“Για τυπικούς λόγους.” Ένα παραμύθι για τον Οδυσσέα

Μέρες που είναι θα σας πω ένα παραμύθι λίγο αλλιώτικο από τα συνηθισμένα:

“Μια φορά κι έναν καιρό, σε κά­ποια χώρα μα­κρι­νή και φτωχή, πολ­λοί άν­θρω­ποι έφευ­γαν για άλλες, ακόμη πιο μα­κρι­νές χώρες μπας και βελ­τιώ­σουν τη ζωή τη δική τους και των οι­κο­γε­νειών τους. Καθώς περ­νού­σαν όμως τα χρό­νια, η χώρα αυτή έπαψε να είναι τόσο φτωχή και έτσι κά­ποια στιγ­μή άρ­χι­σαν να έρ­χο­νται σε αυτή άν­θρω­ποι από άλλες μα­κρι­νές χώρες, είτε για να δου­λέ­ψουν μπας και βγουν από τη δική τους φτώ­χεια και μι­ζέ­ρια είτε για να ξε­φύ­γουν από πο­λέ­μους και κα­τα­στρο­φές. Ξέ­νους τους είπαν, με διά­φο­ρα ονό­μα­τα, ακόμη κι αυ­τούς που τους λο­γά­ρια­ζαν από την ίδια ρίζα και τους δώσαν γρή­γο­ρα δι­καί­ω­μα ψήφου, και σαν ξέ­νους τους φέρ­θη­καν. Τους δώσαν τις χει­ρό­τε­ρες δου­λειές, τους πλή­ρω­ναν ψί­χου­λα ή τους κα­τέ­δι­δαν στην αστυ­νο­μία -δεν είχαν βλέ­πεις χαρ­τιά νό­μι­μης πα­ρα­μο­νής και ερ­γα­σί­ας οι πε­ρισ­σό­τε­ροι- και αρ­κε­τοί ντό­πιοι πλού­τι­σαν από την εκ­με­τάλ­λευ­ση αυτών των ξένων.

            Όλα αυτά βέ­βαια τα διευ­κό­λυ­νε ακόμη πιο πολύ το ότι οι ξένοι δεν ήξε­ραν ούτε να μι­λούν ούτε φυ­σι­κά να δια­βά­ζουν και να γρά­φουν τη γλώσ­σα του τόπου στον οποίο είχαν βρε­θεί. Μου­γκοί λοι­πόν ή με λε­ξι­λό­γιο νη­πί­ων, προ­σπα­θού­σαν άδικα να βρουν το δίκιο τους και να συ­νεν­νοη­θούν με τους ντό­πιους, αλλά και με­τα­ξύ τους, αφού έρ­χο­νταν από δια­φο­ρε­τι­κές χώρες. Το κρά­τος βέ­βαια δεν έκανε τί­πο­τα για να τους βοη­θή­σει να μά­θουν τη γλώσ­σα του, πα­ρό­τι το ίδιο και πολ­λοί από τους κα­τοί­κους του καυ­χιού­νται για το πόσο σπου­δαία και τρανή είναι αυτή η γλώσ­σα και πόσο χρειά­ζε­ται να δια­δο­θεί σε όλον τον κόσμο.

            Έτσι ήταν η κα­τά­στα­ση για κάτι λι­γό­τε­ρο από δέκα χρό­νια, όταν στη δεύ­τε­ρη με­γα­λύ­τε­ρη πόλη της χώρας κά­ποιοι δά­σκα­λοι, βλέ­πο­ντας την ασυ­νεν­νοη­σία αυτών των αν­θρώ­πων, πα­ρό­τι είχαν με­τα­ξύ τους κοινά προ­βλή­μα­τα και συμ­φέ­ρο­ντα, πήραν την κα­τά­στα­ση στα χέρια τους. Ξε­κί­νη­σαν οι ίδιοι δω­ρε­άν μα­θή­μα­τα στην αρχή σε λί­γους και αρ­γό­τε­ρα σε όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρους, όχι στις αμ­μου­διές κά­ποιου αρ­χαί­ου ποι­η­τή, αλλά σε χώ­ρους που τους πα­ρα­χω­ρή­θη­καν στα γρα­φεία συν­δι­κα­λι­στι­κών ορ­γα­νώ­σε­ων και, όταν πια ήταν ακόμη πιο πολ­λοί, σε ένα κτί­ριο του ερ­γα­τι­κού κέ­ντρου της πόλης.

