«Μας κορόιδευαν ότι δεν υπάρχουν νεκροί - Άνθρωπος είχε δει 30 καμένους απ' τις 19:30»

«Τον πρώτο εγκαυματία που έφθασε στο κέντρο Υγείας τον ρώτησαν οι γιατροί αν κάηκε από βραστό νερό, είχαν άγνοια για την φωτιά» τόνισε ένας από τους μάρτυρες. Άλλοι δύο εξέφρασαν την οργή τους για τις καθησυχαστικές δηλώσεις παρά την τραγικές εξελίξεις. Απορρίφθηκε το αίτημα για αυτοπρόσωπη παρουσία κατηγορουμένων, που υπέβαλε συνήγορος χαρακτηρίζοντας «θεσμική απρέπεια» την απουσία τους 

Οργή για την ανυπαρξία του κρατικού μηχανισμού, για την απουσία οργανωμένου σχεδίου και για την τέως κυβέρνηση από συγγενείς των θυμάτων της πυρκαγιάς με τους 104 νεκρούς στο Μάτι.

Ήταν τόσο μεγάλη η άγνοια για την πύρινη λαίλαπα που τον πρώτο εγκαυματία που πήγε στο Κέντρο Υγείας Νέας Μάκρης τον ρώτησαν οι γιατροί αν κάηκε από βραστό νερό, κατέθεσε ένας από τους μάρτυρες στη σημερινή συνεδρίαση κατά την οποία αναδείχτηκαν επίσης οι σκηνές απόλυτης σύγχυσης την ώρα που φλόγες έγλειφαν σπίτια στην Ανατολική Αττική.

«Λέω στη γυναίκα με αυτά που είδα στο Μάτι, υπάρχουν νεκροί έχει γίνει χαμός. Μου λέει "τι λες;" Και μου δείχνει το βίντεο με τον πρωθυπουργό και την περιφερειάρχη. Μας κορόιδευαν ότι δεν υπάρχουν νεκροί. Στις 19.30 υπήρχε άνθρωπος που είχε δει 30 καμένους» είπε ο Νίκος Γιαννόπουλος. Και εξέφρασε το θυμό του για το γεγονός ότι παρέλαβε το καμένο πτώμα της μητέρας του «σε μια σακούλα σούπερ μάρκετ». «Δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι αυτό που νόμιζα καμένη κουρτίνα μπάνιου, ήταν η μητέρα μου».

Σύμφωνα με τον μάρτυρα, ο κατηγορούμενος δήμαρχος της περιοχής καθησύχασε τον κόσμο στο Μάτι λέγοντας πως η φωτιά θα πάει βόρεια προς τον Διόνυσο. «Γύρω στις πέντε παρά δέκα με πήρε η σύζυγός μου πανικόβλητη. “Έλα σπίτι γρήγορα, νομίζω θα έχουμε πρόβλημα με τη φωτιά”. Φτάνοντας στις 17.20 στα φανάρια της Αττικής Οδού, ακούω τον κ. Μπουρνούς να λέει κατά λέξη ότι υπάρχει φωτιά στο Νταού και εκκενώνεται το Λύρειο Ίδρυμα και ότι αν ξεφύγει θα πάει βόρεια προς Διόνυσο. Πήρα τη γυναίκα μου και της το είπα και πήρα και τη μητέρα μου και ήταν μια χαρά. Ο δρόμος άδειος κι ο κόσμος ήρεμος…φτάνω στο σπίτι και βλέπω μια σύζυγο να ουρλιάζει. “Νίκο φεύγουμε!”. Της λέω ηρέμησε πάει άλλου η φωτιά. Στις 6 κόβεται το ρεύμα. Έπρεπε να βγάλω το αμάξι από το γκαράζ. 

«"Έρχομαι να σε πάρω” της είπα. Ήταν η τελευταία συνομιλία με τη μητέρα μου»

Συνεχίζοντας την περιγραφή ο μάρτυρας ανέφερε τα εξής: «Πήραμε δυο αυτοκίνητα και πηγαίναμε προς Αγία Μαρίνα. Βγαίνω στη Μαραθώνος, βρέθηκε αστυνομικός που ήθελε να με στείλει στο Μάτι. Τον αγνόησα βρίζοντας και έφυγα. Πήρα τη μητέρα μου “έρχομαι να σε πάρω μην ανησυχείς”. Ήταν η τελευταία συνομιλία με τη μητέρα μου». «Γύρω στις 20.30 που είχε πέσει ο αέρας πήγα προς το Μάτι. 'Άφησα το αμάξι λίγο πριν τα ξενοδοχεία. Δεν ξέρω πώς είναι η κόλαση, αλλά αυτό που αντίκρισα ήταν δέκα φορές χειρότερο» είπε ο κ. Γιαννόπουλος, που βρήκε το σπίτι της μητέρας του στο Μάτι καμένο, χωρίς να γνωρίζει πως μέσα στις στάχτες ήταν και εκείνη.

