Έχασε το 55% της ακοής του ο ρεπόρτερ της «Ζούγκλας» Νίκος Χριστοφάκης

Τετάρτη, 22/03/2023 - 16:31

Ένα νέο περιστατικό αστυνομικής βίας στη μακρά περίοδο κατασταλτικής πρακτικής που ακολουθεί το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη τα τελευταία χρόνια καταγγέλλει ο δημοσιογραφικός κόσμος της χώρας.

Αυτή την φορά πρόκειται για δύο συναδέλφους ένας εκ των οποίων είναι δικός μας άνθρωπος εδώ στη «Ζούγκλα». Η ΕΣΗΕΑ καταγγέλλει πως ο Νίκος Χριστοφάκης, ρεπόρτερ της «Ζούγκλας», σύμφωνα με ιατρική γνωμάτευση έχασε το 55% της ακοής του από μια βομβίδα κρότου λάμψης η οποία εκτοξεύτηκε και έσκασε δίπλα του.

Οι άνδρες των ΜΑΤ στόχευσαν προφανώς τους δημοσιογράφους που κάλυπταν την κινητοποίηση των πολιτών.  Το περιστατικό αυτό δεν ήταν μεμονωμένο. Υπενθυμίζεται ακόμη ότι ο φωτορεπόρτερ Γιάννης Λιάκος κατήγγειλε τον τραυματισμό του από τις αστυνομικές δυνάμεις στις πορείες στο κέντρο της Αθήνας, την περασμένη Πέμπτη.

Ο ίδιος με ανάρτησή του στο Facebook αναφέρει, ότι δέχτηκε δύο χειροβομβίδες κρότου λάμψης, με αποτέλεσμα να διαγνωστεί με απώλεια ακοής.

Ο ρεπόρτερ Νίκος Χριστοφάκης περιέγραψε αναλυτικά στη «Ζούγκλα» πώς συνέβη το περιστατικό. Όπως είπε μεταξύ άλλων, βρισκόταν κοντά σε μια διμοιρία των ΜΑΤ όταν ξαφνικά εξερράγη σε απόσταση περίπου δύο μέτρων από αυτόν μια βομβίδα κρότου λάμψης. Καθ' όλη τη διάρκεια της ημέρας είχε συμπτώματα όπως πόνο και βουητό τα οποία συνέχιζαν μέχρι και τη Δευτέρα 20 Μαρτίου όπου τελικά απευθύνθηκε στον ΕΔΟΕΑΠ.

Η ιατρική γνωμάτευση:

Ο ιατρός που εξέτασε τον ρεπόρτερ στην γνωμάτευσή του αναφέρει τα εξής: «Ο ασθενής Χριστοφάκης Νικόλαος κατά την επίσκεψή του στο ιατρείο μου στις 20/3/2023 διεπιστώθη ότι παρουσιάζει απώλεια ακοής της τάξης του 55% στην συχνότητα 2000 Ηz αμφοτερόπλευρα.»

Αναλυτικά η ανακοίνωση της ΕΣΗΕΑ:

«Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΣΗΕΑ καταγγέλλει το τελευταίο περιστατικό αστυνομικής βίας κατά δημοσιογράφου, στην συγκέντρωση για τα Τέμπη την περασμένη Πέμπτη στο Σύνταγμα. Χειροβομβίδα κρότου λάμψης εξερράγη δίπλα στο συνάδελφο Νίκο Χριστοφάκη ο οποίος κάλυπτε δημοσιογραφικά την συγκέντρωση, με αποτέλεσμα να διαγνωστεί με απώλεια ακοής σε ποσοστό 55%.

Δυστυχώς δεν είναι η πρώτη φορά που η αλόγιστη χρήση χειροβομβίδων κρότου λάμψης από τις αστυνομικές δυνάμεις έχουν ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό συναδέλφων, γεγονός που πέρα από το ότι θέτει σε κίνδυνο τη σωματική τους ακεραιότητα αποτελεί εμπόδιο στην άσκηση του δημοσιογραφικού λειτουργήματος και κατ’ επέκταση στην πληροφόρηση των πολιτών.

Το Διοικητικό Συμβούλιο δηλώνει ότι θα σταθεί στο πλευρό του συναδέλφου σε οτιδήποτε χρειαστεί και διαμαρτύρεται για άλλη μια φορά για τα επαναλαμβανόμενα περιστατικά αστυνομικής βίας.»

Πηγή: zougla.gr

Με σωρεία κακουργηματικών κατηγοριών απειλείται ο φωτορεπόρτερ Νίκος Πηλός

Πέμπτη, 24/11/2022 - 14:45

Ενδεικτική της διολίσθησης της κυβέρνησης σε ολοένα και πιο αυταρχικά μονοπάτια και της δυσανεξίας της στην ελευθερία του Τύπου είναι η υπόθεση του φωτορεπόρτερ Νίκος Πηλός που ήταν μεταξύ των 78 ατόμων που συνελήφθησαν χθες στα Προσφυγικά.

Μιλώντας στον 105,5 Στο Κόκκινο και στην Ελένη Ηλιοπούλου εξήγησε τι συνέβη και πως συνελήφθη. Στην περιγραφή που έδωσε περιέγραψε ότι «ανέβηκα στην ταράτσα των Προσφυγικών για να πάρω ανάσα –καθώς είχε γίνει χρήση χημικών εντός του κτιρίου από τις αστυνομικές δυνάμεις– αλλά και για να είμαι διακριτός. Την ώρα της συνέλευσης βρισκόμουν στον δεύτερο όροφο προκείμενου να καλύψω τα γεγονότα».

«Στους αστυνομικούς δήλωσα την ιδιότητα μου παρ’ όλα αυτά με προσήγαγαν και μου έχει απαγγελθεί σωρεία κακουργηματικών κατηγοριών» προσέθεσε ο ίδιος. Κάποιες από αυτές είναι:

Βία κατά υπαλλήλων και δικαστικών προσώπων
Διατάραξη κοινής ειρήνης σε συνδυασμό με πρόκληση σωματικής βλάβης κατά συναυτουργία.
Απόπειρα βαριάς σωματικής βλάβης κατά συναυτουργία
Φθορά ξένης ιδιοκτησίας από κοινού
Άλλες κατηγορίες περί όπλων, εκρηκτικών υλών, φωτοβολίδων και βεγγαλικών
Ο κ. Πηλός είχε νωρίτερα αναφέρει ότι όταν έφτασε στις 15.30 στο σημείο για να καλύψει τα γεγονότα, μετά το δημόσιο κάλεσμα για ανοιχτή συνέλευση από την Κοινότητα Κατειλημμένων Προσφυγικών, δεν τον σταμάτησε κανείς.

Ήδη σκληρή ανακοίνωση έχει εκδώσει η Ένωση Ανταποκριτών Ξένου Τύπου καταδικάζοντας απερίφραστα την προσαγωγή και κράτηση συναδέλφου την ώρα που έκανε ρεπορτάζ.

Πηγή: www.rosa.gr

Τιμ Πέιτζ: Πέθανε ο θρυλικός φωτορεπόρτερ του Πολέμου του Βιετνάμ

Πέμπτη, 25/08/2022 - 19:29

Ο Τιμ Πέιτζ (Tim Page), ο θρυλικός φωτορεπόρτερ του Πολέμου του Βιετνάμ, πέθανε χθες στην Αυστραλία σε ηλικία 78 ετών από καρκίνο.

Οι παλιοί του συνάδελφοι αποδίδουν φόρο τιμής σε έναν «μέντορα», ένα «εξαιρετικό ταλέντο» στο πρόσωπο του άγγλου φωτορεπόρτερ που κάλυψε αναρίθμητα γεγονότα επί μισό αιώνα. Εγινε γνωστός από την σειρά των συγκλονιστικών φωτογραφιών του από τον Πόλεμο του Βιετνάμ.

Με μία φωτογραφική μηχανή Leica στο χέρι και ένα τσιγάρο – ή κάτι δυνατότερο – στο στόμα, ο Τιμ Πέιτζ πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του 1960 διασχίζοντας από άκρη σε άκρη την χερσόνησο της Ινδοκίνας για να απαθανατίσει εικόνες που επρόκειτο να σημαδέψουν τον πόλεμο, αλλά και μια ολόκληρη εποχή.

«Κάθε φωτογραφία του πολέμου είναι μία φωτογραφία κατά του πολέμου», θα δήλωνε σε συνέντευξή του μισό αιώνα αργότερα.«Η δημοσιογραφική κάλυψη επηρέασε την κοινή γνώμη».

Αξιαγάπητος και χαρισματικός, ο Τιμ Πέιτζ ρίχνεται στην φωτοδημοσιογραφία την ώρα που ο Πόλεμος του Βιετνάμ κλιμακώνεται, για να γίνει το σύμβολο μίας γενιάς φωτορεπόρτερ «gonzo», ατρόμητων και αντισυμβατικών.

Στον Τιμ Πέιτζ βασίστηκε ο χαρακτήρας που ερμηνεύει ο Ντένις Χόπερ στην ταινία «Αποκάλυψη Τώρα».

Ομως το Βιετνάμ επηρέασε τόσο την προσωπική του ζωή όσο και την επαγγελματική του καριέρα: θα του πάρει περισσότερο από μία δεκαετία για να συνέλθει από τα τραύματα του πολέμου και αργότερα θα ομολογήσει ανοικτά ότι πάσχει από μετατραυματικό στρες.

Ο Τιμ Πέιτζ ως άνθρωπος « δεν άρεσε σε όλο τον κόσμο», εξηγεί ο φίλος του Λουκ Χαντ, αλλά ήταν πολύ ανοικτός και αποτελούσε μέντορα για πολλούς νέους φωτογράφους που ήθελαν να ακολουθήσουν τα ίχνη του.

«Ηταν χαρισματικός συγγραφέας (…) ένα εξαιρετικό ταλέντο».

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ο Τιμ Πέιτζ εγκαταστάθηκε στην Καμπότζη, όπου εργάσθηκε για πολλά διεθνή μέσα ενημέρωσης.

Αργότερα αφιερώθηκε στην διατήρηση της ειρήνης και στην απόδοση τιμής στην μνήμη των δημοσιογράφων που έχασαν την ζωή τους στα μέτωπα του πολέμου, αναζητώντας επί χρόνια να διαλευκάνει την εξαφάνιση των φίλων του Σον Φλιν (Sean Flynn) και Ντάνα Στόουν (Dana Stone), που θεωρείται ότι σκοτώθηκαν από τους Ερυθρούς Χμερ.

Το 1997, συμμετέχει στην συγγραφή του βιβλίου «Requiem», που ακολουθεί τα ίχνη 135 φωτορεπόρτερ που έχασαν την ζωή τους στον Πόλεμο της Ινδοκίνας και στην συνέχεια στον Πόλεμο του Βιετνάμ.

«Το έκανε σχεδόν σκοπό της ζωής του. Στο τέλος, κατάφερε να τους αποτίσει φόρο τιμής», δηλώνει ο φίλος του Μαρκ Ντοντ (Mark Dodd) που περιγράφει τον Τιμ Πέιτζ ως παθιασμένο «μελετητή της ανθρώπινης συνθήκης».

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ-AFP

Πέθανε ο φωτορεπόρτερ Νίκος Γιακουμίδης

Τετάρτη, 23/03/2022 - 09:21

Ο Νίκος Γιακουμίδης εργαζόταν τα τελευταία χρόνια στο Associated Press, μεταφέροντας εικόνες από τα πιο σημαντικά γεγονότα στη χώρα μας.

Στην πολυετή θητεία του είχε συμμετάσχει σε πολεμικές αποστολές σε χώρες όπως τη Βοσνία και το Κόσοβο, αλλά και τη Μέση Ανατολή.

Την είδηση του θανάτού του κοινοποίησε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ο φωτορεπόρτερ Δημήτρης Μεσήνης.

«Καλό ταξίδι άρχοντα, αδελφέ, κουμπάρε, συνέργατη και πολυαγαπημένε μου φίλε Νίκο. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα σε σκεπάσει. Σου δίνω τον λόγο μου ότι αυτοί που τόσο σε αδίκησαν θα το πληρώσουν και θα δικαιωθείς. Η ευγένεια σου και η αγάπη σου για τους ανθρώπους δεν θα ξεχαστεί ποτέ, Ανασπάσου εν ειρήνη», έγραψε στο Facebook.