            Τα μα­θή­μα­τα μετά από τρία χρό­νια είχαν με­τα­τρα­πεί πια σε ένα απο­γευ­μα­τι­νό σχο­λείο με πολλά τμή­μα­τα και αυτή η πρω­το­βου­λία με­ρι­κών δα­σκά­λων έπρε­πε να πάρει και μια νο­μι­κή μορφή για τυ­πι­κούς λό­γους, όπως και έγινε. Άλ­λα­ξε όνομα, απέ­κτη­σε τυ­πι­κά κά­ποιους με­τό­χους και πήρε και κά­ποια λίγα χρή­μα­τα από το κρά­τος για το ανέ­βα­σμα μιας θε­α­τρι­κής πα­ρά­στα­σης από τη θε­α­τρι­κή ομάδα που είχαν συ­στή­σει μα­θη­τές και δά­σκα­λοι. Καθώς μά­λι­στα τα τμή­μα­τα και οι μα­θη­τές αυ­ξά­νο­νταν όλο και πιο πολύ, ένας από αυ­τούς ξε­κί­νη­σε να δου­λεύ­ει ως γραμ­μα­τέ­ας του σχο­λεί­ου πε­ρί­που 25 ώρες τη βδο­μά­δα, με κα­νο­νι­κό μισθό και έν­ση­μα. Πώς πλη­ρω­νό­ταν; Από τα χρή­μα­τα που έδι­ναν στο σχο­λείο οι δά­σκα­λοι, από ει­σφο­ρές φίλων και σω­μα­τεί­ων, από χο­ρούς και πάρτι που διορ­γα­νώ­νο­νταν.

            Και τα χρό­νια περ­νού­σαν και το σχο­λείο δού­λευε ρολόι, με εκα­το­ντά­δες μα­θη­τές από χώρες όλου του κό­σμου, που πια δε μά­θαι­ναν μόνο τα βα­σι­κά, αλλά προ­χω­ρού­σαν σε πιο ψηλά επί­πε­δα και προ­ε­τοι­μά­ζο­νταν εκεί για τις εξε­τά­σεις που θα τους έδι­ναν το πρώτο τους πτυ­χίο γλωσ­σο­μά­θειας στη χώρα αυτή. Κά­ποιοι από αυ­τούς μά­λι­στα γίναν οι ίδιοι δα­σκά­λες και δά­σκα­λοι για να δι­δά­ξουν τη δική τους γλώσ­σα ή τη γλώσ­σα που είχαν σπου­δά­σει στον δικό τους τόπο. Και δεν ήταν μόνο αυτά: εκεί μέσα μά­θαι­ναν για την ιστο­ρία του τόπου και της τάξης τους, έκα­ναν εκ­δρο­μές σε γύρω μέρη και ιστο­ρι­κούς πε­ρι­πά­τους στην πόλη, γνώ­ρι­ζαν τα δι­καιώ­μα­τά τους, θυ­μό­ντου­σαν ξανά -ή συ­νει­δη­το­ποιού­σαν λί­γο-λί­γο- τι ση­μαί­νει αλ­λη­λεγ­γύη. Κι ακόμη, εκεί γεν­νιού­νταν φι­λί­ες, φτιά­χνο­νταν ερω­τι­κοί δε­σμοί, δη­μιουρ­γού­νταν οι­κο­γέ­νειες, δο­κι­μά­ζο­νταν νέες δι­δα­κτι­κές μέ­θο­δοι, χαρ­το­γρα­φού­νταν τα άγνω­στα νερά της δι­δα­σκα­λί­ας της γλώσ­σας αυτής σε ενή­λι­κες μη φυ­σι­κούς ομι­λη­τές της.

            Κά­ποια στιγ­μή η πα­ρα­τε­τα­μέ­νη οι­κο­νο­μι­κή κρίση στην οποία έμπαι­νε αυτή η μα­κρι­νή χώρα χτύ­πη­σε και την πόρτα αυτού του σχο­λεί­ου. Στα θρα­νία του, πλάι στους μα­θη­τές και τις μα­θή­τριες από τα ξένα μέρη, άρ­χι­σαν να κά­θο­νται και ντό­πιοι που θέλαν να μά­θουν μια άλλη γλώσ­σα για να μπο­ρέ­σουν να δου­λέ­ψουν στον του­ρι­σμό ή για να ξε­νι­τευ­τούν τώρα αυτοί σε άλλες μα­κρι­νές χώρες. Το σχο­λείο, που, έχο­ντας μεί­νει χωρίς καμιά χρη­μα­το­δό­τη­ση για χρό­νια από το κρά­τος και με τις ει­σφο­ρές των μελών να μειώ­νο­νται, είχε πια εθε­λο­ντές στη γραμ­μα­τεία του, αγκά­λια­σε αμέ­σως και τους και­νού­ριους μα­θη­τές του. Κι αυτοί όλο και πλή­θαι­ναν.

