Γιατί ο Τάσος Θεοφίλου; Αναμένοντας την απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου την Παρασκευή 7 Ιουλίου 2017
Γράφει: Γιώργος Μουργής
Από το toperiodiko.gr
Θα μπορούσε κάποιος να γράψει πολλά ακούγοντας τις αγορεύσεις των συνηγόρων υπεράσπισης -Κ.Παπαδάκης, Σ. Φυτράκης, Α. Παπαρούση- ή την απολογία του Τάσου Θεοφίλου, οι οποίες και στο εφετείο αποδόμησαν πλήρως την φαρσοκωμωδία κατασκευής ενόχων της αντιτρομοκρατικής ταυτόχρονα με την εισαγγελική πρόταση. Νόμος και Τάξη – Δόγμα και εφαρμογή
Σημασία έχει όμως να γίνει κατανοητή η ουσία αυτής της κατασκευής με την πρόθεση ενοχοποίησης του Τ. Θεοφίλου.
Ένα ιδιότυπο κυνήγι μαγισσών ξεκινά κυρίως από το 2009, κάτω από το δόγμα «Νόμος και Τάξη», στοχοποιώντας ή ψαρεύοντας ενόχους από τη δεξαμενή του αναρχικού χώρου, της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, την κοινότητα των αυτοδιαχειριζόμενων χώρων, τα στέκια μεταναστών και κάθε μορφή συλλογικότητας από τα αριστερά.
Ένα διαρκές πογκρόμ επί σειρά ετών όπου σύρονται σε ανακριτές και εισαγγελείς αθώοι, καθ’ υπόδειξη της αντιτρομοκρατικής, με συλλήψεις και παντελή έλλειψη στοιχείων, πέρα των όσων συνωμοτικά κατασκευάζονται από στημένες έως ανύπαρκτες καταγγελίες ή γενετικό υλικό αμφίβολης πιστοποίησης.
Ταυτόχρονα, σε σκηνικό πρώτης είδησης στα κανάλια ή συκοφαντικά πρωτοσέλιδα του συστημικού τύπου, διαπομπεύονται όσοι περιφέρονται από την αντιτρομοκρατική με ακραία μετρά ασφάλειας, αλεξίσφαιρα λευκά γιλέκα και πάνοπλους αστυνομικούς. Ένα επικοινωνιακό «show» τρομολάγνας οπτικοποίησης των κατηγορουμένων.
Θα φυλακιστούν αναρχικοί-κομμουνιστές, χαρακτηρισμένοι στις υποσημειώσεις ως μέλη του αντιεξουσιαστικού χώρου, με σφραγίδα δηλαδή καταδίκης πριν καν δικαστούν για όσα κατηγορούνται.
Το δόγμα «Νόμος και Τάξη» συνδεδεμένο δήθεν με την αποσταθεροποίηση της δημόσιας τάξης, συμπληρώνεται με το αντιδικονομικά παράδοξο, καθώς οι διωκόμενοι καλούνται να αποδείξουν την αθωότητα τους. Καταστρατηγώντας έτσι κάθε έννοια δικαίου που πηγάζει από την θεμελιακή υποχρέωση των άρχων να αποδεικνύουν την ενοχή των κατηγορουμένων.
Όσοι, δε, απαλλάχτηκαν ή αθωώθηκαν δεν θα απασχολήσουν ποτέ ξανά τους «δημοσιογραφικούς εισαγγελείς» ή τα μέσα ενημέρωσης, μιας και ήδη είχαν προλάβει να τους κηρύξουν ενόχους, πουλώντας ακραία τρομοκρατικά σύνδρομα έναντι της όποιας ακροαματικότητας ή δημιουργώντας κλίμα κατασυκοφάντησης, προκαταλαμβάνοντας την κοινή γνώμη.
Ενώ τα πλάνα από τις συλλήψεις στα τηλεοπτικά κατηγορητήρια θα συνοδεύουν για χρόνια και μετά την οριστική απαλλαγή αθώων, θα παραμένουν στιγματισμένες υπολήψεις, συνειδήσεις και χαρακτήρες.
