Παγκόσμια Ημέρα Πνευμονίας: Όσα πρέπει να γνωρίζουμε για τη λοίμωξη των πνευμόνων

Κάθε χρόνο, στις 12 Νοεμβρίου, γιορτάζεται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας η Παγκόσμια Ημέρα Πνευμονίας η οποία έχει καθιερωθεί από το 2009. Στόχος της είναι η ευαισθητοποίηση του κοινού για ένα από τα συνηθέστερα νοσήματα του κατώτερου αναπνευστικού που επηρεάζει την παιδική επιβίωση και καταγράφει πάρα πολύ υψηλά ποσοστά θνητότητας.

Η πνευμονία είναι μία σοβαρή λοίμωξη των πνευμόνων, δηλαδή μία φλεγμονή λοιμώδους αιτιολογίας του κατωτέρου αναπνευστικού. Πρόκειται για την πιο θανατηφόρο λοίμωξη. Για το έτος 2019 υπολογίστηκαν περίπου 2,5 δισ. θάνατοι, από τους οποίους οι 670.000 αφορούσαν παιδιά. Συνολικά, η πνευμονία αποτελεί την πέμπτη κύρια αιτία θανάτου των ενηλίκων και την δεύτερη των παιδιών ηλικίας κάτω των 5 ετών. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι ένα παιδί πεθαίνει παγκοσμίως από πνευμονία κάθε 20 δευτερόλεπτα. Οι θάνατοι από την COVID-19 ήλθαν να προσθέσουν ακόμη 2.000.000 θανάτους.

Η Ελλάδα παρουσιάζει καλύτερη εικόνα σχετικά με την θνητότητα της πνευμονίας σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

«Η πνευμονία μπορεί να είναι: κοινότητας όταν η μετάδοση και η μόλυνση συμβαίνει στην καθημερινή ζωή, νοσοκομειακή όταν μολύνεται κάποιος κατά την παραμονή του στο νοσοκομείο ή πνευμονία του αναπνευστήρα όταν ο ασθενής νοσήσει από πνευμονία ενώ είναι διασωληνωμένος, δηλαδή φέρει ενδοτραχειακό σωλήνα για την υποστήριξη της αναπνοής του» εξηγεί η κ. Χριστίνα Γκόγκα, Πνευμονολόγος με εξειδίκευση στην επεμβατική πνευμονολογία, Διευθύντρια Δ’ Πνευμονολογικής Κλινικής Metropolitan Hospital

Από τι προκαλείται και ποιοι κινδυνεύουν περισσότερο

Η πνευμονία προκαλείται κυρίως από μικροοργανισμούς όπως είναι τα βακτήρια, οι ιοί και σπανιότερα οι μύκητες. Συχνότερος αιτιολογικός παράγοντας της πνευμονίας κοινότητας είναι ο στρεπτόκοκκος της πνευμονίας. Από το 2020 ειδική αναφορά γίνεται στην COVID- 19 αποτέλεσμα μόλυνσης από το νέο στέλεχος κορωνοιού SARS-CoV- 2, που συχνά εκδηλώνεται σαν σοβαρή πνευμονία. Επίσης υπάρχει και η πνευμονία από εισρόφηση που είναι αποτέλεσμα εισόδου στερεών ή υγρών ουσιών στον πνεύμονα (τροφή, εμετός, χημικές ουσίες, κα).

Τα βρέφη και τα παιδιά κινδυνεύουν περισσότερο να νοσήσουν επειδή το ανοσοποιητικό τους σύστημα δεν έχει αναπτυχθεί πλήρως ακόμα. Υψηλό κίνδυνο έχουν και οι ηλικιωμένοι άνω των 65ετών, οι ανοσοκατεσταλμένοι, οι καρδιοπαθείς, οι ασθενείς με χρόνια νοσήματα του αναπνευστικού, με νεφρική ανεπάρκεια, οι παχύσαρκοι και όσοι διαμένουν σε μονάδες υψηλού συγχρωτισμού. Σημαντικότερος παράγοντας κινδύνου για νόσηση από πνευμονία στους υγιείς ενήλικες είναι το κάπνισμα. Από πνευμονία εξ εισρόφησης κινδυνεύουν κυρίως οι ηλικιωμένοι και όσοι παρουσιάζουν έκπτωση της κατάποσης (ασθενείς με οξύ εγκεφαλικό επεισόδιο, εγκεφαλικό τραύμα, νευρολογικά νοσήματα) και του επιπέδου συνείδησης (αλκοολικοί, χρήστες τοξικών ουσιών).