Συνέλαβαν και κράτησαν παραπάνω από 10 ώρες φωτορεπόρτερ επειδή κατέγραψε βίαιη σύλληψη στη Θεσσαλονίκη

Πέμπτη, 20/01/2022 - 14:20

Το μεσημέρι του Σαββάτου στο κέντρο της Θεσσαλονίκης μετά την ολοκλήρωση πορείας ενάντια στην αστυνομοκρατία οι δυνάμεις της ΕΛΑΣ ξεκίνησαν ένα ανθρωποκυνηγητό διαδηλωτών, από την πλατεία της Καμάρας μέχρι τη συμβολή των οδών Συγγρού με Εγνατίας, απόσταση περίπου 1,5 χιλιομέτρου.

Αρκετή ώρα μετά το τέλος της διαδήλωσης, στη συμβολή των οδών Συγγρού και Εγνατίας και στα γύρω στενά της Βαλαωρίτου, άνδρες της Ασφάλειας, της ομάδας ΔΕΛΤΑ και των ΜΑΤ προχώρησαν σε συλλήψεις και προσαγωγές. Ανάμεσα και ο επαγγελματίας φωτορεπόρτερ Θ.Κ., ο οποίος είχε έρθει στην πόλη της Θεσσαλονίκης για την φωτογραφική κάλυψη της διαδήλωσης.

Όπως καταγγέλλει ο φωτορεπόρτερ Θ.Κ. στο alterthess.gr, βρέθηκε μπροστά στη βίαιη σύλληψη μιας κοπέλας από αστυνομικό με πολιτικά, ο οποίος για να την συλλάβει την τράβηξε από τα μαλλιά. Η συγκεκριμένη βίαιη και παράτυπη συμπεριφορά του αστυνομικού καταγράφηκε από τον φωτογραφικό φακό του.

Μόλις ο άνδρας της Ασφάλειας κατάλαβε ότι έχει καταγραφεί η βίαιη σύλληψη, άρχισε να φωνάζει προς το μέρος του Θ.Κ., ζητώντας του να διαγράψει αμέσως τις φωτογραφίες. Ο φωτορεπόρτερ φυσικά αρνήθηκε, με αποτέλεσμα την παράνομη αρπαγή της φωτογραφικής του μηχανής, αλλά και τη σύλληψή του.

Ο φωτορεπόρτερ, ενώ από την αρχή δήλωσε την ιδιότητα του και ήταν γνωστή, οδηγήθηκε μαζί με τους υπόλοιπους προσαχθέντες και συλληφθέντες στην Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Θεσσαλονίκης, όπου και κρατήθηκε μέχρι το μεσημέρι της Δευτέρας.

Από την παράνομη αρπαγή της κάμερας έχουν διαγραφεί τουλάχιστον 10 φωτογραφίες
Οι κατηγορίες που του απέδωσαν είναι διατάραξη κοινής ειρήνης και συμμετοχή σε διαδήλωση χωρίς την άδεια των Αρχών, κατηγορίες πλημμεληματικού χαρακτήρα.

Κρατήθηκε με τους συλληφθέντες, εν μέσω πανδημίας σε έναν πολύ μικρό χώρο στα υπόγεια της ΓΑΔΘ, χωρίς πρόσβαση σε καθαρό νερό και χωρίς την τήρηση των μέτρων ατομικής προστασίας, για περισσότερες από 10 ώρες.

Αφέθηκε ελεύθερος σύμφωνα με τις νόμιμες διαδικασίες που ακολουθήθηκαν και του παραδόθηκε πίσω η επαγγελματική φωτογραφική του μηχανή, διαπίστωσε ότι από την παράνομη αρπαγή της κάμερας και μετά έχει σπάσει ο φακός της και έχουν διαγραφεί τουλάχιστον 10 φωτογραφίες, μεταξύ των οποίων αυτές που κατέγραψαν τη βίαιη σύλληψη της κοπέλας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι όπως αναφέρει το alterthess, οι αστυνομικές αρχές γνώριζαν από την πρώτη στιγμή ότι ο Θ.Κ. είναι φωτορεπόρτερ, καθώς το δήλωσε και στις καταθέσεις του τόσο στη ΓΑΔΘ, όσο και στον εισαγγελέα.

Ο φωτογράφος που απολύθηκε γιατι "τράβηξε" αστυνομικό που κρατούσε όπλο (video)

Δευτέρα, 06/12/2021 - 18:22
Ο Κώστας Τσιρώνης είναι ο δημιουργός μιας από τις πιο εμβληματικές φωτογραφίες της τελευταίας 15ετίας, την επόμενη μέρα της δολοφονίας του Αλέξη Γρηγορόπουλου. Όμως αυτή ακριβώς η φωτογραφία έγινε και η αιτία της απόλυσής του από την φιλοκυβερνητική (και τότε και τώρα) εφημερίδα που εργαζόταν.
Ο φωτογράφος που απολύθηκε γιατι
  • Λίγες ώρες μετά τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, την Κυριακή 07/12/2008, άλλο ένα "μεμονωμένο περιστατικό" αστυνομικής απειλής, λαμβάνει χώρα και αποτυπώνεται στην κάμερα του Κώστα Τσιρώνη, σε μια από τις πιο εμβληματικές φωτογραφίες των τελευταίων ετών.

Αστυνομικός βγάζει το υπηρεσιακό του όπλο και το στρέφει εναντίον πολιτών που διαδηλώνουν, ευτυχώς το όπλο δεν «εκπυρσοκροτεί».

Εκτός του τρόμου που προκαλεί η φωτογραφία, ήταν σαφές πως πρόκειται για ένα δημοσιογραφικό ντοκουμέντο που όταν δημοσιευθεί θα προκαλέσει πολύ έντονες αντιδράσεις και θα έκανε ζημιά στην κυβερνητική και μιντιακή προπαγάνδα των ημερών.


 

Ο Κώστας Τσιρώνης που εργαζόταν τα τελευταία δύο χρόνια στον «Ελεύθερο Τύπο», τρέχει στα γραφεία της εφημερίδας του, και παραδίδει τη συγκλονιστική φωτογραφία, βέβαιος πως θα τύχει της ανάλογης δημοσιογραφικής επιβράβευσης και φυσικά δημοσίευσης.

Όπως περιγράφει ο Τσιρώνης: «Αργά το βράδυ της Δευτέρας (08/12/2008), επιστρέφω στα γραφεία της εφημερίδας μετά τη δουλειά, όπου πλέον μαθαίνω ότι η φωτογραφία δεν θα δημοσιευθεί. Ότι έχει έρθει εντολή από το διευθυντή να αλλάξει τόσο το πρωτοσέλιδο όσο και το μέσα ρεπορτάζ και το ντοκουμεντο θα χανόταν».

Την επόμενη ημέρα, ο Κώστας Τσιρώνης φοβούμενος ότι η φωτογραφία δε θα δημοσιευθεί διαρρέει την φωτογραφία στον ξένο Τύπο. Ο διευθυντής της εφημερίδας τον απέλυσε λέγοντας του όπως λέει ο φωτογράφος: «Δε θα ανεχτώ επί των ημερών μου μία τέτοια διαρροή και θα αναγκαστώ να σε απολύσω παρότι εμπιστεύομαι τη δουλειά σου, σε θεωρώ καλό φωτογράφο κ.λπ.».

Δείτε το βίντεο με την εξιστόριση της απόλυσης αλλά και άλλες ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες από τον ίδιο τον Κώστα Τσιρώνη.

 
 Πηγή: 2020mag.gr

Καταστολής συνέχεια: Η «αύρα» της ΕΛ.ΑΣ. χτύπησε φωτορεπόρτερ και του έσπασε το πόδι!

Παρασκευή, 05/11/2021 - 20:03
Μετά τη σοβαρή καταγγελία των πυροσβεστών για ακρωτηριασμό συναδέλφου τους μετά από κροτίδα των ΜΑΤ, νέα εξίσου σοβαρή καταγγελία ήρθε στο φως της δημοσιότητας για σοβαρό τραυματισμό φωτορεπόρτερ, που κάλυπτε τη συγκέντρωση των πυροσβεστών, από το όχημα εκτόξευσης νερού της ΕΛ.ΑΣ.
 
Όπως καταγγέλλει η Ένωση Φωτορεπόρτερ Ελλάδος (ΕΦΕ), «κατά την διάρκεια των επεισοδίων που διαδραματίστηκαν στην συγκέντρωση των εποχιακών πυροσβεστών σήμερα στην Αθήνα, ο συνάδελφος Ορέστης Παναγιώτου, φωτορεπόρτερ του ΑΠΕ και μέλος της εξελεγκτικής επιτροπής της ΕΦΕ, τραυματίστηκε από το ειδικό όχημα της Αστυνομίας με τον εκτοξευτήρα νερού, κατά την στιγμή της ρίψης του νερού σε ομάδα διαδηλωτών.
 
 
»Ο συνάδελφος την στιγμή εκείνη βρίσκονταν στο συγκεκριμένο σημείο που επελέγη από το χειριστή του οχήματος, με αποτέλεσμα να απολέσει την ισορροπία του και να τραυματιστεί στο πόδι, με τις πρώτες (πάντα ανεπίσημες) εκτιμήσεις να τον δείχνουν ιδιαίτερα σοβαρό. Η ΕΦΕ αφού του ευχηθεί περαστικά ελπίζοντας τα αποτελέσματα να δείξουν το ακριβώς αντίθετο από τις πρώτες εκτιμήσεις, δηλώνει την πλήρη συμπαράσταση στο μέλος της ΕΦΕ και της εξελεγκτικής επιτροπής».
 
Σημειώνεται ότι, με ανάρτησή του στον προσωπικό του λογαριασμό στο twitter, ο φωτορεπόρτερ Μάριος Λώλος ενημερώνει ότι ο Ορέστης Παναγιώτου υπέστη κάταγμα σε δύο σημεία στο πόδι.
 
 
 
Τα νεότερα είναι: κάταγμα σε 2 σημεία στο πόδι και γύψος.
Προσπαθώ να μην κάνω σχόλιο θα είναι πολύ απρεπές— lolos marios (@lolosmarios) November 5, 2021
 
Ανακοίνωση ΕΦΕ
“Κατά την διάρκεια των επεισοδίων που διαδραματίστηκαν στην συγκέντρωση των εποχιακών πυροσβεστών σήμερα στην Αθήνα , ο συνάδελφος Ορέστης Παναγιώτου φωτορεπόρτερ του ΑΠΕ και μέλος της εξελεγκτικής επιτροπής της ΕΦΕ , τραυματίστηκε (δεν υπάρχει η ακριβής ιατρική εκτίμηση έως αυτή την ώρα) από το ειδικό όχημα της Αστυνομίας με τον εκτοξευτήρα νερού ,κατά την στιγμή της ριψης του νερού σε ομάδα διαδηλωτών .Ο συνάδελφος την στιγμή εκείνη βρισκώνταν στο συγκεκριμένο σημείο που επιλέγει απο το χειριστή του οχήματος με αποτέλεσμα να απολέσει την ισορροπία του και να τραυματιστεί στο πόδι ,με τις πρώτες(πάντα ανεπίσημες) εκτιμήσεις να τον δείχνουν ιδιαίτερα σοβαρό. Η ΕΦΕ αφού του ευχηθεί περαστικά ελπίζοντας τα αποτελέσματα να δείξουν το ακριβώς αντίθετο από τις πρώτες εκτιμήσεις , δηλώνει την πλήρη συμπαράσταση στο μέλος της ΕΦΕ και της εξελεγκτικής επιτροπής”.
 
  
 Πηγή: www.rosa.gr

Έφυγε από τη ζωή ο φωτορεπόρτερ Γιώργος Παυλίδης

Δευτέρα, 11/01/2021 - 10:27

«Το να είσαι πίσω από μια φωτογραφική μηχανή και να είσαι εσύ ο πρωταγωνιστής και όχι εκείνος τον οποίο φωτογραφίζεις είναι ζωή. Το να μένεις στην μνήμη των ανθρώπων εσύ ο ίδιος και όχι αυτό που αποτυπώνεις είναι ζωή. 
Καλό ταξίδι Φίλε μας, Φωτογράφε μας, Αγωνιστή μας.
Εκεί που βρίσκεσαι κοίτα να φωτογραφίζεις τα σύννεφα με το χρώμα που μόνο εσύ ξέρεις». Με αυτά τα λόγια ηθοποιός Δήμητρα Χατούπη πριν από λίγο από χαιρέτησε έναν από τους καλύτερους έλληνες φωτογράφους της νέας γενιάς.