«Ο πατέρας μου φώναζε “καίγομαι, πονάω”, κατέληξε στις 26 Ιουλίου»

Η Μαρίνα Λαμπρίδου, που έχασε τον πατέρα της, κατέθεσε πως άκουγαν για την φωτιά στην Κινέττα και εν συνεχεία για την φωτιά στο Νταού, αλλά ήταν ήσυχοι πως δεν κινδυνεύουν. «Δεν θεωρήσαμε ότι θα μπορούσε να φτάσει σε εμάς. Φοβηθήκαμε όταν κόπηκε το ρεύμα. Ήμουν μέσα στο σπίτι με την μητέρα μου και έπαθα κρίση πανικού. Ο πατέρας μου ήταν έξω. Όταν κάποια στιγμή μπήκε στο σπίτι φώναζε “καίγομαι, πονάω”. Την ώρα που φεύγαμε η φωτιά είχε μπει στο οικόπεδο…βγαίνοντας από το σπίτι είχε καύτρες παντού.

»Μέχρι την πρώτη είσοδο του Βουτζά δεν ακούσαμε τίποτα. Βρήκαμε μετά ένα περιπολικό και ο πατέρας μου φώναζε “καίγομαι, πονάω”. Φτάσαμε στη Νέα Μάκρη στο Κέντρο Υγείας. Δεν είχαν ιδέα για φωτιά. Μάλιστα τον ρώτησαν αν κάηκε από κατσαρόλα με νερό! Μετά άρχισε να φτάνει κόσμος. Ο μπαμπάς μου κατέληξε στις 26 Ιουλίου στο ΚΑΤ».

«Οδηγούσα με ένα 8 μηνών παιδί, δεν ήξερα που πάω κι έβλεπα μόνο καπνούς»

Η αδελφή της μάρτυρα, Βασιλική Λαμπρίδου, περιέγραψε ότι σώθηκε η ίδια, ο σύζυγος και το παιδί τους αν και εγκλωβίστηκαν στο Μάτι στο μποτιλιάρισμα των αυτοκινήτων. «Ο σύζυγός μου στις 17.45, μου λέει “πάμε να φύγουμε από το σπίτι γιατί θα καούμε ζωντανοί”. Από το παράθυρο του σαλονιού έβλεπα το σπίτι των γονιών μου. Δεν έβλεπα σπίτι πλέον, μόνο μαύρους πυκνούς καπνούς.

»Πήραμε το παιδί και βγήκαμε έξω. Έπεφταν καύτρες. Είχε πέσει το ρεύμα. Προσπάθησα να καλέσω τους γονείς μου αλλά τίποτα. Μπήκα με το παιδί στο αμάξι, ο σύζυγός μου στο δικό του. Οδηγούσα σαν μια τρελή με ένα 8 μηνών παιδί και δεν ήξερα που πηγαίνω. Φτάσαμε στο Μάτι, ξεκίνησε το μποτιλιάρισμα αλλά ήμασταν από τους τυχερούς».

Αναφερόμενη στον πατέρα της η μάρτυρας είπε: «Τον παρέλαβαν στο ΚΑΤ και τον έριξαν σε κώμα για να μη νιώθει τον πόνο. Ήταν μέσα κι έξω καμένος περίπου στο 67%. Εμείς μάθαμε τον θάνατο του πατέρα μας από τις ειδήσεις. Δεν μας ενημέρωσαν έγκαιρα από το νοσοκομείο. Τον είχε κάψει το θερμικό κύμα και θεώρησε ότι έπρεπε να μπει στην πισίνα για να ηρεμήσει, οι γιατροί μας είπαν ότι ήταν λάθος αυτό βέβαια».

Σημειώνεται ότι το δικαστήριο με ανάλογη εισαγγελική πρόταση απέρριψε αίτημα για αυτοπρόσωπη παρουσία κατηγορουμένων που υπέβαλε συνήγορος υπογραμμίζοντας πως οι κατηγορούμενοι θα έπρεπε να βρίσκονται στο δικαστήριο χαρακτηρίζοντας «θεσμική απρέπεια» την απουσία τους από την αίθουσα.