Νικηφόρος Λύτρας, Το ωόν του Πάσχα. 1874-1875
Μέρες θεόρατες
Γιώργος Σταματόπουλος
Ακόμη και οι μεγαλύτεροι νοησιάρχες (Πλάτων, π.χ.) μπορεί να παραδίδουν ότι ο κόσμος γίνεται γνωστός μέσω της λογικής, ο εαυτός μας όμως χρειάζεται κάτι θείο για να γίνει κατανοητός. Ο μεγάλος φιλόσοφος σκάρωσε τούτο το σκανδαλιάρικο ρητό: «Τα μεγαλύτερα αγαθά προέρχονται από την τρέλα, που φύσει δίδεται ως θείο δώρο».
Συντρίβει έτσι κάθε σοβαρότητα και κάθε λογική και ανοίγει χώρο για την επικράτεια της συγκίνησης, της έκστασης, καταστάσεων δηλαδή που οι άνθρωποι αποφεύγουν στην κάθε μέρα τους, γιατί εκεί καραδοκεί το άγνωστο, το ανερμήνευτο, το ξένο· αλλά πόσο ταραχώδη.
Είπαν τον έρωτα λυσιμελή (διότι παραλύει ή απελευθερώνει τα μέλη του σώματος)· θα μπορούσαμε να πούμε, λόγω ημερών, ότι και ο οίνος (που καταναλίσκεται χωρίς πολλή φειδώ) είναι και αυτός λυσίνους (παραλύει ή απελευθερώνει τον νου). Μέσα του στροβιλίζονται: πορφυρές σκέψεις, αιμάσσουσες, πυρφόρες, χωρίς ειρμό, αυθόρμητες, παιδικές και αθώες (είτε σκληρές είτε τρυφερές, αθώες πάντως).
Για να δούμε ακόμη: ηλιόλουστες μέρες, αστέρια που γεννούν ακούραστα κι αγόγγυστα αναρίθμητους γαλαξίες, σπασμοί και αλαλαγμοί χαράς, μουγκρητά πόνου και ηδονής, χορευτές με ελαφρά πόδια και κατεργάρηδες δαίμονες, φλογισμένα, φωτεινά κορμιά, χειμαρρώδη πάθη. Φρικίαση ομορφιάς. Γυμνότητα.
Ψαλμοί και εγκώμια, μελωδίες και πυρετός ήχων συνθέτουν τη μουσική των ημερών, ευφρόσυνες κραυγές της ύπαρξης· χορός πάνω από το ύψος των πραγμάτων, λέξεις που γράφονται με αίμα, στιγμές που δοξάζουν τη σάρκα και την επιδερμικότητα του βάθους (ή το βάθος της επιδερμικότητας).
Αλαφρωμένοι από το βάρος της ανίας και την ταπείνωση της πείνας, ελεύθεροι, σάτυροι και μαινάδες· μπολιασμένοι με αυτοσαρκασμό και αυτοπεποίθηση, σεληνόφωτοι, εύβουλοι, εύθυμοι, χαρίεντες.
Ιδού η αγία απλότης των ημερών, η ιερή κατάφαση στη ζωή, η ευτυχισμένη χλεύη του θανάτου, το «ναι» στην ανάσταση καρπών, ψυχών, πνεύματος και λοιπά (περικάρδια τρεμίσματα λ.χ. ή λιπιδικές μυρμηγκιάσεις...).
Αυτά τα λίγα με τον λυσίνουν οίνον και το πώς ελαφρώνει τους καημούς και τα βάσανα της πλέμπας... και πώς βοηθάει -θαρρώ- να γίνουμε αυτό που είμαστε, όπως πρωτοδιατύπωσε ο Πίνδαρος (και εξακολουθεί να αιφνιδιάζει και να ξαφνιάζει όσους τον εννοούν).
Μέρες ανά(σ)τασης και συγκίνησης όφειλαν να είναι τούτες οι γιορτινές μέρες· να γινόμασταν ο καθένας και από μια γιορτή, μια λαμπηδόνα συνύπαρξης μέσα από μια βαθιά εαυτοσκόπηση (ρίγους και σφρίγους...). Μέρες στοχασμού και αυτάρκειας, μα πού τέτοια τύχη, μέρες θεόρατες χωρίς γραμματική και συντακτικό· μέρες αισθητικές. Χωρίς κίνδυνο και ανασφάλειες εσωτερικές ή εξωτερικές, διονυσιακές αλλά και απολλώνιες· ευφάνταστες!
Πρασινισμένα βουνά και κάμποι, αγλαοί καρποί, παιδικά χέρια υψώνονται, χυμοί ευωδιαστοί στα χείλη τους· ιδρωμένα, κατάκοπα, χαρούμενα. Βλαστικοί θεοί παντού· ε, τα 'χει αυτά ο οργασμός της Γης, της παμμήτειρας, γόνιμης και ανθοφορούσης, ευ-λογημένης, παντάνασσας, μακράς, πλατιάς και αιώνιας.
Κήποι θαυμαστοί με μέλισσες και πεταλούδες και παντός είδους ζωύφια ξυπνάνε την ανάγκη επαφής των παιδιών και των ενηλίκων με το χώμα και τις μυρωδιές του: αρώματα, χώματα, χρώματα· θαύμα.
Πολλοί είμαστε ανίκανοι να δούμε το θαύμα. Και, για δες: ξινισμένα μούτρα, κατσούφικα, καχύποπτα, γκρινιάρικα, μικρούλικα· ποιος τους δίνει σημασία; Βράζουν στο ζουμί τους, αλλά φταίει κανείς γι' αυτό; Κρατάμε τους φιλίστορες, τους λυσίνοες, τους λυσιμελείς λόγους, την έκρηξη της φύσης, το φως της.