Ο Γιώργος Παυλίδης δεν είναι πλέον ανάμεσα μας. Έφυγε για το μεγάλο ταξίδι σκορπώντας θλίψη στεναχώρια και οδύνη και στην οικογένεια του.

Όταν ο Γιάννης Μπεχράκης έφτασε ένα «κλικ» πριν τον θάνατο στη Σιέρρα Λεόνε

Τρίτη, 05/03/2019 - 19:00

Ένας από τους πιο ταλαντούχους και τολμηρούς φωτορεπόρτερ του ελληνικού και διεθνούς Τύπου, ο Γιάννης  Μπεχράκης, έφυγε πρόωρα από τη ζωή σε ηλικία μόλις 58 χρονών.

O επικεφαλής φωτορεπόρτερ του Reuters, συνεργάστηκε με το πρακτορείο επί 30 χρόνια, δείχνοντας σε ολόκληρο τον πλανήτη τη σκληρή όψη της ζωής. Βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του μετώπου, καλύπτοντας πολέμους κι αναδεικνύοντας την πραγματικότητα πίσω από μεγάλες κρίσεις. Μάλιστα για τις συγκλονιστικές φωτογραφίες που αποτύπωσαν χωρίς λόγια όλη την αλήθεια του προσφυγικού δράματος, όταν οι κατατρεγμένοι από την Συρία φόρτωναν παιδιά και λιγοστά υπάρχοντα σε βάρκες και πέρναγαν καθημερινά κατά χιλιάδες το Αιγαίο, βραβεύτηκε με το βραβείο Πούλιντζερ.

 

Έφυγε νικημένος από τον καρκίνο, έχοντας κερδίσει όμως πολλές φορές μέχρι σήμερα τον θάνατο. Όπως το 2000, όταν έφτασε ένα «κλικ» πριν από αυτόν στη Σιέρρα Λεόνε.

Στις 24 Μαΐου του 2000, ο Γιάννης Μπεχράκης, κάλυπτε τον εμφύλιο στη χώρα των «ματωμένων διαμαντιών». Μαζί με τους συναδέλφους από το πρακτορείο ειδήσεων Reuters, Κερτ Σορκ και Μαρκ Τσίζχολμ, αλλά και τον κάμεραμαν του AP Μιγκέλ Χιλ Μορένο ντε Μόρα. Ξεκίνησαν να συναντήσουν μια μονάδα παραστρατιωτικών, που θα επιχειρούσαν να ανακαταλάβουν μια πόλη περίπου 70 χιλιόμετρα βόρεια της Free Town, όπου βρίσκονται τα αδαμαντωρυχεία.

Ενώ βρίσκονταν μέσα στη ζούγκλα, μια ομάδα ανταρτών τους εξαπέλυσε επίθεση. Από τις σφαίρες που έπεφταν σαν βροχή έχασαν τη ζωή τους ο Κερτ Σορκ, ο Μιγκέλ Χιλ Μορένο ντε Μόρα και τέσσερις εκ των δέκα στρατιωτών της Σιέρρα Λεόνε που συνόδευαν την ομάδα των δημοσιογράφων. Ο Γιάννης Μπεχράκης ήταν από τους ελάχιστους που κατάφερε να σωθεί, αφού σύρθηκε μέσα σε έναν θάμνο και καλύφθηκε με λάσπες.
Λίγο αργότερα θα έστρεφε την κάμερα του στον εαυτό του, τραβώντας μια φωτογραφία που έλεγε όσα δεν μπορούσαν να ειπωθούν. Μια φωτογραφία που θα μείνει στην ιστορία του παγκόσμιου Τύπου.

Το 2007 ο Γιάννης Μπεχράκης είχε μιλήσει στον φακό του «Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα» για την εμπειρία που του άλλαξε μια για πάντα τη ζωή, για τις ανάγκες του ντοκιμαντέρ:

«Σιέρρα Λεόνε: Τα παιδιά, τα διαμάντια και η συγκάλυψη».

 

Η συνέντευξη στο Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα:

Πότε πήγατε Σιέρρα Λεόνε και γιατί;

Λοιπόν, πήγα τον Μάη του 2000 με έναν φίλο δημοσιογράφο του Reuters. Υπήρχε εκεί και κάποιος cameraman οπότε είχαμε το γνωστό μας Reuter Multimedia Team για να καλύψουμε την αρχή ξανά του εμφυλίου. Οι επαναστάτες του R.U.F. είχαν απαγάγει γύρω στους 500 κυανόκρανους και προσπαθούσαν να τους ανταλλάξουν για δικά τους οφέλη. Σε όλη την ενδοχώρα του R.U.F. είχε τον έλεγχο και βέβαια είχε τον έλεγχο των αδαμαντωρυχείων. Και κάποια στιγμή ο κυβερνητικός στρατός της Σιέρρα Λεόνε προσπάθησε να συλλάβει τον αρχηγό των επαναστατών, τον Φούνταϊ Σάνκο, ο οποίος έμενε σε μια βίλα μέσα στην Freetown.
 
Άρχισαν οι εχθροπραξίες μέσα στην Freetown. Οι Βρετανοί στείλανε κάποιες ειδικές δυνάμεις για να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους. Οι κυανόκρανοι φύγανε από την ενδοχώρα και τραβήχτηκαν πάλι προς την Freetown και οι επαναστάτες άρχισαν να κατεβαίνουν από την ενδοχώρα για να καταλάβουν το αεροδρόμιο και την πρωτεύουσα. Οπότε βρεθήκαμε εκεί για να καλύψουμε αυτά τα γεγονότα.
 
Όταν πρωτοπήγατε στην χώρα, πώς ήταν η κατάσταση; Τι ήταν αυτό που είδατε πρώτα και σας έκανε εντύπωση;
 

Ναι, η χώρα φαινόταν ότι γινόταν εμφύλιος, ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Υπήρχαν χιλιάδες πρόσφυγες οι οποίοι έρχονταν από την ενδοχώρα προς την πρωτεύουσα. Καραβάνια λοιπόν προσφύγων. Κάποια παλιά κτίρια που είχαν μείνει όρθια γιατί η Freetown ήταν στο μεγαλύτερό της μέρος κατεστραμμένη από τον εμφύλιο πόλεμο που ήταν ήδη δέκα χρόνια, και κάποιες ανθρωπιστικές οργανώσεις διώχνανε τουλάχιστον τους Δυτικούς εργάτες τους και υπήρχε μια κατάσταση αναρχίας και χάους. Ο φόβος ήταν διάχυτος στην πρωτεύουσα. Είχαν αρχίσει κάποιες λεηλασίες στα προάστια. Και βασικά θυμάμαι ότι τότε ο μέσος όρος μακροζωίας για τους άνδρες ήταν 39, για τις γυναίκες ήταν 37, οπότε είχες την εντύπωση ότι όλοι προσπαθούσαν να κάνουν κάτι και να περάσουν καλά μέχρι να πεθάνουν, ήταν κάτι το οποίο το βλέπανε, ερχόταν πολύ σύντομα.
 
Η χώρα ήταν γεμάτη παιδιά και ανθρώπους μικρής ηλικίας. Και υπήρχε έτσι μια κατάσταση φόβου και ασάφειας, δεν ήξερες ακριβώς αν αύριο ξαφνικά μπαίνανε κάποιοι επαναστάτες και άρχιζαν πάλι τις σφαγές. Το κράτος ήταν σε κατάσταση διάλυσης.
 
Ο εμφύλιος της Σιέρρα Λεόνε ήταν στον δέκατο χρόνο ήδη. Όλος ο εμφύλιος γινόταν βασικά για το ποιος θα έχει τον έλεγχο των αδαμαντωρυχείων. Κατά διαστήματα έρχονταν σε μια συμφωνία οι επαναστάτες με τον στρατό τον κυβερνητικό, η οποία χάλαγε όμως, το πολύ κράταγε μια βδομάδα, οπότε άρχιζαν πάλι οι εχθροπραξίες. Οι επαναστάτες οι οποίοι ήταν ουσιαστικά μισθοφόροι, άλλαζαν μεριά, υποστήριξη, μέσα στην ίδια μέρα. Δηλαδή έβλεπες ας πούμε κάποιες ομάδες όπως οι Καμάτζορς, οι οποίοι ήταν κάτι τύποι που πίστευαν ότι με τα φυλακτά, φορώντας κάποια φυλακτά οι σφαίρες δεν θα τους σκοτώσουν. Και θυμάμαι ότι είχαν δημιουργηθεί και κάποια επεισόδια όπου κάποιος πυροβολούσε τον εαυτό του πιστεύοντας ότι δεν πρόκειται να πεθάνει. Πέθανε βέβαια.
 
Αυτοί λοιπόν μπορεί το πρωί να υποστήριζαν το στρατό τον κυβερνητικό της Σιέρρα Λεόνε και το απόγευμα επειδή το R.U.F. τους έδινε περισσότερα λεφτά ή περισσότερο αλκοόλ ή όπλα, άλλαζαν μεριά. Οπότε ήταν μια κατάσταση που άλλαζε, κάθε μέρα μπορεί να άλλαζε και δυο-τρεις φορές. Οι επαναστάτες, αυτό το κλασσικό που γινόταν στη Σιέρρα Λεόνε ήταν ότι για να μην αφήσουν τον κόσμο, τον απλό κόσμο, τους χωριάτες ας πούμε να ψηφίσουν, πηγαίνανε και τους κόβανε τα χέρια. Μετά αυτό προχώρησε και άρχισαν και τους κόβανε και τα πόδια. Όπου θυμάμαι ας πούμε δεν τους ενδιέφερε αν είσαι άντρας, γυναίκα, παιδί. Ήταν συνέχεια υπό την επήρεια του αλκοόλ και θυμάμαι είχα δει ένα παιδάκι δεκαοχτώ μηνών που του είχαν κόψει το ένα χέρι και μάλιστα του το είχαν κόψει και όταν ήταν δέκα μηνών.
 
Μάλιστα το παιδάκι έπαιζε και με ένα παιχνίδι προσπαθώντας ας πούμε και με τα δύο χέρια να το παίξει, χωρίς ουσιαστικά να καταλαβαίνει ότι δεν έχει το ένα του χέρι. Υπήρχαν όλες αυτές οι εικόνες οι τραγικές και βασικά υπήρχαν οι επαναστάτες οι οποίοι ήταν σε μια άγρια κατάσταση και θυμάμαι ότι είχαν κούτες που είχαν μέσα αλκοόλ, το οποίο αλκοόλ το λέγανε moral booster, δηλαδή για το ηθικό τους. Ήταν κάτι πλαστικές σακουλίτσες και έγραφε πάνω ας πούμε, «βότκα» ή «ουίσκι». Το άνοιγαν αυτό και το πίνανε και ήταν συνέχεια μεθυσμένοι και σε κατάσταση τρέλας.
 
Κάποια στιγμή μετά το ’99, μπήκαν το Γενάρη νομίζω, μπήκαν οι επαναστάτες στη Freetown οι Καμάτζορς, West Side Boys, όλες αυτές οι ομάδες οι οποίες είχαν κάποιον αρχηγό και πέσανε σε ένα όργιο καταστροφής, λεηλασίας, βιασμών, κόβανε χέρια, πόδια, καταστρέψανε το δυτικό μέρος τουλάχιστον της Freetown και οι μόνοι που τους σταματήσανε ήταν οι Νιγηριανοί της Αφρικανικής Δύναμης του Ο.Η.Ε., οι οποίοι όμως και αυτοί δεν μπορούσαν να κάνουν πολλά. Κάποια στιγμή ήρθαν λοιπόν σε μια θεωρητική συμφωνία όπου θα δίνανε κάποια αδαμαντωρυχεία στους επαναστάτες, κάποια άλλα θα τα είχαν οι κυβερνητικοί και θα βρίσκανε τέλος πάντως μία λύση, η οποία όμως δεν κράτησε και αυτή.
 
Οπότε, όπως είπα και προηγουμένως, οι επαναστάτες απήγαγαν αυτούς τους περίπου 500 στρατιώτες των Ηνωμένων Εθνών και άρχισε πάλι ουσιαστικά ο εμφύλιος. Σε κάποια στιγμή ας πούμε, εμείς πηγαίνοντας να καλύψουμε όλο αυτό το story σε μια χαοτική κατάσταση τελείως, χωρίς να ξέρουμε ποιος είναι πού κλπ., παίρνοντας ρίσκα τα οποία τελικά τα πληρώσαμε, κάποια στιγμή θυμάμαι ότι βρίσκαμε στολές στρατιωτών των Ηνωμένων Εθνών μαζί με τα κόκαλα, τα απομεινάρια τους, τους είχαν εκτελέσει κάπου στη μέση της ζούγκλας και μετά είχαν έρθει τα άγρια ζώα και τους είχαν φάει. Μια τέτοια κατάσταση υπήρχε στη χώρα όταν πήγα.
 
