Η αιματοβαμμένη Πρωτομαγιά του ΄44

Από τον Γ. Μηλιώνη

Το ημερολόγιο έδειχνε τέλη Απριλίου 1944, όταν η τανάλια της φρίκης έσφιξε για μια ακόμα φορά τις καρδιές του λαού που διάβαζε στους τοίχους των σπιτιών της Αθήνας και στον κατοχικό Τύπο την εξής ανακοίνωση: «Την 27.4.1944 κομμουνιστικαί συμμορίαι, παρά τους Μολάους, κατόπιν μίας εξ ενέδρας επιθέσεως, εδολοφόνησαν ανάνδρως έναν Γερμανό στρατηγό και τρεις συνοδούς του αξιωματικούς και ετραυμάτισαν πολλούς Γερμανούς στρατιώτες.



Εις αντίποινα θα εκτελεσθούν:

1. Ο τυφεκισμός 200 κομμουνιστών την 1η Μαΐου 1944.

2. Ο τυφεκισμός όλων των ανδρών, τους οποίους θα συναντήσουν τα γερμανικά στρατεύματα επί της οδού Μολάων προς Σπάρτην, έξωθι των χωρίων.

Υπό την εντύπωσιν του κακουργήματος τούτου, Έλληνες εθελονταί (σσ: ταγματασφαλίτες) εφόνευσαν αυτοβούλως 100 άλλους κομμουνιστάς.

Ο στρατιωτικός Διοικητής Ελλάδος».

Με μπροστάρηδες τις οργανώσεις του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, που έδιναν στην κυριολεξία το αίμα τους, σηκώνοντας το βάρος της Εθνικής Αντίστασης, ξεκίνησαν πολύμορφες και μαζικές εργατικές, λαϊκές και φοιτητικές κινητοποιήσεις για να σωθούν από την εκτέλεση οι αγωνιστές που ήταν φυλακισμένοι στο Στρατόπεδο Χαϊδαρίου. Το Στρατόπεδο αυτό άρχισε να λειτουργεί στις 3 Σεπτεμβρίου 1943 και ήταν ένα από τα πλέον σκληρά, από τα συνολικά 36 αντίστοιχα που υπήρχαν στην Ελλάδα.

Ο αριθμός των κρατουμένων σε αυτό, που ανανεωνόταν συνεχώς, ξεπέρασε τους 3000. Στο κολαστήριο πέρασαν μέρες, μήνες και χρόνια άνδρες, γυναίκες, ακόμα και παιδιά με τις μητέρες τους. Νους και καρδιά της αντίστασης της οργάνωσης, της αγωνιστικής ανάτασης και καθοδηγητικός πυρήνας στο κολαστήριο του Χαϊδαρίου, ήταν οι Ακροναυπλιώτες κομμουνιστές, που παραδόθηκαν από το αστικό κράτος στα κατοχικά στρατεύματα.

Το Στρατόπεδο του Χαϊδαρίου ήταν έρημο μέχρι τις αρχές Σεπτέμβρη του 1943, όταν έφτασαν από τη Λάρισα οι πρώτοι κρατούμενοι. Ήταν η περίοδος που η ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση είχε φουντώσει και το ΕΑΜ, με κύριο αιμοδότη και τροφοδότη του το ΚΚΕ, είχε ήδη εξελιχθεί στην κύρια πολιτική δύναμη, κύριο εκφραστή του αγώνα του λαού, για την απαλλαγή από τη χιτλερική, φασιστική κατοχή. Την ίδια περίοδο, ο ΕΛΑΣ, είχε ήδη απελευθερώσει μια σειρά από περιοχές στη χώρα.