πηγή efsyn
Ακόμη και οι μεγαλύτεροι νοησιάρχες (Πλάτων, π.χ.) μπορεί να παραδίδουν ότι ο κόσμος γίνεται γνωστός μέσω της λογικής, ο εαυτός μας όμως χρειάζεται κάτι θείο για να γίνει κατανοητός. Ο μεγάλος φιλόσοφος σκάρωσε τούτο το σκανδαλιάρικο ρητό: «Τα μεγαλύτερα αγαθά προέρχονται από την τρέλα, που φύσει δίδεται ως θείο δώρο».
Συντρίβει έτσι κάθε σοβαρότητα και κάθε λογική και ανοίγει χώρο για την επικράτεια της συγκίνησης, της έκστασης, καταστάσεων δηλαδή που οι άνθρωποι αποφεύγουν στην κάθε μέρα τους, γιατί εκεί καραδοκεί το άγνωστο, το ανερμήνευτο, το ξένο· αλλά πόσο ταραχώδη.
Είπαν τον έρωτα λυσιμελή (διότι παραλύει ή απελευθερώνει τα μέλη του σώματος)· θα μπορούσαμε να πούμε, λόγω ημερών, ότι και ο οίνος (που καταναλίσκεται χωρίς πολλή φειδώ) είναι και αυτός λυσίνους (παραλύει ή απελευθερώνει τον νου). Μέσα του στροβιλίζονται: πορφυρές σκέψεις, αιμάσσουσες, πυρφόρες, χωρίς ειρμό, αυθόρμητες, παιδικές και αθώες (είτε σκληρές είτε τρυφερές, αθώες πάντως).
Για να δούμε ακόμη: ηλιόλουστες μέρες, αστέρια που γεννούν ακούραστα κι αγόγγυστα αναρίθμητους γαλαξίες, σπασμοί και αλαλαγμοί χαράς, μουγκρητά πόνου και ηδονής, χορευτές με ελαφρά πόδια και κατεργάρηδες δαίμονες, φλογισμένα, φωτεινά κορμιά, χειμαρρώδη πάθη. Φρικίαση ομορφιάς. Γυμνότητα.
Ψαλμοί και εγκώμια, μελωδίες και πυρετός ήχων συνθέτουν τη μουσική των ημερών, ευφρόσυνες κραυγές της ύπαρξης· χορός πάνω από το ύψος των πραγμάτων, λέξεις που γράφονται με αίμα, στιγμές που δοξάζουν τη σάρκα και την επιδερμικότητα του βάθους (ή το βάθος της επιδερμικότητας).
Αλαφρωμένοι από το βάρος της ανίας και την ταπείνωση της πείνας, ελεύθεροι, σάτυροι και μαινάδες· μπολιασμένοι με αυτοσαρκασμό και αυτοπεποίθηση, σεληνόφωτοι, εύβουλοι, εύθυμοι, χαρίεντες.
Ιδού η αγία απλότης των ημερών, η ιερή κατάφαση στη ζωή, η ευτυχισμένη χλεύη του θανάτου, το «ναι» στην ανάσταση καρπών, ψυχών, πνεύματος και λοιπά (περικάρδια τρεμίσματα λ.χ. ή λιπιδικές μυρμηγκιάσεις...).
Αυτά τα λίγα με τον λυσίνουν οίνον και το πώς ελαφρώνει τους καημούς και τα βάσανα της πλέμπας... και πώς βοηθάει -θαρρώ- να γίνουμε αυτό που είμαστε, όπως πρωτοδιατύπωσε ο Πίνδαρος (και εξακολουθεί να αιφνιδιάζει και να ξαφνιάζει όσους τον εννοούν).
Μέρες ανά(σ)τασης και συγκίνησης όφειλαν να είναι τούτες οι γιορτινές μέρες· να γινόμασταν ο καθένας και από μια γιορτή, μια λαμπηδόνα συνύπαρξης μέσα από μια βαθιά εαυτοσκόπηση (ρίγους και σφρίγους...). Μέρες στοχασμού και αυτάρκειας, μα πού τέτοια τύχη, μέρες θεόρατες χωρίς γραμματική και συντακτικό· μέρες αισθητικές. Χωρίς κίνδυνο και ανασφάλειες εσωτερικές ή εξωτερικές, διονυσιακές αλλά και απολλώνιες· ευφάνταστες!
Πρασινισμένα βουνά και κάμποι, αγλαοί καρποί, παιδικά χέρια υψώνονται, χυμοί ευωδιαστοί στα χείλη τους· ιδρωμένα, κατάκοπα, χαρούμενα. Βλαστικοί θεοί παντού· ε, τα 'χει αυτά ο οργασμός της Γης, της παμμήτειρας, γόνιμης και ανθοφορούσης, ευ-λογημένης, παντάνασσας, μακράς, πλατιάς και αιώνιας.
Κήποι θαυμαστοί με μέλισσες και πεταλούδες και παντός είδους ζωύφια ξυπνάνε την ανάγκη επαφής των παιδιών και των ενηλίκων με το χώμα και τις μυρωδιές του: αρώματα, χώματα, χρώματα· θαύμα.
Πολλοί είμαστε ανίκανοι να δούμε το θαύμα. Και, για δες: ξινισμένα μούτρα, κατσούφικα, καχύποπτα, γκρινιάρικα, μικρούλικα· ποιος τους δίνει σημασία; Βράζουν στο ζουμί τους, αλλά φταίει κανείς γι' αυτό; Κρατάμε τους φιλίστορες, τους λυσίνοες, τους λυσιμελείς λόγους, την έκρηξη της φύσης, το φως της.
πηγή efsyn