Ποια εικόνα σας έχει μείνει από όλα αυτά;
 

Κοίταξε να δεις, νομίζω ότι το τραγικό της υπόθεσης τελικά στην αποστολή μου στη Σιέρρα Λεόνε, ήταν ότι έχασα δύο πολύ καλούς φίλους. Δηλαδή νομίζω η πιο δυνατή εικόνα που μου έχει μείνει κυριολεκτικά – επειδή με ρώτησες, έτσι; – είναι της στιγμή που έχει σκοτωθεί ο φίλος μου που οδηγεί το αυτοκίνητο γιατί πέσαμε σε μια ενέδρα και εγώ του φωνάζω να πατήσει το γκάζι και όταν τον κοιτάω, έχει γείρει στο πλάι και είναι μέσα στα αίματα. Είναι μια εικόνα που δεν θα την ξεχάσω ποτέ.
 
Το θέμα είναι ότι στη Σιέρρα Λεόνε έγιναν πολλές δυνατές φωτογραφίες και καλύψαμε όσο καλύτερα δημοσιογραφικά γινόταν το θέμα παίρνοντας τεράστια ρίσκα. Και οι φωτογραφίες ήταν δυνατές και μπήκανε σε περιοδικά, σε εφημερίδες. Δηλαδή η δουλειά μας έγινε σωστά και όπως θα έπρεπε να γίνει. Και αν δεν έχανα αυτούς τους φίλους μου και ειδικά τον έναν τον Αμερικάνο που δουλεύαμε μαζί χρόνια, για μένα θα ήταν μια περιπέτεια καταπληκτική την οποία θα μπορούσα να την σκέφτομαι ας πούμε και να λέω ότι πέρασα από αυτό το πράγμα και η δουλειά έγινε πολύ καλά και όλα είναι καλά, αλλά άφησα ένα κομμάτι του εαυτού μου στη Σιέρρα Λεόνε.
 
Για μένα τα πράγματα ποτέ δεν επανήλθαν ουσιαστικά όπως ήταν πριν τη Σιέρρα Λεόνε. Θα έλεγα ότι αυτή ήταν η πιο δυνατή εικόνα που θυμάμαι, δηλαδή ουσιαστικά γίναμε εμείς οι ίδιοι που πήγαμε να καλύψουμε το story, τελικά γίναμε το story. Εκεί ξέρεις στη Σιέρρα Λεόνε άμα πας δηλαδή στο Official Site της κυβέρνησης, είναι σε μια περίοπτη θέση η ιστορία αυτή για μας.
 
Να σου πω, ένα απίστευτο πράγμα που μου συνέβη όταν γύρισα τέλος πάντων στην Αθήνα, μια μέρα ήμουν εδώ στο γραφείο και μπήκα στο ασανσέρ για να κατέβω στο ισόγειο και ήταν και ένας Αφρικανός, courier μες στο ασανσέρ, ο οποίος τον κοίταγα καλά-καλά και μου φάνηκε ότι πρέπει να είναι από την Δυτική Αφρική γιατί πλέον αναγνωρίζω και του είπα μια έκφραση που είναι στην διάλεκτο της Σιέρρα Λεόνε, που είναι σαν χαιρετισμός. Και αυτός γούρλωσε τα μάτια και μου λέει, στα αγγλικά βέβαια, και μου λέει «εσύ πού το ξέρεις αυτό;» Λέω έχω πάει στη Σιέρρα Λεόνε  και γυρνάει και μου λέει «τι δουλειά κάνεις;». Λέω, είμαι φωτογράφος στο Reuter. «Είσαι ο Γιάννης;».
 
Και αυτός είναι ένας τύπος που δουλεύει εδώ και μάλιστα ζει κοντά στο σπίτι μου και τον βλέπω κατά διαστήματα και τελικά ξέρεις, αυτό ήταν. Το συμπέρασμα της όλης φάσης της αποστολής στη Σιέρρα Λεόνε είναι ότι τελικά πήγαμε να κάνουμε ένα story και γίναμε εμείς οι ίδιοι story.
 
Θα μας πείτε για το χρονικό της επίθεσης που δεχτήκατε;
 

Λοιπόν, εμείς κάθε μέρα προσπαθούσαμε, υπήρχαν κάποιοι, όχι πολλοί δημοσιογράφοι, γιατί εντάξει, το αεροδρόμιο δεν λειτουργούσε, γενικά οι πρόσφυγες της Σιέρρα Λεόνε εκείνη την εποχή ήταν πάρα πολύ δύσκολοι. Και οι δημοσιογράφοι ήταν πολύ λίγοι. Εγώ με το team του Reuters, τον cameraman και τον δημοσιογράφο, προσπαθούσαμε κάθε μέρα να βρούμε ας πούμε ένα story λίγο διαφορετικό,. Ανακαλύψαμε τέλος πάντων κάποια στιγμή ότι μπορούσαμε να πάμε παίρνοντας, τα ανάλογα ρίσκα, αρκετά μακριά από την πρωτεύουσα και να μπούμε μέσα στην καρδιά του εμφυλίου, σε μια απόσταση γύρω στα 40 με 50 χιλιόμετρα βόρεια από την Freetown. Γνωρίσαμε κάποιους στρατιώτες τέλος πάντων, κάναμε κάποιες ας πούμε φιλίες. Τους είχαμε πάει και κάποια εφόδια, κάποια φαγητά, κάποια τσιγάρα κλπ., και είχαμε πρόσβαση.
 
Ανακαλύψαμε λοιπόν κάποια μέρα αυτό που είχα πει και πιο πριν, στολές στρατιωτών των Ηνωμένων Εθνών μαζί με τα απομεινάρια τους. Γυρίσαμε πίσω, το είπαμε στα Ηνωμένα Έθνη γιατί τους ψάχνανε, αυτοί οι 500 είχαν εξαφανιστεί. Τους είπαμε ότι είχαμε αρχίσει και βρίσκαμε απομεινάρια τους και ότι θα έπρεπε να έρθουν κάποια στιγμή μαζί μας για να τους δείξουμε πού τα βρήκαμε αυτά και να πάρουν DNA να δούνε ποιοι ήταν αυτοί κλπ. Οι αρχές των Ηνωμένων Εθνών δεν τολμήσανε να έρθουν μαζί μας. Τέλος πάντων, κάποια από αυτές τις μέρες λοιπόν που καλύπταμε το ρεπορτάζ, μας είχαν πει αυτοί οι γνωστοί μας οι στρατιώτες του κυβερνητικού στρατού, ότι την επόμενη μέρα θα κάνανε μια επίθεση για να καταλάβουν μια πόλη ονόματι Λούντσαρ.
 
Οπότε ξεκινήσαμε και πήγαμε. Μάλιστα ήρθε μαζί μας και ένας cameraman του Associated Press, ο οποίος ήταν γνωστός από παλιά, φίλος κλπ. και είπε ότι θα έρθει και αυτός γιατί ξέρεις, το competition, ο ανταγωνισμός είναι τρομερός οπότε αυτός για να αισθάνεται και καλά, έπρεπε να έρθει για να καλύψει και αυτός το story, ενώ δεν ήθελε να έρθει και αυτό ήταν ένα τραγικό κομμάτι της ιστορίας. Τέλος, παραβρεθήκαμε λοιπόν εκεί πέρα και κάποια στιγμή ακούγαμε ότι γινόταν μάχη κάπου μακριά. Είχαν έρθει και δύο ελικόπτερα, μισθοφόροι τα είχαν από την Νότια Αφρική. Και αποφασίσαμε να προχωρήσαμε. Φαντάσου τώρα μέσα στην ζούγκλα, στη μέση του πουθενά. Ο αξιωματικός που ήταν εκεί μας είπε ότι για να πάμε έπρεπε να έχουμε και συνοδεία με κάποιους στρατιώτες, αλλά βασικά νομίζω ήθελε να στείλει κάποιους στρατιώτες στο μέτωπο γιατί δεν είχαν καθόλου μέσα μεταφοράς, οπότε ουσιαστικά χρησιμοποίησε ένα τζιπ που είχαμε εμείς και ένα άλλο αυτοκίνητο για να τους μεταφέρει.
 
Οπότε ξεκινήσαμε δύο από το στρατόπεδο που βασικά δεν ήταν στρατόπεδο, ήταν ένα ξέφωτο στην ζούγκλα, και ξεκινήσαμε μεσημεράκι για να πάμε προς την μάχη. Οπότε ήμασταν, αν θυμάμαι καλά, ήμασταν συνολικά τέσσερις δημοσιογράφοι, τρεις του Reuter και ένας του Associated Press και γύρω στους δέκα στρατιώτες. Όλοι μαζί σε δύο αυτοκίνητα. Καθώς προχωρούσαμε σε αυτόν τον χωματόδρομο και ανακαλύπταμε όλο και καινούριες εικόνες, θυμάμαι, καμένα αυτοκίνητα των Ηνωμένων Εθνών αριστερά, δεξιά κλπ., κάποια στιγμή, γύρω στα 7-8 χιλιόμετρα από το στρατόπεδο, πέσαμε σε μια ενέδρα στη μέση της ζούγκλας. Εγώ καθόμουν στο πίσω κάθισμα στο πρώτο αυτοκίνητο ανάμεσα σε δύο στρατιώτες. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι είδα τους επαναστάτες να πηδάνε μέσα από τους θάμνους, μπροστά μας στα τριάντα-σαράντα μέτρα και να πυροβολούν προς το αυτοκίνητο.
 
Ήταν μια έκρηξη αδρεναλίνης. Σκέφτηκα ότι εδώ είναι το τέλος, φτάσαμε σε εκείνη τη στιγμή. Είπα στον οδηγό ο οποίος ήταν φίλος μου, ο Kurt, ενστικτωδώς του λέω «πάτα το γκάζι, πάτα το γκάζι», να πατήσει το γκάζι να πάμε πού; Κατευθείαν πάνω στην ενέδρα. Και γύρισα και είδα ότι είχε σκοτωθεί. Το αυτοκίνητο είχε γίνει σαν τυρί. Δηλαδή είχε σφαίρες παντού. Και εγώ περίμενα ότι θα φάω μια σφαίρα και πώς θα είναι, θα αισθανθώ πολύ πόνο; Θα φάω μια σφαίρα στο κεφάλι και θα πεθάνω; Δεν θα καταλάβω κάτι; Κάτι τέτοιες σκέψεις.
 
Οι στρατιώτες που ήταν στο αυτοκίνητο, αριστερά μου και δεξιά, εγώ αμέσως ενστικτωδώς είπα στον δεξιά μου, τον σκούντηξα και του είπα να βγει έξω από το αυτοκίνητο, να πηδήξει έξω από το αυτοκίνητο. Γυρνώντας κατάλαβα ότι ήταν σκοτωμένος. Ο δε αριστερά μου πανικοβλήθηκε, πέταξε το όπλο του και προσπάθησε να βγει από το παράθυρο το δεξιό, οπότε ουσιαστικά ανέβηκε από πάνω μου, σκαρφάλωσε πάνω μου και ανάμεσα στον σκοτωμένο στρατιώτη δεξιά και θυμάμαι τα πόδια του να χτυπάνε το πρόσωπό μου καθώς αυτός κρεμόταν ο μισός έξω από το αυτοκίνητο.
 
Οι σφαίρες έρχονταν, εμείς πλησιάζαμε ακόμα πιο πολύ προς αυτούς. Και κάποια στιγμή από το πίσω αυτοκίνητο που επίσης ήταν ο cameraman του Associated Press μαζί με κάποιο στρατιώτη, ανοίξανε πυρ, οπότε κατά κάποιον τρόπο σταμάτησαν να ασχολούνται μαζί μας και χτυπάγανε το πίσω αυτοκίνητο. Αυτό μου έδωσε δύο-τρία δευτερόλεπτα να καταφέρω τελικά να πετάξω το πτώμα που ήταν δεξιά μου του στρατιώτη και να πηδήξω έξω από το αυτοκίνητο ενώ ακόμη ήταν εν κινήσει.
 
