Βενεζουέλα: Simon Bolivar ο «απελευθερωτής»

Πολιτικός και στρατιωτικός, που αφιέρωσε τη ζωή του στην απελευθέρωση των ισπανικών αποικιών και οραματίστηκε μία ενωμένη Λατινική Αμερική.

Γεννήθηκε ως Σιμόν Χοζέ Αντόνιο ντε λα Σαντίσιμα Τρινιδάδ Μπολίβαρ ι Πόντε Παλάθιος ι Μπλάνκο, στις 24 Ιουλίου 1783, στο Καράκας της σημερινής Βενεζουέλας. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια με βασκικές ρίζες. Η οικογένειά του εκμεταλλευόταν μεταλλεία χρυσού και σιδήρου και ο Μπολίβαρ χρησιμοποίησε μέρος από τα έσοδά τους για να χρηματοδοτήσει τους απελευθερωτικούς πολέμους.

Μετά το θάνατό των γονέων του, την κηδεμονία του ανέλαβε ένας θείος, ο οποίος φρόντισε για τη μόρφωση και την καλλιέργεια του ανιψιού του προσλαμβάνοντας άριστους παιδαγωγούς.
Μεταξύ αυτών, ο Σιμόν Ροδρίγκες, ο οποίος μύησε τον νεαρό Σιμόν στα έργα σπουδαίων ευρωπαίων διανοητών, από τον Τζον Λοκ και τον Ανταμ Σμιθ ως τον Βολταίρο και τον Ρουσό. Το 1799 μετέβη στην Ισπανία για να συμπληρώσει την εκπαίδευσή του. Σ’ ένα διάλειμμα των σπουδών και των ταξιδιών του παντρεύτηκε τη νεαρή ισπανίδα ευγενή Μαρία Τερέζα Ροδρίγκεθ ντελ Τόρο ι Αλάισα. Ο γάμος κράτησε λίγο, καθώς σ’ ένα ταξίδι τους στο Καράκας, το 1803, η Μαρία Τερέζα προσβλήθηκε από κίτρινο πυρετό και πέθανε.

Το 1807 ο Μπολιβάρ επέστρεψε στο Καράκας και συμμετείχε στην εξέγερση κατά των ισπανών κατακτητών, που βρίσκονταν σε δύσκολη θέση εξαιτίας των Ναπολεόντειων Πολέμων. Με την επικράτηση των επαναστατών, το 1810, ο Μπολιβάρ ανέλαβε την αποστολή να μεταβεί στο Λονδίνο για να ζητήσει βοήθεια από τους Άγγλους, οι οποίοι, όμως, κράτησαν αυστηρή ουδετερότητα. Το μόνο κέρδος από αυτό το ταξίδι ήταν η γνωριμία του με τον εξόριστο Φρανσίσκο ντε Μιράντα, ο οποίος το 1806 είχε προσπαθήσει ανεπιτυχώς να ελευθερώσει τη Βενεζουέλα. Ο Μιράντα διέγνωσε τα προσόντα του Μπολίβαρ και τον έπεισε να επιστρέψει στο Καράκας για να αναλάβει την ηγεσία του απελευθερωτικού κινήματος.

H Βενεζουέλα κήρυξε την ανεξαρτησία της στις 5 Ιουλίου 1811 (Πρώτη Δημοκρατία) και ο 28χρονος Μπολίβαρ κατατάχθηκε στο στρατό. Πολύ σύντομα, όμως, άρχισαν να εκδηλώνονται διαφωνίες ανάμεσα στον Μπολιβάρ και στον Μιράντα, με αποτέλεσμα οι Ισπανοί να κατορθώσουν να επιβληθούν και πάλι. Ωστόσο, ο Μπολιβάρ ήταν αποφασισμένος να συνεχίσει τον αγώνα. Το 1812 κατέφυγε στην Καρθαγένη της Νέας Γρανάδας (σημερινή Κολομβία), όπου δημοσίευσε την πρώτη του πολιτική διακήρυξη, το «Μανιφέστο της Καρθαγένης», στο οποίο ανέλυε τις αιτίες της ήττας στη Βενεζουέλα και παρακινούσε τους επαναστάτες να συντρίψουν τους Ισπανούς. Από εκεί θα ξεκινήσει ένα χρόνο αργότερα η αποκληθείσα «Θαυμαστή Εκστρατεία» (Campana Admirable), που θα οδηγήσει το 1821 στη Μεγάλη Κολομβία.

