Κάπως έτσι

γράφει ο Κώστας Καναβούρης

"(…) Πιάστε με δυο να σηκωθώ και τέσσερις να κάτσω
Και φέρτε μου την κάρτα μου και τ' αργυρό κουμπάσο.
Να κουμπασάρω τον καιρό, να μπούμε σε λιμάνι
Να βγουν οι ναύτες για νερό κ' οι μάγειρες για ξύλα
Και τα μικρά ναυτόπουλα το μνήμα μου ν' ανοίξουν".
Μοιρολόι από την Κω

Κρατώ στα χέρια μου το πρώτο βιβλίο του Εντουάρντο Γκαλεάνο που απέκτησα. Είναι το «Μέρες και νύχτες αγάπης και πολέμου». Εκδόσεις Εξάντας. (Κουμπάσο στη γλώσσα της ναυτοσύνης είναι το όργανο για να βρίσκεις την πορεία σου μέσα στο απέραντο της θάλασσας). Έκδοση του 1980. Από τον Εξάντα της Μάγδας. Της δικιάς μας Μάγδας, που χαλάλισε μια ολόκληρη περιουσία για να βγάζει τέτοια βιβλία. Το 1980 η Μάγδα και ο Εντουάρντο ήταν 40 χρόνων. Συνομήλικοι. Πέθαναν με μια μέρα διαφορά. Στις 13 Απριλίου ο ένας, στις 14 η άλλη. Έχει μεγάλα φτερά ο θάνατος. Από την Ουρουγουάη μέχρι την Αθήνα. Κι εμείς πρέπει να χαράζουμε πορεία χωρίς το αργυρό κουμπάσο μας. Ας είναι αποχαιρετισμός λοιπόν ένα αργυρό αφήγημα του Εντουάρντο Γκαλεάνο από τις «Μέρες και νύχτες». Τίτλος του «Ο πρώτος μου θάνατος ήταν κάπως έτσι» (μετ. Ισμήνη Κανσή):

1. Περνούσα τις νύχτες καθισμένος στο κρεβάτι, γεμίζοντας σταχτοδοχεία.

Η Σύλβια, ανύποπτη δίπλα μου, κοιμόταν βαθιά. Το πρωί τη μισούσα. Την ξύπναγα, την τράνταζα απ' τους ώμους, ήθελα να της πω: να τι δε μ' αφήνει να κλείσω μάτι. Ήθελα να της εκμυστηρευτώ πως αισθανόμουνα μόνος, κυνηγημένος, σα το σκυλί που γαυγίζει το φεγγάρι, όμως δεν ξέρω τι διάβολο έβγαινε από το στόμα μου αντί για λόγια. Νομίζω πως τραύλιζα ασυναρτησίες: αγνότητα, φταίχτες, φαντασιοπληξία. Έφτασα να πιστεύω πως είχα γεννηθεί σε λάθος αιώνα ή σε λάθος πλανήτη.

Πριν μερικά χρόνια είχα πάψει να πιστεύω στο Θεό. Έσπασε ο καθρέφτης. Ο Θεός είχε τα χαρακτηριστικά που εγώ του έδινα κι έλεγε τα λόγια που εγώ ήθελα. Όταν ήμουνα παιδί ήμουνα έξω από τις αμφιβολίες και το θάνατο. Τώρα είχα χάσει το Θεό και δεν εύρισκα τον εαυτό μου σε κανέναν άλλον.

Η πολιτική στράτευση δε με ανακούφιζε, αν και πάνω από μια φορά μ' έκανε να νιώσω χαρούμενη κούραση ή κάποιο αγωνιστικό συναίσθημα που άξιζε τον κόπο. Γύρω μου ένας κόσμος ήρεμος κι εξοικειωμένος στην υπακοή, ένας κόσμος όπου ο καθένας αντιπροσωπευόταν με τον τρόπο του.

Δοκίμασα πολλές φορές να γράψω. Είχα την προαίσθηση πως μ' αυτό τον τρόπο θα έβγαζα από μέσα μου το άγριο ζώο που είχε θεριέψει. Έγραφα μια λέξη, ίσως κάποια φράση, κι αμέσως την έσβηνα. Στο τέλος μερικών εβδομάδων ή μηνών, η ίδια κόλα βρισκόταν ταλαιπωρημένη κι όλο μουτζούρες στη θέση της πάνω στο τραπέζι και χωρίς να λέει τίποτα.