Το αυτοκίνητο πήγαινε μόνο του όλη αυτήν την ώρα;
 

Ναι, σιγά-σιγά, πέντε χιλιόμετρα την ώρα, βασανιστικά. Κάποια στιγμή το αυτοκίνητο έπεσε σε ένα χαντάκι, δίπλα ακριβώς στους επαναστάτες. Βγήκα από το αυτοκίνητο μαζί με τις κάμερες και έτρεξα προς την ζούγκλα. Μπήκα στην ζούγκλα, δεν ξέρω, πρέπει να έτρεξα. Ο χρόνος γινόταν ώρες, είχε σταματήσει ο χρόνος. Αυτό είναι το κλασσικό που συμβαίνει. Κάποια στιγμή δεν μπορούσα να αναπνεύσω πια από το τρέξιμο και από την ταραχή και από την αδρεναλίνη και από όλα αυτά. Έπεσα στο έδαφος, θυμάμαι φόραγα ένα χακί παντελόνι και ένα άσπρο μπλουζάκι από κάτι αγώνες άρσης βαρών που είχαν γίνει στην Ελλάδα. Έπεσα κάτω, επανήλθαν λίγο οι σφυγμοί μου που έπρεπε να είχαν φτάσει πάνω από 200. Η μάχη συνεχιζόταν χωρίς να καταλαβαίνω ακριβώς πού και τι. Και αμέσως άρχισε να δουλεύει το ένστικτο της αυτοσυντήρησης.
 
Κάποια πράγματα που είχα μάθει όλα αυτά τα χρόνια καλύπτοντας πολέμους και κάποια μαθήματα που είχα κάνει σε ειδικά σχολεία επιβίωσης κλπ., οπότε βρέθηκα μέσα στη ζούγκλα μόνος μου τελείως. Οπότε, ξέρεις, όταν είσαι μόνος σου δεν υπάρχουν ψέματα, δεν έχεις κάποιον άλλον να τους πεις «έλα, όλα καλά θα πάνε», ή «πρέπει να κάνουμε κάτι, θα τα καταφέρουμε». Είσαι με τον εαυτό σου. Οπότε η αλήθεια είναι εκεί, ξέρεις, και την αντιμετωπίζεις μόνος σου. Άρχισα αμέσως, όπως σου είπα, να δουλεύει το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Πήρα χώμα και λάσπη και κάλυψα το άσπρο Τ-shirt και το πρόσωπό μου και άρχισα να κινούμαι πολύ σιγά, πάντα στο έδαφος, προσπαθώντας κατά κάποιο τρόπο να φύγω όσο πιο μακριά γίνεται από εκεί που ήταν η ενέδρα, αλλά φαντάσου ότι όλο αυτό το πράγμα γίνεται με 99% υγρασία, τριάντα τόσους βαθμούς Κελσίου και σε ένα χώρο που δεν έχω ιδέα πού είμαι, δηλαδή είναι ζούγκλα, όλα είναι πράσινα και δεν  υπάρχει καμία αίσθηση προσανατολισμού.
 
Άρχισα να κινούμαι σιγά-σιγά. Κάποια στιγμή, εντεινόταν ο θόρυβος της μάχης, κάποιες στιγμές σταμάταγε, μετά ξανάρχιζε πάλι. Επειδή δεν υπήρχε αίσθηση προσανατολισμού, όλα ήταν πράσινα, ζούγκλα, δεν μπορούσες να καταλάβεις ακριβώς από πού έρχονται οι σφαίρες, ποιος πυροβολεί κλπ., αυτό που κατάλαβα ήταν ότι κάποια στιγμή αυτοί που μας έκαναν ενέδρα άρχισαν να ψάχνουν για μένα. Εντάξει, εγώ δεν είχα κανένα όπλο μαζί μου. Το μόνο που έκανα ήταν, βρήκα αυτό που θεώρησα καλύτερη κρυψώνα εκείνη τη στιγμή και με το δεδομένο ότι είχα αλειφθεί με λάσπες και με πράσινο. Είχαν έρθει κοντά μου αυτοί και με ψάχνανε.
 
Πώς γνώριζαν ότι υπήρχε κάποιος που είχε επιζήσει;
 

Μας είδαν. Δηλαδή, το αυτοκίνητο όπως πήγαινε σιγά-σιγά με τον οδηγό νεκρό και κυλούσε βασανιστικά κυριολεκτικά και να βλέπω αυτούς τους τύπους να μεγαλώνουν, να μεγαλώνουν, να μεγαλώνουν, δηλαδή λέω, σε λίγο το όπλο τους θα μου κολλήσει εδώ. Αλλά μπήκαν, ξέρεις, στην μάχη και οι άλλοι στρατιώτες από το άλλο το αυτοκίνητο, οπότε, ξέρεις, δεν ασχολήθηκαν, είχαν και κάτι άλλο να ασχοληθούν. Ήταν αυτά τα δύο-τρία δευτερόλεπτα. Όλο αυτό δεν φαντάζομαι να διήρκησε περισσότερο από ενάμιση-δύο λεπτά, η φάση της ενέδρας δηλαδή, έτσι; Γιατί ήταν πολύ κοντά, δηλαδή έβλεπα τα πρόσωπά τους.
 
Δηλαδή τι να σου πω τώρα, έμεινα με ανοιχτό στόμα, δηλαδή λέω, παίζω σε ταινία του Hollywood, αλλά είναι αληθινές οι σφαίρες. Δηλαδή τώρα, ο δεξιά μου νεκρός, ο μπροστά μου, ο φίλος μου έφαγε κάποιες σφαίρες που ερχόντουσαν σε μένα. Τέλος πάντων και σταμάτησε το αυτοκίνητο, ξέρεις, πετάχτηκα έξω σε μια κατάσταση τρέλας. Όταν λοιπόν φτάσαμε στο σημείο που άκουγες να πέφτουν πυροβολισμοί, μετά σταματάγανε για λίγο, μετά ξανά, κροτάλισμα πολυβόλου, μετά μία-μία σφαίρα, μετά φωνές, μετά ουρλιαχτά, μετά εκρήξεις. Ρίξανε RPG στο δικό μας το αυτοκίνητο, ρίξανε δύο αντιαρματικούς πυραύλους. Ο ένας πέρασε από πάνω και ο άλλος πέρασε από κάτω και έσκασε κάτω από το αυτοκίνητο. Δηλαδή τώρα δεν γίνονται αυτά τα πράγματα.
 
Τέλος πάντων, και κάποια στιγμή λοιπόν άρχισαν και ψάχνανε, γιατί πετάχτηκα και έτρεξα στη ζούγκλα και εγώ και ο φίλος μου ο cameraman, ένας Νοτιοαφρικανός ο οποίος καθόταν μπροστά, δίπλα στον Kurt, άνοιξε την πόρτα και έφυγε και αυτός και μπήκανε με διαφορά ας πούμε δυο-τριών δευτερολέπτων στην ζούγκλα η οποία ήταν πάρα πολύ πυκνή και χαθήκαμε. Οπότε δεν ήξερα αν ζει αυτός. Και  μάλιστα πέταξα και την κάμερά του και θυμάμαι ότι τον βλέπω να μπαίνει μπροστά μου, είκοσι μέτρα μπροστά μου, να μπαίνει μες στην ζούγκλα και να πετάει την κάμερα κάτω η οποία ήταν μες στο αίμα. Και δεν ήξερα τώρα πού έχει φάει την σφαίρα αυτός, θα ζήσει; Θα πεθάνει μέσα στην ζούγκλα;
 
Αλλά μέσα σε όλα αυτά σου λέω ότι εκείνη τη στιγμή ας πούμε δεν μπορούσα να σκεφτώ «αχ, τι γίνεται, ζουν οι άλλοι; Τα καταφέρανε; Δεν τα καταφέρανε;» διότι ήμουν μόνος μου, δηλαδή εγώ δεν είχα κανένα μέσο για να κάνω τίποτα. Το μόνο που μπορούσα να κάνω είναι να καταφέρω να επιβιώσω, αν θα μπορούσα.
 
Τέλος πάντων, κάποια στιγμή λοιπόν θεωρώ – χωρίς να ξέρω – ότι αυτοί ψάχνανε για μένα, γιατί ακούω, ξέρεις, τα θροΐσματα των φύλλων και των δέντρων και των θάμνων ανθρώπους να περπατάνε και να φωνάζουν και να περνάνε. Εκείνη τη στιγμή είχα χωθεί κάτω από έναν θάμνο καλυμμένος με όλα αυτά τα διάφορα, τις λάσπες και τα φύλλα τα σάπια κλπ., με το πρόσωπό μου να κοιτάει προς τα κάτω γιατί ήταν το μόνο άσπρο πράγμα μέσα στο, έτσι; Και θυμάμαι ότι άκουγα να περνάνε ξέρω ‘γω, δέκα μέτρα; Αυτοί που μας κάνανε την ενέδρα πρέπει να ήταν πέντε-δέκα μέτρα από μένα και φωνάζανε μεταξύ τους. Θεώρησα ότι ψάχνουν για μένα. Τι λογική; Λέω, ψάχνουν για μένα. Πρέπει να κρυφτώ. 
 
Και κάποια στιγμή περάσανε, δηλαδή τι να σου πω, αισθάνθηκα την μυρωδιά τους, περάσανε, δεν με είδανε, δεν με βρήκανε. Μετά ξαναρχίσανε οι πυροβολισμοί και αυτό πια άρχισε να γίνεται, να περνάει πολλή ώρα. Δηλαδή, μου έχουν τύχει καταστάσεις δύσκολες οι οποίες έχουν κρατήσει ένα λεπτό, δύο, πέντε, δέκα. Και αυτό το πράγμα συνέχιζε και συνέχιζε και συνέχιζε και συνέχιζε και όσο πέρναγε η ώρα δεν ήξερα ακριβώς εάν είναι υπέρ μου ή κατά μου. Και αν αυτοί ψάχνουν για μένα. Εν τω μεταξύ άρχισαν να μου έρχονται στο μυαλό, γιατί σου λέω, εκείνη την ώρα λειτουργούσε πολύ το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, άρχισαν να μου έρχονται στο μυαλό όλα αυτά τα πράγματα που είχα ακούσει και ήξερα για την Αφρική, ότι μόνο οι πιο δυνατοί επιβιώνουν, ότι αυτοί οι τύπου ζούσαν και είχαν μεγαλώσει μες στην ζούγκλα, μπορούσαν να μιμηθούν φωνές ζώων, επικοινωνούσαν μεταξύ τους, δεν τους επηρέαζε η έλλειψη νερού, ήταν πολύ δυνατοί, ήταν πολύ πιο νέοι από μένα, εγώ ήμουν ήδη σαράντα χρονών και αυτοί ήταν είκοσι-εικοσιπέντε χρονών.
 
Οπότε μέσα στο μυαλό μου με μια λογική σαν ξυράφι, έβαζα όλα τα υπέρ και όλα τα κατά και αμέσως αισθάνθηκα χαρά γιατί κατάλαβα ότι ξέρω τι μου γίνεται και ότι είμαι σε καλό δρόμο και δεν έχω πάθει φρίκη ή να πω «ω Χριστέ μου, πεθαίνω τώρα» και τέτοια ας πούμε και ξέρω τι κάνω και είμαι δυνατός. Οπότε τέλος πάντων, περάσανε, δεν με είδαν και εγώ σιγά-σιγά άρχισα να κινούμαι, κάποια στιγμή έκανα με ένα ξυλαράκι ένα χάρτη, το πού βρίσκομαι. Και βγήκα από το αυτοκίνητο από την δεξιά μεριά, αλλά μπήκα αριστερά στην ζούγκλα γιατί δεν ήθελα να χαθώ. Άμα χαθείς δηλαδή δεν ακούγεται καθόλου καλό. Κάποια στιγμή φόραγα μια ζώνη στην οποία κρέμονταν φακοί, τέτοια πράγματα, η οποία πιανόταν συνέχεια και κούναγε τα πάντα, φύλλα και αυτά οπότε λέω, θα με ακούσουνε.
 
Την έβγαλα πολύ σιγά, την έβαλα κάτω και την σκέπασα με φύλλα. Δηλαδή λειτουργούσα πάρα πολύ συνειδητά και αυτό μου έδινε κουράγιο, δηλαδή το ότι ξέρω τι κάνω, ότι δεν έχω χάσει την ψυχραιμία μου, ότι είμαι δυνατός, ότι εγώ θα επιβιώσω, ότι, ότι, ότι. Αυτό συνεχίστηκε για πάρα πολλή ώρα και κάποια στιγμή ας πούμε σταμάτησαν οι πυροβολισμοί αλλά άκουγα φωνές ζώων, δεν μου άρεσε καθόλου γιατί αισθανόμουν ότι είναι αυτοί οι τύποι οι οποίοι είναι κάπου εκεί κοντά και θα έρθουν να με βρούνε και διάφορα τέτοια. Οπότε δεν εφησυχάστικα, δηλαδή συνέχισα να είμαι 100% focus και ξέρω τι κάνω κλπ.
 
