Μανωλάδα: Χρονικό ενός προαναγγελθέντος φιάσκου

Ο σάλος για την πρωτοφανή απόφαση συνεχίζεται. Επισυνάπτουμε τη θέση του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες:

 


Μετά την απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου της Πάτρας για την υπόθεση της Μανωλάδας, το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες (ΕΣΠ) το οποίο παρέστη ως πολιτική αγωγή στην υπόθεση του εργασιακού trafficking και των πυροβολισμών κατά των μεταναστών εργατών επιθυμεί να επισημάνει τα εξής ως προς τη διαδικασία και την έκβασή της:

Παρότι το θέμα απασχόλησε και συγκλόνισε την κοινή γνώμη παγκοσμίως, το αποτέλεσμα και ιδίως η διαδικασία που ακολουθήθηκε τόσο κατά την προανάκριση όσο και κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας αναδεικνύει πολλές παθογένειες της ελληνικής δικαιοσύνης, οδηγώντας σχεδόν αναπόφευκτα στο τελικό αποτέλεσμα. Το ΕΣΠ είχε έγκαιρα επισημάνει ότι «η πλήρης διερεύνηση της υπόθεσης είναι διαρκές ζητούμενο της ποινικής προδικασίας και δη στο συγκεκριμένο περιστατικό όπου έλαβαν χώρα σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».

Τα προβλήματα ανέκυψαν τόσο κατά τη φάση της προδικασίας όσο και στην ακροαματική διαδικασία. Σε ό, τι αφορά το στάδιο της προδικασίας που ξεκίνησε στις 18/4/2013, παρά την παρέμβαση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, δεν απεφεύχθησαν προχειρότητες που είχαν επιπτώσεις στην απόφαση. Αμέσως μετά την επίθεση κατά των μεταναστών, δεν εμφανίστηκε, ως όφειλε, η ειδική υπηρεσία anti-trafficking της ΓΑΔΑ για να επιληφθεί άμεσα των προανακριτικών ενεργειών, παρά το γεγονός ότι κορυφαίος δικαστικός λειτουργός - ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου - είχε ορθά παραγγείλει στην Εισαγγελία Αμαλιάδας να διερευνήσει τους πυροβολισμούς της Μανωλάδας υπό το πρίσμα του φαινομένου του εργασιακού trafficking που επί μακρόν κυριαρχούσε στην περιοχή.

Η εμπλοκή των ειδικευμένων υπηρεσιών της Ελληνικής Αστυνομίας θα επέτρεπε,  ενδεχομένως, να αποφευχθεί η απόδοση της ιδιότητας του «θύματος εμπορίας ανθρώπων» μόνο στους τραυματίες της επίθεσης και όχι στο σύνολο των εργαζομένων της επιχείρησης που προσέγγιζαν, σύμφωνα με τη δικογραφία, τους 200, γεγονός πρωτόγνωρο στη δικαστική αντιμετώπιση του trafficking ανά τον κόσμο.

Επιπλέον, η συνέχεια της προανάκρισης – που κακώς διεξήχθη από τις τοπικές αστυνομικές αρχές – παρουσίασε επίσης σοβαρότατα λάθη. Πρωτίστως, ουδέποτε αναζητήθηκαν ανεξάρτητοι διερμηνείς για την εξέταση των θυμάτων. Αντιθέτως οι τοπικές αστυνομικές αρχές χρησιμοποίησαν ομοεθνείς των θυμάτων που κατοικούσαν στην περιοχή – συνήθως τους παλαιότερους – οι οποίοι είχαν στενή σχέση και επιχειρηματική συνεργασία με τους κατηγορούμενους.

Μάλιστα ένας εξ αυτών προτάθηκε και ως μάρτυρας υπεράσπισης των κατηγορουμένων και είχε κληθεί να τελέσει και καθήκοντα διερμηνέα στη δίκη ενώπιον του ΜΟΔ Πατρών, γεγονός  που απεφεύχθη με πρωτοβουλία της Πολιτικής Αγωγής για να μη προκαλέσει απόλυτη ακυρότητα στη διαδικασία. Επιπρόσθετα, η Πολιτεία δεν έλαβε κανένα μέτρο για την ασφάλεια έστω των 35 θυμάτων που είχε θέσει υπό καθεστώς προστασίας ενόψει της δίκης, και δεν έλαβε κανένα μέτρο προκειμένου να εξασφαλίσει ότι τα θύματα θα μεταβούν στην Πάτρα ώστε να παραστούν στη δίκη.

