Ηλεκτροσόκ στους λογαριασμούς της ΔΕΗ
Πραγματικές αυξήσεις στα τιμολόγια της ΔΕΗ, μέσω της ενσωμάτωσης της ρήτρας δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων, φαίνεται πως είναι το επικρατέστερο σενάριο που μελετά η κυβέρνηση.
Η συγκεκριμένη επιβάρυνση, που διαμορφώνεται από τις τιμές στην ευρωπαϊκή και τη διεθνή αγορά, είναι το βασικό στοιχείο που διαφοροποιεί τη δημόσια επιχείρηση από τους ιδιώτες παρόχους ενέργειας, οι οποίοι διαφημίζουν τις χαμηλότερες τιμές αλλά στα «ψιλά γράμματα» που υπογράφουν οι καταναλωτές προβλέπεται ότι η τελική τιμή του ρεύματος διαμορφώνεται σύμφωνα με τα επίπεδα των δικαιωμάτων εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα.
Ως τώρα η ΔΕΗ, στο πλαίσιο του κοινωνικού της ρόλου, δεν έχει μετακυλίσει στους καταναλωτές αυτή την επιβάρυνση, η οποία το 2018 διαμορφώθηκε στα 137,9 εκατ. ευρώ. Οι τιμές δικαιωμάτων ρύπων στη διεθνή αγορά έχουν αρχίσει να παίρνουν την ανηφόρα από τα μέσα του 2017.
Τον Μάιο του συγκεκριμένου χρόνου η Επιχείρηση κατέβαλε 4,38 ευρώ για κάθε τόνο διοξειδίου του άνθρακα που εκπέμπουν οι ρυπογόνες λιγνιτικές μονάδες της, αλλά έναν χρόνο αργότερα η επιβάρυνση είχε φτάσει στα 13,82 ευρώ και τον περασμένο Απρίλιο εκτινάχθηκε στα 27,64 ευρώ!
Στη συνέχεια παρουσίασε μικρή κάμψη, αλλά οι αναλυτές προβλέπουν ότι θα φτάσει τα 30 ευρώ ανά τόνο μέσα στο 2020.
Χθες, στην πρώτη άτυπη συνάντηση με τους δημοσιογράφους, ο νεοεκλεγμένος διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΗ Γιώργος Στάσσης δεν άνοιξε τα χαρτιά του και διαβεβαίωσε ότι οι σχετικές αποφάσεις θα ληφθούν ώς τα μέσα Σεπτεμβρίου.
Επανέλαβε την επίσημη τοποθέτησή του στη γενική συνέλευση, που είχε προηγηθεί, έκανε λόγο για «εξαιρετικά δραματικό ταμειακό πρόβλημα» που αντιμετωπίζει η Επιχείρηση, για το οποίο είπε ότι υπολογίζεται σε 750 εκατ. ευρώ, αλλά προέβλεψε ότι σε βάθος 12-18 μηνών θα αυξηθεί, κυρίως λόγω των δικαιωμάτων ρύπων, όπως διευκρίνισε.
Ο ίδιος επικαλέστηκε τη λογιστική πρακτική και το υπολόγισε περί τα 800 εκατ. ευρώ, αλλά ορισμένοι δημοσιογράφοι το έφτασαν στα 900 εκατ. ευρώ.
Διαφορετική εικόνα παρουσίασε από το βήμα της έκτακτης γενικής συνέλευσης ο απερχόμενος πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΗ Μανώλης Παναγιωτάκης, ο οποίος επισήμανε ότι η εταιρεία δεν βρίσκεται στα όρια της κατάρρευσης και εξέφρασε την ανησυχία του για τις σχετικές δηλώσεις, ενώ επισήμανε ότι τα βραχυπρόθεσμα προβλήματα ρευστότητας είναι της τάξης των 300 εκατ. ευρώ.
Ο Γιώργος Στάσσης προανήγγειλε «καθημερινό κυνήγι» στους στρατηγικούς κακοπληρωτές, που υπολογίζονται σε 65-70 χιλιάδες και χρωστούν πάνω από 700 εκατ. ευρώ, με μέση οφειλή άνω των 3.000 ευρώ ανά σύνδεση.
Τα συνολικά φέσια προς τη ΔΕΗ, μαζί με τους διακανονισμούς, ανέρχονται σε 2,7 δισ. ευρώ και αφορούν περίπου 850 χιλιάδες συνδέσεις, που κατανέμονται σε τέσσερις κατηγορίες: επιχειρήσεις που έχουν κλείσει και εξοχικά που δεν ηλεκτροδοτούνται πλέον, καταναλωτές που έχουν αλλάξει πάροχο ηλεκτρικής ενέργειας, επιχειρήσεις που συνεχίζουν να λειτουργούν με νέο ΑΦΜ και καταναλωτές που έχουν μεταπέσει στο καθεστώς της καθολικής υπηρεσίας, οι οποίοι εκτιμάται ότι φτάνουν περίπου τους 200.000.
Στην τελευταία κατηγορία περιλαμβάνονται καταναλωτές που η ΔΕΗ τους έκοψε το ρεύμα, αλλά καταλήγουν σε αυτήν, καθώς κανένας άλλος προμηθευτής δεν τους αναλαμβάνει. Η ΔΕΗ είναι υποχρεωμένη να τους ηλεκτροδοτεί, αλλά με αυξημένο τιμολόγιο, το οποίο συνεχίζουν να μην πληρώνουν.
Τιτλοποίηση οφειλών
Ο νέος επικεφαλής της ΔΕΗ εξέφρασε την έκπληξή του γιατί οι αρμόδιες υπηρεσίες δεν έχουν προχωρήσει σε διακοπή παροχής ρεύματος στους συστηματικούς κακοπληρωτές, ενώ ανακοίνωσε ότι θα προχωρήσει σε τιτλοποίηση οφειλών που θα ανατεθούν σε ειδικευμένες εταιρείες.
Παρά τα σενάρια που φιλοξενήθηκαν σε φιλοκυβερνητικά μέσα, ο Γιώργος Στάσσης ήταν επιφυλακτικός στην προοπτική κατάργησης της έκπτωσης επιβράβευσης των συνεπών καταναλωτών, που από την 1η Απριλίου μειώθηκε από το 15% στο 10%.
Επισήμανε ότι το 65% των καταναλωτών επωφελούνται σήμερα από το κίνητρο αυτό και επομένως χρειάζεται να«ζυγιστούν» οι επιπτώσεις, ενώ προανήγγειλε ότι θα υπάρξει νέα εμπορική πολιτική, που θα ανακοινωθεί ώς τον Φεβρουάριο.
Θα προβλέπει μέτρα για τα αδύναμα νοικοκυριά και στοχευμένα κίνητρα για τους συνεπείς καταναλωτές. Προέβλεψε, τέλος, ότι το μερίδιο της ΔΕΗ στην απελευθερωμένη αγορά ενέργειας θα διαμορφωθεί γύρω στο 60-65%, όπως ισχύει για τους προνομιακούς παρόχους σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες.
Σήμερα καλύπτει το 73% της αγοράς ενέργειας, στοιχείο που δείχνει ότι δεν εφαρμόστηκε στην πράξη η μείωση του μεριδίου της στο 50%, στην οποία είχε υποχρεωθεί να συμφωνήσει η προηγούμενη κυβέρνηση.
πηγή ΕΦ.ΣΥΝ