Στις 6 Αυγούστου 1813 εισέρχεται και πάλι θριαμβευτικά στο Καράκας, επικεφαλής εκστρατευτικού σώματος και ο λαός τον αποθεώνει και τον αποκαλεί «Απελευθερωτή» (El Libertador). Οι πολιτικές αντιπαραθέσεις, όμως, στις τάξεις των επαναστατών πολύ σύντομα οδήγησαν σε εμφύλιο πόλεμο και έδωσαν πάλι την ευκαιρία στους Ισπανούς να καταλύσουν και τη Δεύτερη Δημοκρατία της Βενεζουέλας.

Ο Μπολιβάρ βρίσκεται εξόριστος στην Τζαμάικα και τον Δεκέμβριο του 1815 καταφεύγει στην Αϊτή, όπου ο διοικητής της Αλεξάντρ Πετιόν τον υποδέχεται ως ήρωα. Του παρέχει όπλα και πυρομαχικά, ενώ ένας μεγάλος αριθμός στρατιωτών και μαχητών της ελευθερίας τάσσονται στο πλευρό του. Το μόνο αίτημα του προέδρου της Αϊτής είναι η απελευθέρωση όλων των σκλάβων, στις χώρες που θα αποτίναζαν την ισπανική κυριαρχία. Σε μία σειρά επιστολών του, που γράφει στην Τζαμάικα και την Αϊτή, ο Μπολιβάρ αναλύει το όραμά του για την απελευθέρωση όλων των χωρών που βρίσκονταν υπό ισπανική κυριαρχία, από τη Χιλή και την Αργεντινή ως το Μεξικό.

Ο Μπολιβάρ εισέβαλε και πάλι στη Βενεζουέλα το 1817, εγκατέστησε επαναστατική κυβέρνηση και εξελέγη πρόεδρος της χώρας. Τα μέτρα της κατάργησης της δουλείας και της παραχώρησης γης στους στρατιώτες του απελευθερωτικού στρατού έκαναν τον Μπολιβάρ πολύ δημοφιλή στις μάζες. Συνεχίζει να απελευθερώνει εδάφη από χώρες υπό ισπανικό ζυγό και στις 7 Δεκεμβρίου 1821 ανακηρύσσει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Μεγάλης Κολομβίας, που περιλαμβάνει τη Βενεζουέλα, την Κολομβία, τον Παναμά και τον Ισημερινό (Εκουαδόρ). Στο Κίτο, ο Μπολιβάρ θα συναντήσει τη γυναίκα των ονείρων του, την επαναστάτρια Μανουέλα Σάενς, η οποία θα του συμπαρασταθεί μέχρι το τέλος της ζωής του.

Το 1822 ο Μπολιβάρ συμμετέχει στις δυνάμεις που μάχονται για την ανεξαρτησία του Περού και στις 10 Φεβρουαρίου 1824 εκλέγεται δικτάτωρ από το Κογκρέσο των απελευθερωμένων περιοχών της χώρας. Αναδιοργανώνει στρατιωτικά και πολιτικά το νέο κράτος κι ένα χρόνο αργότερα βοηθά τους κατοίκους του Άνω Περού να αποτινάξουν τον ισπανικό ζυγό. Πρώτο του μέλημα είναι η ψήφιση Συντάγματος, που διακρίνεται για τις φιλελεύθερες αρχές του. Το Κογκρέσο του Άνω Περού για να τιμήσει τον Μπολιβάρ ονομάζει τη χώρα Βολιβία (6 Αυγούστου 1825).

Το 1826 προσπάθησε να θέσει σε εφαρμογή ένα ακόμη σχέδιό του: τη δημιουργία συνομοσπονδίας των αμερικανικών κρατών. Για το σκοπό αυτό συνήλθε στον Παναμά μια παναμερικανική συνδιάσκεψη, όπου τα κράτη της Μεγάλης Κολομβίας, το Περού, η Βολιβία, το Μεξικό, η Κεντρική Αμερική και οι Ενωμένες Επαρχίες του Ρίο ντε λα Πλάτα (η σημερινή Αργεντινή) υπέγραψαν συνθήκη συμμαχίας και κάλεσαν και τα υπόλοιπα κράτη της αμερικανικής ηπείρου να την προσυπογράψουν. Όμως, το μεγαλεπήβολο σχέδιό του δεν ευωδόθηκε, λόγω των αντιδράσεων και των αντιζηλιών που προκλήθηκαν. Πολλοί ήταν εκείνοι που κατηγόρησαν τον Μπολιβάρ για βοναπαρτισμό.