Η ακροαματική διαδικασία που επακολούθησε διεξήχθη υπό το βάρος των ως άνω προβλημάτων της προδικασίας. Τονίζεται ότι οι δίκες θυμάτων trafficking καλύπτονται από ειδικές δικονομικές εγγυήσεις που περιγράφονται με σαφήνεια στο άρθρο 12 της Οδηγίας 2011/36/ΕΕ για την πρόληψη και καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων που δεσμεύει όλα τα όργανα της ελληνικής πολιτείας. Η παράθεση των σχετικών διατάξεων καταδηλώνει τις τεράστιες διαφορές μεταξύ της συμπεριφοράς των οργάνων της ελληνικής πολιτείας και των νομοθετικών προβλέψεων[5].

Παρά το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας καμία από τις θεσμικές εγγυήσεις δεν τηρήθηκε, θα ανέμενε κανείς από τα τακτικά κυρίως μέλη του δικαστηρίου, να λάβουν υπόψη τους την τεκμηριωμένη πρόταση της Εισαγγελέως της έδρας, η οποία αποτύπωσε νομολογιακές κατευθύνσεις δικαστηρίων κρατών-μελών της ΕΕ που εφαρμόζουν ομοιόμορφο νομικό πλαίσιο σε ανάλογες υποθέσεις, προκειμένου να διαμορφώσουν δικανική πεποίθηση  για την εργασία ως μορφή εκμετάλλευσης στο πλαίσιο της εμπορίας ανθρώπων (323α ΠΚ) σε σχέση με την παράνομη εργασία αλλοδαπών (αρ. 86 ν. 3386/2005) με την οποία συχνότατα συγχέεται.

Κριτήριο για το χαρακτηρισμό μιας παρεχόμενης υπηρεσίας ή επαγγέλματος ως μορφή εκμετάλλευσης της εργασίας δεν είναι το είδος της δραστηριότητας που ασκείται και η οποία μπορεί να είναι καθόλα νόμιμη, αλλά η σχέση του θύματος με τον εργοδότη και οι συνθήκες υπό τις οποίες εργάζεται. Σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, trafficker είναι το πρόσωπο που, αν και έχει κάθε δυνατότητα και υποχρέωση να παράσχει κάποιο είδος προστασίας στους εργαζομένους του, δεν θέλησε ποτέ να πληρώσει τα συμφωνημένα και εκμαίευε τη συνέχιση της παροχής εργασίας με απειλές βίας και χρήση όπλων, εκμεταλλευόμενος στο έπακρον την απουσία κράτους και συντεταγμένης Πολιτείας, με σκοπό το κέρδος σε βάρος ανυπεράσπιστων ανθρώπων – δούλων του.

Τα γεγονότα της Μανωλάδας και η αντίδραση της κοινωνίας δείχνουν ότι η εργασιακή εκμετάλλευση τέτοιου είδους δεν είναι πλέον ηθικά ανεκτή. Ωστόσο, η αδυναμία της ελληνικής δικαιοσύνης να αντιμετωπίζει ανάλογα φαινόμενα εργασιακών συνθηκών στην Ελλάδα απαιτεί την επέμβαση του νομοθέτη για τη νομιμοποίηση των θυμάτων της επίθεσης – αλλά και της εργασιακής εκμετάλλευσης - και την αντιμετώπιση των λόγων που οδήγησαν στην επίθεση αυτή. Η νομιμοποίηση δεν μπορεί προφανώς να αποτελέσει δικαίωση αλλά θα είναι παρήγορο το γεγονός ότι οι συγκεκριμένοι εργάτες γης ως θύματα τελικά επικίνδυνων σωματικών βλαβών (309 ΠΚ) δεν θα εκπέσουν της νομιμότητας, όπως θέλουμε να ελπίζουμε, ενόψει της νέας ΚΥΑ 30651/2014για άδεια διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους και της ορθής εφαρμογής της.
Τελευταία τροποποίηση στις Παρασκευή, 14/06/2013 - 23:54