Oι τελευταίοι υπερασπιστές της ευρωπαϊκής ουτοπίας
Του Γιάννη Γούναρη *
Δύο κορυφαίοι θεωρητικοί του ευρωπαϊσμού στην εποχή μας είναι, το δίχως άλλο, ο Γερμανός Γιούργκεν Χάμπερμας και ο Γάλλος Ετιέν Μπαλιμπάρ.
Σε πλείστες δημόσιες παρεμβάσεις τους με αφορμή τόσο την κρίση του ευρώ όσο και την προσφυγική κρίση, και οι δύο μεγάλοι διανοητές έχουν στηλιτεύσει την αποτυχία της Ευρωπαϊκής Ενωσης και την οικτρή εικόνα που παρουσιάζουν οι ενωσιακοί θεσμοί, μη διστάζοντας μάλιστα να κάνουν λόγο ακόμα και για πραξικοπηματικό σφετερισμό των ευρωπαϊκών ιδεωδών από μια απρόσωπη και ανεξέλεγκτη τεχνοκρατία.
Με διαφορετικές ιδεολογικές και φιλοσοφικές αφετηρίες, Χάμπερμας και Μπαλιμπάρ συμφωνούν, εν τούτοις, πως αν το πρόβλημα είναι η ελαττωματική κατασκευή του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, η λύση είναι περισσότερη Ευρώπη, δηλαδή ένα γενναίο άλμα προς τα εμπρός, προς τη γνήσια πολιτική ένωση με δημοκρατική βάση και συνταγματική δομή.
Με κάθε σεβασμό, όμως, στο διανοητικό μέγεθος των Χάμπερμας και Μπαλιμπάρ, όσοι καλόπιστοι ευρωπαϊστές -και η χρήση της λέξης «καλόπιστοι» σαφέστατα υπονοεί ότι υπάρχει και άλλο είδος «ευρωπαϊσμού» που ευδοκιμεί στις μέρες μας- ενστερνιστήκαμε αυτή τη θέση δεν μπορούμε πλέον να αγνοούμε τα δεδομένα της αδήριτης πραγματικότητας.
Η αναπόδραστη διαπίστωση όποιου δεν θέλει να κρύβεται από την αλήθεια, στην οποία φτάνουν μεν οι Χάμπερμας και Μπαλιμπάρ, διστάζοντας ωστόσο να κάνουν το επόμενο λογικό βήμα, είναι πως η Ευρωπαϊκή Ενωση, τόσο ως πολιτικό σχέδιο όσο και ως θεσμικό σχήμα, ανήκει -κατά κυριολεξία- όχι στους ευρωπαϊκούς λαούς, αλλά στις λεγόμενες «ευρωπαϊκές ελίτ», δηλαδή σε ξεπεσμένες μεν, αλλά ακόμα ισχυρές ολιγαρχίες που βυσσοδομούν στο παρασκήνιο της ίδιας τους της παρακμής, χωρίς ασφαλώς να έχουν καμία απολύτως πρόθεση να απεμπολήσουν έστω στο ελάχιστο τα προνόμιά τους.
Αντιθέτως, η πρόσφατη Ιστορία έχει δείξει πως δεν θα διστάσουν να σφραγίσουν ερμητικά κάθε διέξοδο δημοκρατικής εναλλακτικής έναντι του στυγνού νεοφιλελεύθερου παραδείγματος, χρησιμοποιώντας κάθε θεμιτό ή (πρωτίστως) αθέμιτο μέσο στη διάθεσή τους.
Αν η συνέπεια αυτής της στάσης είναι η δραματική άνοδος του φασισμού, του ρατσισμού, της ξενοφοβίας και του εθνικισμού, ουδόλως τις απασχολεί. Αλλωστε, πολλάκις στο παρελθόν συμμάχησαν χωρίς κανέναν ενδοιασμό με τον φασισμό, προκειμένου να δημιουργήσουν αναχώματα ενάντια στις αφυπνισμένες λαϊκές μάζες που τόσο περιφρονούν και -δικαίως- φοβούνται.
