμο ζωής.






ΑΠΕ