Τα ρεπορτάζ στις ειδήσεις και τα πρωτοσέλιδα για τον ληστή, δολοφόνο, τρομοκράτη θα διαμορφώνουν πολιτικά-δικονομικά στερεότυπα για τον επόμενο της αντιτρομοκρατική που θα πέφτει στα χέρια της τηλεοπτικής ή έντυπης «Tατιανοποίησης».
Η περίπτωση Θεοφίλου ως μέθοδος δαιμονοποίησης
Η περίπτωση Θεοφίλου αποτελεί στοχευμένη μέθοδο περιθωριοποίησης ή δαιμονοποίησης από τους κατασταλτικούς μηχανισμούς, κάθε ελεύθερης έκφρασης, μεμονωμένης ή εντός ενός κοινωνικού πλαισίου, με διακριτά ταξικά χαρακτηριστικά.
Η δημοσιά δράση ανάσχεσης κάθε αντιδημοκρατικής λογικής ουσιαστικά απαγορεύεται κατά περίσταση, ενισχύοντας την λογική των δυο άκρων.
Η θεωρία της συλλήβδην παραμόρφωσης ή γκετοποίησης ιδεών, των βιβλίων που διαβάζουμε, των βιβλίων που γράφουμε με φανταστικούς χαρακτήρες ή πλοκή, ενίοτε, μπορεί να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικό υλικό ενοχής όπως στη περίπτωση του Θεοφίλου. Ακόμα κι αν κανένας μάρτυρας κατηγορίας δεν τον αναγνώρισε ποτέ.
Η εμμονή της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας ως φυσική προέκταση του τρομονόμου υπό το κράτος των «δημοκρατικών εγγυήσεων» που ασκεί η δικαστική εξουσία βαθαίνει το ρήγμα των σχέσεων με τους πολίτες.
Η πρόταση από την εισαγγελέα της έδρας αποτελεί την εμμονή από δικαστικούς κύκλους, επιβεβαιώνοντας τον τρόπο που επιθυμούν να ασκούν τα καθήκοντά τους, κατασκευάζοντας νέα ιδιώνυμα αδικήματα. Εισαγγελικές προτάσεις ή δικαστικές αποφάσεις με δυο μετρά και δυο σταθμά χρησιμοποιούνται ως απόδειξη κατασταλτικής, υπερεξουσιαστικής δύναμης αγνοώντας επιδεικτικά την πρόθεση κατασκευής ενοχοποιητικών στοιχείων. Ακυρώνοντας ταυτόχρονα το αξιακό πλαίσιο του δικονομικού μας πολιτισμού, την κοινωνική αίσθηση δικαίου, αναδεικνύοντας την αποτυχία του κράτους να σταθεί δίπλα στον πολίτη.
Η μετατροπή της δικαστικής εξουσίας σε ρόλο αυτόκλητου τιμωρού στο όνομα του δόγματος «Νόμος και Τάξη» αμβλύνει τις κοινωνικές αντιθέσεις εξυπηρετώντας μόνο τις προθέσεις των εμπνευστών του.
Στο κλίμα τηλεοπτικής τρομοκράτησης, στη θεωρία περί άβατου των Εξαρχείων στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα περί τρομοκρατίας προστίθεται η δικαστική κρίση ποινικοποίησης κάθε είδους σχέσεων. Ένας φαύλος κύκλος κατασκευής ενόχων, όπως στην περίπτωση του Τάσου Θεοφίλου, σε ένα επικίνδυνο παιχνίδι εξουσίας επιβολής φόβου, στιγματισμού και περιθωριοποίησης.
«Τυφλή» δικαιοσύνη, «αλλήθωρη» αντιτρομοκρατική
Η «τυφλή δικαιοσύνη» διώκει και ποινικοποιεί προσωπικές σχέσεις κατασκευασμένης ενοχής, δημιουργώντας ενόχους, όχι από δικαστική πλάνη, αλληθωρίζοντας στο παρασύστημα σκευωριών της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας.
Η περίπτωση του Θεοφίλου ή της Ηριάννας Β.Λ., επιβάλλει κοινωνική και πολιτική εγρήγορση ώστε η συλλογική μας δημοκρατική ευθύνη να μη μετατραπεί σε συλλογική ενοχή κατασκευασμένων κατηγορητηρίων από τις αστυνομικές αρχές.