Με αυτά τα δεδομένα, η ιδέα πως είναι εφικτή, στο ορατό μέλλον τουλάχιστον, μια δημοκρατική επανίδρυση της Ευρωπαϊκής Ενωσης πάνω στο φεντεραλιστικό πρότυπο καθίσταται κάτι περισσότερο από ουτοπική: γίνεται αντιπαραγωγική, καθώς μας καθηλώνει σε μακρινές χίμαιρες, σε μια σχεδόν μεταφυσική διάσταση, εμποδίζοντάς μας να αναζητήσουμε ή να διαμορφώσουμε εναλλακτικές μορφές ευρωπαϊκής συνεργασίας και ολοκλήρωσης, καθότι ουδόλως ταυτίζεται η Ευρωπαϊκή Ενωση με την Ευρωπαϊκή Ιδέα, η οποία παραμένει πάντα επίκαιρη και αναγκαία για την ειρήνη και την ευημερία στην ήπειρό μας.
Δεν πρόκειται, καλώς ή κακώς, να υπάρξει καμία συνταγματική συνέλευση για μια ομοσπονδιακή Ενωμένη Ευρώπη. Αν υπήρχε η οποιαδήποτε πιθανότητα για μια τέτοια ευρωπαϊκή επανεκκίνηση, αυτή εξέπνευσε οριστικά κάποια στιγμή μεταξύ του θέρους του 2015 και της άνοιξης του 2016, δηλαδή μεταξύ της κρίσης της ευρωζώνης και της προσφυγικής κρίσης.
Αυτό είναι το επώδυνο μάθημα της σκοτεινής δεκαετίας του 2010 που θα χρειαστεί να κρατήσουμε στο μέλλον: η έννοια μιας υπερεθνικής ευρωπαϊκής δημοκρατίας πέρα από τη συνταγματική σφαίρα εκάστου κράτους-μέλους και μιας κοινής ευρωπαϊκής κυριαρχίας με ισονομία και αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών-μελών αποδείχθηκε μύθος και χρησιμοποιήθηκε σαν προπέτασμα για την επιβολή ενός σκληρού, αυταρχικού καθεστώτος των ισχυρών επί των αδυνάμων.
Η κατάσταση αυτή απλά δεν είναι βιώσιμη μακροπρόθεσμα και αν η συσσωρευμένη ένταση δεν εκτονωθεί συντεταγμένα, θα εκτονωθεί με εκρηκτικό τρόπο, κάτι που άλλωστε δεν θα συνέβαινε για πρώτη φορά στην πολύπαθη ευρωπαϊκή ήπειρο.
Αν, λοιπόν, επιθυμούμε την ειρηνική συνύπαρξη και τη συνεργασία μεταξύ των ευρωπαϊκών λαών μέσα σε ένα κοινό θεσμικό πλαίσιο, αυτή δεν μπορεί παρά να βασιστεί στον αμοιβαίο σεβασμό και στη λαϊκή κυριαρχία, η οποία, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, είναι αδύνατον να υπάρξει σε μια υπερβατική πανευρωπαϊκή διάσταση, δηλαδή έξω από το προστατευτικό κέλυφος της κρατικής κυριαρχίας.
Η τελευταία είναι που, στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου, εγγυάται την ισορροπία σε περίπλοκα και ανομοιογενή διεθνή συστήματα, όπως είναι κατ’ εξοχήν το ευρωπαϊκό, ήδη από την εποχή της Συνθήκης της Βεστφαλίας.
Οι δύο όψεις της κυριαρχίας είναι, συνεπώς, αδιαίρετες και συνυφασμένες. Από αυτή την άποψη, η Ευρωπαϊκή Ενωση, είτε με ή χωρίς την -ούτως ή άλλως ανέφικτη- μεταρρύθμισή της δεν είναι η λύση του προβλήματος, είναι το ίδιο το πρόβλημα. Περισσότερη δημοκρατία είναι αυτό που χρειαζόμαστε και όχι περισσότερη από αυτή την Ευρώπη.