Κάποια στιγμή ήρθε το δεύτερο επεισόδιο το οποίο ήταν ακόμα πιο τρομακτικό, όπου προφανώς οι στρατιώτες που πηγαίναμε να δούμε που ήταν 5-6 χιλιόμετρα πιο μπροστά, προσπαθούσαν να πάρουν αυτή την πόλη, την Λούντσαρ, ακούσανε όλη αυτή την φασαρία και φοβήθηκαν ότι τους έχουν περικυκλώσει, τους έχουν αποκόψει, οπότε γυρίσαμε πίσω και αυτοί ήταν γύρω στα διακόσια άτομα και το μόνο όχημα που υπήρχε στην περιοχή το είχαν αυτοί, όπου ήταν ένα φορτηγό που είχε ένα τετράδιμο αντιαεροπορικό πολυβόλο τεράστιο. Και ο τρόπος που δουλεύουν αυτοί μέσα στην ζούγκλα είναι να περπατάς στον δρόμο και να είναι οι μισοί να κοιτάν αριστερά, οι μισοί δεξιά και να αδειάζουν τα όπλα τους μες στην ζούγκλα χωρίς να βλέπουν τίποτα.
 
Οπότε ξαφνικά βρέθηκα στην τρομακτικά δυσάρεστη θέση να με πυροβολούν αυτοί που υποτίθεται ήμουν μαζί τους χωρίς να ξέρουν βέβαια ότι είμαι εκεί, φαντάζονταν ότι είναι – και ήταν – κάποιοι επαναστάτες και αυτοί μες στον φόβο τους και το στυλ της μάχης που είναι εκεί, άδειαζαν ό,τι είχαν και δεν είχαν μέσα στην ζούγκλα αριστερά και δεξιά. Όπου ξαφνικά βρέθηκα κυριολεκτικά να σκάνε οι σφαίρες δίπλα μου, έπεσα κάτω, κάτω ήμουν έτσι και αλλιώς. Προσπάθησα, δεν  υπήρχε ένας κορμός δέντρου για να κρυφτώ από πίσω. Όλα τα δέντρα ήταν πολύ λεπτά. Οπότε δεν είχα κάπου να κρυφτώ και ήταν τελείως επίπεδο το έδαφος, δεν είχε, ξέρεις, λοφίσκους, βουναλάκια, τέτοια για να πω ότι θα κρυφτώ από πίσω.
 
Και να έρχονται οι σφαίρες από τα όπλα τους και από το τετράδιμο αυτό το πολυβόλο ας πούμε το οποίο είναι τρομακτικό και να σκάνε γύρω μου, από πάνω μου, να πέφτουν κλαδιά δέντρων, να έρχονται σφαίρες και να σκάνε μπροστά και να μου έρχεται η λάσπη στο πρόσωπο και να σκέφτομαι «δεν το πιστεύω, σώθηκα από την ενέδρα και τώρα θα με σκοτώσουν οι ίδιοι ας πούμε, χωρίς να ξέρουν ότι είμαι εδώ». Εκείνη την στιγμή πάλι άρχισα να σκέφτομαι πώς θα είναι, θα πεθάνω αμέσως; Θα φάω κάποια σφαίρα κάπου και θα πεθάνω από αιμορραγία μετά από δύο-τρεις ώρες; Ξέρεις, άρχισα να κάνω εφιαλτικά σενάρια. Τελικά δεν με βρήκε καμία σφαίρα.
 
Τέλος πάντων, θυμάμαι δε ότι όταν ήμουν εκεί, ήμουν μέσα στην λάσπη και από την άλλη τι να κάνω; Να σηκωθώ πάνω και να αρχίσω να φωνάζω «παιδιά, μην πυροβολείτε, είμαι εδώ»; Δεν νομίζω ότι θα με άκουγαν. Ήταν τόσος πολύς ο θόρυβος από τα πολυβόλα και τα όπλα που δεν ακουγόταν τίποτα. Και νομίζω ότι αυτοί επειδή δεν ήταν, ξέρεις, οι πιο επαγγελματίες στρατιώτες, βλέποντας κάποιον να πηδάει την ζούγκλα, θα τον σκοτώνανε χωρίς να ρωτήσουν κάτι. Και θυμάμαι ότι όταν ήμουν εκεί ξαπλωμένος μέσα στην ζούγκλα και σε όλη αυτή την φάση, εμφανίστηκαν δύο τεράστιες σαρανταποδαρούσες, τεράστιες, δεν έχω ξαναδεί τέτοια πράγματα, οι οποίες, εντάξει, γενικά δεν μου πολυαρέσουν τα έντομα και οι κατσαρίδες και όλα αυτά. Αλλά εκείνη τη στιγμή πραγματικά αισθανόμουν ότι οι μόνοι φίλοι μου μέσα σε όλο αυτό το χάος ήταν αυτές οι δύο σαρανταποδαρούσες και ήταν ρε παιδί μου σε απόσταση αναπνοής, δηλαδή εγώ δεν ήθελα να κουνηθώ, δεν ήθελα να κάνω τίποτα και όπως ήμουν με το πρόσωπο ας πούμε μέσα στην λάσπη και στα σάπια φύλλα, αυτές κυκλοφορούσαν έτσι μπροστά μου και τις έβλεπα και μπορούσα να δω ξέρεις τα πόδια τους και την κίνησή τους και μου φάνηκε πολύ έτσι ποιητικό το πράγμα.
 
Τέλος πάντων, πέρασε και αυτό. Μετά κατάλαβα ότι οι σφαίρες με προσπεράσανε και πήγαιναν πιο κάτω. Νομίζω πέρασε άλλη μιάμιση με δύο ώρες, νομίζω σύνολο ήταν γύρω στις τρεις ώρες που ήμουν μέσα, όπου συνέχισα να κινούμαι σιγά-σιγά και μάλιστα άρχισα να κάνω και κάποιες σκέψεις του στυλ «εάν με πιάσουν, δεν πρόκειται να πάω αμαχητί, θα τους πετάξω καμιά κάμερα στο κεφάλι, ή θα παλέψω» γιατί ήξερα ότι άμα με πιάσουν, υπήρχε περίπτωση να με αναγκάσουν να γίνω ρεζίλι στον εαυτό μου. Αυτό σκεφτόμουν.

 
 
 

Δηλαδή ότι θα με φοβίσουν, θα με τρομοκρατήσουν τόσο πολύ, θα αρχίσουν να μου κόβουν τα χέρια, τα πόδια που ξέρω ‘γω θα τα χάσω, θα αρχίσω να κλαίω, θα παρακαλάω και δεν ήθελα να επιτρέψω στον εαυτό μου να πάθει κάτι τέτοιο, με έπιασε, ξέρεις, το αντρικό μου, έπρεπε να κρατήσω ας πούμε, δεν μπορώ να γίνω ξεφτίλα. Θα μου πεις, ποιος θα με δει; Ο εαυτός μου -και για μένα είναι σημαντικό να τα έχω καλά με τον εαυτό μου- οπότε λέω, θα τους αναγκάσω να με σκοτώσουν. Ή θα τους επιτεθώ ας πούμε, θα αυτό.
 
Κάποια στιγμή άρχισε να μου περνάει από το μυαλό η σκέψη να αυτοκτονήσω. Όταν δω δηλαδή ότι έχει φτάσει στο σημείο που θα με πιάσουν, να αυτοκτονήσω. Και λέω, πώς θα αυτοκτονήσω; Και άρχισα να κοιτάω γύρω μου να βρω κάποιο τρόπο και δεν μπορούσα να βρω. Μαχαίρι δεν είχα πάνω μου, λέω να πάρω την μηχανή και να αρχίσω να την κοπανάω στο κεφάλι μου. Έβαλα τα γέλια εκείνη την στιγμή. Μόνος μου άρχισα να γελάω. Ξέρεις, τέτοιες σκέψεις.Και η πιο τρομακτική σκέψη που έκανα ήταν, κάποια στιγμή λέω, μήπως έφτασε η ώρα να προσευχηθώ; Και όταν φτάνεις σε αυτό το σημείο είναι νομίζω αυτό που λέμε «τα έχεις δει όλα», δηλαδή εντάξει, δεν είμαι εγώ άνθρωπος ρε παιδί μου που πάω στην εκκλησία, εντάξει, δεν είμαι. Σέβομαι, αλλά δεν είμαι καθόλου θρήσκος. Και λέω, μήπως έφτασε η ώρα να ζητήσω από το Θεό να με βοηθήσει; Και συζήταγα με τον εαυτό μου τώρα, έτσι; Και μετά λέω, μα τι λες; Δηλαδή, τόσα χρόνια δεν έχεις ασχοληθεί και τώρα θα ζητήσεις; Άσε που αυτό σημαίνει ότι έχεις παραδώσει τα όπλα. Για μένα ας πούμε είναι το τελευταίο πράγμα, «Θεέ μου, συγχώρεσέ με, πεθαίνω τώρα». Οπότε άμα το πάρεις αυτό, σημαίνει ότι έχεις παραδώσει τα όπλα και ότι βασικά κάνεις κάτι άδικο, δηλαδή τόσα χρόνια δεν έχω ασχοληθεί ποτέ με τον Θεό και τώρα ξαφνικά θα ασχοληθώ, δηλαδή, σοβαρέψου Γιάννη.
 
Οπότε λέω, άστο αυτό καβάτζα για την επόμενη φορά που τα πράγματα θα είναι πραγματικά πολύ δύσκολα. Οπότε εκείνη τη στιγμή αμέσως έγινε ένα κλικ μέσα μου ότι ρε παιδί  μου θα τα καταφέρω, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Και στο κάτω-κάτω είχα πλέον γίνει φίλος με την ιδέα ότι θα πεθάνω και δεν με τρόμαζε η ιδέα και άρχισα να κάνω αυτό που σου έλεγα, ηρωικές σκέψεις για το θάνατο, δηλαδή θα έρθουν αυτοί οι τύποι και εγώ δεν πρόκειται ας πούμε να καταρρεύσω και να τους παρακαλέσω και αυτά. Θα τσαμπουκαλευτώ μαζί τους, ξέρεις, θα τους επιτεθώ και θα με σκοτώσουν και θα τελειώσει η υπόθεση. Αυτό. Αλλά όλες αυτές τις σκέψεις τις έκανα, ξέρεις, και πέρναγε η ώρα. Κάποια στιγμή είχα κουραστεί τόσο πολύ, λέω τώρα, συγνώμη, τι κάνω εγώ εδώ; Θα έρθει κάποιος να με σώσει; Αποκλείεται. Δηλαδή τι; Και καλά τι; Θα έρθουν ξέρω ‘γω οι Αμερικάνοι, ή οι Άγγλοι ή οι Έλληνες να με σώσουν; Είμαι μόνος που και θα τα καταφέρω μόνος μου.
Οπότε κάποια στιγμή ας πούμε έβαλα τα πράγματα κάτω και λέω πρέπει να είμαι εν σχέση με την ενέδρα εκεί και θα ξαναβγώ στον δρόμο. Και βγήκα στον δρόμο και πραγματικά, όλες αυτές τις τρεις ώρες είχα προχωρήσει τριακόσια μέτρα το πολύ. Οπότε βγήκα στον δρόμο.
 
Κοιτάω, ένας δρόμος στην μέση της ζούγκλας, έτσι; Και βλέπω στο βάθος τα αυτοκίνητά μας. Το τζιπ στην μέση του δρόμου και το αυτοκίνητο που ήμουν εγώ το πρώτο μέσα στο χαντάκι καμένο. Οπότε περπάτησα προς τα αυτοκίνητα. Περπάταγα σε κάλυκες, θυμάμαι τον ήχο από τους κάλυκες, όλα αυτά, τις σφαίρες που έριξαν οι στρατιώτες γυρνώντας προς τα πίσω, είναι τρελό. Σαν να έχει χιονίσει κάλυκες. Και φτάνω στο αυτοκίνητο, κοιτάω μέσα, δεν υπήρχε κανένας. Είχαν πάρει τα πτώματα, ποιος δεν ξέρω. Δεν ξέρω τι είχε γίνει, δεν κατάλαβα. Καμένα τα αυτοκίνητα. Άνοιξα το πορτμπαγκάζ γιατί είχα ένα δορυφορικό τηλέφωνο, δεν υπήρχε. Πάω στο αυτοκίνητο το άλλο, το τζιπ το οποίο φαινόταν ΟΚ, δεν ήταν καμένο, λέω να το βάλω μπρος να φύγω, ξέρω ‘γω. Με τίποτα.
 