            Ώσπου, στο τέλος του τρί­του χρό­νου αυτής της κρί­σης -ίσως να ονο­μά­στη­κε έτσι γιατί κατά τη διάρ­κειά της όλοι κρί­νο­νται γι' αυτό που πραγ­μα­τι­κά εί­ναι- το κρά­τος απο­φά­σι­σε να ελέγ­ξει όλες τις ορ­γα­νώ­σεις που κά­ποια στιγ­μή είχαν ντα­ρα­βέ­ρια μαζί του και βρί­σκο­νταν στα κι­τά­πια του. Ο λόγος; Είχαν απο­κα­λυ­φθεί κάτι σκάν­δα­λα με ορ­γα­νώ­σεις που έπαιρ­ναν εκα­τομ­μύ­ρια από το κρά­τος για ανύ­παρ­κτες και εξω­φρε­νι­κές δρα­στη­ριό­τη­τες, όπως, για πα­ρά­δειγ­μα, την ανα­δά­σω­ση ενός τρο­πι­κού δά­σους σε μια άλλη ήπει­ρο ή τη διε­θνή ανά­πτυ­ξη (σκέτο).

            Έτσι, ελέγ­χθη­καν και τα λο­γι­στι­κά βι­βλία του σχο­λεί­ου της ιστο­ρί­ας μας, πα­ρό­τι είχαν πε­ρά­σει δέκα χρό­νια από τα τε­λευ­ταία ψί­χου­λα που είχε πάρει από το κρά­τος, κι αυτά εκα­το­ντά­δες φορές υπο­πολ­λα­πλά­σια από τα ποσά που με γα­λα­ντο­μία το κρά­τος έδινε σε άλλες ορ­γα­νώ­σεις (το ότι το σχο­λείο ήταν από τις πρώ­τες -και τις ελά­χι­στες τε­λι­κά- ορ­γα­νώ­σεις που ελέγ­χθη­καν πρέ­πει να οφεί­λε­ται σε κά­ποια δια­βο­λι­κή σύμ­πτω­ση). Οι δά­σκα­λοι λοι­πόν που είχαν τότε ένα κάπως με­γα­λύ­τε­ρο βάρος στη δια­χεί­ρι­ση του σχο­λεί­ου ενη­με­ρώ­θη­καν από μια κρα­τι­κή υπάλ­λη­λο ότι στα λο­γι­στι­κά του βι­βλία τα κα­τα­γε­γραμ­μέ­να έξοδα της πε­ριό­δου που το σχο­λεί­ου είχε έμ­μι­σθο γραμ­μα­τέα εμ­φα­νί­ζο­νταν πε­ρισ­σό­τε­ρα από τα έσοδα της αντί­στοι­χης πε­ριό­δου. “Μα τα λεφτά τα βά­ζα­με εμείς, από την τσέπη μας”, της είπαν. “Έπρε­πε να κό­βε­τε απο­δεί­ξεις στους εαυ­τούς σας για κάθε δε­κά­ρα που βά­ζα­τε. Για τυ­πι­κούς λό­γους. Δεν πρό­κει­ται περί φο­ρο­δια­φυ­γής, γιατί τα έσοδα αυτά δεν φο­ρο­λο­γού­νται, αλλά θα σας κό­ψου­με πρό­στι­μα. Για τυ­πι­κούς λό­γους.”

            Για τυ­πι­κούς λό­γους μεν, τα πρό­στι­μα τε­ρά­στια δε· πε­ρί­που όσο έβγα­ζε σε πέντε χρό­νια όποιος δά­σκα­λος του σχο­λεί­ου αυτού είχε την τύχη να δου­λεύ­ει στη δη­μό­σια εκ­παί­δευ­ση. “Να πάμε στα δι­κα­στή­ρια”, σκέ­φτη­καν. Για τα δι­κα­στή­ρια όμως θα χρειά­ζο­νταν -μόνο για αρχή- οι μι­σθοί ενός έτους. “Ουκ αν λά­βοις παρά του μη έχο­ντος,” είπαν, και για ένα χρόνο δεν είχαν δώσει τί­πο­τα.

