Θοδωρής Γεωργακόπουλος
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και μέχρι σήμερα, μια τραγική επιδημία έχει σκοτώσει περίπου μισό εκατομμύριο αμερικανούς, έχει διαλύσει οικογένειες, έχει καταστρέψει νοικοκυριά και έχει αφήσει πίσω της πληγές τεράστιες σε κοινότητες κυρίως φτωχών και ταλαιπωρημένων ανθρώπων. Είναι η επιδημία των αναλγητικών οπιοιειδών φαρμάκων, τα οποία πλημμύρισαν την αγορά (νόμιμη και παράνομη) και προκάλεσαν τον εθισμό εκατομμυρίων ανθρώπων σε ολόκληρη τη χώρα. Πρόκειται για φάρμακα με ονόματα όπως Fentanyl, Vicodin και OxyContin, τα οποία χορηγούνταν με συνταγή γιατρού. Ο τρόπος που λειτουργεί η αμερικανική αγορά φαρμάκου και η απληστία ανήθικων, αχαλίνωτων κερδοσκόπων οδήγησε στην ακραία και ανεξέλεγκτη κατάχρηση αυτών των φαρμάκων και, τελικά, σε μια τεράστια εθνική τραγωδία.
Γιατί συνέβη όμως αυτή η τραγωδία; Και γιατί συνέβη ειδικά στις ΗΠΑ και όχι, ας πούμε, στην Ευρώπη; Οι λόγοι είναι πολλοί, αλλά ένα από τα καταλυτικά συμβάντα ήταν η κυκλοφορία ενός από τα παραπάνω φάρμακα το 1995: του OxyContin της φαρμακοβιομηχανίας Purdue Pharma. Εκείνη την εποχή το πιο γνωστό αποτελεσματικό αναλγητικό οπιοειδές ήταν η μορφίνη. Οι γιατροί τη χρησιμοποιούσαν όμως σπάνια, μόνο σε ακραίες περιπτώσεις και κυρίως σε καρκινοπαθείς στα τελευταία, εξαιρετικά επίπονα στάδια της ασθένειάς τους, καθώς ήταν μια ουσία πάρα πολύ ισχυρή και πολύ εθιστική. Τότε είχε εμφανιστεί και μια έντονη τάση στους ιατρικούς κύκλους για την αναγνώριση του πόνου -κάθε είδους πόνου- ως ένα σοβαρό, αυθύπαρκτο ιατρικό και κοινωνικό πρόβλημα. Σχεδόν ένας στους τρεις αμερικανούς υπέφεραν από κάποιας μορφής χρόνιο πόνο, και σε αυτό το πρόβλημα οι ιδιοκτήτες της Purdue διέγνωσαν μια επιχειρηματική ευκαιρία. Η ιδέα τους ήταν να εισάγουν στην αγορά ένα νέο αναλγητικό οπιοειδές, διαφορετικό από την μορφίνη, το οποίο θα διαφήμιζαν πολύ επιθετικά στους γιατρούς ως ασφαλές, ηπιότερο, λιγότερο επικίνδυνο, πρακτικά μη-εθιστικό και κατάλληλο για συνταγογράφηση ακόμα και για μέτριους πόνους. Το πρόβλημα ήταν ότι η δραστική ουσία αυτού του φαρμάκου δεν ήταν ηπιότερη από τη μορφίνη -ήταν δύο φορές πιο δραστική. Και, βεβαίως, ώς ένα κανονικό οπιοειδές, ήταν εξαιρετικά εθιστική. Η Purdue Pharma υποστήριξε ότι το περίβλημα του χαπιού ανάγκαζε τη δραστική ουσία να περνά στον οργανισμό σταδιακά, ούτως ώστε να μην νιώθει ο χρήστης την εθιστική ευφορική αντίδραση που προκαλούν τα άλλα παρόμοια ναρκωτικά, και έσπευσε να πάρει τη σχετική άδεια από την FDA (τον εκεί ΕΟΦ) για την κυκλοφορία του στην αγορά.