Ο απογοητευμένος Μπολιβάρ στράφηκε στη συνέχεια στα εσωτερικά της Μεγάλης Κολομβίας, που παρουσίαζε μεγάλα προβλήματα διακυβέρνησης, εξαιτίας της μεγάλης της έκτασης, αλλά και της ύπαρξης αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων στις περιοχές, που την αποτελούσαν. Τον Απρίλιο του 1828 συγκάλεσε στην Οκάνια, Συντακτική Συνέλευση. Το σχέδιό του για ένα ομοσπονδιακό κράτος, που θα εγγυάτο και θα υπεράσπιζε τα ατομικά δικαιώματα, δεν ήταν ρεαλιστικό. Αντ’ αυτού, ο Μπολιβάρ πρότεινε τη δημιουργία ενός ομοσπονδιακού κράτους με ισχυρή κεντρική εξουσία και ισόβιο πρόεδρο, ο οποίος θα είχε το δικαίωμα επιλογής του διαδόχου του. Οι φιλελεύθεροι αντέδρασαν στις πανίσχυρες εξουσίες του προέδρου, αντιπροτείνοντας ένα σύστημα με «ψαλιδισμένες» τις εξουσίες της κεντρικής εξουσίας.

Εξοργισμένος από την εξέλιξη αυτή, ο Μπολίβαρ αποχωρεί με τους υποστηρικτές του από τη Συντακτική Συνέλευση και ανακηρύσσει τον εαυτό του δικτάτορα, στις 27 Αυγούστου 1828. Πίστευε ότι η αυταρχική αυτή λύση θα διαρκούσε λίγο, μέχρις ότου ο ίδιος ανακτήσει τις πολιτικές πρωτοβουλίες και διασώσει την ενότητα της Μεγάλης Κολομβίας. Τον Σεπτέμβριο του 1828 διαφεύγει μιας απόπειρας δολοφονίας,χάρη στον φύλακα – άγγελο, τη Μανουέλα Σάενς και στις 27 Απριλίου 1830 παραιτείται, όταν οι φυγόκεντρες τάσεις αποσυνθέτουν τη Μεγάλη Κολομβία. Σκοπεύει να φύγει στην Ευρώπη, αλλά τον προλαβαίνει ο θάνατος. Η φυματίωση από την οποία έχει προσβληθεί τον καταβάλλει στις 17 Δεκεμβρίου του 1830.

Στο νεκρικό κρεβάτι, ο Μπολίβαρ ζήτησε από τον υπασπιστή του στρατηγό Ντάνιελ Φλορένσιο Ο’ Λίρι να κάψει το προσωπικό του αρχείο. Ο στρατηγός δεν υπάκουσε κι έτσι τα γραπτά του διασώθηκαν, τροφοδοτώντας με πολύτιμο υλικό τους ιστορικούς. Στα κείμενά του Μπολιβάρ διαφαίνεται η κλασσική φιλελεύθερη σκέψη του (χωρισμός των εξουσιών, ανεξιθρησκία, δικαίωμα στην ιδιοκτησία και κράτος δικαίου). Ο Μπολίβαρ υπήρξε μέγας θαυμαστής της Αμερικανικής Επανάστασης και λιγότερο της Γαλλικής. Αγαπημένα του βιβλία, τα οποία είχε πάντα μαζί του, το «Πνεύμα των Νόμων» του Μοντεσκιέ και ο «Πλούτος των Εθνών» του Άνταμ Σμιθ.

Ο Σιμόν Μπολίβαρ υπήρξε μία προσωπικότητα παγκοσμίου βεληνεκούς. Λατρεύτηκε ως ήρωας, ως αγνός και ανιδιοτελής πατριώτης, που ανάλωσε την προσωπική του περιουσία για τα ιδανικά της ελευθερίας. Ποιήματα εγράφησαν προς τιμή του και μνημεία αναγέρθηκαν σε πολλές πόλεις της Αμερικής, ενώ η μνήμη του είναι ζωντανή μέχρι σήμερα.