Η ολοένα αυξανόμενη δύναμη του ΕΑΜικού κινήματος οδήγησε τις ιταλικές φασιστικές δυνάμεις, που έλεγχαν τις φυλακές-στρατόπεδα στη Νότια Ελλάδα, στην απόφαση να διαλύσουν εκείνα που βρίσκονταν σε επισφαλείς θέσεις. Οι κρατούμενοι της Ακροναυπλίας και των Τρικάλων μεταφέρθηκαν στη Λάρισα τον Μάιο του 1943, αλλά επειδή ακόμα και εκεί οι ιταλικές φασιστικές δυνάμεις δεν ήταν σίγουρες, στις 29 Αυγούστου 1943 επέλεξαν πάνω από 600 κρατούμενους και τους απέστειλαν σιδηροδρομικώς στην Αθήνα. Μεταξύ αυτών ήταν οι 243 κομμουνιστές, μέλη και στελέχη του ΚΚΕ και της ΟΚΝΕ, Ακροναυπλιώτες, από την εποχή του Μεταξά, και 20 Αναφιώτες. Ήταν οι κομμουνιστές δεσμώτες, που αφού το αστικό κράτος τούς αρνήθηκε τη συμμετοχή -που είχαν ζητήσει- στον Πόλεμο του 1940, τούς κράτησε στην Ακροναυπλία και την Ανάφη και με την είσοδο των χιτλερικών στην Ελλάδα τους παρέδωσε στους ναζί. Επίσης, υπήρχαν και 327 ήρωες του Αλβανικού Μετώπου, αλλά και όσοι είχαν κατά καιρούς συλληφθεί στα μπλόκα.

Από τον Οκτώβριο του 1943 και μετά, στο Στρατόπεδο Χαϊδαρίου οδηγούνταν ολοένα και περισσότεροι κρατούμενοι, συλληφθέντες είτε σε μπλόκα, είτε από την Γκεστάπο. Οι τελευταίοι αρχικά οδηγούνταν στο αρχηγείο των «Ες-Ες» στην Αθήνα, το διαβόητο κτίριο της οδού Μέρλιν στο Κολωνάκι, προκειμένου να ανακριθούν και να βασανιστούν. Στη Μέρλιν, συντάσσονταν τα φυλακιστήρια για το Χαϊδάρι, καθώς και οι καταστάσεις των εκτελέσεων. Οι «Ες-Ες», τέθηκαν σχεδόν αμέσως επικεφαλής του Στρατοπέδου Χαϊδαρίου, το οποίο ήταν στρατηγικής σημασίας γι’ αυτούς, διότι δεν ήταν απλώς ένας χώρος όπου κρατούνταν, βασανίζονταν και εκτελούνταν τα παιδιά του λαού, οι αγωνιστές της Αντίστασης.

Οι διαδόσεις σχετικά με τα βασανιστήρια και τα εγκλήματα που γίνονταν στο Χαϊδάρι, αποτελούσαν ένα από τα βασικότερα μέσα τρομοκρατίας του λαού για την προσπάθεια καταστολής εξεγέρσεων και της αντιστασιακής δράσης. Στόχος των χιτλερικών, ήταν το στρατόπεδο να μετατραπεί σε ένα είδους «φόβητρο» για τον ίδιο το λαό.

«Η διαμονή στο Χαϊδάρι έπρεπε να έχει κάτι το αβέβαιο, το αόριστο, το διαρκώς επικίνδυνο. Να γίνει ο μπαμπούλας, φόβητρο, συνώνυμο με το Χάρο και να παραδοθεί έτσι στη φαντασία του ευαίσθητου Λαού μας, που με τη δύναμη και τη γονιμότητά της το συμπλήρωνε, το τελειοποιούσε, και αυτόματα η δύναμη αυτή έμπαινε στην υπηρεσία του εχθρού. Το Χαϊδάρι ιδρύθηκε περισσότερο για τους έξω και λιγότερο για τους ίδιους τους κρατούμενους», Θέμος Κορνάρος: «Στρατόπεδο του Χαϊδαρίου».

Στις 30 Απριλίου 1944, φάνηκαν στο Στρατόπεδο τα προμηνύματα της ματωμένης Πρωτομαγιάς, όταν έγινε γνωστή η γερμανική ανακοίνωση.

Οι Ακροναυπλιώτες κομμουνιστές αμέσως κατάλαβαν ότι αυτοί ήταν που θα εκτελεστούν. Περπάτησαν το θάνατο δίχως να σκοντάψουν. Συγκεντρώθηκαν αμέσως στο θάλαμό τους, αποχαιρέτησαν φίλους και συντρόφους τους κρατούμενους σε άλλα μπλοκ και νίκησαν τον Χάρο στα μαρμαρένια αλώνια με τραγούδι και χορό.

