Ενημερωτικό Σημείωμα για Συντάξεις Χηρείας
Όπως ήδη γνωρίζετε με το άρθρο 12 «Σύνταξη λόγω θανάτου» του ν.4387/2016 (νόμος Κατρούγκαλου) καθορίσθηκε:
(1) Να χορηγείται στον επιζώντα σύζυγο το 50% και όχι το 70% που ίσχυε μέχρι πρότινος, της σύνταξης που θα εδικαιούτο ο εκλιπών κατά το χρόνο του θανάτου του.
(2) Η «προσωπική διαφορά» μετά τον υπολογισμό της σύνταξης να μην μεταφέρεται στις συντάξεις χηρείας
(3) Η σύνταξη να χορηγείται με ηλικιακά κριτήρια, όπως παρακάτω:
(α) Είσαι πάνω από 55 ετών, παίρνεις σύνταξη εσαεί.
(β) Είσαι 52 έως 55 ετών, χορηγείται σύνταξη για 3 έτη, διακόπτεται και χορηγείται ξανά στην ηλικία των 67 ετών.
(γ) Είσαι κάτω των 52 ετών, χορηγείται σύνταξη μόνον για 3 έτη και μετά διακόπτεται οριστικώς.
(δ) Σε περίπτωση που υπάρχουν ανήλικα παιδιά η περίοδος χορήγησης σύνταξης παρατείνεται μέχρι να γίνει το μικρότερο 18 ετών ή 24 ετών εφόσον φοιτά σε ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα.
Πολλά και αμείλικτα τα ερωτήματα:
(1) Αν ζούσε ο σύζυγος δεν θα έπαιρνε σύνταξη; Η σύνταξη δεν είναι ανταποδοτική; Τι θα γίνουν οι εισφορές των 25, 30 και 35 χρόνων;
(2) Πόσο λογικό είναι να δικαιούται σύνταξη κάποιος που είναι 55 ετών και 1 ημέρα και να μην δικαιούται κάποιος άλλος που είναι 55 ετών παρά 1 ημέρα;
(3) Ποιος θα δώσει εργασία σε μία κυρία 50 ετών, πόσο θα την πληρώνει και για πόσο διάστημα; Εδώ δεν βρίσκουν εργασία νεαρά άτομα με περγαμηνές, θα μπορέσουν να βρουν μεσήλικες γυναίκες; Ακόμα και αν βρει εργασία θα προλάβει να αποκτήσει δικαίωμα σύνταξης ή θα κλαπούν για δεύτερη φορά οι εισφορές, της συζύγου αυτή τη φορά;
(4) Πως είναι δυνατόν μία χήρα άνω των 55 ετών με πολύ λίγα χρόνια γάμου να δικαιούται σύνταξης και μία άλλη μικρότερη των 55 ετών που ήταν παντρεμένη μια ζωή (άρα και υψηλές εισφορές) να μην δικαιούται σύνταξη;
(5) Μήπως το κράτος θα έπρεπε να βρει μία αξιοπρεπή εργασία στο προστατευόμενο μέλος της οικογένειας αφού καταχράται τις εισφορές δεκαετιών ή/και να επιστρέψει εντόκως αυτές στην οικογένεια; Μην ξεχνάμε ότι η οικογένεια κληρονομεί και χρέη (και υποχρεώσεις) του θανόντος.
(6) Ποιος σκέφτηκε ένα τέτοιο μέτρο, που πρόκειται να επιφέρει στα ταμεία του κράτους, 0 € το 2016, 0 € το 2017, 0 € το 2018, 0 € το πρώτο εξάμηνο του 2018 και μετά άγνωστο,;
(7) Με δεδομένο ότι οι συντάξεις που θα δοθούν είναι πολύ μικρές λόγω του 50% και θα γίνουν ακόμη μικρότερες λόγω της μη μεταφοράς της προσωπικής διαφοράς το δημοσιονομικό όφελος θα είναι ελάχιστο μπροστά στο κοινωνικό και ηθικό πρόβλημα που θα δημιουργήσει. Υπόψη ότι οι συντάξεις αυτές θα είναι. κατά μέσο όρο, της τάξεως των 450 €, και θα καλύπτουν μετά βίας τις βασικές ανάγκες σίτισης, θέρμανσης, ηλεκτρισμού κλπ. Τι σκέφτεστε να πράξετε;
Ούτε στους χειρότερους εφιάλτες μας δεν φανταζόμασταν, στην πιο δύσκολη στιγμή της ζωής μας, όντας άτυχες που χάσαμε τους συζύγους μας σε αυτήν την ηλικία, το στήριγμα μας, τον πατέρα των παιδιών μας, αντί να πενθούμε και να προσπαθούμε να ανασυγκροτήσουμε εκ νέου τη ζωή μας, να αναγκαζόμαστε λόγω του άδικου αυτού άρθρου, να παλεύουμε για το αυτονόητο. Την επιβίωση μας. Η χηρεία δεν είναι επιλογή, ούτε προνόμιο. Είναι το βαρύ κτύπημα της μοίρας που ανατρέπει τη ζωή του επιζώντα και της οικογένειας του.