Για το τι έγινε στη συνέχεια έχουν γραφτεί πολλά άρθρα, μερικά εξαιρετικά βιβλία, ενδιαφέροντα ντοκιμαντέρ και τουλάχιστον μία εξαιρετική τηλεοπτική σειρά (λέγεται “Dopesick”, υπάρχει στο Disney+). Για να μη σας τα πολυλογώ, η έγκριση από την FDA δόθηκε σε χρόνο-ρεκόρ, οι πωλητές της Purdue ξαμολύθηκαν στις ΗΠΑ προσπαθώντας να πείσουν τους γιατρούς να συνταγογραφούν όσο περισσότερο OxyContin μπορούσαν, για οποιονδήποτε πόνο, με πλουσιοπάροχα κίνητρα και τεράστια μπόνους από την εταιρεία. Οι γιατροί άρχισαν να συνταγογραφούν για ψήλου πήδημα, η Purdue Pharma τους επιβράβευε με ταξίδια και δώρα ώστε να συνταγογραφούν ακόμα περισσότερα και, φυσικά, οι ασθενείς άρχισαν να εθίζονται. Φτιάχτηκαν ειδικές κλινικές που συνταγογραφούσαν μαζικά χαπάκια για χιλιάδες εθισμένους, ποσότητες περνούσαν στη μαύρη αγορά και, βεβαίως, οι ασθενείς βρήκαν τρόπους να σπάνε το περίβλημα για να καταναλώνουν το OxyContin σαν κανονικό ναρκωτικό και, όταν πια άρχισα να δυσκολεύονταν να το βρουν, πάρα πολλοί πέρασαν σε κάτι ευκολότερα διαθέσιμο, πολύ παρόμοιο χημικά, και φτηνότερο: την ηρωίνη. Πολύ γρήγορα, κόσμος άρχισε να πεθαίνει.
Δύο είναι τα βασικά διδάγματα αυτής της ιστορίας: η απερίγραπτη τρωτότητα και η αδιανόητη διαφθορά στην καρδιά ενός οικονομικού και κανονιστικού συστήματος που κατά τα άλλα θεωρείται επιτυχημένο (του αμερικανικού) και το περιθώριο που έχει μια συμμορία αδίστακτων, αληθινά μοχθηρών ανθρώπων να κάνει τρομερό κακό στην κοινωνία χωρίς να αντιμετωπίζει καμία σοβαρή συνέπεια μέσα σε αυτό το σύστημα.
Στο βιβλίο “The Empire of Pain” ο αμερικανός δημοσιογράφος Πάτρικ Ράντεν Κιφ περιγράφει γλαφυρά την ιστορία αυτής της συμμορίας που, στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι μια οικογένεια: η οικογένεια Σάκλερ. Την έχετε ακουστά; Πιθανότατα όχι, παρ’ όλο που είναι μια από τις πλουσιότερες οικογένειες στον κόσμο. Είναι, επίσης και κάτι άλλο: ένα από τα πιο γνωστά ονόματα στο χώρο της φιλανθρωπίας. Οι Σάκλερ έχουν βάλει το όνομά τους σε πτέρυγες των μεγαλύτερων μουσείων (στο Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης, στο Γκούγκενχαϊμ, στο Λούβρο) και σχολές των μεγαλύτερων πανεπιστημίων (στο Κολούμπια, την Οξφόρδη, το Χάρβαρντ, το Γέιλ) του κόσμου, αλλά για δεκαετίες, από τότε που τα τρία αδέρφια που ξεκίνησαν τη δυναστεία άρχισαν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα στο χώρο του ιατρικού μάρκετινγκ, απέφευγαν συστηματικά να το βάζουν οπουδήποτε αλλού. Ούτε σε συνεντεύξεις, ούτε σε νομικά έγγραφα, ούτε καν σε πολλές θέσεις ευθύνης των επιχειρήσεών τους. Μια οικογένεια τυλιγμένη στη μυστικοπάθεια που κάποια στιγμή άρχισε να βγάζει πάρα, πάρα πολλά λεφτά (υπολογίζεται ότι, ως αποκλειστικοί μέτοχοι, τράβηξαν από την Purdue Pharma πάνω από $10 δισ.) ως, πρακτικά, “νόμιμοι” έμποροι ναρκωτικών.