Τα ξημερώματα της Πρωτομαγιάς, άρχισαν να διαβάζουν τα ονόματα όσων θα πήγαιναν για εκτέλεση. Όσοι άκουγαν τα ονόματά τους φώναζαν ζωηρά «παρών», αποχαιρετούσαν τους άλλους, ζητωκραύγαζαν για την Ελλάδα και τη λευτεριά, για το ΕΑΜ, τον ΕΛΑΣ, το ΚΚΕ, και με σταθερό και περήφανο βήμα προχωρούσαν και σχημάτιζαν εικοσάδες, μπροστά στο Μπλοκ 15.

ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΣΟΥΚΑΤΖΙΔΗΣ

Διακόσια ονόματα. 200 ήρωες, 200 «Παρών!» Όταν ακούστηκε το όνομα Σουκατζίδης Ναπολέων, και η βροντερή απάντηση «Παρών!», όλο το στρατόπεδο πάγωσε. Έπαιρναν τον Ναπολέοντα, τον διερμηνέα του στρατοπέδου, το στήριγμα όλων των κρατουμένων. Η συγκίνηση μεγάλωσε πιο πολύ, όταν παρέδωσε τη σφυρίχτρα και τα χαρτιά στο δεύτερο διερμηνέα, Θανάση Μερεμέτη, λέγοντας του: «Θανάση, μην ξεχνάς ποτέ πως είσαι Έλληνας κρατούμενος και εξυπηρετείς Έλληνες στρατιώτες. Να είσαι πάντα καλός μαζί τους. Στο πρόσωπό σου τούς αποχαιρετώ όλους».

Ο διοικητής Φίσερ πρότεινε στον Ναπολέοντα να τον εξαιρέσει. Ο Ναπολέων τον ρώτησε αν μετά την αφαίρεση του ονόματός του, η λίστα θα συμπληρωνόταν από άλλον κρατούμενο. Μετά την καταφατική απάντηση του Φίσερ, ο Σουκατζίδης αρνήθηκε να εξαιρεθεί και να μπει άλλος αγωνιστής στη θέση του, προτιμώντας τον παλικαρίσιο θάνατο παρά την ταπεινή συναλλαγή.

ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ 1944

Δέκα φορτηγά ξεκίνησαν από το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου κουβαλώντας μελλοθάνατους στην Καισαριανή. Ο δρόμος προς το Σκοπευτήριο γέμισε ρούχα και σημειώματα των μελλοθάνατων, όχι «αποχαιρετιστήρια» σημειώματα, αλλά πλήρους λεβεντιάς και περηφάνιας καλέσματα για αγώνα και εκδίκηση: «Δε σας ξέχασα ποτές. Για σας και για τον ελληνικό λαό έδωσα τη ζωή μου. Σήμερα, 1η Μάη 1944, σας φιλώ για τελευταία φορά»/ «Αγαπημένοι μου. Ο θάνατος δε θα πρέπει να σας λυπήσει, αλλά να σας ατσαλώσει πιο πολύ για πάλη που διεξάγετε. Σφίξετε τις καρδιές σας και βγείτε παλικάρια από τη νέα αυτή δοκιμασία. Έτσι θα μας τιμήσετε καλύτερα. Όταν ο άνθρωπος δίνει τη ζωή του για ανώτερα ιδανικά, δεν πεθαίνει ποτέ. Με πολλή αγάπη. Σας φιλώ»/ «Καλύτερα να πεθαίνει κανείς στον αγώνα για τη λευτεριά, παρά να ζει σκλάβος»/ «Πρωτομαγιά. Γεια σας. Όλοι πάμε στη μάχη».

Στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής οι 200 χωρίστηκαν ανά 20άδες για να στηθούν στον τοίχο. Ακούστηκαν, δέκα φορές η ομοβροντία του εκτελεστικού αποσπάσματος και δέκα φορές οι χαριστικές βολές. Τα πτώματα μετέφεραν στα φορτηγά οι επόμενοι 20 που ήταν για εκτέλεση. Πήγαιναν ως το απόσπασμα τραγουδώντας και χορεύοντας ώσπου να έλθει η σειρά τους. Οι φωνές τους πάσχιζαν να καλύψουν τους ήχους των όπλων: «Αδέλφια, γεια σας!», «Ζήτω το ΚΚΕ! Ζήτω το ΕΑΜ! Ζήτω η Ελλάδα», «Εκδίκηση! Λευτεριά!»

