ΑΔΗΛΩΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ: ΜΕ ΕΥΧΟΛΟΓΙΑ ΔΕΝ ΛΥΝΕΤΑΙ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ
Η διαγνωστική έκθεση του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας για την αδήλωτη εργασία ήρθε απλώς να επιβεβαιώσει αυτό που ήδη όλοι γνωρίζουν και κυρίως οι διαδοχικές μνημονιακές κυβερνήσεις, που με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές τους όχι μόνο καταπολέμησαν το φαινόμενο, αλλά αντίθετα το γιγάντωσαν.
Η μαύρη εργασία αντιστοιχεί στο 25% του ΑΕΠ και τα ασφαλιστικά ταμεία χάνουν πάνω από 9 δις. Ευρώ, και πόσα άλλα δις. από την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, κι όμως οι εργοδότες εξακολουθούν να κινούνται ανενόχλητοι, χρησιμοποιώντας χιλιάδες ανασφάλιστους και αδήλωτους εργαζόμενους, αφού στην ουσία οι ελεγκτικοί μηχανισμοί είναι διαλυμένοι, υποστελεχωμένοι, χωρίς πόρους και συγκεκριμένο σχέδιο για την καταπολέμηση ενός φαινόμενου που αποτελεί την πιο άγρια μορφή εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας.
Με 1.200.000 άνεργους – φτωχούς, έτοιμους να εργαστούν για ένα μεροκάματο πείνας και χωρίς ασφάλιση, αποτελούν ένα έτοιμο εφεδρικό στρατό, τον οποίο οι εργοδότες με την ανοχή των προηγούμενων αλλά και της σημερινής κυβέρνησης εκμεταλλεύονται χωρίς όρια. Παρόλο που οι μισθοί έχουν πάει στα τάρταρα και η εργασία έχει καταστεί πάμφθηνη, παρόλο που έχουν καταργηθεί οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας και κάθε εργατικό δικαίωμα, η μαύρη εργασία καλά κρατεί.
Ουσιαστικά και η σημερινή Κυβέρνηση απλώς παρακολουθεί και καταγράφει το φαινόμενο και την ίδια στιγμή εφαρμόζει τις θατσερικές οικονομικές και εργασιακές πολιτικές του Μνημονίου, οι οποίες το γιγαντώνουν αντί να το εξαλείφουν.
Καμία ανοχή στη μαύρη εργασία.
Να στελεχωθούν άμεσα οι ελεγκτικοί μηχανισμοί με όλους τα απαραίτητα μέσα και τους αναγκαίους πόρους για την πάταξή τους.
Τα συνδικάτα από παραβατικούς κλάδους (εμπόριο, υπηρεσίες, τουρισμός, εργολαβίες) να κινητοποιηθούν άμεσα. Με παραστάσεις διαμαρτυρίας, με επιβολή κοινών ελέγχων με τις επιθεωρήσεις εργασίας, με συμφωνίες με τις εργοδοτικές οργανώσεις που μόνο στα λόγια καταδικάζουν το φαινόμενο.
Η καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας περνά μέσα από την ενίσχυση των συνδικάτων και της συνδικαλιστικής δράσης, μέσα από τον αγώνα για την ανατροπή των μνημονιακών πολιτικών, για την επαναφορά του εργατικού δικαίου και των συλλογικών μας συμβάσεων, για αξιοπρεπείς μισθούς και ανθρώπινες συνθήκες εργασίας για όλους.
Η μαύρη εργασία αντιστοιχεί στο 25% του ΑΕΠ και τα ασφαλιστικά ταμεία χάνουν πάνω από 9 δις. Ευρώ, και πόσα άλλα δις. από την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, κι όμως οι εργοδότες εξακολουθούν να κινούνται ανενόχλητοι, χρησιμοποιώντας χιλιάδες ανασφάλιστους και αδήλωτους εργαζόμενους, αφού στην ουσία οι ελεγκτικοί μηχανισμοί είναι διαλυμένοι, υποστελεχωμένοι, χωρίς πόρους και συγκεκριμένο σχέδιο για την καταπολέμηση ενός φαινόμενου που αποτελεί την πιο άγρια μορφή εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας.
Με 1.200.000 άνεργους – φτωχούς, έτοιμους να εργαστούν για ένα μεροκάματο πείνας και χωρίς ασφάλιση, αποτελούν ένα έτοιμο εφεδρικό στρατό, τον οποίο οι εργοδότες με την ανοχή των προηγούμενων αλλά και της σημερινής κυβέρνησης εκμεταλλεύονται χωρίς όρια. Παρόλο που οι μισθοί έχουν πάει στα τάρταρα και η εργασία έχει καταστεί πάμφθηνη, παρόλο που έχουν καταργηθεί οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας και κάθε εργατικό δικαίωμα, η μαύρη εργασία καλά κρατεί.
Ουσιαστικά και η σημερινή Κυβέρνηση απλώς παρακολουθεί και καταγράφει το φαινόμενο και την ίδια στιγμή εφαρμόζει τις θατσερικές οικονομικές και εργασιακές πολιτικές του Μνημονίου, οι οποίες το γιγαντώνουν αντί να το εξαλείφουν.
Καμία ανοχή στη μαύρη εργασία.
Να στελεχωθούν άμεσα οι ελεγκτικοί μηχανισμοί με όλους τα απαραίτητα μέσα και τους αναγκαίους πόρους για την πάταξή τους.
Τα συνδικάτα από παραβατικούς κλάδους (εμπόριο, υπηρεσίες, τουρισμός, εργολαβίες) να κινητοποιηθούν άμεσα. Με παραστάσεις διαμαρτυρίας, με επιβολή κοινών ελέγχων με τις επιθεωρήσεις εργασίας, με συμφωνίες με τις εργοδοτικές οργανώσεις που μόνο στα λόγια καταδικάζουν το φαινόμενο.
Η καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας περνά μέσα από την ενίσχυση των συνδικάτων και της συνδικαλιστικής δράσης, μέσα από τον αγώνα για την ανατροπή των μνημονιακών πολιτικών, για την επαναφορά του εργατικού δικαίου και των συλλογικών μας συμβάσεων, για αξιοπρεπείς μισθούς και ανθρώπινες συνθήκες εργασίας για όλους.