Μια εύθυμη κυρία 50 ετών!

 

Μανώλης Σπινθουράκης

ΠΑΡΙΣΙ

Ηταν όλοι εκεί. Η εφημερίδα Libération έγινε 50 ετών και το περασμένο Σάββατο το γιόρτασε όπως έπρεπε: κάλεσε τους κατά καιρούς διευθυντές της να εξιστορήσουν, στη Cité de la musique του Παρισιού, «τα τι και τα πώς». Με πρώτο, φυσικά, τον Σερζ Ζουλί, τον άνθρωπο που μαζί με τον Ζαν-Πολ Σαρτρ συνέλαβαν και υλοποίησαν την ιδέα της δημιουργίας της.

«Ναι, το είχα φανταστεί το 1973 ότι η Libération θα ζήσει τουλάχιστον 50 χρόνια. Ακόμα και έναν αιώνα σκεφτόμουν. Αναλογιστείτε πόσες εφημερίδες έκλεισαν τα τελευταία 50 χρόνια. Η Libération έζησε γιατί από την πρώτη στιγμή απευθύνθηκε σε ένα κοινό που δεν είχε τι να διαβάσει. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, ότι στη δεκαετία του 1970 γινόταν μια μεγάλη συναυλία ροκ με 50.000 θεατές και καμία εφημερίδα δεν ασχολιόταν με το θέμα. Η Libération το έπιανε. Εκφράσαμε τη γενιά του Μάη του ’68, όχι μόνο στη στρατευμένη της πτυχή, αλλά και στην πτυχή των ανησυχιών της και των ενδιαφερόντων της», είπε ο Ζουλί αναφερόμενος στα πρώτα βήματα της εφημερίδας.

Το πρώτο φύλλο της Libération, τεσσάρων σελίδων, εμφανίστηκε στα «κιόσκια» στις 18 Απριλίου του 1973. Ηταν εμφανώς ακροαριστερών αντιλήψεων, οι δημοσιογράφοι της είχαν ενιαίο μισθό και οι αποφάσεις λαμβάνονταν από τη συντακτική ομάδα κατά πλειοψηφία. Το σχήμα αυτό αποδείχτηκε οικονομικά μη βιώσιμο και στις 21 Φεβρουαρίου του 1981 η εφημερίδα διέκοψε την κυκλοφορία της.

Χωρίς στράτευση

Ξανακυκλοφόρησε στις 13 Μαΐου του 1981, τρεις ημέρες μετά τη νίκη του Φρανσουά Μιτεράν στις προεδρικές εκλογές. Ιδιοκτήτρια της Libération ήταν πλέον μια επενδυτική εταιρεία με πολλούς μετόχους, η οποία στη συνέχεια, το 1994, απέκτησε έναν βασικό μέτοχο: τον μεγιστάνα του γαλλικού κινηματογράφου Ζερόμ Σεϊντού.

«Εγώ έφτασα για πρώτη φορά στην εφημερίδα στις 10 Μαΐου του 1981», λέει ο Λοράν Ζοφρέν, ο οποίος, αφού έφυγε και επέστρεψε στη Libération δύο φορές, το 2006 ανέλαβε τα ηνία της, μετά την απόφαση του νέου ιδιοκτήτη της, Εντουάρ ντε Ροτσίλντ, που την αγόρασε το 2005 από τον Σεϊντού, να απολύσει τον Σερζ Ζουλί.

«Το 1981 φτιάξαμε μια Libération που δεν ήταν στρατευμένη. Απαλλαχτήκαμε από εμμονές και δόγματα του ’68. Σκεφτήκαμε πως αντί να ονειρευόμαστε έναν κόσμο όπως τον θέλουμε, είναι καλύτερα να μάθουμε τον κόσμο που υπάρχει. Είχαμε, βεβαίως, τις αρχές μας, αλλά θέλαμε και να μας εκπλήσσει ο κόσμος. Η Libération έγινε μια φιλελεύθερη, μια ελευθεριάζουσα, θα έλεγα, εφημερίδα. Κάποιες φορές σκεφτόμασταν εναντίον του εαυτού μας. Αυτό μας το έμαθε ο Σαρτρ», είπε ο Ζοφρέν και συνέχισε:

