ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΩΝ για τη Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (Σ.Μ.Π.Ε.)
και το Σχέδιο Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης (Σ.Ο.Α.) που αφορά
στο έργο «Ανάπτυξη του Μητροπολιτικού πόλου Ελληνικού-Αγ. Κόσμα»
Ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων (Σ.Ε.Α.), επαγγελματικό και επιστημονικό σωματείο του Υπουργείου Πολιτισμού, αποτελεί, από το 1959, το συλλογικό όργανο έκφρασης των αρχαιολόγων και επιστημόνων συναφών κλάδων, οι οποίοι στελεχώνουν τις μονάδες της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, της αρχαιότερης του ελληνικού κράτους. Πρόκειται για επιστημονικό φορέα με βαρύνοντα θεσμικό ρόλο στον τομέα της προστασίας της αρχαιολογικής κληρονομιάς, έχοντας διαδραματίσει καίριο ρόλο στη διαμόρφωση του νομικού πλαισίου προστασίας των αρχαιοτήτων.
Στους σκοπούς του, σύμφωνα με το ισχύον καταστατικό του, συγκαταλέγεται μεταξύ άλλων, «Η καλλιέργεια της αρχαιολογικής επιστήμης και γενικά η μέριμνα για τις αρχαιότητες […]», ενώ Χρέος των μελών του Συλλόγου «είναι η υπεράσπιση της πολιτιστικής κληρονομιάς του ελληνικού λαού έναντι οποιασδήποτε επιβολής, υποβάθμισης ή συκοφάντησης». Στην κατεύθυνση αυτή, ο Σ.Ε.Α. προβαίνει συστηματικά στην επεξεργασία ολοκληρωμένων θέσεων για τα θεσμικά ζητήματα της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς, μάχεται επί δεκαετίες για την έρευνα, την προστασία και την ανάδειξη της μνημειακής κληρονομιάς της χώρας, προβαίνει σε έλεγχο των πεπραγμένων, των αποφάσεων και των έργων της Διοίκησης, ενώ, όποτε χρειάζεται, δεν διστάζει να υπερασπίσει με δυναμισμό και κινητοποιήσεις τις αρχαιότητες και το περιβάλλον τους. Παράλληλα, καταβάλλει συντονισμένες προσπάθειες, ώστε οι πολιτικές ολοκληρωμένης προστασίας να καταλήγουν στην απόδοση των μνημείων στους τελικούς δικαιούχους: στο κοινωνικό σώμα, στους πολίτες της Ελλάδας και του κόσμου.
Στο πλαίσιο αυτό, ο Σ.Ε.Α. έχει δραστηριοποιηθεί επί μακρόν για το ζήτημα της προστασίας, διάσωσης και ένταξης με σεβασμό των αρχαίων και νεότερων μνημείων στο χωροταξικό σχέδιο της υπό εξέταση και υπό επένδυση περιοχής του Ελληνικού, μακριά από μικροπολιτικές σκοπιμότητες και επικοινωνιακά παιχνίδια. Έχει επανειλημμένως εκθέσει τις απόψεις του σε σειρά παραστάσεών του ενώπιον της πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΠΟΑ, ενώ έχει ήδη εκδώσει σχετικά:
- την από 23/5/2016 Απόφαση Γενικής Συνέλευσης του ΣΕΑ σχετικά με τις ιδιωτικές επενδύσεις μέσω ΤΑΙΠΕΔ σε εκτάσεις με προστατευόμενα μνημεία και αρχαιολογικούς χώρους,
- το από 10/8/2016 Δελτίο Τύπου για το Ελληνικό υπό τον τίτλο: «Ελληνικό: Οι αρχαιότητες πάλι στο στόχαστρο;»,
- το από 21/9/2016 Δελτίο Τύπου σχετικά με τη σύμβαση για την παραχώρηση του Ελληνικού,
- το από 28/2/2017 Δελτίο Τύπου σχετικά με την κήρυξη-οριοθέτηση των υφιστάμενων αρχαιολογικών χώρων στην έκταση του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού,
- το από 27/3/2017 Ψήφισμα Γενικής Συνέλευσης του ΣΕΑγια τις Αρχαιότητες στο Ελληνικό,
- την υπ’ Αρ. Πρωτ. 387/3.7.2017 Επιστολή προς την πολιτική ηγεσία του ΥΠΠΟΑ σχετικά με την υπόθεση των αρχαιοτήτων στο πρώην Αεροδρόμιο του Ελληνικού,
- την υπ’ Αρ. Πρωτ. 391/7.7.2017 Ενημέρωση σχετικά με τη συνάντηση αντιπροσωπείας του Δ.Σ. του Σ.Ε.Α. με την Υπουργό Πολιτισμού και Αθλητισμού,
- την υπ’ Αρ. Πρωτ. 401/21.7.2017 Ενημέρωση σχετικά με τη συνάντηση αντιπροσωπείας του Δ.Σ. του Σ.Ε.Α. με τη Γενική Γραμματέα του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού,
- την υπ’ Αρ. Πρωτ. 409/1.8.2017 Επιστολή προς τις κ.κ. Υπουργό Πολιτισμού και Γενική Γραμματέα σχετικά με τις αρχαιότητες στην περιοχή του πρώην αεροδρομίου Ελληνικού.
Σε συνέχεια των ανωτέρω λαμβάνουμε μέρος με το παρόν Υπόμνημά μας στη δημόσια διαβούλευση που ανακοινώθηκε από την αρμόδια υπηρεσία (Δ/νση Περιβαλλοντικής Αδειοδότησης) του ΥΠ.ΕΝ. και παρεμβαίνουμε δημοσίως καταθέτοντας τις απόψεις μας επί της Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (Σ.Μ.Π.Ε.) που συνοδεύει το Σχέδιο Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης (Σ.Ο.Α.) Ελληνικού, καθώς με το υπό έγκριση χωρικό σχέδιο και λοιπές μελέτες, ελλοχεύει κίνδυνος σημαντικών βλαβών και υποβάθμισης των κειμένων στην περιοχή αρχαιοτήτων και του περιβάλλοντος χώρου τους, αλλά και αλλοίωσης του εν γένει φυσικού και πολιτιστικού τοπίου ως ενιαίου προστατευόμενου δημόσιου κοινωνικού αγαθού σύμφωνα με το άρθρο 24 του Συντάγματος.