2. Θέλησα να κλάψω. Κι έκλαψα. Μόλις είχα κλείσει τα δεκαεννιά. Προτίμησα να σκέφτομαι πως έκλαιγα από τον καπνό των πραγμάτων που έκαιγα. Είχα ανάψει μια γερή φωτιά από χαρτιά, φωτογραφίες και σχέδια, ώστε να μη μείνει τίποτα από μένα. Γέμισε το σπίτι καπνούς κι εγώ κάθισα στο πάτωμα κι έκλαψα. Κατόπι πήρα σβάρνα τα φαρμακεία κι αγόρασα υπνωτικά, αρκετά για να σκοτώσουν άλογο.

Είχα διαλέξει και το ξενοδοχείο. Καθώς ανέβαινα την οδό Ρίο Μπράνκο, ένιωθα πώς ήμουνα νεκρός εδώ και ώρες ή χρόνια, χωρίς καμιά περιέργεια ή επιθυμία και πως δε μου έμενε τίποτε άλλο από το να τελειώσω μια ώρα αρχύτερα. Όμως φτάνοντας στη διασταύρωση με την οδό Σαν Χοσέ ένα αυτοκίνητο έπεσε πάνω μου και το σώμα μου, ζωντανό ακόμα, έδωσε ένα ασυνήθιστο σάλτο στο πεζοδρόμιο.

Το τελευταίο που θυμάμαι από την πρώτη μου ζωή είναι μια χαραμάδα φωτός στην κλειστή πόρτα, καθώς βυθιζόμουνα σ' ένα ήρεμο σκοτάδι που δε θα τελείωνε ποτέ.

3. Ξύπνησα ύστερα από πολλές μέρες σε κώμα, στην αίθουσα κρατουμένων στο νοσοκομείο Μασιέλ. Λες και βρισκόμουνα σε λαϊκή αγορά της Καλκούτας: κοκαλιάρηδες άντρες, μισόγυμνοι, με τουρμπάνια στο κεφάλι, πουλούσαν μπιχλιμπίδια καθισμένοι ανακούρκουδα. Άλλοι, με φλάουτα, κάναν τα φίδια να χορεύουν.

Σαν βγήκα από την Καλκούτα δεν υπήρχαν λάσπες ή σκιές μέσα μου. Εξωτερικά ήμουνα χάλια. Τα οξέα και οι βρωμιές που το σώμα μου ξερνούσε για λογαριασμό του όλον αυτό τον καιρό που εγώ κοιμόμουνα το θάνατό μου, με είχαν αλλοιώσει. Το κορμί μου δε μου το συγχώρεσε ποτέ αυτό. Μου μείναν οι ουλές για πάντα και το δέρμα που ξεφλουδίζει σαν κρεμμύδι και μ' εμποδίζει να ιππεύω χωρίς σέλα, που τόσο μου άρεσε, γιατί πληγώνεται αμέσως. Στα πόδια τα σημάδια από τις πληγές φτάσαν ως το κόκκαλο. Κάθε πρωί σαν ξυπνάω τα βλέπω όταν πάω να φορέσω τις κάλτσες.

Αυτό όμως ήταν το λιγότερο από κείνες τις ημέρες στο νοσοκομείο. Λες και ξαφνικά μου είχαν πλύνει τα μάτια: έβλεπα τον κόσμο για πρώτη φορά και ήθελα να τον καταβροχθίσω. Οι υπόλοιπες μέρες ήρθαν σα δώρο.

Δυο φορές στις τρεις ξεχνιέμαι και στέλνω στο διάβολο αυτή την άθλια ζωή. Αφήνω και με διώχνει απ' τον Παράδεισο, δυο φορές στις τρεις, εκείνος ο εκδικητής Θεός που δεν παύει ν' απομακρύνεται από τις καρδιές μας.

4. Τότε τα κατάφερα να γράψω κι άρχισα να υπογράφω άρθρα και βιβλία με το όνομα της μητέρας μου, Γκαλεάνο.

Μέχρι πρότινος πίστευα πως το είχα αποφασίσει από τις φωνητικές δυσκολίες του πατρικού μου ονόματος στα ισπανικά. Τελικά το είχα ισπανικοποιήσει και αντί για Hughes έγραφα Χιούς κάτω από τα σκίτσα που μικρός δημοσίευα στον Ήλιο.

Και μόλις τώρα κατάλαβα, μια απ' αυτές τις βραδιές το αντιλήφθηκα, πώς το να ονομάζομαι από το 1959 Εντουάρντο Γκαλεάνο ήταν ένας τρόπος να πω στον κόσμο πως κάποιος άλλος είχε ξαναγεννηθεί στη θέση μου και πως ένιωθα μια μεγάλη διαφορά.

Κάπως έτσι, λοιπόν, ας τους κρατήσουμε ανάμεσά μας.
Για την αντιγραφή, Κώστας Καναβούρης
Τελευταία τροποποίηση στις Παρασκευή, 14/06/2013 - 23:54