Πέθανε ο μεγάλος Γάλλοελβετός σκηνοθέτης Ζαν-Λυκ Γκοντάρ

Ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ, ο εμβληματικός σκηνοθέτης με τις χίλιες ζωές και το πλούσιο και πρωτεϊκό έργο, η ενσάρκωση των αντιφάσεων μιας τέχνης που βρίσκεται σε συνεχή αναζήτηση, πέθανε την Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου σε ηλικία 91 ετών. Αφήνει πίσω του μια καριέρα γεμάτη αριστουργήματα και παρεξηγήσεις που τον έκαναν θρύλο κατά τη διάρκεια της ζωής του.

Από τη δεκατία του '60, ο Γκοντάρ ήταν ένα από τα κεντρικά πρόσωπα της Νουβέλ Βαγκ, του ρεύματος που διερεύνησε και διεύρυνε με τρόπο μοναδικό τα αισθητικά και αφηγματικά όρια της 7ης τέχνης. Απόλυτα συνδεδεμένος με αυτή την κοσμογονία του μοντερνισμού, ο Γκοντάρ άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο κάνουμε και βλέπουμε σινεμά, αγαπήθηκε (αλλά και μισήθηκε από κριτικούς και κοινό), επηρέασε βαθιά άλλους δημιουργούς, και άφησε πίσω του ένα τεράστιο και πλούσιο στοχαστικό έργο πάνω στην τέχνη, την κοινωνία και τη μεταξύ τους σχέση.

 

 

(Richard Dumas/Libération)

Γεννημένος στις 3 Δεκεμβρίου του 1930, ο πιο διάσημος από τις γαλλοελβετούς καλλιτέχνες, κλείνει με το θανάτό του κάτι που συνδέεται με τη συλλογική συνείδηση. Κατ' αρχάς, την απώλεια ενός από τους μεγαλύτερους κινηματογραφιστές όλων των εποχών, με τα ηλεκτροσόκ εικόνων και ήχου που προκαλεί το έργο του. Αλλά ο θάνατός του είναι και το συμβολικό τέλος αυτού του σπουδαίου ρεύματος στην κινηματογραφική τέχνη, της Νουβέλ Βαγκ.Αυτή τη ρήξη του μοντερνισμού με τον ιταλικό νεορεαλισμό, με την καταστροφή του παγκόσμιου πολέμου, ο Γκοντάρ την ενσάρκωσε με μεγαλύτερο πάθος, βία και οδύνη από τους περισσότερους πρώην συντρόφους του της Νουβέλ Βαγκ, κάτι που τον έκανε σύμβολο και παράδειγμα για όσους πίστευαν και στόχευαν σε ένα σινεμά που θα μπορούσε να αλλάξει τον κόσμο.

Το 1949, o Ζαν-Λυκ Γκοντάρ βρίσκεται στο Παρίσι για να σπουδάσει εθνολογία στη Σορβόννη. Εκεί θα γνωρίσει και θα συναναστραφεί με τους Κλοντ Σαμπρόλ, Φρανσουά Τρυφώ, Έρικ Ρομέρ και Ζακ Ριβέτ – τους κινηματογραφιστές δηλαδή που μετέπειτα θα στελεχώσουν το κίνημα της Νουβέλ Βαγκ (Nouvelle Vague).

Το 1950, μαζί με τους Τρυφώ και Ριβέτ εκδίδει το περιοδικό Gazette du Cinema, γράφει για το σινεμά και παράλληλα παίζει σε ταινίες των Ριβέτ και Ρομέρ. Το 1952 ξεκινά η συνεργασία του με το θρυλικό περιοδικό Cahiers du Cinema του Αντρέ Μπαζέν. Με τα χρήματα που συγκεντρώνει, θα γυρίσει την πρώτη του μικρού μήκους ταινία, το ντοκιμαντέρ «Επιχείρηση Μπετόν» (1954). Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’50 θα ολοκληρώσει ακόμη τέσσερις ταινίες μικρού μήκους.