Το περιβαλλοντικό θεσμικό και κανονιστικό πλαίσιο που ελήφθη υπόψη κατά την εκπόνηση της παρούσας Σ.Μ.Π.Ε. παρουσιάζεται ανά περιβαλλοντική παράμετρο και λαμβάνει υπόψη του την Πολιτιστική Κληρονομιά. Σύμφωνα με τα σημεία β΄ και γ΄ του περιεχομένου της κανονιστικής πράξης (παρ. 10 του άρθ. 7 της ΚΥΑ με α.π. ΥΠΕΧΩΔΕ/ΕΥΠΕ/οικ.107017/5.9.06) σε συμμόρφωση με τις διατάξεις της Οδηγίας 2001/42/ΕΚ (ΦΕΚ 1225/Β/2006), η απόφαση έγκρισης της Σ.Μ.Π.Ε. περιλαμβάνει προτάσεις κατευθύνσεων και μέτρων για την πρόληψη, τον περιορισμό και την αντιμετώπιση των σημαντικών δυσμενών επιπτώσεων στο περιβάλλον. Σε ό,τι αφορά την προστασία του ιστορικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, κατά τη φάση υλοποίησης του Έργου λαμβάνονται υπόψη οι διατάξεις του Ν. 3028/2002, το άρθρο 81 «Τρόπος εκτέλεσης αρχαιολογικών έργων» του Ν. 1958/1991, όπως ισχύει, το Π.Δ. 99/1992, όπως ισχύει, το Π.Δ. 104/2014 (ΦΕΚ 171 Α΄), όπως ισχύει. Τα Σχέδια Ολοκληρωμένης Αστικής Ανάπτυξης (Σ.Ο.Α.Π.) προβλέφθηκαν με το άρθρο 12 του Ν. 2742/1999 και δεν αποτελούν συμβατικά πολεοδομικά σχέδια, αλλά σύνθετα προγράμματα, καθώς συμπεριλαμβάνουν κοινωνική, περιβαλλοντική, πολεοδομική διάσταση και άλλες διαστάσεις κατά περίπτωση (πχ. πολιτιστική).
Αρχαιολογικά δεδομένα
Σύμφωνα με αρχαίες πηγές, αλλά και με παλαιότερες ανασκαφές, η περιοχή του πρώην Αεροδρομίου του Ελληνικού και του Αγ. Κοσμά και η πέριξ αυτών περιοχή παρουσιάζουν μεγάλο αρχαιολογικό ενδιαφέρον.
Άγιος Κοσμάς
Στη χερσόνησο του Αγ. Κοσμά ιστορικές ανασκαφές του 20ου αι. έφεραν στο φως οικισμό και νεκροταφείο προϊστορικών χρόνων (Πρωτοελλαδική περίοδος: 3.000-2.000 π.Χ., ενώ ανασκαφές βεβαιώνουν την ύπαρξη οικισμού και κατά την Υστεροελλαδική περίοδο: 1.600-1.200 π.Χ.). Τα κτηριακά κατάλοιπα και τα κινητά ευρήματα (εργαλεία, πυρήνες οψιανού, όστρακα και αγγεία κ.α.) τεκμηριώνουν τη συστηματική επικοινωνία των νησιωτικών περιοχών με την ενδοχώρα της Αττικής. Σύμφωνα με αρχαίες πηγές, η χερσόνησος του Αγίου Κοσμά αποτελεί την Κωλιάδα άκρα της αρχαιότητας, όπου κατά έναν αρχαίο χρησμό ο ζέφυρος έβγαλε τα αρχαία περσικά ναυάγια μετά την ναυμαχία της Σαλαμίνας. Στην Κωλιάδα μαρτυρείται η ύπαρξη ναού της Κωλιάδος Αφροδίτης και ιερό της Δήμητρας.
Στο βόρειο τμήμα της χερσονήσου βρίσκεται ο μεταβυζαντινός ναός των Αγίων Κοσμά και Δαμιανού, με τοιχογραφίες του 19ου αιώνα, κάτω από τις οποίες υπάρχει παλαιότερο στρώμα. Στο νότιο τοίχο έχουν επισημανθεί και παραστάσεις του 17ου πιθανότατα αιώνα. Σε εργασίες αποκατάστασης του ναού, βρέθηκε μαρμάρινος στυλοβάτης παλαιού τέμπλου, ενώ περιηγητές του 19ου αι. αναφέρουν ότι ο ναός εδράζεται επάνω σε αρχαία ερείπια.
Ευρύτερη περιοχή Ελληνικού
Σημαντική από αρχαιολογικής απόψεως είναι και η ευρύτερη περιοχή του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού. Εντός της έκτασής του και στο άμεσο περιβάλλον αυτής, η Αρχαιολογική Υπηρεσία, στο πλαίσιο εκτέλεσης μεγάλων δημοσίων έργων (κατασκευή ΤΡΑΜ, αμαξοστασίου ΟΣΕ, Ολυμπιακών εγκαταστάσεων, ΜΕΤΡΟ κ.α.), πραγματοποίησε αρχαιολογική παρακολούθηση των εργασιών και ανασκαφές στις οποίες αποκαλύφθηκαν σημαντικές αρχαιότητες που σχετίζονται με τους τρεις αρχαίους δήμους Ευωνύμου, Αλιμούντος και Αιξωνής (αποθέτης εμπορικών αμφορέων και θησαυρός αττικών νομισμάτων, που παραπέμπουν στην ύπαρξη εμπορείου σε παρακείμενη θέση, αρχαία τεχνικά έργα διευθέτησης της κοίτης του ρέματος των Τραχώνων, εργαστηριακές εγκαταστάσεις, οργανωμένα αρχαία νεκροταφεία με ταφές μερικές εκ των οποίων έφεραν πλούσια κτερίσματα, αρχαίο οδικό δίκτυο με παρόδια -επισημαίνεται ότι παρόδιος ταφικός περίβολος μεταφέρθηκε το 1960 σε έκταση εντός των πρώην Κολεγίου Αθηνών, νυν εγκαταστάσεις Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας.) Σε όλη την έκταση, ανασκαφές έχουν φέρει στο φως ίχνη χρήσης του χώρου από τους γεωμετρικούς χρόνους έως και τη βυζαντινή περίοδο στον μικρό λόφο Χασάνι είχε αναπτυχθεί βυζαντινός οικισμός, κατάλοιπα του οποίου έχουν εντοπιστεί σε νεότερες αυτοψίες).