Οπότε μετά λέω ΟΚ. Τώρα περπατάμε. Κάθισα στην μέση του δρόμου γιατί λέω τώρα τελείωσε ρε παιδί μου, τώρα δεν πρόκειται να ξαναμπώ μες στην ζούγκλα και να κρύβομαι και να κάνω. Ή όλα ή τίποτα. Οπότε πήγα στη μέση του δρόμου, στη μέση κυριολεκτικά του δρόμου και περπάταγα, περπάταγα, περπάταγα. Κάποια στιγμή σήκωσα την κάμερα και τράβηξα κάποιες φωτογραφίες τον εαυτό μου σκεφτόμενος ότι εντάξει, ξέρω ‘γω; Αυτές μπορεί να είναι οι τελευταίες φωτογραφίες και ίσως βρούνε την κάμερα ή τον δίσκο, ξέρεις, γιατί είναι ψηφιακή, κάποιος και κυκλοφορήσει τις φωτογραφίες και πούνε «Να, αυτές είναι οι τελευταίες φωτογραφίες του δημοσιογράφου» κλπ., κλπ. και δεν συνάντησα ψυχή για εφτά χιλιόμετρα. Ξαφνικά γύρισα πίσω. Έφτασα πίσω από κει που είχα ξεκινήσει. Τελικά γύρισα πίσω. Με αναγνωρίσανε. Ο Marco ο cameraman είχε σωθεί. Μια σφαίρα τον είχε χτυπήσει στο χέρι αλλά τίποτα ιδιαίτερο. Οπότε μόλις με είδε, έτρεξε και με αγκάλιασε και αυτά, «αδελφέ μου, σώθηκες» κλπ. και νομίζω αισθανόταν και λίγο άσχημα γιατί δεν μπορούσε να κάνει τίποτα ή δεν έκανε τίποτα για να με βρει. Ήταν τα πτώματα του Kurt και του Miguel και οχτώ-εννιά στρατιωτών, εκεί.
 
Τα βάλαμε σε ένα φορτηγό και πήγαμε προς τα πίσω, αλλά η φάση που εγώ έχω φτάσει εκεί  και περπατάω, βλέπω ξαφνικά αριστερά και δεξιά όλους αυτούς τους στρατιώτες οι οποίοι ήταν σε κακή κατάσταση και τρομαγμένοι και κουρασμένοι και αυτά, να με κοιτάνε λες και βλέπουν φάντασμα και να σηκώνονται όρθιοι και να φωνάζουν εν χορώ «Rambo, Rambo, Rambo» και ήρθαν όλοι και με αγκάλιαζαν και αυτά και ξέρεις τι κάνανε; Τρελό σενάριο, τρελή ταινία από Hollywood, δηλαδή τι να σου πω; Πήγανε και βάζανε τα χέρια τους στο αίμα αυτών που σκοτωθήκανε και έρχονταν και μου βάζανε αίμα στο πρόσωπο. Τρελά, ξέρεις, ότι και καλά άτρωτος και ξέρω ‘γω τι, τώρα να με κάνουν αρχηγό τους και τέτοια.
 
Τέλος πάντων. Μετά βάλαμε τα πτώματα σε αυτό το φορτηγό, το μοναδικό που υπήρχε εκεί και γυρίσαμε πίσω προς την Freetown όπου μετά την μεθεπόμενη  μέρα έβαλαν κάποιο charter αεροπλάνο το Reuter και το Associated Press και φύγαμε όλοι και τα παιδιά, οι νεκροί, πήγανε Ακτή Ελεφαντοστού. Βρήκα φέρετρα γι’ αυτούς, γιατί ξέρεις, ο ένας, δηλαδή η τρέλα, ο ένας, ο Kurt ο φίλος μου ήταν άθεος και ο Miguel, ο cameraman του Associated Press ήταν πολύ θρήσκος, καθολικός. Οπότε βρήκα τα ανάλογα φέρετρα για τον καθένα. Μετά φύγαμε και εγώ πήγα Ουάσιγκτον για την κηδεία του Kurt. Ο Miguel πήγε Ισπανία. Παρέδωσα τα πτώματα στους συγγενείς.
 
Μετά από όλα αυτά, θα ξαναπηγαίνατε ποτέ στη Σιέρρα Λεόνε;
 

Θέλω να ξαναπάω. Θέλω να ξαναπάω να δω το μέρος που σκοτώθηκε ο Kurt. Τρελό έτσι; Ένα χρόνο μετά, ένας φίλος μας δημοσιογράφος για τους Times του Λονδίνου ο οποίος έφαγε μια ψυχολογική φρίκη τρελή που σκοτώθηκε ο Kurt και ο Miguel και δεν ήταν εκεί, γύρισε για να κάνει ρεπορτάζ ένα χρόνο από την ενέδρα και βρήκε τον αρχηγό της ομάδας που μας έκανε την ενέδρα, ο οποίος πλέον ήταν με τους κυβερνητικούς. Και του λέει, «ναι», του λέει, «είναι γνωστό story στην Σιέρρα Λεόνε για τους δημοσιογράφους που σκοτώθηκαν και λοιπά και τον Rambo που επιβίωσε» και κάτι τέτοια.
 
«Εγώ ήμουν ο αρχηγός της ομάδας αυτής» και λέει «εντάξει ρε παιδί μου, είναι μια τακτική πολέμου, κάναμε ενέδρα στις γραμμές ανεφοδιασμού του εχθρού». Και του λέει «και οι λευκοί;» «Νομίζαμε ότι ήταν SAS, Βρετανοί. Αλλά ό,τι και να ήταν, δεν μας ενδιέφερε. Μαζί με στρατιώτες ήταν». Και ήρθαν διάφοροι σε μένα και είπαν, εκδίκηση και αυτά. Και λέω, συγνώμη, τι εκδίκηση; Στον πόλεμο έχουμε πάει, μήπως με ξέρανε και από χθες και θέλανε να με σκοτώσουν δηλαδή; Εντάξει.
 
Από την εμπειρία σας, σαν φωτογράφος σε εμπόλεμες ζώνες, βλέπετε κοινά σημεία στους πολέμους;
 

Βλέπω πάρα πολλά κοινά σημεία και τα βλέπω βλέποντας τις φωτογραφίες μου από διαφορετικούς πολέμους. Κατά διαστήματα, κοιτώντας το αρχείο μου, βλέπω κυριολεκτικά τις ίδιες ακριβώς καταστάσεις με διαφορά δέκα χρόνων και μιας ηπείρου. Δηλαδή θυμάμαι εικόνες από το πρώτο πόλεμο του Κόλπου, στο Βόρειο Ιράκ, ανθρώπους πρόσφυγες επάνω στα βουνά να προσπαθούν να παλεύουν για ένα καρβέλι ψωμί κυριολεκτικά και να έχουν πέσει όλοι και τις ίδιες ακριβώς φωτογραφίες στο Κόσσοβο, όταν άρχισαν οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί του ΝΑΤΟ και έφυγαν οι πρόσφυγες προς την FYROM.
 
Εντάξει, το αίμα έχει το ίδιο χρώμα, πάντα βλέπεις φωτογραφίες με αίμα. Τα ίδια συναισθήματα. Διαφέρουν οι λόγοι αλλά ουσιαστικά και οι λόγοι είναι οι ίδιοι, δηλαδή είναι πετρέλαιο, διαμάντια, εξουσία και κάπου παίζει και η θρησκεία, αλλά νομίζω ότι η θρησκεία συνήθως είναι ξέρεις, ένα πέπλο για να δώσουμε ένα ωραίο χρώμα και ένα λόγο πιο και καλά ουσιαστικό. Αλλά ξέρεις, εφόσον συνήθως είναι ίδιοι οι λόγοι, τα χρώματα διαφέρουν. Δηλαδή απλά στην Αφρική ήταν κόκκινο αίμα σε μαύρο φόντο. Αλλού είναι κόκκινο αίμα σε άσπρο φόντο, ας πούμε.
 
Η Αφρική είναι διαφορετική. Επειδή έχω δουλέψει και στη Σιέρρα Λεόνε και στη Σομαλία το ’92 που γινόταν εμφύλιος, δεν υπάρχουν, ή κάπου αλλού, στην Γιουγκοσλαβία ας πούμε ή στην Τσετσενία ή στο Αφγανιστάν, κάποιος έχει λόγο να σε σκοτώσει. Εκεί δεν χρειάζεται να έχει λόγο να σε σκοτώσει κάποιος, απλά σε σκοτώνει γιατί βρίσκεσαι εκεί. Να σου πω, στην Αφρική, η μεγάλη διαφορά είναι ότι όταν είσαι εκεί, εγώ είμαι λευκός, οπότε ήμουν σαν την μύγα μες στο γάλα, το αντίθετο. Οπότε δεν μπορούσες να κρυφτείς. Και πάντα ισχύει το ότι  κάπου μέσα τους οι άνθρωποι σκέφτονται ότι για όλα φταίνε οι λευκοί. Εντάξει, δεν έχουν και άδικο. Δηλαδή, και αυτό που έγινε στη Σιέρρα Λεόνε, αυτοί που παίρνουν τα διαμάντια κλπ. Αλλά η Αφρική είναι ξεχωριστή και οι συνθήκες είναι πολύ πιο δύσκολες. Σε σκοτώνει κάτι πολύ απλό που δεν θα σε σκότωνε ας πούμε στην Ευρώπη, σε έναν πόλεμο στην Ευρώπη, στην Γιουγκοσλαβία, και στη Μέση Ανατολή ίσως.

Και οι λόγοι για να σε σκοτώσει κάποιος δεν υπάρχουν. Απλά βρίσκεσαι εκεί, οπότε σε σκοτώνουν.
 
Η αγριότητα, τα βασανιστήρια, οι ακρωτηριασμοί, οι βιασμοί ήταν μέρος του πολέμου ή ήταν μια κατάσταση που τροφοδοτήθηκε;
 

Κοίταξε, η αγριότητα, στην Αφρική, στη Σιέρρα Λεόνε, οι άνθρωποι πιστεύανε ότι φορώντας ας πούμε χαϊμαλιά δεν πρόκειται να πεθάνουν, είναι άτρωτοι. Οπότε αυτόματα οι ισορροπίες αυτές που ξέρουμε εμείς σαν δυτικοί και πιο προηγμένοι στην κουλτούρα, δεν ισχύουν. Οπότε εκεί ισχύει ότι παραδείγματος χάριν, αν σκοτώσεις κάποιον και του φας την καρδιά γίνεσαι άτρωτος, οπότε θα σε σφάξει και θα σου φάει την καρδιά. Στην Γιουγκοσλαβία δεν θα το κάνει κανένας αυτό γιατί ξέρουν ότι δεν ισχύει. Οπότε αυτομάτως τα ναρκωτικά, το ότι υπάρχουν πολλά παιδιά στρατιώτες, το ότι υπάρχει πολύ μίσος το οποίο είναι φυτρωμένο από την στιγμή που έχουν γεννηθεί ουσιαστικά, το ότι «ο θάνατός σου είναι η ζωή μου», όλα αυτά κάνουν το πράγμα πολύ πιο άγριο. Οπότε ναι, πιστεύω ότι στην Σιέρρα Λεόνε και γενικά στην Αφρική τα πράγματα είναι πολύ πιο άγρια.
 
Τα παιδιά – στρατιώτες είναι μια αιμορραγία γνωστή της Αφρικής και ειδικά στη Δυτική Αφρική και όχι μόνο, όπου είναι κάτι σαν το, αυτό που λέγαμε που μαθαίναμε στο Δημοτικό για το Παιδομάζωμα, όπου παίρνουν παιδιά νήπια που δεν έχουν καμία συναίσθηση για το τι γίνεται και τα μεγαλώνουν μέσα στο μίσος και μέσα σε μια κατάσταση όπου πρέπει να σκοτώσεις για να γίνεις άνδρας, πρέπει να σκοτώσεις για να πάρεις αγαθά.
 