Η αναίτια θυματοποίηση αθώων ως προσφιλής μέθοδος εξόντωσης για όσους θεωρούνται πολιτικά αντίπαλοι από τα αριστερά, δεν συνάδει με καμμία αρχή δικαίου.
Οι περιπτώσεις Θεοφίλου, Ηριάννας και του συγκατηγορούμενού της Περικλή Μ. μπορεί να θεωρηθούν μόνο ως η μέθοδος τιμωρητικού εγκλεισμού ή εξευτελισμού της ανθρώπινης υπόστασης που καταδικάζει ζωές και κατασκευάζει ενόχους. Στοχοποιώντας πλέον όχι μόνο έναν χώρο αλλά τις έννοιες της ελευθερίας, της ισονομίας, της ελεύθερης δημοκρατικής έκφρασης και της βούλησης για πολιτική αλληλεγγύη.
Η επιβολή ιδιότυπων φόβων με σκοπό την ιδιώτευση ή τον χαφιεδισμό, οι ορέξεις δικαστικών κύκλων και κατασταλτικών μηχανισμών που νέμονται τη εξουσία με αλαζονεία, επίδειξη ισχύος και αυθαιρεσία, ακυρώνουν κάθε προφύλαξη αθώων πολιτών και μπορεί να πάψουν μόνο με τη κατάργηση του τρομονόμου.
Το θύμα που βολεύει αυτή τη φορά βρέθηκε στο πρόσωπο του Τάσου Θεοφίλου με την ασυδοσία και την αυθαιρεσία των διωκτικών αρχών να κλείνει το μάτι στους χρυσαυγίτικους θύλακες εντός τους. Αν αυτή η πρακτική εξακολουθήσει να γίνεται αποδεκτή από εισαγγελείς και δικαστές, συναινώντας με τις αποφάσεις τους στη μη αθώωση του, τότε το επόμενο θύμα αυθαιρεσίας, στο όνομα της δημοσιάς τάξης και ασφάλειας, μπορεί να είναι ο καθένας μας.
Από το toperiodiko.gr
Θα μπορούσε κάποιος να γράψει πολλά ακούγοντας τις αγορεύσεις των συνηγόρων υπεράσπισης -Κ.Παπαδάκης, Σ. Φυτράκης, Α. Παπαρούση- ή την απολογία του Τάσου Θεοφίλου, οι οποίες και στο εφετείο αποδόμησαν πλήρως την φαρσοκωμωδία κατασκευής ενόχων της αντιτρομοκρατικής ταυτόχρονα με την εισαγγελική πρόταση. Νόμος και Τάξη – Δόγμα και εφαρμογή
Σημασία έχει όμως να γίνει κατανοητή η ουσία αυτής της κατασκευής με την πρόθεση ενοχοποίησης του Τ. Θεοφίλου.
Ένα ιδιότυπο κυνήγι μαγισσών ξεκινά κυρίως από το 2009, κάτω από το δόγμα «Νόμος και Τάξη», στοχοποιώντας ή ψαρεύοντας ενόχους από τη δεξαμενή του αναρχικού χώρου, της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, την κοινότητα των αυτοδιαχειριζόμενων χώρων, τα στέκια μεταναστών και κάθε μορφή συλλογικότητας από τα αριστερά.
Ένα διαρκές πογκρόμ επί σειρά ετών όπου σύρονται σε ανακριτές και εισαγγελείς αθώοι, καθ’ υπόδειξη της αντιτρομοκρατικής, με συλλήψεις και παντελή έλλειψη στοιχείων, πέρα των όσων συνωμοτικά κατασκευάζονται από στημένες έως ανύπαρκτες καταγγελίες ή γενετικό υλικό αμφίβολης πιστοποίησης.
Ταυτόχρονα, σε σκηνικό πρώτης είδησης στα κανάλια ή συκοφαντικά πρωτοσέλιδα του συστημικού τύπου, διαπομπεύονται όσοι περιφέρονται από την αντιτρομοκρατική με ακραία μετρά ασφάλειας, αλεξίσφαιρα λευκά γιλέκα και πάνοπλους αστυνομικούς. Ένα επικοινωνιακό «show» τρομολάγνας οπτικοποίησης των κατηγορουμένων.