Γενικά, η θέση κατά την αρχαιότητα αποτελούσε περιαστική περιοχή και ζωτικό χώρο μεταξύ των αρχαίων Δήμων Ευωνύμου, Αλιμούντος και Αιξωνής, σύμφωνα με την οργάνωση της αθηναϊκής πολιτείας από τον Κλεισθένη κατά δήμους στα τέλη του 6ου αι. π.Χ.. Η σχέση της περιοχής με τους αρχαίου Δήμους σημειώνεται με την εύρεση στην δυτική είσοδο του πρώην αεροδρομίου επιγραφής που αναφέρει: ΑΣΤΙΝΟΣ ΑΛΙΜΟΣΙΟΣ και ενός δημοτικού ψηφίσματος των Αλιμουσίων, που αποκαλύφθηκε κατά την διάνοιξη της παραλιακής οδού. Στην περιοχή του πρώην Ελληνικού φαίνεται ότι κατά την αρχαιότητα αναπτύχθηκε ένα οδικό δίκτυο επικοινωνίας των παραλιακών δήμων της Αθήνας, με παρόδια νεκροτραφεία, ενώ ισχυρή ήταν και η αγροτική χρήση της.
Ο ζωτικός χώρος των αρχαίων Δήμων εκτείνεται και εκτός της έκτασης του πρώην αεροδρομίου. Η περιοχή του Αλίμου κατοικήθηκε από τα προϊστορικά χρόνια. Χαρακτηριστικά αναφέρονται ο ισχυρός κυκλικός περίβολος της Τελικής Νεολιθικής Εποχής: 4.500-3.000 π.Χ., που αποκαλύφθηκε στον λόφο Πανί και ο εργαστηριακός χώρος επεξεργασίας λιναριού της Υστεροελλαδικής περιόδου: 1.400-1.100 π.Χ. στην περιοχή του σταθμού ΜΕΤΡΟ «Άλιμος». Στα κλασικά χρόνια στην περιοχή αναπτύχθηκε ο αρχαίος Δήμος Αλίμου, που αποτελεί την πατρίδα του πατέρα της ιστορίας Θουκυδίδη και ο αρχαίος Δήμου Ευωνύμου. Κατάλοιπα της κλασικής περιόδου έχουν ανασκαφεί σε όλη την έκταση (κατάλοιπα οικιών, δημοσίων κτηρίων, αρχαίων δρόμων, νεκροταφείων κ.α.). Χαρακτηριστικό είναι το αρχαίο θέατρο του Ευωνύμου, που είναι εξαιρετικής σημασίας για τη λειτουργία του δημόσιου βίου του Δήμου και την ιστορία της αρχιτεκτονικής των αρχαίων θεάτρων. Οικιστικά κατάλοιπα βεβαιώνουν τη συνέχιση χρήσης της περιοχής και κατά την ρωμαϊκή περίοδο, ενώ στα βυζαντινά χρόνια φαίνεται ότι αναπτύχθηκαν οικιστικοί πυρήνες.
Καθεστώς προστασίας - κηρύξεις
Στην περιοχή αναφοράς κατά το παρελθόν έχει κηρυχθεί ως αρχαιολογικός χώρος μόνον ο Άγιος Κοσμάς από το 1957 (ΦΕΚ Β’ 265/1957). Τα τελευταία χρόνια, η αρμόδια Εφορεία Αρχαιοτήτων επεξεργαζόταν πρόταση κήρυξης αρχαιολογικού χώρου στην περιοχή για προστασία των αρχαιοτήτων αρχαίων της περιοχής, της οποίας η προώθηση εμποδιζόταν, λόγω των ισχυρών οικονομικών συμφερόντων πολιτικών παραγόντων, πρόταση που για ποικίλους λόγους δεν προωθήθηκε. Μόλις το 2012 κηρύχθηκε και οριοθετήθηκε ως αρχαιολογικός χώρος ο λόφος Πανί (ΦΕΚ 205/Α.Α.Π/14-6-2012). Το 2014 η αρμόδια Εφορεία κατέθεσε πρόταση για την κήρυξη αρχαιολογικού χώρου στον Άγιο Κοσμά και στο Ελληνικό. Ωστόσο, με εντολή της τότε πολιτικής ηγεσίας προωθήθηκε μόνο η οριοθέτηση του ήδη από το 1957 κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου στον Άγιο Κοσμά (χερσαίου και ενάλιου), (ΦΕΚ/223/Α΄/09.11.2015), και όχι της έκτασης του πρώην Αεροδρομίου Ελληνικού. Όλα αυτά τα χρόνια εκκρεμεί η κήρυξη του αρχαιολογικού χώρου στο Ελληνικό.
Τον Ιούνιο του 2016 η αρμόδια Εφορεία απέστειλε εκ νέου πρόταση για κήρυξη αρχαιολογικού χώρου στην ευρύτερη περιοχή των Δήμων Αλίμου και Αργυρούπολης. Η πρόταση αφορά σε μια ευρεία περιοχή, η οποία περιλαμβάνει συνεκτικούς αστικούς ιστούς των σύγχρονων Δήμων και μέρος της έκτασης του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού.