Ο μεγάλος κολομβιανός συγγραφέας Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες μας δίνει μια μυθιστορηματική περιγραφή των τελευταίων ημερών της ζωής του στο βιβλίο του «Ο στρατηγός μες στο λαβύρινθό του» (εκδόσεις Λιβάνη), ενώ ο σπουδαίος έλληνας σουρεαλιστής ποιητής Νίκος Εγγονόπουλος έγραψε ένα συγκλονιστικό ποίημα, το οποίο τιτλοφορεί Μπολιβάρ: Ένα ελληνικό ποίημα.

Μπολιβάρ: Ένα ελληνικό ποίημα



Le cuer d’un home vaut tout l’or d’un pais

Για τους μεγάλους, για τους ελεύθερους, για τους γενναίους, τους δυνατούς,
Αρμόζουν τα λόγια τα μεγάλα, τα ελεύθερα, τα γενναία, τα δυνατά,
Γι’ αυτούς η απόλυτη υποταγή κάθε στοιχείου, η σιγή, γι’ αυτούς τα δάκρυα,
γι’ αυτούς οι φάροι, κι’ οι κλάδοι ελιάς, και τα φανάρια
Όπου χοροπηδούνε με το λίκνισμα των καραβιών και γράφουνε
στους σκοτεινούς ορίζοντες των λιμανιών,
Γι’ αυτούς είναι τ’ άδεια βαρέλια που σωριαστήκανε στο
πιο στενό, πάλι του λιμανιού, σοκάκι,
Γι’ αυτούς οι κουλούρες τ’ άσπρα σκοινιά, κι οι αλυσίδες, οι άγκυρες,
τ’ άλλα μανόμετρα,
Μέσα στην εκνευριστικιάν οσμήν του πετρελαίου,
Για ν’ αρματώσουνε καράβι, ν’ ανοιχτούν, να φύγουνε,
Όμοιοι με τραμ που ξεκινάει, άδειο κι’ ολόφωτο μέσ’ στη νυχτερινή γαλήνη των μπαχτσέδων,
Μ’ ένα σκοπό του ταξιδιού: π ρ ο ς  τ’  ά σ τ ρ α.

Γι’ αυτούς θα πω τα λόγια τα ωραία, που μου τα υπαγόρευσε η Έμπνευσις,
Καθώς εφώλιασε μέσα στα βάθια του μυαλού μου όλο συγκίνηση
Για τις μορφές, τις αυστηρές και τις υπέροχες, του Οδυσσέα Ανδρούτσου και του Σίμωνος Μπολιβάρ.

Όμως για τώρα θα ψάλω μοναχά τον Σίμωνα, αφήνοντας τον άλλο για κατάλληλο καιρό,
Αφήνοντάς τον για ναν τ’ αφιερώσω, σαν έρθ’ η ώρα,
ίσως το πιο ωραίο τραγούδι που έψαλα ποτέ,
Ίσως τ’ ωραιότερο τραγούδι που ποτές εψάλανε σ’ όλο τον κόσμο.
Κι’ αυτά όχι για τα ότι κι’ οι δυο τους υπήρξαν για τις πατρίδες, και τα έθνη, και τα σύνολα,
κι άλλα παρόμοια, που δεν εμπνέουν,
Παρά γιατί σταθήκανε μέσ’ στους αιώνες, κι οι δυο τους,
μονάχοι πάντα, κι’ ελεύθεροι, μεγάλοι, γενναίοι και δυνατοί.

Και τώρα ν’ απελπίζουμαι που ίσαμε σήμερα δεν με κατάλαβε, δεν θέλησε, δε μπόρεσε να καταλάβη τι λέω, κανείς;
Βέβαια την ίδια τύχη νάχουνε κι αυτά που λέω τώρα για τον Μπολιβάρ, που θα πω αύριο για τον Ανδρούτσο;
Δεν είναι κι’ εύκολο, άλλωστε, να γίνουν τόσο γλήγορα αντιληπτές μορφές της σημασίας τ’ Ανδρούτσου και του Μπολιβάρ,

