Ιστορίες προσφύγων: «Όσες φορές κι αν μας διώξουν θα επιχειρήσουμε ξανά το ταξίδι στην Ευρώπη»
Αναδημοσίευση από τη σχετική ιστοσελίδα της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες.
Στοιβάχθηκαν στο Baris με προορισμό την Ιταλία, αλλά το όνειρο της άφιξης στην Ευρώπη έγινε εφιάλτης: το πλοίο έμεινε ακυβέρνητο εν μέσω καταιγίδας, έως ότου οι ελληνικές αρχές τούς διέσωσαν οδηγώντας τους στην Κρήτη. Γιαζίντι από το Χάνα Σόρε στο Σιντζάρ του Ιράκ, ο Χάγκρι και η σύζυγός του Ντάλια, οκτώ μηνών έγκυος, αφηγούνται τη φρίκη που τους έκανε να ξεριζωθούν αποτολμώντας το παρακινδυνευμένο ταξίδι.
«Όταν το Ισλαμικό Κράτος κατέλαβε τη Μοσούλη, ζούσαμε με τον φόβο μην έρθουν και σε εμάς: ξέραμε για τους αποκεφαλισμούς και τις εκτελέσεις Γιαζίντι και Χριστιανών, για τις γυναίκες που βίαζαν ή πουλούσαν στα παζάρια σαν να ήταν ζώα. Η επίθεση άρχισε στις 3 Αυγούστου και μέσα σε 24 ώρες είχαν φτάσει στο χωριό μας. Όσοι μπορέσαμε, φύγαμε τρέχοντας προς τo συριακό Κουρδιστάν, άλλοι κατέφυγαν στο όρος Σιντζάρ όπου τους πολιόρκησαν και κάποιοι εγκλωβίστηκαν στα χωριά και τους έδωσαν δυο επιλογές: να τους εκτελέσουν ή να ασπαστούν το Ισλάμ. Απήγαγαν οκτώ μέλη της οικογένειας του θείου της Ντάλια, σκοτώνοντας τον 18χρονο γιο τους κι έκτοτε αγνοείται η τύχη τους. Στο χωριό μας σκότωσαν 100», θυμάται ο Χάγκρι.
Το ζευγάρι, μαζί με τους γονείς και τις οικογένειες των αδελφών τους πέρασαν στο συριακό Κουρδιστάν και από εκεί στο Ζάχο του ιρακινού Κουρδιστάν, από όπου συνέχισαν με τα πόδια για Τουρκία, περιμένοντας την ευκαιρία να κινήσουν το ταξίδι για την Ευρώπη. «Δεν υπάρχει περίπτωση πια να μείνουμε σε καμία μουσουλμανική χώρα. Οι Γιαζίντι έχουμε υποστεί 73 σφαγές από το Ισλάμ, και αυτή του Αυγούστου ήταν η 74η. Φτάνει πια! Δεν θέλουμε να μεγαλώσουν τα παιδιά μας και κάποιος να έρθει να τους κόψει τα κεφάλια».
Μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια να περάσουν τα τουρκο-βουλγαρικά σύνορα και με την εγκυμοσύνη της Ντάλια να έχει προχωρήσει πολύ, πιάστηκαν από την ελπίδα που τους πούλησε άλλος διακινητής: ένα «ασφαλές» πλοίο για Ιταλία. «Από τη Σμύρνη μάς πήραν με λεωφορεία σε μια ακτή όπου ήταν μαζεμένοι άλλοι περίπου 300 πρόσφυγες και άρχισαν να μας μεταφέρουν με ένα ψαράδικο σε ένα μεγάλο πλοίο όπου ήδη ήταν στοιβαγμένοι άλλοι τόσοι πρόσφυγες.
Το ταξίδι ήταν εξαντλητικό, δεν είχαμε σπιθαμή να κινηθούμε. Την τρίτη μέρα πέσαμε σε καταιγίδα, κάποιες φορές τα κύματα ξεπερνούσαν τα τέσσερα μέτρα, χτύπαγαν αλύπητα το πλοίο, που αποδείχθηκε σάπιο. Η μηχανή χάλασε, κάποιοι κατάφεραν να την φτιάξουν και αφού προχωρήσαμε μια ακόμη μέρα ξαφνικά ακούστηκε μια τρομακτική έκρηξη και η μηχανή σταμάτησε οριστικά. Τα ξημερώματα εκπέμψαμε σήμα κινδύνου. Ο φόβος και ο πανικός δεν περιγράφεται. Το πρωί έφτασαν ελληνικά στρατιωτικά πλοία αλλά οι άνεμοι ήταν τόσο σφοδροί ώστε μόνο το βράδυ κατάφεραν να ρυμουλκήσουν το σαπιοκάραβο. Δύο μέρες σχεδόν μας έσερναν για να φτάσουμε στην Ελλάδα».
Η οικογένεια του Χάγκρι το μόνο που θέλει τώρα είναι να συνεχίσει το ταξίδι. «Είμαστε ευγνώμονες που μας σώσανε. Αλλά δεν θα επιλέγαμε ποτέ να έρθουμε στην Ελλάδα γιατί ξέρουμε πώς συμπεριφέρονται στους πρόσφυγες. Για τους Σύρους, ίσως είναι διαφορετικά, αλλά για εμάς η μοίρα είναι φυλακή και απέλαση, ενώ αίτημα ασύλου σημαίνει εγκλωβισμό χωρίς καμία βοήθεια. Εξαντλημένους ακόμη, μας πήραν από την Κρήτη και μας οδήγησαν στο κέντρο κράτησης της Κορίνθου, όπου κάποιους μας άφησαν να φύγουμε ενώ κράτησαν πολλούς, ανάμεσά τους τον πατέρα και τα δυο μου αδέλφια. Χωρίς να μας πουν ούτε γιατί ούτε πότε θα τους αφήσουν».
Η Ντάλια, που τόσην ώρα σώπαινε, παίρνει τον λόγο: «Περιμένουμε το πρώτο μας παιδί. Τόσους μήνες στους δρόμους, αναζητώντας μια διέξοδο, κάνω υπομονή και σκέφτομαι ότι οφείλω στο μωρό μας να φτάσουμε κάπου που να είναι σώο. Το μόνο που θέλω είναι να αφήσουν τους συγγενείς μας το συντομότερο δυνατόν για να φύγουμε. Θέλω το παιδί μου να γεννηθεί σε μια άλλη χώρα που να μην κινδυνεύει να βρεθεί στον δρόμο ή να απελαθεί».
Και ο Χάγκρι την διαβεβαιώνει: «Μόλις τους αποφυλακίσουν θα φύγουμε. Όσες φορές κι αν μας διώξουν, μας φυλακίσουν ή κινδυνέψουμε, θα δοκιμάσουμε, θα επιχειρήσουμε ξανά να φτάσουμε στη Γερμανία, όπου έχουμε συγγενείς, ή έστω σε χώρες που μπορούν να μας βοηθήσουν. Νόμιμα ή παράνομα. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος για εμάς: ή ο θάνατος ή να φτάσουμε στον προορισμό μας».
Λίγες ημέρες μετά τη συνάντησή μας, οι συγγενείς τους αφέθηκαν ελεύθεροι. Έφυγαν αμέσως από την Ελλάδα και κατάφεραν να φτάσουν στον προορισμό τους, τη Γερμανία, όπου η Ντάλια γέννησε ένα υγιέστατο αγοράκι. Υπέβαλαν αίτημα ασύλου και για πρώτη φορά μετά από χρόνια νιώθουν ελεύθεροι και ασφαλείς.