Κατόπιν των παραπάνω, ζητούμε την υποστήριξη σας (όχι την οικονομική) με όποιον τρόπο κρίνετε εσείς ως προσφορότερο, προκειμένου να τροποποιηθεί το άρθρο 12 «Σύνταξη λόγω θανάτου» του ν.4387/2016, προκειμένου να μην εξαρτάται το δικαίωμα σύνταξης στην/ον επιζούσα/ώντα σύζυγο από την ηλικία που έχει την ημέρα θανάτου ο/η εκλιπών/ούσα σύζυγος.
Μετά τιμής
Γυναίκες κάτω των 55 ετών
που πλήττονται από το άρθρο 12 του ν.4387/2016
Άρθρο 12 Σύνταξη λόγω θανάτου
1. Σε περίπτωση θανάτου συνταξιούχου ή ασφαλισμένου, ο οποίος έχει πραγματοποιήσει το χρόνο ασφάλισης που απαιτείται για τη συνταξιοδότησή του εξ ιδίου δικαιώματος ή ανικανότητας, δικαιούνται σύνταξη τα παρακάτω μέλη της οικογένειάς του:
Α. Ο επιζών σύζυγος, εφόσον έχει συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας του κατά το χρόνο θανάτου του συνταξιούχου ή ασφαλισμένου. Σε περίπτωση που ο θάνατος έχει συμβεί προτού συμπληρωθεί το 55ο έτος ηλικίας του επιζώντος συζύγου τότε καταβάλλεται σε αυτόν σύνταξη για διάρκεια τριών (3) ετών. Εάν ο δικαιούχος συμπληρώνει το 55ο έτος της ηλικίας του κατά τη διάρκεια λήψης της σύνταξης, η καταβολή της διακόπτεται με τη συμπλήρωση της τριετίας και άρχεται εκ νέου με τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας του. Οι ανωτέρω περιορισμοί δεν εφαρμόζονται εφόσον και για όσο χρόνο ο επιζών σύζυγος, κατά τον ως άνω χρόνο, έχει τέκνο ή τέκνα που υπάγονται στην παράγραφο 1Β του παρόντος ή είναι ανίκανος για την άσκηση κάθε βιοποριστικής εργασίας κατά ποσοστό 67% και άνω.
Β. Τα νόμιμα τέκνα, τα νομιμοποιηθέντα, τα αναγνωρισθέντα, τα υιοθετηθέντα και όσα εξομοιώνονται με αυτά, με την προϋπόθεση ότι:
α) Είναι άγαμα και δεν έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους. Το όριο αυτό παρατείνεται μέχρι του 24ου έτους, εφόσον φοιτούν σε ανώτερες ή ανώτατες αναγνωρισμένες σχολές του εσωτερικού ή του εξωτερικού ή σε Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης ή Κέντρα/Σχολές Επαγγελματικής Κατάρτισης, ή
β) κατά το χρόνο του θανάτου του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου είναι άγαμα και ανίκανα για κάθε βιοποριστική εργασία, εφόσον η ανικανότητά τους επήλθε πριν από την συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους. Στην περίπτωση αυτή η σύνταξη εξακολουθεί να καταβάλλεται και μετά τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας.