Θα φυλακιστούν αναρχικοί-κομμουνιστές, χαρακτηρισμένοι στις υποσημειώσεις ως μέλη του αντιεξουσιαστικού χώρου, με σφραγίδα δηλαδή καταδίκης πριν καν δικαστούν για όσα κατηγορούνται.
Το δόγμα «Νόμος και Τάξη» συνδεδεμένο δήθεν με την αποσταθεροποίηση της δημόσιας τάξης, συμπληρώνεται με το αντιδικονομικά παράδοξο, καθώς οι διωκόμενοι καλούνται να αποδείξουν την αθωότητα τους. Καταστρατηγώντας έτσι κάθε έννοια δικαίου που πηγάζει από την θεμελιακή υποχρέωση των άρχων να αποδεικνύουν την ενοχή των κατηγορουμένων.
Όσοι, δε, απαλλάχτηκαν ή αθωώθηκαν δεν θα απασχολήσουν ποτέ ξανά τους «δημοσιογραφικούς εισαγγελείς» ή τα μέσα ενημέρωσης, μιας και ήδη είχαν προλάβει να τους κηρύξουν ενόχους, πουλώντας ακραία τρομοκρατικά σύνδρομα έναντι της όποιας ακροαματικότητας ή δημιουργώντας κλίμα κατασυκοφάντησης, προκαταλαμβάνοντας την κοινή γνώμη.
Ενώ τα πλάνα από τις συλλήψεις στα τηλεοπτικά κατηγορητήρια θα συνοδεύουν για χρόνια και μετά την οριστική απαλλαγή αθώων, θα παραμένουν στιγματισμένες υπολήψεις, συνειδήσεις και χαρακτήρες.
Τα ρεπορτάζ στις ειδήσεις και τα πρωτοσέλιδα για τον ληστή, δολοφόνο, τρομοκράτη θα διαμορφώνουν πολιτικά-δικονομικά στερεότυπα για τον επόμενο της αντιτρομοκρατική που θα πέφτει στα χέρια της τηλεοπτικής ή έντυπης «Tατιανοποίησης».
Η περίπτωση Θεοφίλου ως μέθοδος δαιμονοποίησης
Η περίπτωση Θεοφίλου αποτελεί στοχευμένη μέθοδο περιθωριοποίησης ή δαιμονοποίησης από τους κατασταλτικούς μηχανισμούς, κάθε ελεύθερης έκφρασης, μεμονωμένης ή εντός ενός κοινωνικού πλαισίου, με διακριτά ταξικά χαρακτηριστικά.
Η δημοσιά δράση ανάσχεσης κάθε αντιδημοκρατικής λογικής ουσιαστικά απαγορεύεται κατά περίσταση, ενισχύοντας την λογική των δυο άκρων.
Η θεωρία της συλλήβδην παραμόρφωσης ή γκετοποίησης ιδεών, των βιβλίων που διαβάζουμε, των βιβλίων που γράφουμε με φανταστικούς χαρακτήρες ή πλοκή, ενίοτε, μπορεί να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικό υλικό ενοχής όπως στη περίπτωση του Θεοφίλου. Ακόμα κι αν κανένας μάρτυρας κατηγορίας δεν τον αναγνώρισε ποτέ.
Η εμμονή της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας ως φυσική προέκταση του τρομονόμου υπό το κράτος των «δημοκρατικών εγγυήσεων» που ασκεί η δικαστική εξουσία βαθαίνει το ρήγμα των σχέσεων με τους πολίτες.