Η ανάγνωση του βιβλίου προκαλεί απόγνωση σε όποια ή όποιον εξακολουθεί να πιστεύει ακόμα στην αξιοπιστία και την εγκυρότητα των θεσμών στις ΗΠΑ. Ο Ράντεν Κιφ, μέσα από εκτενή έρευνα στα στοιχεία που ήρθαν στη δημοσιότητα μετά την (πολύ καθυστερημένη) επέμβαση της δικαιοσύνης γράφει για το πώς η FDA έδωσε τόσο γρήγορα την έγκριση στην κυκλοφορία του φαρμάκου με την ένδειξη “λιγότερο εθιστικό”, για το πώς το υπεύθυνο στέλεχος της FDA που ενέκρινε το φάρμακο στη συνέχεια παραιτήθηκε από την υπηρεσία και έπιασε δουλειά στην Purdue Pharma (!) για το πώς εισαγγελείς, πολιτικοί και δικαστές συντάσσονταν ανερυθρίαστα και ξεδιάντροπα με το πλευρό της εταιρείας σε κάθε βήμα, για το πώς στρατιές δικηγόρων χρησιμοποιούσαν κάθε διαθέσιμο κόλπο, παραθυράκι και στρατηγική καθυστέρησης για να μην αποκαλυφθεί ή τελεσιδικήσει τίποτε, για το πώς ασκούνταν πολιτικές πιέσεις σε όποιους εισαγγελείς προσπαθούσαν να κινηθούν εναντίον της εταιρείας, και για το πώς σε όλες τις περιπτώσεις τα μέλη της οικογένειας εξασφάλιζαν με τα λεφτά και την επιρροή τους ότι δεν θα βρεθούν ποτέ κατηγορούμενοι για τίποτε.
Στις ελεύθερες οικονομίες ο ρόλος του κράτους είναι να βάζει τους κανόνες και να επιβλέπει την τήρησή τους για να διαφυλάξει το δημόσιο συμφέρον, ειδικά στις περιπτώσεις που το “αόρατο χέρι” της αγοράς είναι ανίκανο να προβλέψει ή να περιορίσει φαινόμενα σαν της Purdue Pharma. Τελικά, δεκαετίες μετά, κι αφού τεκμηριώθηκαν τα εγκλήματά της πέραν πάσης αμφιβολίας, η Purdue Pharma πέρασε σε καθεστώς χρεοκοπίας και πλήρωσε ένα πρόστιμο δισεκατομμυρίων (ένα πολύ μικρό ποσοστό του τζίρου της όλα αυτά τα χρόνια). Η οικογένεια εξευτελίστηκε δημόσια, τα μουσεία και τα πανεπιστήμια (με πολύ μεγάλη καθυστέρηση) κατέβασαν το όνομά τους από τις πτέρυγές τους. Αλλά οι Σάκλερ κράτησαν τα δισεκατομμύριά τους, και τα απολαμβάνουν σήμερα στις επαύλεις τους ανά τον κόσμο. Η τραγωδία των οπιοειδών είναι μια τρανταχτή ήττα του αμερικανικού συστήματος, μια καθολική αποτυχία των ελεγκτικών μηχανισμών, της δικαιοσύνης, της επιστημονικής κοινότητας, της κοινωνίας των πολιτών, της δημοσιογραφίας, των πάντων. Είναι λίγο ανακουφιστικό να διαπιστώνει κανείς ότι στην Ευρωπαϊκή Ένωση μια τέτοια καθολική ήττα όλων των μηχανισμών ελέγχου της αγοράς θα ήταν πάρα πολύ δύσκολο να συμβεί, αλλά είναι και απελπιστικό να διαπιστώνει κανείς ότι στην πλουσιότερη χώρα του κόσμου, εκεί όπου οι φυλακές είναι γεμάτες με χρήστες ναρκωτικών ουσιών, ούτε ένας από τους δισεκατομμυριούχους Σάκλερ δεν θα περάσει ούτε μία μέρα στη φυλακή.
Πηγή: kathimerini.gr