Πηγή efsyn.gr
* δικηγόρος, διδάκτορος Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, κατόχου LL.M. από το London School of Economics
Δύο κορυφαίοι θεωρητικοί του ευρωπαϊσμού στην εποχή μας είναι, το δίχως άλλο, ο Γερμανός Γιούργκεν Χάμπερμας και ο Γάλλος Ετιέν Μπαλιμπάρ.
Σε πλείστες δημόσιες παρεμβάσεις τους με αφορμή τόσο την κρίση του ευρώ όσο και την προσφυγική κρίση, και οι δύο μεγάλοι διανοητές έχουν στηλιτεύσει την αποτυχία της Ευρωπαϊκής Ενωσης και την οικτρή εικόνα που παρουσιάζουν οι ενωσιακοί θεσμοί, μη διστάζοντας μάλιστα να κάνουν λόγο ακόμα και για πραξικοπηματικό σφετερισμό των ευρωπαϊκών ιδεωδών από μια απρόσωπη και ανεξέλεγκτη τεχνοκρατία.
Με διαφορετικές ιδεολογικές και φιλοσοφικές αφετηρίες, Χάμπερμας και Μπαλιμπάρ συμφωνούν, εν τούτοις, πως αν το πρόβλημα είναι η ελαττωματική κατασκευή του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, η λύση είναι περισσότερη Ευρώπη, δηλαδή ένα γενναίο άλμα προς τα εμπρός, προς τη γνήσια πολιτική ένωση με δημοκρατική βάση και συνταγματική δομή.
Με κάθε σεβασμό, όμως, στο διανοητικό μέγεθος των Χάμπερμας και Μπαλιμπάρ, όσοι καλόπιστοι ευρωπαϊστές -και η χρήση της λέξης «καλόπιστοι» σαφέστατα υπονοεί ότι υπάρχει και άλλο είδος «ευρωπαϊσμού» που ευδοκιμεί στις μέρες μας- ενστερνιστήκαμε αυτή τη θέση δεν μπορούμε πλέον να αγνοούμε τα δεδομένα της αδήριτης πραγματικότητας.
Η αναπόδραστη διαπίστωση όποιου δεν θέλει να κρύβεται από την αλήθεια, στην οποία φτάνουν μεν οι Χάμπερμας και Μπαλιμπάρ, διστάζοντας ωστόσο να κάνουν το επόμενο λογικό βήμα, είναι πως η Ευρωπαϊκή Ενωση, τόσο ως πολιτικό σχέδιο όσο και ως θεσμικό σχήμα, ανήκει -κατά κυριολεξία- όχι στους ευρωπαϊκούς λαούς, αλλά στις λεγόμενες «ευρωπαϊκές ελίτ», δηλαδή σε ξεπεσμένες μεν, αλλά ακόμα ισχυρές ολιγαρχίες που βυσσοδομούν στο παρασκήνιο της ίδιας τους της παρακμής, χωρίς ασφαλώς να έχουν καμία απολύτως πρόθεση να απεμπολήσουν έστω στο ελάχιστο τα προνόμιά τους.
Αντιθέτως, η πρόσφατη Ιστορία έχει δείξει πως δεν θα διστάσουν να σφραγίσουν ερμητικά κάθε διέξοδο δημοκρατικής εναλλακτικής έναντι του στυγνού νεοφιλελεύθερου παραδείγματος, χρησιμοποιώντας κάθε θεμιτό ή (πρωτίστως) αθέμιτο μέσο στη διάθεσή τους.
Αν η συνέπεια αυτής της στάσης είναι η δραματική άνοδος του φασισμού, του ρατσισμού, της ξενοφοβίας και του εθνικισμού, ουδόλως τις απασχολεί. Αλλωστε, πολλάκις στο παρελθόν συμμάχησαν χωρίς κανέναν ενδοιασμό με τον φασισμό, προκειμένου να δημιουργήσουν αναχώματα ενάντια στις αφυπνισμένες λαϊκές μάζες που τόσο περιφρονούν και -δικαίως- φοβούνται.