Η πρόταση από την εισαγγελέα της έδρας αποτελεί την εμμονή από δικαστικούς κύκλους, επιβεβαιώνοντας τον τρόπο που επιθυμούν να ασκούν τα καθήκοντά τους, κατασκευάζοντας νέα ιδιώνυμα αδικήματα. Εισαγγελικές προτάσεις ή δικαστικές αποφάσεις με δυο μετρά και δυο σταθμά χρησιμοποιούνται ως απόδειξη κατασταλτικής, υπερεξουσιαστικής δύναμης αγνοώντας επιδεικτικά την πρόθεση κατασκευής ενοχοποιητικών στοιχείων. Ακυρώνοντας ταυτόχρονα το αξιακό πλαίσιο του δικονομικού μας πολιτισμού, την κοινωνική αίσθηση δικαίου, αναδεικνύοντας την αποτυχία του κράτους να σταθεί δίπλα στον πολίτη.
Η μετατροπή της δικαστικής εξουσίας σε ρόλο αυτόκλητου τιμωρού στο όνομα του δόγματος «Νόμος και Τάξη» αμβλύνει τις κοινωνικές αντιθέσεις εξυπηρετώντας μόνο τις προθέσεις των εμπνευστών του.
Στο κλίμα τηλεοπτικής τρομοκράτησης, στη θεωρία περί άβατου των Εξαρχείων στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα περί τρομοκρατίας προστίθεται η δικαστική κρίση ποινικοποίησης κάθε είδους σχέσεων. Ένας φαύλος κύκλος κατασκευής ενόχων, όπως στην περίπτωση του Τάσου Θεοφίλου, σε ένα επικίνδυνο παιχνίδι εξουσίας επιβολής φόβου, στιγματισμού και περιθωριοποίησης.
«Τυφλή» δικαιοσύνη, «αλλήθωρη» αντιτρομοκρατική
Η «τυφλή δικαιοσύνη» διώκει και ποινικοποιεί προσωπικές σχέσεις κατασκευασμένης ενοχής, δημιουργώντας ενόχους, όχι από δικαστική πλάνη, αλληθωρίζοντας στο παρασύστημα σκευωριών της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας.
Η περίπτωση του Θεοφίλου ή της Ηριάννας Β.Λ., επιβάλλει κοινωνική και πολιτική εγρήγορση ώστε η συλλογική μας δημοκρατική ευθύνη να μη μετατραπεί σε συλλογική ενοχή κατασκευασμένων κατηγορητηρίων από τις αστυνομικές αρχές.
Η αναίτια θυματοποίηση αθώων ως προσφιλής μέθοδος εξόντωσης για όσους θεωρούνται πολιτικά αντίπαλοι από τα αριστερά, δεν συνάδει με καμμία αρχή δικαίου.
Οι περιπτώσεις Θεοφίλου, Ηριάννας και του συγκατηγορούμενού της Περικλή Μ. μπορεί να θεωρηθούν μόνο ως η μέθοδος τιμωρητικού εγκλεισμού ή εξευτελισμού της ανθρώπινης υπόστασης που καταδικάζει ζωές και κατασκευάζει ενόχους. Στοχοποιώντας πλέον όχι μόνο έναν χώρο αλλά τις έννοιες της ελευθερίας, της ισονομίας, της ελεύθερης δημοκρατικής έκφρασης και της βούλησης για πολιτική αλληλεγγύη.
Η επιβολή ιδιότυπων φόβων με σκοπό την ιδιώτευση ή τον χαφιεδισμό, οι ορέξεις δικαστικών κύκλων και κατασταλτικών μηχανισμών που νέμονται τη εξουσία με αλαζονεία, επίδειξη ισχύος και αυθαιρεσία, ακυρώνουν κάθε προφύλαξη αθώων πολιτών και μπορεί να πάψουν μόνο με τη κατάργηση του τρομονόμου.
Το θύμα που βολεύει αυτή τη φορά βρέθηκε στο πρόσωπο του Τάσου Θεοφίλου με την ασυδοσία και την αυθαιρεσία των διωκτικών αρχών να κλείνει το μάτι στους χρυσαυγίτικους θύλακες εντός τους. Αν αυτή η πρακτική εξακολουθήσει να γίνεται αποδεκτή από εισαγγελείς και δικαστές, συναινώντας με τις αποφάσεις τους στη μη αθώωση του, τότε το επόμενο θύμα αυθαιρεσίας, στο όνομα της δημοσιάς τάξης και ασφάλειας, μπορεί να είναι ο καθένας μας.