Έργα υποδομής, ζώνες ανάπτυξης και πολεοδόμησης
σε σχέση με τα σημεία αρχαιολογικού ενδιαφέροντος
Στο σύνολο σχεδόν της έκτασης του προς αξιοποίηση χώρου, εκτός από το κεντρικό τμήμα του, προβλέπονται εκτεταμένες εκσκαφικές και χωματουργικές εργασίες, στις οποίες είναι πολύ πιθανή η αποκάλυψη αρχαίων. Οι επεμβάσεις αφορούν σε έργα υποδομών (κτήρια, δρόμοι, τεχνικά έργα, λιμενικά, ΤΡΑΜ, δίκτυα), συγκοινωνιακά με μεγαλύτερης κλίμακας την υπογειοποίηση της λεωφόρου Ποσειδώνος, διευθέτησης ρεμάτων, η οποία προβλέπει την ανασύσταση των ρεμάτων Τραχώνων και Αεροδρομίου και την αναβάθμιση των υφιστάμενων υδραυλικών τους έργων.
Χείμαρροι Τραχώνων και Αεροδρομίου
Προτείνεται αποκατάσταση και ανασχεδιασμός της κοίτης του ρέματος Τραχώνων, με παράλληλη δημιουργία νέων μόνιμων και εποχιακών υδροβιότοπων. Οι εργασίες αυτές προϋποθέτουν μεγάλης κλίμακας εκσκαφικές εργασίες, κατά τις οποίες είναι πολύ πιθανή η εύρεση αρχαιοτήτων (τεχνικά έργα, αρχιτεκτονικά κατάλοιπα σχετιζόμενα με εργαστηριακές δραστηριότητες, νεκροταφεία κοκ), δεδομένου ότι τα ρέματα αποτέλεσαν κατά την αρχαιότητα σημεία σημαντικής ανθρώπινης δραστηριότητας. Σε εργασίες διευθέτησης του ρέματος Τραχώνων έχουν κατά το παρελθόν αποκαλυφθεί αρχαιότητες, ενώ ανάλογη αρχαιολογική εικόνα ενδέχεται να παρουσιάσει και ο χείμαρρος Αεροδρομίου, η παλαιά κοίτη του οποίου εμφανίζεται στην περιοχή της Ευρυάλης και εντός του χώρου της Υ.Π.Α.
Λιμενικά έργα και έργα στις εκβολές του χειμάρρου Τραχώνων
Προβλέπεται η δημιουργία παραλίας μήκους 900 μ. στην νότια ακτογραμμή του υπό αξιοποίηση παραλιακού μετώπου, η κατασκευή ενυδρείου, έργα εμπλουτισμού των παραλιών και έργα προστασίας του παραλιακού μετώπου. Στις παραλίες βόρεια του ακρωτηρίου του Αγίου Κοσμά και σε τμήμα του κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου του Αγίου Κοσμά, προτείνεται η απομάκρυνση των ογκολίθων από την ακτογραμμή, με παράλληλο εμπλουτισμό και αύξηση του πλάτους των παραλιών. Επίσης αναβαθμίζονται οι εγκαταστάσεις στη θέση των πρώην λιμενικών εγκαταστάσεων του Ναυτικού Ομίλου Αγίου Κοσμά.
Στη βόρεια παραλία είναι πιθανή η αποκάλυψη της αρχαίας ακτογραμμής και λιμενικών εγκαταστάσεων που σχετίζονταν με το λιμάνι των αρχαϊκών και κλασικών χρόνων του δήμου Αλιμούντος. Η αποκάλυψη δημόσιου οικοδομήματος που πιθανώς αποτελεί τμήμα εμπορικής στοάς και τμήματος του δρόμου που συνέδεε το λόφο της Αγ. Άννας με το λιμάνι των Αλιμουσίων, ενισχύουν την παραπάνω άποψη. Επίσης κατά μήκος της βόρειας ακτογραμμής του έργου ενδέχεται να αναπτύσσεται νεκροταφείο της Μυκηναϊκής περιόδου, όπως υποδηλώνει η αποκάλυψη του μυκηναϊκού θαλαμωτού τάφου που λόγω της χρονολογικής συνάφειας και της θέσης του, σχετίζεται με την ΥΕ εγκατάσταση του ακρωτηρίου του Αγίου Κοσμά.
Ζώνες ανάπτυξης και πολεοδόμησης
Στις ζώνες πολεοδόμησης και ιδιαίτερα στις ζώνες Α-Π1, Α-Π4, Α-Π5, Α-Π6, λόγω του υψηλού αρχαιολογικού ενδιαφέροντος είναι πολύ πιθανή η εύρεση αρχαίων. Ειδικότερα στις ζώνες Α-Π4 και Α-Π5 είναι πολύ πιθανή η αποκάλυψη ταφικών συνόλων που εντάσσονται σε εκτεταμένο νεκροταφείο του δήμου Ευωνύμου (τέλη 8ου έως και 4ο αιώνα π.Χ.), καθώς και οικιστικών καταλοίπων. Στη ζώνη Α-Π5 ενδέχεται η αποκάλυψη ευρημάτων από τη προϊστορική μέχρι και τη μεταβυζαντινή περίοδο, ενώ τον ίδιο βαθμό ενδιαφέροντος παρουσιάζει και η ζώνη Α-Α1, στο νοτιοδυτικό άκρο της.