Τους δίνουν ναρκωτικά από μικρά. Εθίζονται στα ναρκωτικά και μετά ακόμα μπορεί να παίξει και το σενάριο «σκότωσε για να πάρεις ναρκωτικά». Πολλές φορές τα στέλνουν τα παιδιά πίσω στα χωριά τους για να σκοτώσουν τους ίδιους τους τους συγγενείς. Και βλέπεις παιδιά ας πούμε εφτά, οχτώ, δέκα, δώδεκα χρονών με όπλα τα οποία με δυσκολία τα σηκώνουν πραγματικά και κατά διαστήματα βλέπεις αυτό το παιδί ας πούμε με το όπλο που μπορεί εύκολα να σε σκοτώσει να σου χαμογελάει με ένα πολύ παιδικό χαμόγελο.

Και λες, τώρα τι ακριβώς γίνεται; Κάπου ας πούμε υπάρχει αυτό πιστεύω, δηλαδή το έχω δει, να παίζει αυτό το παιδικό χαμόγελο ας πούμε το οποίο μέσα σε δευτερόλεπτα γίνεται μορφασμός ας πούμε και σηκώνει το όπλο και σε πυροβολεί. Διαταραγμένες προσωπικότητες ας πούμε, κατασκευάζουν τέρατα.
 
Και οι γυναίκες;
 

Και οι γυναίκες, τα κορίτσια ας πούμε που παίρνουν σε αυτό το παιδομάζωμα, έχεις λοιπόν τους γενίτσαρους και τις κοπέλες τις οποίες ουσιαστικά τις χρησιμοποιούνε σαν δούλες, να μαγειρεύουν, να καθαρίζουν, να φροντίζουν τους άνδρες και σαν σεξουαλικά όργανα ας πούμε. Δεν τις έχουν στα στρατόπεδα στη μέση της ζούγκλας και τις χρησιμοποιούν για σεξ.
 
Τι ηλικίας είναι αυτές οι κοπέλες;
 

Από δεκατριών, δεκατεσσάρων, δεκαπέντε, δεκαέξι. Και αυτές ναρκωτικά, AIDS παντού.
 
Ο πόλεμος στη Σιέρρα Λεόνε κράτησε περίπου δέκα χρόνια. Ποια είναι η δική σας άποψη; Θα μπορούσε να έχει προβλεφτεί, τουλάχιστον να είχε συντομέψει σε διάρκεια;
 

Κοίταξε, νομίζω ότι αυτή είναι η ιστορία της Αφρικής. Δηλαδή δεν είναι μόνο η Σιέρρα Λεόνε, το έχουμε δει επανειλημμένα παντού στην Σομαλία είτε στη Λιβερία, είτε στην Ουγκάντα, στα περισσότερα μέρη. Από την μία έχεις κυβερνήσεις οι οποίες είναι τελείως διεφθαρμένες και από την άλλη έχεις ένα δίλημμα των Δυτικών για το αν αξίζει τον κόπο ή όχι να ασχοληθούμε με αυτό το μέρος. Γιατί θα μας αποφέρει κάποιο κέρδος; Ίσως όχι. Το κόστος για το κέρδος μήπως είναι δυσανάλογο; Μήπως αρκεί να παίρνουμε αυτά που χρειαζόμαστε και άστους να τρώγονται γιατί αυτό μας συμφέρει; Είναι η ιστορία της Αφρικής, δεν είναι μόνο η Σιέρρα Λεόνε, αλλά η Σιέρρα Λεόνε είναι τα θέατρο του παραλόγου που πιστεύω ότι τα τελευταία χρόνια έχει βγει πολύ προς τα έξω, το έχουμε μάθει.
 
Συγνώμη, εγώ δεν νομίζω ότι υπήρχε Έλληνας πριν το 2000 που να ξέρει αυτή τη χώρα, ότι υπάρχει μια χώρα που λέγεται Σιέρρα Λεόνε, γιατί  κανένας δεν ασχολείται, δεν ενδιαφέρεται. Είναι πολύ μακριά από μας. Είναι στην Αφρική, στα βάθη της Αφρικής. Δεν μας απασχολεί. ΟΚ, το Κόσσοβο, η Αλβανία είναι δίπλα μας, είναι μες στην Ευρώπη. Αλλά τώρα στην Αφρική; Ξέρεις. Από την άλλη φοράμε τα διαμάντια. Εγώ ας πούμε φοράω ψεύτικο διαμάντι γιατί δεν μπορώ να σκεφτώ ότι θα φορέσω αληθινό διαμάντι το οποίο μπορεί να είναι πραγματικά διαμάντι βαμμένο με αίμα, έτσι; Αλλά τελικά όλες αυτές οι καταστάσεις στην Αφρική και στην Σιέρρα Λεόνε ειδικότερα δουλεύουν για να βγάζουν λεφτά κάποιοι Δυτικοί, έξυπνοι, πολιτισμένοι. Βέβαια μπορούσε να είχε τελειώσει ο πόλεμος πολύ πιο νωρίς, αν κάποιος ασχολιόταν πραγματικά και σοβαρά.

Αλλά μήπως κάποιους τους συνέφερε περισσότερο να συνεχίζεται αυτός ο πόλεμος και αυτή η κατάσταση έτσι; Εγώ νομίζω ότι έτσι είναι τα πράγματα.
 
Εντάξει, από την άλλη, ξέρεις τώρα, η Σιέρρα Λεόνε και η Λιβερία ήταν πρώην βρετανικές αποικίες. Εν τω μεταξύ ξέρεις ότι είναι δυο χώρες που έχουν δημιουργηθεί από απελευθερωμένους σκλάβους, έτσι; Και εντάξει, τους βοηθάμε μέχρι εκεί που χρειάζεται, δηλαδή συνήθως, όπως ξέρεις, τα πράγματα είναι «βοηθάω κάποιον γιατί έχει κάτι να μου δώσει πίσω», όχι «τον βοηθάω γιατί είμαι πονόψυχος». Οπότε, όσο έχει να μας δίνει, καλώς. Εάν αρχίζει να μας δίνει λιγότερο, κάτι πρέπει να κάνουμε για να μας ξαναδώσει.       
 
Οπότε είναι πολύ πρόσφορο έδαφος για να κάνεις λεφτά. Και είναι πανέμορφη χώρα. Να σου πω, εγώ πιστεύω ότι όταν, ας πούμε η Σιέρρα Λεόνε είναι τέλειο μέρος για να κάνεις διακοπές. Όταν το δούνε έτσι, τελειώσουν τα διαμάντια και το δούνε σαν μια χώρα που μπορούν να κάνουν καλές διακοπές, τότε σίγουρα θα πάει καλύτερα η χώρα, γιατί όλοι θα θέλουμε να έχει, ξέρεις, ειρήνη, οπότε να πάμε να χτίσουμε τις ξενοδοχειάρες μας, να έχουμε ανθρώπους να έρχονται από την Ευρώπη και από την Αμερική να κάνουν αυτό και θα πρέπει να έχουν ειρήνη γιατί δεν θα έχουν τουρισμό. Ε, τότε όλα θα πάνε καλά.
 
Δηλαδή πιστεύετε πως ό,τι έγινε επαναλαμβάνεται μέσα στα χρόνια; Κάποια στιγμή θα φτάσουμε σε ένα σημείο να τα ξεπεράσουμε όλα αυτά;
 

Ναι, έχω τις αμφιβολίες μου κι εγώ αν υπάρχει ακριβώς μέλλον διαφορετικό από μαύρο. Γιατί είναι ένας φαύλος κύκλος, δηλαδή εγώ είχα πάει στη Σομαλία το ’92 τα Χριστούγεννα, όπου θα έρχονταν όλοι οι Δυτικοί, Αμερικανοί, Άγγλοι, Έλληνες για την ειρήνη. Έχουμε 2007 και ακόμα πόλεμο έχουμε. Φύγανε κακήν κακώς. Δεν τους έκατσε έτσι όπως αυτό, κατάλαβαν ότι το κόστος για να υπάρχει ειρήνη σε μια τέτοια χώρα θα είναι δυσανάλογο του κέρδους, οπότε το αφήνουμε στην τύχη του. Και αυτό είναι κάτι που συμβαίνει συνέχεια και παντού στην Αφρική. Οπότε δεν ξέρω, έχω αμφιβολίες αν ποτέ ας πούμε αυτή η χώρα δει ποτέ άσπρη μέρα.
  
Αν ξαναπηγαίνατε στη Σιέρρα Λεόνε, τι φωτογραφίες θα θέλατε να τραβήξετε;
 

Υπάρχουν, και τότε που ήμουν εγώ υπήρχαν κάποια σχολεία σε κάποια πολύ έτσι ειδυλλιακά τοπία δίπλα στην παραλία, μέσα στους κοκκοφοίνικες κλπ., όπου παίρνανε παιδάκια τα οποία ήταν με ψυχολογικά τραύματα, πρώην στρατιώτες, για να τα κάνουν καλά. Υπήρχαν κάποιοι άνθρωποι που πραγματικά πιστεύω ότι αυτό που έκαναν το έκαναν με την ψυχή τους και ξέρεις, οι ιεραπόστολοι, κάποιοι περίεργοι, περίεργοι ξέρεις, με την έννοια ότι, νομίζω ότι κάνανε κάτι πραγματικά από την ψυχή τους. Και θα ήθελα να βρεθώ πάλι σε ένα τέτοια σχολείο που είχα πάει τότε για να δω πού έχει προχωρήσει το πράγμα και παιδάκια που ήταν τότε δώδεκα-δεκατριών χρονών το 2000 και τώρα θα είναι είκοσι, εάν τελικά έχουν καταφέρει και έχουν ξεπεράσει όλο αυτό το πράγμα και τα τραύματά τους. Αυτό θα ήταν νομίζω ένα πολύ καλό ρεπορτάζ.

Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ.



πηγή: // tvxs //

Βραβείο για τις σκληρές φωτογραφίες του Σύρου Ameer Alhalbi

Δευτέρα, 20/02/2017 - 19:20
Του Μιχάλη Πολυχρόνη

         Δεύτερο βραβείο στο διεθνή διαγωνισμό φωτορεπορτάζ "Ημέρες Ιαπωνίας 2017" κέρδισε ο Σύρος φωτορεπόρτερ Ameer Alhalbi για μιά σειρά φωτογραφιών που έβγαλε στο Χαλέπι από τον Απρίλιο ως τον Νοέμβριο του 2016 που απεικονίζουν στρατιωτικούς, νοσοκόμους των Ηνωμένων Εθνών και απλούς πολίτες που διασώζουν εγκλωβισμένους στα βομβαρδισμένα ή υπό κατάρρευση κτίρια μετά από αεροπορικές επιδρομές. Το ίδιο άλμπουμ του χάρισε και το βραβείο στην κατηγορία Sport News - Storiew στα World Press Photo βραβεία.
         Μόλις 21 ετών, ο Alhalbi ξεκίνησε τη καριέρα του το 2013 για τοπικά μέσα ενημέρωσης καθώς και για τον ιταλικό οργανισμό NurPhoto. Από τον Φεβρουάριο του 2016 καλύπτει τη συριακή σύγκρουση για το Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων περιγράφοντας τη φρίκη της καθημερινής ζωής με τους εναέριους βομβαρδισμούς.
         "Ειλικρινά πιστεύω ότι ο πόλεμος στην Συρία δε θα τελειώσει ποτέ" λέει σε συνέντευξή του ο ίδιος και συνεχίζει: ''Ο βομβαρδισμός δεν έχει αφήσει κανένα ίχνος από την πλούσια πολιτιστική ζωή που άνθισε στη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Συρίας πριν τον πόλεμο. Τώρα είναι μία από τις πιό επικίνδυνες πόλεις στον κόσμο.... Όπως όλοι οι άλλοι, έχω κι εγώ επηρρεαστεί από την κατάσταση. Τον Απρίλιο του 2012 τραυματίστηκα από δύο σφαίρες όπως και ο πατέρας και ο ξάδερφός μου. Πολλοί από τους φίλους μου έχουν περάσει στην Τουρκία και από εκεί στην Γερμανία. Το 2015 σκέφτηκα κι εγώ να φύγω, αλλά τελικά εγκατέλειψα την ιδέα, έμεινα και συνέχισα να δουλεύω. Θέλω να δείξω στον υπόλοιπο κόσμο τα δεινά αυτού του πολέμου''. 
         Οι φωτογραφίες του Ameer είναι ιδιαίτερα σκληρές αλλά σκληρή είναι και η πραγματικότητα σε κάθε πόλεμο. Μπορείτε να δείτε περισσότερες στην ηλεκτρονική διεύθυνση https://correspondent.afp.com/ameer-alhalbi
Σελίδα 1 από 2