Μετάδοση

Η πνευμονία μεταδίδεται με τα σταγονίδια στον αέρα που παράγονται με τον βήχα, το φτέρνισμα και την ομιλία. Ο συγχρωτισμός αυξάνει τα ποσοστά μετάδοσης. Επιμόλυνση των πνευμόνων μπορεί να συμβεί και αιματεγενώς και από άλλα όργανα του σώματος. Στα συμπτώματα της πνευμονίας συμπεριλαμβάνεται ο βήχας που συνήθως είναι παραγωγικός με πτύελα που μπορεί να περιλαμβάνουν και αίμα, ο υψηλός πυρετός με ρίγος που εμμένει για περισσότερες από 4ημέρες, η θωρακαλγία, η απώλεια δυνάμεων, η εύκολη κόπωση και η δύσπνοια, η ταχυκαρδία και μερικές φορές συμπτωματολογία από το γαστρεντερικό σύστημα όπως ναυτία, έμετοι και διάρροια. Η υποχώρηση της συμπτωματολογίας μπορεί να καθυστερήσει έως και 4 εβδομάδες μετά την έναρξη της λοίμωξης.

Οι ασθενείς με πνευμονία σε έδαφος COVID-19 παρουσιάζουν συμπτωματολογία όμοια με αυτή των υπολοίπων ιογενών λοιμώξεων. Χαρακτηριστικό είναι ότι η δυσκολία στην αναπνοή εμφανίζεται συνήθως εφτά ημέρες μετά από την έναρξη τους νόσου και μπορεί να συνυπάρχει απώλεια όσφρησης και γεύσης.

Διάγνωση

Η διάγνωση της πνευμονίας στηρίζεται στη συμπτωματολογία, τα ευρήματα της κλινικής εξέτασης και της ακτινογραφίας θώρακος ή/και άλλων απεικονιστικών εξετάσεων του θώρακα (πχ. αξονική θώρακος, διαθωρακικό υπερηχογράφημα πνευμόνων). Λοιπές μικροβιολογικές εξετάσεις για την ταυτοποίηση του μικροοργανισμού που προκαλεί την πνευμονία στέλνουμε μόνο σε ειδικές περιπτώσεις και δεν αποτελούν εξετάσεις ρουτίνας. Η διάγνωση της COVID-19 επιβεβαιώνεται με την ανεύρεση RNA του ιού με την τεχνική της αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης (RT-PCR).
Θεραπεία

Η θεραπεία της πνευμονίας είναι συνήθως αποτελεσματική και στηρίζεται σε αντιβιοτικά και αντιικά σκευάσματα που χορηγούνται εμπειρικά από τον ειδικό ιατρό ώστε να καλύπτονται οι πιο πιθανοί και συχνοί για τον εκάστοτε ασθενή μικροοργανισμοί. Ασθενείς με σοβαρή συμπτωματολογία, μη βελτίωση με την από του στόματος θεραπευτική αγωγή, επιπλοκές της νόσου (πχ επιπλεγμένη υπεζωκοτική συλλογή), σοβαρά υποκείμενα νοσήματα και κακές συνθήκες διαβίωσης θα πρέπει να παραπέμπονται άμεσα στο νοσοκομείο όπου η αντιβιοτική αγωγή πρέπει να ξεκινά εντός της πρώτης ώρας της άφιξης τους.

Αξίζει να αναφέρουμε ότι η πνευμονία αποτελεί ένα επιλύσιμο πρόβλημα υγείας και σημαντικό μέτρο πρόληψης είναι ο αντιγριπικός και αντιπνευμονοκοκκικός εμβολιασμός όπου ενδείκνυται, η διακοπή καπνίσματος, η σωστή εφαρμογή κανόνων υγιεινής καθώς και ο μητρικός θηλασμός για την προστασία των βρεφών.

Συνοψίζοντας η πνευμονία είναι μία λοίμωξη του κατώτερου αναπνευστικού με συγκεκριμένη συμπτωματολογία και κλινικά σημεία που επιβεβαιώνεται από παθολογικά απεικονιστικά ευρήματα στον πνεύμονα. Η σωστή παρακολούθηση των ασθενών που νοσούν με πνευμονία δεν σταματά με την λύση των συμπτωμάτων. Ο θεράποντας ιατρός οφείλει να επιβεβαιώσει και την υποχώρηση των παθολογικών απεικονιστικών ευρημάτων εντός 4 εβδομάδων. Σε περίπτωση παραμονής αυτών γίνεται παραπομπή του ασθενούς σε ειδικό πνευμονολόγο για περαιτέρω διερεύνηση και αντιμετώπιση. Ο ασθενής υποβάλλεται σε αξονική θώρακος εφόσον δε υπάρχει και κατόπιν βρογχοσκόπηση. Επίσης σε ασθενείς υψηλού κινδύνου (πχ καπνιστές) όπου υπάρχει υποψία για υποκείμενη κακοήθεια δεν θα πρέπει να καθυστερεί η παραπομπή τους έως την πάροδο των τεσσάρων εβδομάδων εφόσον δεν βελτιώνονται οι απεικονιστικές εξετάσεις τους.