Με βάση τα ανωτέρω, ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων σημειώνει τα ακόλουθα:
1. Η υπό κρίση Στρατηγική Μελέτη αφορά τους όρους και τους περιορισμούς για την αντιμετώπιση των Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων του έργου που αναφέρεται στο σχετικό Σχέδιο Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης. Η εναρμόνιση των μελετών αυτού του είδους με το νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο αποτελεί το πρώτο επίπεδο προβλέψεων τους. Από αρχαιολογικής πλευράς ρητώς αναφέρεται στην παράγραφο 1.7.3.5 (σελ. 1-216) ότι «κατά τη φάση υλοποίησης του έργου πρέπει να ληφθούν υπόψη (σ.σ. μεταξύ άλλων) οι διατάξεις του Ν. 3028/2002 (ΦΕΚ 153 Α’) «Για την προστασία των αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς»...». Η αναφορά αποτελεί προβολή στο μέλλον, ήτοι κατά την περίοδο εκτέλεσης των έργων, ενώ παραβλέπεται η εναρμόνιση του εγχειρήματος με την αρχαιολογική νομοθεσία κατά τον παρόντα χρόνο/παρούσα φάση εκπόνησης της Σ.Μ.Π.Ε. για το Σ.Ο.Α., δηλαδή για το ειδικό χωρικό σχέδιο ανάπτυξης της εν λόγω επένδυσης. Ο Ν. 3028/2002 περιλαμβάνει μέριμνα για τη θεσμική θωράκιση της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομίας στις περιπτώσεις προώθησης σχεδίων χωρικών ρυθμίσεων με την σε κάθε περίπτωση προγενέστερη δημοσίευση πράξης χαρακτηρισμού αρχαιολογικού χώρου εφόσον συντρέχουν αρχαιολογικοί λόγοι. Μάλιστα, η θεσμοθέτηση αρχαιολογικού χώρου αποτελεί και την προϋπόθεση για την ολοκλήρωση της διαδικασία έγκρισης των χωρικών σχεδίων. Συγκεκριμένα σύμφωνα με το άρθρο 12, πργ. 2 του Ν. 3028/2002 «[...] Εάν εντός των περιοχών που πρόκειται να καλύψουν υπό εκπόνηση Γενικά Πολεοδομικά Σχέδια (Γ.Π.Σ.) ή Σχέδια Χωρικής Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτής Πόλης (Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π.) ή άλλα σχέδια χωρικών ρυθμίσεων, δεν έχουν οριοθετηθεί αρχαιολογικοί χώροι, αυτοί οριοθετούνται προσωρινά, βάσει σχεδιαγράμματος κλίμακας τουλάχιστον 1: 2.000 που καταρτίζεται από την Υπηρεσία, με βάση επαρκή επιστημονικά στοιχεία και ιδίως ευρήματα που πιθανολογούν την ύπαρξη μνημείων...».
Πρόταση οριοθέτησης αρχαιολογικού χώρου σε μια ευρύτερη περιοχή που περιλαμβάνει και τμήμα του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού έχει κατατεθεί από την αρμόδια Εφορεία Αρχαιοτήτων ήδη από το 2014, η οποία επανήλθε το 2016 με πλήρη στοιχειοθέτηση. Η πρόταση αντιμετωπίζει ως ενιαία λειτουργική και αισθητική αρχαιολογική οντότητα τις περιοχές όπου κατά την αρχαιότητα αναπτύχθηκαν οι δήμοι Ευώνυμον και Αλιμούς και βασίζεται σε τεκμήρια της έρευνας πεδίου, σε βιβλιογραφικές αναφορές-επιστημονικές δημοσιεύσεις, στο φωτογραφικό και χαρτώο υλικό, τις σχεδιαστικές αποτυπώσεις, τις γραπτές πηγές και τις μαρτυρίες των περιηγητών.
Η εισαγωγή της πρότασης στο αρμόδιο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο έχει καθυστερήσει πάρα πολύ μετά από κυβερνητικές παρεμβάσεις. Παρ΄ όλα αυτά η πρόβλεψη για την εφαρμογή της σχετικής διάταξης δεν συναντάται ούτε ως κατεύθυνση στη Σ.Μ.Π.Ε. και το Σ.Ο.Α. Στο πλαίσιο αυτό ο Σ.Ε.Α. επανέρχεται στο θέμα, υπογραμμίζοντας την υποχρέωση κήρυξης και οριοθέτησης ως αρχαιολογικού χώρου περιοχής που εντάσσεται διοικητικά στους δήμους Αλίμου και Ελληνικού- Αργυρούπολης. Κατά τα παραπάνω και κατανοώντας το κατεπείγον του θέματος, ο Σ.Ε.Α. σημειώνει πως είναι υποχρεωτική σύμφωνα με τον Συνταγματικής περιωπής νόμο 3028/2002 (άρθ. 12 , παραγ.2) η προσωρινή οριοθέτηση ως αρχαιολογικού χώρου της έκτασης που πρόκειται να καλύψει το Σχέδιο Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης Ελληνικού.
2. Η Σ.Μ.Π.Ε. περιλαμβάνει ειδικό κεφάλαιο για την αρχαιολογική παρακολούθηση των εργασιών, με παραπομπή στο άρθρο 37 του Ν. 3028/2002. Σύμφωνα με τη γενική περιγραφή της διαδικασίας του αρχαιολογικού έργου «[...] για όλα τα έργα[....] θα απαιτηθεί η επιτόπια αυτοψία των αρμόδιων Υπηρεσιών του ΥΠΠΟΑ [...] και οι εργασίες θα πραγματοποιούνται υπό την επίβλεψη εντεταλμένου υπαλλήλου». Η συγκεκριμένη διατύπωση περιορίζει την αρμοδιότητα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας σε «αυτοψία» και σε «επίβλεψη».
Αναγνωρίζεται ότι στην παρούσα φάση η χρήση των εννοιών αυτών μπορεί να έχει ευρύτερο περιεχόμενο και οι όροι αυτοί να εξειδικευτούν σε επόμενο χρόνο. Ωστόσο, φέρεται να έχει καταρτιστεί μνημόνιο συνεργασίας μεταξύ του ΥΠΠΟΑ και την «Ελληνικό ΑΕ», σχέδιο του οποίου έχει εγκριθεί από το Κυβερνητικό Συμβούλιο Οικονομικής Πολιτικής (ΚΥ.Σ.ΟΙ.Π.) (ΦΕΚ 1862 Β΄/26.5.2017 «Έγκριση Μνημονίου Συνεργασίας μεταξύ Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού και της Εταιρείας «ΕΛΛΗΝΙΚΟ Α.Ε.»).