Παρόμοια σύμβολα.
Αλλ’ ας περνούμε γρήγορα: προς Θεού, όχι συγκινήσεις, κι’ υπερβολές, κι’ απελπισίες.
Αδιάφορο, η φωνή μου είτανε προωρισμένη μόνο για τους αιώνες.
(Στο μέλλον, το κοντινό, το μακρυνό, σε χρόνια, λίγα, πολλά, ίσως από μεθαύριο, κι’ αντιμεθαύριο,
Ίσαμε την ώρα που θε ν’ αρχινίση η Γης να κυλάη άδεια, κι’ άχρηστη, και νεκρή, στο στερέωμα,
Νέοι θα ξυπνάνε, με μαθηματικήν ακρίβεια, τις άγριεςνύχτες, πάνω στην κλίνη τους,
Να βρέχουνε με δάκρυα το προσκέφαλό τους, αναλογιζόμενοι ποιος είμουν, σκεφτόμενοι
Πως υπήρξα κάποτες, τι λόγια είπα, τι ύμνους έψαλα.
Και τα θεόρατα κύματα, όπου ξεσπούνε κάθε βράδυ στα εφτά της Ύδρας ακρογιάλια,
Κι’ οι άγριοι βράχοι, και το ψηλό βουνό που κατεβάζει τα δρολάπια,
Αέναα, ακούραστα, θε να βροντοφωνούνε τ’ όνομά μου.)

Ας επανέλθουμε όμως στον Σίμωνα Μπολιβάρ.

Μ π ο λ ι β ά ρ !  Όνομα από μέταλλο και ξύλο, είσουνα ένα λουλούδι μέσ’ στους μπαχτσέδες της Νότιας Αμερικής.
Είχες όλη την ευγένεια των λουλουδιών μέσ’ στην καρδιά σου, μέσ’ στα μαλλιά σου, μέσα στο βλέμμα σου.
Η χέρα σου είτανε μεγάλη σαν την καρδιά σου, και σκορπούσε το καλό και το κακό.
Ροβόλαγες τα βουνά κι’ ετρέμαν τ’ άστρα, κατέβαινες στους κάμπους, με τα χρυσά, τις επωμίδες, όλα τα διακριτικά του βαθμού σου,
Με το ντουφέκι στον ώμο αναρτημένο, με τα στήθια ξέσκεπα, με τις λαβωματιές γιομάτο το κορμί σου,
Κι’ εκαθόσουν ολόγυμνος σε πέτρα χαμηλή, στ’ ακροθαλάσσι,
Κι’ έρχονταν και σ’ έβαφαν με τις συνήθειες των πολεμιστών Ινδιάνων,
Μ’ ασβέστη, μισόνε άσπρο, μισό γαλάζιο, για να φαντάζης σα ρημοκκλήσι σε περιγιάλι της Αττικής,
Σαν εκκλησιά στις γειτονιές των Ταταούλων, ωσάν ανάχτορο σε πόλη της Μακεδονίας ερημική.

Μ π ο λ ι β ά ρ !  Είσουνα πραγματικότητα, και είσαι, και τώρα, δεν είσαι όνειρο.
Όταν οι άγριοι κυνηγοί καρφώνουνε τους άγριους αετούς, και τ’ άλλα άγρια πουλιά και ζώα,
Πάν’ απ’ τις ξύλινες τις πόρτες στ’ άγρια δάση,
Ξαναζής, και φωνάζεις, και δέρνεσαι,
Κι’ είσαι ο ίδιος εσύ το σφυρί, το καρφί, κι’ ο αητός.

Αν στα νησιά των κοραλλιών φυσούνε ανέμοι, κι’ αναποδογυρίζουνε τα έρημα καΐκια,
Κι’ οι παπαγάλοι οργιάζουνε με τις φωνές σαν πέφτει η μέρα, κι’ οι κήποι ειρηνεύουνε πνιγμένοι σ’ υγρασία,
Και στα ψηλά δέντρα κουρνιάζουν τα κοράκια.

Σκεφτήτε, κοντά στο κύμα, του καφενείου τα σιδερένια τα τραπέζια,
Μέσ’ στη μαυρίλα πώς τα τρώει τ’ αγιάζι, και μακρυά το φως π’ ανάβει, σβύνει, ξανανάβει, και γυρνάει πέρα δώθε,
Και ξημερώνει – τι φριχτή αγωνία – ύστερα από μια νύχτα δίχως ύπνο,
Και το νερό δεν λέει τίποτε από τα μυστικά του.
Έτσ’ η ζωή.
Κι’ έρχετ’ ο ήλιος, και της προκυμαίας τα σπίτια, με τις νησιώτικες καμάρες,
Βαμμένα ροζ, και πράσινα, μ’ άσπρα περβάζια
(η Νάξο, η Χίος),
Πώς ζουν! Πώς λάμπουνε σα διάφανες νεράιδες !
Αυτός ο Μπολιβάρ !