Γ. Ο διαζευγμένος σύζυγος, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1Α για τον επιζώντα σύζυγο και εφόσον πληροί αθροιστικά και τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) ο πρώην σύζυγος, κατά τη στιγμή του θανάτου του, να κατέβαλλε σε αυτόν ή να υποχρεούτο να του καταβάλλει διατροφή που είχε καθοριστεί είτε με δικαστική απόφαση είτε με μεταξύ τους σύμβαση, β) να είχε συμπληρώσει δέκα (10) έτη έγγαμου βίου, μέχρι τη λύση του γάμου με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, γ) το διαζύγιο να μην οφείλεται σε ισχυρό κλονισμό της έγγαμης συμβίωσης υπαιτιότητας του αιτούντος τη σύνταξη, δ) το μέσο μηνιαίο ατομικό φορολογητέο εισόδημά του να μην υπερβαίνει το διπλάσιο του ποσού του επιδόματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης Ανασφάλιστων Υπερηλίκων που καταβάλλεται από τον ΟΓΑ, σύμφωνα με το άρθρο 93 του παρόντος, ε) να μην έχει τελεστεί άλλος γάμος ή σύμφωνο συμβίωσης.
2. Ο επιζών σύζυγος δεν δικαιούται σύνταξη αν ο θάνατος του συνταξιούχου ή ασφαλισμένου συζύγου επήλθε πριν από την πάροδο πέντε (5) ετών από την τέλεση του γάμου, εκτός αν:
α) ο θάνατος οφείλεται σε ατύχημα που προήλθε πρόδηλα και αναμφισβήτητα εξαιτίας της υπηρεσίας ή ανθρωποκτονία,
β) κατά τη διάρκεια του γάμου γεννήθηκε ή με το γάμο νομιμοποιήθηκε, αναγνωρίσθηκε ή υιοθετήθηκε τέκνο,
γ) η χήρα κατά το χρόνο του θανάτου τελεί σε κατάσταση εγκυμοσύνης, η οποία δεν διεκόπη και γεννήθηκε ζων τέκνο,
δ) συντρέχει η περίπτωση ανασυστάσεως προϋπάρξαντος γάμου, αρκεί οι τελεσθέντες γάμοι, δηλαδή ο αρχικός και ο εξ ανασυστάσεως, κατά τη διάρκεια του οποίου απεβίωσε ο σύζυγος, να έχουν διαρκέσει τουλάχιστον πέντε (5) χρόνια συνολικά, και ο εξ ανασυστάσεως να διήρκησε τουλάχιστον έξι (6) μήνες.
3. Το δικαίωμα της κατά μεταβίβαση σύνταξης των ανωτέρω δικαιούχων παύει να ισχύει:
α) με το θάνατο του δικαιούχου,
β) με την τέλεση γάμου του δικαιούχου ή σύναψη συμφώνου συμβίωσης,
γ) με τη συμπλήρωση των κατά την περίπτωση α΄ της παραγράφου 1Β οριζόμενων ορίων ηλικίας, και
δ) από τότε που, με νεότερη κρίση της αρμόδιας υγειονομικής επιτροπής, έπαυσε η κατά τις παραγράφους 1Α και 1Β περίπτωση β΄ ανικανότητα για εργασία.
4. Α. Το ποσό της σύνταξης των ανωτέρω δικαιούχων υπολογίζεται επί του ποσού της σύνταξης που δικαιούται ή που έχει δικαιωθεί ο θανών σύζυγος και επιμερίζεται ως εξής:
α) Για τον επιζώντα σύζυγο ποσοστό 50% της σύνταξης. Εάν ο γάμος έλαβε χώρα μετά την απονομή της σύνταξης γήρατος του θανόντος, αυτή περιορίζεται ως ακολούθως: Αν η διαφορά ηλικίας μεταξύ του αποβιώσαντος και του συζύγου του, αφαιρουμένου του διαστήματος του γάμου τους, είναι μεγαλύτερη από δέκα έτη, η σύνταξη του επιζώντος συζύγου, υφίσταται, για κάθε πλήρες έτος διαφοράς, μείωση που καθορίζεται σε: 1% για τα έτη από το 10ο έως και το 20ό έτος. 2% για τα έτη από το 21ο έως και το 25ο έτος. 3% για τα έτη από το 26ο έως και το 30ό έτος. 4% για τα έτη από το 31ο έως και το 35ο έτος. 5% για τα έτη από το 36ο και άνω.