Ωστόσο, το πλήρες κείμενο του μνημονίου δεν δημοσιεύεται στο εν λόγω ΦΕΚ. Κρίνοντας από τους τίτλους των περιεχομένων του, όπως αναφέρονται στην απόφαση του ΚΥ.Σ.ΟΙ.Π., φαίνεται να αφορά στην αρχαιολογική παρακολούθηση των εκσκαφικών εργασιών και να περιλαμβάνει την εξειδίκευση των σχετικών όρων. Παρόλα αυτά, το μνημόνιο δεν έχει ληφθεί υπόψη στη Σ.Μ.Π.Ε., αν και η τελευταία εκπονήθηκε και κατατέθηκε σε χρόνο μεταγενέστερο της ανωτέρω έγκρισης, ενώ στη Σ.Μ.Π.Ε. παρατίθεται αυτούσιο το πρότυπο γενικού μνημονίου για την αρχαιολογική παρακολούθηση των εκσκαφικών εργασιών στο πλαίσιο στρατηγικών επενδύσεων του Ν. 4072/2012, ο οποίος δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση της επένδυσης του Ελληνικού.
Στο βαθμό που το εγκεκριμένο από το ΚΥ.Σ.ΟΙ.Π. σχέδιο μνημονίου δεν έχει δημοσιοποιηθεί, ο Σ.Ε.Α. διατηρεί σοβαρές επιφυλάξεις για το κατά πόσο οι όροι του για την αρχαιολογική παρακολούθηση εξειδικεύουν το γενικό πλαίσιο που θέτει η Σ.Μ.Π.Ε. με τρόπο σύμφωνο με τις διατάξεις του Ν. 3028/2002 και την πρακτική που παγίως ακολουθείται σε ανάλογα έργα. Σε κάθε περίπτωση ο Σ.Ε.Α. εμμένει ότι το μνημόνιο συνεργασίας δεν υποκαθιστά την κήρυξη-οριοθέτηση του χώρου.
3. Η ισχύουσα αρχαιολογική Νομοθεσία καταρχήν αναφέρεται στη Σ.Μ.Π.Ε. (Κεφ. 1, Ιστορικό και Πολιτιστικό Περιβάλλον, 215-17, Κεφ. 3, Πολιτιστική Κληρονομιά, 20, Κεφ.6, Νομοθεσία αρχαιολογικών χώρων και μνημείων, 151-159). Οι γνωστές αρχαιότητες παρουσιάζονται τόσο στη Σ.Μ.Π.Ε., όσο και στο Σ.Ο.Α., και σημειώνονται επί του τοπογραφικού σχεδίου.
Η αναφορά, ωστόσο, παραμένει σε επίπεδο απλής κάλυψης των απαιτήσεων περιεχομένου των μελετών, χωρίς ουσιαστική ένταξη του αντικειμένου της προστασίας και ανάδειξης στο επενδυτικό σχέδιο. Οι υλικές μαρτυρίες της ιστορίας του χώρου δεν λαμβάνονται υπόψη κατά κανένα τρόπο στη φιλοσοφία του αναπτυξιακού σχεδίου και στον γενικό χωροταξικό σχεδιασμό που εν τέλει προτείνεται. Συγκεκριμένα, στο επίπεδο του Σ.Ο.Α. οι αρχαιότητες εντάσσονται εντός ζωνών πολεοδόμησης, χωρίς να υπάρχει καμία σαφής κατεύθυνση για την προστασία και την ανάδειξή τους ως οργανικού στοιχείου των στρατηγικών επιλογών του σχεδιασμού.
4. Στο πλαίσιο των ανωτέρω, η προστασία των μνημείων παραμένει στο περιθώριο των προβλέψεων του Σ.Ο.Α. και της Σ.Μ.Π.Ε.
Στην ακτή του Αγ. Κοσμά βρίσκονται τα κατάλοιπα του σημαντικότατου για την προϊστορία της Αττικής οικισμού, που έχουν αποτελέσει αντικείμενων επιστημονικών δημοσιεύσεων σημαντικών διεθνώς για την επιστήμη της αρχαιολογίας και εν γένει για τις ανθρωπιστικές επιστήμες. Εντός των ορίων του ενάλιου και χερσαίου αρχαιολογικού χώρου του Αγ. Κοσμά δεν προβλέπονται επεμβάσεις διαμόρφωσης της ακτής. Παρόλα αυτά η περιοχή θα βρεθεί εν μέσω έργων εμπλουτισμού ακτής και έργων προστασία των τεχνιτών διαμορφώσεων. Η ακτογραμμή στο άμεσο περιβάλλον του αρχαιολογικού χώρου πρόκειται να μεταβληθεί αλλοιώνοντας επιπλέον τη φυσιογνωμία του τοπίου, ενώ δεν υπάρχει καμία απολύτως πρόβλεψη, ούτε έχει κατατεθεί σχετική μελέτη, για τις ενδεχόμενες επιπτώσεις των έργων αυτών στο τμήμα του βυθού όπου σώζονται οι σημαντικές ενάλιες αρχαιότητες.
Παράλληλα η περιοχή του Λόφου Χασάνι, όπου έχουν εντοπιστεί πυκνές αρχαιότητες, εντάσσεται εντός πολεοδομούμενης περιοχής, που ονοματίζεται «Οικισμός του Λόφου». Αν και κατά την αρχαιολογική έκθεση που περιλαμβάνεται στις υπό εξέταση μελέτες αναγνωρίζεται η σημασία του λόφου για την ιστορία της περιοχής, ο γενικός πολεοδομικός σχεδιασμός δεν προβλέπει την εξαίρεση του αρχαιολογικού χώρου του λόφου από τη δόμηση ούτε την προστασία και ανάδειξη των αρχαιοτήτων στο πλαίσιο σχεδιασμού της «γειτονιάς».
5. Εντός της έκτασης του πρώην αεροδρομίου Ελληνικού βρίσκονται εγκαταστάσεις του ΥΠ.ΠΟ.Α. και συγκεκριμένα αποθήκες αρχαιοτήτων και εξοπλισμένο εργαστήριο συντήρησης. Οι υποδομές αυτές βρίσκονται σε έκταση που εντάσσεται στο επενδυτικό σχέδιο ως περιοχή πολεοδόμησης και για την μετεγκατάστασή τους έχει συναφθεί μνημόνιο συνεργασίας από το 2013 μεταξύ της τότε Γ.Γ. Πολιτισμού και της «Ελληνικό ΑΕ», σύμφωνα με το οποίο η «Ελληνικό ΑΕ» δεσμεύεται να εξεύρει κτήρια και εγκαταστάσεις εντός του ακινήτου για την εγκατάσταση και λειτουργία των υποδομών αυτών.