Μ π ο λ ι β ά ρ !  Κράζω τ’ όνομά σου ξαπλωμένος στην κορφή του βουνού Έρε,
Την πιο ψηλή κορφή της νήσου Ύδρας.
Από δω η θέα εκτείνεται μαγευτική μέχρι των νήσων του Σαρωνικού, τη Θήβα,
Μέχρι κει κάτω, πέρα απ’ τη Μονεβασιά, το τρανό Μισίρι,
Αλλά και μέχρι του Παναμά, της Γκουατεμάλα, της Νικαράγκουα, του Οντουράς, της Αϊτής, του Σαν Ντομίγκο, της Βολιβίας, της Κολομβίας, του Περού, της Βενεζουέλας, της Χιλής, της Αργεντινής, της Βραζιλίας, Ουρουγουάη, Παραγουάη, του Ισημερινού,
Ακόμη και του Μεξικού.
Μ’ ένα σκληρό λιθάρι χαράζω τ’ όνομά σου πάνω στην πέτρα, νάρχουνται αργότερα οι ανθρώποι να προσκυνούν.
Τινάζονται σπίθες καθώς χαράζω – έτσι είτανε, λεν, ο Μπολιβάρ – και παρακολουθώ
Το χέρι μου καθώς γράφει, λαμπρό μέσα στον ήλιο.

Είδες για πρώτη φορά το φως στο Καρακάς.
Το φως το δικό σου,
Μ π ο λ ι β ά ρ, γιατί ως νάρθης η Νότια Αμερική ολόκληρη είτανε βυθισμένη στα πικρά σκοτάδια.
Τ’ όνομά σου τώρα είναι δαυλός αναμμένος,
που φωτίζει την Αμερική, και τη Βόρεια και τη Νότια, και την οικουμένη !
Οι ποταμοί Αμαζόνιος και Ορινόκος πηγάζουν από τα μάτια σου.
Τα ψηλά βουνά έχουν τις ρίζες στο στέρνο σου,
Η οροσειρά των Άνδεων είναι η ραχοκοκκαλιά σου.
Στην κορφή της κεφαλής σου, παλληκαρά, τρέχουν τ’ ανήμερα άτια και τ’ άγρια βόδια,
Ο πλούτος της Αργεντινής.
Πάνω στην κοιλιά σου εκτείνονται οι απέραντες φυτείες του καφέ.

Σαν μιλάς, φοβεροί σεισμοί ρημάζουνε το παν,
Από τις επιβλητικές ερημιές της Παταγονίας μέχρι τα πολύχρωμα νησιά,
Ηφαίστεια ξεπετιούνται στο Περού και ξερνάνε στα ουράνια την οργή τους,
Σειούνται τα χώματα παντού και τρίζουν τα εικονίσματα στην Καστοριά,
Τη σιωπηλή πόλη κοντά στη λίμνη.
Μ π ο λ ι β ά ρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας.

Σε πρωτοσυνάντησα, σαν είμουνα παιδί, σ’ ένα ανηφορικό καλντιρίμι του Φαναριού,
Μια καντήλα στο Μουχλιό φώτιζε το ευγενικό πρόσωπό σου.
Μήπως νάσαι, άραγες, μια από τις μύριες μορφές που πήρε, κι’ άφησε, διαδοχικά, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος;

Μπογιάκα, Αγιακούτσο. Έννοιες υπέρλαμπρες κι’ αιώνιες.
Είμουν εκεί.
Είχαμε από πολλού περάσει, ήδη, την παλιά μεθόριο:
πίσω, μακρυά, στο Λεσκοβίκι, είχαν ανάψει φωτιές.
Κι’ ο στρατός ανέβαινε μέσα στη νύχτα προς τη μάχη,
π’ ακούγονταν κιόλα οι γνώριμοί της ήχοι.
Πλάι κατέρχουνταν, σκοτεινή Συνοδεία, ατέλειωτα λεωφορεία με τους πληγωμένους.

Μην ταραχθή κανείς. Κάτω εκεί, να, η λίμνη.
Από δω θα περάσουν, πέρ’ απ’ τις καλαμιές.
Υπομονευτήκαν οι δρόμοι : έργο και δόξα του Χορμοβίτη, του ξακουστού, του άφταστου στα τέτοια.
Στις θέσεις σας όλοι. Η σφυρίχτρα ηχεί !
Ελάτες, ελάτε, ξεζέψτε. Ας στηθούν τα κανόνια, καθαρίστε με τα μάκτρα τα κοίλα, τα φυτίλια αναμμένα στα χέρια,
Τα τόπια δεξιά. Βρας !
Βρας, αλβανιστί φωτιά : Μ π ο λ ι β ά ρ !