Με αυτά τα δεδομένα, η ιδέα πως είναι εφικτή, στο ορατό μέλλον τουλάχιστον, μια δημοκρατική επανίδρυση της Ευρωπαϊκής Ενωσης πάνω στο φεντεραλιστικό πρότυπο καθίσταται κάτι περισσότερο από ουτοπική: γίνεται αντιπαραγωγική, καθώς μας καθηλώνει σε μακρινές χίμαιρες, σε μια σχεδόν μεταφυσική διάσταση, εμποδίζοντάς μας να αναζητήσουμε ή να διαμορφώσουμε εναλλακτικές μορφές ευρωπαϊκής συνεργασίας και ολοκλήρωσης, καθότι ουδόλως ταυτίζεται η Ευρωπαϊκή Ενωση με την Ευρωπαϊκή Ιδέα, η οποία παραμένει πάντα επίκαιρη και αναγκαία για την ειρήνη και την ευημερία στην ήπειρό μας.
Δεν πρόκειται, καλώς ή κακώς, να υπάρξει καμία συνταγματική συνέλευση για μια ομοσπονδιακή Ενωμένη Ευρώπη. Αν υπήρχε η οποιαδήποτε πιθανότητα για μια τέτοια ευρωπαϊκή επανεκκίνηση, αυτή εξέπνευσε οριστικά κάποια στιγμή μεταξύ του θέρους του 2015 και της άνοιξης του 2016, δηλαδή μεταξύ της κρίσης της ευρωζώνης και της προσφυγικής κρίσης.
Αυτό είναι το επώδυνο μάθημα της σκοτεινής δεκαετίας του 2010 που θα χρειαστεί να κρατήσουμε στο μέλλον: η έννοια μιας υπερεθνικής ευρωπαϊκής δημοκρατίας πέρα από τη συνταγματική σφαίρα εκάστου κράτους-μέλους και μιας κοινής ευρωπαϊκής κυριαρχίας με ισονομία και αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών-μελών αποδείχθηκε μύθος και χρησιμοποιήθηκε σαν προπέτασμα για την επιβολή ενός σκληρού, αυταρχικού καθεστώτος των ισχυρών επί των αδυνάμων.
Η κατάσταση αυτή απλά δεν είναι βιώσιμη μακροπρόθεσμα και αν η συσσωρευμένη ένταση δεν εκτονωθεί συντεταγμένα, θα εκτονωθεί με εκρηκτικό τρόπο, κάτι που άλλωστε δεν θα συνέβαινε για πρώτη φορά στην πολύπαθη ευρωπαϊκή ήπειρο.
Αν, λοιπόν, επιθυμούμε την ειρηνική συνύπαρξη και τη συνεργασία μεταξύ των ευρωπαϊκών λαών μέσα σε ένα κοινό θεσμικό πλαίσιο, αυτή δεν μπορεί παρά να βασιστεί στον αμοιβαίο σεβασμό και στη λαϊκή κυριαρχία, η οποία, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, είναι αδύνατον να υπάρξει σε μια υπερβατική πανευρωπαϊκή διάσταση, δηλαδή έξω από το προστατευτικό κέλυφος της κρατικής κυριαρχίας.
Η τελευταία είναι που, στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου, εγγυάται την ισορροπία σε περίπλοκα και ανομοιογενή διεθνή συστήματα, όπως είναι κατ’ εξοχήν το ευρωπαϊκό, ήδη από την εποχή της Συνθήκης της Βεστφαλίας.
Οι δύο όψεις της κυριαρχίας είναι, συνεπώς, αδιαίρετες και συνυφασμένες. Από αυτή την άποψη, η Ευρωπαϊκή Ενωση, είτε με ή χωρίς την -ούτως ή άλλως ανέφικτη- μεταρρύθμισή της δεν είναι η λύση του προβλήματος, είναι το ίδιο το πρόβλημα. Περισσότερη δημοκρατία είναι αυτό που χρειαζόμαστε και όχι περισσότερη από αυτή την Ευρώπη.
Πηγή efsyn.gr
* δικηγόρος, διδάκτορος Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, κατόχου LL.M. από το London School of Economics