Αν και η μετεγκατάσταση έχει συμφωνηθεί στο πλαίσιο της αξιοποίησης του πρώην αεροδρομίου Ελληνικού, στο Σ.Ο.Α. δεν υπάρχει καμία απολύτως αναφορά, ενώ η Σ.Μ.Π.Ε. φαίνεται να αγνοεί την ύπαρξη των σημαντικών αυτών υποδομών, που προσδίδουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στην πολιτιστική ταυτότητα του ακινήτου.
Σε κάθε περίπτωση, η μετεγκατάσταση των υπηρεσιών αυτών θα έπρεπε να αποτελεί ειδικό αντικείμενο του επενδυτικού σχεδίου και το Σ.Ο.Α. και η σχετική Σ.Μ.Π.Ε. να περιλαμβάνει τουλάχιστον τις κατευθύνσεις της δράσης αυτής ως άξονα επιλογών στο πλαίσιο γενικών προβλέψεων για χρήσεις πολιτισμού.
6. Στις προβλέψεις του Σ.Ο.Α. και της Σ.Μ.Π.Ε. υπάρχει γενικόλογη αναφορά σχετικά με την ανάδειξη επί μέρους αρχαιοτήτων και τη διασύνδεσή τους μέσω διαδρομών πολιτιστικού-αρχαιολογικού ενδιαφέροντος. Πλην όμως, δεν έχει ενταχθεί στον χωροταξικό σχεδιασμό η προστασία και η ανάδειξη των αρχαιοτήτων με τρόπο οργανικό. Η ιστορικότητα του χώρου όπως προβλέπεται στη Σ.Μ.Π.Ε. περιορίζεται κυρίως στην πρόσφατη ιστορία του ακινήτου, με επίκεντρο τη διάσωση της «Ολυμπιακής μνήμης», διά της ανάδειξης της φιλοξενίας στον χώρο ολυμπιακών εγκαταστάσεων και δευτερευόντως στη λειτουργία του ως αεροδρομίου.
Ενδεικτικά, προβλέπεται: «Η βασική δομή του νέου Πάρκου οργανώνεται από τον ελικοειδή δρόμο που διασχίζει εγκάρσια και τρεις βασικούς άξονες κίνησης πεζών. Αυτοί οι τρεις άξονες συναντώνται δημιουργώντας ένα τρίγωνο, στο οποίο βρίσκεται το υφιστάμενο σύμβολο των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, και όπου χωροθετείται μια μεγάλη πλατεία. Αυτό αποτελεί πια τον συνεκτικό κόμβο, την καρδιά του Πάρκου» (σελ. 1-9,10). Μάλιστα, οι προθέσεις όπως αποτυπώνονται στη μελέτη για τη φιλοσοφία της ανάδειξης, συμπυκνώνεται στο ακόλουθο απόσπασμα: «[…] το διατηρητέο τερματικό κτήριο του διάσημου αρχιτέκτονα Eero Saarinen θα ζωντανέψει ξανά ως χώρος για εκθέσεις, εμπορικές συναντήσεις και άλλες εκδηλώσεις, τα ιστορικά υπόστεγα δεν θα διατηρηθούν και αναδειχθούν μόνο για την αρχιτεκτονική τους αξία αλλά θα χρησιμεύσουν επίσης για να στεγασθεί εντός τους το πρώτο Μουσείο Αεροπορίας στην Ελλάδα (Ιστορικό Αεροπορικό Μουσείο και άλλες συναφείς χρήσεις), οι εγκαταστάσεις του κανόε - καγιάκ αξιοποιούνται και ανασημασιοδοτούνται (
sic) σαν στοιχεία του πάρκου που εκφράζουν τη συνέχεια του παρελθόντος με το παρόν […]» (σελ. 3-8). Αντιθέτως, η αρχαιολογική σημασία του ακινήτου ως προστιθέμενη αξία στην επένδυση υποτιμάται και αντιμετωπίζεται παρεμπιπτόντως, χωρίς να αποτελεί άξονα των στρατηγικών επιλογών. Στις προβλέψεις του Σ.Ο.Α. και της Σ.Μ.Π.Ε. δεν υπάρχει καμία μνεία σχετικά με την ανάδειξη των ιστάμενων μνημείων και των αρχαιοτήτων που διατηρούνται ορατά εντός της έκτασης ανάπτυξης του έργου (πρόβλεψη ζώνης προστασίας, διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου αυτών, εκπόνηση επιμέρους μελετών συντήρησης/αποκατάστασης αρχιτεκτονικών καταλοίπων, τοποθέτησης εποπτικού υλικού και σήμανσης, αποκάλυψη της προϊστορικής κατοίκησης στον Άγιο Κοσμά, δημιουργία θεματικών αρχαιολογικών - ιστορικών νησίδων ενταγμένων σε αρχαιολογικό περίπατο μέσα στο Μητροπολιτικό Πάρκο Πρασίνου και Αναψυχής, ένταξη στις αρχαιολογικές - ιστορικές νησίδες σημαντικών αρχαιοτήτων που ενδεχομένως αποκαλυφθούν κατά τη διάρκεια υλοποίησης του έργου και η διατήρηση και ανάδειξή τους κριθεί, κατόπιν γνωμοδότησης των αρμόδιων Οργάνων του ΥΠΠΟΑ απαραίτητη για την αρχαία τοπογραφία και την ιστορία του τόπου). Με αυτό τον τρόπο, παρακάμπτεται η σημαντική ιστορία της θέσης που αποτέλεσε τον ζωτικό χώρο τριών ιστορικών αρχαίων δήμων της Αττικής. Υπ’ αυτή την έννοια, η αντιμετώπιση της ιστορικότητας είναι ανισοβαρής.