«…10 η ώρα το πρωί, τους φέρανε και ως τις 12 το μεσημέρι βάσταξε κείνη η τελετή. Κατά εικοσάδες έβγαιναν και στήνονταν στον τοίχο. Αντίκρυ στον τοίχο, απάνω σε σιδερένια τρίποδα, στις γωνιές ήταν τα πολυβόλα. Και τα πυρά τους τα ‘ριχναν διασταυρωμένα. Μέσα στο χώρο της εκτέλεσης ήταν δύο εργάτες του Δήμου κι ένας παπάς. Ο παπάς εξομολόγαγε, τι του εξομολογιόντανε οι μελλοθάνατοι. Χαιρετίσματα στη γυναίκα μου. Ζήτω ο Κόκκινος Στρατός. Εκδίκηση. Ζήτω η ελευθερία. Πεθαίνουμε για τη Λευτεριά και τη Δημοκρατία. Δεν άντεξε για μια στιγμή ο παπάς, κάνει να στρίψει αλλού το πρόσωπο. Τον πρόγκιξαν οι Γερμανοί με τα πιστόλια. Ο κόσμος γύρω στα λοφάκια και τις ταράτσες στέκεται βουβός. Ακούγεται καθαρή – καθαρή η ομοβροντία και η ριπή της κάθε ομάδας. Τότε ο κόσμος όλος μαζί άρχισε να κλαίει. Κλαίγαν και οι γέροι και παιδιά. Λέγαν «Κατάρα – ανάθεμα». Σ’ όλο το διάστημα οι καμπάνες του συνοικισμού χτυπούσαν νεκρικά. Μια γυναίκα αστυφύλακα, που κοίταζε από ψηλά τρελάθηκε…

Ο κόσμος πήρε ξοπίσω τα καμιόνια, που φεύγαν με τα νεκρά κορμιά. Οι άνδρες βγάζαν στο πέρασμά τους τα καπέλα, οι γυναίκες τρέχανε και κουβαλούσανε λουλούδια.

Την ίδια μέρα όλοι οι γύρω συνοικισμοί κήρυξαν γενική απεργία.

2 ΜΑΗ 1944

Την επόμενη μέρα, ο λαός της Καισαριανής, αψηφά την τρομοκρατία και μετονομάζει το δρόμο που κύλησε το αίμα, την οδό Σκοπευτηρίου, σε «ΟΔΟ ΗΡΩΩΝ». Στους τοίχους του γράφεται το σύνθημα: «Αυτός ο δρόμος είναι ΔΡΟΜΟΣ ΗΡΩΩΝ. Τον διαβαίνουν οι λεβέντες του έθνους. Χτες 1 του Μάη τον διάβηκαν 200 παλικάρια».

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ

«Εδώ πέσαμε. Παιδιά του λαού. Γνωρίζετε γιατί. / Γυμνοί: κατάσαρκα φορώντας τις σημαίες – / η Ελλάδα τις έραψε με ουρανό και άσπρο κάμποτο. / Ακούσατε τις ομοβροντίες στα μυστικόφωτα αττικά χαράματα. / Είδατε τα πουλιά που πέταξαν αντίθετα στις σφαίρες/ αγγίζοντας με τα φτερά τους τον ανατέλλοντα πυρφόρον. / Είδατε τα παράθυρα της γειτονιάς ν’ ανοίγουν στο μέλλον. Εμείς/ μερτικό δε ζητήσαμε. Τίποτα. Μόνον/ θυμηθείτε το: αν η ελευθερία/ δε βαδίσει στα χνάρια του αίματός μας, / εδώ θα μας σκοτώνουν κάθε μέρα. Γειά σας», Γιάννης Ρίτσος: «Σκοπευτήριο Καισαριανής».





Από eleftheria.gr
Τελευταία τροποποίηση στις Παρασκευή, 14/06/2013 - 23:54