Κάθε κουμπαράς, π’ εξεσφενδονιζόταν κι’ άναφτε,
Είταν κι’ ένα τριαντάφυλλο για τη δόξα του μεγάλου στρατηγού,
Σκληρός ατάραχος ως στέκονταν μέσα στον κορνιαχτό και την αντάρα,
Με το βλέμμ’ ατενίζοντας προς τ’ αψηλά, το μέτωποστα νέφη,
Κι’ είταν η θέα του φριχτή: πηγή του δέους, του δίκιου δρόμος, λυτρώσεως πύλη.

Όμως, πόσοι και πόσοι δε σ’ επιβουλευτήκαν, Μ π ο λ ι β ά ρ,
Πόσα «ντολάπια» και δε σού ’στησαν να πέσης, να χαθής,
Ένας προ πάντων, ένας παλιάνθρωπος, ένα σκουλήκι, ένας Φιλιππουπολίτης.
Αλλά συ τίποτα, ατράνταχτος σαν πύργος στέκουσαν,όρθιος, στου Ακογκάγκουα μπρος τον τρόμο,
Μια φοβερή ξυλάρα εκράταγες, και την εκράδαινες πάνω απ’ την κεφαλή σου.
Οι φαλακροί κόνδωρες σκιάζουνταν, που δεν τους τρόμαξε της μάχης το κακό και το ντουμάνι, και σε κοπάδια αγριεμένα πέταγαν,
Κι’ οι προβατογκαμήλες γκρεμιοτσακίζουντάνε στις πλαγιές, σέρνοντας, καθώς πέφταν, σύννεφο το χώμα και λιθάρια.
Κι’ οι εχθροί σου μέσα στα μαύρα Τάρταρα εχάνοντο, λουφάζαν.
(Σαν θάρθη μάρμαρο, το πιο καλό, από τ’ Αλάβανδα, μ’ αγίασμα των Βλαχερνών θα βρέξω την κορφή μου,
Θα βάλω όλη την τέχνη μου αυτή τη στάση σου να πελεκήσω, να στήσω ενού νέου Κούρου τ’ άγαλμα στης Σικίνου τα βουνά,
Μη λησμονώντας, βέβαια, στο βάθρο να χαράξω το περίφημο εκείνο «Χ α ί ρ ε
π α ρ ο δ ί τ α».)

Κι’ εδώ πρέπει ιδιαιτέρως να εξαρθή ότι ο Μπολιβάρ δεν εφοβήθηκε, δε «σκιάχτηκε» που λεν, ποτέ,
Ούτε στων μαχών την ώρα την πιο φονικιά, ούτε στης προδοσίας, της αναπόφευκτης, τις πικρές μαυρίλες.
Λένε πως γνώριζε από πριν, με μιαν ακρίβεια αφάντα- στη, τη μέρα, την ώρα, το δευτερόλεφτο ακόμη : τη στιγμή,
Της Μάχης της μεγάλης που είτανε γ ι’  α υ τ ό ν α  μ ό ν ο,
Κι’ όπου θε νάτανε αυτός ο ίδιος στρατός κι’ εχθρός, ηττημένος και νικητής μαζί, ήρωας τροπαιούχος κι’ εξιλαστήριο θύμα.
(Και ως του Κύριλλου Λουκάρεως το πνεύμα το υπέροχο μέσα του στέκονταν,
Πώς τις ξεγέλαγε, γαλήνιος, των Ιησουιτώνε και του ελεεινού Φιλιππουπολίτη τις απαίσιες πλεχτάνες!)

Κι’ αν χάθηκε, αν ποτές χάνετ’ ένας Μπολιβάρ ! που σαν τον Απολλώνιο στα ουράνια ανελήφθη,
Λαμπρός σαν ήλιος έδυσε, μέσα σε δόξα αφάνταστη,
πίσω από βουνά ευγενικά της Αττικής και του Μορέως.