Εξάλλου, έχει αναγνωριστεί ότι η προστασία και ανάδειξη αρχαιολογικών χώρων και μνημείων διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο στη χωρική οργάνωση της Χώρας, προσδίδοντας στα μνημεία περιεχόμενο προδιαγραφών χωρικής ανάπτυξης. Η προστασία των μνημείων αποτελεί στρατηγική κατεύθυνση της χωροταξίας προς μια αναπτυξιακή προοπτική με όρους αειφορίας και βιωσιμότητας που ενισχύει και αναδεικνύει τον εθνικό χώρο ως συγκριτικό πλεονέκτημα σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Οι παραπάνω άξονες, ενώ έχουν γίνει κοινώς αλλά και από το νέο ΡΣΑ - Ν. 4277/2014 (ΦΕΚ 156Α΄/2014) αποδεκτοί, δεν απαντούν στην υπό κρίση Σ.Μ.Π.Ε. του Σ.Ο.Α. και, ως εκ τούτου, το κεφάλαιο αυτό θα πρέπει να «ξαναγραφτεί».
7. Η Σ.Μ.Π.Ε. λαμβάνει υπόψη μόνο τα αρχαιολογικά δεδομένα που γνωστοποιήθηκαν από την Υπηρεσία το έτος 2012, ενώ έκτοτε η Υπηρεσία επανήλθε δις με επιπλέον στοιχεία (έτη 2014-2016), που σηματοδότησαν περισσότερες αρχαιολογικές θέσεις. Πέρα από τις αναφορές στη Σ.Μ.Π.Ε. για την παρακολούθηση των εκσκαφικών εργασιών (σελ. 1-215 επ.), στις περιοχές των γνωστών μνημείων, το μέγεθος της έκτασης και οι ενδείξεις για πιθανές εκπλήξεις που μπορεί να κρύβει το υπέδαφος, καθιστούν τουλάχιστον ανεπίκαιρη την παρακολούθηση όπως περιγράφεται, δηλαδή επί ή πλησίον μνημείων και κηρυγμένων αρχαιολογικών χώρων, αλλά θα πρέπει να προστεθεί ότι η Υπηρεσία θα ορίσει τις περιοχές παρακολούθησης μετά από υποχρεωτική έγκαιρη ενημέρωση της από τον κύριο του Έργου για την έναρξη εργασιών σε κάθε στάδιό του και στο σύνολο της έκτασης.
Ο Σ.Ε.Α. παρατηρεί, τέλος, πως
- Μετά την ψήφιση της σκανδαλώδους, κατά την εκτίμηση του Συλλόγου, σύμβασης παραχώρησης του Ελληνικού στην Lamda Development η οποία περιλαμβάνει αδιανόητες για κάθε ευνομούμενο κράτος διατάξεις υπέρ του επενδυτή (όπως λ.χ. αποζημίωσή του σε περίπτωση εκ των υστέρων ανεύρεσης ή/και κήρυξης αρχαιοτήτων), η κυβέρνηση ακολουθεί μια τακτική που θέτει εν αμφιβόλω το συνταγματικό καθήκον προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιά, καταστρατηγεί την κείμενη αρχαιολογική νομοθεσία και θέτει σε κίνδυνο τις αρχαιότητες.
- Το ζήτημα της κήρυξης-οριοθέτησης του αρχαιολογικού χώρου στην έκταση του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού δεν μπορεί να παρακαμφθεί ούτε μπορεί να συζητείται σε συνάρτηση με τις τρέχουσες πολιτικές επιδιώξεις της εκάστοτε κυβέρνησης ή/και από τις πιέσεις ιδιωτικών επιχειρηματικών συμφερόντων. Η υποχρεωτική εκ του νόμου κήρυξη-οριοθέτηση ενός αρχαιολογικού χώρου δεν καθιστά εκ των προτέρων τη σχετική έκταση αδόμητη, όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς για παράδειγμα στην πόλη της Αθήνας, που στο σύνολό της αποτελεί ελεγχόμενο αρχαιολογικό χώρο. Η κήρυξη-οριοθέτηση αποτελεί μία διοικητική ενέργεια που οργανώνει με διαφανή τρόπο τους αρχαιολογικούς χώρους της επικράτειας και θεσπίζει μια τυποποιημένη διαδικασία προστασίας τους μέσω του ελέγχου των εκτελούμενων έργων. Οι παρατηρούμενες καθυστερήσεις στο Ελληνικό υπονομεύουν τελικά την ίδια την επένδυση, που φέρεται να διάκειται εχθρικά προς την πολιτιστική κληρονομιά, και τον ίδιο τον επενδυτή που εμφανίζεται να παρεμβαίνει επιδιώκοντας την άρση της ισονομίας και την εξαίρεσή του από την εφαρμογή του νόμου. Κάτι τέτοιο, ασφαλώς, δεν μπορεί να είναι αποδεκτό.
- Όλα τα εμπλεκόμενα μέρη, κυβερνητικοί φορείς και ιδιώτες, οφείλουν να εφαρμόσουν τις διαδικασίες των συλλογικών οργάνων που προβλέπονται θεσμικά, να μην αγνοήσουν κρίσιμα στοιχεία ταυτότητας του ακίνητου ως γνωστού αρχαιολογικού χώρου και να μην παρακάμψουν τις συνταγματικές υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτήν, κατά τη θεσμική διαδικασία των εγκρίσεων (Κ.Α.Σ., ΣτΕ).
Υπενθυμίζουμε, για πολλοστή φορά προς κάθε κατεύθυνση, πως δεν είμαστε διατιθέμενοι να συναινέσουμε σε οποιαδήποτε διαδικασία καταστρατήγησης του Αρχαιολογικού Νόμου, παράκαμψης της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και διακινδύνευσης των αρχαιοτήτων, απέναντι σε όσους -πολιτικούς και επενδυτές, με πρόσχημα την ανάπτυξη, αντιμετωπίζουν τον αρχαιολογικό πλούτο του τόπου ως εμπόδιο για τα επιχειρηματικά τους συμφέροντα. Για το Διοικητικό Συμβούλιο του ΣΕΑ, Η Πρόεδρος
Ο Γενικός Γραμματέας Σταματία Μαρκέτου Θεμιστοκλής Βάκουλης