Έντονα επηρεασμένος από σκηνοθέτες όπως οι Ζαν Ρενουάρ, Νίκολας Ρέι, Ρομπέρ Μπρεσόν, Ρομπέρτο Ροσελίνι και Ζαν Ρους, ο Γκοντάρ θα προσπαθήσει εξαρχής – σε αντίθεση με τον φίλο και συνάδελφό του Τρυφώ – να εντάξει την προσωπική του ζωή, αλλά και τις πολιτικές του πεποιθήσεις, στις ταινίες του αλλά και να δείξει ότι στον κινηματογράφο «όλα επιτρέπονται».

Η ενασχόληση του με θέματα που θεωρούνταν ταμπού καθώς και με νέες τεχνικές τάραξαν το κινηματογραφικό κατεστημένο και ενέπνευσαν εικονοκλάστες σκηνοθέτες δεκαετίες μετά την κορύφωση της καριέρας του στα χρόνια του 1960.

Ο σκηνοθέτης του «Με κομμένη την ανάσα» και της «Περιφρόνησης», αν θέλουμε να αναφέρουμε τις πιο διάσημες ίσως ταινίες του, σκηνοθέτησε συνολικά πάνω από 100 ταινίες. Αιρετικός για την εποχή του αμφισβήτησε έντονα τις κινηματογραφικές φόρμες του Χόλιγουντ αλλά και του γαλλικού κινηματογράφου.

 

 

Απόλυτα συνδεδεμένος υπήρξε εξάλλου με τα πολιτικά κινήματα που οδήγησαν στον Μάη του '68, ενώ η πολιτική υπήρξε μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του ένα πεδίο στο οποίο επίσης άσκησε με πάθος την εικονοκλαστική και αιρετική αντίληψή του για την τέχνη και τον κόσμο. 

«Ήθελα να ξεκινήσω από μια ιστορία συμβατική και να ανακατασκευάσω, με διαφορετικό τρόπο, ό,τι είχε γίνει μέχρι τότε στον κινηματογράφο. Ήθελα επίσης να δώσω την εντύπωση ότι τα κινηματογραφικά μέσα ανακαλύπτονταν ή δοκιμάζονταν για πρώτη φορά», θα πει χαρακτηριστικά ο Γκοντάρ σε μία από τις πρώτες του συνεντεύξεις στο περιοδικό Cahiers du Cinema το 1962. Επίσης υπήρξε από τη δεκαετία του '50 συνδεδεμένος με το περιοδικό Cahiers du Cinema, εμβληματικό έντυπο κριτικής και θεωρίας του κινηματογράφου. Το 1968, ο Γκοντάρ εγκατέλειψε τη Νουβέλ Βαγκ και ίδρυσε μαζί με τον Jean-Pierre Gorin την κινηματογραφική ομάδα Dziga Vertov Group, ονομασμένη από τον γνωστό Σοβιετικό σκηνοθέτη. Επρόκειτο για μια ομάδα πολιτικά ενεργών σκηνοθετών οι οποίοι ομαδικά και ανώνυμα δημιουργούσαν πειραματικές και πολιτικές ταινίες οι οποίες υποστήριζαν κινήματα όπως ο Μαοϊσμός και ο Μαρξισμός.

Μεταξύ άλλων, ο Γκοντάρ είχε σκηνοθετήσει τις ταινίες: «Η κυρία θέλει έρωτα» (1961), «Ζούσε τη ζωή της» (1962), «Αλφαβίλ» (1965), «Ο τερλός Πιερό» (1965), «Συνέβη στην Αμερική» (1966), «Η Κινέζα» (1967), «Όλα πάνε καλά» (1972), «Ο σώζων εαυτόν σωθήτω» (1980), «Histoire(s) du Cinema» (1989), «Χαίρε Σεράγεβο) (1993), «Η ελεγεία ενός έρωτα» (2001), «Film Socialisme» (2010), «Το βιβλίο της εικόνας» (2018).