Λειτουργικά αναλφάβητοι τελειώνουν πολλοί μαθητές το σχολείο
Απογοητευτικά έως ανησυχητικά είναι τα συμπεράσματα της ετήσιας έκθεσης της ανεξάρτητης Αρχής Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (ΑΔΙΠΠΔΕ), για το επίπεδο γνώσεων των μαθητών στην Ελλάδα.
Και αυτό γιατί στην έκθεσή της για το 2019 η ανεξάρτητη αρχή διαπιστώνει πως μεγάλη μερίδα των μαθητών στα ελληνικά σχολεία ενδέχεται να τελειώσει το σχολείο υστερώντας σημαντικά σε κρίσιμα μαθήματα του σχολείου, που αντιστοιχούν σε βασικές δεξιότητες για τη ζωή.
Ενδεικτικό είναι ότι, όσον αφορά τα γενικά λύκεια, το 48,4% των μαθητών της Β' λυκείου βαθμολογήθηκαν κάτω από τη βάση, ενώ τα ποσοστά στην Άλγεβρα και τη Γεωμετρία ήταν 38,9% και 44,2%, αντίστοιχα. Στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας το ποσοστό βαθμολογιών κάτω της βάσης φτάνει στο 7,1%.
Στα επαγγελματικά λύκεια, το ποσοστό βαθμολογιών κάτω από τη βάση στη Νεοελληνική Γλώσσα φτάνει το 20,4%. Στην 'Αλγεβρα και τη Γεωμετρία, το 52,7% και το 51,3%, αντίστοιχα, των μαθητών της Β' λυκείου πήρε βαθμολογία κάτω του 10. Στη Φυσική, το αντίστοιχο ποσοστό είναι 41% και στη Χημεία 40,8%.
«Τα προβλήματα που εμφανίζονται στο Λύκειο, σε σύγκριση με το Δημοτικό Σχολείο και το Γυμνάσιο, δεν είναι προβλήματα αποκλειστικά του Λυκείου, αλλά όλων των βαθμίδων που συσσωρευτικά κατέληξαν στο Λύκειο» επισημαίνει στην έκθεσή της η ΑΔΙΠΠΔΕ και τονίζει: «Προβληματίζει, βέβαια, το γεγονός ότι οι αντιλήψεις και οι πρακτικές το Δημοτικού και του Γυμνασίου, ίσως λόγω του υποχρεωτικού χαρακτήρα τους, δεν αποτύπωσαν τα αρχόμενα προβλήματα λειτουργικού αναλφαβητισμού και, ενδεχομένως, δεν κινητοποιήθηκαν εγκαίρως».
Γι' αυτό, η ΑΔΙΠΠΔΕ προτείνει η εκπαιδευτική πολιτική να παρέμβει προληπτικά στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση και επανορθωτικά στην Δευτεροβάθμια, με έμφαση στο επαγγελματικό λύκειο. Στις προτεινόμενες παρεμβάσεις περιλαμβάνονται η αναδιαμόρφωση του νομοθετικού πλαισίου που διέπει την αξιολόγηση των μαθητών σε όλες τις βαθμίδες, η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών στην αξιολόγηση των μαθητών στο πλαίσιο της διαφοροποιημένης διδασκαλίας, καθώς επίσης και η υποστήριξη των εκπαιδευτικών για την περαιτέρω αξιοποίηση του ψηφιακού ανοικτού εκπαιδευτικού περιεχομένου.
Μεταξύ άλλων, διευκρινίζεται πως «ο λειτουργικός αναλφαβητισμός αναφέρεται στα επίπεδα εγγραμματισμού (literacy) που δεν επαρκούν για την πλήρη αποτελεσματική συμμετοχή σε μια προηγμένη τεχνολογική κοινωνία».
Ακόμη, «διευκρινίζεται ότι ο σχολικός λόγος, δηλαδή ο προφορικός λόγος του μαθήματος και, κυρίως, ο γραπτός λόγος των σχολικών εγχειριδίων, που διέπεται από ειδικές κειμενικές προδιαγραφές, αποκτά σταδιακά με την πάροδο των τάξεων στοιχεία του επιστημονικού λόγου, τα οποία αποκλίνουν από τον λόγο της καθημερινής επικοινωνίας (Λέκκα 2005).
Τέτοια στοιχεία, για παράδειγμα, είναι η αντικατάσταση του ρηματικού λόγου, της καθημερινής επικοινωνίας, με τον ονοματικό λόγο της επιστήμης, η αντικατάσταση της ενεργητικής φωνής με την παθητική, η χρήση της υποτακτικής σύνταξης και του τεχνικού ύφους κ.λπ. Αυτό σημαίνει ότι το σχολείο πρέπει να διδάσκει άμεσα, συστηματικά και σταδιακά τα στοιχεία του επιστημονικού λόγου στη σχολική του εκδοχή, αφού, βέβαια, οι εκπαιδευτικοί έχουν προηγουμένως κατάλληλα επιμορφωθεί.
Οι μαθητές «χαμηλού εγγραμματισμού» αγνοούν τα «αφύσικα» αυτά στοιχεία του σχολικού λόγου, με αποτέλεσμα να έχουν ανυπέρβλητες δυσκολίες στην κατανόηση του σχολικού λόγου και να κινδυνεύουν να παραμείνουν λειτουργικά αναλφάβητοι, αν δεν τύχουν άμεσης στήριξης στην προσπάθειά τους για την κατάκτηση του σχολικού λόγου, σε βαθμό που να τον αξιοποιούν αποτελεσματικά στις μαθησιακές δράσεις κατανόησης και παραγωγής γραπτού λόγου.
Σε αντίθετη περίπτωση, οι εν λόγω μαθητές παύουν να έχουν προοπτικές εκπαίδευσης με τις συνακόλουθες επιπτώσεις για τους ίδιους και για την κοινωνία. Με άλλα λόγια, το πρόβλημα του λειτουργικού αναλφαβητισμού, που είναι γενικότερο και σε αρκετές χώρες εκτεταμένο (Eme 2011:753, Vágvölgyi et al. 2016), ενέχει κοινωνικούς προσδιορισμούς και συνιστά ιδιαίτερο κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό και πολιτισμικό πρόβλημα με απρόβλεπτες διαστάσεις και σοβαρές επιπτώσεις (Μάνθου 1999)».