«Ημασταν οι πρώτοι που φτιάξαμε μία σελίδα ειδικά για τα media. Δώσαμε βάρος στην πρωτότυπη σελιδοποίηση, στα πρωτοποριακά γραφικά και βέβαια στη φωτογραφία. Καθιερώσαμε να έχουμε πάντα στην τελευταία σελίδα την προσωπογραφία ενός ατόμου που απασχολεί την επικαιρότητα. Με την πάροδο του χρόνου γίναμε μια εφημερίδα που ασχολιόταν με πρωτότυπα θέματα, αλλά και που έδινε τον λόγο σε όλα τα ρεύματα της Αριστεράς. Δεν κρύψαμε ότι είμαστε μια αριστερή εφημερίδα. Οταν περάσαμε στην ψηφιακή εποχή το πρώτο μας μέλημα ήταν να βάλουμε την Google να πληρώσει. Δημοσίευε τα κείμενά μας, οι ιδιοκτήτες της πλατφόρμας κέρδιζαν εκατομμύρια κι εμείς τίποτα. Πετύχαμε τουλάχιστον τη φορολόγησή της», συνέχισε ο Ζοφρέν.

Αν υπάρχει όμως κάτι στο οποίο συμφώνησαν τόσο οι Ζουλί και Ζοφρέν, όσο και οι Νικολά Ντεμοράν και Ντον Αλφον, που τους διαδέχτηκαν στη διεύθυνση της Libération, είναι ότι τελικά στη δημοσιογραφία αυτό που μετράει είναι το κείμενο και η έρευνα.

«Η Libération πάντα ήταν μια χαρούμενη εφημερίδα που σε έκανε να γελάς, ενίοτε με την ειρωνεία της. Το ερώτημα είναι αν σήμερα μια εφημερίδα μπορεί να είναι χαρούμενη, αν τελικά ο ίδιος μας ο κόσμος μπορεί να είναι χαρούμενος», τόνισε ο σημερινός διευθυντής της, Ντον Αλφον

«Κατά βάση, η δουλειά του δημοσιογράφου είναι να καταγράφει την πραγματικότητα χωρίς ιδεολογικές παρωπίδες. Η δημοσιογραφική έρευνα είναι θεμελιώδους σημασίας», τόνισε ο Ντεμοράν, υπογραμμίζοντας πως το MeToo, μια «πολιτική, αν όχι ανθρωπολογική επανάσταση», είναι αποτέλεσμα δημοσιογραφικής έρευνας. Σε ό,τι αφορά την ανεξαρτησία της εφημερίδας από τους εκάστοτε δισεκατομμυριούχους ιδιοκτήτες της, μπορεί να επιτευχθεί, κατά τον Ζοφρέν, μόνο εφόσον υπάρχουν θεσμικές υποχρεώσεις. «Οπως, για παράδειγμα, η έγκριση των εκάστοτε διευθυντών από τους δημοσιογράφους, αλλά και ο απόλυτος σεβασμός της χάρτας δεοντολογίας βάσει της οποίας λειτουργεί η Libération», υπογραμμίζει ο Ζοφρέν.

Οι συνδρομές

Ως προς το μέλλον του Τύπου, οι κατά καιρούς διευθυντές της Libération συμφώνησαν πως βρίσκεται στο διαδίκτυο και ειδικότερα στα έσοδα από τις συνδρομές. Συμφώνησαν επίσης πως η Libération θα πρέπει να παραμείνει αυτό που ήταν πάντα. Μια εύθυμη εφημερίδα. Μια εφημερίδα που έβλεπε και βλέπει τα πράγματα με διαφορετικό μάτι και που συνεχίζει να γράφεται με σωστή χρήση της γαλλικής γλώσσας.

«Η Libération υπήρξε ένα ιδεολογικό εργαστήριο. Αντιμετωπίσαμε τον αναγνώστη ως ένα λογικό ον, αλλά και ως ένα ον που έχει πάθη και επιθυμίες. Η Libération μιλούσε πάντοτε διαφορετικά. Αντιμετωπίσαμε τα βιβλία, τα σπορ, τον κινηματογράφο, τους πρωτοσέλιδους τίτλους διαφορετικά. Η Libération πάντα ήταν μια χαρούμενη εφημερίδα που σε έκανε να γελάς, ενίοτε με την ειρωνεία της. Το ερώτημα είναι αν σήμερα μια εφημερίδα μπορεί να είναι χαρούμενη, αν τελικά ο ίδιος μας ο κόσμος μπορεί να είναι χαρούμενος», κατέληξε κλείνοντας τη συζήτηση ο σημερινός διευθυντής της, Ντον Αλφον.

Πηγή: efsyn.gr