β) Για τον διαζευγμένο, εφόσον ο γάμος είχε διαρκέσει δέκα (10) έτη έως τη λύση του με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, το ποσό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος επιζών σύζυγος επιμερίζεται κατά 75% για χήρο και 25% για διαζευγμένο. Για κάθε έτος εγγάμου βίου πέραν του δεκάτου (10ου) και μέχρι το τριακοστό πέμπτο (35ο) έτος διάρκειας του γάμου, το ποσοστό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος μειώνεται κατά 1% στο χήρο και αυξάνεται αντίστοιχα κατά 1% στον διαζευγμένο. Προκειμένου περί έγγαμου βίου που διήρκησε πλέον των τριάντα πέντε (35) ετών έως τη λύση του κατά τα ανωτέρω, το ποσό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος επιμερίζεται κατά 50% στο χήρο και 50% στον διαζευγμένο. Εάν ο θανών δεν καταλείπει χήρο, ο διαζευγμένος δικαιούται το αυτό ποσοστό του διαζευγμένου, κατά τα ως άνω, της σύνταξης που θα εδικαιούτο ο χήρος. Σε περίπτωση περισσοτέρων του ενός δικαιούχων διαζευγμένων το αναλογούν για τον διαζευγμένο κατά τα ως άνω ποσοστά ποσό σύνταξης κύριας και επικουρικής επιμερίζεται εξίσου μεταξύ αυτών.
γ) Για κάθε παιδί ποσοστό 25% της σύνταξης. Αν πρόκειται για παιδί ορφανό και από τους δύο γονείς, το παραπάνω ποσοστό διπλασιάζεται, εκτός αν το ορφανό παιδί δικαιούται σύνταξη και από τους δύο γονείς, οπότε το ποσοστό της δικαιούμενης σύνταξης δεν διπλασιάζεται.
Β. Το συνολικό ποσό της κατά μεταβίβαση σύνταξης του επιζώντος συζύγου και των τέκνων σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό της σύνταξης του θανόντος. Σε περίπτωση που το άθροισμα των ποσοστών των δικαιούχων υπερβαίνει το ποσό της σύνταξης του θανόντος περιορίζεται ισόποσα το ποσοστό των τέκνων.
Γ. Εάν ο θανών καταλείπει τέκνα και η σύνταξη καταβάλλεται στον επιζώντα σύζυγο μειωμένη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 4 και 5 του παρόντος, το ποσό της σύνταξης που περικόπτεται επιμερίζεται στα τέκνα. Σε περίπτωση που εκλείψουν οι προϋποθέσεις για χορήγηση ποσοστού σύνταξης λόγω θανάτου στα τέκνα, το ποσό της σύνταξης που περικόπτεται δεν καταβάλλεται στον επιζώντα σύζυγο.
5. α) Στον επιζώντα σύζυγο καταβάλλεται ολόκληρη η σύνταξη για μία τριετία από την πρώτη του επομένου του θανάτου μήνα.
β) Μετά την πάροδο της τριετίας, αν ο επιζών εργάζεται ή αυτοαπασχολείται ή λαμβάνει σύνταξη από οποιαδήποτε πηγή, καταβάλλεται το 50% της σύνταξης.
γ) Εάν ο επιζών σύζυγος, κατά την ημερομηνία θανάτου, είναι ανάπηρος σωματικά ή πνευματικά σε ποσοστό 67% και άνω, λαμβάνει ολόκληρη τη σύνταξη, για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η αναπηρία του, ανεξαρτήτως άλλων προϋποθέσεων.
6. Εφόσον, εντός χρονικού διαστήματος πέντε (5) ετών από την πρώτη καταβολή της κατά μεταβίβαση σύνταξης, ο άνεργος επιζών ή διαζευγμένος σύζυγος προσληφθεί ως μισθωτός ή προχωρήσει σε έναρξη οικονομικής δραστηριότητας ως αυτοαπασχολούμενος, οι ασφαλιστικές του εισφορές καταβάλλονται από το Δημόσιο για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης ρυθμίζεται κάθε άλλο σχετικό θέμα για την εφαρμογή της παρούσας.
7. Κάθε διάταξη που ρυθμίζει διαφορετικά από τα οριζόμενα στο άρθρο αυτό καταργείται. Καταβαλλόμενες κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος συντάξεις διατηρούνται ως έχουν, με την επιφύλαξη του άρθρου 14.
8. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που ο θάνατος επέρχεται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος.