ΕΛΚΕΘΕ / Ο καρχαρίας της Εύβοιας, η πενιχρή χρηματοδότηση της θαλάσσιας έρευνας και η εξαφάνιση των ψαράδων

ΦΩΤΕΙΝΗ ΛΑΜΠΡΙΔΗ

Η είδηση για την εμφάνιση ενός λευκού καρχαρία στην Εύβοια, κάνει τον κύκλο της στα ΜΜΕ. Ωστόσο η βιολόγος-ιχθυολόγος του Ελληνικού Κέντρου Θαλάσσιων Ερευνών κ. Νότα Περιστεράκη δεν δείχνει να εκπλήσσεται ιδιαίτερα από αυτή την είδηση, καθώς αναφέρει ότι έχουν υπάρξει σπάνιες καταγραφές νεαρών ατόμων λευκού καρχαρία στο Αιγαίο και στο παρελθόν. Ωστόσο, δηλώνει ότι είναι δύσκολο να γίνει ακριβής ταυτοποίηση είδους σε καρχαριοειδή χωρίς επιτόπια εξέταση από κάποιον ειδικό. Στην ερώτηση γιατί δεν πήγε κάποιος επιστήμονας από το ΕΛΚΕΘΕ επιτόπου για να αναγνωρίσει το είδος, απάντησε ότι δεν προβλέπεται σχετική διαδικασία, καθώς δεν υπάρχουν οικονομικοί πόροι για να καλύπτονται τέτοια περιστατικά, τα οποία συχνά τα μαθαίνουν και οι επιστήμονες από τα ΜΜΕ.

Η πενιχρή χρηματοδότηση της θαλάσσιας έρευνας από εθνικούς πόρους, καθώς και η μείωση του μόνιμου ερευνητικού προσωπικού έχει γενικότερες επιπτώσεις. Για παράδειγμα, δεν υπάρχει εθνική χρηματοδότηση για την σταθερή παρακολούθηση (monitoring) των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στο θαλάσσιο περιβάλλον.

«Καθώς βρισκόμαστε στην εξέλιξη του φαινομένου κλιματικής κρίσης και της ανόδου της θερμοκρασίας των νερών της Μεσογείου, τις τελευταίες δεκαετίες ευνοείται η εξάπλωση και εγκατάσταση τροπικών θαλάσσιων ειδών του Ινδικού και Ειρηνικού Ωκεανού, που περνάνε από το Κανάλι του Σουέζ, στις περιοχές κυρίως της ανατολικής Μεσογείου» εξηγεί η κ. Περιστεράκη. Πολλά από αυτά είναι εισβολικά, δηλ. είδη που πολλαπλασιάζονται με γρήγορους ρυθμούς και επικρατούν στον ανταγωνισμό με τα αυτόχθονα (ντόπια) είδη. Τέτοια είδη, μεταξύ άλλων, είναι και ο τοξικός λαγοκέφαλος, αλλά και το βρώσιμο λεοντόψαρο. Τα εισβολικά, αλλά και τα άλλα ξενικά είδη έχουν επιπτώσεις στο θαλάσσιο περιβάλλον και αλλοιώνουν την βιοποικιλότητα. «Υπάρχουν αλλαγές που δεν παρακολουθούμε και δεν γνωρίζουμε ακριβώς, καθώς δεν υπάρχουν εξειδικευμένα προγράμματα ούτε κονδύλια για σταθερή παρακολούθηση αυτού του φαινομένου» λέει η κ. Περιστεράκη.

«Η εξάπλωση των ειδών αυτών έχει σημαντικές επιπτώσεις και στην επαγγελματική αλιεία, κυρίως την μικρή παράκτια. Ο Λαγοκέφαλος καταστρέφει την ψαριά αλλά και τα δίχτυα και τα παραγάδια των ψαράδων στις νότιες θάλασσες μας, όπου έχουν αυξηθεί σημαντικά οι πληθυσμοί του. Έχουν καταγραφεί οι επιπτώσεις του στην αλιεία και έχει υπολογιστεί η οικονομική ζημιά που επιφέρει στους αλιείς της Κρήτης, του Νότιου Αιγαίου και του Ιονίου, στα πλαίσια ενός ερευνητικού προγράμματος. Επίσης, καθώς ο Λαγοκέφαλος περιέχει νευροτοξίνη στους ιστούς του, η οποία μπορεί να επιφέρει ακόμα και τον θάνατο, απαγορεύεται η κατανάλωσή του. Έχουν καταγραφεί περιστατικά δηλητηριάσεων από κατανάλωση λαγοκέφαλου σε χώρες της Ανατολικής Μεσογείου, καθώς και πολύ σπάνια περιστατικά επιθέσεων σε λουόμενους.

Το λεοντόψαρο, αντίθετα, ανήκει στην ίδια οικογένεια με τις σκορπίνες, είναι βρώσιμο, πολύ νόστιμο και υψηλής θρεπτικής αξίας, αλλά έχει δηλητήριο στα αγκάθια των πτερυγίων του, οπότε χρειάζεται προσοχή στο καθάρισμά του. Πολλαπλασιάζεται με γρήγορους ρυθμούς, είναι χωροκατακτητικό είδος και τρέφεται με τα μικρά ψαράκια που βρίσκονται γύρω του, μειώνοντας σημαντικά τους πληθυσμούς άλλων ειδών».

Εξαφανίζονται οι ψαράδες

Η έρευνα στη θάλασσα είναι ακριβή, επομένως -αυτή τη στιγμή- οι καλύτεροι «δειγματολήπτες» των ερευνητών μας είναι οι αλιείς. Όμως φθίνει η ελληνική αλιεία, όπως εξηγεί η κ. Περιστεράκη.

«Μπορεί οι ψαράδες να πιάνουν ξενικά είδη ψαριών, αλλά ο κόσμος που δεν ξέρει αν τρώγονται δεν τα αγοράζει. Από την άλλη οι λαγοκέφαλοι τους καταστρέφουν και την ψαριά και τα εργαλεία. Το κόστος παραγωγής συνεχώς ανεβαίνει (άνοδος τιμών σε καύσιμα, εργαλεία, επισκευές σκάφους), δεν δίνονται αποζημιώσεις για φυσικές καταστροφές, όπως είναι οι ζημιές στα εργαλεία τους από κητώδη και λαγοκέφαλους, η σύνθεση των αλιευμάτων αλλάζει, με περισσότερα ξενικά είδη στις ψαριές, οπότε το κέρδος του ψαρά μειώνεται. Το αποτέλεσμα είναι να μην μπαίνουν νέοι στο επάγγελμα, ο μέσος όρος ηλικίας των ψαράδων μας να είναι πολύ ψηλός και οι εναπομείναντες να περιμένουν κάποια επιδότηση για να αποσύρουν τα σκάφη τους και να φύγουν από το επάγγελμα. Για τους αγρότες προβλέπονται αποζημιώσεις για φυσικές καταστροφές, για τους ψαράδες όχι. Με όλα αυτά, έχει μειωθεί πάρα πολύ ο ελληνικός αλιευτικός στόλος, περίπου στο 1/3 σε σχέση με δύο δεκαετίες πριν».

Εν κατακλείδι, η πενιχρή χρηματοδότηση της θαλάσσιας έρευνας, πλέον μπορεί να αρχίσει να μας κοστίζει ακριβά καθώς βαδίζουμε εντελώς στα τυφλά σε σχέση με τη βιοποικιλότητα των θαλασσών μας. Μπορεί να βρέθηκε ή να μη βρέθηκε λευκός καρχαρίας στην Εύβοια. Το σίγουρο είναι πως εν μέσω κλιματικής κρίσης όπου όλα αλλάζουν με ταχείς ρυθμούς, εμείς κολυμπάμε σε θολά νερά.

Πηγή: tvxs.gr

Τελευταία τροποποίηση στις Κυριακή, 25/08/2024 - 20:37