επίκλησις

Μ π ο λ ι β ά ρ !  Είσαι του Ρήγα Φερραίου παιδί,
Του Αντωνίου Οικονόμου – που τόσο άδικα τον σφάξαν – και του Πασβαντζόγλου αδελφός,

Τ’ όνειρο του μεγάλου Μαξιμιλιανού ντε Ρομπεσπιέρ ξαναζεί στο μέτωπό σου.
Είσαι ο ελευθερωτής της Νότιας Αμερικής.
Δεν ξέρω ποια συγγένεια σε συνέδεε, αν είτανε απόγονός σου
ο άλλος μεγάλος Αμερικανός, από το Μοντεβίντεο αυτός,
Ένα μονάχα είναι γνωστό, πως είμαι ο γιος σου.

ΧΟΡΟΣ

σ τ ρ ο φ ή

(entrée de guitares)

Αν η νύχτα, αργή να περάση,
Παρηγόρια μάς στέλνει τις παλιές τις σελήνες,
Αν στου κάμπου τα πλάτη φαντασμάτων σκοτάδια
Λυσικόμους παρθένες μ’ αλυσίδες φορτώνουν,
Ήρθ’ η ώρα της νίκης, ήρθε ώρα θριάμβου.
Εις τα σκέλεθρα τ’ άδεια στρατηγών πολεμάρχων
Τρικαντά θα φορέσουν που ποτίστηκαν μ’ αίμα,
Και το κόκκινο χρώμα πούχαν πριν τη θυσία
Θα σκεπάση μ’ αχτίδες της σημαίας το θάμπος.

αντιστροφή

(the love of liberty brought us here)

τ’ άροτρα στων φοινικιών τις ρίζες κι’ ο ήλιος
που λαμπρός ανατέλλει
σε τρόπαι’ ανάμεσα
και πουλιά
και κοντάρια
θ’ αναγγείλη ως εκεί που κυλάει το δάκρυ
και το παίρνει ο αέρας στης
θαλάσσης
τα βάθη
τον φριχτότατον όρκο
το φρικτότερο σκότος
το φριχτό παραμύθι :
L i b e r t a d

επωδός

(χορός ελευθεροτεκτόνων)

Φύγετε μακρυά μας αρές, μη ζυγώσετε πια, corazon,
Απ’ τα λίκνα στ’ αστέρια, απ’ τις μήτρες στα μάτια,
corazon,
Όπου απόγκρημνοι βράχοι και ηφαίστεια και φώκιες,
corazon,
Όπου πρόσωπο σκούρο, και χείλια πλατειά, κι ολόλευκα δόντια,
corazon,
Ας στηθεί ο φαλλός και γιορτή ας αρχίση, με θυσίες ανθρώπων, με χορούς,
corazon,
Μέσ’ σε σάρκας ξεφάντωμα, στων προγόνων τη δόξα,
corazon,
Για να σπείρουν το σπόρο της καινούργιας γενιάς,
corazon.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ:
Μετά την επικράτησιν της νοτιοαμερικανικής επαναστάσεως στήθηκε στ’ Ανάπλι και τη Μονεμβασιά, επί ερημικού λόφου δεσπόζοντος της πόλεως, χάλκινος ανδριάς του Μπολιβάρ. Όμως, καθώς τις νύχτες ο σφοδρός άνεμος που φυσούσε ανατάραζε με βία την ρεντιγκότα του ήρωος, ο προκαλούμενος θόρυβος είτανε τόσο μεγάλος, εκκωφαντικός, που στέκονταν αδύνατο να κλείση κανείς μάτι, δεν μπορούσε να γενή πλέον λόγος για ύπνο. Έτσι οι κάτοικοι εζήτησαν και, διά καταλλήλων ενεργειών, επέτυχαν την καταδάφιση του μνημείου.

ΥΜΝΟΣ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΤΗΡΙΟΣ ΣΤΟΝ ΜΠΟΛΙΒΑΡ
(Εδώ ακούγονται μακρυνές μουσικές, που παίζουν μ’ άφθαστη μελαγχολία, νοσταλγικά, λαϊκά τραγούδια και χορούς της Νοτίου Αμερικής, κατά προτίμησιν σε ρυθμό sardane)

Σ τ ρ α τ η γ έ
τ ι  ζ η τ ο ύ σ ε ς  σ τ η  Λ ά ρ ι σ α
σ υ
έ ν α ς
Υ δ ρ α ί ο ς;

αναδημοσίευση από solidariagriega.wordpress.com
sansimera.gr


Τελευταία τροποποίηση στις Παρασκευή, 14/06/2013 - 23:54