            Δε­κα­τρείς μήνες μετά, τα πρό­στι­μα έγι­ναν χρέος και η αστυ­νο­μία έψα­χνε τον υπεύ­θυ­νο του σχο­λεί­ου, που δεν ήταν καν μέλος του σχο­λεί­ου την πε­ρί­ο­δο που αφο­ρού­σε ο έλεγ­χος, για να τον συλ­λά­βει. Εκεί­νος το έμαθε από τον πα­νι­κό­βλη­το πα­τέ­ρα του, και μετά από συ­ζη­τή­σεις με τα μέλη του σχο­λεί­ου, απο­φα­σί­στη­κε να αρ­χί­σουν να πλη­ρώ­νουν το χρέος, ώστε μετά την πα­ρά­δο­σή του στην αστυ­νο­μία να ανα­βλη­θεί η δίκη του. Βλέ­πε­τε, η δίκη θα ήταν κι αυτή τυ­πι­κή και ο ίδιος θα κα­τα­δι­κα­ζό­ταν σί­γου­ρα, έστω και με μια μικρή ποινή, που θα τον έβαζε σε πε­ραι­τέ­ρω μπε­λά­δες, αφού εξαι­τί­ας ενός φρέ­σκου τότε νόμου κιν­δύ­νευε και η δου­λειά του.

            Από τότε και μέχρι την ώρα που μι­λά­με, κι ενώ το σχο­λείο λει­τουρ­γεί ακόμη κά­νο­ντας αυτό που ξέρει να κάνει καλά εδώ και εί­κο­σι χρό­νια σχε­δόν, τα μέλη του σχο­λεί­ου μαζί με τους αν­θρώ­πους που του συ­μπα­ρα­στέ­κο­νται, δί­νουν έναν διπλό αγώνα· από τη μια ζη­τούν να σβη­στεί πλή­ρως αυτή η αδι­κία και από την άλλη μα­ζεύ­ουν χρή­μα­τα για να πλη­ρώ­νουν κάθε μήνα το χρέος, που φυ­σι­κά είχε πια με­γα­λώ­σει κι άλλο και είχε γίνει ίσο με συ­νο­λι­κούς μι­σθούς 6-7 ετών δη­μό­σιου εκ­παι­δευ­τι­κού. Υπο­σχέ­σεις πολ­λές δό­θη­καν, κυ­βερ­νή­σεις υπο­τί­θε­ται πιο φι­λι­κές στο σχο­λείο ήρθαν στην εξου­σία, αλλά λύση δεν έχει έρθει και τα χρή­μα­τα όλο και τε­λειώ­νουν. Κι αν κά­ποιοι από τους ήρωες αυτού του πα­ρα­μυ­θιού γίναν λι­γά­κι κα­λύ­τε­ροι άν­θρω­ποι και βρή­καν στο πλάι τους και άλ­λους κα­λούς αν­θρώ­πους, δυ­στυ­χώς δεν μπο­ρού­με να πούμε ότι ζήσαν αυτοί καλά, γιατί το πα­ρα­μύ­θι αυτό πε­ρι­μέ­νει ακόμη το δικό του ευ­χά­ρι­στο τέλος.”

Και­ρός το πα­ρα­μύ­θι να τε­λειώ­νει, που έλεγε και ένα παλιό τρα­γού­δι. Εμείς, τα μέλη και οι φίλες του Σχο­λεί­ου Αλ­λη­λεγ­γύ­ης “Οδυσ­σέ­ας”, του οποί­ου την πολύ αλη­θι­νή και πραγ­μα­τι­κή ιστο­ρία μόλις δια­βά­σα­τε, απαι­τού­με επι­τέ­λους το αυ­το­νό­η­το· άμεση δια­γρα­φή του χρέ­ους του ή απο­κα­τά­στα­ση της αδι­κί­ας εις βάρος του με οποιον­δή­πο­τε άλλο τρόπο! 

*εκ­παι­δευ­τι­κός,πρό­ε­δρος ΔΣ "Οδυσ­σέα"​







πηγή rproject.gr
Τελευταία τροποποίηση στις Παρασκευή, 14/06/2013 - 23:54